Η καθολικότης του
θεανθρωπίνου οργανισμού της Εκκλησίας συνίσταται και εις την παρουσίαν εν αυτή
του Παναγίου Πνεύματος και όλων των θείων δώρων και χαρισμάτων Αυτού: του χαρίσματος της Αληθείας, κατά τον άγιον
Ειρηναίον Λουγδούνου, του χαρίσματος της ζωής αιωνίου, κατά τον Απόστολον
Παύλον (Ρωμ. 6, 23), του χαρίσματος της επισκοπής και της ιερωσύνης (Α΄ Τιμ. 4,
14. Β΄ Τιμ. 1, 6), και γενικώς κάθε θείου και σωτηρίου χαρίσματος πνευματικού
(πρβλ. Ρωμ. 1, 11). Κατά τον λόγον του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, η Εκκλησία
«καθολική καλείται δια το κατά πάσης είναι της οικουμένης από περάτων γης έως
περάτων, και δια το διδάσκειν καθολικώς και ανελλιπώς άπαντα τα εις γνώσιν
ανθρώπων ελθείν οφείλοντα δόγματα, περί τε ορατών και αοράτων πραγμάτων,
επουρανίων τε και επιγείων, και δια το παν γένος ανθρώπων εις ευσέβειαν
υποτάσσειν, αρχόντων τε και αρχομένων, λογίων τε και ιδιωτών, και δια το
καθολικώς ιατρεύειν μεν και θεραπεύειν άπαν το των αμαρτιών είδος των δια ψυχής
και σώματος επιτελουμένων, κεκτήσθαι δε εν αυτή πάσαν ιδέαν ονομαζομένην αρετής
εν έργοις τε και λόγοις και πνευματικοίς παντίοις χαρίσμασιν» (Κυρίλλου
Ιεροσολύμων, Κατήχησις ΙΗ, 23, PG. 44, c, 1044).
Εν τω καθολικώ θεανθρωπίνω οργανισμώ της Εκκλησίας, εις τον οποίον εκολλήθησαν πάντες άνθρωποι, κάθε πιστός ζη το πλήρωμα της ζωής της Εκκλησίας και την πληρότητα του ανθρωπίνου προσώπου του και της ανθρωπίνης υπάρξεώς του, διότι είναι το ζων θεόμορφον κύτταρον του σώματος του Χριστού. Ο νόμος της θεανθρωπίνης καθολικότητος περιλαμβάνει τους πάντας και περιχωρεί τους πάντας και ενεργεί δια πάντων. Εις αυτήν την θεανθρωπίνην καθολικότητα διαφυλάττεται πάντοτε η θεανθρωπίνη ισορροπία μεταξύ του θείου και του ανθρωπίνου, ούτως ώστε ημείς οι άνθρωποι, ως σύσσωμοι του Χριστού εν τη Εκκλησία, ζώμεν όλην την πληρότητα του είναι μας εις όλας τας θειοειδείς διαστάσεις μας, αλλά ταυτοχρόνως και πληρούμεθα δια του πληρώματος της ζωής του Θεού. και ακόμη: εν τη Εκκλησία του Θεανθρώπου ο άνθρωπος βιοί το είναι του ως παν-είναι, θεανθρώπινον παν-είναι, ζη τον εαυτόν του ουχί μόνον ως παν-άνθρωπον, αλλά και ως παν-κτίσιν, παν-δημιουργίαν, ή με μίαν λέξιν, ζη τον εαυτόν του εν Χριστώ ως τον κατά χάριν θεάνθρωπον.
Εν τω καθολικώ θεανθρωπίνω οργανισμώ της Εκκλησίας, εις τον οποίον εκολλήθησαν πάντες άνθρωποι, κάθε πιστός ζη το πλήρωμα της ζωής της Εκκλησίας και την πληρότητα του ανθρωπίνου προσώπου του και της ανθρωπίνης υπάρξεώς του, διότι είναι το ζων θεόμορφον κύτταρον του σώματος του Χριστού. Ο νόμος της θεανθρωπίνης καθολικότητος περιλαμβάνει τους πάντας και περιχωρεί τους πάντας και ενεργεί δια πάντων. Εις αυτήν την θεανθρωπίνην καθολικότητα διαφυλάττεται πάντοτε η θεανθρωπίνη ισορροπία μεταξύ του θείου και του ανθρωπίνου, ούτως ώστε ημείς οι άνθρωποι, ως σύσσωμοι του Χριστού εν τη Εκκλησία, ζώμεν όλην την πληρότητα του είναι μας εις όλας τας θειοειδείς διαστάσεις μας, αλλά ταυτοχρόνως και πληρούμεθα δια του πληρώματος της ζωής του Θεού. και ακόμη: εν τη Εκκλησία του Θεανθρώπου ο άνθρωπος βιοί το είναι του ως παν-είναι, θεανθρώπινον παν-είναι, ζη τον εαυτόν του ουχί μόνον ως παν-άνθρωπον, αλλά και ως παν-κτίσιν, παν-δημιουργίαν, ή με μίαν λέξιν, ζη τον εαυτόν του εν Χριστώ ως τον κατά χάριν θεάνθρωπον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου