ΝΕΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΡΩΣΟ

Σάββατο, 24 Αύγουστος 2013 00:57 Desk Agioritikovima


altΤο ΄΄Αγιορείτικο Βήμα΄΄ σας αποκαλύπτει….
Του Γιώργου Θεοχάρη
Πριν δυο εβδομάδες στο Ιερό προσκύνημα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας συνέβη ένα συγκλονιστικό γεγονός αφήνοντας άφωνους πιστούς και κληρικούς.
Κατά το προσκύνημα της μία γυναίκα θέλησε εν κρυπτώ να πάρει μαζί της τη ζώνη του Αγίου, που μόλις είχε φορέσει στη μέση της, ώστε να θεραπευτεί συγγενικό της πρόσωπο, όπως υποστήριξε εκ των υστέρων.
Χωρίς να γίνει αντιληπτή, εξήλθε από τον Ιερό Ναό με τη ζώνη στη τσάντα της και κατευθύνθηκε στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για Αθήνα. Το λεωφορείο δεν ξεκινούσε, κατέβηκε ο οδηγός έλεγξε τα πάντα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ένδειξη για τεχνικό πρόβλημα .
Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες οι οποίες λειτουργούν μόνο χειροκίνητα, όπως υποστήριξαν στο ΄΄Αγιορείτικο Βήμα΄΄ άνθρωποι από οργανισμό της Ιεράς Μητρόπολης.
Μετά από αυτά τα σημάδια, η γυναίκα που είχε τη ζώνη του Αγίου στη τσάντα της έτρεξε στον οδηγό και του είπε ΄΄ πρέπει να γυρίσω στο Ναό να αφήσω κάτι που πήρα για να θεραπευτεί ένας δικός μου άνθρωπος΄΄.
Πήγε στο Ναό, άφησε διακριτικά τη ζώνη του Αγίου πάνω στο Ιερό Λείψανο του και επέστρεψε στο λεωφορείο. Αμέσως το λεωφορείο ξεκίνησε προκαλώντας έκπληξη στους επιβάτες.Το θαυμαστό γεγονός σκόρπισε δέος στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Ευβοίας και έκανε ακόμα περισσότερους πιστούς να προσέρχονται στη χάρη του θαυματουργού Αγίου για να του ζητήσουν να τους ελεεί .
alt

Η ανακομιδή του σεπτού λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών Διονυσίου Αρχιεπισκόπου Αιγίνης, και η τούτου εκ Στροφάδων νήσων εις Ζάκυνθον επάνοδος.


Ζάκυνθε, τέρπου ασμένως δεξαμένη                                                                                                       Σκήνος πολίτου Διονυσίου θείου.                                                                                                           Δέξατο πάτρη σον δέμας εικάδι αμφί Τετάρτη.


Διονύσιος ο Άγιος και θαυματουργός Ιεράρχης εγεννήθη εν Ζακύνθω εν έτει αφμζ΄ (1547) Ιουνίου κα΄ (21) ευσεβών και πλουσίων γονέων υιός, Μωκίου και Παυλίνης την κλήσιν. Εισήλθεν εκ νεότητος εις την κατά τας Στροφάδας νήσους βασιλικήν Μονήν και ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα. Προεχειρίσθη έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης, της οποίας εκόσμησε τον θρόνον επί χρόνον ικανόν, μετά δε ταύτα επέστρεψεν εις την πατρίδα αυτού, ένθα διεβίωσε του λοιπού οσίως γευόμενος το μέλι της ησυχίας. Φθάσας ο Άγιος εις το τέρμα του βίου του εν βαθεί γήρατι, προανήγγειλε τον θάνατον αυτού εις τους αδελφούς της Μονής της Αναφωνητρίας, εις την οποίαν ησύχαζεν. Ούτοι μετά θλίψεως ήκουσαν το πικρότατον τούτο άγγελμα. Ούτω δε ο Άγιος παρέδωσε την ψυχήν εις τον Πλάστην την ιζ΄(17)  του μηνός Δεκεμβρίου του έτους αχκδ΄ (1624), ημέραν Παρασκευήν, ημερομηνίαν καθ΄ ην τελείται και μέχρι σήμερον η μνήμη αυτού και η περιαγωγή του λειψάνου ανά πάσαν την πόλιν. Ότε δε εκοιμήθη ο Άγιος, το ιερόν αυτού σκήνος, κατά παραγγελίαν του ιδίου μετεφέρθη προς ενταφιασμόν εις την Μονήν των Στροφάδων, όπου ζώντα ο Άγιος εαυτόν αφωσίωσε, και εκεί ετάφη υπό των πατέρων εις καινόν μνημείον εις το παρεκκλήσιον του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, κείμενον εντός του περιβόλου του Μοναστηρίου. Αλλ΄ έτη πολλά δεν παρήλθον, και δι΄ οραμάτων προς τον Ηγούμενον και τους πατέρας της Μονής ο Άγιος ανήγγειλε το αγίασμα αυτού, όπως το ίδιον σκήνωμα εκ του τάφου εκβάλωσιν. Υπείκοντες δε οι πατέρες εις την θείαν ταύτην αποκάλυψιν, ετέλεσαν ανακομιδήν του λειψάνου, όπερ ευρόντες σώον, ανελλιπές και ακέραιον, και ευωδίαν υπερφυώς αποπνέον, κατέθηκαν ευλαβώς εν λάρνακι εντός του νάρθηκος του κυριακού του Ναού της θείας του Χριστού Μεταμορφώσεως. Υπήρχε δε τούτο εκεί της Μονής φυλακτήριον και παραμυθία ουχί μικρά εις τους πατέρας, νοσήματα θεραπεύον, καταστρέφον τα νέφη των ακρίδων και καταβυθίζον αυτά εις την θάλασσαν, ανομβρίας διαλύον, και εν γένει θαυματουργούν εις πάντας τους πιστώς εις αυτό προσερχομένους κατά ανάγκην, στενοχωρίαν και θλίψιν. Κατά δε το έτος 1716 εν μηνί Ιουνίω, ότε ο οθωμανικός στόλος διηυθύνετο προς εκπόρθησιν της Κερκύρας και διήλθε δια των Στροφάδων, οι πατέρες του εκεί Μοναστηρίου φοβηθέντες έκρυψαν εντός δύο σπηλαίων μετά των άλλων πολυτίμων ειδών της Μονής και το σεβάσμιον λείψανον του Αγίου. Και τότε μεν έμειναν ανενόχλητοι υπό των Αγαρηνών· μετά δε την εκ Κερκύρας αισχράν, ταις πρεσβείαις του θαυματουργού Αγίου Σπυρίδωνος, φυγήν των, στίφος βαρβάρων μένεα πνεόντων τότε ως εκ της αποτυχίας των εκείνης κατά των Χριστιανών, οδηγούμενον υπό τινος αιμοδιψούς, Μουσταφά ονομαζομένου, απεβιβάσθη εις την νήσον και εφόρμησαν εις την Μονήν, συνέλαβεν ευθύς τον Ηγούμενον μετά των πατέρων, πλην τεσσάρων κεκρυμμένων που, και δια πικρών τυραννικών βασάνων ηνάγκασεν αυτούς να τους αποκαλύψωσι τους θησαυρούς της Μονής. Ούτω λαφυραγωγήσαντες οι βάρβαροι την Μονήν και θανατώσαντες τους Μοναχούς ανεχώρησαν, λαβόντες μεν εν τω πλοίω των την εικόνα της Παναγίας, αφήσαντες δε ανέπαφον, κατά θείαν οικονομίαν, του Αγίου το λείψανον, εκτός των δύο χειρών, τας οποίας τέσσαρες Χριστιανοί εκ του πληρώματος του πλοίου αποκόψαντες δι΄ ευλάβειαν, και διχάσαντες έλαβον έκαστος ανά εν τεμάχιον προς αγιασμόν των. Αλλά μετά ταύτα σκεπτόμενος ο αρχηγός αυτών, ότι έχουσιν αξίαν τινά αι χείρες του αγίου λειψάνου, έλαβεν αυτάς και εις Χίον τας επώλησεν προς τον τότε Αρχιερέα αυτής Αγαθάγγελον και προς ένα ευλαβή Μοναχόν, Ακάκιον το όνομα, οίτινες και τας έπεμψαν χάριν ευλαβείας εις την Μονήν των Στροφάδων· την δε εικόνα της Παρθένου ηγόρασαν εν Πάτμω δύο αδελφοί, οίτινες την έπεμψαν εις Στροφάδας. Μετά δε την απομάκρυνσιν του βαρβαρικού στόλου, εξελθόντες της κρύπτης των οι τέσσαρες διασωθέντες Μοναχοί, και ιδόντες τα γενόμενα, ελυπήθησαν σφόδρα και ήσαν απηλπισμένοι δια την έλλειψιν τροφών, βλέπουσι δε τότε απροσδοκήτως δύο ενετικά πλοία μακρόθεν πλέοντα, εις τα οποία αφού έκαναν σημεία και έφεραν εις τον όρμον των επιβιβάζονται επ΄ αυτών και αφικνούνται εις Ζάκυνθον την 24 Αυγούστου 1716, κομίζοντες εις την πατρώαν αυτού γην και το πανσεβάσμιον λείψανον του Αγίου Διονυσίου. Διαδοθείσης της φήμης ταύτης εν Ζακύνθω συνέρρευσαν πανταχόθεν Ιερείς τε και λαϊκοί, πλούσιοι και πένητες, όπως ασπασθώσι το άγιον λείψανον· αφού δε ωκοδομήθη κατάλληλος Ναός εις την παραλίαν της Άμμου και επί οικοπέδου ανήκοντος εις την Μονήν των Στροφάδων, κατετέθη το σεπτόν σκήνος εις αυτόν τον Ναόν, όστις μέχρι σήμερον τιμάται επ΄ ονόματι του Αγίου, βρύον θαύματα και πηγάζον τούτο ιάματα προς δόξαν του επουρανίου Θεού. Τελείται δε η ανακομιδή αύτη του αγίου λειψάνου την 24ην Αυγούστου. Εκ των πολλών δε συγχρόνων θαυμάτων παραθέτομεν ενταύθα ολίγα τινά.Ανδρόγυνον εκ Πελοποννήσου, συνελθόν από δεκαετίας εις γάμον, δεν είχεν αποκτήσει τέκνον. Όθεν παρεκάλεσαν τον Άγιον να χαρίση εις αυτούς τοιούτον επί τη υποσχέσει να βαπτίσωσιν αυτό εις τον εν Ζακύνθω Ναόν του· είδε δε τότε η γυνή κατ΄ όναρ τον Άγιον, ειπόντα εις αυτήν: «Τι ζητείς παρ΄ εμού, γύναι; Ιδού εισήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σας και θα τύχητε της επιθυμίας σας τάχιστα». Πράγματι δε συλλαβούσα αύτη έτεκεν υιόν χαριέστατον δια πρεσβειών του Αγίου· διο περιχαρείς γενόμενοι οι γονείς και άπαντες οι συγγενείς των εδόξαζον τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Διονύσιον. Μετά παρέλευσιν δε πέντε μηνών από του τοκετού ητοιμάσθησαν ν΄ αναχωρήσωσιν εις Ζάκυνθον προς εκπλήρωσιν της υποσχέσεώς των, αλλά πνεύσαντος εναντίου ανέμου ημποδίσθη το πλοίον να αναχωρήση, και εν τω μεταξύ ησθένησε βαρέως το τέκνον των. Τούτο όμως δεν απεδειλίασεν αυτούς και απέπλευσαν άμα παρήλθεν η κακοκαιρία. Πλην, φευ! εν ω ήσαν ολίγον μακράν της Ζακύνθου, έως τέσσαρα μίλια, ετελεύτησε το αγαπητόν βρέφος, έκαστος δε δύναται να φαντασθή τους κοπετούς και τους οδυρμούς των ατυχών εκείνων γονέων· ο αήρ αντήχει εκ των κραυγών των. Ηγκυροβόλησε τέλος εις τον λιμένα το πλοίον αφ΄ εσπέρας, την δε επιούσαν πρωϊαν ηθέλησαν, καίτοι αποθαμένον, να προσφέρωσι το τέκνον των εις τον Άγιον οι αγαθοί, αλλ΄ ατυχείς εκείνοι γονείς. Επορεύθησαν λοιπόν εις τον Ναόν του Αγίου, φέροντες το τεθνηκός και υπό πολλών άλλων Χριστιανών συνοδευόμενοι, αποθέσαντες δε το πτώμα πλησίον της ιεράς λάρνακος, δακρυρροούντες και ολοφυρόμενοι έλεγον, ότι αν και εξ αμαρτιών απώλεσαν το προσφιλές εις αυτούς τέκνον, δεν καθυστέρησαν όμως και της εαυτών υποσχέσεως. Αλλά τότε αίφνης, ω του θαύματος! το βρέφος ήνοιξε τους οφθαλμούς και κλαυθμηρίζον εζήτει την μητέρα του! Επί τη παραδόξω ταύτη θέα οι παρεστώτες γονυκλινείς εφώνουν το: «Κύριε ελέησον», η δε τάλαινα μήτηρ, επαναβλέπουσα το τέκνον της εις την παρούσαν ζωήν, εν ω προ δεκαοκτώ ωρών νεκρόν έκειτο ενώπιόν της, έπεσε κατά γης λιπόθυμος ως νεκρά. Έπειτα αναλαβούσα εδέχθη αυτό εις τους κόλπους της, και βαπτισθέν ωνομάσθη Διονύσιος. Ούτως ανεχώρησαν χαίροντες οι ευλαβείς εκείνοι σύζυγοι δοξάζοντες τον Θεόν και κηρύττοντες πανταχού το θαυμάσιον, δια το οποίον ευγνωμονών ο Διονύσιος ουδέποτε έλειπε κατά την μνήμην του Αγίου να φέρη εις αυτόν κηρία και παντοία θυμιάματα. Εν έτει 1820, την 17ην Δεκεμβρίου, τελουμένης της περιφοράς του ιερού λειψάνου του Αγίου ανά την πόλιν της Ζακύνθου, και προκειμένου να διέλθη τούτο ενώπιον του κατά την πλατείαν των Αγίων Πάντων εγερθέντος τότε αγάλματος του αρμοστού Θωμά Μέτλανδ, όπως τελεσθή δέησις και τα αποκαλυπτήρια αυτού, εγένετο την νύκτα μέγας σεισμός και το πρωϊ έπεσε χάλαζα μεγάλη και βροχή ραγδαιοτάτη, παρακωλύσασα την τελετήν να προχωρήση. Τότε ηναγκάσθησαν να φέρωσι το άγιον λείψανον και να το καταθέσωσι προσωρινώς εις τον Ναόν της Φανερωμένης, ο δε τότε τοποτηρητής συνταγματάρχης Ρος, συνοδευόμενος υπό τινος Άγγλου ναυάρχου, παρατυχόντος εκεί, επορεύθη εις τον ειρημένον Ναόν, και διατάξας να μη παραμείνωσιν εις τον Ναόν έτεροι εκτός αυτού του ναυάρχου και των επιτρόπων, προσηυχήθη γονυκλινώς και μετά συγκινήσεως ενώπιον του αγίου λειψάνου, καταθέσας προ των ποδών του Αγίου και το χρυσούν εγκόλπιον, το οποίον είχον προσφέρει εις αυτόν οι Λευκάδιοι, ότε κατά την εν τη νήσω εκείνη διοίκησίν του διέπρεψεν επί καλοκαγαθίαις, και το οποίον υπάρχει έτι και σήμερον επί του αγίου λειψάνου, εις τεκμήριον του τελεσθέντος θαύματος. Εις υποδηματοποιός, Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, Ζακύνθιος, δια του ιδρώτος του προσώπου αυτού συντηρών την οικογένειάν του, απώλεσεν εντελώς ο ατυχής την όρασιν, και κατά παρακίνησιν της συζύγου του επεκαλέσθη τον Άγιον, όπως λάβη το πολύτιμον φως του. Όθεν λαβών ανά χείρας ο τυφλός την εικόνα του Αγίου κατησπάζετο αυτήν στενάζων εκ βάθους καρδίας και επικαλούμενος την βοήθειάν του. Κατά δε την 14ην του μηνός Δεκεμβρίου βλέπει κατ΄ όναρ τον Άγιον ως Αρχιερέα μετά του επανωμανδύου του, όστις πλησιάσας έλαβεν αυτόν εκ του δεξιού βραχίονος και του λέγει: «Θάρσει, τέκνον, πίστευε εις τον Θεόν και μη λυπού, διότι μετά τρεις ημέρας θα έχης το φως σου και εντελώς θα θεραπευθής, μη φανερώσης όμως τούτο έως ου λάβης εντελώς την ίασιν». Και ταύτα ειπών έγινεν άφαντος. Τότε εγερθείς του ύπνου ο τυφλός Παναγιώτης διηγήθη την οπτασίαν ταύτην εις την σύζυγόν του μόνον, επιτιμών αυτήν να μη την φανερώση, και ζητήσας την εικόνα του Ιεράρχου θερμώς αυτήν ησπάσθη. Κατά δε τον εσπερινόν της εορτής του Αγίου, ως ήκουσεν ο τυφλός τον πρώτον κρότον του πυροβόλου, εμνήσθη της οπτασίας του Αγίου, και κλίνας τα γόνατα επί της στρωμνής του, και υποστηριζόμενος παρά της ευλαβούς συζύγου του, παρακαλεί και ικετεύει δακρύων τον Άγιον. Και ω του θαύματος! αυθωρεί είδεν αμυδρόν φως. Κατά δε την επιούσαν, την δεκάτην εβδόμην Δεκεμβρίου, ότε εορτάζεται η μνήμη του Αγίου δια περιφοράς εν τη πόλει της Ζακύνθου του πανσέπτου αυτού λειψάνου, εν ω η λιτανεία διήρχετο κάτωθεν της οικίας του πάσχοντος, ηγέρθη ούτος της κλίνης, υποστηριζόμενος υπό της συζύγου του, και κλίναντες αμφότεροι τα γόνατα εδέοντο θερμώς επικαλούμενοι τον Άγιον· και, ω των θαυμασίων σου, Κύριε! Δεν είχε προχωρήσει η λιτανεία τριάκοντα βήματα, ότε ο τυφλός εντελώς ανέβλεψε, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού θαυματουργόν Διονύσιον έως της σήμερον ημέρας. Πλοίον έξωθεν της Ζακύνθου πελαγιζόμενον και μη δυνάμενον ν΄ ανθέξη εις τα απειλητικά κύματα, ήρχισε να βυθίζεται εις την θάλασσαν· τρεις δε εκ των ναυτών ευσεβείς, ριφθέντες εις την ορμήν των αγρίων κυμάτων, επεκαλέσθησαν την βοήθειαν του Αγίου Διονυσίου. Πράγματι δε φανερωθείς ο Άγιος εις αυτούς, κατεπράϋνε την ορμήν των κυμάτων, και τους ωδήγησε κολυμβώντας εις Ζάκυνθον. Πορευθέντες δε ούτοι βεβρεγμένοι και ασθμαίνοντες εις τον Ναόν του Αγίου, όπως προσενέγκωσιν ευχαριστίας εις τον λυτρωτήν αυτών, εζήτησαν να ανοιχθή η ιερά λάρναξ, ίνα προσκυνήσωσι το άγιον αυτού λείψανον και βρέξωσι με τα δάκρυά των τους αγίους αυτού πόδας· αλλά λείποντος του εφημερίου, όστις εκράτει τας κλείδας, εν ω ήσαν έτοιμοι οι τρεις ευσεβείς άνδρες ν΄ ασπασθώσι μόνον την ιεράν λάρνακα και να αναχωρήσωσιν, αίφνης ακούεται τριγμός και ανοίγει η λάρναξ αυτομάτως προς έκπληξιν και θαυμασμόν αυτών τε και των λοιπών παρισταμένων ορθοδόξων! Ασπασθέντες λοιπόν τους αγίους αυτού πόδας μετά κατανύξεως, πάλιν αυτομάτως έκλεισεν η ιερά λάρναξ ως πρότερον, οι δε ναύται εξελθόντες εκήρυττον τοις πάσι τα παράδοξα ταύτα του θαυματουργού Αγίου Διονυσίου θαύματα. Εν έτει 1841 προσεβλήθη υπό βαρείας οφθαλμίας η οκταετής Αικατερίνη θυγάτηρ του Σπαρτιάτου Ευστρατίου Ιατρίδου καλουμένου, κατοίκου Ζακύνθου, όχι μόνον δε δια των της επιστήμης πολλαπλών μέσων δεν εθεραπεύθη το κοράσιον, αλλά και εντελώς ετυφλώθη κατά τον Ιούνιον του ειρημένου έτους και εκυρτώθη κατά τε τα γόνατα και την κεφαλήν. Απελπισθείς δε παρά της επιστήμης ο ατυχής πατήρ προσέτρεξεν εις το έλεος του Αγίου Διονυσίου, και κατά την 17ην Δεκεμβρίου, ότε τελείται η μνήμη του Αγίου και η λιτανεία του σεπτού αυτού λειψάνου, περιτυλίξας με σινδόνην το τυφλόν τέκνον του έφερεν αυτό εις τον δρόμον, όθεν έμελλε να διέλθη η λιτανεία, και γονυκλινής ικέτευε και παρεκάλει τον Άγιον μετά θερμών δακρύων· αφού δε διέβη η ιερά λάρναξ μετά του αγίου λειψάνου άνωθεν του τετυφλωμένου κορασίου, ετύλιξε πάλιν αυτό ο ατυχής πατήρ και το έφερεν εις την οικίαν του, ότε, ω του παραδόξου θαύματος! ανέβλεψεν η Αικατερίνη, και όχι μόνον ιατρεύθη η οφθαλμία της, αλλ΄ έλαβε και εντελή ίασιν του σώματος. Ιωάννης τις Μποφαρδιός το όνομα, καταγόμενος εκ του προαστίου Ποχάλεως, είχε κρατηθή, εστηρίζετο δε εις δύο βακτηρίας. Κατά την εορτήν του Αγίου μετά δυσκολίας επορεύθη εις τον εσπερινόν, όπως επικαλεσθή το έλεος και την βοήθειαν αυτού, αλλά δεινωθείσης της ασθενείας του δεν ηδύνατο ν΄ αναχωρήση, και απεφάσισε να διανυκτερεύση μόνος εντός του Ναού. Την νύκτα, εν ω έκρουσαν οι Μοναχοί την θύραν και αυτός δεν ηδύνατο να εγερθή να ανοίξη, ακούει μυστηριώδη τινά φωνήν εξερχομένην εκ της ιεράς λάρνακος: «Ευλογημένε, εγέρθητι και άνοιξον». Τότε ενδυναμωθείς ολίγον και εχόμενος δια των χειρών του εκ των στασιδίων ήνοιξε την θύραν. Την δε πρωϊαν, μετά την τέλεσιν της θείας μυσταγωγίας, απεφάσισε τη βοηθεία των δύο ράβδων του να απέλθη εις τον οίκον του εις Πόχαλιν, και καθ΄ οδόν ήρχισε να αναλαμβάνη τας σωματικάς δυνάμεις του, ότε δε έφθασεν εις την οικίαν του ήτο ρωμαλέος και υγιέστατος. Νικόλαος τις Ντιρλής, ερχόμενος δια πλοιαρίου εις Ζάκυνθον, προσεβλήθη υπό επιληψίας. Ότε δε προσήγγισε το πλοιάριον εις Ζάκυνθον και ο πάσχων ιδών τον Ναόν του Αγίου επεκαλέσθη την βοήθειάν του, εθεραπεύθη πάραυτα. Άγγλος πλοίαρχος, ελλιμενισμένος εις τον όρμον του Κερίου της Ζακύνθου ένεκα της μεγάλης τρικυμίας, είδε τον Νικόλαον Κουτσουκέλην, φύλακα του Υγειονομείου, να δέηται γονυκλινώς. Ερωτήσαντος και μαθόντος ότι δέεται προς τον Άγιον Διονύσιον είπεν εις αυτόν: «Δύναμαι και εγώ να τον παρακαλέσω, ίνα σωθώμεν;»  «Και διατί όχι;» του απαντά εκείνος. Τότε ασκεπής εδεήθη του Αγίου ο πλοίαρχος και, ω του θαύματος! την τρικυμίαν αυθωρεί διεδέχθη γαλήνη, φθάσας δε ούτος εις Ζάκυνθον εδώρησε την εν τω αγίω άρτω νυν υπάρχουσαν αργυράν κανδήλαν. Έκτοτε δε, οσάκις ήρχετο εις Ζάκυνθον μετά του πλοίου του, δεν έλειπε του να προσφέρη πάντοτε εις τον Άγιον αρκετάς λαμπάδας. Ο Ιλαρίων Γκέρπεσης κατά την πρώτην εκκλησιαρχίαν αυτού τω 1849 τρις είδε κατ΄ όναρ τον Άγιον, την δε τετάρτην φοράν βλέπει τον Άγιον σύροντα αυτόν εκ του βραχίονος και λέγοντα: «Εγέρθητι». Εξυπνά, λαμβάνει τας κλείδας του Ναού, ανοίγει και βλέπει καιόμενον το κιβώτιον της ελεημοσύνης, εις το οποίον είχε μεταδοθή το πυρ εκ τινος λαμπάδος, την οποίαν ελησμόνησεν ανημμένην. Έσβησε λοιπόν αμέσως αυτό και ηυχαρίστησε τον Άγιον. Κατά την 16ην Δεκεμβρίου 1861, ότε ετελείτο ο εσπερινός, εις το «Φως ιλαρόν», εκπυρσοκροτούντων των μασκούλων, εν ξύλινον έναυσμα (καρκούνι) μασκούλου εισήλθεν εις την κοιλίαν του εκ Ποχάλεως παιδός Χρήστου Σεμιτέκλου (Ντίρλη) του Σπυρίδωνος, όπερ έθρεψεν εις την κοιλίαν του. Μετά δε είκοσιν ημέρας ησθάνθη ο παις δυνατούς πόνους, και ω του θαύματος! το ξύλινον εκείνο έναυσμα εξήλθεν εκ της τακτικής οδού, διότι επεκαλείτο αυτός πάντοτε εις βοήθειάν του τον Άγιον. Τοιαύτα είναι ολίγα εκ των πολλών υπερφυών θαυμάτων, τα οποία ετέλεσε και τελεί καθ΄ εκάστην ο θαυματουργός Άγιος Διονύσιος, παρέχων ιάματα εις πάντας τους μετά πίστεως αιτούντας την βοήθειαν και εκλιπαρούντας το άπειρον αυτού έλεος. Συ δε, ω θαυμαστέ Ιεράρχα Διονύσιε, του οποίου θαυμάζομεν το άπειρον έλεος και την μεγάλην ευσπλαγχνίαν, δέου τω πανοικτίρμονι Θεώ, ίνα διαφυλάττη πάντας τους δια πρεσβειών σου αιτούντας την βοήθειαν του Κυρίου και Θεού ημών, του θαυμαστού εν τοις Αγίοις αυτού, ως αποδεικνύει ο ανωτέρω δια βραχέων περιγραφείς Βίος σου, εν ω φαίνεται η εν σοι του Θεού χάρις, όπως θαυματουργής αενάως και ελεής τους εις το μέγα σου προστρέχοντας έλεος και μάλιστα τους συμπολίτας σου κατοίκους της νήσου Ζακύνθου, τους καυχωμένους ότι ηυτύχησαν να Σε έχωσι προστάτην Άγιον.                                                                                                                                                                                                                                                  Ταις των Σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν. 


(σ.σ. Πριν είκοσι χρόνια, η οικογένειά μου ήταν στην Ελλάδα. Το βράδυ της 23 Αυγούστου αποφάσισα να πάω στον εσπερινό να προσκυνήσω την εικόνα του αγίου Διονυσίου. Οδηγούσα ένα βαν. Σε μια διασταύρωση κοντά στο Ναό του αγίου Διονυσίου περίμενα να ανάψει το πράσινο να στρίψω δεξιά. Όταν άναψε έριξα μια ματιά να δω αν υπήρχε πεζός που θα περνούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο και ο οποίος έχει την πρωτοπορία σύμφωνα με τον κώδικα οδήγησης , δεν υπήρχε κανείς, αλλά περιέργως δεν ξεκίνησα αλλά περίμενα. Όταν αποφάσισα να ξεκινήσω είδα στο κάτω δεξιό μέρος του βαν ότι υπήρχε ανάπηρος με το καροτσάκι του, που διέσχιζε το δρόμο να πάει απέναντι. Οδηγώ σχεδόν πενήντα χρόνια και όταν είμαι με κόκκινο παρατηρώ πότε θα ανάψει το πορτοκαλί της άλλης κατεύθυνσης για να αρχίσω να προχωρώ σιγά -σιγά περιμένοντας να ανάψει το πράσινο της δικής μου πορείας. Πάντα βιαστικός υπέρ το δέον, εκτός της μοναδικής φοράς του αγίου Διονυσίου, που δεν με άφησε να ξεκινήσω, διότι θα πολτοποιούσα τον άνθρωπο. Δοξασμένο το όνομα του αγίου μας Διονυσίου!)

File:Lublinn.jpg

SIMONOPETRA - PSALM 110 .wmv


ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΣΕΙΡΑ Α Νο 04 ΑΠΟ 23


Οι οικουμενισταί είναι ψευδοχριστιανοί, «πλανώντες και πλανώμενοι»



Ο δαίμων της υπερηφανείας έχη φθείρει τα νοήματα  των «ορθοδόξων» Οικουμενιστών, και ούτε γνωρίζουν τι λέγουν ή «περί τίνων διαβεβαιούνται», τούτο δεν σημαίνει ότι η Αγία Εκκλησία μας οφείλει να παρακολουθήση την έξαλλον και πεπλανημένην πορείαν των. Aλλοίμονον, αν η δογματική, ηθική και πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει αιώνιον κύρος. Τότε δεν θα είχομεν Εκκλησίαν με τον αιώνιον Χριστόν ως Κεφαλήν, αλλά ομάδας παρανοϊκάς. Οι οικουμενισταί που νομίζουν ότι οι καιροί μας επιβάλλουν αλλαγήν εις την δογματικήν, ηθικήν και πνευματικήν διδασκαλίαν των αγίων Πατέρων, είναι ψευδοχριστιανοί, «πλανώντες και πλανώμενοι», αξιολύπητα όντα, δουλεύοντα εις τον δαίμονα της οιήσεως. Εστερημένοι της αισθήσεως, της «νικησάσης τον κόσμον πίστεως», έχουν θορυβηθή από τα εκπληκτικά έργα των υιών των ανθρώπων και αρχίζουν να εντρέπωνται δια τα «παλαιά», που διδάσκουν οι Πατέρες. Εντεύθεν, εμφανίζονται ελευθερίως σκεπτόμενοι και ζώντες και προσαρμοζόμενοι εις τας αμαρτωλάς ιδιοτροπίας του κόσμου, που ζητεί «αγάπην» και «ένωσιν» των ανθρώπων και κάμνει το ευαγγέλιον του αιωνίου Θεού υπόθεσιν λογοτεχνίας και προσωπικών μωριών.

Orthodox church in Izmir faces demolition


By Dimitris Rigopoulos

Plans for a new highway are threatening one of the last surviving Greek Orthodox churches in the region of Izmir (Smyrna) in Turkey.
Profitis Ilias (named after the Prophet Elias/Elijah, a revered figure for both Christians and Muslims) is a three-aisled basilica commissioned in 1846 by the Ecumenical Patriarch of Constantinople Anthimus VI.

Aγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης :

....Αλλ΄ ω πόσον και συ αδελφέ! ω πόσον ωμοιώθης με τον προπάτορα Αδάμ! διότι και συ βλέπων το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού, επήρες από τον καρπόν αυτού και έφαγες και απέθανες. Ποίον δε είναι το ξύλον το γνωστόν καλού και πονηρού; Είναι η εμπαθής αίσθησις της φαινομένης Κτίσεως, κατά τον Άγιον Μάξιμον, λέγοντα: «ξύλον γνωστόν καλού και πονηρού η φαινομένη Κτίσις εστίν· ηδονής γαρ και οδύνης ποιητικήν έχει φυσικώς την μετάληψιν». Και λοιπόν συ βλέπων εμπαθώς τα αισθητά κάλλη των κτισμάτων, δεν ανέβηκες από την θεωρίαν αυτών εις την θεωρίαν του Κτίστου· αλλά επεθύμησες να απολαύσης αυτά σωματικώς δια της αισθήσεως. Όθεν γευσάμενος και απολαύσας αυτά, άφησες μεν την των νοητών ηδονήν, έπεσες δε εις την των σωμάτων αισθητήν ηδονήν, η οποία χωρίζουσά τε από την ζωοποιόν χάριν του Θεού, σε έκαμε να θανατωθής κατά το σώμα και κατά την ψυχήν. Φύσει γαρ φθείρουσι και θανατούσι την ψυχήν και το σώμα αι αισθηταί ηδοναί, και μάλιστα αι σαρκικαί· και τούτο εστάθη το πολυθρύλλητον πτώμα του Αδάμ.  Αλλ΄ επειδή δια της δυνάμεως του Σταυρού: τουτέστι δια της κακοπαθείας και νεκρώσεως των σωματικών ηδονών, εκάλεσεν ημάς ο Χριστός εις την προτέραν αφθαρσίαν, και την των νοητών ηδονήν, άφες και συ, αδελφέ, την απόλαυσιν των αισθητών ηδονών, και αγάπησον την απόλαυσιν των νοητών· άφες την ευπάθειαν της σαρκός, και αγάπησον τας κακοπαθείας αυτής· ίνα και της αφθαρσίας επιτύχης, ήτις σε κάμνει να πλησιάσης εις τον Θεόν. ως λέγει ο Σολομών: «Προσοχή νόμων, βεβαίωσις αφθαρσίας· αφθαρσία δε, εγγύς είναι ποιεί Θεού» (Σοφ. στ:19).

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Όλοι οι ήλιοι και τα άστρα δεν αξίζουν όσον μια ψυχή. Εάν καταναλώση ο άνθρωπος την ψυχήν του εις το κακόν και τας αμαρτίας, δεν θα ημπορέση να δώση αντάλλαγμα δι΄ αυτήν, έστω και αν γίνη κυρίαρχος όλων των ηλιακών συστημάτων. Μένει λοιπόν δια τον άνθρωπον μία και μόνη διέξοδος, άλλη δεν υπάρχει. ιδού αυτή: Ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι η μόνη ασφάλεια της ψυχής του ανθρώπου, η μόνη βεβαίωσις της αθανασίας και της αιωνιότητος. Η ψυχή δεν ασφαλίζεται με τα πράγματα, αλλ΄ αιχμαλωτίζεται απ΄ αυτά. Ο Θεάνθρωπος ελευθερώνει τον άνθρωπον εκ της τυραννίας των πραγμάτων. Τον άνθρωπον του Χριστού δεν εξουσιάζουν τα πράγματα, αλλ΄  αντιθέτως ούτος έχει εξουσίαν επ΄ αυτών. Επειδή εις το τιμολόγιον του Χριστού η ψυχή του ανθρώπου έχει ασυγκρίτως μεγαλυτέραν αξίαν από όλα τα όντα και τα πράγματα, δια τούτο ο ορθόδοξος άνθρωπος με όλην την μέριμνάν του, με όλην την προσοχήν του αφιερούται εις την ψυχήν του. Διότι ο ορθόδοξος πολιτισμός είναι πρωτίστως και κατ΄ εξοχήν πολιτισμός της ψυχής.