Γράφει ο αδελφός μας Κυπριανός Χριστοδουλίδης

 

ΟΙ ΠΛΑΣΤΟΓΡΆΦΟΙ ΤΉΣ ΤΕΧΝΗΤΉΣ ΝΟΗΜΟΣΎΝΗΣ

 


Οι πλαστογράφοι της "άϊ σιχτίρ" (τεχνητή Ν) νοημοσύνης δέν θά μπορούσε νά μείνουν αδρανείς καί άδραξαν τήν ευκαιρία-βλέπε σχόλιο κοιν. Δικτύου. Έχουμε, όμως, αυτό που ξεχνά η νοημοσύνη τής ψηφιακής τεχνολογίας.

"27 Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν."(Ιν. ιδ')

Μέσα στά πολλά σχόλια - είναι ο στόχος τής "άϊ σιχτίρ" νοημοσύνης - περιλαμβάνεται καί η αποψιολογία γιά νά χάνεται η αλήθεια. Προσφερόμενη οδός τά κίβδηλα νοηματικώς συμπεράσματα τής εν Χριστώ διδασκαλίας :

1. Διότι αγνοείτε τό ποιός φτιάχνει τόν πόλεμο καί ...

2. Ο Θεός είναι αγάπη, όμως η ανταπόδοση, εκ μέρους τού ανθρώπου, είναι η Πίστη. Διότι ποιός μπορεί νά αγαπά όπως αγαπά ο Θεός;

Λοιπόν, νά τά κόψει αυτά η "άϊ σιχτίρ" νοημοσύνη -  είναι κατάλληλα γιά άλλους - κι εμάς νά μάς αφήσει ήσυχους. Ευνόητο είναι ότι τά γραφόμενά μου, δέν κοινοποιούνται! Αντί νά επαινούν κατηγορούν τά επαινετικώς γραφόμενα τών άλλων. Φαίνεται, μού λείπει η αυτομεμψία καί δέν αποκλείω, ότι μπορεί νά συμβαίνει. 

Άρθρο, στόν σύνδεσμο 2 γιά τήν φωτογραφία, καί σχόλιο.

1.  https://www.facebook.com/share/p/1B146urYGK/

2. https://t.me/xrikip/168 (έχει ένα σχόλιο)

Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ , Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σελ.159 :

Έπλεεν εν τω πελάγει του μέλλοντος. Επέτα επί πτερύγων και επί νεφών. Καθώς εκ της δυσμόρφου κάμπης γεννάται η περικαλλής ψυχή, ούτως εκ του θνητού σκήνους αφίπταται το πνεύμα, ούτω και εκ του προσκαίρου και φθαρτού έρωτος παράγεται ο θείος και ουράνιος έρως.

Ίστατο μεταξύ της ζωής και του θανάτου και απήλαυε του λυκαυγούς της αιωνιότητος. Αποχαιρέτιζε μυστηριωδώς το παρελθόν και απηύθυνεν ασπασμόν πλήρη στοργής και αφοσιώσεως προς το μέλλον. Διέκρινε μυστικώς φωτοβολούν το τέρμα προς ο εβάδιζε, χωρίς να βλέπη την οδόν, εφ’ ης επάτει. Έφερε μεθ’ εαυτής τα νέφη και τας θύελλας του εξαφανισθέντος ορίζοντος του βίου αυτής, μέλλοντα να διασκεδασθώσιν υπό της ανατολής νέας ηούς. Εψιθύριζεν εν τη καρδία αυτής μυστικάς και αδιανοήτους λέξεις, ως ύμνον Χερουβείμ. Ετερέτιζε το άσμα της αυγής, ως αηδών αναγγέλλουσα το έαρ. Έστρεφε στιγμιαίως το βλέμμα εις τα οπίσω και οι διάφοροι σταθμοί του βίου αυτής της εφαίνοντο ως τάφοι, εφ’ ων επάτησε, και ως ερείπια, εφ’ ων προσέκοπτεν ο πους αυτής.
Ήτο τούτο αιθέριον και νεφελώδες, ως το όνειρον δι΄ ου εισήρχετο εις τα πρόθυρα της αϊδιότητος. Αι χείρες αυτής άκανθας μόνον είχον δρέψει, αίτινες ημπόδιζον την οδόν της. Και ήδη μεμωλωπισμένας και αιμοσταγείς έτεινεν αυτάς ενώπιον του Κυρίου, όστις έμελλε να τας παραστήση καθαράς παντός ρύπου και αμώμους προ του βωμού του ουρανίου θυμιάματος. Ανύψου την διάνοιαν καθαράν και ευρείαν προς καινάς εννοίας, οίας ουδέποτε είχε συλλάβει. Εδέχετο εφ’  εαυτής τα δώρα της αγνότητος, τα πίπτοντα ως ρόδα εκ του δένδρου της αιωνίου ζωής. Εξέτεινε τας αγκάλας και περιέβαλλε το ιδανικόν, όπερ δεν ήρκεσε να ονειροπολήση τέως την αθανασίαν.