Αν προσέξει κανείς, στο βίο και τη διδασκαλία των αγίων Πατέρων, θα διακρίνει ότι όλοι, σε όλα τα στάδια της ζωής τους, εκινούντο στον κοινό χώρο των εντολών του Χριστού. Δηλαδή δεν έφευγε ο νους και η βούλησή τους έξω από την περιοχή των ζωοποιών και θεοποιών εντολών, μέσα στις οποίες είναι μυστικά κρυμμένος ο ίδιος ο Χριστός. Και είναι δεδομένον, ότι όσον εργάζεται κανείς τις εντολές, ανάλογα και αποκαλύπτεται ο Χριστός στην καρδιά, στο νου, σ’ όλη την ψυχή όπως λέγει ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής. Με άλλα λόγια η αφετηρία του βίου τους, κοινώς ήταν βιβλική, γι’αυτό και η διδασκαλία είναι εμπειρική ανάπτυξη του Ευαγγελίου, του οποίου σαρκωμένες εικόνες έγιναν οι ίδιοι.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)
Τι είναι εκείνο το οποίον ο Θεάνθρωπος δίδει εις τον άνθρωπον και το οποίον κανείς άλλος δεν ημπορεί να του δώση; Είναι η νίκη κατά του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου, η Αιωνία Ζωή, η Αιωνία Αλήθεια, η Αιωνία Δικαιοσύνη, το Αιώνιον Αγαθόν, η Αιωνία Αγάπη, η Αιωνία Χαρά: όλον το πλήρωμα της Θεότητος και των θείων τελειοτήτων. Ή όπως ο Απόστολος λέγει: ο Θεάνθρωπος δίδει εις τους ανθρώπους «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (1 Κορ. 2, 9). Πράγματι, μόνον Αυτός, ο θαυμαστός Θεάνθρωπος είναι το «εν ου έστι χρεία» (πρβλ. Λουκ. 10, 42) δια τον άνθρωπον, εις όλους τους κόσμους του και εις κάθε ζωήν του. Δια τούτο μόνον ο Θεάνθρωπος δικαιούται να ζητή από τους ανθρώπους εκείνο το οποίον κανείς άλλος δεν ετόλμησε να ζητήση. Δηλαδή, να Τον αγαπά κάθε άνθρωπος περισσότερον από τους γονείς, από τους αδελφούς, τας αδελφάς, τα τέκνα, τους φίλους, την γην, τους αγγέλους, από οποιονδήποτε και ο,τιδήποτε εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους (Ματθ. 10, 37-39. Λουκ. 14, 26. Ρωμ. 8, 31-39).
Οι Άγιοι Πατέρες και ο σύγχρονος Οικουμενισμός -- ΙΕΡΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ
Εάν, αντίθετα, πραγματοποιήσετε πρώτα αισχρώς τον εκλατινισμό που θέλετε, και τότε για να εξαπατήσετε τους απλουστέρους βάλετε χρονικά όρια τάχα και ελπίδες λόγων και συζητήσεων, το συμπέρασμα του κακού αυτού διαβήματος θα είναι αυτό που πολλές φορές είπα. Εγώ τότε, έστω κι αν όλη η Ανατολή πάη στην Δύσι, δεν πηγαίνω. και αν όλη η Δύσις έλθη στην Ανατολή, εγώ θα σιωπήσω. και ήδη από τώρα σιωπώ. Διότι, αν όλοι εσείς και η δήθεν σύναξίς σας γίνετε Λατίνοι, με ποιους και για ποιους και τι να ομιλή πλέον ο ταπεινός Γεννάδιος υπέρ του πατρίου δόγματος;
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:
“Ποιο καλό πράγμα υπάρχει, για να το κάνω και να βρω ζωή μέσα σ΄αυτό;”
Και είπε ο Γέροντας:
“Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Όμως άκουσα ότι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:”
“Ποιο θεωρείται έργο καλό για να το κάνω;”
Κι εκείνος του είπε:
“Όλες οι αρετές δεν είναι ισοδύναμες; Η αγία Γραφή λέει ότι ο Αβραάμ υπήρξε φιλόξενος και είχε τον Θεό μαζί του. Ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του. Ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Ό,τι λοιπόν καταλαβαίνεις
να θέλει η ψυχή σου που είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, αυτό κάνε και κράτα άγρυπνη την καρδιά σου”.
ΕΧΑΘΗΣΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ; -- Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση
Όλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καλή ἰδέα γιά μερικά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἔτυχε νά γνωρίσουν ἤ ἄκουσαν γι᾽ αὐτά ἀπό γνωστούς καί φίλους τους. Συχνές ὅμως εἶναι καί οἱ ἀπογοητεύσεις. Διάφορα γεγονότα μειώνουν τίς καλές ἐντυπώσεις καί ὁδηγοῦν σέ διαφορετικά συμπεράσματα. Τό φαινόμενο εἶναι συχνό καί στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πολλοί χριστιανοί μιλοῦν μέ ἐνθουσιασμό γιά διάφορους κληρικούς, γιατί τούς εἶδαν πρωτεργάτες σέ καλά ἔργα ἤ γιατί ἀναπτύσσουν πλούσια ποιμαντική δραστηριότητα. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαπιστώνουν ὅτι κάτι δέν πάει καλά καί ἀρχίζουν νά ἀμφισβητοῦν τήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών τους ἀλλά καί τήν ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους τους.
ΓΙΑΤΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ – του αγίου Νικήτα του Στηθάτου «Β΄ Εκατοντάδα κεφαλαίων»
Ο Θεός επιτρέπει να μας έρχονται πειρασμοί ανάλογα με την αρρώστια των παθών και τη σήψη της αμαρτίας, που είναι μέσα μας, και μας ετοιμάζει το πικρόν φάρμακον των κριμάτων του, είτε δριμύτερον είτε ηπιώτερον. Αν η ύλη της αμαρτίας μέσα μας αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται εύκολα, αποτελείται δηλαδή από λογισμούς φιληδονίας και φιλοζωϊας, τότε το ποτήρι των πειρασμών, μας δίδεται ανακατεμένο με συμπάθεια από τον Γιατρό των ψυχών μας, γιατί σφάλλουμε σε ανθρώπινα νοήματα και επηρεαζόμαστε ακόμη από τα ανθρώπινα. Εάν όμως η ύλη είναι δυσκολοθεράπευτη και έχει προχωρήσει σε βάθος και προκαλεί σήψη θανάσιμη, καθώς αποτελείται από λογισμούς αλαζονείας και άκρας υπερηφανείας, τότε το ποτήρι των πειρασμών, μάς δίδεται χωρίς αραίωση, με ρυθμό δριμύτατον, ώστε μέσα στην φωτιά τών αλλεπαλλήλων πειρασμών να λιώση και να υποχωρήση η νόσος με την ταπείνωση και έτσι να φύγη από τις ψυχές μας. Και αφού ξεπλύνουμε με δάκρυα τούς αλμυρούς λογισμούς, να παρουσιασθούμε καθαροί μέσα στο φως της ταπεινώσεως στον Γιατρό των ψυχών μας.
Mὴ ἀπατᾶσθε
Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατεδίκασε δριμύτατα «τὰς ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ, ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς “ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα αἱρέσεων”…» καὶ παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες … ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν …περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς τούτων αἱρέσεως»
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ :
Ο φλογερός αγωνιστής της Ορθοδόξου πίστεως Κοσμάς Φλαμιάτος
Tο 1840 εξαπέλυσε δριμύτατον «κατηγορώ» εναντίον του αντιχρίστου Μασωνο-Οικουμενισμού, με λόγον του, που ανεγνώσθη από πολλούς ιερείς εις τους ιερούς ναούς της νήσου Κεφαλληνίας. Εις τον λόγον του αυτόν ο Φλαμιάτος εκεραυνοβολούσε το Μασωνο-Οικουμενιστικόν τέρας ως εξής :
Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)
Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ΄ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήϊνον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα=του ανθρώπου. Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα. Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον: διϋλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια δε του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα. Διατί; Διότι το ίδιον δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού, από του βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σαρτρ. Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον Ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θυέλλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρωπον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.
Φώτης Κόντογλου :
Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, μπάλλες, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, ἠλίθιους καρνάβαλους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια. Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποὺ νὰ μὴν ἀβασκαθῇ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο; ... -Δόξα στὸν Θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο τῆς ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν Θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται σύγχρονος πολιτισμός.
π. Θεόδωρος Ζήσης : ἐπειδὴ δὲν ἀναγνωρίζουµε τὸν πάπα, µᾶς προστέθηκε τώρα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὡς συνήγορός του στὰ περὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος
∆ὲν µᾶς φτάνει ποὺ ὁ πάπας µᾶς θεωρεῖ ἐλλειµµατικούς, µὲ ἐλλατωµένη ἐκκλησιαστικότητα, ἐπειδὴ δὲνἀναγνωρίζουµε τὸν πάπα, µᾶς προστέθηκε τώρα καὶ ὁ πατριάρχης Βαρθολοµαῖος ὡς συνήγορός τουστὰ περὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος, ἀφοῦ µᾶς διδάσκει ὅτι χωρὶς αὐτοὺς δὲν µποροῦµε νὰσυγκαλέσουµε Οἰκουµενικὴ Σύνοδο. Εἶπε ἢ ἔγραψε ποτὲ πρὸς τοὺς φίλους του Παπικοὺς ὅτι ὅλες οἱσύνοδοι ποὺ συνεκάλεσε ὁ πάπας µετὰ τὴν Ζ´ ὡς οἰκουµενικές, καὶ ἔχουν ξεπεράσει τὶς εἴκοσι, δὲνεἶναι οἰκουµενικές, γιατὶ ἀπουσιάζουν οἱ Ὀρθόδοξοι; Ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ἔλεγε, ποιός θὰ ἄκουγε τὴν γνώµητου; Ὁ πάπας σφετερίζεται, κλέβει τὸ δικαίωµα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίαςκαὶ συγκαλεῖ Οἰκουµενικὲς Συνόδους, καὶ ἡ οἰκοδέσποινα Ἐκκλησία δὲν δεσπόζει εἰς τὰ τοῦ οἴκου της, ἀµφισβητοῦν τὰ δικαιώµατά της οἱ ἀξιωµατοῦχοι της καὶ τὰ παιδιά της;
Διαχρονικαὶ θέσεις
Ο Παπισμὸς δεν απεκήρυξε τας κακοδοξίας και τας αιρέσεις του. Ο Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος πραγματοποιεί την ψευδοένωσιν κάμνων απαραδέκτους υποχωρήσεις και συμβιβασμοὺς μετὰ των Παπικών. Οφείλει όμως να γνωρίζῃ ότι πάσα Ένωσις, αγνοούσα την δογματικὴν ένωσιν εν τη Ορθοδόξω πίστει, καταδικάζεται ως ανίερον πραξικόπημα υπὸ της Πανορθοδόξου Εκκλησιαστικής Συνειδήσεως, οι δε Επίσκοποι, οι οποίοι αποτολμούν πραξικοπηματικὴν ένωσιν, εκπίπτουν αυτομάτως της Ορθοδόξου Πίστεως και ευρίσκονται εις την παράταξιν των Εξωμοτών, φέροντες ως άλλοι Βησσαρίωνες, το αιώνιον στίγμα του προδότου της Ορθοδοξίας.
Στρατηγός Μακρυγιάννης :
«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).
Οἰκουμενισμός ὡς καταδικασμένη αἵρεση
Αἵρεση εἶναι "το ἔν τινι παρεκκλίναι τῶν κειμένων ἡμῖν δογμάτων, περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως" κατὰ τόν Μ. Βασίλειον.
Ὁ κηρυσσόμενος Οἰκουμενισμός εἶναι μεγίστη αἵρεσις, ἐπειδή μέ τήν αἵρεση αὐτή ἀνατρέπεται ἡ Πίστις στήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καὶ Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί ἀνατρέπεται τό μυστήριον τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.
Αὐτό δέν κήρυξαν μέ λόγους καί μέ ἔργα οἱ ἀποστάτες Ἀθηναγόρας, Δημήτριος καὶ Βαρθολομαῖος ἐπανειλημμένως καί συστηματικά καὶ ὄχι σποραδικά, ὅπως συσκότιζαν τήν ἀλήθειαν μοναχοί τῆς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλοι Οἰκουμενιστές σέ διάφορα κείμενά τους;
Κατὰ πόσον εἶναι σποραδικές καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς σημασίας οἱ ἐπίσημες δηλώσεις, τά οὐνιτικά συλλείτουργα καί οἱ πανθρησκειακές συμπροσευχές ὅλων τῶν πατριαρχικῶν καί ἀμέτρητων ἄλλων Οἰκουμενιστῶν, ἀποδεικνύεται ἀπό τά στοιχεῖα πού παρατίθενται συνεχῶς τά τελευταῖα χρόνια ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πού ἀγωνίζονται κατά τῆς φοβερῆς ἀθέου αἱρέσεως τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ο χρήστης Δημήτριος Χατζηνικολάου σχολίασε την ανάρτηση
"Ἡ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:"
Ἐρωτῶ ὅλους αὐτούς: Πρίν τήν Ἀ Οἰκ. Σύνοδον, ὁ Ἄρειος ἦτο ἤ ὄχι μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν ὄχι, ὅπως θέλει ἡ ὡς ἄνω κακοδοξία, τότε διά ποῖον λόγον τόν ἐκάλεσαν εἰς ἀπολογίαν εἰς τήν Σύνοδον καί τόν καθῄρεσαν διότι ἐνέμεινεν εἰς τήν αἵρεσίν του; Ἐάν εἶχεν ἤδη ἀποκοπῇ καί αὐτοκαθαιρεθῇ, τότε πρός τί ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος περί ἀπολογίας, καθαιρέσεως κ.λπ.; Τό αὐτό ἐρώτημα ἰσχύει καί διά τόν Νεστόριον, τόν Μακεδόνιον, τόν Εὐτύχιον, τόν Διόσκορον κ.ἄ. Μήπως οἱ «ζηλωταί» πού λέγουν αὐτές τίς Ματθαιϊστικές ἀνοησίες πρέπει νά καλέσουν εἰς ἀπολογίαν καί τούς μουσουλμάνους, τούς Ἑβραίους καί γενικῶς ὅλους τούς ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ἡ Α' Οἰκ. Σύνοδος ἐκάλεσεν εἰς ἀπολογίαν τόν «ἐκτός Ἐκκλησίας» Ἄρειον, ἡ Β' Οἰκ. Σύνοδος ἐκάλεσε τόν Μακεδόνιον κ.λπ.; Βλέπετε, λοιπόν, εἰς ποίους παραλογισμούς ὁδηγεῖ ὁ αἱρετικός Ματθαιϊσμός;
ΠΡΌΣ ΑΓΩΝΙΖΌΜΕΝΟΝ ΥΠΈΡ ΟΡΘΟΔΟΞΊΑΣ
ΠΡΌΣ ΑΓΩΝΙΖΌΜΕΝΟΝ ΥΠΈΡ ΟΡΘΟΔΟΞΊΑΣ
(Από τοίχο κοιν. Δικτύου Οδ. Τσολογιάννης)
Εισαγωγικό Σημείωμα
Σέ τοίχο κοιν. Δικτύου εγράφη τό κάτωθι άρθρο μέ υπογραφή(;) π.Δ.Α. Τό σχόλιο κατατέθηκε επ’ ονόματι Οδυσσέας Τσολογιάννης, καθώς ο γράφων αυτά που θά διαβάσετε στό τέλος, έθεσε τό ερώτημα στόν τοίχο τού ύπερθεν αναφερομένου. Αφορούσε στόν μή κατονομαζόμενο π.Δ.Α. Τό ίδιο έκανε (ο γράφων) καί στό παρελθόν, χωρίς νά λάβει απάντηση, επειδή καλώς υπόπτευσε σέ ποιόν ανήκουν τά αρχικά π, Δ, Α. Επιφυλάσσομαι γιά περισσότερες πληροφορίες, εάν ζητηθούν.
Κυπριανός Χ.
Η νέα «άιρεση» (::::::) του «αρρωστημένου μέλους της Εκκλησίας και ένα σχόλιο.
Νέα αίρεση(!!!!!) εισάγει η Σύνοδος των ΓΟΧ Ρουμανίας. Σε ένα μακροσκελέστατο κείμενο σε αντι-οικουμενιστικό ιστολόγιο διαβάσαμε αναθεματισμούς της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ρουμανίας. Μεταξύ των άλλων γράφονται και τα εξής:
«ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ, ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΊΖΟΥΜΕ:.
«Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει. Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει τήν καταδίκη τους….»
Αυτό στην θεολογία των ΓΟΧ λέγεται και «Κυπριανισμός».
Ο καθηγητής Δ.Χατζηνικολάου σχολίασε ως εξής την παραπάνω άποψη:
«Ὥστε οἱ Ρουμᾶνοι καί κάποιοι δικοί μας ἀναθεματίζουν "την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους," διότι, κατ' αὐτούς, ὅσοι διδάσκουν κάποιαν νέαν αἵρεσιν ἀποκόπτονται αὐτομάτως ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί αὐτοκαθαιροῦνται, ὥστε νά μήν ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια!
Ἐρωτῶ ὅλους αὐτούς: Πρίν τήν Ἀ Οἰκ. Σύνοδον, ὁ Ἄρειος ἦτο ἤ ὄχι μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν ὄχι, ὅπως θέλει ἡ ὡς ἄνω κακοδοξία, τότε διά ποῖον λόγον τόν ἐκάλεσαν εἰς ἀπολογίαν εἰς τήν Σύνοδον καί τόν καθῄρεσαν διότι ἐνέμεινεν εἰς τήν αἵρεσίν του; Ἐάν εἶχεν ἤδη ἀποκοπῇ καί αὐτοκαθαιρεθῇ, τότε πρός τί ὅλος αὐτός ὁ θόρυβος περί ἀπολογίας, καθαιρέσεως κ.λπ.; Τό αὐτό ἐρώτημα ἰσχύει καί διά τόν Νεστόριον, τον Μακεδόνιον, τόν Εὐτύχιον, τόν Διόσκορον κ.ἄ.
(ΠΗΓΗ.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΦΩΝΗ)
Συμφωνούμε απόλυτα με το σχόλιο του Δ.Χ για το συγκεκριμένο θέμα.
Υπάρχουν όμως και άλλα σημεία του κειμένου των ΓΟΧ Ρουμανίας που δημιουργούν σοβαρότατα ζητήματα. Για τον σχολιασμό του κειμένου αυτού ίσως επανέλθουμε αργότερα.
π.Δ.Α
- Σχόλιο Κυπριανός Χ.
Νά ερωτηθεί ο π.ΔΑ εάν, ναί ή όχι, καταδικάζει όλους όσους δέχονται πρό Αδαμιαίους ανθρώπους: Λίλιθ κλπ. Εάν ναί νά μάς υποδείξει ή παραπέμψει σέ εδάφιο ή χωρίο τής Αγίας Γραφής.
Υστερόγραφο
Τού λόγου τό αληθές
https://www.facebook.com/share/p/1BPsTxKDjX/
Δέν σάς ωφελεί νά παρακάμπτεται τά ερωτήματα που σάς θέτω. Υποθέτω, είσαστε αντίθετος μέ τήν ξενόφερτη "εξελικτική δημιουργία" exeldim.
Αθήνα, 15 Φεβ 2025
Ο χρήστης Δημήτριος Χατζηνικολάου σχολίασε την ανάρτηση
"Ἡ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:"
Ἐρωτῶ ὅλους αὐτούς: Πρίν τήν Ἀ Οἰκ. Σύνοδον, ὁ Ἄρειος ἦτο ἤ ὄχι μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν ὄχι, ὅπως θέλει ἡ ὡς ἄνω κακοδοξία, τότε διά ποῖον λόγον τόν ἐκάλεσαν εἰς ἀπολογίαν εἰς τήν Σύνοδον καί τόν καθῄρεσαν διότι ἐνέμεινεν εἰς τήν αἵρεσίν του; Ἐάν εἶχεν
Το Περιβόλι της Παναγίας αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας
Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής
«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)
Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας!
Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!
Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο!
Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.
Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!
Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους!
Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.
Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού.
Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!
Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της.
Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας.
Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!
Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και
Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!
Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!
Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»!
Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!
Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!
Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.
Έκαναν την επιλογή τους!
Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!
Ἡ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:
«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς
ἐκκλησίαν· πάντα
γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτά εἰσιν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις
οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι·
δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε»
(Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίαςἩ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:
…
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ
ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:
…
- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος, της
Εκκλησίας του Χριστού,
- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε
ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει, να
καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους αιρετικούς.
…
-
Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας,
ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, επιτιθέμενοι
έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας.
-
Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές «εκκλησίες»
ως ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη.
…
-
Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας σαν να ήταν
χρήσιμο για την σωτηρία τους.
-
Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται
«θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του
κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων».
- Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία
του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις»,
οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται,
ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και
Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει.
Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές
αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι
Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία,
Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος,
για να εκφωνήσει τήν καταδίκη
τους.
ΑΝΑΘΕΜΑ!
ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει
(Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, σελ. 146, ἔκδ. β΄ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις, 1993. Βλ. καί Ἰω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):
"τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα".
Ἡ Ἁγία Στ΄ καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναθεματίζουν καί καταδικάζουν ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀποφαινόμενες: «Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα. Πᾶσιν τοῖς ἀντιποιουμένοις τά τῶν αἱρετικῶν, ἀνάθεμα˙ αὕτη ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν»! Καί ἐμεῖς
ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι
Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν, στὴν ἁγίαν Ζ΄
Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα
καί γιὰ ὅλα τὰ
πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων.
Μακαριώτατε
καί Ἁγιώτατε
Ἀρχιεπίσκοπέ
μας καί πατέρα μας τῆς Γνησίας καί Μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν
κύριε-κύριε Καλλίνικε!!!
Συμπύκνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνδεδειγμένης
στάσεως, γιά τήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου τῶν
κηρυσσόντων αἵρεσιν ὅλων τῶν
Μεγάλων Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν ἀποτελεῖ τό ἐξαίρετον κείμενον τοῦ Ἁγιωτάτου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού συμπεριλαμβάνει τήν
διδασκαλίαν τῶν πρό
αὐτοῦ
Πατέρων καί καθοδηγεῖ
δεσμευτικά τούς ἑπομένους,
πού μέ συνέπειαν τόν ἀκολούθησαν. Τό κείμενον αὐτό ἀποτελεῖ τό θεμέλιον τῆς Ὁμολογίας μας καί μᾶς ἐκφράζει πλήρως. Τό παραθέτουμε αὐτούσιον καί ὁλόκληρον μέ ἀναγκαῖες ἑρμημηνευτικές ἐξηγήσεις:
Ρώτησαν,
λοιπόν. οἱ διῶκτες, ἱερεῖς καὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως, τὸν Ἁγιώτατον Μάξιμον:
-Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
(Δὲν ἔχεις ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν -καὶ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως;)
Καὶ εἶπεν:
-Οὐ κοινωνῶ (όχι, δὲν ἔχω ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν καὶ σχέση), {ὅπως οἱ διωκόμενοι Ἐσφιγμενίτες, ἔκοψαν τὴν κοινωνίαν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό το 1965, μέχρι σήμερα, γιὰ λόγους Πίστεως καὶ Ὀρθοδοξίας}.
-Διὰ ποίαν, οὐ κοινωνεῖς, αἰτίαν; εἶπον.
Ἀπεκρίθη, (ὁ ἅγιος Μάξιμος), ὅτι τὰς Ἁγίας Τέσσαρας Συνόδους ἐξέβαλον διὰ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων.
Καὶ διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρὰ Σεργίου Ἐκθέσεως, καὶ διὰ τοῦτο προσεχῶς ἐπὶ τῆς ἕκτης Ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου.
Καὶ ὅτι ὅπερ ἐδογμάτισαν διὰ τῆς Ἐκθέσεως, διὰ τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν.
Καὶ καθεῖλον ἑαυτοὺς πολλάκις (καί αὐτοκαθαιρέθηκαν πολλὲς φορές).
Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτών κατακριθέντες
(αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ καθαιρέθηκαν μόνοι τους ἐξ αἰτίας τῆς αἱρετικῆς ὁμολογίας τους)
καὶ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων (και ἐπίσης καθαιρέθηκαν καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης),
καὶ οἱ μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς ὀγδόης Ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ἢ ποῖον Πνεῦμα,τοῖς παρὰ τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾶ;
(Ποιά
μυσταγωγία, λοιπόν, θὰ ἐπιτελέσουν αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν στὴν αἵρεση ἢ ποιό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἱεροπρακτοὺν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον;)
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ:
(μιὰ ἐρώτηση ποὺ καὶ σήμερα τὴν κάνουν μὲ ὀργὴν καὶ χλευασμὸν οἱ μοντερνιστὲς χριστιανοί, αἱρετικοὶ ἢ αἰρετί-ζοντες, πρὸς τοὺς Ὀρθόδοξους:)
-Σὺ μόνος σώζη, καὶ πάντες ἀπόλλυνται;
(Ἐσὺ μόνος θὰ σωθεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν;)
Καὶ εἶπεν (στούς Διῶκτες του, ὁ Ἅγιος Μάξιμος):
-Οὐδένα κατέκρινον οἱ τρεῖς Παῖδες, μὴ προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων, (ἐνώ τὴν προσκυνοῦσαν πάντες οἱ ἄνθρωποι).
Οὐ γὰρ ἐσκόπουν (διότι δὲν πρόσεχαν)
τὰ τῶν ἄλλων, (τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι)
ἀλλ' ἐσκόπουν (φρόντιζαν)
ὅπως ἂν αὐτοὶ μὴ ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας (πῶς αὐτοὶ οἱ ἴδιοι -οἱ Τρεῖς Παῖδες, δηλαδή- δὲν θὰ ξεπέσουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν εὐσέβειαν).
Οὕτω (ἔτσι) καὶ Δανιὴλ βληθείς εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων,
οὐ κατέκρινέν τινα (δὲν κατέκρινε κάποιον)
τῶν μὴ προσευξαμένων τῷ Θεῷ (ἀπό αὐτοὺς ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸ Θεό)
-κατὰ τὸ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή του Δαρείου)
ἀλλὰ τὸ ἴδιον ἐσκόπησεν
(ἀλλὰ κοίταγε, τί θὰ πράξει ὁ ἴδιος, πῶς δηλαδή, ὁ ἴδιος, δὲν θὰ παραβεῖ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ)
Καὶ εἵλετο (προτίμησε) ἀποθανεῖν (νὰ πεθάνει) καὶ μὴ παραπεσεὶν τῷ Θεῷ (παρά νὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)
καί, ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως ( καὶ νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ τὴν δικήν του συνείδηση)
ἐπὶ τῇ παραβάσει (ἐξ αἰτίας τῆς παράβασης ) τῶν φύσει νομίμων.
Κἄμὲ οὗν (καὶ μένα, λοιπόν)
μὴ δῶ ὁ Θεὸς (νά μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεός)
κατακρῖναι τινά, (νὰ κατακρίνω ὁποιονδήποτε)
ἢ εἰπεῖν (ἤ νὰ πῶ)
ὅτι ἐγὼ μόνος σώζομαι.
Αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν (προτιμῶ δὲ νὰ πεθάνω)
ἢ θρόησιν ἔχειν περὶ τὸ συνειδός
(παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴν στὴν συνείδηση)
ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ’ οἱονδήποτε τρόπον!
(ὅτι ἔσφαλα γύρω ἀπὸ τὴν πίστη -τὴν πρὸς τὸν Θεόν- κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπον).
...Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει, παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας
(ἐφόσον νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων).
Mέ ἀπειλές καί κολακεῖες προσπάθησαν οἱ ἀνακριτές ὑπό τόν Θεοδόσιον Καισαρείας νά κάμψουν τό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, γιά νά ὑποταχθεῖ στήν Μονοθελητικήν αἵρεση, ἀλλά ἐκεῖνος ἔμεινεν στερρός στήν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, «ἀκλινής, στερρός ὅλος καί τό φρόνημα ἄτρεπτος». Πονηρά προσπάθησε ὁ Θεοδόσιος νά πείσει τόν Μέγαν Ὁμολογητήν, ὅτι συμφωνοῦν μαζί του, δέν ἀλλάζουν τό δόγμα, ἀλλά ἁπλῶς οἰκονομοῦν μέ τόν «Τύπον» τά πράγματα, γιά νά εἰρηνεύσει ἡ «ἐκκλησία» καί ἡ χώρα: «Ἀλλά τό δι’ οἰκονομίαν γεγενημένον οὐ δέον ὡς κύριον δόγμα λαμβάνειν, καθά καί νῦν ὁ παρ’ ἡμῶν προτεινόμενος τύπος, οἰκονομικῶς γεγένητο, ἀλλ’ οὐ δογματικῶς». Πάνω στήν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Μαξίμου θεμελιώθηκε καί ἡ στάση τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων στήν συνέχειαν, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σέ θέματα πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβαση καί οἰκονομία ἤ συμβιβασμός. Ἡ αἵρεση ταυτίζεται μέ τό ψεῦδος καί ὅσοι προσπαθοῦν νά τήν ἐξωρραΐσουν μέ οἰκονομίες εἶναι ψευδοδιδάκαλοι καί ἀπατεῶνες. Αὐτούς δέν ὀφείλουμε νά τούς ὑπακούουμε, ἀλλά ἀντιθέτως νά τούς ἀποστρεφόμαστε καί νά ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτούς, γιά νά μήν φανοῦμε, ὅτι μέ τήν συναναστροφή μας μετέχουμε στήν αἵρεσή τους καί στήν κακίαν τους: «Ψευδοδιδασκάλων τό τοιοῦτον καί ἀπατεώνων, οἷς οὐδέ πείθεσθαι χρή, ἀλλ’ ἐκκλήνειν, ὡς ἐγχωροῦν, καί ἀποδιϊσταστασθαι, ἵνα μήν καί δόξωμεν κακόν τι τῆς τούτων συνουσίας παραπολαύειν».
Θεμέλιον τῆς Ὁμολογίας μας καί τῆς Πίστεώς μας εἶναι ὁ Μέγας Φώτιος καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
Στο ἔργον, λοιπόν,
τοῦ Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τῶν
Κανόνων[1] ἀναφέρονται
και τά ἑξῆς:
«Ἅπαντα τά
παρά τήν ἐκκλησιαστικήν
παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
τῶν ἁγίων
καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ
μετά τοῦτο
πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»[2]. Οἱ
Πατέρες αὐτοί, συνοδικῶς
διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί κάθε μελλοντικήν
καινοτομίαν.
Οἱ
λέγοντες ὅτι, γιά νά
ἔχει
ἰσχύν
ὁ ἀναθεματισμός
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τάχα «πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ
Σύνοδος, ἡ ὁποία
θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αἱρετικόν
Ἐπίσκοπον»,
σφάλλουν. Ἄν
εἶναι
ἔτσι
τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν ἰσχύει
ὁ
μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν
Πατέρων αὐτῶν
καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν
τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων
Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση.
Τότε στήν περίπτωση αὐτή, στό Συνοδικόν τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὁ ἀναθεματισμός
αυτός, κατ’ αὐτούς,
θα πρέπει νά εἶναι λάθος!
Καί ὁ Μέγας
ἀπόστολος Παῦλος ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσίαν νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀλλά ἀκόμη καί μεμονωμένοι ἐπίσκοποι,
ἱερεῖς καί Πατέρες.
Ὁ ἅγιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος,
ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος,
κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»[3]. Καί
σέ ἄλλην, ἐπίσης, ἐπιστολήν,
ὁ ὅσιος ἀναφέρει:
«Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει κἄν οὔ ρήματι, ἀναθεματίζει»[4]. Σημειωτέον, ὅτι καί τά δύο αὐτά
χωρία τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές,
πού τίς ἀπέστειλε κατά τήν χρονικήν περίοδον τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
«Εἰ δὲ καὶ πάνυ ὁλίγοι ἐν τῇ εὐσεβείᾳ καὶ Ὀρθοδοξίᾳ διαμείνωσιν, οὗτοί εἰσιν Ἐκκλησία καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι»
(«ἄν ὅμως ἐλάχιστοι ἀπομείνουν στήν εὐσέβεια καί τήν ὀρθοδοξία, τότε
αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί σ’ αὐτούς ἐναπόκειται ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, ἀκόμη κι ἄν χρειαστεῖ νά δεινοπαθήσουν ὑπέρ τῆς εὐσέβειας»
Ἅγιος Νικηφόρος ὁ μονάζων. P.G. 99, 1049)
Μακαριώτατε!
Τά βασικά καί οὐσιαστικά προβλήματα πού ἀφοροῦν τήν Ὀρθοδοξίαν μας δέν ἐπιλύθηκαν. Ἡ προσπάθεια μετάθεσης σέ ἄλλους καί σέ ἄλλα ἐπουσιώδη θέματα ἀπέτυχε παταγωδῶς καί ἀντιμετωπίστηκε μέ
καταλυτικά ἐπιχειρήματα καί θεμελίωση στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων
καί πρωτίστως στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀλλά καί στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν Κείμενον τοῦ 2014.
Τά
βασικά προβλήματα καί ἡ κήρυξη ἐν τῇ πράξει τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσο-στόμου δέν ἀπαντήθηκαν καί παραμένουν
σέ ἐκκρεμότητα:
-Ὁ συνεορτασμός - συντελετουργία
- συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μετά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη μέ τήν ἀποδοχήν τῶν πεμπομένων ἑορταστικῶν καί τήν ἀντίδοση δαφνοστεφάνου, ὅπως ἀναλύτεται λεπτομερῶς κατωτέρω.
-Ὁ συναγελασμός-συμπνευματισμός- ἡ συνέργεια πνευματική τε καί
ἐν τῇ πράξει, δηλ. ἡ
σύμπραξη μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν ψευδ-επισκόπων καί ψευδοποιμένων κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, τήν σύνολη παράδοση τῶν Πατέρων μας, ἀλλά καί κατά τό Ἑνωσιακόν μας Κείμενον τοῦ 2014, στήν Θεσσαλονίκην, ὅπου ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης παρευρέθη
ἄνευ ἐγκολπίου, ἀρνούμενος ἐν τῇ πράξει τήν «ἀρχιερατικήν» του ἰδιότητα.
-Ἡ παραχώρηση τμήματος ἁγίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀργυρίου ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στόν αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην
Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον, πού ἀναφέρεται κατευθεῖαν στόν Ἀρχιοικουμενιστήν καί παναιρετικόν ψευδοπατριάρχην
Βαρθολομαῖον καί μέ τήν μνημόνευσή του προσβάλλεται καί μολύνεται ὁ Ἅγιος Ἀργύριος.
-Ἡ παραχώρηση βήματος ἐντός τῆς Παναγίας Σουμελᾶ στόν αἱρετικόν καί Οἰκουμενιστήν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη
Παπανικολάου, ὅπου ἐνώπιον τοῦ ἀρχιγραμματέως τῆς Συνόδου μας καί τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου «κήρυξε»
ἀρκετή ὥρα, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀπαγορεύεται
ὑπό τῶν Ἱερῶν
Κανόνων καί καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται ὁ τολμῶν νά ἐπτιρέψει ταῦτα ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος.
Εἶναι ἄραγε περιεχόμενον τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καί Διαδοχῆς ὁ
συνεορτασμός-συντελετουργία-συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Πίστεως, ὅπως θεωροῦμε τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον;
Ὁ συναγελασμός-συνεύρεση καί
σύμπραξη μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στήν
Θεσσαλονίκην, δέν θά ἀποτελέσει πρότυπο πρός
μίμηση καί ἀπό ἄλλους γιά παρόμοιες συμπεριφορές στό μέλλον, ὅταν ἀμνηστεύεται καί δέν καθαιρεῖται, ἀφοριζόμενος, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης
γιά τίς παρεκκλίσεις του ἀπό τήν
ἑνιαίαν γραμμήν τῶν Πατέρων;
Ἡ δωρεά Ἁγίου λειψάνου ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στούς
αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές δέν θά ἐπιτρέπεται ἄραγε στό μέλλον, ἀφοῦ παραμένει χωρίς καταδίκη ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου;
Θά ἐπιτρέπεται στό μέλλον στούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές νά κηρύσσουν μέσα στούς Ὀρθόδοξους Ναούς μας, ἀφοῦ αὐτό ἐπετράπει ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυστόστομον Μανιώτην,
παρόντος τοῦ ἀρχιγραμματέως τῆς Συνόδου μας, μέσα στήν Παναγίαν Σουμελᾶ;
Ἐνώπιον τῶν ψευδοποιμένων καί
ψευδεπισκόπων Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, θά ὑποστέλλουν οἱ ἐπίσκοποί μας τήν σημαίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καί θά
παρουσιάζονται χωρίς ἐγκόλπιον;
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Μέγας Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὅλοι οἱ
διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς διδάσκουν μιᾶς καί
διά παντός κατά
τά ἀνωτέρω,
τούς ὁποίους
καί ἡμεῖς ἀκολουθοῦμεν:
Οὕτω (ἔτσι) καὶ Δανιὴλ βληθείς εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων,
οὐ κατέκρινέν τινα (δὲν κατέκρινε κάποιον)
τῶν μὴ προσευξαμένων τῷ Θεῷ (ἀπό αὐτοὺς ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸ Θεό)
-κατὰ τὸ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή του Δαρείου)
ἀλλὰ τὸ ἴδιον ἐσκόπησεν
(ἀλλὰ κοίταγε, τί θὰ πράξει ὁ ἴδιος, πῶς δηλαδή, ὁ ἴδιος, δὲν θὰ παραβεῖ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ)
Καὶ εἵλετο (προτίμησε) ἀποθανεῖν (νὰ πεθάνει) καὶ μὴ παραπεσεὶν τῷ Θεῷ (παρά νὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)
καί ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως ( καὶ νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ τὴν δικήν του συνείδηση)
ἐπὶ τῇ παραβάσει (ἐξ αἰτίας τῆς παράβασης ) τῶν φύσει νομίμων.
Κἄμὲ οὗν (καὶ μένα, λοιπόν)
μὴ δῶ ὁ Θεὸς (νά μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεός)
κατακρῖναι τινά, (νὰ κατακρίνω ὁποιονδήποτε)
ἢ εἰπεῖν (ἤ νὰ πῶ)
ὅτι ἐγὼ μόνος σώζομαι.
Αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν (προτιμῶ δὲ νὰ πεθάνω)
ἢ θρόησιν ἔχειν περὶ τὸ συνειδός
(παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴν στὴν συνείδηση)
ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ’ οἱονδήποτε τρόπον!
(ὅτι ἔσφαλα γύρω ἀπὸ τὴν πίστη -τὴν πρὸς τὸν Θεόν- κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπον).
...Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει, παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας
(ἐφόσον νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων).
Στοιχοῦμεν, λοιπόν, καί ἡμεῖς πρός τίς προτροπές καί στήν ἀκλόνητον στάσιν τοῦ
ἀγαπημένου μας Ἁγίου καί δι’ αὐτοῦ πρός τήν σύνολη διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων
Πατέρων μας καί τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων.
Ἀπαντᾶμε δέ λεπτομερῶς, καταλυτικῶς καί μέ ἀκατάρριπτα ἐπιχειρήματα,
ὅπως παρουσιάσθηκαν καί ἐξηγήθηκαν στήν συνάντησή μας μετά τῶν ἀρχιερέων μας σέ
ὅλα τά τεθέντα ζητήματα:
Ὅτι μετά τοῦ
Ἰλίου Ἀθηναγόρα ἔγινε συνεορτασμός, συντελετουργία, συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοία
τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 2024. Τό αὐτό δέ συνέβη καί τόν προηγούμενον
χρόνον!
Ὅτι στήν
Θεσσαλονίκην ὑπῆρξε σύμπραξη, συμπνευματισμός καί συνέργεια τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν.
Ὅτι ἡ δωρεά ἁγίου
Λειψάνου στούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, ὅπως στόν Οἰκουμενιστήν
Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη καταδικάζεται
ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Θεοφόρων Πατέρων.
Ὅτι στήν
Παναγίαν Σουμελᾶ ἔγινε ἄθεσμη παραχώρηση Βήματος γιά κήρυγμα στόν ἀθεολόγητον
καί αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὅπως τόν
θεωροῦν καί οἱ ἰδικοί του ἐπίσκοποι καί Νεοημερολογίτες συγγραφεῖς, (ἀλλά καί
θεατρίνον κληρικόν!!!), π. Βαγγέλη Παπανικολάου.
Ὅτι οἱ ὡς ἄνω ἐνέργειες καταδικάζονται ὑπό πλείστων Ἱερῶν
Κανόνων καί εἶναι εὐρύτερες καί καθαιρετικές τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς, στήν ὁποίαν θέλει νά ἑστιάζει καί μόνον ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας.
Ὅτι καταδικαστικές καί καθαιρετικές ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων
καί τῶν Πατέρων δέν εἶναι μόνον οἱ πράξεις ἀλλά καί οἱ παραλείψεις, ἀφοῦ εἶναι κοινός τόπος καί Νόμος τῆς πατερικῆς γραμματείας καί τῆς
θύραθεν παιδείας, ὅτι ἡ πρᾶξις
συνίσταται καί εἰς παράλειψιν.
Ὅτι διά τῆς ὑπεκφυγῆς
τῆς ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν πράξεων τοῦ σ. Ἀττικῆς στούς καθοριστικούς Ἱερούς
Κανόνες δέν εἶναι δυνατή ἡ ἀθώωση τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ αὐτοί
τόν καθαιροῦν καί τόν ἀφορίζουν, ἀλλά καί ἡ προσπάθεια ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν
κινήσεών του μόνον στήν μέ στενήν ἔννοιαν ἑρμηνευόμενην καταδικαστικήν, κατά
τούς Ἱερούς Κανονες, συμπροσευχήν, εἶναι
προκλητικά στεψόδικη καί ἀφοριστική-καταδικαστική καί γιά τόν συντάξαντα τά
σχετικά κείμενα, ἀφοῦ οἱ ἔννοιες τῆς συντελετουργίας, συνέργειας, σύμπραξης
καί ἐν εὐρείᾳ ἐννοία συλλειτουργίας εἶναι πολύ εὐρύτερες τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς,
πού τεκμαίρεται ἀβίαστα ἀπό τά γεγονότα
τῆς σύμπραξης καί τοῦ συμπνευματισμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν
καί τῆς ἀναγνώρισης ἐν τῇ τῶν ψευδεπισκόπων τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος ὡς ἀληθῶν ἐπισκόπων!
Ὅτι δέν εἶναι δυνατή νά σταθεῖ ὡς κατηγορία ὑποθετική
μελλοντική δίωξη καί μάλιστα γιά ὀρθές κρίσεις καί παρατηρήσεις, ἀναφορικά μέ τόν κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπαινικολάου, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ συνιερεῖς του καί ἐπίσκοποι καί πλῆθος πιστῶν, μέ
τούς ὁποίους εἶναι σέ οἰκουμενιστικήν κοινωνίαν τόν χαρακτηρίζουν θεατρίνον, αἱρετικόν
καί πολλά ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά μέσα τόν κατηγοροῦν καί τόν καταδικάζουν (π.χ.
«Ὀρθόδοξος Τῦπος», βλ. συν.), γιά τήν
λίαν προκλητικήν καί ἀθεολόγητον στάσιν του, (ὅπως καί ὁ Νεοημερολγίτης
μητροπολίτης Ἀντινόης βλ. συν.).
Ὅτι οἱ Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καταδικάζουν
καί ἀναθεματίζουν αὐτούς, πού προσπαθοῦν νά ἀθωώσουν τούς αἱρετικά κηρύσσοντες ὡς διδάσκουν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος
Στουδίτης καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό Συνοδικόν της.
Ὅτι δέν ἀμφισβητεῖται τό ἀδιάκοπον τῆς ἀλληλλοδιαδόχου
διαδοχῆς τῶν χειροθεσιῶν, ἀλλά τό τί ἐστίν τό παραδιδόμενον, κατά τήν ἀναλυτικῶς
κατωτέρω ἀναπτυσσομένην διδασκαλίαν περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, (Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί ἀδιάκοπης ἁλυσίδας τῶν χειροθεσιῶν, πού
συνιστοῦν τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς)[5].
Ἡ Ρουμανική Ὀρθόδοξη ἀδελφή Ἐκκλησία συνέταξε Ὁμολογίαν μέ τήν ὁποίαν
καί ἐμεῖς συντασσόμαστε καί καταδικάζει καί τά ἀνωτέρω ἐπισημανθέντα.
ΑΠΟΔΕΧΌΜΑΣΤΕ ΚΑΙ
ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ:
- Όλα τα άλλα δόγματα που ομολογούνται από την Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική
Εκκλησία του Χριστού.
- Όλες τις αναγνωρισμένες από την Αγία Εκκλησία δογματικές και κανονικές
αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών και Αγίων Τοπικών και Πανορθοδόξων Συνόδων.
- Όλα τα κηρύγματα της Εκκλησίας, όσα μαρτύρησαν οι Άγιοι Απόστολοι, όσα
αποδέχθηκαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
ΠΙΣΤΕΎΟΥΜΕ ΌΤΙ:
- Η Εκκλησία είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός, του οποίου ανώτατη, σοφή και
αθάνατη κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία ιδρύεται από Αυτόν και
Εκείνος την καθοδηγεί στα αόρατα μέσω του έργου του Αγίου Πνεύματος και στα
ορατά μέσω της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με σκοπό την εξασφάλιση της σωτηρίας
των ανθρώπων.
- Στην Εκκλησία φυλάσσεται η Χάρη της
Θεότητας (Αγιαστική Χάρη), χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί, και
μεταδίδεται στους πιστούς με αγιαστικά μέσα: Τα Επτά Μυστήρια - Άγιο Βάπτισμα,
Χρίσμα με Άγιο Μύρο (Χρίσμα με Μύρο), Αγία Κοινωνία (Θεία Κοινωνία ή
Ευχαριστία), Αγία Μετάνοια (Εξομολόγηση ή Εξομολόγηση των αμαρτιών), Ιερωσύνη
(Χειροτονία), Γάμος (Γάμος) και Θεία Λειτουργία, και μέσω όλων των Ιεραρχιών
της Εκκλησίας.
ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ ΌΤΙ:
- Προσκυνούμε τον Τίμιο Σταυρό, όλες τις Ουράνιες και Αγγελικές Δυνάμεις, τον
Άγιο Προφήτη, Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, όλους τους προφήτες, τους Αγίους
Αποστόλους και όλους τους Αγίους που αναγνωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
- Το Άγιο Βάπτισμα μπορεί να γίνει μόνο με ολική κατάδυση, με επίκληση σε κάθε
(πλήρη) κατάδυση ενός Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος
«βαπτίσεως» δεν είναι σωστός και το «βάπτισμα» δεν είναι έγκυρο. Αυτό είναι το
μοναδικό βάπτισμα του χριστιανού. Η BOSVR δεν ξαναβαπτίζει όσους βαπτίστηκαν
μια φορά στην ορθή πίστη.
- Το Μυστήριο του Γάμου ευλογήθηκε από
τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό στον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας και τελείται σε
άνδρα και γυναίκα, (γεννημένοι άνδρας και γυναίκα, όχι μεταμορφωμένοι), και
μέσω αυτού του μυστηρίου ιδρύεται η χριστιανική οικογένεια.
- Δεχόμαστε τις αποφάσεις της Ζ΄
Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με την τιμή των ιερών εικόνων και των ιερών
λειψάνων.
- Η Θεία Πρόνοια ενεργεί θαύματα ειδικά για τους ορθούς πιστούς, αλλά για όσους
έχουν απομακρυνθεί από την ορθή πίστη, τα θαύματα είναι για την επίπληξη και τη
στροφή προς την αλήθεια, όχι για τη δικαίωση της κακής τους πίστης. Οι πλάνες ή
τα ψεύτικα θαύματα δίνονται σε εκείνους που «δεν έχουν λάβει την αγάπη της
αλήθειας, για να σωθούν. Και γι' αυτό ο Θεός στέλνει σ' αυτούς έργο πλάνης,
ώστε να πιστεύουν στα ψέματα» (Β΄ Θεσσαλονικείς 2:2/10,11).
- Πιστεύουμε ότι οι Άγιοι Πατέρες καθιέρωσαν
μια για πάντα το εκκλησιαστικό ημερολόγιο με τη διάταξη των εορτών και ότι η
διάταξη αυτή είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν αντιφάσκει με τον
εαυτό του. Αν και το εκκλησιαστικό ημερολόγιο δεν είναι δογματικά κατοχυρωμένο,
αποτελεί μέρος της Ιεράς Παράδοσης, η οποία είναι δόγμα, σύμφωνα με τις
δογματικές αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
- Αποδεχόμαστε, μαζί με τις αποφάσεις των
επτά Οικουμενικών Συνόδων, τις αποφάσεις της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου του
861. Αποδεχόμαστε επίσης τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου που συγκάλεσε ο Άγιος
Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη το 879-880, καθώς και τον Συνοδικό Τόμο της
Συνόδου της Βλαχέρνας στην Κωνσταντινούπολη το 1351, από την εποχή του Αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά και του Πατριάρχη Κάλλιστου του Α΄, με την ακλόνητη
πεποίθηση ότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν οικουμενικό και σομπορνικό κύρος και ισχύ
στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των
Πανορθοδόξων Συνόδων του 1583, 1587, 1593 και 1848, οι οποίες καταδίκασαν τις
καινοτομίες και το νέο ημερολόγιο (παπικό-Γρηγοριανό και, εξ ορισμού, το
λεγόμενο διορθωμένο Ἰουλιανό ημερολόγιο).
- Σεβόμαστε το πασχαλινό ημερολόγιο που
καθιέρωσαν οι Άγιοι Πατέρες στην Α΄ Σύνοδο της Νίκαιας (325) και στη Σύνοδο της Αντιόχειας (345), μετά το οποίο καθορίστηκαν
οι εορτές του Αγίου Πάσχα, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τη
συντέλεια του κόσμου. Επομένως, η Ανάσταση του Κυρίου δεν μπορεί ποτέ να
εορταστεί πριν από τις 22 Μαρτίου ή μετά τις 25 Απριλίου. Το Ορθόδοξο Πάσχα
ενισχύεται από το θαύμα που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στον Πανάγιο Τάφο στα
Ιεροσόλυμα.
- Τηρούμε τις εορτές σύμφωνα με το
αμετάβλητο εκκλησιαστικό ημερολόγιο (Ιουλιανό), που επιβεβαιώνεται από τα
θαύματα που έχουν λάβει χώρα σε κάθε ημερομηνία, και τις θεωρούμε ως θεϊκό
διορισμό, που δεν μπορεί να αλλάξει ή να εορταστεί πριν ή μετά τις ήδη
καθορισμένες ημερομηνίες.
- Τηρούμε τις τέσσερις νηστείες του νέου
έτους: νηστεία πριν από την Ανάσταση του Κυρίου, νηστεία πρό της Γέννησης τοῦ
Χριστοῦ μας, νηστεία των Αποστόλων, (η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη των Αγίων
Πατέρων, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από οκτώ ημέρες και μεγαλύτερη από
σαράντα δύο ημέρες), και τήν νηστεία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τηρούμε επίσης
τις νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθ' όλη την διάρκεια του έτους,
σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις.
- Υποτασσόμαστε πλήρως στις εντολές της
Εκκλησίας και είμαστε πρόθυμοι να τις εκπληρώσουμε. Η ορθά λατρευτική πίστη δεν
σώζει χωρίς έργα, που είναι αρεστά στον Θεό, σύμφωνα με τον Απόστολο Ιάκωβο: «Η
πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή». (Ιάκωβος 2, 20).
- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των Συνόδων
των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες έχουν καταδικάσει τις αιρέσεις,
παρόλο που δεν υπήρξαν πανορθόδοξες σύνοδοι, για να αποφανθούν για τις αιρέσεις
αυτές, οι αποφάσεις τους είναι έγκυρες, εφόσον είναι στο πνεύμα της Ορθοδοξίας
και έχουν ισχύ επί οποιουδήποτε αιρετικού οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ρουμανίας δεν έχει καμία κοινωνία με οποιαδήποτε «εκκλησία» που δεν παρουσιάζει
ομολογία της ορθόδοξης πίστης και αυθεντική αποστολική διαδοχή.
- Η Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ρουμανίας απαγορεύει στους χριστιανούς της να κοινωνούν σε
οικουμενιστικές «εκκλησίες», καθώς και σε εκείνες με τις οποίες δεν έχει
καθιερώσει ευχαριστιακή κοινωνία.
- Θεωρούμε ότι η αναγνώριση, η καταδίκη
και ο αναθεματισμός της αίρεσης είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για την επιστροφή
όσων βρίσκονταν σε αίρεση.
- Η Ιερά Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ρουμανίας, με πνευματική φροντίδα και βαθιά ορθόδοξη συνείδηση,
ανταποκρίνεται στις (τρέχουσες) προκλήσεις και επίσης εκλιπαρεί το έλεος και τη
βοήθεια του Θεού για όλα τα λάθη του παρελθόντος και για την επίλυση όλων των
σημερινών προβλημάτων.
ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ:
- Κάθε συνοδική ή ατομική απόφαση που
παραβιάζει τους ορθόδοξους κανόνες και τη διδασκαλία.
- Την ανάμειξη του εκκοσμικευμένου κράτους σε θέματα πίστης και διοίκησης της
Εκκλησίας, παραβιάζοντας έτσι την ελευθερία της Εκκλησίας.
- Την αποτέφρωση των κεκοιμημένων, αφού η
Αγία Γραφή μαρτυρεί: «γη είσαι και εις γην επιστρέψεις» (Γεν. 3,19).
- Τήν ευθανασία και τήν άμβλωση.
- Τήν ανάμειξη των κληρικών στην
πολιτική.
- Θεραπείες και πρακτικές,
συμπεριλαμβανομένων των πειραματικών, οι οποίες, μέσω του εξαναγκασμού,
ακυρώνουν την ελεύθερη βούληση, με την οποία ο Θεός έχει προικίσει τον άνθρωπο
και οι οποίες επιφέρουν αλλαγές στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου, (μέσω
εμβολιασμών, γονιδιακών θεραπειών) και άλλες τεχνολογίες που καταστρέφουν την
καλή τάξη που ο Θεός έχει βάλει στο σώμα μας, διαδίδοντας έτσι την ιδέα, ότι ο
Θεός δημιούργησε κάτι λάθος(*Μήνυμα: Από την εξέλιξη της επιστήμης και της
τεχνολογίας, (ιατρική, γενετική, πληροφορική, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ. ) πού
εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς και τις οποίες η Ιερά Σύνοδος θα κοινοποιήσει την
θέση της BOSVR μέσω συνοδικών εγκυκλίων).
- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ρουμανίας είναι ξένη προς τον θρησκευτικό συγκρητισμό και κάθε πρακτική της
Νέας Εποχής, την οποία καταδικάζει.
ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ, ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ ΚΑΙ
ΑΝΑΘΕΜΑΤΊΖΟΥΜΕ:
- Όλα όσα το κήρυγμα της Εκκλησίας, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες της
Εκκλησίας απέρριψαν, καταδίκασαν και αναθεμάτισαν, χωρίς να προσθέσουμε ή να
αφαιρέσουμε τίποτα.
-Όσους μεταβάλλουν ή παραποιούν τα
κείμενα του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινου- πόλεως και της Αγίας
Γραφής, καθώς και όσους τα παρερμηνεύουν κατά τρόπο λανθασμένο και μη σύμφωνο
με την Παράδοση, ως βλασφήμους καί αντιτιθεμένους κατά του Αγίου Πνεύματος.
-Οποιαδήποτε διαστρέβλωση και οποιαδήποτε
καινοτομία στην Ορθόδοξη Παράδοση.
- Όσους ποτέ
έγραψαν και κήρυξαν κατά της ορθής πίστεως, (ανάθεμα 13- Σύνοδος IV), αν δεν έχουν συμμορφωθεί μέχρι το τέλος της
ζωής τους.
- Τον Οικουμενισμό που είναι η αίρεση
όλων των αιρέσεων και θεωρούμε, ότι όλες οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων,
που έχουν καταδικάσει αυτή την αίρεση είναι σε ισχύ- η σημαντικότερη είναι το
ανάθεμα της Συνόδου του 1983 της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού
(ROCOR) υπό την ηγεσία του Αγίου Μητροπολίτη Φιλάρετου και η επανάληψή του από
τη Σύνοδο της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας το 2013. Ως αποτέλεσμα της αίρεσης του Οικουμενισμού,
θεωρούμε, ότι οι «εκκλησίες» που έχουν υιοθετήσει, υποστηρίζουν, (ή
εξακολουθούν να υποστηρίζουν), ή δεν είναι πρόθυμες να καταδικάσουν τον Οικουμενισμό,
καθώς και όσοι βρίσκονται σε κοινωνία μαζί τους, (κληρικοί ή λαϊκοί), έχουν εκπέσει
από την Μία Εκκλησία και την Αληθινή Πίστη και η διακονία τους στερείται της
Αγίας Χάριτος. Όλες τις κρίσεις τους, λοιπόν, τις θεωρούμε ως μη ανήκουσες στην
Εκκλησία και τα μέλη τους θεωρούμε αιρετικούς, λόγω του Οικουμενισμού, και
σχισματικούς, λόγω της αποκήρυξης του Ιουλιανού ημερολογίου των Αγίων Πατέρων.
- Οποιαδήποτε μορφή αναγνώρισης των
μυστηρίων των αιρετικών και των σχισματικών, ανεξάρτητα από το ποιος και πότε
τήν κάνει.
- Τήν Εγκύκλιο του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως του 1920, με τίτλο «Προς όλες τις Εκκλησίες του Χριστού
παντού».
- Τήν ημερολογιακή μεταρρύθμιση, που
αποφασίστηκε από το λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923, η οποία ὑπόκειται στην
καταδίκη των τριών Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνα- θεωρούμε, ότι αποτελεί
εφαρμογή της αίρεσης του Οικουμενισμού και συνεπώς επίσης σχίσμα.
- Την ίδρυση και το όλο έργο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και όλων των
μελών του.
- Τον Σεργιανισμό, ως αίρεση που διδάσκει, ότι η Εκκλησία πρέπει να υποταχθεί
στο αθεϊστικό, εκκοσμικευμένο και αντιχριστιανικό κράτος.
- Τον Τεκτονισμό και τις παρόμοιες με
αυτόν οργανώσεις, ως οργανώσεις εχθρικές προς την Εκκλησία, και απαγορεύεται η
συμμετοχή σε αυτές οποιουδήποτε μέλους, κληρικού ή λαϊκού της Εκκλησίας μας.
-
Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το
έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι
υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί
είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου
προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει. Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης,
συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή
οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική
Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει τήν καταδίκη τους.
- Όλους όσοι πιστεύουν, ότι η
Αποστολικότητα της Εκκλησίας και των Ιεραρχών της δεν είναι πλήρης.
- Τίς θεωρίες σχετικά με την εμφάνιση και την εξέλιξη του σύμπαντος και των
ειδών, αφού πιστεύουμε ότι ο Θεός έφερε όλο τον κόσμο, τον ορατό και τον αόρατο,
(τον κόσμο των αγγέλων), στην ύπαρξη από το μη είναι (Γένεση, κεφάλαια Ι και
ΙΙ) και ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ' εικόνα και ομοίωσή Του
(Γένεση 1:27).
ΕΝ
ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:
- Στρέφονται κατά της Αγίας Γραφής ή της Αγίας Παράδοσης, διαστρεβλώνοντας το
νόημά τους,
- Δεν πιστεύουν στον Θεό, δεν αποδέχονται την Θεότητα του Σωτήρα Ιησού Χριστού,
δεν τιμούν τη Μητέρα του Θεού, τον Τίμιο Σταυρό και όλους τους Αγίους που
αναγνωρίζει η Παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία,
- Επιτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, τόσο στη διατύπωσή του όσο και στα νοήματά του,
- Δεν σέβονται τις δογματικές και κανονικές αποφάσεις των Οικουμενικών και
Τοπικών Συνόδων, οι οποίες αναγνωρίζονται από το Πλήρωμα της Εκκλησίας,
- Δεν τιμούν τις Ιερές Εικόνες και τα Ιερά Λείψανα,
- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος, της Εκκλησίας
του Χριστού,
- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε
ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει, να καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους
αιρετικούς,
- Θεωρούν, ότι η Αποστολικότητα της Εκκλησίας έχει χαθεί, καί έχει καταστραφεί
εν όλω ή εν μέρει,
- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού θα
μπορούσε να διαιρεθεί ή να χωριστεί, από την άποψη της αλήθειας της πίστης, σε
καλή και κακή, ορθόδοξη και αιρετική, προσβάλλοντας έτσι την ενότητα της Εκκλησίας,
- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν
είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας, ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι
μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, επιτιθέμενοι έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας,
-
Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές «εκκλησίες» ως
ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη,
- Θεωρούν, ότι ο Σεργιανισμός είναι απλώς
ένα φαινόμενο ή ένα ρεύμα, και οι «εκκλησίες» που τόν ἀποδέχονται θα μπορούσαν
έτσι να θεωρηθούν ως δίκαιες,
-
Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας σαν να ήταν χρήσιμο για τη σωτηρία τους,
- Αποδέχονται την εκδήλωση αιρέσεων ως
αποδεκτή θεολογική άποψη και έτσι επιτρέπουν την ένωση με τους αιρετικούς, με
βάση το δογματικό ελάχιστο,
-
Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται
«θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του
κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων»,
- Συγχέουν τη Χάρη του Κηρύγματος, (το
Θείο Κήρυγμα), με τη Χάρη του Αγιασμού, υπονοώντας ότι εκεί όπου λειτουργεί το
Κήρυγμα ή το πνεύμα της πλάνης (στις αιρετικές «εκκλησίες»), θα υπήρχαν στην
πραγματικότητα τα Μυστήρια της Εκκλησίας (μέσων της Χάρης και του Αγιασμού),
- Αποτελούν μέρος μασονικών οργανώσεων, καθώς και άλλων παρόμοιων σε πρακτική
και σκοπό.
ΑΝΑΘΕΜΑ!
ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ
Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν
τά ἀνωτέρω, Μακαριώτατε, ἐκφράζουμε τήν
συγκρατημένην αἰσιοδοξίαν μας πληροφορηθέντες, ὅτι μετά ἀπό μεγάλον καί ἔμπονον
ἡμέτερον ἀγῶνα, τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Συνόδου μας, καί οὐχί ἄνευ ἰδιαιτέρου
καί μεγάλου κόστους διά τήν ὑγείαν ἡμῶν, ἡ Σύνοδός μας ζήτησε ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς
καί Βοιωτίας κ. Χρυσόστομον, νά “κατεβάσει”
τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ἀπό τήν ἐπίσημον ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, πρᾶγμα
τό ὁποῖον καί ἔκανε.
Πληροφοροῦμεν Ὑμᾶς
ταπεινῶς, ὅπως συνεζητήθη καί ἐξετέθη εἰς τήν ἐπί ἑπτάωρον περίπου συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας, σ.
Λαρίσσης κ. Κλήμεντος καί σ. Δημητριάδος κ. Φωτίου ὅτι:
1. ἡ διάδοση στόν
παγκόσμιον ἱστόν, στό ἐξωτερικόν καί στήν Ἑλλάδα, τῶν σκανδαλιστικῶν γιά τήν Ὀρθόδοξον
Ὁμολογίαν μας καί λίαν προκλητικῶν εἰκόνων τῶν συμβεβηκότων τήν Κυριακήν τῶν
Βαΐων τοῦ 2024 κλπ. καί τά ἀντίστοιχα ἐπικριτικά καί προσβλητικά διά τήν ἡμετέραν
Σύνοδον σχόλια καί δι’ Ὑμᾶς, ἔγιναν τό πρῶτον ἀποκλειστικά ἀπό τήν Σύνοδον τῶν
Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς τοῦ Ρώσσου Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος[6],
δηλ. ξεκάθαρα τοὔλάχιστον τρεῖς
μῆνες, πρίν ἀπό ὁποιανδήποτε δικήν μας πληροφόρηση καί πρίν ὁποιαδήποτε
δικήν μας ἐμπιστευτικήν συγγραφήν πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας[7].
2. οἱ Ρῶσσοι Γνήσιοι
Ὀρθόδοξοι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος πληροφόρησαν καί τούς Ρουμάνους ἀδελφούς μας, μέ τούς ὁποίους ἡμεῖς ἤμασταν
σέ κοινωνίαν, ἀλλά οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη πρό τριετίας περίπου διακόψει
τήν κοινωνίαν πρός ἡμᾶς, ὅπως μᾶς
κοινοποίησε τήν ἀπόφασιν τῆς Ρουμανικῆς Συνόδου τότε ὁ Μητροπολίτης Δημοσθένης[8]!
3. Μετά τά λίαν σκανδαλιστικά γεγονότα τῆς Κυριακῆς τῶν
Βαΐων τοῦ 2024 καί τίς σχετικές δημοσιεύσεις στόν παγκόσμιον ἱστόν, διέκοψαν οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ρουμάνοι ὑπό τήν ἡγεσίαν
τοῦ Μητροπολίτου Εὐλογίου τήν κοινωνίαν αὐτῶν πρός ἡμᾶς τελεσιδίκως.
Τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρός ἡμᾶς εἶχεν ἐπιβάλει ἡ
Ρουμανική Σύνοδος ὑπό τόν τότε Μητροπολίτην Δημοσθένην, κατηγορῶντας μας διά
Κυπριανιτισμόν καί ἀναφέροντας μάλιστα, ὅτι δύο ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας κατηγοροῦνταν ὑπ’ αὐτῶν δι’
αἵρεσιν.[9]
Ὡστόσον οἱ Ρουμάνοι δέν διευκρίνισαν τότε, ποῖοι ἦσαν οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί[10].
2. Στήν συνέχειαν ἔγινε διάδοση στόν
παγκόσμιον ἱστόν ἀπό δικούς μας Ἕλληνες Γνησίους Ὀρθοδόξους τῶν λίαν λυπηρῶν
συμβεβηκότων, (καί πάλιν πρίν οἱανδήποτε δικήν μας ἀναφοράν ἤ δημοσίευσιν):
-ἀπό Ὀρθοδόξους δηλ. ἱερεῖς, (τά ὀνόματα αὐτῶν
εἰς τήν διάθεσίν μας),
-μοναχούς καί μοναχές (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς
τήν διάθεσίν μας) καί
-πιστούς λαϊκούς, (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς τήν
διάθεσίν μας), ἀλλά καί
-ἀπό διάφορα ἱστολόγια ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων
στόν κοινωνικόν ἱστόν[11].
Μᾶς πληροφόρησαν
τελευταία ἀπό ὅλους καί ἡμᾶς καί διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα, προτρέποντάς μας σέ ἀποτείχιση
καί ἀπειλῶντας μας μέ διακοπήν τῆς κοινωνίας τους πρός τήν Σύνοδόν μας καί ἡμᾶς,
(πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔκανάν τινες ἐξ αὐτῶν)!
Τοιοῦτοι ἦσαν:
-πιστοί ἀπό τήν Ἀθῆνα,
-τήν Παιανίαν,
-τό Αἴγιον,
-τήν Πάτραν, ἀλλά καί
ἀπό
-τήν Γερμανίαν καί
-τήν Δανίαν,
ἐπικρίνοντας ἡμᾶς καί κατηγορῶντας μας ὡς Κυπριανιστές
καί Οἰκουμενιστές, γιά τίς
σκανδαλιστικές ἐνέργειες τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί προφορικά καί
τηλεφωνικά καί διά τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων καί μέσῳ τῶν ἑλληνικῶν ἱστολογίων:
-“Πολιτισμός καί Παράδοσις”,
-“Ἐλευθέριος Πετρίδης”,
-“Μνήμη Ἀρχιερέως Καλλίστου”,
-“Ἐν τούτῳ νίκα” καί
μέσῳ τῶν γερμανικῶν ἱστολογίων,
ὅπως τοῦ:
- Hans Zimmermann, (λίαν καλοῦ γνώστη
τῶν συμβαινόντων ἐν Ἑλλάδι).
Πολλά ἀρνητικά καί ἐπικριτικά σχόλια γιά τόν
σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον εἶχεν ἐν τῷ μεταξύ δημοσιεύσει καί ὁ Ν. Μάνης[12].
Οἱ ἀναρτήσεις αὐτές,
οἱ ὁποῖες ὀρθῶς, ἀλλά μέ πολλήν μεγάλην
καθυστέρηση, “κατέβηκαν” ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς μητροπόλεως
τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ τό μεγάλο κακό ἔγινε,
σκανδάλισαν πολλά πνευματικά μας τέκνα στήν Πάτραν καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος
καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τά ὁποῖα μας ζήτησαν ἐπιτακτικῶς, καί δυστυχῶς
ζητοῦν ἐπιμόνως ἀκόμη, τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας ἡμῶν πρός τήν ἡμετέραν
Σύνοδον, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν
κάναμε, ὑπερασπιζόμενοι τήν Σύνδόν μας, ὅτι εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐν Ἑλλάδι πού
α) ἔχει καταδικάσει καί ἀναθεματίσει ἐπισήμως
τόν Οἰκουμενισμόν ὡς αἵρεσιν (1998) καί ὀνομαστικῶς τούς μεγάλους Οἰκουμενιστές τοῦ παρελθόντος[13],
β) ἔχει ἀναθεματίσει γραπτῶς καί δημοσίως
καί καταδικάσει τήν Μασονίαν, ὅσον καί μέ πυρίνους λόγους τῆς Ὑμετέρας
Μακαριότητος,
γ) ἔχει ἀναθεματίσει τόν Καζατζάκην,
δ) καί τόν Χιλιασμόν!
ε) ἔχει ἐκδώσει τό σημαντικότερον
θεολογικόν κείμενον μέσα στά χρόνια τοῦ Ὁμολογιακοῦ μας ἀγῶνα, τό ὁποῖον ἔχει ὑπογράψει
καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος.
3. Μέ ἠλεκτρονικά
μηνύματα, μετά τήν γνωστοποίησιν τῶν
λυπηρῶν συμβεβηκότων καί εἰς ἐμέ ὡς τελευταῖον παραλήπτην, (τρεῖς περίπου μῆνες ἀργότερα!!!), εἶχα
ζητήσει μέ προσωπικά μηνύματα ἀλληλλοδιαδόχως καί διά πολλῶν παρεμβάσεών μου ἀπό
τούς Ἀρχιερεῖς μας (σ. Δημητριάδος κ. Φώτιον, σ. Φυλῆς κ. Κυπριανόν καί σ. Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιον[14]
καί ἀπό Ὑμᾶς, Μακαριώτατε, νά παρέμβουν (-ετε)
καί νά νουθετήσουν (-ετε) τόν σ. Ἀττικῆς
κ. Χρυσόστομον καί νά «κατεβάσει» τίς
ἐπίμαχες, προκλητικές ἀναρτήσεις. Τά μηνύματά μου πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας γράφτηκαν ἐντελῶς ἐμπιστευτικά
καί ἐξομολογητικά μέ τήν ἐπισήμανση μέ μεγάλα κόκκινα γράμματα “αὐστηρά γιά προσωπική ἐνημέρωση”[15]!
4. Στήν συνέχειαν τά ἠλεκτρονικά αὐτά μηνύματα κοινοποιήθηκαν ἀλλοιωμένα, (ἄγνωστον ἀπό
ποιόν;), ἔχοντας οἱ
κοινοποιήσαντες ἀφαιρέσει τήν καθοριστικήν αὐτήν ἐπισήμανση! Δέν εἶναι
γνωστόν δηλ. ποιός δημοσίευσε τί καί ποῦ στόν ἀχανῆ χῶρον τοῦ διαδικτύου[16]
κοινοποιῶντας καί ἀλλοιώνοντας τό
περιεχόμενον τοῦ ἐμπιστευτικοῦ μου
μηνύματος.
Μέ τήν ταχύτατη
διαδικτυακήν γνωστοποίηση τῶν λίαν λυπηρῶν αὐτῶν γεγονότων, κυρίως τῆς Κυριακῆς
τῶν Βαΐων τοῦ 2024, τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν στήν Θεσσαλονίκην κλπ. δημιουργήθηκαν
τεράστια προβλήματα στίς ἐνορίες μας στήν Ἑλλάδα καί στήν Γερμανίαν, ἀλλά καί μέσα στήν οἰκογένειάν μας,
ὅπου ἐζητεῖτο καί ζητεῖται ἀκόμη καί σήμερα ὑπό ἡμετέρων, καί δή ὑπό
πολυτίμων συνεργατῶν καί ἀπό ἱσταμένους πολύ ὑψηλά στήν κοινωνία μας,
πανεπιστημιακῶν, γιατρῶν, νομικῶν καί καθηγητῶν, μελῶν τῶν Ἐνοριῶν μας, Μοναστηρίων μας καί τῆς Ἕνωσης Ὀρθοδόξων
Ἐπιστημόνων, ἡ ὁριστική διακοπή τῆς κοινωνίας μας πρός τήν Σύνοδόν μας[17].
5.
Ἡ κατάσταση αὐτή πού δημιουργήθηκε, καί πάντως ὄχι μέ δικήν μας ὑπαιτιότητα,
ἀλλά ἀρχῆς γενομένης ἀπό τά ἴδια δημοσιεύματα-ἀναρτήσεις καί τοῦ
πλήθους τῶν φωτογραφιῶν τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου, πού ἀνήρτησεν στό
διαδίκτυον, conditio sine
qua non!), εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα
νά πληγωθεῖ βαθειά ἡ ἑνότητα στήν Ἐνορίαν μας, (στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικόν),
ἀφοῦ μᾶς ἔκοψαν ἤδη τήν κοινωνίαν ἀρκετοί ἐνορίτες μας καί ἀνέκοψαν τήν
προσέλευση στήν Ἔνσταση καί στήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογίαν καί ἄλλων πολύ
σημαινόντων προσώπων, γνωστοῦ ἀνωτάτου
δικαστοῦ, ἑνός εἰσαγγελέως, ἀλλά
καί δύο καθηγητῶν Οἰκονομικῶν, πού μέ πολύν κόπον εἴχαμε ἤδη κατηχήσει, γιά
νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξον Παρεμβολήν!
·
6. Στόν ἀγῶνα
μας καί στήν ἀγωνίαν μας γιά τήν Ἐκκλησίαν μας ὑπῆρξαν καί ὑπερβολικοί χαρακτηρισμοί γιά τό πρόσωπον τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου, τούς ὁποίους καί ἀνεκάλεσα ρητά ἤδη μέ ἰδιαιτέραν ἐπιστολήν-ἠλεκτρονικόν μήνυμα
πρός τήν Σύνοδόν μας, ἀλλά καί
προφορικῶς κατά τήν συνάντησίν μας μετά τῶν σ. Ἀρχιερέων μας! Στό ἐπίσημον κείμενον πρός τήν Σύνοδόν
μας εἶχαν ἤδη ἀφαιρεθεῖ, καί διά τοῦ παρόντος καί πάλιν ἀνακαλῶ
τούς ὑπερβολικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς: «ἀποδεικνύεται τύραννος μέ τήν
ὅλην μέχρι σήμερα φασιστικήν, ἀδιάκριτον καί αἱρετικήν δεσποτοκρατικήν
συμπεριφορά του, πρός ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχές καί λαϊκούς (ἀλλά καί πρός Ἀρχιερεῖς!)»
·
«πίστεψε ὅτι θά κατεξουσιάσει τῶν μοναστηρίων, ἐκβιάζοντάς τα, νά τοῦ
μεταγράψουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα, φερόμενος μέ σκαιότατον τρόπον πρός
μοναχούς καί μοναχές. Προσπάθησε, καί ἐν μέρει τό
πέτυχε, νά ἀπομυζήσει τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν μοναστηριῶν, γιά νά τούς ἔχει
ὑπό τήν φασιστικήν καί παπικήν ψευδεξουσίαν του».[18]
7.
Κατά πόσον ἀποτελεῖ, βέβαια, περιεχόμενον τῆς Ἀποστολοπαραδότου Πίστεως καί
τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ὁ
συναγελασμός μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Πίστεως Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν στήν
Θεσσαλονίκην[19] καί δή ἄνευ
ἀδείας τῆς ἡμετέρας Συνόδου, ὁ
συνεορτασμός-συντελετουργία τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων μετά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ «μητροπολίτου» Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα,
(ἐκπεσόντος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κατά
τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον[20] καί κατά τούς Πατέρες, τήν διδασκαλίαν τῶν
Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων), ἡ δωρεά τμήματος λειψάνου στόν Οἰκουμενιστήν – Νεοημερολογίτην «μητρο-πολίτην» Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον[21], ὅσον καί ἡ παραχώρηση βήματος ἐντός τῆς ἐκκλησίας τῆς
Παναγίας Σουμελᾶ, στόν
Νεοημερολογίτην Οἰκουμενιστήν κληρικόν Βαγγέλη Παπανικολάου[22] καλεῖται νά ἀπαντήσει ἀμετάκλητα καί
καθοριστικά ἡ Ἱερά Σύνοδός μας, ἡ ὁποία
κάνει τήν αὐθεντικήν ἑρμηνείαν τῶν διατάξεων τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου
τοῦ 2014 καί καλεῖται, νά ἐφαρμόσει
τούς καί στο παρόν ὑπόμνημα καί πάλιν παρατιθεμένους Ἱερούς Κανόνες). Ἡμεῖς, ἕνας ταπεινός καί ἀσήμαντος ἱερεύς
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπισημαίνουμε τούς παραβιασθέντες, κατά τήν ταπεινήν μας
γνώμην, Ἱερούς Κανόνες[23]
καί ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐξετάσει καί θά ἐφαρμόσει
αὐτούς μέ τό χαρακτηρίζον αὐτήν πνεῦμα
τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀγάπης.
8.
Γιά
νά ὑπάρχει κανονική Ἀποστολική Διαδοχή, ὀφείλει
ὁ ἐπίσκοπος νά ἐκλέγεται, κατά τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ὑπό πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι[24].
Ἡ ὑπό δύο ἐπισκόπων χειροτονία εἶναι
μέν ὑποστατή, κατά τόν Α΄Ἀποστολικόν Ἱερόν Κανόνα, ἀλλά κυρίως λαμπρύνεται καί κραταιοῦται ἀπό τήν
καθαρή Ὁμολογιακήν Πίστη[25].
Αὐτήν τήν
Πίστη δηλώνει, ὅτι ἔχει καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος, δηλ. ὅτι ὁμολογεῖ καί
διακηρύσσει, ἐπαναβεβαιώνοντας καί
διακηρύσσοντας τήν ὑπογραφήν τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου, τό ὁποῖον
ρητῶς καί πάλιν ἀποδέχεται, σέβεται καί ἐφαρμόζει, ὅπως φαίνεται μέ τίς ἐπισκέψεις πού ἔκανε στά σπίτια τῆς ἐπισκοπῆς
του, ὅπου μοίρασε τό ὁμολογιακόν βιβλίον τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
“Φιλήματα Ἰούδα”, ἀλλά καί μέ ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ πρόσφατη γιά
τά “ἑκατόν χρόνια τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας”, ὁπότε ἡ Σύνοδός
μας θά ἀποφασίσει, ἐάν ἰσχύει πλέον ὁ ἀνωτέρω
χαρακτηρισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί πρός τήν σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου θά εὐθυγραμμισθοῦμε καί ἡμεῖς,
ἐν ὄψει καί τῆς ἤδη γενομένης ἀποσύρσεως τῶν ἐπιμάχων ἀναρτήσεων καί τῆς σχετικῆς
διευκρινιστικῆς καί ὁμολογιακῆς δηλώσεως ὑπ’ αὐτοῦ, κατά τά δηλωθέντα εἰς
τήν συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας κυρίων-κυρίων Φωτίου, Δημητριάδος
καί Κλήμεντος Λαρίσσης, καί ὅπως θά κρίνει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος.
Περί τῆς ὁμολογίας τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου ἐπιμαρτυρεῖ
κυρίως ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ὑπογραφή καί ἀποδοχή τοῦ Ἑνωσιακοῦ κειμένου, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν Πίστη τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀποδοχή ὑπ’ αὐτοῦ
τοῦ ἀναθέματος τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου του, τό 1983
καί τοῦ ἀναθέματος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Συνόδου μας, τό 1998,
ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην, ὅπως
ρητῶς μᾶς δήλωσεν ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας κ. Φώτιος καί ἀναμένεται ἡ
ὑπό τοῦ ἰδίου σχετική ἔγγραφος δήλωσις καί ἡ μετάνοιά του μέ τήν αἴτησιν
συγγνώμης γιά ὅσους σκανδάλισε μέ τίς πράξεις τους καί ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ὑπό
τῆς ἡμετέρας Συνόδου, κατά τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐν πνεύματι φιλαδελφίας
καί ἀγάπης.
9.
Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι τό δικαίωμα τῆς προηγουμένης ἀκροάσεως ἀποτελεῖ
ἀναφαίρετον συνταγματικόν δικαίωμα[26], κάθε
ἀτόμου μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας ἀλλά καί κάθε πιστοῦ, μοναχοῦ, διακόνου ἱερέως
καί ἀρχιερέως.
Δικαίωμα
πού ἔχει ἀναμφισβήτητα καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος. Οἱ ὑπό τοῦ ἰδίου, ὅμως,
γενόμενες ἐπίμαχες ἀναρτήσεις εἶναι πραγματικά γεγονότα καί ἀποτελοῦν ὁμολογίαν πού συνιστᾶ πλήρη
ἀπόδειξη τῶν τελεσθέντων πράξεων, πού δέν ἀμφισβητεῖται ἡ ἐνέργειά τους[27].
μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως κατά τό Δικονομικόν
Δίκαιον, τό τε τῆς Πολιτείας ἄμα καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ τελική συνοδική
διαγνώμη, ἀνήκουσα στήν ἡμετέραν Σύνοδον, σέ κάθε ἀνάλογη περίπτωση, ἔρχεται νά
ἐπιβεβαιώσει, ὅταν πρόκειται γιά θέματα Πίστεως τήν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν
αἱρετικῶν, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν κείμενον[28].
Ἡ
ὁποιαδήποτε ἀπόφαση ἀναφορικά μέ θέματα αἱρέσεως εἶναι διαπιστωτική, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον, καί
οὐχί διαπλαστική[29].
10.
Κάθε ἐπίσκοπος καί ἱερεύς ὡς καί κάθε κληρικός καί ἁπλός πιστός οἱουδήποτε
βαθμοῦ, ἀναμφισβήτητα ὀφείλει νά ἀκούεται πρίν ληφθεῖ οἱονδήποτε
μέτρον διοικητικόν, ποινικόν ἤ κανονικόν ἐναντίον του, κατά τούς ὁρισμούς τοῦ
Συντάγματος, τῶν Νόμων καί τῆς Δικονομίας γενικότερα καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς
τοιαύτης. Πρόκειται γιά θεμελιῶδες
δικαίωμα (Grundrecht), τό ὁποῖον
κατοχυρώνεται καί Συνταγματικά καί Δικονομικά ἀναλυτικά κατά τά ἀνωτέρω, καί εἶναι
ἀναφαίρετον.
11.
Ἄν τά κρίσιμα περιγραφόμενα γεγονότα δέν
ἀποτελοῦν ἐπιλήψιμες πράξεις, μποροῦν, ἄραγε, νά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον καί ἀπό
ἄλλους ἐπισκόπους καί κληρικούς ἤ καί ἀπό τόν ἴδιον ἐπίσκοπον, τόν σ. Ἀττικῆς
κ. Χρυσόστομον;
Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους ἀπαιτεῖται ἰδιαιτέρα
δήλωση συγγνώμης καί δήλωση ἀποκηρύξεως, κατά τά συμφωνηθέντα, ὅπως θά κρίνει καί θά ἀποφασίσει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος καί ὅτι δέν θά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον, πάντα κατά τήν κρίσιν καί στό
μέτρον πού θά τοῦ ὑποδειχθεῖ.
12.
Περαιτέρω βεβαιώνουμε καί πάλιν καί ὅπως ἀνεπτύχθη κατά τήν συνάντηση ἡμῶν μετά
τῶν σ. Ἀρχιερέων, ὅτι οὐδέποτε
δημοσιεύθηκε ἤ κοινοποιήθηκε ὑφ’ ἡμῶν σέ τρίτα πρόσωπα, οὖτε ἀπό κανένα ἄλλον
καί οὔτε εἶδαμε κάπου σχετικήν δημοσίευσιν, ἡ ἐν ἐξομολογήσει ἡμῶν πρός τούς σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς μας κυρίους
Φώτιον, Κυπριανόν καί Ἀμβρόσιον, ὅτι ἐγινεν συμπροσευχή τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου στήν Καλαμαριά μετά τοῦ κ. Ἰουστίνου. Καί αὐτό μάλιστα, τό ἐν ἐξομολογήσει γραφέν τότε προσωπικῶς καί ἀποκλειστικῶς
μόνον πρός τούς τρεῖς Ἀρχιερεῖς, ἀμέσως ἀνεκλήθη. Ὅτι αὐτήν, ὅμως, τήν ἐντύπωση, πώς δηλ. παρευρίσκετο καί ὁ σ. Ἀττικῆς
στήν σχετικήν τελετήν ἔδινε -(ἀποκόμιζε κάθε θεατής τῶν δρωμένων)- ἡ
ἀναφορά τοῦ Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστίνου, ὅτι δηλ. ἀπευθυνόταν πρός τόν σ. Ἀττικῆς
κύριον Χρυσόστομον σάν νά ἦταν παρών.
Καί ἐδῶ ἔχει ἐφαρμογή ἡ βασική ἀρχή τοῦ Δικαίου: Conditio sine
qua non.
Ὁπότε
ἡ κατηγορία αὐτή δέν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια, ὅτι δηλ. γίναμε ὑπαίτιοi μίας
τοιαύτης δημοσιεύσεως περί συμπροσευχῆς, γιατί
δέν ὑπάρχει πουθενά στόν διαδικτυακόν χῶρον ἤ στόν τύπον τοιαύτη δημοσίευσις, ὅτι
ἔγινεν συμπροσευχή καί οὐδέποτε προωθήθηκε ὑπ’ ἐμοῦ τοιαύτη δημοσίευσις οὔτε ἀπό
κανένα ἄλλον, ὅσον γνωρίζω, ἀλλά ἡ παραχώρησις τμήματος ἁγίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου
Ἀργυρίου στόν «Καλαμαριᾶς» κ. Ἰουστῖνον ἀποτελεῖ ἀναγνώρισιν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ,
γεγονός καθαιρετικόν καί ἀφοριστικόν τοῦ ποιοῦντος ταῦτα, κατά τούς Ἱερούς
Κανονες, γεγονός πολύ μεγαλυτέρας σπουδαιότητος Θεολογικῆς καί Ὁμολογιακῆς
σημασίας!
Περί τῆς γενικῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς
του ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτην Χρυσόστομον ἔχουν γράψει καί καταδικάσει τοιαῦτες ἀντορθόδοξες
συμπεριφορές καί ὁ φιλικά διακείμενος πρός αὐτόν κ. Σωτήρης Τζούμας καί ἄλλοι
Νεοημερολογίτες:
Πρόκειται για
κλασσική εκδήλωση, έκφραση και έκφανση του νοσηρού πνεύματος του δεσποτισμού
και του επισκοπικού συγκεντρωτισμού.
Εάν κάποιοι κληρικοί ευτελίζουν το κήρυγμα δικαιούται και
οφείλει ο μητροπολίτης να τους το απαγορεύσει.
Επ’ ουδενί, όμως, μπορεί να γενικεύει
και να επεκτείνει την τυχόν απαγόρευση σε όλους τους κληρικούς της μητροπόλεώς
του.
Οι τελευταίοι οφείλουν να διαμαρτυρηθούν έντονα και να
καταγγείλουν στην εκκλησιαστική παρεμβολή την απαράδεκτη αυτή επισκοπική
πρακτική.
Επιπροσθέτως, και σύνολο το εκκλησιαστικό πλήρωμα της
συγκεκριμένης μητροπόλεως οφείλει να αντιδράσει.
Ο επίσκοπος δεν είναι ούτε απόλυτος μονάρχης ούτε φεουδάρχης της Εκκλησίας.
Υπάρχουν κληρικοί, δόκιμοι κήρυκες του θείου λόγου που προάγουν διά του
κηρύγματός τους την πνευματική ζωή των πιστών αλλά και ελέγχουν, κατά χρεός,
πρόσωπα και πράγματα, εφαρμόζοντες το Παύλειο ρήμα «έλεγξον, επιτίμησον,
παρακάλεσον» (Β προς Τιμόθεον κεφ 4, 2).
Είναι αδιανόητο, παράλογο, άδικο και βλαπτικό για το καλώς εννοούμενο συμφέρον
της Εκκλησίας και του Έθνους να φιμωθούν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος
που είχε πει πως «τίποτε άλλο δεν φοβήθηκα στη ζωή μου εκτός από τους
διεφθαρμένους επισκόπους» σας λέει κάτι; Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται με
εγκυκλίους. Αντιθέτως φθίνει και εντέλει εκλείπει, όταν ο φέρων το σχήμα δεν
σέβεται τον ρόλο του και είναι ανακόλουθος των όρκων του, να είναι πράος και
τάπεινός τη καρδία και υπηρέτης όλων και καλός ποιμήν ως γνήσιος ακόλουθος του
Μεγάλου Αρχιερέως…
Αυστηρό «απαγορευτικό» του Αιτωλίας Δαμασκηνού
προς τους ιερείς να μη κηρύττουν αλλά να διαβάζουν τα δικά του… μηνύματα!
· Post published:20 Αυγούστου
2023
Η Εκκλησία μας σφύζει από …”δημοκρατικές διαδικασίες” ! Όταν λέμε δεσποτοκρατία το εννοούμε!
Χθεσινά άπειρα παπαδάκια εκλέγονται δεσποτάδες, πιάνουν το μπαστούνι, φορούν
και το… στέμμα, δηλαδή την Μίτρα και θεωρούν, ότι είναι πραγματικοί πρίγκηπες
και μπορούν να κάνουν ο,τι θέλουν!Λες και η Εκκλησία χρωστά σε αυτούς και όχι
αυτοί προς την Εκκλησία! Αλλά η Εκκλησία δεν είναι τσιφλίκι τους. Η Εκκλησία
ανήκει σε όλους μας! Και αυτό όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν τόσο πιο καλά για
τους ίδιους!
Ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και
Ακαρνανίας Δαμασκηνός- εκ των νέων Ιεραρχών της Εκκλησίας μας- συνεχίζει να μας
εκπλήσσει με τις αποφάσεις του και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει!Πέρα από
τις κινήσεις εντυπωσιασμού και την απονομή οφικίων προς τους ιερείς για να τους
κερδίσει, οι υπόλοιπες ενέργειες του έχουν έναν επιθετικό χαρακτήρα, ο οποίος
δεν συνάδει με την συγκεκριμένη Μητρόπολη η οποία έχει πλουσία εκκλησιαστική
ζωή και παράδοση!
Ο Σεβ. Αιτωλίας απέστειλε «αυστηρή» εγκύκλιο προς τον
ιερό κλήρο, με την οποία απαγορεύει στους ιερείς, να κηρύττουν οι ίδιοι
και τους επιβάλλει να είναι απλοί αναγνώστες των δικών του κηρυγμάτων, τα οποία
θα αποστέλλονται ανελλιπώς στους ναούς! Περίσσευμα θεολογίας συμπυκνωμένο σε
μια κόλλα χαρτί! Έχει τόσο ελεύθερο χρόνο, ώστε να γράφει ο ίδιος το
Κυριακάτικο δίπλωμα; Μπράβο!
Και καλά αν οι ιερείς είναι
αθεολόγητοι ή στερούνται θεολογικών γνώσεων, η απόφαση αυτή είναι για το καλό
του ποιμνίου! Αν όμως είναι θεολόγοι και μάλιστα παλαιότεροι στο κήρυγμα και
δόκιμοι ιεροκήρυκες,
του νεόκοπου Μητροπολίτη,
τότε, πως θα τους απαγορεύσει να μιλάνε; Είναι σωστό; Πού ακριβώς στηρίζεται
αυτή η απόφαση και γιατί;
Σαφώς το κηρύττειν είναι προνόμιο του Επισκόπου και με την ευλογία του
κηρύττουν όλοι οι έχοντες τα προσόντα, κληρικοί ή και λαϊκοί. Όμως η παράδοση
της Εκκλησίας μας ακολουθεί τον Παύλειο λόγο “ουαί μοι εστιν εάν μη
ευαγγελίζομαι”!
Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια λάθος απόφαση, η
οποία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς αν εφαρμοζόταν σε ναούς που δεν ξέρουν
την μεγάλη σημασία του κηρύγματος ή στερούνται οι ιερείς της ικανότητας να
κηρύττουν! Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε θεωρώ, ότι ο Σεβ. Αιτωλίας θα
έπρεπε να παροτρύνει τους κληρικούς του, να μελετούν και να προετοιμάζονται,
ώστε τουλάχιστον οι δυνάμενοι, να κηρύττουν στον λαό του Θεού.
Μια ρητορική ερώτηση στον Άγιο
Αιτωλίας: οι ιεροκήρυκές του τώρα με τι θα ασχολούνται;Ή πρόκειται να τους
παροπλίσει;
Σίγουρα δεν έμαθε τέτοιες
μεθόδους ποιμαντικής κοντά στον Γέροντά του Σεβ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.
Το γιατί τις εφαρμόζει είναι κάτι που θα φανεί πολύ σύντομα! Κρίμα πάντως,
γιατί με όλα αυτά γκρεμίζονται οι όποιες χρηστές ελπίδες μας δημιουργούνται
καθώς βλέπουμε να εκλέγονται νέοι Αρχιερείς με όρεξη για πνευματικό έργο και
στη συνέχεια τους βλέπουμε να τα αναποδογυρίζουν όλα!
α΄. Στό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ πολύ φιλικά διακείμενου κ. Σωτήρη
Τζούμα βλέπουμε ξεκάθαρα, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση
τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς συνιστᾶ ἔκφραση Δεσποτοκρατείας καί Φασισμοῦ,
καθότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται!
β΄. Ἐπίσης ἡ Καινοτομία, τῶν πολύ τολμηρῶν ἀνοιγμάτων καί τῶν ἐναγκαλισμῶν
τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀντίθεση πρός τήν ἐπί ἑκατό χρόνια παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἑκατό χρόνια θυσιῶν, διωγμῶν, αἵματος, φυλακίσεων, ἐξοριῶν, ἀποσχιματισμῶν
τῶν ἁγνῶν λευιτῶν, συνιστᾶ καθ’ ἑαυτήν ἀσέβεια πρός τούς Προπάτορες καί δεσποτοκρατική
συμπεριφορά, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά γίνονται τέτοιες “ἐκδηλώσεις”, πού
κατασκανδάλισαν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὁδήγησαν σέ ἀποκήρυξή μας ἀπό
πλῆθος πιστῶν μας.
Ἡ φιλία καί οἱ ἐναγκαλισμοί
μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων μέ τόν ἐλεγχόμενον ἀπό τούς Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές
γιά Δεσποτοκρατεία «Ἰλίου» κ. Ἀθηναγόρα
ἀποτελεῖ πάλιν λόγον γιά ἐξαγωγή συμπερασμάτων (βλ. συνημμένον κείμενον).
Τέτοιες πρακτικές ἐγκαινιάζουν ἕνα νέο ἦθος στήν Ἐκκλησία, ἀπαράδεκτο καί
καταδικαστέο.
γ΄. Ἐλέγθηκε καί στό πρόσφατο
παρελθόν ὁ σ. κ. Χρυσόστομος γιά
τυραννική συμπεριφορά ἀπό τόν
πανοσιολ. Θεολόγο Ἀρχιμανδρίτην κ. Νικηφόρον Νάσσον.
δ. Ἐντελῶς ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ὀποιαδήποτε
ἀναφορά στόν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπανικολάου, τόν ὁποῖον καί οἱ ἴδιοι οἱ Νεοημερολογίτες
χαρακτηρίζουν ἀηδιαστικόν, ὅτι κηρύσσει αἵρεση καί ὅτι εἶναι θεατρίνος…
Περιττόν νά ἀναφερθοῦν τά ὅσα ἀηδιαστικά καί ἀντορθόδοξα δίδαξε καί εἶπε
ὁ κληρικός Βαγγέλης Παπανικολάου καί πῶς ἀσεβῶς κινεῖται μέσα στόν Ἱερόν χῶρον
τῆς Ἐκκλησίας καί μπροστά στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ.
Μέ ὑποθέσεις, τί θά
συνέβαινε ἐάν ἐκινεῖτο δικαστικά ἐναντίον μας γιά τόν ἀρνητικόν σχολιασμόν μου,
δέν στοιχειοθετεῖται κανένα Κανονικόν παράπτωμα ἐναντίον μου, πόσον μᾶλλον ὅταν διηγεῖται ὅ ἴδιος ἀνέκδοτα,
περιπαίζοντας καί ἐξισώνοντας βλασφήμως καί αἰσχρῶς τόν Ἁγιώτατον Κύριόν μας Ἰησοῦν
Χριστόν μέ τόν ψευδοπροφήτην Μωάμεθ. (βλ. συνημμένα, λίνκς καί ἄρθρο
πρωτοσέλιδο ἀπό τόν «Ὀρθόδοξον Τῦπον»). Ἐφόσον βλασφημεῖται καί ἐμπαίζεται τό Ὄνομα
τοῦ Κυρίου μας ἡ ἴδια ἡ Σύνοδός μας θά ἔπρεπε νά ἐλέγξει τέτοιες ἀχαρακτήριστες
καί βλάσφημες συμπεριφορές.
Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας
μέ τήν αἵρεση μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι
δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρία σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς,
μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα σέ ὅλους καί ὅλοι πλέον εἶναι ἐν πλήρει
συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό:
"εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν ὅμως
τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται", κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην;
Ἐάν καί κατά τόν Ἅγιον
Θεόδωρον τόν Στουδίτην[30]
ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ καί τήν ὁποιουδήποτε
εἴδους κοινωνίαν κατά τά ἀνωτέρω , (εἰκονομάχου ἐπισκόπου
τότε καί Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων[31],
τότε τί βάπτισμα καί τί μυστήρια παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς πού
τόν μνημονεύει καί ποιά χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;
Ἑπομένως,
γενικώτερα, ὁ διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς καί προσερχόμενος στήν
Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση μέ λίβελο καί
μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί κατά τόν Μέγα Βασίλειο, (47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἐάν δέν ἔχει
τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται,[32] ἀλλά καί κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν
κείμενόν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖον κάθε Οἰκουμενιστής-Νεοημερολογίτης εἶναι
ψευδεπίσκοπος καί ψευδοποιμένας καί ἄρα ὁποιουδήποτε εἴδους κοινωνία μετ’ αὐτοῦ,
κατά τά ἀνωτέρω, χαρακτηρίζει καί αὐτόν ὡς τοιοῦτον.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει
ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Σέργιο ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν
Κνωσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ! Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνία μέ τήν μονοθελητική αἵρεση γράφει ἐπὶ
λέξει[33]:
"
Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν
Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς
κὰθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ
πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ
εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῶ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν
μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς,
τούθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν
πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις
τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ,
συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους
Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ
Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα
Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικότατη καὶ πλήρης Θείων ἀληθειῶν ὅπου
περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
"Ἐμπεριέχεται
δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσηςΣυνόδου, ὅτι
ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται
ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ
διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν
τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν
μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς
Θείας Λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι
εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων...(καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν
ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[34]
"Η ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ"
ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ως
προς την αντιμετώπιση της ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ
του Ο Ι Κ Ο Υ Μ Ε Ν Ι Σ Μ Ο Υ
Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ
ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ και ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ
Ἡ ἀφάνταστη
ἐλαφρότητα» τῶν Ἐπισκόπων, (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε παραλλαγμένη μιὰ παλαιότερη φράση),
ἐπισημαίνεται σήμερα, ὅλο καὶ σὲ περισσότερους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Ἐμεῖς, σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ κείμενο, ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν ἐλαφρότητα,
(δηλαδὴ ἐγκληματικότητα), μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἐπίσκοποι τὴν
παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμόν, ὅσο κι ἂν αὐτὸ κουράζει.
Εἶναι
τραγικὴ ἡ διαπίστωση, πὼς δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει σὲ καμιὰ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ
περίοδο αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπραξία, ἡ ὑποβάθμιση μιᾶς αἱρέσεως, μιᾶς αἱρέσεως
μάλιστα ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ και ὡς ἡ «ἐσχάτη
αἵρεση τῆς ἱστορίας». Μιᾶς αἱρέσεως, ποὺ ἔχει ἐμφανισθεῖ ἐδῶ καὶ
δεκαετίες, ποὺ ἐπεκτείνεται ἁλματωδῶς, ποὺ πλέον, ὄχι μόνο οἱ περισσότεροι ἀπὸ
τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρήσουν,
(ἢ δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν), ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ποιοί
οἱ Ὀρθόδοξοι, τί ἀνήκει ἀπὸ τὶς καθημερινές πράξεις μας καὶ
τὰ πιστεύματά τους στὴν αἵρεση, καὶ τί ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.
Στὴ παροῦσα
ἔκθεση θὰ παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ βιβλίο, ποὺ προσφέρει κάποια ἁγιοπατερικά
κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνεται ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως,
τὸ δυσθεράπευτο τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ μολυσματικότητά της,
θέματα ποὺ ἀντιπαρέρχονται οἱ σύγχρονοι ποιμένες-Ἐπίσκοποι, μὲ τὸ ἀστεῖο ἐπιχείρημα,
ὅτι
αὐτὰ θὰ τὰ ξεκαθαρίσει μιὰ μελλοντικὴ Σύνοδος[35],
σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ στήσει τὸ Φανάρι, ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους
ποὺ χαρακτηρίζονται αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές!!!
Τὰ πατερικὰ κείμενα ἔχουν ἐπιλεγεῖ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξηγήσουν, νὰ
φωτίσουν λίγο, αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐξηγήσουν οἱ ποιμένες στὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ:
Ὅτι ἡ
αἵρεση εἶναι μιὰ δυσθεράπευτη πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν
θεραπεύεται μὲ Διαλόγους καὶ συμπόσια, συνεορτασμούς, συντελετουργίες καί
συμπράξεις μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε,
ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία μας,
διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη· κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα,
πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ, συνεχόμενα καὶ ἐπαναλαμβανόμενα, ὅταν ἀφήνεται
νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες, πρακτικές, ἀκούσματα
καὶ θεάματα τῶν τάχα «ἀδελφῶν» ἐκκλησιῶν,
ὅταν δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς
αἱρετικούς καί διακοπήν κάθε σχέσεως μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές,
τότε, ποῦ στηρίζεται ἡ σωτηρία μας;
Δὲν εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ ἀλλάζουμε οὔτε ἕνα γιῶτα, οὔτε
κάτι τι τὸ παραμικρό ἀπὸ τὰ παραδοθέντα;
Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ καὶ
ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ
Ὅπως ὅλα τὰ πάθη χρήζουν θεραπείας, ἔτσι
καὶ ἡ αἵρεση. Καὶ ὅπως ἕνας πνευματικὸς Πατέρας θὰ ἐγκληματοῦσε ἐναντίον μας, θὰ
μᾶς καταδίκαζε δηλαδὴ σὲ πνευματικὸ θάνατο, ἂν δὲν ὑπεδείκνυε τὴν σωστὴ
θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ δὲν φρόντιζε γιὰ τὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ τὰ ἄφηνε
νὰ ριζώνουν βαθύτερα μέσα μας καὶ νὰ πληθαίνουν, καὶ τὸ χειρότερο, ἂν μᾶς ἐπαινοῦσε
καὶ μᾶς κολάκευε γι’ αὐτά, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐγκληματοῦν κατὰ τῶν νοσούντων αἱρετικῶν
οἱ ἁρμόδιοι ὀρθόδοξοι ποιμένες, ὅταν δὲν λαμβάνουν τὰ κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα
μὲ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Πατέρων. Καὶ ἡ συγκεκριμένη Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου ἐντάσσεται στὴν θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔγκλημα
καθίσταται μεγαλύτερο, ἐπειδὴ ἡ νόσος τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ νόσος, ἀλλ’
εἶναι νόσος μολυσματική[36].
Γράφουν συγκεκριμένα οἱ Πατέρες, πὼς οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νοσοῦντες. Ἡ
νόσος τους δέ, ὅσο περισσότερο χρόνο παραμένουν στὴν αἵρεση, γίνεται
δυσθεράπευτη καὶ ἀθεράπευτη. Τὸ νὰ
συζητᾶ, συναγελάζεται καί συνεορτάζει κανεὶς μαζί τους χωρὶς νὰ ἐπισημαίνει τὴν
ἀρρώστια τους καὶ νὰ ἀποκόπτει τὰ σεσηπότα μέλη τῆς αἱρέσεως, μοιάζει σὰν
κάποιο πονηρὸ γιατρό, ποὺ κάνει, πὼς δὲν βλέπει τὰ σάπια μέλη τοῦ ἀρρώστου καὶ
συζητᾶ γιὰ τὰ ὑγιῆ. Μ’ αὐτή του τὴν στάση δὲν δείχνει ἀγάπη, ἀφοῦ συντελεῖ
στὸ νὰ χειροτερεύει ὁ ἀσθενής. Καὶ ἐπιπλέον ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ
τοὺς ἄλλους νὰ μολυνθοῦν, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι μεταδοτική, ἀλλὰ καὶ
γιατὶ μὴ λαμβάνοντάς την ὑπ‘ ὄψιν, ἀψηφώντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων,
χάνει καὶ τὴν Θεία Χάρη.
Ὑπ’ ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν
τρόπον της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ». Ἀκόμα καὶ
οἱ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, ἀπὸ ἀδιαφορία
ἢ σκοπιμότητα. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες μᾶς τὸ παρουσιάζουν σὲ δυὸ ἀντιπροσωπευτικὰ
κείμενα. Τὸ ἕνα προέρχεται ἀπὸ ἕνα Πατέρα τῶν τελευταίων αἰώνων καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ
ἕνα τῶν πρώτων αἰώνων:
«Ὅταν
θὰ ἔλθουν οἱ ψευδοπροφῆτες καὶ οἱ ψευδόχριστοι, καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ
"ψυγῆ", καὶ ἡ ἀνομία θὰ πληθυνθῆ, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους θὰ σιωποῦν
ἀκόμη καὶ οἱ χριστιανοί, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ φωνάζουν τὰ οὐράνια σώματα. Θὰ φωνάζουν
μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Καὶ θὰ ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς
δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» (Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος).
Καὶ σὲ
ἕνα ἀρχαῖο κείμενο: «Οὗτοι γάρ
εἰσι ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ ψευδαπόστολοι, πλάνοι καὶ φθορεῖς...,
δι' οὓς ψυγήσεται ἡ τῶν πολλῶν ἀγάπη· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος ἀδιαστρόφως, οὗτος
σωθήσεται· περὶ ὧν ἀσφαλιζόμενος ἡμᾶς ὁ Κύριος παρήγγειλεν λέγων· “Ἐλεύσονται
πρὸς ὑμᾶς ἄνθρωποι ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες· ἀπὸ τῶν
καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, προσέχετε ἀπ' αὐτῶν· ἀναστήσονται γὰρ ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πλανήσουσι πολλούς”» (ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ).
Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα κείμενα, ποὺ ἀναφερόμενα στοὺς
αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση ἐκφράζουν τὴν ἴδια θέση: ἡ αἵρεση εἶναι νόσος δυσθεράπευτη ἢ ἀνίατη καὶ μολυσματική. «Εἰς ὅλας τὰς Συνόδους οἱ αἱρετικοὶ
κατεκρίθησαν κατὰ κύριον λόγον ὡς ἀνιάτως νοσοῦντες, ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν.
Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς πνευματικὰς ἀρετάς, καὶ εἶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον
πίστιν. Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι ἡ πνευματικὴ πορεία τῶν ταπεινῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ὄχι
μόνον δὲν “κατακυριεύουν τῆς πίστεως”, ἀλλὰ θυσιάζουν πρὸς χάριν της τὰ πάντα»[37].
Γράφει
ὁ ἅγιος καὶ Θεοφόρος Ἰγνάτιος: «Εἰώθασί τινες δόλῳ πονηρῷ τὸ ὄνομα
Χριστοῦ περιφέρειν, ἄλλα τινὰ πράσσοντες ἀνάξια Θεοῦ, οὓς δεῖ ὑμᾶς ὡς θηρία ἐκκλίνειν.
Εἰσὶ γὰρ κύνες λυσσῶντες λαθροδῆκται· οὓς δεῖ ὑμᾶς φυλάσσεσθαι ὄντας δυσθεραπεύτους....
Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου· οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ οὖν
οἱ κατὰ σάρκα ταῦτα πάσχοντες ἀπέθνησκον, πόσῳ μᾶλλον ἐὰν πίστιν ἐν
κακοδιδασκαλίᾳ φθερεῖ, ὑπὲρ ἧς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρώθη; Ὅτι οὗτος ρυπαρὸς γενόμενος,
εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ».
«Ταῦτα
ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς
διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε,
"σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς
ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"».
«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς
ἐκκλησίαν· πάντα
γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις
οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι·
δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ
μετανοίας καὶ κατανύξεως).
Στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκ. Συνόδου ὑπάρχει ἕνα
περιστατικό, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βλάβη ποὺ ἐπιφέρουν
οἱ ἐπαμφοτερίζοντες ἢ οἱ αἱρετίζοντες Ποιμένες στὸ ποίμνιο.
Μᾶς λέγει συγκεκριμένα, πὼς οἱ πιστοὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀντέδρασαν
δυναμικά, ὅταν ἀντελήφθησαν τὴν αἵρεση στὰ κήρυγματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Ἦταν
ἡ ὑγιὴς «ἀντίδρασις τοῦ ἀδιαστρόφου ὀρθοδόξου
φρονήματος. Σὺν τῷ χρόνῳ ὅμως τὸ ὀρθόδοξον αὐτὸ φρόνημα
διέστρεψαν αἱ αἱρετίζουσαι διδασκαλίαι τῶν “ποιμένων” τους»[38].
Νὰ πῶς παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Κύριλλος: οἱ προσκείμενοι στὸν Θεόδωρο, διηγεῖται,
μὲ συμβούλευαν, νὰ μὴ κατηγορῶ τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες, γιατὶ ἔτσι
διαβάλλω τοὺς Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο καὶ ἅγιο Γρηγόριο, ἀφοῦ κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μὲ τὸν Θεόδωρο
κήρυτταν. Ἐγὼ ὅμως, ποὺ γνώριζα τὴν ἁγιότητα τῶν διαπρεπῶν αὐτῶν διδασκάλων, μὲ
παρρησία καυτηρίαζα τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Θεόδωρου. Στὴν συνέχεια, οἱ αἱρετίζοντες
ποιμένες τῶν Ὀρθοδόξων ἐπηρέασαν τόσο τοὺς πιστούς –αὐτοὺς τοὺς πιστούς, ποὺ
κάποτε παραλίγο νὰ λιθοβολήσουν τὸν Θεόδωρο γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα–, ὥστε
τοὺς ἔπεισαν νὰ πάρουν, τώρα, τὸ μέρος τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου. Κι αὐτό, γιατὶ ἡ
ἰσχυρὴ προσωπικότητα ἑνὸς φιλο-αἱρετικοῦ
ποιμένος, παρασύρει στὰ φρονήματά του τοὺς πιστούς, γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνος[39].
Καὶ ὁ
Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τὴν αἵρεση ὡς νόσο μολυσματική: «Νῦν
δὲ κἄκεῖνα κρύπτουσι καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι γράφουσιν· ὥσπερ οἱ τῶν
σεσηπότων μελῶν παρατρέχοντες ἰατροὶ περὶ τῶν ὑγιαινόντων διαλέγονται, ἢ ἀγνοοῦντες
ἢ τέχνῃ πανούργως χρώμενοι».
[Ὑπ’
ὄψιν ὅτι, ὅταν ἔγραφε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἡ αἵρεση τοῦ Μακεδονίου δὲν
εἶχε κατα-δικασθεῖ. Καταδικάσθηκε ἀργότερα. Ἄρα ἦταν μιὰ αἵρεση
κηρυττόμενη, ὅπως ὁ Οἰκουμενισμὸς πού σύν τοῖς ἄλλοις ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν
ἡμετέραν Σύνοδον, τόν Ἅγιον Φιλάρετον καί τήν ἀδελφήν Ρουμανικήν Ἐκκλησίαν! Καὶ
ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, διδάσκουν νὰ φεύγουμε καί ἀπὸ τοὺς μὴ
καταδικασμένους εἰσέτι ἀπὸ Σύνοδον αἱρετικούς, καί νά μήν ἔχουμε τήν παραμικρή
σχέση μέ τούς αἱρετικούς, διότι μολύνουν, πόσον μᾶλλον ὅταν πολυμερῶς καί
πολυτρόπως οὗτοι ἔχουν ἐπανειλημμένως καταδικασθεῖ!].
Οἱ αἱρετικοὶ «γράφουσιν…, πρὸς ἀπάτην τῶν
ἀνθρώπων, ἵνα…ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι
τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ»[40] Ἄλλο ἕνα κείμενο, (ἀπὸ τὰ πολλά), τοῦ
Μ. Βασιλείου τώρα, ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: «Εἰ
χρὴ τὸν ἐν ἁμαρτίαις ἐξετασθέντα φεύγειν τὴν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους κοινωνίαν,
ἢ καὶ πρὸς τοὺς κακῶς ζῶντας διακρίνεσθαι». Γράφει: Γενικὰ εἶναι ἐπιβλαβὲς καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἄνθρωπο
κάθε σχέση μὲ ἀπαγορευμένα πράγματα. Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ ἔζησαν ἐν ἁμαρτίαις,
πρέπει νὰ εἶναι περισσότερο προσεκτικοί, γιατί, ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή τους συνήθισε
στὴν ἁμαρτία, εἶναι περισσότερον ἐπιρρεπεῖς πρὸς αὐτὴν καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς
τοὺς βλάπτει. Ἐὰν, λοιπόν, εἶναι τόσον μεγάλη ἡ βλάβη ποὺ προκαλεῖ ἡ κοινωνία μὲ
ἁμαρτωλοὺς στὰ ἠθικά, τί πρέπει νὰ ποῦμε
γιὰ τὴν βλάβη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς;
Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει, πὼς πράγματι, ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ
κάποιες ἁμαρτίες
ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσον ἀπὸ
τὴν ἁμαρτία
τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς
τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ
δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ
τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ,
παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;»[41] .
Αὐτὰ ὅμως,
ἴσχυαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἐκείνων τῶν ἐποχῶν ἢ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς σύγχρονους
αἱρετικούς; Ἀσφαλῶς ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες, καὶ μάλιστα
σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπ’ ὅ,τι τότε, καὶ λόγο τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τους καὶ λόγῳ τῆς
μεγάλης “Ἀποστασίας” (Β΄ Θεσ.
2, 7) ποὺ διακρίνει τὶς
σύγχρονες “χριστιανικὲς” κοινωνίες καί, ἀκόμα, γιατὶ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἐνῶ
δικαιολογοῦν (ἢ κρύβουν) τὶς ἴδιες ἢ παρόμοιες αἱρετικὲς δοξασίες,
παρουσιάζονται –μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ποιμένων μας– μὲ καλλωπισμένο καὶ εὐγενικό
προσωπεῖο, ὡς μὴ ἔχοντες τίποτα φοβερό, ἁπλῶς ὡς ἐκφράζοντες τὴν ἴδια πίστη μὲ
διαφορετικὸ τρόπο∙ καὶ ἔτσι μᾶς ἐξαπατοῦν καὶ μεταδίδουν τὴν αἵρεση εὐκολότερα,
ὄχι ἀπαραίτητα στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὡς στάση ζωῆς.
Ἂς δοῦμε, τί λέγουν καὶ Σύνοδοι καὶ Πατέρες τοῦ 19ου αἰῶνος:
Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν
Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατεδίκασε δριμύτατα «τὰς
ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ, ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου
Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς “ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα αἱρέσεων”…»
καὶ παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες
… ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν
…περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις συνεφελκύσαι εἰς τὸ
ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς τούτων αἱρέσεως»[42]
Καὶ ὁ
ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων τό 2 Τιμ.
2 17, ”Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει”, γράφει:
«Ἀκράτητον, λέγει, εἶναι τὸ κακὸν καὶ
πλέον ἰατρείαν δὲν δέχεται· ἐπειδὴ οἱ τῶν
αἱρετικῶν λόγοι βλάπτουσι καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον μέρος τῆς εὐσεβείας,
ὡσὰν ἡ γάγγραινα καὶ εἶναι ἀδιόρθωτοι· γάγγραινα δὲ εἶναι ἕνα πάθος καὶ μία
πληγή, ὅπου προξενεῖ σαπήλαν εἰς τὸ σῶμα..., καὶ κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ
σώματος». Καὶ «τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ
γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ
τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν·
διὰ τοῦτο παραγγέλει ὁ Σολομών· “ἔκβαλε ἐκ
συνεδρίου λοιμόν”…, καὶ ὁ Δαβὶδ ὁ πατήρ του, μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον,
ὁποῦ δὲν ἐκάθισε μαζὶ μὲ τοὺς λοιμούς· ”μακάριος
ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. α΄ 1)».
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις πάλιν, ποὺ ἔζησε τὴν δολιότητα τῶν
Παπικῶν καὶ διελέχθη μετὰ Παπικῶν, γράφει:
«Ὁ Ἀπόστολος ἐπαράγγειλεν
εἰς τοὺς Κορινθίους μὴ συναμίγνυσθαι τοῖς τοιούτοις, μηδὲ συνεσθίειν· ἡ
συναναστροφὴ καὶ ἡ συνανατροφὴ καθ’ ἑαυτὰ ἀδιάφορα, ἀλλ’ ἐκ τούτων κατὰ μικρὸν ἐνδέχεται
νὰ γεννηθῇ ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ καταστροφή. Λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ
ἀκοινωνησία διασώζει τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα. ”Εἰ γὰρ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν,
ἤπουγε μυστικῆς καὶ θείας.”[43]
Καὶ εἰς τὴν Φιλοκαλίαν: «Ἐὰν ἕξεις φιλίαν μετά τινος, καὶ συμβῇ αὐτὸν εἰς πειρασμὸν πορνείας ἐμπεσεῖν,
ἐὰν δύνασαι δὸς αὐτῷ χεῖρα καὶ ἕλκυσον αὐτὸν ἄνω. Ἐὰν δὲ εἰς αἵρεσιν ἐμπέσῃ καὶ μὴ
πεισθῇ σοι ἀποστραφῆναι, ταχέως κόψον αὐτὸν ἀπὸ σοῦ, μήποτε βραδύνων
συγκασπασθῇς αὐτῷ εἰς τὸν βόθρον».
Ἕνας ἀκόμα παλαιοτέρων χρόνων ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος,
γράφει πὼς πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ ὁμάδες αἱρετικῶν καὶ
φιληδόνων, γιατὶ διαστρέφουν μὲ τοὺς λόγους τους τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.
Ὅποιος νοσεῖ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἔχει τόσον ἐλαστικὴ συνείδηση, ὥστε
παραβλέποντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ λέγε,ι (ὅπως καὶ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές: τί
πειράζει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο; Ἀγάπη χρειάζεται νὰ δείχνουμε), καὶ σὲ τί θὰ μᾶς βλάψει ἡ συναναστροφὴ μὲ
τοὺς αἱρετικούς;
Γράφει
ὁ Ἅγιος: «Παραιτοῦ συγκάθισμα ἀνδρῶν αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων
λαλούντων μηδὲν πιστόν· δίκην γὰρ τοξευμάτων τιτρώσκουσι τὰς καρδίας οἱ λόγοι αὐτῶν.
Εἶδόν τινας διαστρέφοντας τὰς ψυχὰς ἐν λόγοις. Τοὺς τοιούτους τάχα διὰ συμβόλων
γονορρύεις ἢ λεπροὺς ὁ λόγος καλεῖ... Καὶ ὁ μὲν περὶ πίστεως νοσῶν λέγει· τί γὰρ βλάψει τὸ συμπεριφέρεσθαι
παντὶ ἀνθρώπῳ, εἴτε ὀρθῶς πιστεύοντι, εἴτε κακῶς φρονοῦντι, τὸ ὑγιὲς τῆς πίστεως
περιοδεύοντες; Οἱ δὲ περὶ τὴν γαστέρα ἀνασχολούμενοι καὶ
περὶ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονὰς ἐροῦσι· τί γὰρ βλάψει τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ
τρυφᾶν»[44]
Ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ καλοὺς ἢ κακοὺς ἀνθρώπους
μᾶς ἐπηρεάζει ἀναλόγως, εἶναι κοινὸς τόπος στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γι’ αὐτὴ τὴν
καλὴ ἢ κακὴ ἐπίδραση μιλᾶ καὶ ὁ ἅγιος
Κύριλλος: «Χρῆναι δέ φημι τοὺς ἑδραῖον ἔχειν ἐθέλοντας φρόνημα καὶ
τῆς ὀρθῆς πίστεως τὴν παράδοσιν καθάπερ τινὰ μαργαρίτην τηροῦντας εἰς νοῦν
μηδεμίαν διδόναι παρείσδυσιν, ἤγουν παρρησίας τόπον τοῖς ἐθέλουσι δεισιδαιμονεῖν·
γέγραπται γάρ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ,
καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ
στρεβλοῦ διαστρέψεις”»[45]
Καὶ ἕνα
κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ
αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι
τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος
ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους
συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ
βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου,
ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς
νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς
ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται.
Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον
κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν
χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ
Ἰωάννου, Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα).
Ὅπως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς,
οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι, μᾶς παιδαγωγοῦν,
μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸν βίον ἄλλου ἁγίου
διαβάζουμε:
«Εἰ δέ
τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ
τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ
λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας.
Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε
καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν … ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα … Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται. Καὶ πάλιν·
“Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου,
μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη
χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ».[46] Εἶναι φανερὸν, λοιπόν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι διδασκαλία μεμονωμένων μόνον
Πατέρων, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάζουμε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν
ἔκδοση τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ «μητροπολίτης
Νικοπόλεως» Μελέτιος:
«Ὥσπερ
γὰρ τὰ χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστατά πώς ἐστι πρὸς τὸ θεραπεῦσαι, ἢ τάχα
που καὶ εἰς ἅπαν ἀρνεῖται τοῦτο, οὕτω καὶ ψυχὴ διεστραμμένων ἐννοιῶν καὶ
δογμάτων σηπεδόνι ἀρρωστήσασα, δυσαπόβλητον ἔχει τὸ πάθος»[47].
Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ὅλων τῶν
Πατέρων, ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ διεφθαρμένους ἀνθρώπους καὶ αἱρετικοὺς
μολύνουν καὶ τοὺς ὑγιεῖς στὴν πίστη χριστιανούς, παραδόξως τὴν ξεχνοῦν
ὁλοτελῶς οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές. Γιατί, ἂν ἤθελαν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ ὅσα
διακηρύττουν, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐργαστοῦν στὸν χῶρον τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, νὰ τοὺς
κατηχήσουν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν στὴν πίστη, (βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὁποίας οἱ
περισσότεροι ἀγνοοῦν), νὰ τοὺς ἐνημερώσουν καταλλήλως, νὰ συζητήσουν μαζί τους
γιὰ τοὺς Διαλόγους, νὰ ἄρουν τὶς παρεξηγήσεις καὶ κατόπιν, ἔχοντας σύμφωνον ὅλον
τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ προχωρήσουν σὲ «διαλόγους»
καὶ σὲ κάποιες «οἰκονομίες», ἂν
χρειαστεῖ. Τώρα ὅμως, ὄχι μόνον δὲν ἔχουν κάνει αὐτό, ἀλλὰ ὑποτιμοῦν τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ὑβρίζουν τοὺς πιστοὺς –ποὺ ἀντιδροῦν
μὲ τὸν δικό τους τρόπον– ὡς φονταμενταλιστὲς
καὶ ταλιμπάν, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ
τοὺς αἱρετικοὺς τοὺς ὑποδέχονται μὲ τιμές, «ἐν
χορδαῖς καὶ ὀργάνοις». Δὲν εἶναι, βέβαια, πάντα οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁπλῶν
πιστῶν ἄμοιρες ἀκροτήτων, ἀλλὰ ἀσφαλῶς οἱ ἀκρότητες αὐτὲς τοῦ ἀποίμαντου λαοῦ εἶναι
εὐλογημένες, ὅταν μὲ τὸν τρόπον του ὑπερασπίζεται τὴν πίστη ποὺ οἱ ποιμένες
προδίδουν.
Ἕνα
τελευταῖον κείμενον, (σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα εἶναι), τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει, ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι,
μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους
τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα).
Γράφει ὁ Ἅγιος: «Συγκαταμιαίνονται δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ
θιγγάνοντες, ἤτοι κολλώμενοι, κατὰ σχέσιν δὲ δηλονότι τῆς ταυτοβουλίας, ἤγουν
ταυτοεργίας· “Φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι
κακαί”· καί, “Μερὶς μὲν οὐδεμία πιστῷ μετὰ ἀπίστου”· πολέμιον δὲ καὶ ἀσύμβατον
τῷ σκότει τὸ φῶς. Καὶ ἀληθές,
ὅτι “Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς
ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”...». Οἱ
συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς (πόσον μᾶλλον μέ αἱρετικούς!!!), τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ
πικρὰ καὶ ἰοβόλα... ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει» μολύνει «κατὰ
πᾶσαν ἀκαθαρσίαν (κάθε) ψυχή, ἥτις ἂν ἅψηται αὐτῶν». Καὶ
τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «πρό γε τῶν ἄλλων οἱ τὰ ὀρθὰ (τήν Ὀρθοδοξίαν) διαστρέφοντες καὶ
τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον»[48] Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ διαφθείρουν «τὸ
πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί
σήμερα ἐκλαμβάνονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, οἱ αἱρετικοί Παπικοί,
Προτεστάντες, οἱ Μονοφυσίτες; Στούς ὁποίους τελικά μᾶς ὁδηγοῦν οἱ κάθε εἴδους ἐπικοινωνίες
μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές;
Σήμερα δὲν μολύνουν;
Ἢ ἀντίθετα,
ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνον δὲν ἐλέγχονται, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐπαινοῦνται καὶ
τιμῶνται στὰ συνέδρια, τὰ συμπόσια καὶ τὶς ἄλλες εἴτε διαχριστιανικὲς εἴτε ὀρθόδοξες
συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν,
μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερον καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν
μολυσμὸν στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς;
Μήπως,
ἐπίσης, αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ
νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία καί οἱ
Νεοημερογίτες-Οἰκουμενιστές στήν αἵρεσή τους;
Διαφωτιστικότατο γιὰ τὸ θέμα μας καὶ τὸ παρακάτω κείμενο ἀπὸ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» διά Κλήμεντος:
«Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· …
τοὺς ἀθέους αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους
ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς. Οὗτοι γάρ εἰσιν ἀντίδικοι
καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διαφθείροντες τὸ ποίμνιον καὶ μολύνοντες
τὴν κληρονομίαν, οἱ δοξόσοφοι καὶ παμπόνηροι … Οὗτοί εἰσιν, περὶ ὧν ὁ Κύριος
πικρῶς καὶ ἀποτόμως ἀπεφήνατο λέγων, ὅτι εἰσὶν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι…,
οἱ Θεὸν τὸν ἐπὶ πάντων βλασφημοῦντες καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ καταπατοῦντες καὶ τὴν
διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος διαπτύοντες, οἱ τοὺς θείους λόγους ἀρνούμενοι ἢ μεθ' ὑποκρίσεως
προσποιούμενοι δέχεσθαι, ἐφ' ὕβρει Θεοῦ καὶ ἀπάτῃ τῶν προσιόντων αὐτοῖς, οἱ τὰς
ἱερὰς γραφὰς ἐνυβρίζοντες...
Φεύγετε οὖν τῆς κοινωνίας αὐτῶν καὶ τῆς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνης ἀλλότριοι
τυγχάνετε· περὶ αὐτῶν γὰρ ὁ προφήτης ἀπεφήνατο, λέγων, ὅτι “Οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, λέγει
Κύριος”. Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ
κρύφιοι λύκοι, οἱ ἐνεοὶ κύνες οἱ οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν, οἳ νῦν μὲν εἰσὶν ὀλίγοι,
προκόψαντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῆς συντελείας ἐγγιζούσης πλείονες καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται, περὶ ὧν ὁ Κύριος ἔλεγεν, ὅτι
“Ἆρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;”. Καί· “Διὰ
τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, καὶ ἐλεύσονται ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα ἐν τῷ οὐρανῷ, ὥστε εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς
ἀπατῆσαι”. … Καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς, διερχόμενοι τὰ ἔθνη καὶ ἐπιστηρίζοντες τὰς Ἐκκλησίας,
τοὺς μὲν ἐν πολλῇ νουθεσίᾳ καὶ λόγῳ ἰατικῷ ὑγιάσαντες ἐπανηγάγομεν
μέλλοντας ὅσον οὐδέπω θνήσκειν ἀπάτῃ, τοὺς δὲ ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου
μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀρνίοις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἄχραντα, ὑγιῆ καὶ ἄσπιλα
διαμείνῃ Κυρίῳ τῷ Θεῷ».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀπαγορεύεται ὁ συνεκκλησιασμὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς[49].
Συνεκκλησιασμός εἶναι ὁ συνεορτασμός, ἡ συντελετουργία καί ἡ σύμπραξη καί σέ ἀνοικτόν
χῶρον καί ὄχι μόνον μέσα στόν Ἱερόν Ναόν!
Τὸ
μνημόσυνον τοῦ αἱρετικοῦ εἶναι μολυσμός: «...Εἴτε πατὴρ εἴτε μήτηρ εἴτε
ἀδελφὸς ἢ ὁστισοῦν ἄλλος κατελείφθη μέχρι θανάτου κοινωνῶν τῇ αἱρέσει, ... μὴ μνημονεύεσθαι ἐν τῇ
λειτουργίᾳ...· πῶς γὰρ ἂν ὁ ἔτι ζῶν μετέχων τε τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ οὕτως
ἐκκομισθεὶς ληφθήσεται ἐν μνημοσύνοις κατὰ τὴν μυσταγωγίαν τῶν ὀρθοδόξων; οὐδαμῶς»[50].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς παραγγέλλει, νὰ μὴ δίνουμε τὴν Θ.
Μετάληψη στοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ λαμβάνουμε τὴ δική τους: «Πάσῃ
δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. “Μὴ δῶτε
γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν”, φησὶν ὁ Κύριος, “μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν
τῶν χοίρων”, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως»[51] .
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης πάλι,
λέγει ὅτι ἡ μετάληψη τῶν αἱρετικῶν εἶναι φάρμακο «μελαῖνον καὶ σκοτίζον» τὴν ψυχή: «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς
ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον»[52] .
Γράφει ὀδυρόμενος ὁ Μ. Βασίλειος τὰ παρακάτω, καὶ εἶναι σὰν νὰ
περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς ἡμέρες μας καὶ τὴν ἐκκοσμικευμένη
σύγχρονη νοοτροπία:
«Γίνεται
ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος
δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου
πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς
τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ
τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ
λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ
νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν,
ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ
τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε
νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ
κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας,
ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους
περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. σμγ΄).
Καὶ ὅπως
λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις γιὰ τὸν αἱρετικό: «Τὸν
τοιοῦτον, ἀφ’ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται, καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος,
...ὅσον εἶναι δυνατόν, τὸν ἀποστρεφόμεθα· καὶ τοῦτο διὰ δύο
αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον
συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν
ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα· καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τόν... συστείλωμεν
μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται νὰ γένη ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο
δὲν ἀκολουθήση) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.
»Ἔχομεν περὶ τούτου σαφῆ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν. “Εἰ ἡ χείρ
σου...σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ” (Ματθ. ΙΗ΄ ... Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν.
“Αἱρετικὸν ἄνθρωπον...παραιτοῦ”...”Δεῖ τῶν πονηρῶν ἀπέχεσθαι, ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’
ἑαυτῶν ἐκβαλεῖν”(Χρυσοστόμου ἐκ τῆς Σειρ. εἰς Ματθ.). Ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μὴ τῆς
ἰδίας κακίας μεταδῷ καὶ τοῖς ἄλλοις” (Θεοφύλ. Ὑπόμν. εἰς τὸ Ματθ. ΙΗ΄). Καὶ τὸ
αὐτὸ πάντοτε οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες, καὶ τὴν εὐσέβειαν ἀκριβῶς τηροῦντες ἔπραττον»[53]
Σχετικὰ
γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
(στὸ Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως, τ. 2ος, Λόγος Η΄, ὅπ. παρ., σελ. 212).: «Τοῦτό τοι
δρᾷν ἔθος τοῖς ἀπαιδεύτοις αἱρετικοῖς. Πεπλάνηνται μὲν γὰρ ὁμολογουμένως, οἱ τῆς
ἐνούσης αὐτοῖς ἀμαθίας γεγονότες καθηγηταί· λείψανα δὲ ὥσπερ τῆς ἑαυτῶν δυσσεβείας
τοῖς ἰδίοις παρακατέθεντο μαθηταῖς· οἱ δέ, καὶ λίαν ἀσμένως προσίενταί τε καὶ εἰσοικίζονται
κατὰ νοῦν, καὶ δυσαπόνιπτον ἔχουσι μολυσμόν, θνησιμαίων ὥσπερ κρεῶν ἐπαφώμενοι, ἃ δυσωδίας ἐστὶ
τῆς ἐσχάτης καὶ ἀκαθαρσίας ἔμπλεω».
Μτφρ.: «Αὐτὸ συνηθίζουν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἀπαίδευτοι αἱρετικοί. Ὁμολογουμένως
βρίσκονται σὲ πλάνη αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν καθηγητὲς τῆς ἀμαθείας ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτούς,
καὶ ποὺ ἔχουν ἀφήσει κάποια λείψανα τῆς ἀσεβείας τους ὡς παρακαταθήκη στοὺς
μαθητές τους... Καὶ οἱ μαθητὲς τὰ δέχονται μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση καὶ τὰ ἐγκαθιστοῦν
μέσα στὸ νοῦ τους, ἀπαντώντας ἔτσι στὸ μολυσμὸ ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ τὸν
καθαρίσουν, σὰν νὰ ἔχουν ἀγγίξει κρέατα θνησιμαῖα».
Ἀπαντώντας
ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν ἐρώτηση «πῶς χρὴ διακεῖσθαι τοὺς πάντας περὶ τὸν ἀπειθῆ" μᾶς
λέγει, πὼς «πρῶτον
μὲν συμπάσχειν πάντας χρὴ ὡς νενοσηκότι μέλει»· ἕπειτα πρέπει νὰ προσπαθήσει ὁ
Ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερέας «αὐτοῦ τὴν
ἀρρωστίαν ἐπανορθοῦσθαι», ἀρχικὰ
κατ’ ἰδίαν. Ἂν δὲν διορθωθεῖ, ὁ ἔλεγχος νὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ὅμως ὁ ἀπειθεὶς ἀρνεῖται τὴν θεραπεία καὶ τὴν διόρθωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ
προσφέρει, («τῷ μέντοι ὀκνηρῶς
διακειμένῳ πρὸς τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου») πρέπει ὁ Ἐπίσκοπος (ἢ ὁ ἱερέας) μὲ αὐστηρότερο
τρόπο νὰ τὸν ἐλέγχει μπροστὰ σὲ ὅλους· «μὴ
ἐντρεπόμενον δὲ μετὰ πολλὴν νουθεσίαν», καὶ μὴ ἀποδεικνύοντα ὅτι
θεραπεύεται «ἐν τοῖς ἔργοις, ὡς
αὐτὸν ἑαυτοῦ λυμεῶνα ὄντα, κατὰ τὴν παροιμίαν, μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων,
ὅμως δ' οὖν ὡς διεφθαρμένον μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν,
τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν… ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς
τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν...
» Ὅπερ
καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης
ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ
δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων
φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεί, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν
παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ
ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν
γινομένου τοῦ γεγραμμένου· Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν
ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ
ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων· Ἵνα καὶ
οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι»[54]
γ) Ὁ
συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς ΣΤΕΡΕΙ
τῆς
παρρησίας ἐνώπιον Χριστοῦ
Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας
μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον
τοῦ Χριστοῦ»:
«Ἐπειδὴ, ὅμως, ἔφθασε ἕως ἐμὲ ἡ
διάδοσις, ὅτι μερικοὶ ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μένουν μαζί μὲ τὴν ἀγάπην σου εὑρίσκονται
εἰς αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὸ ὀρθὸν
δόγμα περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μὲ διεστραμμένας γνώμας (των), ἔκρινα ἀναγκαῖον
νά… περιέχῃ ἡ ἐπιστολή μας κάτι σχετικόν, τὸ ὁποῖον θὰ δύναται καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ
τὰς ψυχάς… Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, παρακαλοῦμεν ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἰδέαι αὐταὶ νὰ τύχουν ἐκκλησιαστικῆς
διορθώσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ἀφοῦ γνωρίζετε, ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ
Χριστοῦ» [Ταῦτα
οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς
κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας, ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ
παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται][55].
Στὸ ἴδιο πνεῦμα
κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Οὗτοι
τὴν πρὸς Χριστὸν οἰκειότητα παρωθούμενοι, γεγόνασι κατὰ τὸ ἀληθὲς ἀνθρώποις ἀλλογενέσι,
καὶ σπερμάτων ἠνέσχοντο διαβολικῶν, καρποφοροῦντες ἐν πλάνῃ τὰ πλάνης ἔργα καὶ ἀπωλείας»[56]
Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης συνιστοῦσε οἱ πιστοί –ἰδιαιτέρως δὲ οἱ
ἱερεῖς– νὰ μὴ “κοινωνοῦν” μὲ
τοὺς αἱρετικούς: «προσοχὴν περὶ τοῦ μὴ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις καὶ
μάλιστα τῶν ἄλλων οἱ ἱερεῖς»[57].
◊ ◊ ◊
Ἔτσι, ἡ φροντίδα τῶν Πατέρων ἦταν, μήπως οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ ἐπηρεάζονταν καὶ βλέποντας τοὺς ποιμένες νὰ
συγχρωτίζονται μὲ αἱρετικούς, (οἱ ὁποῖοι θὰ τὸ ἐχρησιμοποίουν αὐτὸ
προπαγανδιστικά), ἔκαναν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ ἀποτρεπτικά.
Γιὰ νὰ
ἀντιληφθοῦμε, πόση μεγάλη σημασία δίνουν οἱ Πατέρες στὶς μετὰ τῶν αἱρετικῶν
σχέσεις μας, ἂς ἀναθυμηθοῦμε –ποιμένες καὶ ποιμενόμενοι– ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποφεύγουν διὰ τῆς “παραιτήσεως”, ὄχι
μόνο τοὺς ζώντας αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τεθνεώτας! Τοῦτο μάλιστα ἀποτέλεσε
καὶ θέμα τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γράφει ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ἀκριβῶς δὲ
ἐπειδὴ ὁ ἁγίας μνήμης Κύριλλος ἠκολούθησε
τὰ ἀποστολικὰ λόγια, “αἱρετικὸν ἄνθρωπον … παραιτοῦ”,
διετύπωσε τὴν διδασκαλίαν, ὅτι ”φευκτέοι εἰσὶν οἱ τοιοῦτοι, εἴτε ἐν τοῖς
ζῶσίν εἰσιν, εἴτε μή”». Εἰς δὲ τὸ «ἐρώτημα, πῶς δεῖ ”φεύγειν τοιούτους”»,
ἡ Σύνοδος ἀπαντᾷ διὰ τῆς ”παραιτήσεως”, δηλαδὴ διὰ πλήρους ἀποκοπῆς
τους ἀπὸ κάθε Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν»[58]
Ἂς παραχωρήσουμε, ἐδῶ, τὸν λόγον σ’ ἕνα σύγχρονον καθηγητήν τῆς
Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθῆνας νὰ συνοψίσει:
«Ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοὶ συνιστοῦν
μέγαν κίνδυνον, δι’ ὃ καὶ δέον νὰ διασφαλιστοῦν ἔναντι αὐτῶν οἱ πιστοί, ἰδίᾳ διὰ
τῆς ἀποφυγῆς οἱασδήποτε μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνίας, ἐπιτρεπομένης μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας
τὰς προϋποθέσεις ἀναλήψεως τοῦ κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν
ἀγῶνος καὶ τέλος καταπολεμήσεως δι’ ὅλων τῶν μέσων τῆς αἱρέσεως ὡς καὶ ἀσκήσεως
δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων, ἰδίᾳ δὲ διὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀγάπης τοῦ ἔργου τῆς ἐπαναφορᾶς
τους» στὴν
ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν.
Καὶ
κατακλείει: Ὅμως «ἀποκλειστικὸς καὶ
μοναδικὸς δεσπόζων παράγων εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν σχέσεων τῶν ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς
αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν»[59].
Κατανοοῦμε
ἐξ αὐτῶν, ὅτι οἱ Πατέρες γνώριζαν καλὰ τὸν κίνδυνον ἐκ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἀγάπη
τους ἀπέβλεπε στὴν διαφύλαξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἐξασκεῖ πάντα
τὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀρνοῦνται τὴν προσπάθεια γιὰ ἐπάνοδο καὶ τῶν αἱρετικῶν
στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρίαν, ἀλλὰ μὲ τρόπον καὶ μέθοδον ἀσφαλῆ.
Πληροφορεῖ
κάποιο πνευματικό του παιδὶ ὁ ἅγιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πὼς καὶ τὰ ὀρθόδοξα κείμενα οἱ αἱρετικοί, τὰ
παρουσιάζουν διαστρεβλωμένα καὶ γι’ αὐτὸ
ἀποτρέπει τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους, στηριζόμενος στὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὧν οὐ δεῖ ὡς ἔτυχεν προσίεσθαι
φωνὴν οὔτε μὴν
συναίρειν λόγον αἱρετικοῖς παρὰ τὴν ἀποστολικὴν νομοθεσίαν.
Τὸ λοιπὸν σῴζοιο, τέκνον, καί με σῴζεσθαι προσεύχου»[60]
Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας,
ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε
κοινωνία μὲ αὐτούς»[61].
Καὶ στὰ παρακάτω κείμενα ὁ
Μ. Ἀθανάσιος μιλάει γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ διαστρέφουν τὶς Γραφές, διαβάλλουν
καὶ συκοφαντοῦν τοὺς ἁγίους, χρησιμοποιοῦν ἀπάτη γιὰ τὴν ἐπέκταση καὶ ἑδραίωση
τῆς κακοδοξίας τους, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικὴ ἀσθένεια μολυσματική.
«Οἱ γὰρ
τολμῶντες διαβάλλειν τὰ καλῶς ὁρισθέντα, καὶ γράφειν ἐπιχειροῦντες ἄλλα παρ' ἐκεῖνα,
τί ἕτερον ποιοῦσιν ἢ κατηγοροῦσι μὲν τῶν Πατέρων, προΐστανται δὲ τῆς αἱρέσεως,
καθ' ἧς ἐκεῖνοι γεγόνασί τε καὶ ἀπεφήναντο; Καὶ γὰρ καὶ νῦν ἃ γράφουσιν, οὐκ ἀληθείας
φροντίζοντες γράφουσι, καθὰ προεῖπον, ἀλλὰ μᾶλλον παίζοντες καὶ τέχνῃ τοῦτο
ποιοῦντες, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵν' ἐν τῷ διαπέμπεσθαι
τὰς ἐπιστολάς, τὰς μὲν τῶν λαῶν ἀκοὰς ἀπασχολεῖσθαι περὶ ταῦτα ποιήσωσι, κερδάνωσι
δὲ τὸν χρόνον τοῦ κατηγορεῖσθαι αὐτοί, καὶ λαθόντες ὡς ἀσεβοῦντες, ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ»[62]
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει συμμορία τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ τὴν αἵρεση νόσον τῆς διανοίας: «Ἔτι δὲ Διόσκορος καὶ Σεβῆρος καὶ
ἡ πολυπληθὴς ἀμφοτέρων συμμορία μίαν τινὰ
καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόστασιν ἀπεδέξαντο, ὁρίσαντες ὁμοίως μίαν καὶ τὴν φύσιν εἶναι,
"μὴ εἰδότες ἃ λέγουσι μήτε νοοῦντες περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται". Νόσος
δέ τις ἢ πλάνη τῆς διανοίας αὐτῶν ἐν τούτῳ ἦν, ὅτι ταὐτὸν εἶναι φύσιν καὶ ὑπόστασιν
ἐννόησαν»[63].
◊ ◊ ◊
Συμπληρώνουμε
τὸ θέμα, μὲ κάποια σημαντικά εἰσέτι κείμενα:
Στήν
Δευτέραν, ὁμιλίαν του «Περί
Ἀκαταλήπτου» ὁ ἱερός
Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους
καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος
εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην
τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους
ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν
ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.
»Ὁ μὲν γὰρ
ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἄκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ
ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος· ἐκεῖνόν
τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας
τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν,
ἐφελκόμενοί τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι,
πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος»[64]
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι, οἱ ἀσθενέστεροι
κατά τήν πίστη, πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνονται ἀπό κάθε αἱρετικόν, διότι αὐτοί θά ὑποστοῦν μεγαλυτέραν
βλάβην, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεση. Δυστυχῶς μερικοί διδάσκουν τά ἐντελῶς
ἀντίθετα.
Οἱ Ἀποστολικές, ὅμως, Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί,
μάλιστα, διδάσκουν τήν προσωπικήν εὐθύνην
τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσον κίνδυνον πού διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως
ἀπό ἕναν αἱρετικόν Ἐπίσκοπον.
Εἰς
τό σημεῖο αὐτό εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νά
γράφουν μερικοί ἀλλότρια πράγματα. Ἀναφέρουν, λοιπόν, τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι
καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός
μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν
πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν
πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων
ποιμένων».
Δηλαδή, τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι,
ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό
τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ
Διαταγές, εἶναι, ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη
εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεση∙ ὁ ποιμένας θά φέρει τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθεῖ
γιά τήν ἰδική μου ζημία. Οἱ δικαιολογίες τίς ὁποῖες ἀναφέρουν μερικοί, ὑπερασπιζόμενοι
τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ Κανόνος εἶναι παρόμοιες.
Γράφουν
μερικοί, ἐπίσηςτά ἑξῆς: «Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά
διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται
γιά αἵρεση». Ἀναφέρουν σέ ἄλλα σημεῖα κάποιας μελέτης καί ἄλλες
δικαιολογίες, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει Κανόνας, πού νά τιμωρεῖ ὅσους δέν ἀποτειχίστηκαν,
ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προαρπάζουν τήν κρίσι τῆς Συνόδου, ὅτι τό ἔργο τῆς
διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως εἶναι ἔργο τῶν Ἐπισκόπων καί δή τῆς Συνόδου κλπ.
Ὁ σκοπός, λοιπόν τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν, εἶναι νά δηλώσει τήν εὐθύνη
πού ἔχει ὁ κάθε πιστός λαϊκός· εὐθύνη τόσο μεγάλη πού νά κινδυνεύει ἡ σωτηρία
του, ἐάν ἀκολουθεῖ τόν αἱρετικόν Ἐπίσκοπο καὶ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτόν,
ἀναμένει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τῆς Συνόδου... Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, αὐτοί τόν ἀποκοιμίζουν
καί τοῦ συνιστοῦν ἀναμονή μιᾶς κάποιας ἀπόφασης τῆς Συνόδου∙ τόν καθησυχάζουν, ὅτι
δέν πρόκειται νά βλαφθεῖ, ἀκολουθώντας αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ τόν φοβίζουν, ὅτι θά
κάνει σχίσμα, θά βγῆ ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., καί στήν καλύτερη περίπτωση τοῦ
συνιστοῦν πόλεμο μέ χαρτοπόλεμο. Πόσο ἀλήθεια διαφέρει ἡ διδασκαλία τους ἀπό αὐτή
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων!
Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές διδάσκουν, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος
εἶναι λύκος καί θά κατασπαράξει τόν πιστό, κι αὐτοί διδάσκουν: «δέν
εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια
τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου». Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἐπιτάσσουν: «Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» κι αὐτοί τά ἐντελῶς
ἀντίθετα: «Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι
καλοῦνται συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο».
Τελικῶς,
φθάνουν στό σημεῖο, νά κακοποιήσουν τελείως τό κείμενο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν καί νά τό φέρουν στά μέτρα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ
Κανόνος. Γράφουν τά ἑξῆς: «Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν, “...διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”, θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς:
“Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ
διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Προφανῶς,
πατέρες, μόλις γίνει ἡ διάγνωσις τῆς Συνόδου, μεταμορφώνεται ὁ Ἐπίσκοπος σέ
λύκο, ἀποκτᾶ δόντια κοφτερά καί εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς. Ἐνῶ, πρίν
καταδικασθῆ –κατὰ τὴν κρίση τους– ἦταν ἀρνάκι ἄκακο! Τώρα, τί πειράζει, ἐάν αὐτό
δέν τό διδάσκει ἡ ἁγία Γραφή, οἱ Ἀποστολικές Διαταγές καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι;
“Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἱερώνυμος τιμήθηκε μέ τόν ΜΑΣΟΝΙΚΟΝ ἀστέρα τῶν
Ναϊτῶν”
Ὁ
δέ λόγιος συγγραφεύς Νικόλαος Μάνης γράφει γιά τό θέμα τῆς αἵρεσης τῆς Δεσποτοκρατείας τά ἀκόλουθα:
«Η σχέση επιχωρίου
Επισκόπου και Μοναστηριού είναι καθορισμένη από τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι
σαφέστατα περιορίζουν τόσο την δράση των Μοναχών μέσα σε μια Επισκοπή, (όταν,
βεβαίως, ο Επίσκοπος είναι Ορθόδοξος), δηλαδή στις ενορίες στον κόσμο, όσο και
τις εξουσιαστικές τάσεις του Επισκόπου μέσα στο Μοναστήρι. Ξεκάθαρα ο μεγάλος
Κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας
Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας σχετικό Κανόνα γράφει:
“Οὐκ
ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ
Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ· ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτῷ . Εἰσί δέ ταῦτα·
ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτῷ, ἀναφορά τοῦ ὀνόματος
τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου”.[65]
Το αυτοδιοίκητο και η αυτονομία, λοιπόν, των Μονών δεν
αποτελεί σε καμία περίπτωση περιφρόνηση του Επισκόπου, ο οποίος, όμως, και δεν
αποτελεί “τύπο του Χριστού” απροϋπόθετα! Δεν
είναι δηλαδή κάθε Επίσκοπος “τύπος του Χριστού”, αλλά μόνον ο καλός Επίσκοπος,
δηλαδή εκείνος που υπακούει στον Χριστό, που αποδέχεται το Ευαγγέλιο, που δεν
είναι αιρετικός ή άδικος, που δεν καταπατά τους Κανόνες, που έχει τα προσόντα
που ορίζει το Πνεύμα το Άγιο για να επισκοπεί.
Καί συμπληρώνουμε ἐμεῖς διορθοῦντες:
Διότι πώς είναι
δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας Επίσκοπος, όπως π.χ. ο
Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος που θεωρούσε, ότι η Παναγία μας δεν ήταν Θεοτόκος;
Ή πώς είναι δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας διώκτης, όπως ο
Αλεξανδρείας Θεόφιλος; Ή ένας εξωμότης, όπως ο Βησσαρίων; Ή ένας μασώνος, όπως
ο Μεταξάκης; Ή ένας που έσχισε την Εκκλησία, όπως ὁ Μεταξάκης; Η κάποιοι άλλοι
που σε αντίθεση με τα λόγια του Κυρίου “τὸν
ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω” (Ιω. 6, 37) εκδίωξαν τους πιστούς από τους ναούς λόγω …κορονοϊού;»
Αλλά και ο καλός
Επίσκοπος, που όντως είναι “εις τύπον και τόπον Χριστού” -(και όχι ο ίδιος ο
Χριστός!)- δεν ζητεί εξουσία
παραπάνω από αυτήν που έχει ορίσει για αυτόν ο ίδιος ο Κύριος.
Και αυτά, βεβαίως,
ισχύουν για τις περιόδους που η Εκκλησία βρίσκεται σε ειρήνη. Σήμερα που η
Εκκλησία είναι εμπερίστατος και εδώ και έναν αιώνα οι εκκλησιολογικές αιρέσεις
διαταράζουν την ενότητά της, πώς ζητεί ένας Επίσκοπος υπερεξουσίες, όταν το
πρώτο και κύριο καθήκον του είναι να συμβάλει στην ειρήνευση της Εκκλησίας διά
της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου; Για ποια όρια να μιλήσουμε όταν σε κάθε
Επισκοπή, υπάρχουν δύο και τρεις, ενίοτε και παραπάνω, Επίσκοποι που την
διεκδικούν; Ποια αρμόδια Πανορθόδοξος ή Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε ώστε να
τακτοποιήσει αυτές τις αυθαιρεσίες και να ορίσει, ποιος είναι ο κανονικός
Επίσκοπος σε κάθε Επισκοπή;»
Ἡ αἱρετική πνευματική κοινωνία
τοῦ ἐπισκόπου λόγῳ καί ἔργῳ
“κἄν συνεσθίῃ, κἄν συναγελάζηται, κἄν συνεργάζηται, δι' ἀγαθόν εἰσέτι
σκοπόν, μετ' αὐτῶν, -(ὅπως νομίζει ὅτι καλῶς κάνει ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος
Μανιώτης μέ τούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές σήμερον)- ἀλλοτριοῖ
τόν ἐπίσκοπον τῆς πίστεως καί τῆς ἐκκλησίας!
«Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως
περιπατοῦντος, καὶ
μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν».
Ὅταν ὁ Μέγας Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος συζητοῦσε μὲ
τοὺς Κυπρίους ἐπισκόπους τὰ περὶ ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους (Παπικούς), τοὺς εἶπε,
ὅτι «μὲ τὴν ἔνορκη ὑποταγή τους» στὴν Ρώμη, «τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητος
τοῦ Πάπα καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν Λατίνο ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας,
βρίσκονται αὐτομάτως ἐκτὸς Ἐκκλησίας».
Τότε ὁ «ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου παρατήρησε, ὅτι ὁ
τύπος τοῦ ὅρκου τους περιέχει τὶς λέξεις “σωζομένης τῆς πίστεώς μου”, πρᾶγμα ποὺ
δηλώνει, ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη τους. Ὁ Μέγας Βρυέννιος ἀπάντησε,
ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ, γιὰ νὰ δικαιολογήσει μία καθ’ ἑαυτὴ βλάσφημη ὁμολογία.
Τότε ὁ ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου βεβαίωσε, ὅτι ἡ ὑποταγὴ
στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ὅρκοι πιστότητος στὸν Πάπα ἦταν ἐξωτερικὰ μόνο
στοιχεῖα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ πιστὸς λαὸς τῆς νήσου ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα.
Ὁ Ἁγιος, ὅμως, Βρυέννιος ἀντέταξε, ὅτι μιὰ τέτοια πεποίθηση εἶναι
πολὺ ἐπικίνδυνη, διότι “ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος, ἀπωλείᾳ ὑπόκειται”[66].
“Εἰ δὲ οἰκονομίας χάριν συναναιρεῖται τῇ κακοπιστίᾳ
ἡ σωτήριος πίστις, χωρισμὸς Θεοῦ παντελής, ἀλλ᾿ οὐχ ἕνωσις Θεοῦ ἐστι τὸ τοιοῦτον
εἶδος τῆς λεγομένης οἰκονομίας… Καὶ οὐ κατεδέξαντο οἱ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν· ἀλλ᾿
εἵλοντο μᾶλλον διώκεσθαι καὶ ἀποθανεῖν, ἢ σιωπῆσαι φωνὴν παραστατικὴν τῶν
δογμάτων τῆς Πίστεως”.
«Καὶ οὐδεὶς τῶν βασιλέων ἠδυνήθη μέσαις φωναῖς πεῖσαι
τοὺς θεηγόρους Πατέρας συμβιβασθῆναι τοῖς ἐπὶ αὐτῶν αἱρετίζουσιν». (Μαξίμου Ὁμολο-γητοῦ, Ἐξήγησις τῆς
Κινήσεως ..., κεφ. Δ΄).
Δὲν πρέπει, συνεχίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, νὰ ἔχετε
ἐπικοινωνία καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιατὶ ὅσοι βλέπουν ἐσᾶς
τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ συγκεντρώνεστε μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε ἄνετα
μαζί τους, θὰ ἀποκομίσουν τὴν ἐντύπωση, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀκίνδυνο καὶ θὰ
κάνουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς ἀσεβείας:
«τινὲς δἐ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν,
συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό... Ὅταν
γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους
καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς
ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον».
Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ, ὅτι συνεργάζεται καὶ
«κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον κατὰ τρεῖς τρόπους:
Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο:
«Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται
πρὸς τὴν ἐνέργειαν».
Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται
τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο, καὶ τότε κοινωνεῖ:
«Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατίθηταί τις τῇ διαθέσει
τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».
Τρίτον· ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ
πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. Λογίζεται,
δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση
πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ κακὸ ποὺ διαπράττεται
καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ
ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει:
«Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται
τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος
τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ».
Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλην περίπτωση «μὴ
κοινωνίας», ὅμως ἐδῶ.
Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται
μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται, ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως, ὅτι αὐτός,
ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ δὲ συνεργαζόμενος
μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ
τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι
τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν
ἀγάπης».
Καὶ τὸ ἐρώτημα: Ὅσοι “ὄρθόδοξοι ἐπίσκοποι” συγκοινωνοῦν, συνεργάζονται, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ
μὲ τοὺς ἐγχώριους Οἰκουμενιστὲς-Νεοημερολογίτες Μητροπολίτες, δὲν γνωρίζουν τὶς
διαθέσεις τους;
Τὸ εὐρύτερον κείμενον τοῦ Μ. Βασιλείου ἔχει ὡς
ἑξῆς:
ΕΡΩΤΗΣΙΣ Θʹ.
Εἰ χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις
ἔργοις τοῦ σκότους, κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.
Παράνομος μέν ἐστιν πᾶς ὁ μὴ ὁλόκληρον τὸν νόμον
φυλάξας, ἢ καὶ ὁ μίαν ἐντολὴν παραβάς. Ἐν γὰρ τῇ ἐλλείψει καὶ τοῦ μικροῦ τὸ πᾶν
κινδυνεύει. Τὸ γὰρ παρ' ὀλίγον γεγονὸς οὐ γέγονεν. Ὥσπερ γὰρ ὁ παρ' ὀλίγον ἀποθανὼν
οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ ζῇ, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον ζήσας οὐ ζῇ, ἀλλὰ ἀπέθανε, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον
εἰσελθὼν οὐκ εἰσῆλθεν, ὡς αἱ πέντε παρθένοι· οὕτως ὁ παρ' ὀλίγον φυλάξας τὸν νόμον
οὐκ ἐφύλαξεν, ἀλλ' ἔστι παράνομος. Διὸ καὶ ἀναγκαῖον ἐπὶ τῶν παρανομούντων, κἂν
γνήσιοι εἶναι δόξωσι, πείθεσθαι τῷ Ἀποστόλῳ εἰπόντι, ποτὲ μέν, «Ἐάν τις ἀδελφὸς
ὀνομαζόμενος, ἢ πόρνος, ἢ πλεονέκτης, ἢ μέθυσος, ἢ λοίδορος, ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ
μηδὲ συνεσθίειν·» παρατηρητέον δὲ ἐνταῦθα, ὅτι οὐχὶ τὸν τὰ πάντα ὄντα ἀφώρισε
καὶ αὐτῆς τῆς κοινῆς διαίτης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἕν τι ὄντα ἐκ πάντων, ἐν τῷ μὴ εἰπεῖν,
«Τούτῳ,» ἀλλά, «Τῷ τοιούτῳ·» ποτὲ δέ, «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,
πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία·
δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ -(καὶ γὰρ καθολικώτερον ἐπήγαγεν)- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τῆς ἀπειθείας. Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν»· καὶ πάλιν· «Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ
παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος, καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον
παρ' ἡμῶν»· καὶ ἀλλαχοῦ ὁμοίως Τὸ δὲ μὴ συγκοινωνεῖν τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις...
Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ μήτε συγκοινωνεῖν τοῖς τοιούτοις,
ὡς ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλος ὁριστικῶς ἀπεφήνατο λέγων· «Μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις
τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους τούτου». Τὸ δέ, «Μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε», ἐπενεγκών,
τέως τὸν τρόπον τοῦ μὴ συγκοινωνεῖν ἐδίδαξε.
Τί δέ ἐστι τὸ συγκοινωνεῖν, ἢ καὶ κατὰ πόσους τρόπους
τοῦτο γίνεται, καταμάθωμεν. Μνημονεύων οὖν ἐν μὲν ταῖς Παροιμίαις τοῦ, «Ἐλθὲ
μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος», παρὰ δὲ τῷ Ἀποστόλῳ τοῦ, «Συγκοινωνούς μου τῆς
χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας»,
καί, «Συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει»· καί, «Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον
τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς»· καὶ τοῦ, «Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες
αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχῶν τὴν μερίδα σου ἐτίθεις»· καὶ τοῦ, «Ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν ἀδελφόν
σου, καὶ οὐ λήψῃ δι' αὐτὸν ἁμαρτίαν»· καὶ τοῦ, «Ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες
ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου», καὶ
τῶν τοιούτων, κοινωνίαν ἡγοῦμαι κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ
συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν· κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ
διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ. Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα
ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε
συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ,
καὶ μὴ ἐλέγξῃ, κατά τε τὰ ἀνωτέρω γεγραμμένα, καὶ κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου εἰρημένον
τοῖς Κορινθίοις, ὅτι «Οὐκ ἐπενθήσατε ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο
ποιήσας»· οἷς ἐπήγαγεν· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα δολοῖ». Φοβηθῶμεν οὖν καὶ ἀνασχώμεθα
αὐτοῦ λέγοντος· «Ἐκκαθάρατε τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα». Ὁ
δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς
τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ'
ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι
τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, τὸν ἴδιον μισθὸν λαμβάνει κατὰ τὸν ἴδιον κόπον, ὡς ὁ ἐπὶ
τῆς κλίνης, καὶ ἡ ἐν τῷ μυλῶνι ἐφανερώθη ἡμῖν παρ' αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Διαφορὰ δὲ εἰς τοὺς πιστευθέντας, καὶ τοὺς μή, ἐν τῷ χρέει τῆς ἐπιμελείας
ἐστίν, οὐκ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἁμαρτημάτων. Ἡ μὲν γὰρ ἐπιμέλεια ἐξαιρέτως μόνοις
τοῖς πιστευθεῖσιν ὀφείλεται παρ' ἐμοῦ· ἡ δὲ πρὸς τὸ κακὸν καὶ τὰ ἄκαρπα ἔργα
κοινωνία κατὰ πάντων ὁμοῦ ἀπηγόρευται[67].
***************************************************
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Πολλάκις ὑμᾶς ὑπέμνησα περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν καὶ
τὰ νῦν παρακαλῶ τοῦ μὴ συγκαταβῆναι αὐτοὺς ἐν τίνι πράγματι, μὴ ἐν βρώμασι ἢ
πόμμασιν, ἢ φιλία, ἢ σχέσει, ἢ ἀγάπῃ, ἢ εἰρήνῃ, ὁ γὰρ τούτοις ἀπατώμενος, καὶ
συγκαταβαίνων αὐτοῖς, ἀλλότριον ἑαυτὸν καθίστησι τῆς Ἐκκλησίας».
****************************************************
«Ὁ φθείρων τὴν πίστιν ἐν τῇ κακῇ διδασκαλίᾳ, ρυπαρὸς
γενόμενος εἰς πῦρ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ»[68]
Χρειάζεται Συνοδική κρίσις γιά τά πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσιν
τελούμενα δημοσίως αὐτόφωρα πνευματικά ἐγκλήματα κατά τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,
(κακουργήματα), διά τῆς αἱρετικῆς ἐν τῇ πράξει στάσεως τῶν Κανονικῶν, ἤτοι τῶν ἐπισκόπων,
πρεσβυτέρων, διακόνων καί τῶν λοιπῶν ἐν
τῇ ἐκκλησιαστικῇ διακονία προσώπων;
Χρειάζεται ἆραγε Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ἄν οἱ
βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι αἱρέσεις;
Ἤ μήπως χρειάζεται Σύνοδος γιά
ν’ ἀποφασίσει, ἄν ἡ ὁλοφάνερη ἀνατροπή
τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔγινε τήν 15-2-2024 μέ
τήν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τοῦ «κολοφῶνος τῶν ἁμαρτιῶν»,
εἶναι αἵρεση; Καί στήν
συγκεκριμένη περίπτωση πού ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἐναγκαλίζεται, συναγελάζεται,
συνεορτάζει καί ἀνταλλάσσει δῶρα μετά τοῦ Νεοημερολογίτου καί Οἰκουμενιστοῦ κ. Ἀθηναγόρα
“μητροπολίτου” Ἰλίου, χρειάζεται συνοδική διάγνωση γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ταῦτα
πάντα ἔγιναν, τήν στιγμή πού ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξη ἡ ὁμολογία του, πού
προκύπτει ἀπό τήν δημόσια κοινοποίηση τῶν αἱρετικῶν ἐνεργειῶν του στήν ἐπίσημη ἰστοσελίδα
του, τοῦ δημοσίου ἐναγκαλισμοῦ, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, βαΐων καί
δαφνοστεφάνου, τοῦ συνεορτασμοῦ καί τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν ἐν
πλήρει ἱερατικῇ ἀμφιέσει καί μέ παράταξη τῶν ἱερέων του καί τῶν ἱερέων τοῦ κ. Ἀθηναγόρα,
τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων;
Ὄχι,
βεβαίως!
Ὑποστηρίζεται
ἀπό κάποιους, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός τάχα δέν εἶναι καταδεδικασμένη αἵρεση καί ἄρα
παρόμοια ἀνοίγματα ἡμετέρων ἐπισκόπων δέν εἶναι κολάσιμα καί δέν ἀποτελοῦν αἱρετικές
κινήσεις, ὅπως αὐτές τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει,
ὅτι αὐτά τά κάνει, γιά νά ἔχει καλές σχέσεις μέ τίς διάφορες ἀρχές τῆς ἐπαρχίας
του καί μετά τοῦ Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα.
Ἐπισης, πρῶτον:
ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἄθροισμα ἤδη καταδεδικασμένων αἱρέσεων! Καί ἔχει
καταδικασθεῖ τό 1986 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου ὑπό
τόν Ἀρχιεπίσκοπον κυρόν Χρυσόστομον τό 1998 καί ἀπό τήν Ρουμανικήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν
τό 2011!
Ἐφόσον,
πάλιν, τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τοῦ ἀθροίσματος εἶναι χιλιάκις κατά-δεδικασμένα,
χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφανθεῖ καί γιά τό ἄθροισμα;
Δέν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
«αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς, ὅτι
ἐξήστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3:10-11);
Δεύτερον, ὁ οἱοσδήποτε πιστός δύναται
ν’ ἀντιληφθεῖ, ὅτι οἱ ὡς ἄνω διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, καθώς καί ἡ
νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, εἶναι ἄκρως βρωμεραί αἱρέσεις, γιαὐτό καί ἰσχύει
τό ἀνάθεμα τῆς Ζ’ Οἰκ. Συνόδου γιά τούς κοινωνοῦντες μέ αὐτούς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
λέγει: «πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας
ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός
σκότος;» (P.G. 26, σ. 1321).
Διό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐντέλλεται: «Ἐκκλίνατε
ἀπ’ αὐτῶν» (Ρωμ. 16:17-18)· «ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων»
(Α´ Τιμ. 6:5, 6:20-21)· «μή οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν ... καί μή
συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους» (Ἐφ. 5:6-11)· «ἀπό
παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α´ Θεσσ. 5:22)· «στέλλεσθαι ὑμᾶς
ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν» (Β´
Θεσσ. 2:15 καί 3:6)· «μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ
δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκὸτος; τίς δὲ συμφώνησις
Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ
μετὰ εἰδώλων; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί
ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται
ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν
μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν»[69].
Ἐφόσον αὐτά ἰσχύουν διά τούς «ἑτερόφρονας», πολλῷ δέ μᾶλλον ἰσχύουν διά τούς αἱρετικούς!
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διδάσκει, ὅτι οἱ
«μοιχοκυρωταί» -(αὐτοί πού ἐδέχθησαν τόν παράνομον γάμον τοῦ αὐτοκράτορος)-
δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησίαν Κυρίου[70] Τό αὐτό
θά ἔλεγεν ἀσφαλῶς σήμερον καί γιά τούς νομιμοποιήσαντες τήν ὁμοφυλοφιλίαν, τούς
ὁποίους οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ «Δυνητιστές» δέχονται εἰς κοινωνίαν, ἀναμένοντες
Σύνοδον ν’ ἀποφασίσει, ἐάν ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι κανονικότης καί δή «θεόσδοτος»
(ὅπως αἱρετικά καί ἀντορθόδοξα δήλωσε ὁ Ν. Ἰωνίας Γαβριήλ)! Σημειωτέον, ὅτι δέν
εἶχε προηγουμένως καταδικασθεῖ Συνοδικῶς ἡ «μοιχιανική αἵρεσις»! Λέγει ἐπίσης
ὁ Ἅγιος: «Οἱ μέν [σ.σ. αἱρετικοί] τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν·
οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως
συνόλλυνται»[71]·
καί «ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί
τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»[72]
Ὁ Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός συνοψίζει ἄριστα τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως ὡς
ἑξῆς: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ
θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας
διΐστασθαι»[73].
Οἱ
προαναφερθεῖσες βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας
καί τά ἄλλα διεστραμμένα πού λαλοῦν, εἶναι τόσον προφανεῖς αἱρέσεις, ὥστε δέν
χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ποῖοι εἶναι οἱ «ἑτερόφρονες». Συνεπῶς, ἡ ἀποτείχισις
ἀπό αὐτούς εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἡ κοινωνία "ὀρθοδόξων"
ἐπισκόπων μέ Οἰκουμενιστές καί Νεοημερολογίτες ἀλλοτριοῖ τόν ἐπίσκοπον τῆς
Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας
1)
Τί θα έλεγαν ο Μέγας
Φώτιος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Θεόδωρος ο
Στουδίτης, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς και
όλοι οι Άγιοι Πατέρες, που πολέμησαν τις αιρέσεις, αν έβλεπαν να
πραγματοποιείται δημοσίως και κατ’ επανάληψιν αυτή η "αγαπητική"
παρουσία καί πνευματική κοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες ἐπισκόπους;
2) «῾Η ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας,
μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον» (ἅγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σῦρος). Βλέπεις, τί λέγει; «ἀναγκάζει», δηλαδή
ἡ περηφάνεια, ἡ ματαιοδοξία, βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει μέσα του, νὰ θέλει καὶ νὰ
κάνει Νεωτερισμούς, ἐπειδὴ εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς περηφάνειας! Κι ἔπειτα λέγει «μὴ ἀνεχομένη
τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν χωνεύει «τὸ ἀρχαῖον», ἤγουν
τὴν Παράδοση, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φαίνεται βαρὺ στὸν ματαιόδοξο, νὰ παραδεχθεῖ
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ παραδώσανε οἱ παλαιότεροι, «οἱ πρὸ ἡμῶν».
Γιὰ νὰ παραδεχθεῖ κανένας τὴν παράδοση, πρέπει νὰ ἔχει μέσα του ταπείνωση καὶ
νὰ μὴ θέλει νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα. Δὲν ὑπάρχει Νεωτεριστής στὴν᾿Εκκλησία
καὶ ἄνθρωπος ποὺ νὰ θέλει νὰ γκρεμίσει ὅ,τι παραλάβαμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
περιφρουρήσανε τὴν Πίστη μας μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ τὴν ἀσάλευτη πίστη
τους, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑποφέρανε κάθε κακοπάθηση, κι᾿ αὐτὸν τὸν θάνατον, ναί, δὲν ὑπάρχει
Νεωτεριστής τέτοιος, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος.
῍Ας κρύβεται, ἂς παρουσιάζεται γιὰ εὐλαβέστατος,
ἂς κάνει τὸν ταπεινόφρονα, ἂς ἀγκαλιάζει, τάχα τοὺς ἐχθρούς του, μ᾿ ἕναν λόγο: ἂς
φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω σὰν ἅγιος, πρᾶος καὶ γλυκόλογος. Στ᾿ ἀληθινὰ, ὁμως, εἶναι ἕνας
ὑποκριτής.
2)
Διδάσκει, λοιπόν, ὁ ἅγιος ‘Αναστάσιος ὁ Σιναϊτης: «Ὅτι
οὐ δεῖ κοινωνεῖν παντί ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ θεῖος ‘Απόστολος ἡμᾶς
διδάσκει λέγων. Εἷς Κύριος, τουτέστιν ὁ ἀληθής Κύριος, μία πίστις, τουτέστιν ἡ
εὐσεβής. Αἱ γάρ λοιπαί οὐκ εἰσί πίστεις, ἀλλά θνήξεις. Ὥσπερ οὖν ἀποδημοῦντες τῆς
ἰδίας γαμετῆς, ἐάν συγγενώμεθα ἄλλῃ, οὐκ ἔστι γάμος, ἀλλά πορνεία. Πολλῷ μᾶλλον
φυλάξωμεν τήν σωφροσύνην ἡμῶν, καί τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀμιάντου συζύγου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
μή χωρισθῶμεν»[74] .
3)
Δηλαδή, ὅπως τό νά ἐγκαταλείψει
ὁ σύζυγος τήν γυναῖκα του καί νά προσκολληθεῖ σέ ἄλλη, αὐτό δέν εἶναι γάμος, ἀλλά
πορνεία, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς χριστιανούς ἐκείνους πού ἐγκαταλείπουν
τήν ἀμίαντον Νύμφην, χωρίζονται δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί ἑνώνονται
(συγκυλίονται) μέ ἄλλη «σύζυγο», ἤτοι ἐπικοινωνοῦν, χαριεντίζονται, ἀλληλλοθωπεύονται καί συγκυλίονται
μέ τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τοῦ
Νεοημερολογισμοῦ καί Οἰκουμενισμοῦ.
4) Εἶναι φοβερόν τοῦτο καί ἀποτέλεσμα
τῆς ἐκκλησιολογικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας, καί τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ
πνεύματος. Εἶναι καί λυπηρόν, διότι εἶναι τόσον ἁπλά τά πράγματα καί αὐτοί δέν θέλουν νά τό κατανοήσουν. Προτιμοῦν τό σκοτάδι, παρά τό φῶς. Προτιμοῦν
τό Οἰκουμενιστικόν ψεῦδος, παρά τήν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδή οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί ποτέ δέν κατενόησαν, τί σημαίνει Ὀρθοδοξία καί τί σημαίνει κακοδοξία;
Ποτέ δέν κατενόησαν, ὅτι ἡ μόνη Κιβωτός σωτηρίας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί ‘Αποστολική Ἐκκλησία.
5) «Εκείνοι
που θα αποσκιρτήσουν από την ευσέβεια και θα αφήσουν τα πάτρια και ορθά δόγματα
της πίστεως και τις κοινές παραδόσεις της Εκκλησίας, αλλά περιπέσουν και
παρεκτραπούν σε Νεωτερισμούς και αλλόκοτες δοξασίες και συνήθειες ετερόδοξες
και παραχαράξουν και νοθεύσουν την αλήθεια της ευσεβείας, αυτοί ούτε είναι
πλέον ούτε ονομάζονται αληθώς Χριστιανοί, αλλά κόπτονται και χωρίζονται από το
σύνολο των μελών της Εκκλησίας και των Χριστιανών σαν ετερόδοξοι και
Νεωτερισταί και εκβάλλονται από την ιερή μάνδρα σαν πρόβατα ψωριασμένα και μέλη
σαπισμένα».
Η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1724.
«Τοῖς βάλλουσι
κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν, ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία
μεμέρισται ἐν οὕτω καλουμένοις ῾῾κλάδοις᾿᾿, οἵτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν
διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἢ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία οὐχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ᾿ ἀπαρτισθήσεται ἐν
τῷ μέλλοντι, ὅταν ἅπαντες οἱ “κλάδοι” ἢ τμήματα ἢ ὁμολογίαι ἢ προσέτι καὶ
θρησκεῖαι ἑνωθῶσιν ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ οἵτινες οὐ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ
τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ
λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εἰσὶν ἱκανὰ πρὸς σωτηρίαν·
ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἢ
συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἢ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ
ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἢ ὑποτιθεμένης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων
Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
Ἁγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Νέας Ὑόρκης καί Προέδρου τῆς Ἐκκλησίας
τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς μετά τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς
Ρωσσικῆς Συνόδου.
Ἐπαναλαμβανόμενες οἱ αἱρετικές
κινήσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη
0.
Τόν προηγούμενον χρόνο ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἔκανε
τά ἴδια, ὅπως μέ πληροφόρησε δικός μας ἐπίσκοπος, (βλ. καί ἐπισυναπτόμενη
σχετικήν δημοσίευση), δηλ. λιτανεία, συνάντηση, ἀσπασμόν μετά τοῦ
Νεοημερολογίτου “ἐπισκόπου” Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα καί ἀνταλλαγή βαΐων, ἀλλά δέν ἔδωσε
δημοσιότητα μέ φωτογραφίες στίς αἱρετικές του κινήσεις. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε, ὅτι
δέν ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, ἐφέτος προχώρησε σέ δημοσιοποίηση τῶν αἱρετικῶν του
κινήσεων καί μάλιστα μέ πλῆθος φωτογραφιῶν στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του.
Ὁπότε ποιά δίκη πρέπει νά ὑπάρξει;
Γιά νά ἀποδειχθεῖ τί; Ἀφοῦ ἀποδεικνύονται ὡς ὁμολογούμενα πού ἀποτελοῦν πλήρη ἀπόδειξη,
πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσι τά ὑπ’ αὐτοῦ αἱρετικῶς πραχθέντα;
Ποιά;
Τά ἀναλύουμε στήν συνέχεια:
1.Ὅτι τήν Κυριακή τῶν Βαϊων
2024 ὑπῆρξε ὀργανωμένη καί σχεδιασμένη συνάντηση μέ τόν Οἰκουμενιστή
Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” κ. Ἀθηναγόρα καί δή ἐπισήμως ἐν πλήρει ἱερατική στολῇ,
μέ τήν θεσμική του ἰδιότητα ὡς ἐπισκόπου τῶν ΓΟΧ, πρᾶγμα πού εἶναι ἀναμφισβήτητο!
2.Ὅτι ἡ συνάντηση ἔγινε ἐξ ἀφορμῆς
τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων καί ἄρα συνεόρτασαν πανηγυρικά, ὁ μέν ἕνας μέ πλήρη ἱερατική
στολή, ὁ δέ ἄλλος μέ ἐγκόλπιο καί μέ τούς “ἱερεῖς” του 1 παρατεταγμένους καί πλῆθος
κόσμου, νά τούς ἐπεφημεῖ, καί μάλιστα:
3.νά ἀνταλλάσσουν τά κατ’ ἐξοχήν
σύμβολα τοῦ ἑορτασμοῦ τά βαΐα τῶν φοινίκων καί δή μέ περίτεχνη σύνθεση, δῶρο
πρός τόν Οἰκουμενιστή καί Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” ἐκ μέρους τοῦ κ. Μανιώτη, ἀφοῦ
ἔλαβε ἀπό τόν Οἰκουμενιστή ὡς δῶρο, κάτι τό ἀντίστοιχο... Ὅλα αὐτά εἶναι ὁ ὁρισμός
τοῦ συνεορτασμοῦ μετά αἱρετικῶν! Συνεορτασμός, λοιπόν, ἔγινε τοῦ κ. Μανιώτη μέ
τόν αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηγόρα, μέ ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως! Τά
στοιχεῖα τοῦ συνεορτασμοῦ εἶναι τά ἑξῆς:
α. Ἀνταλλαγή τῶν συμβόλων,
(βαΐα τῶν Φοινίκων), τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Βαΐων,
β. Ἐναγκαλισμός μετά τοῦ αἱρετικοῦ
καί ψευδοποιμένος-ψευδεπισκόπου, κατά τόν ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄ σέ συνδυασμόν μέ τόν ΛΑ΄τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων! Ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωθέντος λαοῦ.
γ. Ἀνταλλαγή δώρων (λήψη καί ἀντίδοση),
ἐν τῇ ἐννοία τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος.
4. Στήν συνέχειαν ἔγινε ὀργανωμένη
συμμετοχή στό ἄνομον συνέδριον τῶν Οἰκουμενιστῶν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου
παρκάθεται ὁ κ. Μανιώτης στήν πρώτη σειρά μετά τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ
τόν 2 ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, πού μνημονεύουν κατευθεῖαν
τόν οἰκτρόν καί βδελυρόν Βαρθολομαῖον!
5. Καί δή ἄνευ ἐγκολπίου, πρᾶγμα
πού συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ἐπισκοπικῆς του ἰδιότητος! Καί ἐδῶ ὑπάρχει ὀργάνωση καί
σχεδιασμός, καθότι τόν προσφωνεῖ ὁ “Θεσσαλονίκης” κ. Φιλόθεος, νά παρακαθήσει
μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν στήν πρώτη σειρά.
6. Στήν συνέχεια δίνει τμῆμα ἁγίου
Λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀργυρίου στόν τῆς “Ἐπανωμῆς”, πού καί αὐτός μνημονεύει
κατευθεῖαν τόν βδελυρόν ἀρχιοικουμενιστήν Βαρθολομαῖον, καί πού τόν εὐχαριστεῖ ἐπίσημα
καί ἐπώνυμα γιά τήν δωρεάν. Γιά νά ἀτιμάζεται ὁ Νεομάρτυς καί Ἅγιος κάθε φορά
πού θά μνημονεύεται ὁ ἀρχιοικουμενιστής Βαρθολομαῖος ἀπό τόν τῆς Ἐπανωμῆς. Ἔστω
καί ἄν δέν ἔγινε συμπροσευχή, ὅπως μας διαβεβαίωσε ὁ σεβ. κύριος Φώτιος γιά
λογαριασμόν τοῦ κ. Μανιώτη. Ἐρωτήματα:
7. Εἶχε ἐντολήν τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου, γιά νά τά κάνει αὐτά ὁ κύριος Μανιώτης;
8. Τί δουλειά εἶχε νά πάει ἀπό
τήν Ἀθῆνα στήν Θεσσαλονίκη;
9. Νά παρακαθήσει μετά τῶν ἀντικειμένων
σέ ἐπίσημη σύναξη τῶν Οἰκουμενιστῶν καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν 3 τρόπον αὐτόν
καί τήν ἀπαγόρευση τοῦ κ. Ἱερωνύμου τῶν διαμαρτυριῶν μέ διαδηλώσεις κατά τοῦ ἐπαίσχυντου
Νόμου, πού ἀναγνωρίζει τόν γάμον τῶν ὁμοφιλοφύλων. Ἡ ἀπαγόρευση ἔγινε, γιά νά
μήν ἔχει πολιτικό κόστος ἡ κυβέρνηση, πού θά τό προκαλοῦσαν οἱ διαδηλώσεις, μέ ἀποτέλεσμα
τήν ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ, πού θά στρεφόταν κατά τοῦ κολοφῶνος τῶν αἱρέσεων, τῆς ὁμοφιλοφυλίας!
Οἱ πασιφανεῖς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι αὐταπόδεικτες. (Βλέπε καί τό ἐπισυναπτόμενον
πρός τόν Μακαριώτατόν μας κείμενον μέ τήν παράθεση τῶν Κανονικῶν Διατάξεων καί
τίς προεκτάσεις τῶν τοιούτων αἱρετικῶν συμπεριφορῶν). Ὁ αὐτοαναθεματισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη ἀπορρέει ἀπό
τά κείμενα τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τό 1983 ἐπί Ἁγίου Φιλαρέτου καί
τοῦ 1998 τῆς ἡμετέρας Συνόδου.
10. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἐν τῇ πράξει κήρυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ τόν
συνεορτασμόν, μέ τούς ἐναγκαλισμούς μέ τούς αἱρετικούς, μέ τόν συναγελασμόν μέ
αὐτούς, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί μέ τήν ἀνεπίτρεπτη δωρεά ἁγίου Λειψάνου σέ
Οἰκουμενιστές, εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερη ἀπό τήν προφορικήν διακήρυξη τῆς
βδελυρῆς αὐτῆς αἱρέσεως, γιατί
πρόκειται γιά ὑλοποίηση αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Xρυσοστόμου
Μανιώτη,
πού δέν ἐπιδέχονται ἀνταπόδειξη, λόγῳ
τῆς πανηγυρικῆς καί δημόσιας διακήρυξης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν
δική του ἱστοσελίδα!
11. Ἡ κοινωνία μέ τοιούτους
ἐπισκόπους ἐπισύρει καί γιά μᾶς πού κοινωνοῦμε μέ τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη τίς
ἴδιες ποινές κατά τούς Ἱερούς Κανόνες. Καθαίρεση καί ἀφορισμόν!
Τά σχετικά κείμενα τά ἔστειλα
στούς ἐπισκόπους σεβ. κ. Ἀμβρόσιον, σεβ. κ. Κυπριανόν καί σεβ. κ. Φώτιον, γιά
νά μήν ἀναγκαστεῖ ἡ Σύνοδος, νά τόν εἰσαγάγει κατευθεῖαν σέ δίκη ἐπί αἱρέσει, ὅπως
θά γινόταν, ἄν ἔκανα ἄμεση καί ἐπίσημη καταγγελία στήν γραμματεία τῆς Συνόδου. Ἔτσι
προτίμησα αὐτόν τόν ἔμμεσο τρόπο περιγραφῆς του, ὥστε νά τόν νουθετήσουν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπός
μας καί οἱ ἐπίσκοποί μας καί νά τόν προτρέψουν νά ζητήσει συγγνώμην γραπτῶς
δημοσίως καί νά ἀποπτύσει τίς αἱρετικές συμπεριφορές του, συντάσσοντας δημόσια
Ὀμολογία καί καταδικάζοντας τούς Οἰκουμενιστές καί τόν Οἰκουμενισμόν ἐπισήμως
καί ὄχι νά διατηρεῖ στήν ἱστοσελίδα του τά τεκμήρια τῆς ἐνοχῆς του, πού ἀποτελοῦν
διαρκές πνευματικόν αὐτοφώρως διωκόμενον ἔγκλημα στόν βαθμόν τοῦ κακουργήματος
(Ἐν τῷ μεταξύ «κατέβασε» ἀπό τήν ἱστοσελίδα του τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ὁ σ. Ἀττικῆς, ὁπότε ἡ Σύνοδός μας θά τοῦ ὑποδείξει τόν
τρόπον τῆς μετανοίας καί τῆς σχετικῆς δηλώσεως, τήν ὁποίαν θά πρέπει νά κάνει,
κατά τά συμφωνηθέντα).
Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς: περί ἐπισκόπων
«…Δεν πηγαίνω ποτέ σε Ιερατικά συνέδρια ως
ομιλητής. Διαπίστωσα ότι οι εκασταχού Μητροπολίτες πλην ενίων εξαιρέσεων, με
βλοσυρότητα Σουλτάνων προσπαθούν να κατατρομοκρατήσουν τους Ιερείς, κυρίως
αυτούς που σέβονται την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση και να επιβάλλουν την
αθεολόγητη ιδεοληψία τους, τον αδογμάτιστο κοινωνισμό τους ή ακόμη και τα πάθη
της ατιμίας τους… Με τέχνη και τρομοκρατία προσπαθούν να τα επιβάλλουν και
αυτά…
Οι γαστρίμαργοι λένε: «Δεν βλάπτουν τα
φαγητά και τα ποτά! Τα εξερχόμενα βλάπτουν». Φανερή η Δεσποτική σοφιστεία
στην παρερμηνεία του Ευαγγελίου. Σε όλο το μεγαλείο της!
Οι ηθικιστές λένε: «Δράση θέλει ο Χριστός». Εννοείται ποιμαντική δράση,
χωρίς αγώνα εσωτερικής κατάστασης. Δράση, δράση… Βράση, βράση… Και στο τέλος
εξατμίζονται όλα και μένει άδεια η κατσαρόλα.
Οι αμοραλιστές, εκεί να ακούσετε φωνές…
<Δεν ασχολείται ο Θεός, με το πώς
λειτουργούν οι γενετήσιες ορμές μας αλλά με την καρδιά μας>.
«Καλά,
είπα
σε κάποιον, ακρωτηριασμένοι θα μπούμε στη
Βασιλεία του Θεού; Τα γεννητικά όργανα, δεν συντονίζονται λειτουργικά με την
καρδιά; Αν είναι καθαρή η καρδιά, όλος ο άνθρωπος έχει την άκτιστη Χάρη του
Θεού, διότι δεν εκφεύγει λειτουργικά από την αρχή και το ατέλεστον τέλος της
υποστάσεως, δηλαδή το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν του Αρχετύπου Συνανάρχου
Λόγου. Στα ευαίσθητα σημεία του σώματος δεν πηγαίνει η Θεία Κοινωνία; Δεν
θεούται όλος ο άνθρωπος; Υπάρχουν σημεία που επικρατεί ο Χριστός και άλλα που
διαφεντεύει ο διάβολος; Τί είδους πίστη έχετε; Τί δυαλισμό εισάγετε στην
Εκκλησία;»
- “Μα εσείς, απάντησε με
κομμένη ανάσα, είστε ενάντια στην ηθική. Πώς τα λέτε αυτά;”
- “Στη στείρα ηθική της επιφάνειας του
εξήγησα. Όχι στην ψυχοσωματική ηθική του βάθους που στην ορθόδοξη γλώσσα
λέγεται Ασκητική”.
Κατάπιε την γλώσσα του ο τυραννίσκος…
Άλλος με κόλλημα στα λεφτά: “θέλω λεφτά για
να κάνω έργο”. Βαρέθηκαν οι παπάδες
του να ακούνε για λεφτά, επιχειρήσεις, επενδύσεις, ιδρύματα, οικονομικά
προγράμ-ματα… Αυτά τα βαπτίζει <έργο>, <διαποίμανση>! Χρειάζονται
και αυτά σε ένα βαθμό αλλά δεν είναι αυτά το ποιμαντικό έργο…
Άλλος βρίζει τους Αγίους.
Είπε κάποιος:
“επιβάλλω να οικοδομούν
Ναούς επ’ ονόματι των Αγίων των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Τους νεώτερους δεν
τους εμπιστεύομαι”.
Δεν ήθελε την Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου και τον
Άγιο Νεκτάριο. Και ποιος είσαι εσύ που νομίζεις, πως το εγκόλπιό σου λειτουργεί
σωστά, όταν δεν έχεις εγκολπωθεί με νοερά προσευχή το φρόνημα των θεουμένων
μέσα στην καρδιά; Τότε μπορείς να ξεχωρίζεις απλανώς. Τώρα συγχύζεις…
Τί το φοράς αυτό το στρογγυλό στο στήθος πάνω
στην καρδιά; Δεν έμαθες ποτέ, ότι ο «έσω άνθρωπος τοις έξωθεν σχήμασι
διατυπούται;»
Εσύ τί νομίζεις άσχετε; Το εγκόλπιό σου, πρέπει
να ξέρεις, που το λανσάρεις επιδεικτικά ως έμβλημα εξουσίας, έχει μία συνάρτηση
με το βαθύτερο φρόνημά σου. Με το ήθος της καρδιάς σου. Γι’ αυτό το φοράς στο
στήθος σου. Αντανακλά προς τα έξω «τον φερόμενον εν τη καρδία».
Αν δεν το ξέρεις και το φοράς για να λιτανεύεις
μια Κολωνακιώτικη εκκλησιαστική αριστοκρατία ως δείγμα ποικίλης υπεροχής, είσαι
ένας μασκαρεμένος απατεω-νίσκος, που εκμεταλλεύεσαι την Αποστολική εξουσία,
αλλά μισείς την Αποστολική αξία… Τελείς μυστήρια αλλά δεν θεραπεύεις ψυχές.
Απεναντίας διαφθείρεις περισσότερο τις ήδη πάσχουσες και αρρωσταίνεις και τα
υγιή μέλη της Εκκλησίας. Είσαι επικίνδυνος. Έπρεπε να είσαι στις τάξεις των
κατηχουμένων. Το εγκόλπιο στο στήθος σημαίνει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν
ἐμοὶ Χριστός».
Βέβαια, αν και είναι ανούσια τα εξωτερικά
δείγματα χωρίς καρδιακή συνάρτηση, υποστηρίζω ακράδαντα, ότι πρέπει να
διατηρηθεί το ορθόδοξο σχήμα περιβολής των κληρικών στην Ελλάδα. Είναι το μόνο
που απομένει να θυμίζει, ότι είναι θεραπευτές και φοράνε και ειδική ιατρική
ποδιά που μαρτυρεί την ιδιότητά τους αυτή…
Ο άλλος φωστήρας λέει σε πανορθόδοξες
διασκέψεις (το επέβαλε αργότερα στο Μπαλαμάντ):
«Παπικοί και ορθόδοξοι
έχουν την ίδια Ιερωσύνη!!! Οδηγούν δηλαδή στη θέωση ταυτοτρόπως. Οι διαφορές
τους είναι ιδεολογικές και δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της δουλειάς τους…».
Φταίω τώρα που ονομάζω ειδωλολατρική την
ευχαριστία του και βδελυρή την εσχατολογία του; Μεγάλη πληγή αυτός ο άνθρωπος…
Δεν θα παύσω να λέω, ότι ο διάβολος σήμερα πήγε διακοπές γιατί το έργο του το
συνεχίζουν οι Επίσκοποι. Τρομοκράτες των αγωνιζομένων και εκπαιδευτές των
αλλοτριωμένων… Τα έχω ζήσει… Είπα κάποτε στον Αμερικής Μιχαήλ που μου είπε, ότι
είμαι ανεξέλεγκτος αντάρτης: «Άλλο υπάκουος και άλλο δουλοπρεπής».
Το μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημα είναι οι
Αρχιερείς.
Τί πίστη έχουν…
Έχει υποχρέωση ο Επίσκοπος να διδάσκει με
έμπνευση τον κλήρο πρωτίστως και το λαό έπειτα, αλλά όχι με όσα εκφράζουν και
βολεύουν τον ίδιο.
Κάποτε, στη χειροτονία του, μπήκε ανοιχτό το
Ευαγγέλιο πάνω από το κεφάλι του… Δεν είναι, λοιπόν, αυτόβουλος. Δεν έχει ίδιον
θέλημα.
Είναι φερέφωνο του Χριστού.
Θα μου πεις πώς να είναι τέτοιος, αφού δεν έχει
καρδιακά γευθεί την Χάρη και τον πνίγουν τα πάθη, που τρέφονται σαν γιγαντιαία
παράσιτα μέσα στην καρδιά του; Τότε να έχει τον ανδρισμό να ακολουθεί αυτούς
για τους οποίους ορκίσθηκε, ότι θα έχει οδηγούς, λίγο πριν την χειροτονία του.
Πάνω στο Ευαγγέλιο ορκίσθηκε. Και Ευαγγέλιο σημαίνει όλη την παράδοση των
θεουμένων.
Δεν χωρίζουν αυτά.
Ένας σε μία συνάντηση μου είπε:
«Πουθενά στο Ευαγγέλιο
δεν μίλησε για σαρκικά και αρσενοκοίτες ο Χριστός. Για αγάπη μίλησε, τους
πλούσιους ήλεγξε».
«Αυτό
δείχνει την πονηριά σου, απάντησα, την ασχετοσύνη σου. Ποιος σου είπε, ότι ο
ευαγγελικός λόγος έκλεισε; Και αν χαθούν όλα τα αγιογραφικά κείμενα, όσο
υπάρχει η δύναμη της Πεντηκοστής ενεργουμένη στις καρδιές των θεουμένων, πάλι
το Άγιο Πνεύμα θα τα υπαγορεύσει… Στόμα Χριστού ήταν και ο Παύλος και καθένας,
που μετέχει εμπειρικά στο θεμελιακό αυτό γεγονός, που συνιστά «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».
Ποιά
είναι η «πᾶσα ἀλήθεια;»
Ότι
η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και ομιλεί επομένως ο Χριστός μέσω Αυτής;
Μέσω
ποίων όμως;
Των
υγιών μελών του σώματος, των τεθεραπευμένων.
Σε σκότος μπορεί να είσαι εσύ του είπα, ο
διαχειριστής της Χάριτος και να σου βάλλει τα γυαλιά μια απλή γιαγιούλα ή ένας
τσομπάνος από τα Άγραφα…
Έπειτα, επειδή λες ότι ο Χριστός στο Ευαγγέλιο
δεν τα καυτηριάζει αυτά, μάλλον δεν ξέρεις να το διαβάζεις σωστά.
Δεν έχεις ερμηνευτικά κλειδιά.
Δεν αναφέρει ο Χριστός «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον
ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ». Τί σημαίνει το «ἀνεκτότερον ἔσται»; Ότι η σοδομιτική
αμαρτία ήταν μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης για κάθε άλλη πνευματική ασθένεια!
«Τῶν
Σοδομιτῶν ἡ θεήλατος κόλασις φοβερωτέρα πάσης ἐδόκει πᾶσιν…» ερμηνεύουν οι Άγιοι
Πατέρες. Τι ήταν αυτό; Ότι «ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας» (Ιούδα 7) ασελγούσαν
άνδρες μεταξύ τους, επέκτειναν την ανώμαλη λύσσα και στις γυναίκες τους και
έκαναν και με αυτές την ίδια παρά φύση σιχαμερότητα, και το φοβερότερο, ακόμη
και τα παιδιά μόλυναν με αυτές τις ορέξεις, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Αυτή η φοβερή αμαρτία, ασθένεια της ψυχής,
επιφέρει καυστικότερη την Άκτιστη ενέργεια του Θεού πάνω τους. Αυτό είναι η
κόλασις. Ακαθαρσία, αρρώστια νοός, πληγή βαθιά, που επεκτείνεται στον όλον
άνθρωπο. Και η παρουσία του Θεού βιώνεται ως αφόρητη καύσις… Καίγεται ο
άρρωστος νούς, και κατά προέκταση όλος ο άνθρωπος που συντονίζεται απ΄ αυτόν.
Το Άκτιστο Φως γίνεται «πῦρ καταναλίσκον».
Άρα
ο υποκτηνώδης σοδομισμός είναι μέτρο σύγκρισης για όλες τις άλλες πνευματικές
ασθένειες.
Μόνο που το κακό αρχίζει μέσα από την καρδιά, γι’ αυτό όλα τα τοποθέτησε στην
αρχή, στη γένεση του κακού. «ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί,
πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία,
ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον», και το πράγμα δεν
συμ-μαζεύεται…
Γι’ αυτό πηγαίνω μόνο στα συνέδρια που δεν επικρατεί δεσποτική συμπεριφορά.
Δεσποτική ξενία, οικοδομή και παράκληση γεύεσαι… Τον ευχαριστώ, τόν κάθε
αληθινό επίσκοπο, που μου θυμίζει, ότι λειτουργεί ακόμη η Αρχιερωσύνη ως ήθος
Χριστού…
Όποιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του
διαλέγεται ειρηνικά και εμπνέει…
Ο φοβικός και ανασφαλής, μοιάζει με την
κουρούνα που είναι πιασμένη σε παγίδα. Βγάζει απεγνωσμένες κραυγές μπας και
φοβίσει κάποιους και γλυτώσει έστω την υστάτη…».
Από ιδιόχειρη επιστολή του π. Ιωάννη
Ρωμανίδη στον αείμνηστο αγωνιστή και ομολογητή Θεολόγο Διονύσιο Μπατιστάτο,
πρωτανεψιό του Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Κυπριανισμός: Κρυπτο-Οικουμενισμός – Η αίρεση των
ημερών μας από τον Πρωτοπρεσβύτερο Βίκτωρα Μελέχοφ
Ημερομηνία δημοσίευσης στον ιστότοπο: 01.02.2013
«Η αμφίβολη Ορθοδοξία της Ομάδας του Μητροπολίτη Κυπριανού»
του Επισκόπου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γκράμπε
(Μετάφραση
από *Church News* [στα Ρωσικά], Νο. 5, Σεπτ. – Οκτ. 1994, σελ. 2-4.)
Ευτυχώς, ο Μητροπολίτης Vitaly είχε ζήσει αρκετά, για να δει το λάθος
του στην απόφαση του 1994, και κατήγγειλε
τον Κυπριανισμόν αρκετά διεξοδικά το 2001. Το γεγονός, ότι ο Μητροπολίτης Vitaly επέλεξε να το
κάνει αυτό ως μία από τις πρώτες του αποφάσεις μετά την αποχώρηση από τους
ψεύδαδελφούς του υπό την νέαν ROCOR Σύνοδον τῆς Μετροπόλια δέν ἀναιρεῖ τήν
ἀξίαν τῆς ἀπόφασης. Ο Laurus χρησιμεύει
περαιτέρω, για να υπογραμμίσει τον κίνδυνο αυτής της εκκλησιολογίας ως αίρεσης
και όχι μιας απλής «θέσεως». Η απόφασή του περιλαμβάνει τα εξής:
15/01/Μ
16/29 Δεκεμβρίου 2001
Το Ψήφισμα της Ποιμαντικής Συνδιάσκεψης του Καναδικού και Αμερικανικού
Κλήρου σχετικά με το ζήτημα της λήξης της ευχαριστιακής κοινωνίας με τον
Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής Κύπριανό:
Κατωτέρω παρατίθενται αποσπάσματα αυτού του ψηφίσματος.
{«οι
πάσχοντες στην πίστη» δεν μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας, κάτι που
επιβεβαιώνεται και από τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων. «Χωρίς αμφιβολία»,
λέει ο σεβάσμιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος, «όποιος δεν ομολογεί την πίστη
της Εκκλησίας είναι έξω από την Εκκλησία». Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄: «Τα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού
είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένα στην αλήθεια, και όσοι δεν είναι πλήρως
αφοσιωμένοι στην αλήθεια δεν είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού». Και ο άγιος
Κυπριανός Καρχηδόνας διδάσκει: «Όπως ο διάβολος δεν είναι Χριστός, αν και
εξαπατά στο όνομά Του, έτσι και τέτοιος δεν μπορεί να θεωρηθεί Χριστιανός καθώς
δεν μένει στην αλήθεια του Ευαγγελίου και της Πίστεώς Του». Σε συμφωνία με
όλους τους Πατέρες, ο Μέγας Ιεράρχης Γρηγόριος ο Θεολόγος, στη Δεύτερη Επιστολή
του κατά Απολλιναρίου, διδάσκει επίσης: «Αποφύγετε αυτούς που κρατούν άλλο
δόγμα και θεωρήστε τους ξένους προς τον Θεό και την Παγκόσμια Εκκλησία». Η
Επιστολή των Ανατολικών Πατριαρχών για την Ορθόδοξη Πίστη αναφέρει:
«Πιστεύουμε, ότι όλοι ανάμεσά μας είναι μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, ακόμη και
οι ίδιοι οι πιστοί, δηλαδή όσοι ομολογούν άνευ όρων την αγνή πίστη του Σωτήρος
Χριστού». Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξηγεί επίσης: «Όσοι είναι της
Εκκλησίας του Χριστού, οι ίδιοι είναι της αλήθειας. και όσοι δεν είναι της
αλήθειας, δεν είναι και της Εκκλησίας του Χριστού…}
{«η
Εκκλησία, έχοντας διαιρεθεί, θα έπαυε να είναι Εκκλησία. Μπορεί να υπάρξει μόνο
μια απομάκρυνση από την Εκκλησία - μια απομάκρυνση από αυτήν ατόμων - ή
ολόκληρων ομάδων που δεν έχουν το ίδιο πνεύμα με Αυτήν» «Πρέπει να
συνειδητοποιήσουμε ότι η αίρεση δεν είναι απλώς μια μορφή πνευματικής πάθησης.
Η αίρεση είναι πνευματικός θάνατος. Οι ιεροί κανόνες μας καθοδηγούν ξεκάθαρα να
απορρίψουμε και να αποφύγουμε κάθε μορφή αίρεση».}
{Αυτός ο «ορθόδοξος» κρυπτοοικουμενισμός,
ας πούμε έτσι, ακόμη και ως ανοιχτός Οικουμενισμός, εμπίπτει στο ανάθεμα του
1983 κατά της αίρεσης του Οικουμενισμού, το οποίο κήρυξε η Σύνοδος των
Επισκόπων ROCOR υπό την προεδρία του τρίτου Ιεράρχη της Εκκλησίας τῶν Ρώσσων
τῆς Διασπορᾶς Μητροπολίτης Φιλάρετος. Αυτό το ανάθεμα επιβεβαιώθηκε στη
συνέχεια από το ROCOR Sobor of Bishops το 1998:
«Και σε
όσους έχουν κοινωνία με αυτούς τους αιρετικούς, ή που τους βοηθούν και τους
συνηγορούν, ή που υπερασπίζονται τη νέα τους αίρεση του Οικουμενισμού,
υποθέτοντας, ότι αυτό είναι η αδελφική αγάπη και η ένωση των χωρισμένων
Χριστιανών: Ανάθεμα!».}
Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ
ἐπίσκοπος;
ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α΄ -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Αρχαίο κείμενο |
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα |
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη
Ν. Τρεμπέλα |
1 Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται,
καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ. |
1 Αξιόπιστος και αληθινός είναι ο λόγος, που
θα σας πω· εάν κανείς επιθυμή πολύ το αξίωμα του επισκόπου, καλόν έργον
επιθυμεί (εφ όσον πράγματι ποθεί το έργον του υψίστου τούτου λειτουργήματος
και όχι την τιμήν του αξιώματος). |
1 Ο λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπω,
εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδιά
του. Ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ. |
2 Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς
γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, |
2 Αλλ' ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλόν έργον
ταιριάζει εις εκλεκτούς ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, ο επίσκοπος να είναι
άμεμπτος και ακατηγόρητος· να είναι, σύζυγος μιας μόνης γυναικός και να μην
έχη συνάψει δεύτερον γάμον· να είναι εγκρατής και προσεκτικός, σώφρων,
σεμνός, φιλόξενος, ικανός να διδάσκη τους άλλους τον λόγον του Θεού· |
2 Ἀλλὰ τὸ καλὸν καὶ ὑψηλὸν ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται
εἰς καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος,
ὥστε κανεὶς να μὴ μπορῇ να εἴπῃ τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει να εἶναι σύζυγος
μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ να μὴ ἔχῃ ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι
προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός. |
3 μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ’
ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον, |
3 να μη είναι μέθυσος και οργίλος, να μη
εκτρέπεται εις χειροδικίας, να μη είναι αισχροκερδής, αλλά να είναι επιεικής,
αφιλόνεικος και φιλειρηνικός, αφιλάργυρος. |
3 Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, οὔτε να βιαιοπραγῇ καὶ
να δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ
νὰ εἶναι ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας, ἀφιλάργυρος. |
4 τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα
ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος· |
4 Να προΐσταται δε και να κυβερνά με σύνεσιν
το σπίτι του, να έχη τέκνα καλώς παιδαγωγημένα, ώστε να υποτάσσωνται με κάθε
σεμνότητα. |
4 Νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιά,
ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε σεμνότητα. |
5 - εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε,
πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται; - |
5 Εάν δε κανείς δεν γνωρίζη να κυβερνά καλά το
σπίτι του, πως θα ενδιαφερθή και θα φροντίση ορθώς δια την Εκκλησίαν του
Θεού; |
5 Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, διότι,
ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ
διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ; |
6 μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρίμα ἐμπέσῃ
τοῦ διαβόλου. |
6 Πρέπει ακόμη να μην είναι νεοφώτιστος και
νεοπροσήλυτος εις την πίστιν του Χριστού, δια να μην υπερηφανευθή από το
αξίωμα και πέση έτσι εις την ιδίαν καταδίκην, που έπεσε δια την αλαζονείαν
του ο διάβολος. |
6 Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ
νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ να εἶναι
νεοκατήχητος, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν ἐξ ὑπερηφανείας
καταδίκην, ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος. |
7 δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν
ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου. |
|
Ἡ ὑποχρεωτική διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση
Α. 1. Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ
(Ἀνάλυση του ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄
ἐπί Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου Συνόδου
τοῦ 861 μ.Χ.)
Ὁ ΙΕ΄ Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀπαγορεύει τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρεσβυτέρου πρός τόν προϊστάμενόν του, ἐπίσκοπον, μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην καί γενικότερα τοῦ κατωτέρου κληρικοῦ πρός τόν ἀνώτερόν του, γιά λόγους, τούς
ὁποίους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀνομάζει κανονικά ἐγκλήματα, δηλ. γιά πορνείαν, ἱεροσυλίαν, σιμωνίαν καί ἄλλα παρόμοια ἐγκλήματα.[75]
Ἐπιβάλλεται, ὅμως, ἡ διακοπή τῆς κοινω-νίας πρός τούς ῥηθέντας προέδρους, ἐάν εἶναι αἱρετικοί καί κηρύσσουν τήν αἵρεσή τους παρρησίᾳ, ἀκόμη καί πρίν γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αἵρεση αὐτή. Πρόκειται περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν κηρυσσόντων αἵρεση προέδρων, πρίν κἄν γίνει ὁποιαδήποτε κρίση γιά την ἀναφυεῖσαν αἵρεση, κατά τόν ἅγιον Νικόδημον, ὅπως ρητά ἐξάγεται ἀπό τήν ἑρμηνείαν, ὄχι μόνον τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄
Συνόδου, ἀλλά καί ἀπό τήν ἑρμηνείαν του στόν λα΄ Ἀποστολικόν (31ον Ἀποστολικόν Κανόνα), ὅπου καί πάλιν ὁ μέγας Ἅγιος κάνει διάκριση ἀνάμεσα στήν διακοπήν τῆς κοινωνίας γιά κανονικά ἐγκλήματα καί γιά κηρυσσόμενη αἵρεση!
Τονίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής στόν 31ον
Ἀποστολικόν: "Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται κατά τόν ιε΄τῆς Α΄ καί Β΄."[76]
Ἀπό τήν ἀνωτέρω ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου συνάγονται τά
ἑξῆς δύο σημαντικά συμπεράσματα:
1ον: Ὅτι παντοῦ, καί στόν παρόντα Κανόνα, ὁ Μέγας Ἅγιος Νικόδημος κάνει
διάκριση ἀνάμεσα σέ κανονικά παραπτώματα καί σέ κηρυσσόμενη αἵρεση, γιά τήν ἐπέλευση καί διαφοροποίηση τῶν κανονικῶν συνεπειῶν. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος, καί στήν περίπτωση τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ, ἀναφερόμενος στήν ἑρμηνείαν τῶν κανονικῶν ἐπιτιμίων, τά ὁποῖα πρέπει ἐξ ἀνάγκης νά ἐπιβληθοῦν ἀπό β΄ πρόσωπον, ἤτοι τήν Σύνοδον τῶν ἐπισκόπων, διά νά ἐνεργηθοῦν, τρίτου προσώπου ὄντα, προστακτικοῦ μή παρόντος, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ![77] ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΓΙΑ
ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.
2ον: Ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν κακοδόξων προϊστα-μένων, ἄσχετα ἀπό προηγούμενη συνοδικήν καταδίκην μιᾶς κακοδοξίας, πολύ δέ
περισσότερον, δηλαδή χωρίς καμμίαν ἐπιφύλαξη, μετά ἀπό συνοδικήν ἀπόφανση, γιά μία αἵρεση πού κηρύχθηκε στό παρελθόν καί κηρύσσεται καί πάλιν σήμερα.
2. Ποῦ βρίσκεται τὸ κέντρον βάρους τοῦ Κανόνος;
Στό ἐσπούδασαν
ἤ στό ρύσασθαι βρίσκεται τό κέντρον βάρος τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ
Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου στήν
φράση «οἱ γάρ
δι’ αἵρεσιν τινα παρά τῶν ἁγίων
Συνόδων, ἤ
Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός
τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς
διαστέλλοντες ... οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν
τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά
σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»;
Τὸ «ρύσασθαι»
τοῦ Ἱεροῦ
Κανόνος σημαίνει, γιὰ τοὺς ἀποτειχίζοντες
τούς ψευδεπισκόπους αὐτούς, ὅτι οἱ ἀγωνιζόμενοι
Ὀρθόδοξοι σώζουν, λυτρώνουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχισμάτων καὶ
μερισμῶν. Στό ρύσασθαι,
λοιπόν, βρίσκεται τό κέντρον βάρους τοῦ
Κανόνος. Τό ἐσπούδασαν
δέν ἔχει τήν ἔννοιαν,
ὅτι
τάχα μελέτησαν, ἐρεύνησαν, ἐξέτασαν,
ὅπως ἀδοκίμως
καί πονηρά ἑρμηνεύουν κάποιοι τόν κανόνα, ἀλλά, ὅτι ἔσπευσαν μετά σπουδῆς, ἀγωνίσθηκαν συντονισμένα, νά ἐλευθερώσουν
τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τά
σχίσματα πού δημιουργοῦν οἱ ψευδεπίσκοποι καί οἱ
ψευδοποιμένες, κηρύσσοντας αἱρέσεις
καί ἐφαρμόζοντας καινοτομίες.
Ἀφοῦ οἱ ἀποτειχίζοντες τούς αἱρετικούς ψευδο-ποιμένες σώζουν, λυτρώνουν, ῥύονται τὴν Ἐκκλησίαν ἀπό σχισμάτων καί μερισμῶν, οἱ παραμένοντες σὲ κοινωνίαν μὲ τὸν ψευδεπίσκοπον οὐδόλως βλάπτονται;
Δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἀγωνιζόμενοι γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπο-τειχίζοντες τούς ψευδοποιμένες νά τιμῶνται ἰδιαίτερα ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά διώκονται μάλιστα γιά τήν ὁμολογίαν τους αὐτήν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, νά γίνονται θέατρον στόν κόσμον
καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις, οἱ μωροί διά Χριστόν, καί οἱ ἄλλοι νά ἀπολαμβάνουν τῶν τιμῶν τῶν ψευδοποιμένων, τύπου Βαρθολομαίου, Ἐλπιδοφόρου κλπ. καί νά μήν βλάπτονται ἀπό τήν ἐξακολούθηση τῆς κοινωνίας μαζί τους!!! Μολύνονται
θανασίμως! Κυρίως μολύνονται καί μεταφέρουν τόν μολυσμόν στά ποίμνιά τους οἱ διάφοροι μεγαλόσχημοι ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρίτες, ἡγούμενοι καί διάφοροι «πνευματικοί»,
ὄντες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, νεκροφόροι!
Ὅταν, βέβαια, ὑπάρχει θεσμικὴ, διαχρονική, δημόσια καί πασίδηλη ἀλλοίωση τῆς παραδόσεως καί τῶν ἱερῶν θεσμίων, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ἐπάρατης Νεοημερολογιακῆς ἀλλαγῆς, ἀλλοίωση τῆς πίστεως διαχρονικά καί ἕνωση μὲ προκαταδικασμένους αἱρετικοὺς, (Λατίνους, Μονοφυσίτες), ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπισήμως στό Κολυμπάρι, δηλ. ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως, νεκροποιοῦνται αὐτές οἱ συναγωγές τοῦ Σατανᾶ, ἀφοῦ οἱ ψευδεπίσκοποι πού τίς ἐκπροσωποῦν ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, κατά τούς κανόνες α΄ καί β΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μέ τόν ἴδιον τρόπον ἀντιμετωπίζονται μέν ὡς πρός τόν ἐπιβαλλόμενον ἀποτειχισμόν τους καί οἱ μεμονωμένοι ἐπισκοποι, πρεσβύτεροι, ψευδοποιμένες, πού
κηρύσσουν κάποιαν αἵρεση. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ὅσοι μένουν μέσα στήν συναγωγήν τῶν πονηρευομένων αὐτῶν ψευδεπισκόπων ἐν γνώσει τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως, ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἐπέρχεται, καί μάλιστα αὐτομάτως, δι’ ὅλην τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν ἡ νεκροποίηση.
Ἡ προσταγή τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνα ἐφαρμόζεται, ὄχι μόνον γιά τήν δυνατότητα καί τήν ὑποχρέωση τῆς ἀποτειχίσεως, πού εἶναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη καί ἐπιβαλλόμενη, παρέχοντας ἐπαρκῆ βάση ἀποτειχισμοῦ ὅλων αὐτῶν τῶν ψευδεπισκόπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἀτράνταχτο κανονικόν θεμέλιον, τοῦ ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγήν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λυτ-τῶσαν αἵρεσιν.
3. Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρίαν σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνίαν μέ αὐτούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα -(ΓΝΩΣΤΑ σέ ὅλους)- στήν παγκόσμια ὀρθοδοξίαν καί οἱ
πάντες πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό: «εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν», ὅμως, «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν
Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην; [78]
Ἐάν, καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "...καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων"[79]. ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ, (Εἰκονο-μάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ - Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων,[80]
τότε, τί «βάπτισμα» καί τί «μυστήρια» παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς, πού τόν μνημονεύει, καί ποιά
χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς καί προσ-ερχόμενος στήν Ἐκκλησίαν τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση -(σήμερον τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ)- μέ λίβελλον καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον,
(47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην (σέ πολλά μέρη τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου). Ἐάν δέ δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται καί, ἄν εἶναι ἱερωμένος, χειροθετεῖται[81].
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφερόμενος στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον γράφει:
«Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντας, ὅπως εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησεν, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς. Ἐπίσης, μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν», ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν
περιστατικήν καί καιρικήν οἰκονομίαν δέν τά ἔκανεν ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική. Καί ἀπό τήν Σύνοδον αὐτήν ἀπορρέει ἀβιάστως, ὅτι ὄφειλαν οἱ ἐπίσκοποι νά ἔχουν διακόψει τήν κοινωνίαν
μέ τούς Εἰκονομάχους καί πρίν ἀπό τήν τήν Ζ΄Σύνοδον. Ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας εἶναι αὐτονόητη καί γιά τήν Ζ΄Οἰκουμενικήν! Γιά λόγους ποιμαντικούς καί ἐπειδή ἐπιπόλαζαν (=κυριαρχοῦσαν ἀκόμη) οἱ Εἰκονομάχοι, δέχθηκε κάποιους
ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική καί πάντως μετά τήν ἀπόπτυση τῆς βδελυρῆς αἵρεσης, τῆς ἔμπρακτης μετανοίας καί τήν σύνταξη λιβέλλου.
Ὁ βιογράφος, ἐπίσης, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικόν Σέργιον, πρίν γίνει
κάποια συνοδική κρίση, ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά
νά μή μολυνθεῖ!
Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει:"Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς καθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῷ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους,
(σ.σ. = τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικώτατη καὶ πλήρης θείων ἀληθειῶν, ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
"Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσεν πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[82]
Ὁ Μέγας
Φώτιος εἰς τόν
λόγον του «Περί τῆς
τοῦ ἁγίου
Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει
τά ἑξῆς:
«Καί οὐδέ
τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι
φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν
μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι
τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς
ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλη καί διαπρυσΐῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν
ἡμεῖς
ἤ ἄγγελος
ἐξ οὐρανοῦ
εὐαγγελίζηται
ὑμῖν
παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα
ὑμῖν,
ἀνάθεμα ἔστω”.
»Παῦλος ἡ ἀσίγητος
τῆς Ἐκκλησίας
σάλπιξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι
παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς
ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη,
πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως
περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ∙ κἄν ἄγγελον
εὕρῃ
τοῖς ἐπί
γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις
δεσμοῖς ὑποβάλλει
καί τῷ διαβόλῳ παρα-πέμπει»[83]
Ἐδῶ,
ὁμολογεῖ
κατ’ ἀρχάς ὁ
Μέγας Φώτιος ὅτι ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ἔλαβε
τήν ἐξουσία τοῦ
δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι,
ὅπως
οἱ ἀντιφρονοῦντες τό ἐννοοῦν τήν ἐξουσία
τοῦ νά παραπέμπει στήν Σύνοδον τούς
αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει
ὁ
Άγιος, ἡ ἐξουσία
του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανό,
ἐφ’
ὅσον
δηλαδή ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους,
ἄν
κηρύττουν κάτι ἀντίθετο στό εὐαγγελικό
κήρυγμα. Ἀναφέροντας ἐν
συνεχείᾳ τό χωρίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
(Γαλατ. 1,8) τό ἑρμηνεύει λέγοντας ὅτι
«τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν, τῷ ἀναθέματι
παραπέμπει».
Ἄρα
λοιπόν, ὅλους αὐτούς,
ὁ Ἀπ.
Παῦλος τούς παραπέμπει εἰς τό ἀνάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ.
Φώτιο καί ὄχι στήν
Σύνοδον. Τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου ὁ Μέγας
Φώτιος τά ἀναφέρει ὡς
καταδικαστικήν ἀπόφαση: «Καί οὐδέ
μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως
περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
στόν οὐρανόν: «ἀλλά
καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ».
Στήν ἔρευναν τοῦ
οὐρανοῦ ἐξετάζει
τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων:
«κἄν ἄγγελον
εὕρῃ
τοῖς ἐπί
γῆς ἐκεῖθεν
ἐπιστάντα
καί ἕτερόν τι
παρά τό εὐαγγελικόν
εὐαγγελιζόμενον
κήρυγμα...». Αὐτούς τούς
ἀγγέλους,
οἱ ὁποῖοι
θά ἔχουν ἄλλο
φρόνημα ἀπό τό εὐαγγελικόν
«τοῖς
ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει
καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Ἀπ’ ὅ,τι
φαίνεται λοιπόν, περιορίζουν ἀφελῶς
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἤ
μᾶλλον τήν καταργοῦν
καί τήν ἀποδίδουν στήν Σύνοδον, πρᾶγμα
τό ὁποῖον
σημαίνει γιά τίς ἡμέρες μας, ὅτι
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου τήν ἀποδίδουν
στούς ἴδιους τούς Αἱρετικούς.
Στο ἔργον τοῦ Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τῶν
Κανόνων[84] ἀναφέρονται
και τά ἑξῆς:
«Ἅπαντα τά
παρά τήν ἐκκλησιαστικήν
παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
τῶν ἁγίων
καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ
μετά τοῦτο
πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»[85]
Οἱ Πατέρες αὐτοί,
συνοδικῶς διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν πέραν τῶν ἄλλων
καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.
Οἱ λέγοντες ὅτι,
γιά νά ἔχει ἰσχύν
ὁ ἀναθεματισμός
τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ
Σύνοδος, ἡ ὁποία
θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αἱρετικόν Ἐπίσκοπον,
σφάλλουν. Ἄν εἶναι
ἔτσι
τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν ἰσχύει
ὁ
μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν
Πατέρων αὐτῶν
καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν
τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων
Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση.
Τότε στήν περίπτωση αὐτή, στό Συνοδικόν τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
ὁ ἀναθεματισμός
αυτός, κατ’ αὐτούς,
θα πρέπει να εἶναι λάθος!
Καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔχει αὐτήν
τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζει
τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί
οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσίαν
νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς,
ἀλλά ἀκόμη
καί μεμονωμένοι Πατέρες.
Ὁ ἅγ.
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος,
ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος,
κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως
κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»[86] Καί
σέ ἄλλην, ἐπίσης,
ἐπιστολή,
ὁ ὅσιος ἀναφέρει:
«Ἐπειδή
πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά
πάντα, πάντα αἱρετικόν
δυνάμει κἄν οὔ
ρήματι, ἀναθεματίζει»[87]
Σημειωτέον, ὅτι καί τά δύο αὐτά
χωρία τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές,
πού τίς ἀπέστειλε κατά τήν χρονική περίοδον τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
4. Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου :
Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἳρεση αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἀρχικά ἐπιβάλλεται ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημο-
σίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες[88].
Ἀπό τόν Ἱερόν αὐτόν Κανόνα αὐτόν προκύπτουν τά ἑξῆς:
(α) Ἡ διακοπή μνημοσύνου δέν ἀφορᾷ μόνον τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, ἀλλά καί ὅλους τούς ἐπισκόπους, πού εἶναι κοινωνικοί πρός αύτόν. Περί
τούς δεκαπέντε (15) Ιεροί Κανόνες ἐπιστηρίζουν τήν οὐσιώδη ἐκκλησιολογικήν αὐτήν ἀρχήν, «Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω», (ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τόν Ι΄ (10ον)
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
καί τόν Β΄ (2ον) τῆς Ἀντιοχείας).
(β) Οὔτε συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, γιά νά μήν εἶναι, δῆθεν, μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας ἁπλός πρεσβύτερος καί διάκονος νά
προχωρήσει σέ διακοπήν μνημοσύνου, ὅπως καί κάθε μοναχός καί ἀναγνώστης καί λαϊκός, ἐφόσον εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας, ὅπου μνημονεύεται ὁ αἱρετικός, ὀφείλει νά μήν κοινωνεῖ μέ τόν Πρεσβύτερον, Διάκονον ἤ πνευματικόν, γέροντα, πού κοινωνοῦν μέ τούς λεγομένους αὐτούς κανονικούς, κληρικούς[89].
(γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνον διακόπτεται,
πρέπει νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵ-ρεσή του.
(δ) Τήν
διακοπήν αὐτήν τοῦ μνημοσύνου ὁ ἱερός Κανόνας τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχί-ζοντες». Δέν εἶναι ἄλλον πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλον ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν
ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπήν μνημοσύνου, ὥστε νά νομίζουν μερικοί, ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπήν μνημοσύνου.
(ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση[90].
Δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπίσκοπον, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖον ὁ ἱερός Κανόνας ἀποκαλεῖ ψευδεπίσκοπον καί ψευ-δοδιδάσκαλον.
(στ) Οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον τοῦ αἱρε-τίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν κανονικόν παράπτωμα· γι΄
αὐτό
καί δέν ὑπόκεινται
σέ καμμίαν κανονικήν δίκην καί ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά δικαστήρια.
(ζ) Καί
ὄχι μόνον δέν πρέπει νά
παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται ἰδιαίτερα, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν οἱ αἱρετικοί ἐπίσκοποι.
(η) Δέν
εἶναι ἀπαραίτητον ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος νά ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδον, ὥστε μετά τήν συνοδικήν καταδίκην του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου, (πού τότε εἶναι αὐτονόητη ἡ ὑποχρέωση ἀποτειχίσεως). Αὐτό ἐπιτρέπεται καί ἐπιβάλλεται νά γίνει κυρίως πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως»[91].
Ὁ ἱερός Κανόνας εἶναι σαφής καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται νά
τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν,
γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι, (οἱ διακόπτοντες τήν
μνημόνευση), οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
(θ) Εἶναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθεῖ κανείς, ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ Κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποίαν μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεο-λόγος, κανονολόγος,
νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της, προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Εἶναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνον τοῦ ἐπισκόπου
καί βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας»;
(ι) Ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονικήν σύσταση τήν ὥραν πού τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τήν ὥραν πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει, πώς ὁ ἱερός Κανόνας ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά
μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος· δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον
πρέπει νά παύσει νά λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου», (φεῦ τῆς βλσφημίας), καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος τάχα τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν πρωτοφανῆ καί πεπλανημένην γνώμην τοῦ καί σωματικά νεκροῦ βδελυροῦ αἱρετικοῦ ἀνοήτου καί βλασφήμου
ψευδομητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική μαρτυρία,
παρά μόνον ὁ αἱρετικός δεσποτικοκεντρισμός, καί ἡ αἵρεση τῆς δεσποτοκρατίας.
Θά
συνιστοῦσαν
ποτέ νά γίνονται ἄκυρα
μυστήρια ὁ Μ. Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστοῦν τήν δια-κοπήν τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερον γιά αὐτονόητα πράγματα.
Μνημονεύουμε ἁπλῶς ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν διαιρεθεῖ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους ἀποστόλους-διδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστόν. Διδάσκει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, πού ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»[92] Ἄν, λοιπόν, ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται, ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά του τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, πόσον ἐγωισμόν καί παπικήν ὑπερηφάνειαν κρύπτει ἡ Ζηζιούλεια γνώμη καί ἄλλων ἀνοήτων ψευδεπισκόπων, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου» κηρυσσόντων τήν βδελυρή αἵρεση
τῆς Δεσποτοκρατείας;
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη τούς ἔδωσεν ἐντολήν, νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα υά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» [93]
Συνιστῶντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, δέν εἶπεν, ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[94]
Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τριαδολογικήν ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε …». Δέν ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόμα-τος κάποιου ἐπισκόπου.
Ἄς κάνουν τόν κόπον οἱ ἀδιάφοροι καί ἀνόητοι αἱρετικοί καί σίγουρα ἀδιάβαστοι «ἐπίσκοποι», μερικοί
τῶν
ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο λεξικόν τῆς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στήν λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό ὄνομά ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι,
γιά νά ἐπιτελέσουν
θαύματα; Τό ὄνομα
κάποιου ἐξ
αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ
ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση
τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά ἄλλους λόγους πού ἀναλύουμε ἐκτεταμένα στήν μελέτην μας Θεμελιώδεις Ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς
καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖον τοῦ Μυστηρίου, χωρίς τό ὁποῖον τό μυστήριον εἶναι δῆθεν ἄκυρον. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη Δογματικήν διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία;
Ἡ Ὀρθοδοξία
μέχρι καί σήμερα ἐκδέχεται τήν Ἐκκλησίαν
ὡς μίαν
Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν, πού ἡ ἐξωτερική
της ὀργάνωση, ὅσον ἀναγκαία
κι ἄν εἶναι, ἔρχεται
σέ δεύτερη θέση, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐσωτερικήν,
μυστηριακήν ζωήν της. Ἡ Ὀρθοδοξία
τονίζει τήν τεράστιαν σημασίαν πού ἔχει ἡ
τοπική κοινότητα στήν δομήν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν
τήν τάση νά βλέπουν τήν Ἐκκλησίαν
ὡς
κάποιαν διοικητικήν ὀργάνωση, στήν ὁποίαν
κάθε τοπικό σῶμα σχηματίζει μέρος ἑνός εὐρύτερου
καί πιό περιεκτικοῦ ὅλου...
Ἡ
τοπική ὀρθόδοξη κοινότητα, ὅμως,
γιά τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι ἡ Ἐκκλησία,
ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία
εἶναι μία Εὐχαριστιακή
κοινωνία, πού πραγματώνει τήν ἀληθινήν
της φύση, ὅταν τελεῖ τόν
Μυστικόν Δεῖπνον καί κοινωνεῖ στό
τελούμενον μυστήριον τό Σῶμα καί
τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Εὐχαριστία
τελεῖται τοπικά σέ κάθε συγκεκριμένην κοινότητα, πού εἶναι
συναγμένη γύρω ἀπό τόν ὀρθόδοξον
ἐπίσκοπόν
της ἤ τόν ἱερέα
της, ἐάν ὁ ἐπίσκοπος
κακοδοξήσει. Πολύ περισσότερον, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος
κοινωνήσει μέ αἱρετικούς καί ἡ
κοινότητα μέ τόν ἱερέα της ἀποτειχιστεῖ ἀπό τόν
τοιοῦτον ἐπίσκοπον
ἤ
μητροπολίτην ἤ πατριάρχην, κατά τούς ιε ΄ Ἱερόν
Κανόνα τῆς ΑΒ ́ Ἱερᾶς
Συνόδου σέ συνδυασμόν μέ τόν 31ον Ἀποστολικόν,
καί ἰδιαίτερα κατά τούς α ΄καί β ́ τῆς Γ ́
Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, κατά τούς ὁποίους ἐκπίπτουν
τῆς ἱερωσύνης
οἱ ἑνούμενοι
μέ τούς αἱρετικούς τοιοῦτοι ἐπίσκοποι.
Γι' αὐτό
κάθε ὀρθόδοξη κοινότητα, καθώς τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν
κάθε Κυριακή, εἶναι ἡ Ἐκκλησία στήν πληρότητά της. Εἶναι ἡ
Καθολική Ἐκκλησία, ἐπειδή
σέ κάθε τοπικήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας
παρίσταται ὁλόκληρος ὁ
Χριστός!
Ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξον
ἱερέα της καί τούς Ὀρθοδόξους
πιστούς εἶναι, ἑπομένως, ἡ
Καθολική Ἐκκλησία στήν πληρότητά της καί χωρίς τόν ἐκπεσόντα αἱρετικόν
καί κακόδοξον ψευδεπίσκοπον, ἐάν
δηλ. ὁ καλούμενος ἐπίσκοπος
κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ αἵρεση, ἐπειδή
σέ κάθε τοπική τέλεση τῆς Εὐχαριστίας
παρίσταται ὁλόκληρος ὁ
Χριστός, ὁ ὁποῖος ἑνώνει
τά ὀρθόδοξα μέλη της, πού συγκροτοῦν τό Σῶμα Της
μέ τήν Κεφαλήν πού εἶναι Αὐτός ὁ
Χριστός!
Ἡ τέλεση τῆς
Θείας Λειτουργίας, ἑπομένως, γίνεται στό Ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως
κακόδοξα δίδαξαν διάφοροι ψευδεπίσκοποι, κυρίως
Νεοημερολογίτες, τά τελευταῖα
χρόνια. Ἡ εἴσοδος
στήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, κατά
τήν ἔναρξη τῆς
Θείας Λειτουργίας, ὅπως
σημειώσαμε, γίνεται μέ τήν ἐπίκληση
τοῦ ὑπερ
πάντων Ὀνόματος τῆς
Παναγίας Τριάδος ἀπό τόν ἱερέα,
πού μετέχει τῆς μιᾶς ἱερωσύνης
τοῦ Χριστοῦ, στήν
ὁποίαν
μετέχει κατά τρόπον, ὥστε ὁ κάθε ἱερεύς
νά μήν κατέχει ἕνα τμῆμα
της, ἀλλά τό ὅλον,
καί ἱερεύς καί πιστοί ἀποτελοῦν τήν
τοπικήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἔχοντας
διακόψει κάθε κοινωνίαν πρός τόν αἱρετικόν
ἐπίσκοπον.
Καί κατ’ ἐξοχήν ἡ ὑπερφυής
μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων δέν γίνεται στό ὄνομα
τοῦ ἐπισκόπου,
ἀλλά ἐπικαλουμένου
τοῦ ἱερέως:
«Ἐπίβλεψον
ἐπ' ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν
Σου, καὶ
καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν
καρδίαν ἀπὸ
συνειδήσεως πονηρᾶς, καὶ ἱκάνωσόν
με τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου
Σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον
τὴν τῆς Ἱερατείας
χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ Σου
ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον
καὶ ἄχραντόν
Σου Σῶμα καὶ τὸ
τίμιον Αἷμα. Σοὶ γὰρ
προσέρχομαι, κλίνας τὸν ἑμαυτοῦ αὐχένα,
καὶ δέομαί Σου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ, μηδὲ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ
παίδων Σου· ἀλλ' ἀξίωσον
προσενεχθῆναί
Σοι ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου
δούλου Σου τὰ δῶρα ταῦτα. Σὺ γὰρ εἶ ὁ
προσφέρων καὶ
προσφερόμενος καὶ
προσδεχόμενος καὶ
διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν».
Ὁ ἱερεύς,
ἀρχόμενος
τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἐπεύ-χεται
μυστικῶς πρός τόν Θεόν Πατέρα: «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος,
ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Σὺ -(σ.σ. ὁ Πατήρ)- ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καὶ
παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω
τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων
εὐχαριστοῦμέν σοι -(σ.σ. τῷ
πατρί)- καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων. Εὐχαριστοῦμέν
σοι καὶ ὑπὲρ τῆς
Λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν
-(σ.σ. τοῦ ἱερέως
καί τοῦ
βασιλείου ἱερατεύματος)-
δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων
καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ
Χερουβεὶμ καὶ τὰ
Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα,
πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.» (Ἐκφώνως:)
«Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα,
κεκραγότα καὶ λέγοντα. Ὁ λαός:
Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς
δόξης σου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι
Κυρίου. Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Ὁ ἱερεὺς
συνεχίζει ἐπευχόμενος μυστικῶς: Μετὰ
τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βοῶμεν καὶ λέγομεν: Ἅγιος εἶ καὶ πανάγιος Σὺ
-(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Ἅγιος εἶ -(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ
πανάγιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡ δόξα σου. Ὃς τὸν κόσμον σου οὕτως ἠγάπησας, ὥστε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσίν, εὐχαριστήσας
καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας,
κλάσας, ἔδωκεν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπὼν (ἐκφώνως:)
Λάβετε,
φάγετε, τοῦτό μού
ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν
κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός:
Ἀμήν. Ὁ ἱερεύς
(μυστικῶς): Ὁμοίως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων (ἐκφώνως:)
Πίετε
ἐξ αὐτοῦ
πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά
μου, τὸ τῆς Καινῆς
Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον,
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός:
Ἀμήν. Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ ἐπευχόμενος
μυστικῶς: Μεμνημένοι
τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ
Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς
τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς
δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας.
-(Σ.σ. ὁ ἱερεύς ἐκφώνως:)
Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ
προσφέρομεν κατὰ πάντα
καὶ διὰ
πάντα. Ὁ λαός: Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν,
σοὶ εὐχαριστοῦμεν,
Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ὁ ἱερεύς
(μυστικῶς): Ἔτι
προσφέρομέν σοι
-(σ.σ. ὁ ἱερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον)-
τὴν
λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον
λατρείαν, καὶ
παρακαλοῦμέν σε
καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν·
κατάπεμψον -(σ.σ. Σύ ὁ
Πατήρ)- τὸ Πνεῦμά σου
τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ
προκείμενα Δῶρα ταῦτα. Ἔπειτα ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ
διάκονος προσκυνοῦσι τρὶς ἔμπροσθεν
τῆς ἁγίας
Τραπέζης, εὐχόμενοι καθ’ ἑαυτοὺς καὶ
λέγοντες: Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἐλέησόν
με. Ὁ διάκονος: Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸν ἅγιον Ἄρτον. Ὁ ἱερεύς -(σ.σ. ἀνιστάμενος
σφραγίζει τρὶς τὸν ἅγιον Ἄρτον καὶ λέγει μυστικῶς): Καὶ
ποίησον τὸν μὲν Ἄρτον
τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸ ἅγιον Ποτήριον. Ὁ ἱερεύς: Τὸ δὲ ἐν τῷ
Ποτηρίῳ τούτῳ,
τίμιον αἷμα τοῦ
Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, ἀμφότερα
τὰ ἅγια. Ὁ ἱερεύς: Μεταβαλὼν τῷ
Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ὁ διάκονος: Ἀμήν· Ἀμήν· Ἀμήν. (Καὶ λαβὼν τὸν
δεδιπλωμένον Ἀέρα, ῥιπίζει
δι' αὐτοῦ τὰ Ἅγια, ὡς καὶ
πρότερον). Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ
μυστικῶς ἐπευχόμενος: Ὥστε
γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος -(σ.σ.
ὁ ἱερεύς
μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἁγιον)-
εἰς
Βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς
παρρησίαν τὴν πρὸς σέ, μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα. Ἔτι προσφέρομέν
σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν, ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων
Προπατόρων, Πατέρων, Πα-τριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν
πίστει τετελειωμένου.»
Καί ἀφοῦ γίνει ὁ καθαγιασμός (ἡ μεταβολή) τῶν τιμίων δώρων σέ Σῶμα καί
Αἷμα Χριστοῦ καί ὑψωθεῖ τό ἀντίδωρον καί εὐλογηθεῖ στό Ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος, τότε
μόνον ὁ ἱερεύς
λέγει, ἀναφερόμενος στόν ἐπίσκοπον,
ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς ἑνότητος
καί προσδιορισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας
του, -ὑπό τήν
βασικήν δηλ. προϋπόθεσιν, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα-, νά
μνησθεῖ ὁ
Κύριος πρῶτα τοῦ ἀρχιεπισκόπου
(ἐκφώνως:) «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος), ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις
ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας.»
Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως, γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν
μνημονεύοντα[95],
εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτοπιστεύοντες καί γιαυτό, ἀκριβῶς, ὅταν κακοδοξήσει ὁ ἐπίσκοπος καί ἀποδεικνύεται
ψευδοδιδάσκαλος τόν ἀποτειχίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί κλῆρος καί λαός καί παύουν τό μνημόσυνόν του.
Ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν καί πάλιν:
'' Ἃπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι'' κατά τόν Μέγαν Ἃγιον Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν.[96]
''... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὃτι ὃσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι, καί ὣσπερ τούτων χωρίζομαι, οὓτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...''[97]
''Φεύγετε οὒν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων...''[98]
Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντικήν, τήν σπουδαίαν,
τήν πρωτεύουσαν θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησίαν, σύμφωνα καί μέ ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται περί ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου.
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον συνεχίζει νά λειτουργεῖ καί δέν ὑπόκειται «εἰς κα-νονικήν κατάγνωσιν»,
σύμφωνα μέ τόν Ἱερόν Κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας
ἤ καθαιρέσεως ἀπό τά
ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά»
δικαστήρια, αὐτή ὡς ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη,
οὐσιαστικά
ἀνυπόστατη, ἐπιβληθεῖσα ἀπό ψευδεπίσκο-πον καί ἑπομένως μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονον, ἄν οἱ διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί ὑπά-κουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχεν καταλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
Οἱ ἄνθρωποι
ἔλεγαν
στόν Ἅγιον Μάξιμον καί
στούς μαθητές του:
"Εἴσαστε
τρελλοί. Πραγματικὰ
θέλετε νὰ μᾶς πῆτε, ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ,
οἱ Πατριάρχαι, ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι
καὶ οἱ
κληρικοὶ καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶναι στὴν αἵρεσιν
καὶ μόνον ἐσεῖς εἴσαστε Ὀρθόδοξοι,
ἐσεῖς πού
οὔτε κἄν ἱερεῖς δὲν εἴσαστε ἀλλὰ ἁπλοῖ
μοναχοί;"
Καὶ ὁ Ἅγιος
Μάξιμος τοὺς ἀπαντοῦσε πολὺ
σωστά:
"Πραγματικὰ ἔτσι εἶναι."Καὶ ἔτσι ἦταν...
Ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς ποὺ
καταδικάστηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν ΣΤ'
Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ὡς αἱρετικοὶ ἦσαν:
Τέσσαρες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας
πάπας Ρώμης, ἕνας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας,
δυὸ Πατριάρχαι Ἀντιο-χείας
καὶ πλῆθος ἄλλοι.
Γιὰ πολλὰ
χρόνια, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς
μοναχὸς καὶ οἱ δυό
του μαθητὲς εἶχαν
δίκαιο καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ
φημισμένοι, δυνατοὶ καὶ σεβαστοὶ
Πατριάρχες καὶ Πάπες ἦσαν σὲ
θανάσιμο σφάλμα καὶ στὴν αἵρεση.[99] Ὁ Ἅγιος
Μάξιμος δὲν
κοινωνοῦσε μὲ
κανένα Ρωμαίικο Πατριαρχεῖον. Γιὰ ἕνα
διάστημα μάλιστα, ἐπὶ Πάπα Ὀνωρίου,
συμμετεῖχεν καὶ ἡ Δύση
στὴν αἵρεση.[100] Ἀπευθύνθηκαν
πρός τόν Ἅγιον καί τόν ἐρώτησαν:
"...Δὲν
κοινωνεῖς μετὰ τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Καὶ εἶπεν: "
Δὲν κοινωνῶ."[101]
Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα χωρία καί τό
τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλίαν του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[102] Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενον εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρίαν; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν …». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος, ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως, ὅτι κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν
τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄
Βατικάνεια Σύνοδον, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιον Θεόν. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί
πνευματο-μαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινόν Θεόν πιστεύουν,
διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱόν δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[103].
Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε
Λειτουργίαν στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Ἐπιβάλλεται νά προσθέσουμε, ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπο-ρεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας[104],
καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά ἐκπορεύται «καί
ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακήν καί ἀντιπατερικήν διδασκαλίαν τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ πιό κραυγαλέα, ὅμως, πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δό-γματος, τό ὁποῖον δέχεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μίαν πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειον «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»[105]
Β. Οἰκουμενισμός ὡς καταδικασμένη αἵρεση
Αἵρεση εἶναι "τὸ ἔν τινι παρεκκλίναι τῶν κειμένων ἡμῖν δογμάτων, περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως" κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον.
Ὁ κηρυσσόμενος Οἰκουμενισμὸς εἶναι μεγίστη αἵρεσις, ἐπειδή μέ τήν αἵρεση αὐτή ἀνατρέπεται ἡ Πίστις στὴν Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν καί ἀνατρέπεται τό μυστήριον τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.
Αὐτὸ δὲν κήρυξαν μέ λόγους καί μέ ἔργα οἱ ἀποστάτες Ἀθηναγορας, Δημήτριος καὶ Βαρθολομαῖος ἐπανειλημμένως καί συστηματικά καὶ ὄχι σποραδικά, ὅπως συσκότιζαν τὴν ἀλήθειαν μοναχοί τῆς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλοι Οἰκουμενιστές σέ διάφορα κείμενά
τους;
Κατὰ πόσον εἶναι σποραδικὲς καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς σημασίας οἱ ἐπίσημες δηλώσεις, τά οὐνιτικά συλ-λείτουργα καί οἱ πανθρησκειακές
συμπροσευχές ὅλων τῶν πατριαρχικῶν καί ἀμέτρητων ἄλλων Οἰκουμενιστῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ παρατίθενται συνεχῶς τά τελευταῖα χρόνια ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πού ἀγωνίζονται κατά τῆς φοβερῆς ἀθέου αἱρέσεως τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί στό ἡμέτερον περιοδικόν, «Ἅγιοι Κολλυβάδες».
1.Τό οἰκουμενιστικόν δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικασμένον ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον!
Ὁ Ἀπελλής θέλησε νά εἰρηνεύσει καί νά ἑνώσει ὅλες τίς παραφυάδες τῆς αἱρέσεως τοῦ Μαρκίωνος ὑπό μίαν ἀρχήν καί ἐξουσίαν. Γιά τόν σκοπόν αὐτόν ἄσκησε ὅλην του τήν ἐπιρροήν, ἐρχόμενος σέ ἐπαφήν μέ τούς ἐπικεφαλῆς τῶν διαφόρων Μαρκιωνιστικῶν ὁμάδων. Δέν ἄργησε, ὅμως, νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι ἦταν δύσκολον νά τούς
πείσει, νά ἐγκαταλείψουν τίς ἀστήρικτες δογματικές διδασκαλίες
τους καί νά υἱοθετήσουν ἐκεῖνες τῶν ἄλλων. Σταμάτησε, λοιπόν, τίς ἄκαρπες διαμεσολαβήσεις. Τό
συμπέρασμά του ἦταν, ὅτι ἔπρεπε νά κτισθεῖ μία ἀνοχή τῆς "ποικιλίας" στήν "πίστη".
Ξεκινῶντας ἀπό τήν ἰδέαν αὐτήν, διατύπωνε ἕνα ἄθεον ἑνωτικόν δόγμα, πού ἀπό τό ὄνομά του ἀποκλήθηκε "τό ἄθεον δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ", μέ τό
περιβόητον σύνθημα: "Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ψιλοκοσκινίζουμε τά πράγματα, ὁ καθένας μπορεῖ νά ἐμμένει στήν πίστη
του, ἐκεῖνοι πού ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον, ἐφ' ὅσον ἔχουν καλά ἔργα θά σωθοῦν." Ἤ πιό ἁπλά: "Δέν εἶναι καθόλου ἀπαραίτητο νά ἐξετάζουμε τίς μεταξύ μας διαφορές. Ὁ καθένας μπορεῖ νά διατηρεῖ τίς πεποιθήσεις
του, διότι ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον καί ἔχουν καλά ἔργα, θά σωθοῦν."
Θά ἦταν περιττόν νά ποῦμε, ὅτι τό δόγμα αὐτό τοῦ Ἀπελλῆ, πρωτοδιατυπώθηκε ἀπό τόν ἴδιον τόν Μαρκί-ωνα, πού ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, μαθητής
τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰωάννη, ἀποκαλοῦσε "πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ", καί εἶναι παντελῶς ἀλλότριον γιά τούς Χριστιανούς.
Τό δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικάσθηκε στήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά, ὅπως ὅλες οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις, ἐμφανίσθηκε καί πάλι μεταγενέστερα.
Ἔτσι τό 384, ὁ Σύμμαχος, ὁ εἰδωλολάτρης ἡγέτης τῆς Ρωμαϊκῆς Συγγλήτου, ἔγραψε στόν αὐτοκράτορα Μεγάν Θεοδόσιον,
κάνοντας ἔκκληση νά εἶναι ἀνεκτικός μέ τόυς εἰδωλολάτρες, διότι, καθώς ἔλεγε, ὑπάρχουν πολλοί δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν Θεό ...
Ἐπίσης, τόν 12ον αἰῶνα, ὁ Ἄραβας φιλόσοφος καί ἰατρός Ἀβερρόης, ἐκδηλώθηκε ὑπέρ μιᾶς ἑνώσεως Χριστιανῶν, Ἑβραίων, Μωαμεθανῶν καί εἰδωλολατρῶν, πρόταση πού συζητήθηκε μέ θέρμη στούς Δυτικούς σχολαστικούς κύκλους.
Παραλλαγές
τοῦ Ἀπελλιανισμοῦ ἐπανεμφανίσθηκαν στήν Δ΄ Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ τό 1215. Τοῦτο προετοίμασε τό ἔδαφος γιά ἑνώσεις ἐπί βάσεως μή δογματικῆς, ὄχι μόνον μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί μέ τούς Μονοφυσίτες καί τούς Νεστοριανούς. Ἔτσι, ὅταν ὁ Κόπτης Πατριάρχης Μακάριος ἑνώθηκε μέ τούς Λατίνους, ὄχι μόνον δέν τόν ὑποχρέωσαν νά ἀποδεχθεῖ τό
filioque, ἀλλά καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά ἀπαλείψει ὁλόκληρη τήν φράση "τό
ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον"
(βλάσφημία καί αἵρεση φοβερή!), ἀρκεῖ μόνον νά ἀναγνώριζε τήν ἑξουσίαν τοῦ Πάπα...
Ὅπως βλέπουμε στά πιό πάνω κείμενα ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένη αἵρεση ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Ἡ κήρυξή της ἐκ νέου στίς ἡμέρες μας δικαιολογεῖ πέρα γιά πέρα τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας μέ τούς
ψευδεπισκόπους πού τήν κηρύσσουν, κατά τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου! Ψευδεπισκόπους μέ
τούς ὁποίους κοινωνεῖ σήμερα παγκοσμίως ἡ Νέα «ἐκκλησία» πού ἔχει κλίνει γόνυ στόν Βάαλ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολικήν καί πατερικήν διδασκαλίαν,
πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξεν ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί
ψευδοπροφῆτες,
ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαίαν Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλον εὐαγγέλιον, «ἕτερον εὐαγγέλιον»[106]
καί δημιουργῶντας
αἱρετικές
παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν
ἐκκλησίες.
Μέ πολλήν αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρίαν τους,
στερούμενοι τῆς
σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra
Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματικήν καί κοινά παραδεκτήν ρήση
τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ.
Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολον τῆς πατερικῆς γραμ-ματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα,
βλέπει κανείς τό ἀνύστακτον, τό ἄγρυπνον ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν
καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά
διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατ-ονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά
νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα
τῆς
Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[107] καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησίαν ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρῶντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού
κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολήν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν.
Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς
καί τήν συνοδικήν ἀποδοχήν τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουν οἱ Νέο-ημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρον Βάπτισμα καί Ἀποστολικήν Διαδοχήν, ὅπως καί τήν συνοδικήν ἔγκριση νά συμφύρονται μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενον
«Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (τοῦ Σατανᾶ)», εὐτελίζοντας τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί καθιστῶντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνον
ψηφιδωτόν τῶν
αἱρέσεων,
δέν θά δυσκολευθεῖ
νἀ
συμπεράνει, ὅτι
ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλεν τό ἐκκλησιολογικόν δόγμα καί εἰσήγαγεν νέαν αἱρετικήν ἐκκλησιολογίαν.
Κατά τόν π. Θεόδωρον Ζήσην, ὁμ. καθηγητήν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσα-λονίκης:
«Ὑπάρχει, λοιπόν, ἀναμφίβολα κατεγνωσμένη
αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, ἔστω καί ἄν πολλοί προσποιοῦνται, ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται
κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα.
Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί
ρήσεις τοῦ (ψευδοπατριάρχη) Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν
τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ (αἱρετικοῦ)
πατριάρχη Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν
δημοσιευθεῖ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό
κείμενον τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλον «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖον ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς (τοῦ Νέου Ἡμερολογίου), οἱ
Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς
Σε-ραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος,
Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρ-νανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας[108]
Σημαντική
εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τί-τλον, «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου», ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[109].
Ἀρκετοί
κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πρα-χθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθο-λομαίου, τά ὁποῖα,
ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του.
Ἔπρεπε, λοιπόν, ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχεν γίνει ἐδῶ
καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες
ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά
καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη.
Τό
ἴδιον ὄφειλαν νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθῶντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν
«Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη
1969-1972 τό μνημόσυνον τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐ-γουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου.
Ἄν αὐτό εἶχεν γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Κρήτης θά ἦσαν
διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδον» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν
ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν
καί θεολόγων.
Τώρα,
μετά τήν ἀτολμίαν, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ
αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια,
τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση
διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε
καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση.
Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία
ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς
καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς
ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[110].
Ξεχνοῦν, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται
ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν,
ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[111].
Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθειαν καί τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί
τήν πλάνην, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ[112]. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια,
καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν
ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς
ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ
καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.
Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγίαν,
τήν δειλίαν, τήν ποιμαντικήν δῆθεν φροντίδα, καί φοβίαν, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικόν
πατριάρχην καί στούς ὁμόφρονές του προκαθημένους καί ἐπισκόπους, νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδον»,
νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμόν μέ συνοδικήν βούλαν καί συνοδικές ὑπογραφές.
Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ
Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ
εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδον» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές
τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιον, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται. ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον.
Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρον «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρον «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[113]καί
ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιον Γρη-γόριον τόν Παλαμᾶν τό τρίτον εἶδος τῆς ἀθεΐας[114],
ἤδη τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει, ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς
«ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[115]
Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑπο-χρεωμένοι νά δεχθοῦν, ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου,
πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ».
Ἐξακολουθητικά
δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος, πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχήν, διάδοση καί ἐφαρμογήν τῶν ἀποφάσεών της.
Γιά τόν λόγον αὐτόν ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγίαν καί διστακτικότητα καί
διασώζοντας τό κῦρος
τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν (ληστρικήν) «Σύνοδον» τό
μνημόσυνον τοῦ
πρωτεργάτη τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης, ἀρχιοικουμενιστῆ «πατριάρχη» Βαρθολομαίου.
2. Συμπέρασμα
Συνοψίζουμε, ἐπικυροῦντες καί ἡμεῖς ὡς συγγραφεύς πλείστων συγ-γραμμάτων-συστημάτων
στό Ἰδιωτικόν Δίκαιον, ἀλλά καί ἀναγνωρισμένων διεθνῶν μελετῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικόν, τοῦ Ἀστικοῦ καί ἐν γένει τοῦ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ὡς θεράπων καί καθηγητής τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης σέ διάφορα πανεπιστημιακά ἱδρύματα ἐπί τριακονταετίαν καί
πλέον, καί ὡς ταπεινός διά-κονος τῆς ὑψίστης ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, τά τῶν μεγάλων ἑρμηνευτῶν τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου:
" Ἐὰν τυχὸν ὁ πατριάρχης, ἢ ὁ μητροπλίτης, ἢ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, καὶ ὄντας αἱρετικὸς κηρύσση τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντὶ νὰ διδάσκη τὴν ἀλήθειαν, συνεχῶς καὶ ἀδιάντροπα, μὲ θρασύτητα, διδάσκει τὰ αἱρετικὰ δόγματα, αὐτοὶ ποὺ ἀποσχίζονται ἀπ’ αὐτόν, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, ὄχι μόνον δὲν τιμωροῦνται γι ̓ αὐτὸν τὸ λόγον, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ ἀξιωθοῦν κάθε τιμῆς, ἐπειδὴ χωρίζουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν αἰρετικῶν· αὐτὸ δηλώνει τὸ ἀποτειχίζοντες (τοῦ κανόνος)· (τὸ γὰρ τεῖχος, τῶν ἐντὸς αὐτοῦ πρὸς τοὺς ἐκτός, χωρισμὸς ἐστιν)· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον· οὔτε σχίσμα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπήλλαξαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα, ὅσον ἦταν δυνατὸν ἀπὸ τὴν πλευράν τους". Αὐτά γράφει ἑρμηνεύοντας τὸν ΙΕ' Ἱερὸν Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου ὁ Ζωναρᾶς .
Τὰ ἴδια διδάσκει καὶ ὁ Βαλσαμών:
" Ἐάν κάποιος χωρισθῆ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπόν του, τὸν μητροπολίτην του ἢ τὸν πατριάρχην του, ὄχι λόγῳ κάποιου προσωπικοῦ ἁμαρτήματός του ἀλλὰ λόγῳ αἱρέσεως, ἐπειδὴ ἐκεῖνος διδάσκει ἐπ ̓ ἐκκλησίας ἀνερρυθριάστως κάποια διδάγματα ξένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, καὶ πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει τελεσίδικη καταδικαστικὴ ἀπόφασις γιὰ τὸν αἱρετικόν, καὶ πολὺ περισσότερον μετὰ τὴν διάγνωσιν, ἐάν ἀποτειχισθῆ, δηλαδὴ χωρίση ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἐπισκόπου του, ὄχι μόνον δὲν θὰ τιμωρηθῆ, ἀλλὰ καὶ θὰ τιμηθῆ ὡς ὀρθόδοξος· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀποσχίσθηκε ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάνει εἶναι ἄξιον ἐπαίνου, διότι δὲν τέμνει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἑνώνει καὶ τὴν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ σχίσμα".
Ὁ δὲ Ἀριστηνὸς τονίζει ἐπίσης:
" Ἐὰν μερικοὶ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν κηρύσσοντα αἵρεσιν, (ἐπίσκοπον κλπ.), πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ σύνοδον ἢ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ὄχι γιὰ κάποιον προσωπικὸν ἔγκλημα, εἶναι ἄξιοι κάθε τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ὡς ὀρθόδοξοι".[116]
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύει τὸ σχετικὸν χωρίον στὸ Ἱερόν Πηδάλιον, ὅπως ἀναλύσαμε ἀντωτέρω, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον:
"Ἐὰν οἱ ρηθέντες πρόεδροι, (ἐπίσκοποι), εἶναι αἱρετικοί, καὶ κηρύσσουν τὴν αἵρεσίν τους δημόσια, καὶ γι’ αὐτὸ χωρίζονται οἱ ὑποκείμενοι σ’ αὐτούς, καὶ πρὶν νὰ γίνη ἀκόμα συνοδικὴ κρίσις γι’ αὐτὴν τὴν αἵρεσιν, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον γιὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς Ὀρθόδοξοι εἶναι ἄξιοι, ἐπειδὴ δὲν προξένησαν στὴν Ἐκκλησίαν σχίσμα μὲ τὸν χωρισμὸν αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν." [117]
Οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος στήν ἐπιστολὴν τους πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, μεταξὺ ἄλλων περιλαμβάνονταν καὶ τὰ ἑξῆς:
" Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ' Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α' καὶ Β' ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων ... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[118]
Ἑρμηνεύει,
τέλος, καί ὁ μεγάλος Σέρβος κανονολόγος
Νικόδημος Μίλας:
"Ἐὰν
ὅμως ἐπίσκοπός
τις ἢ μητροπολίτης ἢ
πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττη δημοσὶᾳ
ἐπ’ ἐκκλησίας
αἱρετικὴν
τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς
τὴν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ
προαναφερθέντες κέκτηνται τὸ δικαίωμα ἅμα
καὶ χρέος νὰ ἀποσχισθῶσι
πάραυτα τοῦ ἐπισκόπου,
μητροπολίτου καὶ πατριάρχου ἐκείνου,
δι’ ὅ οὐ
μόνον εἰς οὐδεμίαν
θέλουσιν ὑποβληθῆ
κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ
θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ
εἰσέτι, καθ’ ὅσον
διὰ τούτου δὲν
κατέκριναν καὶ δὲν
ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τῶν
νομίμων ἐπισκόπων, ἀλλ’
ἐναντίον ψευδεπισκόπων
καὶ ψευδοδιδασκάλων,
οὔτε καὶ
ἐδημιούργησαν
τοιουτοτρόπως σχίσμα, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
ἂλλ’ ἀντιθέτως,
ἀπήλλαξαν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐν
ὅσῳ
ἠδυνήθησαν μέτρῳ τοῦ
σχίσματος καὶ τῆς
διαιρέσεως".[119]
Αὐτὰ, λοιπόν,
διδάσκουν οἱ ἀληθεῖς
διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας,
καί ὁ
Ἅγιος Νικόδημος
ὁ Ἁγιορείτης
στήν ἑρμηνείαν
του, στοὺς
Ἱεροὺς
Κανόνες, ΛΑ' Ἀποστολικόν
καὶ