Τη αυτή ημέρα,
Κυριακή Δευτέρα από του Πάσχα, τα εγκαίνια εορτάζομεν της Χριστού Αναστάσεως·
και την του Αγίου Αποστόλου Θωμά Ψηλάφησιν.
Εγκαίνια ήτοι
μνεία των επισήμων πραγμάτων ήτο συνήθεια εις τους Εβραίους κατ΄ έτος να
γίνωνται, δια να μη λησμονώνται τα μεγάλα και εξαίσια έργα, των οποίων η
ενθύμησις εγίνετο διδασκαλίας και σωτηρίας υπόθεσις. Δια τούτο οι Εβραίοι
πρώτον εν Γαλγάλοις εποίησαν το Πάσχα, εγκαινίζοντες, δηλαδή ανακαλούντες εις
την μνήμην των, την παράδοξον διάβασιν της Ερυθράς θαλάσσης, εις την οποίαν
είδον τους Αιγυπτίους υποβρυχίους από την παντοδύναμον του Υψίστου δεξιάν. Εκ
ταύτης της αιτίας εγκαινίζετο και η Σκηνή του Μαρτυρίου και πολυτελώς εωρτάζετο· εντεύθεν και η Βασιλεία του Δαβίδ και τα άλλα, δια να μη λέγω αυτά εν
προς εν. Επειδή λοιπόν από όλα τα Μυστήρια της Αγίας ημών Πίστεως υπερμέγιστον
και υπέρ πάσαν έννοιαν και λόγον έργον τυγχάνει η του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Ανάστασις, δια τούτο όχι μόνον κατ΄ έτος αυτήν εγκαινίζομεν και εορτάζομεν,
αλλά και πάντοτε και εις κάθε οκτώ ημέρας. Πρώτος λοιπόν εγκαινισμός της
Αναστάσεως είναι η παρούσα Κυριακή, η οποία κυρίως δύναται να λέγηται και ογδόη
και πρώτη· ογδόη μεν, ως από του Πάσχα, πρώτη δε, ως αρχή των άλλων· και πάλιν
ογδόη, ότι εις τύπον και εικόνα λαμβάνεται της ατελευτήτου ημέρας εκείνης της
εν τω μέλλοντι αιώνι· η οποία και πρώτη και μία θέλει είναι βεβαιότατα, καθότι
νύκτα δεν την διαδέχεται. Ταύτα περί των εγκαινίων. Η δε περί του θείου
Αποστόλου Θωμά ιστορία ούτως έχει. Ο θείος ούτος Απόστολος, κεκρυμμένος ων δια
τον φόβον των Εβραίων, έτυχε να λείπη από την συνοδείαν των άλλων Μαθητών, όταν
ο Κύριος κατ΄ αυτήν την Κυριακήν, καθ΄ ην ανέστη, κεκλεισμένων των θυρών, ήλθε
και έστη εις το μέσον αυτών και έδωκεν εις αυτούς τον γλυκύτατον χαιρετισμόν,
την ειρήνην. Ύστερον λοιπόν οι μεν άλλοι Μαθηταί έλεγον, ότι «εωράκαμεν τον
Κύριον» , αυτός δε έλεγεν, ότι αν αυτός δεν βάλη την χείρά του εις την πλευράν
του και τον δάκτυλόν του εις τον τύπον των ήλων, δεν θέλει πιστεύσει. Δια τούτο
ο φιλάνθρωπος Κύριος, φροντίζων και αυτού του ενός την σωτηρίαν και εν ταυτώ
οικονομίαν μεταχειριζόμενος, ίνα δια τούτου πιστώση έτι περισσότερον την
Ανάστασίν Του, πάλιν ύστερον από οκτώ ημέρας, παρόντος και του Θωμά, ήλθε και
πάλιν κεκλεισμένων των θυρών και δεικνύων ότι ήκουσεν εκείνα τα οποία έλεγεν ο
Θωμάς εις τους συμμαθητάς του, τον εκάλεσε και τον προσέταξε να εκπληρώση την
περιέργειάν του ψηλαφών δια των δακτύλων του τας αγίας Του χείρας και την αγίαν
Του πλευράν. Τούτο δε ποιών ο Θωμάς εβόησε μεγάλη τη φωνή από βαθέων ψυχής και
καρδίας: « Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωάν. κ: 28). Δηλοί δε τούτο ότι η
πληγή της πλευράς ήτο μεγάλη τόσον, ώστε εχώρει και την χείρα. Κατά
συγκατάβασιν δε άκραν εγίνοντο ταύτα, δια να πιστωθή η Ανάστασις, καθώς και δια
την αυτήν αιτίαν και έφαγε και έπιεν ο Σωτήρ, καθότι το θείον εκείνο Σώμα δεν
υπέκειτο πλέον μήτε εις αίσθησιν, μήτε εις άλλο τι από τα φυσικά πάθη, άφθαρτον
ήδη γενόμενον. Ο μεν Θωμάς λοιπόν μετά φόβου ωμολόγησεν, ο δε Κύριος τους μη
ιδόντας και πιστεύσαντας εμακάρισεν, ειπών: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και
πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ: 29). Δίδυμος δε λέγεται ο Θωμάς, ή ως με άλλον ομού
γεννηθείς, ή ως έχων κολλημένους τους δύο δακτύλους, ή διότι εδίστασεν εις την
Ανάστασιν. Άλλοι δε είπον, ότι το Θωμάς όνομα, δίδυμος ερμηνεύεται. Δευτέρα
εστάθη αύτη η φανέρωσις του Χριστού ενώπιον πάντων των Μαθητών· τρίτη η επί της
θαλάσσης της Τιβεριάδος· είτα εις Εμμαούς φαίνεται· πέμπτον εν Γαλιλαία· και
καθώς λέγεται ενδεκάκις εφάνη, έως ου ανελήφθη, πολλά και υπερφυή σημεία ποιών
ενώπιον των Μαθητών μετά την Ανάστασιν, διότι εις τους πολλούς ταύτα δεν τα
εδείκνυε, τα οποία οι Ευαγγελισταί άφησαν και δεν τα έγραψαν, επειδή δεν ήτο
δυνατόν ταύτα να τα ακούουν ο κοινός λαός και οι άνθρωποι οι εις τον κόσμον
αναστρεφόμενοι, διότι ήσαν κατά πολλά υψηλά και υπερφυσικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου