Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο δεν έ­χει θε­ο­λο­γι­κή βά­ση ού­τε α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση. Στη­ρί­ζε­ται σα­φώς σε κο­σμι­κού χα­ρα­κτή­ρα νο­ο­τρο­πί­α ε­ξου­σί­ας-δι­α­κο­νί­ας. Α­να­τρέ­πει την α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή δο­μή του μυ­στη­ρια­κού σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας, σχε­τι­κο­ποι­εί και πρα­κτι­κώς κα­ταρ­γεί τη Συ­νο­δι­κό­τη­τα ως α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α του σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας και ει­σά­γει το κο­σμι­κό φρό­νη­μα σ’ αυ­τήν, α­κυ­ρώ­νει την ι­σο­τι­μί­α των ε­πι­σκό­πων και ι­δι­ο­ποι­εί­ται την α­πό­λυ­τη δι­οι­κη­τι­κή ε­ξου­σί­α ε­φ’ ό­λης της Εκ­κλη­σί­ας, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ου­σι­α­στι­κά τον Θε­άν­θρω­πο και το­πο­θε­τών­τας ως ο­ρα­τή κε­φα­λή έ­ναν άν­θρω­πο, και με τον τρό­πο αυ­τό ε­πα­να­λαμ­βά­νει θε­σμι­κά πλέ­ον το προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα. Και, ό­πως με το F­i­l­i­o­q­ue κα­τα­λύ­θη­κε στη Δύ­ση θε­σμι­κά η ι­σο­τι­μί­α των προ­σώ­πων της Α­γί­ας Τριά­δος και ει­δι­κό­τε­ρα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το ο­ποί­ο κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μά υ­πο­βι­βά­στη­κε στην ον­το­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α των κτι­σμά­των, έ­τσι και με το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο, θε­σμι­κά, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται η α­που­σί­α της χα­ρι­σμα­τι­κής πα­ρου­σί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στο εκ­κλη­σι­α­στι­κό σώ­μα, το ο­ποί­ο ου­σι­α­στι­κά με­ταλ­λάσ­σε­ται α­πό θε­αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό σε αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Τέ­λος, η θε­ρα­πεί­α της πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κής ε­κτρο­πής των Πα­πι­κών μπο­ρεί να α­να­ζη­τη­θεί μό­νον στην εν τα­πει­νώ­σει ε­πι­στρο­φή τους στην πα­ρα­δο­σια­κή Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Α­να­το­λής.

Για να γίνουν αντιληπτές με σωστή ερμηνεία οι παραβολές,

Για να γίνουν αντιληπτές με σωστή ερμηνεία οι παραβολές, οι διηγήσεις και το κήρυγμα της Αγίας Γραφής, πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητό το κατ’ επίνοια περιεχόμενο της. Μόνο κατ’ επίνοια ερμηνεύεται η αδιαίρετη διάκριση της τριάδας ή της δυάδας στον Θεό και ο συμβολισμός της ύπαρξης τους.

Του Ασλανίδη Σταύρου .

 

Ο Θεός είναι Ασχημάτιστος, Άποσος και Αχώρητος. Μπορεί οι άγγελοι να ονομάζονται αόρατοι και ασώματοι, ωστόσο αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εντελώς σχετικά σε σχέση με τον Θεό. Δηλαδή, οι άγγελοι, συγκρινόμενοι με τον Θεό, έχουν και υλική οντότητα και συγκεκριμένη υλική μορφή κατά το “είναι” τους. Για αυτό τον λόγο μπορούν να έχουν σχήμα και να αποτυπώνονται σε σύμβολα. Αυτό δεν συμβαίνει στον Θεό, επειδή μόνο οι άγγελοι χωρούν χρονικά και τοπικά μέσα σε σύμβολα και βρίσκονται κάθε στιγμή σε ένα και μόνο τόπο. Ο Θεός ως προς τα κτίσματα πλην ενός είναι αχώρητος. Ωστόσο χώρεσε και ενανθρώπησε μία φορά και για πάντα, χωρίς να παύσει να είναι αχώρητος. Επιπλέον, είναι πανταχού παρών και δεν μπορούμε να Τον συναντήσουμε πουθενά, ενώ ταυτόχρονα Τον συναντάμε το Πλήρωμα της Θεότητας Του στο Πρόσωπο του Χριστού.