Ἡ ἀρετὴ τῆς ἁγνότητος -- π. Διονύσιος Τάτσης

 Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ

Στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στὴ ζωή τους δὲν τηροῦν τὶς ἐντολές. Ζοῦν χωρὶς ἠθική. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μιλοῦν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς ἁγνότητας ἢ καλύτερα τὴ χλευάζουν καὶ τὴν περιφρονοῦν. Θεωροῦν ἀφύσικο νὰ εἶναι κανεὶς ἁγνός. Καὶ ὅμως τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦς αὐτὸ εἶναι. Δίχως τὴν ἁγνότητα δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε στὴ σωτηρία καὶ στὴ μέλλουσα μακαριότητα. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μᾶς προτρέπει: «Πλησιάστε τὸν Θεό, καὶ θὰ σᾶς πλησιάσει κι ἐκεῖνος. Καθαρίστε τὰ χέρια σας οἱ ἁμαρτωλοί, κι ἐξαγνίστε τὶς καρδιές σας οἱ δίγνωμοι. Θρηνῆστε καὶ πενθῆστε καὶ κλάψτε. Ἂς γίνει τὸ γέλιο σας πένθος καὶ ἡ χαρά σας θλίψη. Ταπεινωθεῖτε μπροστὰ στὸν Κύριο, κι ἐκεῖνος θὰ σᾶς ἀνεβάσει ψηλά» (δ´ 8-10). Ὁ δρόμος τῆς ἁγνότητας προϋποθέτει σταθερότητα στὴν ἀπόφαση. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι ἁγνὸς καὶ κάποτε - κάποτε νὰ στρέφεσαι καὶ πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο. Οἱ δίγνωμοι δὲν εἶναι ἁγνοί. Δὲν μποροῦν νὰ πετύχουν τὸν ἐξαγνισμό τους καὶ νὰ πλησιάσουν τὸν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπευθυνόμενος στοὺς Ἐφεσίους, μιλάει γιὰ τὴν τέλεια ἁγνότητα, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἔχουν οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι: «Ἀφοῦ ἀνήκετε στὸν Θεό, δὲν πρέπει οὔτε κἄν λόγος νὰ γίνεται μεταξύ σας γιὰ ἀκολασία καὶ κάθε εἴδους ἠθικὴ ἀκαθαρσία καὶ πλεονεξία. Ἐπίσης δὲν σᾶς ταιριάζει ἡ αἰσχρότητα, τὰ ἀνόητα λόγια καὶ τὰ βρώμικα ἀστεῖα· αὐτὸ ποὺ σᾶς ταιριάζει εἶναι λόγια εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό. Γιατί, νὰ τὸ ξέρετε καλά, κανένας ἀπ᾽ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία - ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλωνδὲν θὰ ἔχει μερίδα στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ» (ε´ 3-5). Ὁ ἁγνὸς ἄνθρωπος εἶναι προσεκτικὸς σὲ ὅλα. Ἀνησυχεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀποφεύγει καὶ τὶς μικρὲς ἁμαρτίες καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκει γίνεται τὸ φωτεινὸ παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ζητοῦσε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ τὸν μαθητή του Τιμόθεο, ποὺ σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶχε ἀναλάβει ἔργο κηρυκτικό: «Νὰ γίνεις ὑπόδειγμα γιὰ τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ λόγο, μὲ τὴν συμπεριφορά σου, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, μὲ τὴν πίστη, μὲ τὴν ἁγνότητα» (Α´ Τιμ. δ´ 12).

 

2.    Δύσκολον κατόρθωµα

Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἁγνότητας εἶναι εὔκολος. Ἔχει πολλὲς δυσκολίες καὶ πολλοὺς πειρασμούς. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀκατόρθωτος ἢ ὁδηγεῖ σὲ κατήφεια καὶ ἀπόγνωση. Κάθε ἄλλο. Εἶναι πορεία ποὺ δίνει χαρὰ καὶ τρέφει ἐλπίδα σωτηρίας. Δημιουργεῖ ψυχικὴ εὐφορία καὶ μεταφέρει τὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὶς δυσκολίες τοῦ ἀγώνα τῆς ἁγνότητας καὶ τὰ μέσα ποὺ χρειάζονται, γιὰ νὰ ἔχει διάρκεια καὶ ἐπιτυχία, λέει τὰ ἑξῆς: «Γνωρίζω τὴ μεγάλη δυσκολία τοῦ πράγματος, γνωρίζω τὴν ἔνταση αὐτῶν τῶν ἀγωνισμάτων, γνωρίζω τὴ σκληρότητα τοῦ πολέμου. Χρειάζεται ψυχὴ ἀγωνιστική, ἀποφασιστικὴ καὶ ριψοκίνδυνη, γιὰ νὰ νικήσει κανεὶς τὶς σαρκικές ἐπιθυμίες. Γιατὶ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ περπατάει κανεὶς πάνω στὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ μὴ καίγεται, νὰ βαδίζει πάνω στὸ ξίφος καὶ νὰ μὴ πληγώνεται. Τόσο μεγάλη δηλαδὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας, ὅση εἶναι ἡ δύναμη τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ σιδήρου. Ἂν ἑπομένως ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ἀνάλογα προετοιμασμένη, ὥστε νὰ μὴ ὑποχωρεῖ μπροστὰ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, θὰ αὐτοκαταστραφεῖ γρήγορα. Χρειαζόμαστε λοιπὸν σκέψη καθαρὴ σὰν τὸ διαμάντι, μάτι ἀκοίμητο, μεγάλη ὑπομονή, ἰσχυρὰ ψυχικὰ τείχη, ἐξωτερικοὺς τοίχους καὶ μοχλούς, ἄγρυπνους καὶ γενναίους φύλακες, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν ἄνωθεν βοήθεια. Γιατί, «ἐὰν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν φυλάξει τὴν πόλη, μάταια ἀγρύπνησαν οἱ φρουροί της». Πῶς λοιπὸν θὰ ἑλκύσουμε τὴ βοήθεια αὐτή; Ὅταν συνεισφέρουμε ὅλα ὅσα ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς, δηλαδὴ καθαρὴ σκέψη, ἐντατικὴ νηστεία καὶ ἀγρυπνία, ἀκριβὴς τήρηση τῶν νόμων, ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ βασικότερο ἀπὸ ὅλα νὰ μὴ ξεθαρρεύουμε μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἡ μάχη διεξάγεται μὲ μιὰ βιολογικὴ ἀνάγκη, ὁ ζῆλος μας πρέπει νὰ ἀποβλέπει πρὸς τὸν ἀγγελικὸ βίο, ὁ δρόμος μας εἶναι παράλληλος πρὸς τὸν δρόμο τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων. Τὸ χῶμα καὶ ἡ στάχτη ἀγωνίζονται νὰ ἐξισωθοῦν μὲ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ ζοῦν στὸν οὐρανό καὶ ἡ φθορὰ συναγωνίζεται τὴν ἀφθαρσία» (Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰω. Χρυσοστόμου, τόμος Α´, 1993, σελ. 329 -330).

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί αναγέννησιν όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννησιν πτωμάτων. Διότι αφ΄ ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήϊνον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα. Τα δε πράγματα έχουν ούτω, διότι η Σύνοδος ενέμεινεν επιμόνως εις το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα=του ανθρώπου. Θεωρούμενοι από την σκοπιάν του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ουμανισμοί κατά το μάλλον ή ήττον ομοιάζουν με εγκληματικάς ουτοπίας, διότι εν ονόματι του ανθρώπου φονεύουν κατά διαφόρους τρόπους και εξοντώνουν τον άνθρωπον ως ψυχοφυσικήν οντότητα. Όλοι οι ουμανισμοί επιτελούν ένα αλογίστως τραγικόν έργον:  διϋλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον. Δια δε του δόγματος περί του αλαθήτου του πάπα το έργον αυτό έχει αναχθή εις δόγμα. Όλα αυτά όμως είναι φρικτά, φρικτότατα. Διατί; Διότι το ίδιον δόγμα περί του αλαθήτου του ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η ανατριχιαστική κηδεία του κάθε ουμανισμού, από του βατικανού, του αναχθέντος εις δόγμα, μέχρι του σατανικού ουμανισμού του Σαρτρ. Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον Ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θυέλλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρωπον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους.