Η θεωρία των Κλάδων

         Η θεωρία των Κλάδων επινοήθηκε από τον Προτεσταντισμό για να μην χάσουν την εκκλησιαστικότητα, τον δεσμό με την Εκκλησία όλες οι παραφυάδες οι προτεσταντικές που ξεφυτρώνουν συνεχώς. Και από την πλευρά αυτή, με προτεσταντική δηλαδή εκκλησιολογία, δικαιολογείται ο τίτλος «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», όπου στεγάζονται ισότιμα όλες οι προτεσταντικές ομάδες. Δεν δικαιολογείται η δική μας συμμετοχή, σαν να είμαστε κι εμείς μια τέτοια παραφυάδα, και συναποτελούμε με όλους αυτούς την Εκκλησία. Δεν δικαιολογείται για μας επίσης ούτε ο όρος «ένωση των εκκλησιών». Η ενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, έστω και αν υπάρχουν αιρέσεις και σχίσματα, που δεν έλειψαν στη ζωή της Εκκλησίας, με μεγάλο αριθμό οπαδών και σε μεγάλη γεωγραφική και εθνολογική έκταση. Η έκπτωση και η αποκοπή μιας χώρας ή ενός έθνους από την καθολική την οικουμενική Εκκλησία, δεν παραβλάπτει την ενότητα της Εκκλησίας. Το δένδρο παραμένει ενιαίο, όταν αποκοπεί ένα κλαδί του, όπως και το κλήμα όταν αποκοπεί η κληματόβεργα. Γι΄αυτό όπως ορθά παρατηρήθηκε «η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να θεωρί τις καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες των δυτικών χωρών, ως τις νόμιμες και αυθεντικές τοπικές εκκλησίες αυτών των χωρών. Χωρισμένες από τον κορμό της Ορθοδοξίας, οι εκκλησίες αυτές δεν είναι πια σε σχέση με την ορθόδοξη πίστη, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία του Χριστού, παρούσα σ΄αυτές τις χώρες. 

 

 Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ[:Πράξεις 1,1-12]

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

Ες τν νάληψιν το Χριστο: «Θες φανερώθη ν σαρκί … ἀνελήφθη ν δόξ»

[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 24-5-2001]

Η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου, μένει έκθαμβη μπροστά στο γεγονός της Αναλήψεως στον ουρανό του ιδρυτού της και Κυρίου της. Έζησε την Σάρκωσιν του Θεού Λόγου, Τον είδε να κηρύττει ως «ξουσίαν χων», Τον θεώρησε επί του Σταυρού, διεπίστωσε την Ανάστασή Του και τώρα Τον βλέπει με δέος να ανέρχεται μετά σαρκός εις τον ουρανόν. Αυτός ο κύκλος, ή αυτή, αν θέλετε, η βύθισις του Θεού Λόγου μέσα στη δημιουργία Του και η εκ νέου ανάδυσή Του, αφού στάθηκε «σκυλευτής», λαφυραγωγός των ιδίων Του κτισμάτων, που ο διάβολος είχε ιδιοποιηθεί, άφησε εκπλήκτους τους ανθρώπους. Όλη αυτή την ιστορία –του εκτός ιστορίας Θεού, βέβαια- με λακωνικό τρόπο και ποιητικό ταυτόχρονα, εκφράζει ο απόστολος Παύλος στην πρώτη του επιστολή στον Τιμόθεο. Γράφει: «Κα μολογουμένως μέγα στ τ τς εσεβείας μυστήριον· Θες φανερώθη ν σαρκί, δικαιώθη ν Πνεύματι, φθη γγέλοις, κηρύχθη ν θνεσιν, πιστεύθη ν κόσμνελήφθη ν δόξ». Είναι στο τρίτο κεφάλαιο της πρώτης προς Τιμόθεον επιστολής. Το κείμενο αυτό είναι μία συντομοτάτη περίληψις του Χριστιανισμού. Και μάλιστα, για λόγους αναδείξεως, αρχίζει με την Ενανθρώπηση και τελειώνει με την Ανάληψη.