Παπουλάκος (Χριστοφόρος): Δεν ωφελούν σε τίποτα οι κλάψες. Χρειάζεται καινούργιος ξεσηκωμός, καινούργια Άγια Λαύρα.

Ο Χριστοφόρος βουβός σιγόκλαιγε και πότιζε με δάκρυα τα σανίδια του κελιού και το ράσο του.                                

–Δεν φτάνει να πονούμε και να κλαίμε, Χριστοφόρε, φώναξε ο Κοσμάς. Η καινούργια επιδρομή είναι χειρότερη από του Ιμπραήμ. Κείνος σκότωνε κορμιά κι αφάνιζε το βιος μας, αλλά αυτοί σκοτώνουν τις ψυχές μας. Ό,τι ιερό φυλάξαμε τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ποδοπατιέται, ό,τι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστήλι, γκρεμίζεται. Σε τέτοιο γιουρούσι του σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση του Χριστού, άρνηση της Πίστης και παράδοση στο διάβολο. Προδίνουμε τον αγώνα του εικοσιένα, το αίμα που χύθηκε στο Μεσολόγγι, στ΄ Αρκάδι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια στα Ψαρά… Ιούδες γινόμαστε Χριστοφόρε και το κακό δε σταματά ως εδώ…                                                                           

--Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, έχει κι άλλο; Ψιθύρισε με πνιγμένο λυγμό ο Χριστοφόρος.                                                        

–Έχει πολλά και φριχτά, αποκρίθη ξαναμμένος  ο Κοσμάς. Είναι ότι οι γραμματισμένοι του Έθνους, σκλαβωμένοι στους μασόνους της Φραγκιάς, έχουν ολότελα στραβωθεί, κι αντίς να βλέπουν σ΄ όλα τούτα το μελλοντικό αφανισμό του έθνους, τα λογαριάζουν σωστικά. Οι άντρες που μας κυβερνούν χάσανε το φως τους και δεν ξέρουν να ξεχωρίσουν ποια η διαφορά ανάμεσα σκοτάδι και φως. Ψευτίσαμε τα ζύγια που άλλοτε ζύγιαζαν το καλό και το κακό, την αλήθεια και το ψέμα. Ο διάβολος με χίλιες μορφές μας παραστέκει. Δε λέω πως αν την κορόνα του έθνους φορούσε Ορθόδοξος κυβερνήτης, κι αν η εκκλησία συνέχιζε τον αιωνόβιο δρόμο της, πως θάλειπε η αμαρτία. Αλλά λέω πως θάχαμε το μέσο να την ξεχωρίζουμε και να μην την μπερδεύουμε με το καλό. Τώρα όχι μόνο την μπερδεύουμε, αλλά το καλό πνίγηκε μέσα στη θάλασσα της αμαρτίας.                                                                                                                                                            

Ο Χριστόφορος τον κοίταξε στα μάτια.                             

–Έχεις δίκιο, του είπε. Δεν ωφελούν σε τίποτα οι κλάψες. Χρειάζεται καινούργιος ξεσηκωμός, καινούργια Άγια Λαύρα.   

–Και καινούργια Ψαρά, πρόσθεσεν ο Κοσμάς. Τούτος ο οχτρός είναι χειρότερος απ΄ τον Τούρκο. Εκείνος ποτέ δε μας τόκρυψε πως μας λογάριαζε σκλάβους, ενώ τούτος μας ξεγελά πως είμαστε τάχα λεύτεροι, ενώ έχει σκλαβώσει και τις ψυχές μας ακόμη. Δε φτάνει λοιπόν ο λόγος κι ο ξεσηκωμός, αλλά χρειάζεται και κάτι άλλο….                                               

–Τι; Ρώτησεν ο Χριστοφόρος.                                          

–Μάρτυρες, αδελφέ Χριστοφόρε, μάρτυρες. Αίμα, για να ποτιστεί και να φουντώσει η λευτεριά του Χριστού, η πραγματική λευτεριά. Ο σατανάς έχει τρανό βασίλειο στη γη. Έχει του χεριού του βασιλιάδες, αρμάδες, καλαμαράδες, γητειές και γητειές, που μόνο στο αίμα μας μπορούν να πνιγούν. Αν δεν χύσουν καινούργιοι μάρτυρες το αίμα τους κανένας ωκεανός δεν είναι τόσο βαθύς και τόσο πλατύς, για να πνίξει τόση αμαρτία. Όσοι από μας ξεκινήσουμε, πρέπει να το ξέρουμε πως ο δρόμος μας, γυρισμό δεν έχει. Οδηγός μας, ας σταθεί ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Προφητική φωνή του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. (Αφιερωμένη σε όσους συγχέουν την Εκκλησία με την Ιεραρχία)

Ούτε εκ του υπουργείου ούτε εκ της Συνόδου αναμένομεν γενναίον τι  δια την Εκκλησίαν. Η τελευταία μάλιστα απεδείχθη ανίκανος όλως, αφ΄ ης ημέρας ιδρύθη εν Ελλάδι, να διαπράξη αγαθόν τι υπέρ της Εκκλησίας. Τουναντίον μάλιστα και έβλαψε ταύτην καιρίως παραγνωρίσασα όλως τον αληθή αυτής προορισμόν και θεωρήσασα εαυτήν μέχρι τούδε απλούν εργαστήριον δεσποτάδων και  παπάδων, ους στρατολογούσα συνήθως εκ της κοινωνικής υποστάθμης, άνευ ελέγχου παιδείας και ηθικής, εξαποστέλλει αυτούς ουχί ως ποιμένας, αλλ΄ ως λύκους βαρείς, μη φειδομένους του ποιμνίου του Κυρίου. Παρά τοιούτου σωματείου επαναλαμβάνομεν και πάλιν, ότι ουδέν απολύτως αγαθόν  έχομεν να προσδοκώμεν. Πάσας τας ελπίδας ημών αναθέτομεν εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν εκείνων, οίτινες ακμαίον έτι διασώζοντες αυτοί το θρησκευτικόν αίσθημα και κηδόμενοι της τιμής και αξιοπρεπείας της Εκκλησίας και της  θρησκευτικής διαπαιδαγωγήσεως του Έθνους ημών θέλουσι και δύνανται να συντελέσωσιν εις ανύψωσιν του εκκλησιαστικού γοήτρου και εις αναρρίπισιν του θρησκευτικού παρ΄ ημίν αισθήματος.

«ΕΦΗΜΕΡΙΣ»  7-4-1888.

Τη ΛΑ΄ (31η) Ιουλίου, η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ του εν ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ,

ένθα απόκειται η ΑΓΙΑ ΣΟΡΟΣ και προεόρτια του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του Τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.                                                                                                                                                               

Κατά την ημέραν ταύτην επεκράτει συνήθεια να εκφέρηται εκ του παλατίου του βασιλέως το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να προπέμπηται πλησίον της μεγάλης Εκκλησίας· προϋπήντα δε αυτό ο δεύτερος ιερεύς εκ των Κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρώτον έφερεν αυτό εις τον μικρόν βαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντλητηρίω, έπειτα δε εισήγαγεν αυτό εις το άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας. Εκ δε του αγίου Βήματος εξήγον τον Σταυρόν, και περιέφερον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης Αυγούστου, ότε προεπέμπετο πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού υπό των Διαιταρίων και του μεγάλου Παππία. Αύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διότι εις τας πρώτας δεκαπέντε ημέρας του Αυγούστου επιπολάζουσι συνήθως ασθένειαι περισσότεραι ή κατά τους άλλους μήνας· όθεν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, περιφερόμενος εις την Πόλιν, ηγίαζε τον αέρα δια της παρουσίας του, και τας οικίας και τας αγυιάς και τας πλατείας, υγείαν παρέχων εις όλους εκείνους, πλησίον των οποίων διήρχετο ή τους οποίους προσήγγιζεν.