«Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12).
Η δογματική προσέγγιση του Παλαιού των Ημερών και της Προσκύνησης του Θεού
του Ασλανίδη Σταύρου (από συνέχεια...)
Το Αδιαίρετο του Θεού. Η Διάκριση στον Θεό, στην υμνολογία.
Την αδιαίρετη διάκριση την μαρτυρεί και η υμνολογία και η πατερική γραμματεία. Διαχωρίστηκαν λίγα κείμενα και θα αναφερθούμε σε αυτά, σύμφωνα πάντα με το πώς εμείς κατανοούμε τη θεολογία τους. Στόχος είναι να φανεί η προβολή της τριθεΐας και της χριστομαχίας μέσα από την τριπρόσωπη παράσταση του Θεού, που αμαυρώνει τις εκκλησίες.
Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) : Άνθρωπος και Θεάνθρωπος.
Εις την Εκκλησίαν ο Θεός είναι τα πάντα εν πάσι δια τον άνθρωπον… Η Εκκλησία είναι η τελειοτάτη οργάνωσις, διότι είναι ο τελειότατος οργανισμός, θεανθρώπινος οργανισμός. Εν αυτή ενώνονται ο Θεός και ο άνθρωπος εις ένα πνευματικόν-κεχαριτωμένον θεανθρώπινον οργανισμόν: ο Θεός ζη εν τω ανθρώπω και δια του ανθρώπου, και ο άνθρωπος ζη εν τω Θεώ και δια του Θεού. Ο άνθρωπος υποτάσσεται εκουσίως εν παντί εις τον Θεόν, τελειούται δια του Θεού, «αύξει την αύξησιν του Θεού»—εις «άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Κολ. 1, 10. Εφ. 4, 13)--,αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος. Τα πάντα εδώ γίνονται εν τω πνεύματι της θεανθρωπίνης συμβιώσεως, της θεανθρωπίνης συν-ζωής, της θεανδρικής συνεργασίας, της θεανδρικής ισορροπίας και πληρότητος. Δια τούτο η Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή κοινωνία. εν αυτή τελειοποιείται και το άτομον δια της κοινωνίας και η κοινωνία δια του ατόμου, αμφότερα όμως λαμβάνουν τας δυνάμεις δια τον σκοπόν αυτόν από τον Χριστόν, ο Οποίος είναι ταυτοχρόνως κεφαλή και της κοινωνίας, ως ολότητος, και εκάστου ανθρώπου, ως προσώπου. Όθεν εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει ούτε αληθινή κοινωνία ούτε αληθινόν πρόσωπον.