ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ

 «Αρμόδιο οργανο για κρίνει την αίρεση ή το σχίσμα σε μία τοπική εκκλησία και να αναθεματίσει την αιρεση ή το σχίσμα είναι η σύνοδος των επισκόπων της τοπικής εκκλησίας . Οπως επίσης ειναι αρμόδια να καθαιρέση τους αρχιερείς και ιερείς που πρωτοστατούν ή επιμένουν σε αυτή και να τους αναθεματίσει».


Σχόλιον: Ἄν τό κείμενον αὐτό ἀνηρτήθη ὡς ἀπάντησις στό δικό μου ἄρθρον, ὅπου γράφω ὅτι τό 2002 ὁ Βαρθολομαῖος δέν εἶχε δικαίωμα νά κηρύξῃ τούς Ἐσφιγμενίτας «σχισματικούς», διότι ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἦτο ἐγκαλούμενος καί ὁ Βαρθολομαῖος, ἦτο ἡ μόνη ἁρμοδία νά κρίνῃ τό θέμα, τότε ἀπαντῶ ὡς ἑξῆς: Τό κείμενον αὐτό ἰσχύει ὅταν τό σχίσμα ἤ ἡ αἵρεσις κηρύττεται εἰς μίαν μόνον τοπικήν ἐκκλησίαν. Εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτό προφανῶς δέν ἰσχύει, διότι ἀπό τό 1902 καί ἐντεῦθεν ὁ Οἰκουμενισμός κηρύσσεται παγκοσμίως μέ ἐγκυκλίους (1902, 1920) καί πράξεις, ὅπως ἡ εἰσαγωγή τοῦ ν. ἡμερολογίου (1924). Τό πρᾶγμα κατέστη ἀπολύτως φανερόν μέ τήν ἵδρυσιν τοῦ Π.Σ.Ε. τό 1948, μέ τήν «ἄρσιν» τῆς ἀκοινωνησίας μέ τόν «πάπαν» (7-12-1965), μέ τίς συμφωνίες ἑνώσεως μέ τούς μονοφυσίτας (Σαμπεζύ, 1990) καί μέ τούς παπικούς (Balamand, 1993) κ.λπ. Ἐπίσης, τό 1983 ἡ ΡΟΕΔ ἀνεθεμάτισε τόν Οἰκουμενισμόν. Συνεπῶς, τό 2002 τό θέμα εἶχε ἤδη λάβει παγκοσμίους διαστάσεις καί ἀπητεῖτο Πανορθόδοξος ἀπόφασις. Ἡ ἀπόφασις τοῦ Βαρθολομαίου κατά τῶν Ἐσφιγμενιτῶν (Δεκ. 2002) εἶναι παράνομος καί γελοία τόσον λόγῳ τῆς ἀναρμοδιότητός του ὅσον καί λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ ἴδιος ἦτο ὑπόδικος ἐνώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου.