Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.



ν συνεχεί ες τόν λίβελλον κάνει μολογία πίστεως καί καταδικάζει λες τίς αρέσεις μέ λεπτομερ ναφορά ες τήν Εκονομαχία. Τελειώνοντας δέ ναφέρει τά ξς: «Τατα μέν οτως μολογ, καί τούτοις συγκατατίθεμαι, καί ξ λης καρδίας καί ψυχς καί διανοίας ποφαίνομαι. άν δέ, περ πέστω, κ διαβολικς προσβολς ν οἱῳδήποτε χρόν κουσίως κουσίως διαστραφ κ τν π’ μο τούτων προωμολογημένων, νάθεμα σομαι πό το πατρός καί το υο καί το γίου πνεύματος, καί τς καθολικς κκλησίας, καί παντός ερατικο τάγματος λλότριος. Φυλάξω δέ κατά τούς θείους Κανόνας τν τε γίων ποστόλων καί τν θεσπεσίων πατέρων μν, αυτόν πό πάσης δοσοληψίας καί ασχροκερδείας» (π. ν., 3, 230). δ βλέπομε τόν πίσκοπο νά ναθεματίζη διος τόν αυτόν του, ν στό μέλλον
καθ’ οονδήποτε τρόπο ρνηθ τήν ρθοδοξία. ρνησις, ες τό σημεον ατό, θεωρεται μή ποτείχισις πό τούς αρετικούς, ο ποοι κατεχον τήν κκλησιαστική ξουσία. ταν ν συνεχεί νέγνωσε τόν λίβελλο καί δεύτερος πίσκοπος, γ. Εθύμιος πίσκοπος Σάρδεων επε:
«Ελογητός Θεός νώσας ατόν τ καθολικ κκλησί» (π. ν., 3, 730). Δηλαδή διά τς αρέσεως πίσκοπος εχε ξέλθει τς κκλησίας, στω καί ν το νωμένος μέ Συνόδους καί Πατριάρχες καί μέ τήν μετάνοια καί πιστροφή στήν ρθόδοξο πίστι νώθηκε καί εσλθε στήν κκλησία.
ταν νέγνωσε τόν λίβελλο τρίτος πίσκοπος, γινε συζήτησις, ν θά τούς δεχθον πλς ς μετανοοντας θά πρεπε νά τούς ποδώσουν καί τούς πισκοπικούς θρόνους:
«Ταράσιος γιώτατος πατριάρχης επε δοκε μν τούς θρόνους ατν πολαμβάνειν;
Ο ελαβέστατοι μοναχοί επον · καθώς δέξαντο α γιαι καί οκουμενικαί ξ σύνοδοι τούς ξ αρέσεως πιστρέφοντας, καί μες δεχόμεθα. γία σύνοδος επεν · ρέσκει πσιν μν. καί κελεύσθησαν ,τε ελαβέστατος Βασίλειος πίσκοπος γκύρας,
καί Θεόδωρος ελαβέστατος πίσκοπος το μμορίου, καθίσαι ες τούς βαθμούς καί ες τάς καθέδρας ατν»(π. ν., 3, 231).
Βλέπομε λοιπόν φανερά τι Σύνοδος πεφάσισε νά μήν τούς τιμωρήση, λλά νά τούς ποδώση και τούς πισκοπικούς θρόνους, φ’ σον μετενόησαν καί πεσχέθησαν νά μήν ρνηθον πάλι τήν ρθόδοξο πίστι. παρατήρησις τν μοναχν καί ποδοχή τς Συνόδου τι «καθώς δέξαντο α γιαι καί οκουμενικαί ξ σύνοδοι τούς ξ αρέσεως πιστρέφοντας καί μες δεχόμεθα», σημαίνει τι τούς πισκόπους ατούς τούς ντιμετώπισαν ς αρετικούς, παρ΄ τι ατοί ο πίσκοποι πήκουον στόν
Πατριάρχη καί στήν πολυάνθρωπο Σύνοδο τς έρειας τν 348 πισκόπων πού ναί μέν σήμερα γνωρίζουμε τι χει καταδικασθ ς αρετική, τότε μως, ποτελοσε τήν τελευταία ρθόδοξη Σύνοδο · καί προσέτι εχον καί τήν στήριξι τς πολιτικς ξουσίας, ποία σκοσε τότε σημαντικωτάτη πιρροή στά κκλησιαστικά πράγματα καί νίοτε μάλιστα τά κατηύθυνε. πό λα ατά γίνεται φανερό τι μόνο μολογία καί ποτείχισις ν καιρ αρέσεως εναι σφαλής δρόμος πρός σωτηρία καί παραμονή στήν κκλησία.

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑΝ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ


 
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ Ι. ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ας δούμε πώς παραδόθηκε ο Δεσπότης. Για να μάθομε καλά και του προδότη όλη τη μανία, και του μαθητή την αχαριστία να γνωρίσομε, και του Δεσπότη την ανείπωτη φιλανθρωπία, ας ακροασθούμε τον Ευαγγελιστή πώς εκείνου την παρατολμία ιστορίζει.
Τότε, λέγει, πορευθείς εις εκ των δώδεκα, Ιούδας ο λεγόμενος Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς, είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Θαρρώ πως είναι ξάστερα τούτα τα λόγια και δεν αφήνουνε τίποτε κρυφό. Κι άμα τα καλοξετάσει κανένας χωριστά το καθένα, πολλά έχει να στοχαστεί και πολύ βαθιά νοήματα να πιάσει. Και πρώτα για τον καιρό. Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι, ο ευαγγελιστής. Δεν λέγει πορευθείς μονάχα· αλλά τότε πορευθείς. Τότε… Πότε; Και για ποιον λόγο σημαδεύει τον καιρό; Δεν τόνε σημαδεύει απλά κι όπως νάναι ο ευαγγελιστής, μιλώντας μας μέσα στο Πνεύμα· γιατί εκείνος που λαλεί μέσα στο Πνεύμα τίποτε απλά και τυχαία δεν το λέγει.
Τι είναι λοιπόν, το τότε; Πριν από εκείνη την ώρα, πριν από αυτό το τότε σίμωσε το Χριστό η γυναίκα που είχε το αλάβαστρο με το μυρωδικό και που τόχυσε πάνω στο κεφάλι του. Φανέρωσε πολλή πίστη εκείνη η γυναίκα, φανέρωσε πολλήν έγνοια, φανέρωσε πολλήν υπακοή και σέβας. Άλλαξε από τον προτινό της βίο κι έγινε καλύτερη και φρονιμώτερη. Και σαν η πόρνη μετάνοιωσε, σαν κατάλαβε τον Δεσπότη, τότε ο μαθητής παράδωσε τον Διδάσκαλο. Τότε… Πότε; Όταν ήρθε η πόρνη και το μυρωδικό λάδι έχυσε στα πόδια του Ιησού και τα σφούγγισε με τις τρίχες της κεφαλής της και πολλήν έγνοια φανέρωσε σβύνοντας με την εξομολόγηση όλα της τα κρίματα. Τότε, λοιπόν, σαν είδε τη γυναίκα εκείνη τόσην έγνοια να φανερώνει μπροστά στον Διδάσκαλο, τότες αυτός έδραμε στην παράνομη προδοσία. Κι ενώ εκείνη από τον βυθό της αμαρτίας ανέβηκε στον ουρανό, αυτός ύστερα από τόσα θαύματα και σημεία, ύστερ’ από την ανείπωτη τη συγκατάβαση, γκρεμνίσθηκε στα τάρταρα. Τόσο μεγάλο κακό είναι η ραθυμία κι η χαλασμένη προαίρεση. Για τούτο και ο Παύλος έλεγε· ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση. Κι ο προφήτης παλαιότερα φώναξε· μη ο πίπτων ουκ ανίσταται; ή ο αποστρέφων ουκ επιστρέφει; Για να μη θαρρεύει εκείνος που στέκεται, αλλά πάντα νάχει αγωνία, μηδέ κείνος που έπεσε ν’ απελπίζεται. Γιατί τόση είναι η δύναμη του Κυρίου, που και πόρνες και τελώνες να τραβήξει και να βάλει κάτω από το ζυγό του.
Τι γίνεται, λοιπόν; Αυτός που τράβηξε κοντά του τις πόρνες, δεν μπόρεσε να κρατήσει τον μαθητή; Ναι, μπορούσε να κρατήσει και τον μαθητή· αλλά δεν ήθελε να τον κάνει καλόν με την ανάγκη, μηδέ με τη βία να τον κρατήσει κοντά του. Για τούτο ο ευαγγελιστής, ιστορώντας μας για τον αχάριστο μαθητή, λέγει· τότε πορευθείς, ήγουν δίχως να τον καλέσει κανένας, δίχως να τον αναγκάσει ή να τον σπρώξει άλλος, αλλά από μονάχος του κινήθηκε σ’ εκείνη την πράξη, από δική του γνώμη σ’ εκείνο το παράνομο τόλμημα ώρμησε, δίχως να κινηθεί από άλλη αιτία, αλλά από την κακία που ερχότανε από μέσα του πήγε να πέσει στην προδοσία του Δεσπότη. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα. Και τούτο είναι όχι μικρό βάρος που λέγει εις των δώδεκα. Γιατί ήτανε κι άλλοι εβδομήντα μαθητάδες, για δαύτο είπε εις των δώδεκα, ήγουν ένας από τους διαλεχτούς, από εκείνους που κάθε μέρα συναναστρεφόντανε μ’ αυτόν, που είχανε πολύ το θάρρος μαζί του. Για να μάθεις, λοιπόν, πως ήτανε από τους πρώτους μαθητάδες, λέγει εις των δώδεκα. Και δεν τ’ αποκρύβει τούτα, γράφοντας ο ευαγγελιστής, για να νοιώσεις πως αυτό που φαίνεται ατιμία, φανερώνει τη φροντίδα του Δεσπότη σε μας, που τον προδότη και τον κλέφτη τον αξίωσε με τόσα αγαθά, κι ίσαμε το τελευταίο βράδι τον συμβούλευε και τον πρότρεπε.
Είδες την πόρνη πώς σώθηκε, επειδή συνήρθε, και πώς ο μαθητής γκρεμνίσθηκε με τη ραθυμία; Μη λοιπόν απελπίζεσαι, κυττάζοντας την πόρνη, μηδέ πάλι να θρασέψεις, ρίχνοντας τα μάτια σου στην αποτολμία του μαθητή. Γιατί και τα δύο τούτα είναι ολέθρια. Εύκολα γλυστράει η γνώμη μας και ξεστρατίζει η πρόθεσή μας. Για δαύτο απ’ ολούθε πρέπει ν’ ασφαλίζεται κανένας. Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, Ιούδας ο Ισκαριώτης. Βλέπεις από τι συντροφιά ξέπεσε; Βλέπεις από τι διδασκαλία έμεινε πίσω;
Βλέπεις τι κακό μεγάλο είναι η ραθυμία; Ιούδας, λέγει, ο Ισκαριώτης, γιατί ήτανε κι άλλος συνονόματος με τούτον, ο λεγόμενος του Ιακώβου. Βλέπεις του ευαγγελιστή τη σοφία, που όχι από την πράξη μα από τον τόπο μάς τον ονοματίζει, ενώ τον άλλον όχι από τον τόπο αλλά από το όνομα του πατέρα του μάς τον κάνει γνωστό; Ενώ μπορούσε φυσικά να πει Ιούδας ο προδότης. Αλλά για να μας διδάξει πως πρέπει να κρατάμε καθαρή τη γλώσσα από κατηγόρια, τσιγκουνεύτηκε τη λέξη προδότης. Ας μάθομε, λοιπόν, να μην κακολογούμε τον εχθρό μας. Γιατί αν αυτός ο μακάριος δεν θέλησε να κατηγορήσει τον προδότη, ιστορώντας το παράνομο τούτο τόλμημα, αυτό το περισώπασε και τον ονομάτισε από τον τόπο απ’ όπου καταγότανε, πώς εμείς θα συγχωρεθούμε κατηγορώντας τον διπλανό μας; Εμείς, που πολλές φορές όχι μονάχα τους εχθρούς θυμόμαστε με κακολογία, αλλά κι εκείνους που θέλουνε το καλό μας, ας μην κάνομε τέτοια, σας παρακαλώ.
Είναι συμβουλή και του Παύλου που λέγει: Πας λόγος σαπρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω. Έτσι ο μακάριος Ματθαίος, όντας καθαρός από τέτοιο πάθος, έλεγε: Τότε πορευθείς εις εκ των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας ο Ισκαριώτης προς τους αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Ω βρωμερό λάλημα! Ω ασυλλόγιστη τόλμη! Το θυμούμαι και τρέμω, αγαπητοί, πώς βγήκεν από στόμα το λάλημα, πώς κίνησε τη γλώσσα, πώς δεν ξεριζώθηκε από το κορμί η ψυχή, πώς δεν παραλύσανε τα χείλη, πώς ο νους του δεν ξεστάθηκε. Τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Λέγε μου, Ιούδα, αυτό σ’ έμαθε ο Διδάσκαλος τόσον καιρό; Έτσι λησμόνησες τις αδιάκοπες συμβουλές του; Δεν σου έλεγε μη κτήσεσθε χρυσόν μήτε άργυρον, από την αρχή κυττάζοντας πώς να βάλει χαλινάρι στην ακράτητη μανία σου για τα λεφτά; Δεν σε συμβούλευε λέγοντας εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην; Για ποιο λόγο, πες μου, παράδοσες τον Διδάσκαλο; Επειδή σου χάρισε εξουσία καταπάνω στους δαίμονες, και να γιατρεύεις αρρώστειες, και λεπρούς να καθαρίζεις, κι άλλα πολλά τέτοια θαύματα να φανερώνεις; Για τόσες λοιπόν ευεργεσίες, τέτοιαν αμοιβή του πληρώνεις; Ω ξέφρενη καρδιά ή μάλλον φιλαργυρία! Γιατί όλα τούτα τα κακά η φιλαργυρία τα γεννάει, η ρίζα όλων των κακών, που σκοτεινιάζει τις ψυχές μας και τους ίδιους τους νόμους της φύσεως, και μας βγάζει από τα συλλοϊκά μας και δεν αφήνει μηδέ φιλία μηδέ συγγένεια μηδέ τίποτ’ άλλο να θυμόμαστε. Αλλά μια και σακατέψει τα μάτια της ψυχής, μας βάζει να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι.
Και για να το μάθεις αυτό καλά, ιδές πόσα δεν έδιωξε από την ψυχή του Ιούδα. Σαν μπήκε εκεί μέσα, τη συναναστροφή, τη συνήθεια, τη θαυμαστή διδασκαλία, τη φιλία, όλα τούτα τάρριξε στη λησμοσύνη. Καλά έλεγε ο Παύλος ρίζα πάντων των κακών εστιν η φιλαργυρία. Τι θέλετε μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω αυτόν; Παραδίνεις, Ιούδα, αυτόν που όλα τα κρατάει μέσα στο πρόσταγμά του; Πουλάς τον αχώρετο στον νου, τον χτίστη του ουρανού και της γης, τον πλάστη της φύσεώς μας, αυτόν που με λόγο και νεύμα τάφτιαξε όλα; Για να δείξει, λοιπόν, πως θεληματικά παραδόθηκε, άκου τι έκαμε. Την ώρα της προδοσίας, όταν ήρθανε καταπάνω του με μάχαιρες και κοντάρια, και με δαδιά αναμένα και φανάρια, τους λέγει τίνα ζητείτε; Και πάψανε παρευθείς να ξέρουνε ποιον θα πιάνανε. Τόσο ήτανε εκείνος μακρυά από το να μπορέσουνε να τον πιάσουνε, που ούτε να τον δούνε μπροστά τους δεν μπορούσανε, ενώ ήτανε, τόση φωτοχυσία. Και πως αυτό θέλει να πει, ήγουν πως ενώ είχανε δαδιά και φανάρια δεν τον βλέπανε μολαταύτα, βγαίνει από τα παρακάτω λόγια. Και ο Ιούδας ειστήκει μετ’ αυτών, αυτός που τους είχε πει εγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Γιατί ο Χριστός τους σύγχυσε τη διάνοια, θέλοντας να φανερώσει τη δύναμή του, για να μάθουνε πως καταπιάνονταν με τ’ αδύνατα. Και σαν ακούσανε τη φωνή του πισωπερπατήσανε σκυφτοί και πέσανε τέλος χάμου. Είδες πώς δεν αποκριθήκανε λόγο, αλλά πέφτοντας δείξανε καταφάνερα την αδυναμία τους; Κύτταξε τη φιλανθρωπία του Δεσπότη! Μια και μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν συγκίνησε την αδιαντροπιά του προδότη, μηδέ την αγνωμοσύνη των Ιουδαίων, παραδίνεται τότε και λέγει ο Κύριος. Σαν τους έδειξα πως καταπιάνονται με τ’ αδύνατα, θέλησα να τους ημερώσω τη μανία· δεν θέλουνε, μα επιμένουνε στην κακία τους. Ιδού, λοιπόν, παραδίνομαι. Αυτά σας τα λέγω, για να μην κατηγορήσει κανένας τον Χριστό λέγοντας: Γιατί δεν άλλαξε την καρδιά του Ιούδα; Γιατί δεν τον έκαμε καλύτερο; Και πώς έπρεπε να κάμει τον Ιούδα φρόνιμο και καλόκαρδο, με τη βία ή με την προαίρεση; Αν με τη βία, μηδέ μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έμελλε να γίνει καλύτερος· γιατί κανένας δεν γίνεται καλύτερος με την ανάγκη. Αν με την προαίρεση και τη θέλησή του, όλα ο Κύριος τα χρησιμοποίησε για να τον ανεβάσει από χαμηλά. Κι αν εκείνος δεν θέλησε να πάρει τα φάρμακα, δεν φταίει ο γιατρός, αλλά ο άρρωστος που τ’ απαρνήθηκε. Θέλεις να μάθεις πόσα έκαμε για να τον κρατήσει κοντά του; Του χάρισε πολλά θαύματα, του προείπε την προδοσία, τίποτα δεν παράτησε να κάνει σ’ αυτόν σαν σε μαθητή αγαπημένο. Και για να μάθεις, πως ενώ μπορούσε ν’ αλλάξει, δεν το θέλησε, αλλά από την ίδια τη ραθυμία του έγινε ό,τι έγινε: αφού παράδοσε τον Κύριο και πήρε τέλος η μανία του, έρριψε τα τριάκοντα αργύρια λέγοντας ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. Προτύτερα έλεγε τι θέλετέ μοι δούναι καγώ υμίν παραδώσω αυτόν. Σαν τέλεσε την αμαρτία το κατάλαβε. Απ’ αυτό μαθαίνομε πως σαν η ψυχή μας είναι ράθυμη, ούτε παραίνεση ούτε νουθεσία ωφελεί. Κι όταν είμαστε ξύπνιοι στο καλό, μονάχοι μας μπορούμε να σηκωθούμε. Στοχάσου· όταν τον συμβούλευε και πάσχιζε να τον κρατήσει από την κακή πράξη, δεν άκουσε μηδέ δέχθηκε τη νουθεσία. Και σαν δεν ήτανε πια κανένας να τον συμβουλεύσει, αναταράχθηκε η συνείδησή του, κι εκεί που κανένας δεν τον δίδασκε, άλλαξε και πέταξε τα τριάντα αργύρια. Γιατί, λέγει ο ευαγγελιστής, έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. Πληρώσανε το αίμα εκείνου που ήταν ατίμητος. Τι παίρνεις, Ιούδα, τριάντα αργύρια; Δωρεάν κατέβηκε ο Χριστός να χύσει το αίμα του για την οικουμένη και συ τώρα παζαρεύεις αυτό το αίμα; Ποια ντροπή τρανότερη από τέτοιο παζάρεμα! Ποιος είδε και ποιος άκουσε! 

Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.


Ακούσατε, χριστιανοί μου, πως πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει. Μας λέγει το άγιον Ευαγγέλιον πως η αγία Τριάς, ο Θεός, δοξάζεται εις τον ουρανόν περισσότερον από τους αγγέλους. Τι πρέπει να κάμης και εσύ; Σμίγεις τα τρία σου δάκτυλα με το δεξιόν το χέρι σου και μην ημπορώντας να ανεβής εις τον ουρανόν να προσκυνήσης, βάνεις το χέρι σου εις το κεφάλι σου, διατί το κεφάλι σου είναι στρογγυλό και φανερώνει τον ουρανόν και λέγεις με το στόμα: Καθώς εσείς οι άγγελοι δοξάζετε την αγίαν Τριάδα εις τον ουρανόν έτσι και εγώ ως δούλος ανάξιος δοξάζω και προσκυνώ την αγίαν Τριάδα. Και καθώς αυτά είναι τρία, είναι ξεχωριστά είναι και μαζί, έτσι είναι και η αγία Τριάς, ο Θεός, τρία πρόσωπα και ένας μόνο Θεός. Κατεβάζεις το χέρι σου από το κεφάλι σου και το βάνεις εις την κοιλίαν σου και λέγεις: Σε προσκυνώ και σε λατρεύω, Κύριέ μου, ότι κατεδέχθης και εσαρκώθης εις την κοιλίαν της Θεοτόκου δια τας αμαρτίας μας. Το βάζεις πάλιν εις τον δεξιόν σου ώμον και λέγεις: Σε παρακαλώ, Θεέ μου, να με συγχωρήσης και να με βάλης εις τα δεξιά σου με τους δικαίους. Βάζοντάς το πάλιν εις τον αριστερόν ώμον λέγεις: Σε παρακαλώ, Κύριέ μου, μη με βάλης εις τα αριστερά με τους αμαρτωλούς. Έπειτα κύπτοντας κάτω εις την γην: Σε δοξάζω, Θεέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, ότι, καθώς εβάλθηκες εις τον τάφον, έτσι θα βαλθώ και εγώ. Και όταν σηκώνεσαι ορθός, φανερώνεις την Ανάστασιν και λέγεις: Σε δοξάζω, Κύριέ μου, σε προσκυνώ και σε λατρεύω, πως αναστήθηκες, από τους νεκρούς δια να μας χαρίσης την ζωήν την αιώνιον. Αυτό σημαίνει ο πανάγιος σταυρός, 

Oἱ ἄνθρωποι τῆς «σύγχρονης» Ὀρθοδοξίας


Οι παπόδουλοι οικουμενιστές, όσον κα ν προσπαθον, μ ρθολογιστικος βερμπαλισμος κα οκουμενιστικς λογικές, ο νθρωποι τς «σύγχρονης» ρθοδοξίας, δν θ μπορέσουν ν παρακωλύσουν τν διαχρονικ κτινοβολία το γίου Πνεύματος π τν πιστν, πο χουν τ λογικά τους κα ξέρουν ποιοί εναι κα πο πάνε!

The Feast of Feasts


Come, on this auspicious day of the Resurrection,
let us partake of the new fruit of the vine
of divine gladness and of the Kingdom of Christ,
praising Him as God unto the ages.

(Hymn of the Canon of Holy Pascha)





As we gather to celebrate this great Feasts of Feasts, and together we experience the supreme joy of Holy Pascha, we offer our praise to God for His abundant grace and for the triumph of our Savior Jesus Christ over the power of sin and death.  In a magnificent revelation of His invincible might, our Risen Lord has defeated all that corrupts and destroys our human existence.  Through His compassionate sacrifice and Holy Resurrection, He has reconciled us to our Creator.  By trampling down death by death and dispelling its darkness with the light of true life, He leads us to salvation and eternal communion with God.

Το θαύμα του αγίου Φωτός


Ο ορθολογισμός αποτελεί τροχοπέδη στην προσπάθεια του ανθρώπου να προσεγγίσει τον Τριαδικό Θεό και τις άκτιστες ενέργειές Του, μέρος των οποίων είναι και τα θαύματα. Τα θαύματα του Θεού, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Θεός, γίνονται αποδεκτά ή απορρίπτονται. Λογική ή «επιστημονική» εξήγηση γι' αυτά δεν υπάρχει αφού τα θαύματα δεν είναι κάτι παράλογο, αλλά κάτι υπέρλογο, κάτι δηλαδή πάνω από την πεπερασμένη και πτωτική ανθρώπινη λογική. Το θαύμα του αγίου Φωτός αποτελεί ένα από τα συγκλονιστικότερα γεγονότα που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Αυτή η επαφή του ανθρώπου με το Θεό, με την άκτιστη θεία ενέργειά Του δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια στο σύνολο της. Όσοι κατέγραψαν αυτή τους την εμπειρία, κατέγραψαν ελάχιστα από αυτά πού στην πραγματικότητα έζησαν. Η επιλογή για την αποδοχή ή όχι του θαύματος του αγίου Φωτός είναι καθαρά υπόθεση προσωπική. Το θαύμα του αγίου Φωτός ήταν και θα παραμένει «σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2, 34). ίσως για να επιβεβαιωθούν για άλλη μια φορά οι αψευδείς λόγοι του Κυρίου «ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως» (Ιωάν. 3,19).

Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς),



Θεοειδής  τρισενότης  του  ανθρώπου.

Μόνον εν τω Κυρίω Ιησού τω Θεανθρώπω απέκτησεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν την αίσθησιν της πραγματικής και τελείας ενότητος, του είναι του και δη της τρισενότητος. Εις αυτήν ακριβώς την θεοειδή τρισενότητα, του είναι εύρε και την ενότητα του είναι του, μαζί δε και την θεοειδή αθανασίαν και την αιώνιον ζωήν. Δια τούτο η αιώνιος ζωή είναι η επίγνωσις του Τριαδικού Θεού και η ομοίωσις προς Αυτόν (πρβλ. Ιω. 17,3. Κολ. 2,9-10. Εφ. 3,19. Ματθ. 5,48) και ως εκ τούτου αυτή είναι η κλήσις μας, η ελπίς της κλήσεώς μας, «κλήσεως αγίας» (Β΄Τιμ.  1,9),  «κλήσεως επουρανίου» (Εβρ. 3,1), «κλήσεως του Θεού» (Φιλ. 3,14. Εφ. 1,18. Ρωμ. 11,29). Δια πρώτην φοράν και μόνον εις την Εκκλησίαν του Χριστού αισθανόμεθα με τρόπον ζωντανόν και αθάνατον ότι εκλήθημεν «εν μια ελπίδι της κλήσεως ημών» (Εφ. 4,4). Όλοι οι άνθρωποι έχουν μίαν κλήσιν, και μία ελπίς είναι η ελπίς όλων των ανθρώπων. Η κλήσις αυτή βιούται εμπειρικώς δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία «συν πάσι τοις αγίοις», δια μέσου των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών (Εφ. 3, 18-19). Όταν βιούμεν εμπειρικώς την κλήσιν μας τότε και αισθανόμεθα «εν σώμα και εν πνεύμα» «συν πάσι τοις αγίοις», «ούτως οι πολλοί εν σώμά εσμεν εν Χριστώ» (Ρωμ. 12,5), «και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν… και πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν, και γαρ το σώμα ουκ έστιν εν μέλος, αλλά πολλά… πολλά μεν μέλη εν δε σώμα»(Α΄Κορ. 12,13. 14. 20. 27). «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. 12,27). Η ελπίς οδηγουμένη από την πίστιν και την ευαγγελικήν αγάπην μας φέρει προς την πραγμάτωσιν και επίτευξιν της κλήσεώς μας και του σκοπού και νοήματος της ζωής μας, δηλαδή προς την θείαν τελειότητα. Και πάλιν, τούτο πραγματοποιείται μόνον εντός των ορίων του θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού δια μέσου των θεανθρωπίνων δυνάμεών Του, με τας οποίας τρέφονται και από τας οποίας ζουν όλοι οι «σύσσωμοι» αυτού του αγίου και ενός Σώματος, του έχοντος εν εαυτώ το εν πνεύμα, το Πνεύμα το Άγιον, το Πνεύμα της Αληθείας (Ιω. 15,26). Το Πνεύμα αυτό ενώνει τας ψυχάς όλων των χριστιανών εις μίαν ψυχήν, την καθολικήν ψυχήν, όλας τας καρδίας εις μίαν καρδίαν, την καθολικήν καρδίαν, και όλα τα πνεύματα εις εν πνεύμα, το καθολικόν πνεύμα της Εκκλησίας, και εις μίαν πίστιν, την καθολικήν πίστιν της Εκκλησίας. Πρόκειται, εις την πραγματικότητα, περί της ενώσεως και της ενότητος του σώματος και της ενότητος του πνεύματος, εις την οποίαν τα πάντα γίνονται εκ του Πατρός δια του Υιού εν τω Αγίω Πνεύματι. Διότι «ο αυτός εστι Θεός ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν» (Α΄ Κορ. 12,6. Ρωμ. 11,36). «Ούτως οι πολλοί εν σώμά εσμεν εν Χριστώ», δια πρώτην φοράν και μόνον εν Χριστώ (Ρωμ. 12,5). Δια των αγίων μυστηρίων και της αγίας πολιτείας εν ταις αγίαις αρεταίς, γινόμεθα μέλη αυτού του ενός Σώματος του Χριστού και δεν υπάρχει πλέον μεταξύ μας απόστασις, χωρισμός: όλοι είμεθα ενωμένοι μεταξύ μας με μίαν και κοινήν συμβίωσιν και ζωήν, όπως είναι ενωμένα μεταξύ των τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος. Η σκέψις σου, εν όσω είναι «εν Χριστώ», αποτελεί «εν σώμα» με τας σκέψεις όλων των αγίων μελών της Εκκλησίας και εσύ όντως σκέπτεσαι «συν πάσι τοις αγίοις», η σκέψις σου είναι ενωμένη οργανικώς δια της χάριτος με τας σκέψεις των. Το αυτό συμβαίνει και με την αίσθησίν σου, εν όσω είναι «εν Χριστώ», και με την θέλησίν σου και με ολόκληρον την ζωήν σου. Όπως εις το σώμα μας «τα μέλη… πολλά όντα εν εστι σώμα, ούτω και ο Χριστός» (Α΄ Κορ. 12,12). Διότι «εν ενί πνεύματι ημείς πάντες εις εν σώμα εβαπτίσθημεν» (Α΄Κορ. 12,13) και το εν Πνεύμα μας ωδήγησε εις μίαν Αλήθειαν. Εις το θεανθρώπινον Σώμα του, από το οποίον αποτελείται και εν τω οποίω ευρίσκεται η Εκκλησία, ο Κύριος Ιησούς ήνωσε δια του σταυρού Του όλους τους ανθρώπους (Εφ. 2,16). Εις το Θεανθρώπινον αυτό σώμα, ένεκα του αρρήτου, του αιωνίου και του πανθείου πλούτου του, «διαιρέσεις των χαρισμάτων εισί, το δε αυτό Πνεύμα» (Α΄ Κορ. 12,4), δηλαδή το Πνεύμα το εργαζόμενον δι΄ όλων των αγίων χαρισμάτων και το ενοικούν εις όλα τα μέλη της Εκκλησίας, ενούν αυτούς εις εν πνεύμα και εις εν σώμα. Τι σημαίνει εν σώμα; Ερωτά  ο Χρυσορρήμων σοφός του Θεού, και απαντά: «Οι πανταχού της οικουμένης πιστοί και όντες και γενόμενοι και εσόμενοι. Πάλιν και οι προ της του Χριστού παρουσίας ευηρεστηκότες, εν σώμα εισι. Πως; Ότι κακείνοι τον Χριστόν ήδεσαν, πόθεν δήλον; Αβραάμ ο πατήρ ημών, φησίν, ηγαλλιάσατο, ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδε και εχάρη (Ιω. 8,56) και πάλιν, ει επιστεύσατε, φησι, Μωϋσή, επιστεύσατε αν εμοί, περί γαρ εμού εκείνος έγραψε, και οι προφήται (Ιω. 5,46). Ουκ αν δε έγραψαν περί ου ηγνόουν α έλεγον, ειδότες δε αυτόν προσεκύνουν. Ώστε κακείνοι εν σώμα. Ου διέστησε σώμα πνεύματος, επεί ουκ αν είη σώμα. Ούτω και ημίν έθος επί των ηνωμένων και πολλήν την ακολουθίαν εχόντων λέγειν: Εν σώμά εστιν. Ούτω και επί της ενώσεως το σώμα λαμβάνομεν μια κεφαλή» (Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Ομ. 11,1  PG 62, c. 75,76.  79, 80).

Η ανεπανάληπτη και λυτρωτική θυσία του Κυρίου μας

Όλοι οι λαοί προ Χριστού, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, πλούσιοι και μη, κατέφευγαν σε θυσίες ζώων ή ανθρώπων για να εξιλεώσουν το Θεό τους και να λάβουν άφεση αμαρτιών. Πίστευαν ότι όσα πιο πολλά και ποιοτικά σε είδος ζώα πρόσφεραν για θυσία τόσο πιο πολλές αμαρτίες θα τους συγχωρούσε ο Θεός. Μετά τη θυσία του ζώου στο βωμό έπαιρναν αίμα και ράντιζαν το πρόσωπό τους. Πολλές φορές έφθαναν μέχρι του σημείου να κόβουν τις σάρκες τους, ώστε το αίμα να χυθεί πάνω στους βωμούς και να γίνει εξιλαστήριο των αμαρτιών τους.
Παρ’ όλες αυτές τις αναρίθμητες θυσίες, οι άνθρωποι αισθάνονταν ότι δεν μπορούσαν να πετύχουν πλήρη λύτρωση. Ήξεραν ότι τα θυσιαζόμενα ζώα είναι κατώτερα από τον άνθρωπο και δεν μπορούσαν να τον σώσουν. Αλλά και οι άνθρωποι που γίνονταν θυσία δεν μπορούσαν να σώσουν τους αμαρτωλούς ανθρώπους γιατί και οι θυσιαζόμενοι ήταν αμαρτωλοί. Πως μπορούσε να σώσει ένας δηλητηριασμένος από το κεντρί της αμαρτίας άνθρωπός, έναν άλλο όμοιό του;
Ο Θεός γνωρίζοντας ότι η πτώση των ανθρώπων έφερε αρνητικά κι ανεπανόρθωτα αποτελέσματα κινήθηκε με άπειρη αγάπη και υποσχέθηκε στο Αδάμ την αποστολή του Υιού του στον κόσμο για να επαναφέρει τον άνθρωπο με την θυσία Του στην προπτωτική του κατάσταση. Βέβαια οι θυσίες γίνονταν γιατί οι άνθρωποι ένοιωθαν την ανάγκη λυτρώσεως άλλα και προετοίμαζαν την αποδοχή της μίας και μόνης αληθινής λυτρωτικής θυσίας. Ήταν τύπος και σκιά των μελλόντων αγαθών. Την Μεγάλη Παρασκευή ένας ύμνος δίνει την εικόνα ενός πτηνού, του πελεκάνου, που είδε τα παιδιά του ετοιμοθάνατα από το δάγκωμα του δηλητηριώδους φιδιού, έσχισε την πλευρά του και με το αίμα του πότισε τα δηλητηριασμένα πουλιά. Το αίμα στην περίπτωση αυτή ενεργεί ως αντίδοτο στο δηλητήριο και το εξουδετερώνει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη σταυρική θυσία του Χριστού. Ως Υιός του Θεού και μοναδικός άνθρωπος στο κόσμο που δεν έφερε το δηλητήριο της αμαρτίας κατάφερε να ζωοποιήσει την πεπτωκυία φύση μας.
Ο σταυρός είναι το μυστήριο της αγάπης του Χριστού. Έδωσε τον εαυτό του λύτρων αντί πολλών και έγινε "λουτρόν παλιγγενεσίας" όλης της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο Γολγοθά, στο τόπο εκείνο που μεταφράζεται στα Ελληνικά Κρανίου τόπος, τελέστηκε η μία ουσιαστική και ανεπανάληπτη θυσία. Δίκαια λοιπόν και στις αγιογραφίες υπάρχει ένα ανθρώπινο κρανίο κάτω από το σταυρό του Χριστού το οποίο γεμίζει από το αίμα της θυσίας, ώστε να επέλθει η λύτρωσή του από την αμαρτία και το θάνατο. Η αμαρτία και ο θάνατος είναι αλληλένδετα. Με την σταυρική θυσία λυτρώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία , με τον θάνατό Του νικά το θάνατο και με την ανάστασή Του προσφέρει ζωή στους νεκρούς.
Λίγο πριν τη σύλληψη, ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο δίδαξε τους μαθητές του την πραγματική θυσία που διαχρονικά θα πρόσφερε σε όλους τη σωτηρία. Μέχρι και σήμερα στη Θεία Λειτουργία τελείται αυτή η αναίμακτη θυσία που αποτελεί το φάρμακο αθανασίας. Μεταλαμβάνοντας σώμα και αίμα Χριστού μετέχουμε στη θυσία και στην Ανάσταση Χριστού.
Γι’ αυτό, το γεγονός της Αναστάσεως είναι το αμετακίνητο θεμέλιο της Χριστιανοσύνης και μάλιστα της Ορθοδοξίας. Η ανάσταση του Χριστού έγινε το κλειδί ερμηνείας της παγκόσμιου ιστορίας, το κριτήριο κατανοήσεως της ζωής και του κόσμου. Η Ανάσταση δίνει νόημα σ’ όλη την ύπαρξη του ανθρώπου, προσδιορίζοντας την έννοια της υπάρξεως. Ενώ η ιστορία οδεύει ευθύγραμμα προς ένα τέλος , ο άνθρωπος στο φως της Αναστάσεως αποδεικνύεται χωρίς τέλος. Διότι στο μεταίχμιο ιστορίας και μετα-ιστορίας βρίσκεται ο Νικητής του θανάτου και της φθοράς ο Θεάνθρωπος Χριστός που αφθαρτοποιεί τη φθαρμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύση και της δίνει τη δυνατότητα να μετέχει στη δόξα του Θεού. Η Ανάσταση Χριστού άνοιξε το δρόμο και στη δική μας ανάσταση . Τώρα προσδοκούμε ανάσταση νεκρών άρα "μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος". Αυτό είναι το πιο αισιόδοξο μήνυμα που δόθηκε στην ανθρωπότητα. Ας βιώσουμε κι εμείς το χαρμόσυνο κι ολόφωτο μήνυμα της Αναστάσεως που περνάει μέσα από το σταυρό. Ας πλύνουμε και ας λευκάνουμε κι εμείς τις στολές της ψυχής μας "εν τω αίματι του αρνίου Χριστού", ώστε να γίνουμε άξιοι της αφέσεως των αμαρτιών και της ζωής της αιωνίου. 

Α΄ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ.



Ο πανάγαθος Θεός τον σταυρόν, μας εχάρισεν, με τον σταυρόν να ευλογούμεν και τα Άχραντα Μυστήρια, με τον σταυρόν να ανοίγωμεν και τον Παράδεισον, με τον σταυρόν να κατακαίωμεν και τους δαίμονας, μα πρώτα και εμείς να έχωμεν το χέρι μας καθαρόν από αμαρτίες και αμόλυντο και τότε, ωσάν κάνωμεν τον σταυρόν, κατακαίεται ο Διάβολος και φεύγει. Ειδέ και είμεσθεν μεμολυσμένοι με αμαρτίες, δεν πιάνεται ο σταυρός οπού κάνομεν. Όθεν, αδελφοί μου, ή τρώτε ή πίνετε κρασί ή νερόν ή περιπατείτε ή δουλεύετε να μη σας λείπει αυτός ο λόγος από το στόμα σας και ο σταυρός από το χέρι σας. Και αν ημπορήτε το ημερόνυκτο να κάμετε και πενήντα και εκατό κομποσχοίνια, καλόν και άγιον είναι έργον. Και να προσεύχεσθε πάντοτε την αυγήν και το βράδυ και μάλιστα το μεσόνυκτον όλον, οπού είναι ησυχία. 

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος από το νέο βιβλίο του, που μόλις κυκλοφόρησε.


Τό κείμενο τν πρακτικν χει ς ξς:
«Τούτων οτω πραχθέντων, (τν προκαταρκτικν προσφωνήσεων) παρήχθη Βασίλειος σιώτατος πίσκοπος γκύρας, καί Θεόδωρος Μύρων, καί Θεοδόσιος
το μμορίου καί στάντων ατν ν τ μέσ τς γίας συνόδου, Βασίλειος πίσκοπος γκύρας επεν · σον ν ες δύναμίν μου, δεσπόται, ξήτασα τήν πόθεσιν, καί πσαν
πληροφορίαν δεξάμενος, προσλθον τ καθολικ κκλησί γώ σχατος μν δολος.
»Ταράσιος γιώτατος πατριάρχης επεν · δόξα τ Θε τ θέλοντι πάντας νθρώπους σωθναι, καί ες πίγνωσιν ληθείας λθεν. Βασίλειος πίσκοπος γκύρας πό λιβέλλου νέγνω οτως · θεσμοθεσία στίν κκλησιαστική κανονικς
παραδεδομένη νωθεν καί ξ ρχς κ τε τν γίων ποστόλων, καί τν ατν διαδόχων γίων πατέρων μν καί διδασκάλων · λλά γε καί τν γίων καί οκουμενικν ξ συνόδων, στε τούς πό αρέσεως οασδηποτον πιστρέφοντας πρός
τήν ρθόδοξον μολογίαν καί παράδοσιν τς καθολικς κκλησίας, γγράφως τήν οκείαν ξαρνεσθαι αρεσιν, καί τήν ρθόδοξον μολογεν πίστιν. θεν καί γώ Βασίλειος πίσκοπος γκύρας τς πόλεως, προαιρούμενος νωθναι τ καθολικ κκλησί, νδριαν τε τ γιωτάτ πάπα τς πρεσβυτέρας Ρώμης, καί Ταρασί τ μακαριωτάτ πατριάρχ, τος τε γιωτάτοις ποστολικος θρόνοις, λέγω δέ λεξανδρείας, ντιοχείας, καί τς γίας πόλεως, λλά μήν καί πσι τος ρθοδόξοις ρχιερεσί τε καί ερεσι, ταύτην τήν παροσαν γγραφόν μου μολογίαν ποιομαι, καί
προστάζω μν τος ξ ποστολικς αθεντίας λαβοσι τήν ξουσίαν. ν ταυτ δέ καί συγγνώμην ξαιτομαι παρά τς θεοσυλλέκτου μν μακαριότητος πέρ ταύτης μου τς
βραδύτητος · δέον γάρ ν μή στερηκέναι με πρός τήν τς ρθοδοξίας μολογίαν · λλά τς κρας μου μαθίας καί νωθρείας καί μελημένης διανοίας στί τοτο. θεν καί
μλλον ατ τήν μακαριότητα μν ξαιτσαι καί παρά Θεο συγχώρησίν μοι παρασχεθναι» (Πρακτικά τν γίων καί Οκουμενικν Συνόδων, Τόμος 3, 729).
δ βλέπομε στήν ρχή το λιβέλλου, τι πίσκοπος ατός ζητ «νωθναι τ καθολικ κκλησί». Δηλαδή μολογε νώπιον τν Πατέρων τι, σο καιρό εχε
κκλησιαστική κοινωνία μέ τούς εκονομάχους, θά λέγαμε σήμερα μέ τήν κρατοσα κκλησία, ερίσκετο κτός κκλησίας. Καταγγέλλει πίσης τι δέν πρεπε νά φαν λλιπής ες τήν μολογίαν τς ρθοδοξίας «δέον γάρ ν μή στερηκέναι με πρός τήν τς ρθοδοξίας μολογίαν».