Ἡ δογματική διάστασις τοῦ νέου ἑορτολογίου -- Τοῦ Δημητρίου Χατζηνικολάου, Ἀν Καθηγητοῦ Οἰκονομικῶν τοῦ Παν/μίου Ἰωαννίνων.

Ἔχει λεχθῆ καί γραφῆ πολλάκις, ἀλλ’ ἀνακριβῶς, ὅτι τό 1924 οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί (Ο.Χ.) δέν ἐγνώριζον δῆθεν ὅτι ὁ λόγος τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νέου ἑορτολογίου (ν.ἑ.) ἦτο ἡ προώθησις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Συνεπῶς, συμπεραίνουν αὐτοί πού χρησιμοποιοῦν αὐτήν τήν ἐπιχειρηματολογίαν, ὅσοι ἀπετειχίσθησαν τότε ἀπό τήν καινοτομήσασαν Ἐκκλησίαν, ἐπικαλούμενοι τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου καί γενικώτερον τήν Πατερικήν Διδασκαλίαν καί Παράδοσιν, ἔσφαλον, διότι δῆθεν δέν ὑφίστατο δογματικός λόγος πού νά δικαιολογῇ τήν ἀποτείχισιν, ἐνῷ ὅσοι ἀπεδέχθησαν τό ν.ἑ. δέν ὑπέπεσαν εἰς δογματικόν σφάλμα.  Σκοπός τοῦ παρόντος ἄρθρου εἶναι ν’ ἀποδείξῃ ὅτι ὁ ὡς ἄνω ἰσχυρισμός εἶναι ἐσφαλμένος, παραθέτοντας κείμενα πού εἶδον τό φῶς τῆς δημοσιότητος πρό τοῦ 1924 καί πού ἀποδεικνύουν ὅτι ἀπό τό 1582 καί ἐντεῦθεν εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ παπικοί καί οἱ ἑνωτικοί «ὀρθόδοξοι» (οἱ σημερινοί Οἰκουμενισταί, δηλαδή) ἐπεδίωκον τήν ἐπιβολήν τοῦ ν.ἑ. εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὡς τό «πρῶτον βῆμα» διά τήν εἰς τόν Παπισμόν ὑποταγήν της, πού ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ὡς τό πρῶτον στάδιον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Λόγος εις την Κοίμησην της Θεοτόκου -- Αγ Γρηγόριος Παλαμάς

Αν ο θάνατος των οσίων είναι τίμιος και η μνήμη δικαίου συνοδεύεται από εγκώμια, πόσο μάλλον τη μνήμη της αγίας των αγίων, δια της οποίας επέρχεται όλη η αγιότης στους αγίους, δηλαδή τη μνήμη της αειπάρθενης και Θεομήτορος, πρέπει να την επιτελούμε με τις μεγαλύτερες ευφημίες.

Αυτό πράττουμε εορτάζοντας την επέτειο της αγίας κοιμήσεως ή μεταστάσεώς Της, που αν και με αυτή είναι λίγο κατώτερη από τους αγγέλους, όμως ξεπέρασε σε ασύγκριτο βαθμό και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις δια της εγγύτητός της προς τον Θεό και δια των από παλαιά γραμμένων και πραγματοποιημένων σ' αυτή θαυμασίων.

Ο θάνατός Της είναι ζωηφόρος, μεταβαίνοντας σε ουράνια και αθάνατο ζωή, και η μνήμη τούτου είναι χαρμόσυνη εορτή και παγκόσμια πανήγυρις, που όχι μόνο ανανεώνει τη μνήμη των θαυμασίων της Θεομήτορος, αλλά και προσθέτει τη κοινή και παράδοξη συνάθροιση των ιερών Αποστόλων από κάθε μέρος της γης για την πανίερη κηδεία της, με θεολήπτους ύμνους, με τις αγγελικές επιστασίες και χοροστασίες και λειτουργίες γι΄ Αυτήν.

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ-ΜΕΡΟΣ Α΄

 

Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ.

Λαυρέντιος, Ξύστος και Ιππόλυτος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων ο μεν Άγιος Ξύστος κατήγετο εξ Αθηνών, εις τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας· μεταβάς δε εις Ρώμην εχειροτονήθη Επίσκοπος, αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης. Επειδή δε τότε προητοιμάζετο ο κατά των Χριστιανών διωγμός, διέταξεν ο Άγιος Ξύστος τον Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος διεμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς. Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Πίστιν δεν έχουν, γνώσιν ή βίωσιν;

Τρία είναι τα αίτια μορφώσεως ορθοδόξων φρονημάτων: η πίστις, η γνώσις και η βίωσις. Εάν δεν συνέλθουν επί το αυτό τα τρία ταύτα, αδύνατον να αποφύγωμεν τας πλάνας και τας αιρέσεις.  Παρατηρήσατε τους Αγιορείτας  και τους Μητροπολίτας της  Εκκλησίας  της Ελλάδος που εις τας προδοτικάς ενεργείας του Πατριάρχου τον μνημονεύουν και κοινωνούν μαζί του. Εις κάποιαν των τριών τούτων προϋποθέσεων χωλαίνουν. Ή εις την πίστιν ή εις την γνώσιν ή εις την βίωσιν. Αδύνατον Ορθόδοξος Χριστιανός έχων πίστιν εις τον Χριστόν, γνωρίζων την διδασκαλίαν της Εκκλησίας και τους βίους των Αγίων Πατέρων και βιών κατά το δυνατόν με ακρίβειαν, να μη εξεγείρεται, από την αναφανδόν υποστηριζομένην καθολικήν αίρεσιν της συμφωνίας του Σαμπεζύ ή της συμφωνίας του Μπαλαμάντ ή του Φαναρίου το : Κωνσταντίνου η πόλις, Πρωτοκλήτου λυχνία τε άγει εορτήν λαμπροφόρον δεχομένη τον Πρόεδρον, Ρωμαίων Εκκλησίας της σεπτής…  Ναυς, η πάντιμος Ορθοδοξίας αγλαΐζεται νυν δεχομένη, εκ Δυσμών σεπτόν Ποιμένα και Πρόεδρον…. Ετι δεόμεθα υπέρ του Αγιωτάτου Επισκόπου και Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου... Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου και άλλα συναφή. Ας ερωτήσουν εαυτούς οι Αγιορείτες και οι Ποιμένες της Εκκλησίας μας, διατί τον μνημονεύουν και κοινωνούν μαζί του, και δεν ύψωσαν φωνήν διαμαρτυρίας κατά της ψυχολέθρου νοθείας της πίστεως. Πίστιν δεν έχουν, γνώσιν ή βίωσιν; Πως ανέχονται το οικουμενιστικό τούτο κήρυγμα του Οικουμενικού Θρόνου χωρίς συγκλονισμόν, αφού μόνον δι΄ αυτό είναι αρκετόν να χάσωμεν τας ψυχάς μας; Εάν δεχθώμεν τον Πάπα ως Αγιώτατον Επίσκοπον Ρώμης, τότε ανατρέπομεν την δογματικήν διδασκαλίαν της Εκκλησίας, απορρίπτομεν τους βίους και τους αγώνας των αγίων και οικοδομούμεθα κατά τρόπον λατινικόν, δηλαδή αντιπνευματικόν, που μόνον εις τον Χριστόν δεν οδηγεί. Διότι όλοι οι αγώνες των Αγίων Πατέρων υπέρ της διαφυλάξεως αλωβήτου της δογματικής διδασκαλίας, εγένοντο δια την προστασίαν της θεώσεως του ανθρώπου. Χωρίς ορθά δόγματα, θέωσις δεν επιτυγχάνεται. Και  εν μόνον οικουμενιστικόν κήρυγμα από τόσον επισήμου θέσεως αποτελεί αληθώς δυναμίτιν εις τα θεμέλια της Εκκλησίας. Ιδού διατί η στάσις των Αγιορειτών και των Ποιμένων της Εκκλησίας αφόβως δύναται να ερμηνευθή ως αυτό τούτο προδοσία της Ορθοδοξίας!

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου, Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

ΚΑΝΕΝΑ ἄλλο πρόσωπο στήν ἱστορία μας, τήν ἀνθρώπινη, δέν παρουσιάζει τόσο ἐπιτυχημένα τό ἀπολυτρωτικό καί ἐξαγιαστικό ἀποτέλεσμα, πού εἶχε τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ Παναγία μας. Στή μορφή της βλέπουμε ἀνάγλυφα πῶς ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεάνθρωπο καί γίνεται ἀνθρωπόθεος. Ἀναγνωρίζουμε τό ἀρχαῖο κάλλος, στό ὁποῖο μᾶς ἐπαναφέρει ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ, ἀλλά καί τήν καινή κτίση, τήν ὁποία κατεργάζεται ἡ δόξα τῆς ἀναστάσεως. Διότι ἡ Παναγία δέν ἔγινε μόνο Θεοτόκος, ἀλλά ὑπῆρξε καί ἡ Κεχαριτωμένη· οὔτε ἔμεινε ἁπλῶς Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παρέμεινε μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ της. Δίκαια, λοιπόν, ἡ Παρθένος Μαρία θεωρεῖται σύμβολο καί ἀπαρχή τῆς νέας δημιουργίας, τῆς ἀναγεννημένης ἀνθρωπότητος, ἀντιπρόσωπος τοῦ θεωμένου ἀνθρώπου καί ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας. Πολλά χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς προφητικά ἐφαρμόζονται ἀπό τούς πατέρες καί ἑρμηνευτές ὅμοια στήν Παναγία, ὅσο καί στήν Ἐκκλησία ἤ στήν κάθε πιστή ψυχή. Μ᾽ αὐτές τίς ἔννοιες κατανοοῦν στόν ψαλμό 44 τήν βασίλισσα πού στέκεται στά δεξιά τοῦ Κυρίου «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (στίχ. 10), ὅπως καί τήν Σουλαμίτιδα στό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων.