Ανδρέου Θεοδώρου Τὸ Οἰκουμενιστικὸν Θέατρο τῆς Ρώμης

 Τ Οκουμενιστικν Θέατρο τῆς Ρώμης*  --  Τοῦ Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου ᾿Ανδρέου Θεοδώρου ()

 

᾿Εφημερ. .᾿Ορθδοξος Τπος., ἀριθ. 770/25.12.1987.

ΣΤΙΣ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1987 παίχθηκε στὴ Ρώμη ἕνα πρώτου μεγέθους οἰκουμενιστικὸ θέατρο. Πρωταγωνιστές του ἦσαν οἱ προκαθήμενοι τῶν δύο μεγάλων ᾿Εκκλησιῶν, τῆς Παπικῆς καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς, ποὺ μετεῖχαν σ᾿ ἕνα παράδοξο συλλείτουργο, σκηνή του δὲ ἡ ἐπιβλητικὴ Βασιλικὴ τοῦ ῾Αγίου Πέτρου καὶ θεατὲς εὐρὺ ἐκκλησίασμα λατίνων πιστῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλοὶ ἐπίσημοι, καὶ λίγοι —ὡς πιστεύουμε—᾿Ορθόδοξοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τοὺς ἀνωτέρους κληρικοὺς τῆς συνοδείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. ῞Ωρα τῆς παραστάσεως ἦταν ἡ τέλεση τῆς λατινικῆς θείας λειτουργίας, μὲ φόντο τὸ διάλογο τῆς ἀγάπης καὶ τὴν προσδοκωμένη ἕνωση τῶν ᾿Εκκλησιῶν. ῾Ως ἦταν ἑπόμενο, δὲν ἔλειπαν ἀπὸ τὴν παράσταση οἱ ἐναγκαλισμοὶ καὶ οἱ συγκινήσεις, οἱ προσφωνήσεις καὶ οἱ ἀντιφωνήσεις καὶ ἄλλα παρόμοια, τὰ ὁποῖα ἀποσποῦσαν τὰ χειροκροτήματα τῶν παρισταμένων. Επειδὴ δὲ τὸ θέμα εἶναι πολὺ σοβαρὸ καὶ εἶναι πιθανὸν νὰ δημιουργήσει ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις καὶ βλαπτικὲς παρεκδοχές, ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἐπισημάνω κατωτέρω ὡρισμένα στοιχεῖα, θέτοντάς τα κάτω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη κριτική.

Η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι μία στοχαστική ή διανοητική λειτουργία

Πράξη και θεωρία συνδέονται άρρηκτα μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση. Για τον λόγο αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας κάθε προσπάθεια αλλοιώσεως του περιεχομένου της Ορθόδοξης θεολογίας, από τους διαφόρους αιρετικούς την είδαν προσπάθεια αλλοιώσεως και παραχαράξεως της πνευματικής εμπειρίας και ζωής της Εκκλησίας. Η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι μία στοχαστική ή διανοητική λειτουργία, αλλά είναι εμπειρία πνευματική. Αυτή την κοινή εμπειρία οι Πατέρες προσπάθησαν να διασφαλίσουν με την Παράδοση. Η Παράδοση λοιπόν είναι οδηγός.

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο

Το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο δεν έ­χει θε­ο­λο­γι­κή βά­ση ού­τε α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή και εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση. Στη­ρί­ζε­ται σα­φώς σε κο­σμι­κού χα­ρα­κτή­ρα νο­ο­τρο­πί­α ε­ξου­σί­ας-δι­α­κο­νί­ας. Α­να­τρέ­πει την α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή δο­μή του μυ­στη­ρια­κού σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας, σχε­τι­κο­ποι­εί και πρα­κτι­κώς κα­ταρ­γεί τη Συ­νο­δι­κό­τη­τα ως α­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α του σώ­μα­τος της Εκ­κλη­σί­ας και ει­σά­γει το κο­σμι­κό φρό­νη­μα σ’ αυ­τήν, α­κυ­ρώ­νει την ι­σο­τι­μί­α των ε­πι­σκό­πων και ι­δι­ο­ποι­εί­ται την α­πό­λυ­τη δι­οι­κη­τι­κή ε­ξου­σί­α ε­φ’ ό­λης της Εκ­κλη­σί­ας, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ου­σι­α­στι­κά τον Θε­άν­θρω­πο και το­πο­θε­τών­τας ως ο­ρα­τή κε­φα­λή έ­ναν άν­θρω­πο, και με τον τρό­πο αυ­τό ε­πα­να­λαμ­βά­νει θε­σμι­κά πλέ­ον το προ­πα­το­ρι­κό α­μάρ­τη­μα. Και, ό­πως με το F­i­l­i­o­q­ue κα­τα­λύ­θη­κε στη Δύ­ση θε­σμι­κά η ι­σο­τι­μί­α των προ­σώ­πων της Α­γί­ας Τριά­δος και ει­δι­κό­τε­ρα του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, το ο­ποί­ο κα­τά τον Ά­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μά υ­πο­βι­βά­στη­κε στην ον­το­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α των κτι­σμά­των, έ­τσι και με το πα­πι­κό Πρω­τεί­ο, θε­σμι­κά, ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται η α­που­σί­α της χα­ρι­σμα­τι­κής πα­ρου­σί­ας του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος στο εκ­κλη­σι­α­στι­κό σώ­μα, το ο­ποί­ο ου­σι­α­στι­κά με­ταλ­λάσ­σε­ται α­πό θε­αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό σε αν­θρω­πο­κεν­τρι­κό. Τέ­λος, η θε­ρα­πεί­α της πα­ρα­πά­νω εκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κής ε­κτρο­πής των Πα­πι­κών μπο­ρεί να α­να­ζη­τη­θεί μό­νον στην εν τα­πει­νώ­σει ε­πι­στρο­φή τους στην πα­ρα­δο­σια­κή Εκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α της Ορ­θό­δο­ξης Α­να­το­λής.