«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς
ἐκκλησίαν· πάντα
γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτά εἰσιν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις
οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι·
δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε»
(Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ
μετανοίαςἩ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:
…
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ
ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:
…
- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος, της
Εκκλησίας του Χριστού,
- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε
ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει, να
καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους αιρετικούς.
…
-
Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας,
ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, επιτιθέμενοι
έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας.
-
Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές «εκκλησίες»
ως ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη.
…
-
Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας σαν να ήταν
χρήσιμο για την σωτηρία τους.
-
Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται
«θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του
κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων».
- Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία
του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις»,
οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται,
ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και
Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει.
Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές
αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι
Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία,
Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος,
για να εκφωνήσει τήν καταδίκη
τους.
ΑΝΑΘΕΜΑ!
ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ
Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τῆς ἤδη ἐπελθούσης σήψεως καί τῆς αὐτοαποκοπῆς τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τούς ὁποίους καί ἀναθεματίζει
(Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριώδιον, σελ. 146, ἔκδ. β΄ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις, 1993. Βλ. καί Ἰω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):
"τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεῖον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη, λοιπόν, σεσηπόσι καί τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα".
Ἡ Ἁγία Στ΄ καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀναθεματίζουν καί καταδικάζουν ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀποφαινόμενες: «Ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα. Πᾶσιν τοῖς ἀντιποιουμένοις τά τῶν αἱρετικῶν, ἀνάθεμα˙ αὕτη ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν»! Καί ἐμεῖς
ὡς τέκνα ὑπακοῆς, ἐπαναλαμβάνουμε ἁπλά, αὐτὰ τὰ ὁποῖα οἱ θεοφόροι
Πατέρες πρῶτοι ἐξεφώνησαν, ὅταν, στὴν ἁγίαν Ζ΄
Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἐκφωνοῦν τὸ ἀνάθεμα
καί γιὰ ὅλα τὰ
πραχθησόμενα μετὰ τὴν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν καὶ πού εἶναι παρὰ τὴν ὑποτύπωσιν καὶ τὴν διδασκαλίαν
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων.
Μακαριώτατε
καί Ἁγιώτατε
Ἀρχιεπίσκοπέ
μας καί πατέρα μας τῆς Γνησίας καί Μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν
κύριε-κύριε Καλλίνικε!!!
Συμπύκνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνδεδειγμένης
στάσεως, γιά τήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου τῶν
κηρυσσόντων αἵρεσιν ὅλων τῶν
Μεγάλων Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν ἀποτελεῖ τό ἐξαίρετον κείμενον τοῦ Ἁγιωτάτου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού συμπεριλαμβάνει τήν
διδασκαλίαν τῶν πρό
αὐτοῦ
Πατέρων καί καθοδηγεῖ
δεσμευτικά τούς ἑπομένους,
πού μέ συνέπειαν τόν ἀκολούθησαν. Τό κείμενον αὐτό ἀποτελεῖ τό θεμέλιον τῆς Ὁμολογίας μας καί μᾶς ἐκφράζει πλήρως. Τό παραθέτουμε αὐτούσιον καί ὁλόκληρον μέ ἀναγκαῖες ἑρμημηνευτικές ἐξηγήσεις:
Ρώτησαν,
λοιπόν. οἱ διῶκτες, ἱερεῖς καὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως, τὸν Ἁγιώτατον Μάξιμον:
-Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
(Δὲν ἔχεις ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν -καὶ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως;)
Καὶ εἶπεν:
-Οὐ κοινωνῶ (όχι, δὲν ἔχω ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν καὶ σχέση), {ὅπως οἱ διωκόμενοι Ἐσφιγμενίτες, ἔκοψαν τὴν κοινωνίαν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό το 1965, μέχρι σήμερα, γιὰ λόγους Πίστεως καὶ Ὀρθοδοξίας}.
-Διὰ ποίαν, οὐ κοινωνεῖς, αἰτίαν; εἶπον.
Ἀπεκρίθη, (ὁ ἅγιος Μάξιμος), ὅτι τὰς Ἁγίας Τέσσαρας Συνόδους ἐξέβαλον διὰ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων.
Καὶ διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρὰ Σεργίου Ἐκθέσεως, καὶ διὰ τοῦτο προσεχῶς ἐπὶ τῆς ἕκτης Ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου.
Καὶ ὅτι ὅπερ ἐδογμάτισαν διὰ τῆς Ἐκθέσεως, διὰ τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν.
Καὶ καθεῖλον ἑαυτοὺς πολλάκις (καί αὐτοκαθαιρέθηκαν πολλὲς φορές).
Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτών κατακριθέντες
(αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ καθαιρέθηκαν μόνοι τους ἐξ αἰτίας τῆς αἱρετικῆς ὁμολογίας τους)
καὶ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων (και ἐπίσης καθαιρέθηκαν καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης),
καὶ οἱ μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς ὀγδόης Ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ἢ ποῖον Πνεῦμα,τοῖς παρὰ τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾶ;
(Ποιά
μυσταγωγία, λοιπόν, θὰ ἐπιτελέσουν αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν στὴν αἵρεση ἢ ποιό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἱεροπρακτοὺν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον;)
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ:
(μιὰ ἐρώτηση ποὺ καὶ σήμερα τὴν κάνουν μὲ ὀργὴν καὶ χλευασμὸν οἱ μοντερνιστὲς χριστιανοί, αἱρετικοὶ ἢ αἰρετί-ζοντες, πρὸς τοὺς Ὀρθόδοξους:)
-Σὺ μόνος σώζη, καὶ πάντες ἀπόλλυνται;
(Ἐσὺ μόνος θὰ σωθεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν;)
Καὶ εἶπεν (στούς Διῶκτες του, ὁ Ἅγιος Μάξιμος):
-Οὐδένα κατέκρινον οἱ τρεῖς Παῖδες, μὴ προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων, (ἐνώ τὴν προσκυνοῦσαν πάντες οἱ ἄνθρωποι).
Οὐ γὰρ ἐσκόπουν (διότι δὲν πρόσεχαν)
τὰ τῶν ἄλλων, (τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι)
ἀλλ' ἐσκόπουν (φρόντιζαν)
ὅπως ἂν αὐτοὶ μὴ ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας (πῶς αὐτοὶ οἱ ἴδιοι -οἱ Τρεῖς Παῖδες, δηλαδή- δὲν θὰ ξεπέσουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν εὐσέβειαν).
Οὕτω (ἔτσι) καὶ Δανιὴλ βληθείς εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων,
οὐ κατέκρινέν τινα (δὲν κατέκρινε κάποιον)
τῶν μὴ προσευξαμένων τῷ Θεῷ (ἀπό αὐτοὺς ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸ Θεό)
-κατὰ τὸ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή του Δαρείου)
ἀλλὰ τὸ ἴδιον ἐσκόπησεν
(ἀλλὰ κοίταγε, τί θὰ πράξει ὁ ἴδιος, πῶς δηλαδή, ὁ ἴδιος, δὲν θὰ παραβεῖ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ)
Καὶ εἵλετο (προτίμησε) ἀποθανεῖν (νὰ πεθάνει) καὶ μὴ παραπεσεὶν τῷ Θεῷ (παρά νὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)
καί, ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως ( καὶ νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ τὴν δικήν του συνείδηση)
ἐπὶ τῇ παραβάσει (ἐξ αἰτίας τῆς παράβασης ) τῶν φύσει νομίμων.
Κἄμὲ οὗν (καὶ μένα, λοιπόν)
μὴ δῶ ὁ Θεὸς (νά μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεός)
κατακρῖναι τινά, (νὰ κατακρίνω ὁποιονδήποτε)
ἢ εἰπεῖν (ἤ νὰ πῶ)
ὅτι ἐγὼ μόνος σώζομαι.
Αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν (προτιμῶ δὲ νὰ πεθάνω)
ἢ θρόησιν ἔχειν περὶ τὸ συνειδός
(παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴν στὴν συνείδηση)
ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ’ οἱονδήποτε τρόπον!
(ὅτι ἔσφαλα γύρω ἀπὸ τὴν πίστη -τὴν πρὸς τὸν Θεόν- κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπον).
...Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει, παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας
(ἐφόσον νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων).
Mέ ἀπειλές καί κολακεῖες προσπάθησαν οἱ ἀνακριτές ὑπό τόν Θεοδόσιον Καισαρείας νά κάμψουν τό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, γιά νά ὑποταχθεῖ στήν Μονοθελητικήν αἵρεση, ἀλλά ἐκεῖνος ἔμεινεν στερρός στήν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, «ἀκλινής, στερρός ὅλος καί τό φρόνημα ἄτρεπτος». Πονηρά προσπάθησε ὁ Θεοδόσιος νά πείσει τόν Μέγαν Ὁμολογητήν, ὅτι συμφωνοῦν μαζί του, δέν ἀλλάζουν τό δόγμα, ἀλλά ἁπλῶς οἰκονομοῦν μέ τόν «Τύπον» τά πράγματα, γιά νά εἰρηνεύσει ἡ «ἐκκλησία» καί ἡ χώρα: «Ἀλλά τό δι’ οἰκονομίαν γεγενημένον οὐ δέον ὡς κύριον δόγμα λαμβάνειν, καθά καί νῦν ὁ παρ’ ἡμῶν προτεινόμενος τύπος, οἰκονομικῶς γεγένητο, ἀλλ’ οὐ δογματικῶς». Πάνω στήν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Μαξίμου θεμελιώθηκε καί ἡ στάση τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων στήν συνέχειαν, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σέ θέματα πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβαση καί οἰκονομία ἤ συμβιβασμός. Ἡ αἵρεση ταυτίζεται μέ τό ψεῦδος καί ὅσοι προσπαθοῦν νά τήν ἐξωρραΐσουν μέ οἰκονομίες εἶναι ψευδοδιδάκαλοι καί ἀπατεῶνες. Αὐτούς δέν ὀφείλουμε νά τούς ὑπακούουμε, ἀλλά ἀντιθέτως νά τούς ἀποστρεφόμαστε καί νά ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτούς, γιά νά μήν φανοῦμε, ὅτι μέ τήν συναναστροφή μας μετέχουμε στήν αἵρεσή τους καί στήν κακίαν τους: «Ψευδοδιδασκάλων τό τοιοῦτον καί ἀπατεώνων, οἷς οὐδέ πείθεσθαι χρή, ἀλλ’ ἐκκλήνειν, ὡς ἐγχωροῦν, καί ἀποδιϊσταστασθαι, ἵνα μήν καί δόξωμεν κακόν τι τῆς τούτων συνουσίας παραπολαύειν».
Θεμέλιον τῆς Ὁμολογίας μας καί τῆς Πίστεώς μας εἶναι ὁ Μέγας Φώτιος καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
Στο ἔργον, λοιπόν,
τοῦ Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τῶν
Κανόνων[1] ἀναφέρονται
και τά ἑξῆς:
«Ἅπαντα τά
παρά τήν ἐκκλησιαστικήν
παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
τῶν ἁγίων
καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ
μετά τοῦτο
πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»[2]. Οἱ
Πατέρες αὐτοί, συνοδικῶς
διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν πέραν τῶν ἄλλων καί κάθε μελλοντικήν
καινοτομίαν.
Οἱ
λέγοντες ὅτι, γιά νά
ἔχει
ἰσχύν
ὁ ἀναθεματισμός
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τάχα «πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ
Σύνοδος, ἡ ὁποία
θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αἱρετικόν
Ἐπίσκοπον»,
σφάλλουν. Ἄν
εἶναι
ἔτσι
τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν ἰσχύει
ὁ
μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν
Πατέρων αὐτῶν
καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν
τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων
Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση.
Τότε στήν περίπτωση αὐτή, στό Συνοδικόν τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ὁ ἀναθεματισμός
αυτός, κατ’ αὐτούς,
θα πρέπει νά εἶναι λάθος!
Καί ὁ Μέγας
ἀπόστολος Παῦλος ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζει τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσίαν νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς, ἀλλά ἀκόμη καί μεμονωμένοι ἐπίσκοποι,
ἱερεῖς καί Πατέρες.
Ὁ ἅγιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος,
ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος,
κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»[3]. Καί
σέ ἄλλην, ἐπίσης, ἐπιστολήν,
ὁ ὅσιος ἀναφέρει:
«Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει κἄν οὔ ρήματι, ἀναθεματίζει»[4]. Σημειωτέον, ὅτι καί τά δύο αὐτά
χωρία τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές,
πού τίς ἀπέστειλε κατά τήν χρονικήν περίοδον τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
«Εἰ δὲ καὶ πάνυ ὁλίγοι ἐν τῇ εὐσεβείᾳ καὶ Ὀρθοδοξίᾳ διαμείνωσιν, οὗτοί εἰσιν Ἐκκλησία καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι»
(«ἄν ὅμως ἐλάχιστοι ἀπομείνουν στήν εὐσέβεια καί τήν ὀρθοδοξία, τότε
αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί σ’ αὐτούς ἐναπόκειται ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, ἀκόμη κι ἄν χρειαστεῖ νά δεινοπαθήσουν ὑπέρ τῆς εὐσέβειας»
Ἅγιος Νικηφόρος ὁ μονάζων. P.G. 99, 1049)
Μακαριώτατε!
Τά βασικά καί οὐσιαστικά προβλήματα πού ἀφοροῦν τήν Ὀρθοδοξίαν μας δέν ἐπιλύθηκαν. Ἡ προσπάθεια μετάθεσης σέ ἄλλους καί σέ ἄλλα ἐπουσιώδη θέματα ἀπέτυχε παταγωδῶς καί ἀντιμετωπίστηκε μέ
καταλυτικά ἐπιχειρήματα καί θεμελίωση στούς Ἱερούς Κανόνες καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων
καί πρωτίστως στό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἀλλά καί στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν Κείμενον τοῦ 2014.
Τά
βασικά προβλήματα καί ἡ κήρυξη ἐν τῇ πράξει τῆς αἱρέσεως τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσο-στόμου δέν ἀπαντήθηκαν καί παραμένουν
σέ ἐκκρεμότητα:
-Ὁ συνεορτασμός - συντελετουργία
- συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μετά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη μέ τήν ἀποδοχήν τῶν πεμπομένων ἑορταστικῶν καί τήν ἀντίδοση δαφνοστεφάνου, ὅπως ἀναλύτεται λεπτομερῶς κατωτέρω.
-Ὁ συναγελασμός-συμπνευματισμός- ἡ συνέργεια πνευματική τε καί
ἐν τῇ πράξει, δηλ. ἡ
σύμπραξη μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν ψευδ-επισκόπων καί ψευδοποιμένων κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, τήν σύνολη παράδοση τῶν Πατέρων μας, ἀλλά καί κατά τό Ἑνωσιακόν μας Κείμενον τοῦ 2014, στήν Θεσσαλονίκην, ὅπου ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης παρευρέθη
ἄνευ ἐγκολπίου, ἀρνούμενος ἐν τῇ πράξει τήν «ἀρχιερατικήν» του ἰδιότητα.
-Ἡ παραχώρηση τμήματος ἁγίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀργυρίου ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στόν αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην
Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον, πού ἀναφέρεται κατευθεῖαν στόν Ἀρχιοικουμενιστήν καί παναιρετικόν ψευδοπατριάρχην
Βαρθολομαῖον καί μέ τήν μνημόνευσή του προσβάλλεται καί μολύνεται ὁ Ἅγιος Ἀργύριος.
-Ἡ παραχώρηση βήματος ἐντός τῆς Παναγίας Σουμελᾶ στόν αἱρετικόν καί Οἰκουμενιστήν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη
Παπανικολάου, ὅπου ἐνώπιον τοῦ ἀρχιγραμματέως τῆς Συνόδου μας καί τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου «κήρυξε»
ἀρκετή ὥρα, πρᾶγμα τό ὁποῖον ἀπαγορεύεται
ὑπό τῶν Ἱερῶν
Κανόνων καί καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται ὁ τολμῶν νά ἐπτιρέψει ταῦτα ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος.
Εἶναι ἄραγε περιεχόμενον τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καί Διαδοχῆς ὁ
συνεορτασμός-συντελετουργία-συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Πίστεως, ὅπως θεωροῦμε τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον;
Ὁ συναγελασμός-συνεύρεση καί
σύμπραξη μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στήν
Θεσσαλονίκην, δέν θά ἀποτελέσει πρότυπο πρός
μίμηση καί ἀπό ἄλλους γιά παρόμοιες συμπεριφορές στό μέλλον, ὅταν ἀμνηστεύεται καί δέν καθαιρεῖται, ἀφοριζόμενος, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης
γιά τίς παρεκκλίσεις του ἀπό τήν
ἑνιαίαν γραμμήν τῶν Πατέρων;
Ἡ δωρεά Ἁγίου λειψάνου ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στούς
αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές δέν θά ἐπιτρέπεται ἄραγε στό μέλλον, ἀφοῦ παραμένει χωρίς καταδίκη ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου;
Θά ἐπιτρέπεται στό μέλλον στούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές νά κηρύσσουν μέσα στούς Ὀρθόδοξους Ναούς μας, ἀφοῦ αὐτό ἐπετράπει ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυστόστομον Μανιώτην,
παρόντος τοῦ ἀρχιγραμματέως τῆς Συνόδου μας, μέσα στήν Παναγίαν Σουμελᾶ;
Ἐνώπιον τῶν ψευδοποιμένων καί
ψευδεπισκόπων Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, θά ὑποστέλλουν οἱ ἐπίσκοποί μας τήν σημαίαν τῆς Ὀρθοδοξίας καί θά
παρουσιάζονται χωρίς ἐγκόλπιον;
Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Μέγας Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὅλοι οἱ
διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας μᾶς διδάσκουν μιᾶς καί
διά παντός κατά
τά ἀνωτέρω,
τούς ὁποίους
καί ἡμεῖς ἀκολουθοῦμεν:
Οὕτω (ἔτσι) καὶ Δανιὴλ βληθείς εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων,
οὐ κατέκρινέν τινα (δὲν κατέκρινε κάποιον)
τῶν μὴ προσευξαμένων τῷ Θεῷ (ἀπό αὐτοὺς ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸ Θεό)
-κατὰ τὸ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή του Δαρείου)
ἀλλὰ τὸ ἴδιον ἐσκόπησεν
(ἀλλὰ κοίταγε, τί θὰ πράξει ὁ ἴδιος, πῶς δηλαδή, ὁ ἴδιος, δὲν θὰ παραβεῖ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ)
Καὶ εἵλετο (προτίμησε) ἀποθανεῖν (νὰ πεθάνει) καὶ μὴ παραπεσεὶν τῷ Θεῷ (παρά νὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)
καί ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως ( καὶ νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ τὴν δικήν του συνείδηση)
ἐπὶ τῇ παραβάσει (ἐξ αἰτίας τῆς παράβασης ) τῶν φύσει νομίμων.
Κἄμὲ οὗν (καὶ μένα, λοιπόν)
μὴ δῶ ὁ Θεὸς (νά μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεός)
κατακρῖναι τινά, (νὰ κατακρίνω ὁποιονδήποτε)
ἢ εἰπεῖν (ἤ νὰ πῶ)
ὅτι ἐγὼ μόνος σώζομαι.
Αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν (προτιμῶ δὲ νὰ πεθάνω)
ἢ θρόησιν ἔχειν περὶ τὸ συνειδός
(παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴν στὴν συνείδηση)
ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ’ οἱονδήποτε τρόπον!
(ὅτι ἔσφαλα γύρω ἀπὸ τὴν πίστη -τὴν πρὸς τὸν Θεόν- κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπον).
...Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει, παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας
(ἐφόσον νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων).
Στοιχοῦμεν, λοιπόν, καί ἡμεῖς πρός τίς προτροπές καί στήν ἀκλόνητον στάσιν τοῦ
ἀγαπημένου μας Ἁγίου καί δι’ αὐτοῦ πρός τήν σύνολη διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων
Πατέρων μας καί τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων.
Ἀπαντᾶμε δέ λεπτομερῶς, καταλυτικῶς καί μέ ἀκατάρριπτα ἐπιχειρήματα,
ὅπως παρουσιάσθηκαν καί ἐξηγήθηκαν στήν συνάντησή μας μετά τῶν ἀρχιερέων μας σέ
ὅλα τά τεθέντα ζητήματα:
Ὅτι μετά τοῦ
Ἰλίου Ἀθηναγόρα ἔγινε συνεορτασμός, συντελετουργία, συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοία
τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 2024. Τό αὐτό δέ συνέβη καί τόν προηγούμενον
χρόνον!
Ὅτι στήν
Θεσσαλονίκην ὑπῆρξε σύμπραξη, συμπνευματισμός καί συνέργεια τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν.
Ὅτι ἡ δωρεά ἁγίου
Λειψάνου στούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, ὅπως στόν Οἰκουμενιστήν
Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη καταδικάζεται
ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Θεοφόρων Πατέρων.
Ὅτι στήν
Παναγίαν Σουμελᾶ ἔγινε ἄθεσμη παραχώρηση Βήματος γιά κήρυγμα στόν ἀθεολόγητον
καί αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὅπως τόν
θεωροῦν καί οἱ ἰδικοί του ἐπίσκοποι καί Νεοημερολογίτες συγγραφεῖς, (ἀλλά καί
θεατρίνον κληρικόν!!!), π. Βαγγέλη Παπανικολάου.
Ὅτι οἱ ὡς ἄνω ἐνέργειες καταδικάζονται ὑπό πλείστων Ἱερῶν
Κανόνων καί εἶναι εὐρύτερες καί καθαιρετικές τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς, στήν ὁποίαν θέλει νά ἑστιάζει καί μόνον ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας.
Ὅτι καταδικαστικές καί καθαιρετικές ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων
καί τῶν Πατέρων δέν εἶναι μόνον οἱ πράξεις ἀλλά καί οἱ παραλείψεις, ἀφοῦ εἶναι κοινός τόπος καί Νόμος τῆς πατερικῆς γραμματείας καί τῆς
θύραθεν παιδείας, ὅτι ἡ πρᾶξις
συνίσταται καί εἰς παράλειψιν.
Ὅτι διά τῆς ὑπεκφυγῆς
τῆς ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν πράξεων τοῦ σ. Ἀττικῆς στούς καθοριστικούς Ἱερούς
Κανόνες δέν εἶναι δυνατή ἡ ἀθώωση τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ αὐτοί
τόν καθαιροῦν καί τόν ἀφορίζουν, ἀλλά καί ἡ προσπάθεια ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν
κινήσεών του μόνον στήν μέ στενήν ἔννοιαν ἑρμηνευόμενην καταδικαστικήν, κατά
τούς Ἱερούς Κανονες, συμπροσευχήν, εἶναι
προκλητικά στεψόδικη καί ἀφοριστική-καταδικαστική καί γιά τόν συντάξαντα τά
σχετικά κείμενα, ἀφοῦ οἱ ἔννοιες τῆς συντελετουργίας, συνέργειας, σύμπραξης
καί ἐν εὐρείᾳ ἐννοία συλλειτουργίας εἶναι πολύ εὐρύτερες τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς,
πού τεκμαίρεται ἀβίαστα ἀπό τά γεγονότα
τῆς σύμπραξης καί τοῦ συμπνευματισμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν
καί τῆς ἀναγνώρισης ἐν τῇ τῶν ψευδεπισκόπων τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος ὡς ἀληθῶν ἐπισκόπων!
Ὅτι δέν εἶναι δυνατή νά σταθεῖ ὡς κατηγορία ὑποθετική
μελλοντική δίωξη καί μάλιστα γιά ὀρθές κρίσεις καί παρατηρήσεις, ἀναφορικά μέ τόν κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπαινικολάου, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ συνιερεῖς του καί ἐπίσκοποι καί πλῆθος πιστῶν, μέ
τούς ὁποίους εἶναι σέ οἰκουμενιστικήν κοινωνίαν τόν χαρακτηρίζουν θεατρίνον, αἱρετικόν
καί πολλά ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά μέσα τόν κατηγοροῦν καί τόν καταδικάζουν (π.χ.
«Ὀρθόδοξος Τῦπος», βλ. συν.), γιά τήν
λίαν προκλητικήν καί ἀθεολόγητον στάσιν του, (ὅπως καί ὁ Νεοημερολγίτης
μητροπολίτης Ἀντινόης βλ. συν.).
Ὅτι οἱ Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καταδικάζουν
καί ἀναθεματίζουν αὐτούς, πού προσπαθοῦν νά ἀθωώσουν τούς αἱρετικά κηρύσσοντες ὡς διδάσκουν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος
Στουδίτης καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό Συνοδικόν της.
Ὅτι δέν ἀμφισβητεῖται τό ἀδιάκοπον τῆς ἀλληλλοδιαδόχου
διαδοχῆς τῶν χειροθεσιῶν, ἀλλά τό τί ἐστίν τό παραδιδόμενον, κατά τήν ἀναλυτικῶς
κατωτέρω ἀναπτυσσομένην διδασκαλίαν περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, (Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί ἀδιάκοπης ἁλυσίδας τῶν χειροθεσιῶν, πού
συνιστοῦν τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς).
Ἡ Ρουμανική Ὀρθόδοξη ἀδελφή Ἐκκλησία συνέταξε Ὁμολογίαν μέ τήν ὁποίαν
καί ἐμεῖς συντασσόμαστε καί καταδικάζει καί τά ἀνωτέρω ἐπισημανθέντα.
ΑΠΟΔΕΧΌΜΑΣΤΕ ΚΑΙ
ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ:
- Όλα τα άλλα δόγματα που ομολογούνται από την Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική
Εκκλησία του Χριστού.
- Όλες τις αναγνωρισμένες από την Αγία Εκκλησία δογματικές και κανονικές
αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών και Αγίων Τοπικών και Πανορθοδόξων Συνόδων.
- Όλα τα κηρύγματα της Εκκλησίας, όσα μαρτύρησαν οι Άγιοι Απόστολοι, όσα
αποδέχθηκαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.
ΠΙΣΤΕΎΟΥΜΕ ΌΤΙ:
- Η Εκκλησία είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός, του οποίου ανώτατη, σοφή και
αθάνατη κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία ιδρύεται από Αυτόν και
Εκείνος την καθοδηγεί στα αόρατα μέσω του έργου του Αγίου Πνεύματος και στα
ορατά μέσω της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με σκοπό την εξασφάλιση της σωτηρίας
των ανθρώπων.
- Στην Εκκλησία φυλάσσεται η Χάρη της
Θεότητας (Αγιαστική Χάρη), χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί, και
μεταδίδεται στους πιστούς με αγιαστικά μέσα: Τα Επτά Μυστήρια - Άγιο Βάπτισμα,
Χρίσμα με Άγιο Μύρο (Χρίσμα με Μύρο), Αγία Κοινωνία (Θεία Κοινωνία ή
Ευχαριστία), Αγία Μετάνοια (Εξομολόγηση ή Εξομολόγηση των αμαρτιών), Ιερωσύνη
(Χειροτονία), Γάμος (Γάμος) και Θεία Λειτουργία, και μέσω όλων των Ιεραρχιών
της Εκκλησίας.
ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ ΌΤΙ:
- Προσκυνούμε τον Τίμιο Σταυρό, όλες τις Ουράνιες και Αγγελικές Δυνάμεις, τον
Άγιο Προφήτη, Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, όλους τους προφήτες, τους Αγίους
Αποστόλους και όλους τους Αγίους που αναγνωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
- Το Άγιο Βάπτισμα μπορεί να γίνει μόνο με ολική κατάδυση, με επίκληση σε κάθε
(πλήρη) κατάδυση ενός Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος
«βαπτίσεως» δεν είναι σωστός και το «βάπτισμα» δεν είναι έγκυρο. Αυτό είναι το
μοναδικό βάπτισμα του χριστιανού. Η BOSVR δεν ξαναβαπτίζει όσους βαπτίστηκαν
μια φορά στην ορθή πίστη.
- Το Μυστήριο του Γάμου ευλογήθηκε από
τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό στον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας και τελείται σε
άνδρα και γυναίκα, (γεννημένοι άνδρας και γυναίκα, όχι μεταμορφωμένοι), και
μέσω αυτού του μυστηρίου ιδρύεται η χριστιανική οικογένεια.
- Δεχόμαστε τις αποφάσεις της Ζ΄
Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με την τιμή των ιερών εικόνων και των ιερών
λειψάνων.
- Η Θεία Πρόνοια ενεργεί θαύματα ειδικά για τους ορθούς πιστούς, αλλά για όσους
έχουν απομακρυνθεί από την ορθή πίστη, τα θαύματα είναι για την επίπληξη και τη
στροφή προς την αλήθεια, όχι για τη δικαίωση της κακής τους πίστης. Οι πλάνες ή
τα ψεύτικα θαύματα δίνονται σε εκείνους που «δεν έχουν λάβει την αγάπη της
αλήθειας, για να σωθούν. Και γι' αυτό ο Θεός στέλνει σ' αυτούς έργο πλάνης,
ώστε να πιστεύουν στα ψέματα» (Β΄ Θεσσαλονικείς 2:2/10,11).
- Πιστεύουμε ότι οι Άγιοι Πατέρες καθιέρωσαν
μια για πάντα το εκκλησιαστικό ημερολόγιο με τη διάταξη των εορτών και ότι η
διάταξη αυτή είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν αντιφάσκει με τον
εαυτό του. Αν και το εκκλησιαστικό ημερολόγιο δεν είναι δογματικά κατοχυρωμένο,
αποτελεί μέρος της Ιεράς Παράδοσης, η οποία είναι δόγμα, σύμφωνα με τις
δογματικές αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
- Αποδεχόμαστε, μαζί με τις αποφάσεις των
επτά Οικουμενικών Συνόδων, τις αποφάσεις της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου του
861. Αποδεχόμαστε επίσης τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου που συγκάλεσε ο Άγιος
Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη το 879-880, καθώς και τον Συνοδικό Τόμο της
Συνόδου της Βλαχέρνας στην Κωνσταντινούπολη το 1351, από την εποχή του Αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά και του Πατριάρχη Κάλλιστου του Α΄, με την ακλόνητη
πεποίθηση ότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν οικουμενικό και σομπορνικό κύρος και ισχύ
στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των
Πανορθοδόξων Συνόδων του 1583, 1587, 1593 και 1848, οι οποίες καταδίκασαν τις
καινοτομίες και το νέο ημερολόγιο (παπικό-Γρηγοριανό και, εξ ορισμού, το
λεγόμενο διορθωμένο Ἰουλιανό ημερολόγιο).
- Σεβόμαστε το πασχαλινό ημερολόγιο που
καθιέρωσαν οι Άγιοι Πατέρες στην Α΄ Σύνοδο της Νίκαιας (325) και στη Σύνοδο της Αντιόχειας (345), μετά το οποίο καθορίστηκαν
οι εορτές του Αγίου Πάσχα, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τη
συντέλεια του κόσμου. Επομένως, η Ανάσταση του Κυρίου δεν μπορεί ποτέ να
εορταστεί πριν από τις 22 Μαρτίου ή μετά τις 25 Απριλίου. Το Ορθόδοξο Πάσχα
ενισχύεται από το θαύμα που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στον Πανάγιο Τάφο στα
Ιεροσόλυμα.
- Τηρούμε τις εορτές σύμφωνα με το
αμετάβλητο εκκλησιαστικό ημερολόγιο (Ιουλιανό), που επιβεβαιώνεται από τα
θαύματα που έχουν λάβει χώρα σε κάθε ημερομηνία, και τις θεωρούμε ως θεϊκό
διορισμό, που δεν μπορεί να αλλάξει ή να εορταστεί πριν ή μετά τις ήδη
καθορισμένες ημερομηνίες.
- Τηρούμε τις τέσσερις νηστείες του νέου
έτους: νηστεία πριν από την Ανάσταση του Κυρίου, νηστεία πρό της Γέννησης τοῦ
Χριστοῦ μας, νηστεία των Αποστόλων, (η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη των Αγίων
Πατέρων, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από οκτώ ημέρες και μεγαλύτερη από
σαράντα δύο ημέρες), και τήν νηστεία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τηρούμε επίσης
τις νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθ' όλη την διάρκεια του έτους,
σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις.
- Υποτασσόμαστε πλήρως στις εντολές της
Εκκλησίας και είμαστε πρόθυμοι να τις εκπληρώσουμε. Η ορθά λατρευτική πίστη δεν
σώζει χωρίς έργα, που είναι αρεστά στον Θεό, σύμφωνα με τον Απόστολο Ιάκωβο: «Η
πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή». (Ιάκωβος 2, 20).
- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των Συνόδων
των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες έχουν καταδικάσει τις αιρέσεις,
παρόλο που δεν υπήρξαν πανορθόδοξες σύνοδοι, για να αποφανθούν για τις αιρέσεις
αυτές, οι αποφάσεις τους είναι έγκυρες, εφόσον είναι στο πνεύμα της Ορθοδοξίας
και έχουν ισχύ επί οποιουδήποτε αιρετικού οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ρουμανίας δεν έχει καμία κοινωνία με οποιαδήποτε «εκκλησία» που δεν παρουσιάζει
ομολογία της ορθόδοξης πίστης και αυθεντική αποστολική διαδοχή.
- Η Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ρουμανίας απαγορεύει στους χριστιανούς της να κοινωνούν σε
οικουμενιστικές «εκκλησίες», καθώς και σε εκείνες με τις οποίες δεν έχει
καθιερώσει ευχαριστιακή κοινωνία.
- Θεωρούμε ότι η αναγνώριση, η καταδίκη
και ο αναθεματισμός της αίρεσης είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για την επιστροφή
όσων βρίσκονταν σε αίρεση.
- Η Ιερά Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ρουμανίας, με πνευματική φροντίδα και βαθιά ορθόδοξη συνείδηση,
ανταποκρίνεται στις (τρέχουσες) προκλήσεις και επίσης εκλιπαρεί το έλεος και τη
βοήθεια του Θεού για όλα τα λάθη του παρελθόντος και για την επίλυση όλων των
σημερινών προβλημάτων.
ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ:
- Κάθε συνοδική ή ατομική απόφαση που
παραβιάζει τους ορθόδοξους κανόνες και τη διδασκαλία.
- Την ανάμειξη του εκκοσμικευμένου κράτους σε θέματα πίστης και διοίκησης της
Εκκλησίας, παραβιάζοντας έτσι την ελευθερία της Εκκλησίας.
- Την αποτέφρωση των κεκοιμημένων, αφού η
Αγία Γραφή μαρτυρεί: «γη είσαι και εις γην επιστρέψεις» (Γεν. 3,19).
- Τήν ευθανασία και τήν άμβλωση.
- Τήν ανάμειξη των κληρικών στην
πολιτική.
- Θεραπείες και πρακτικές,
συμπεριλαμβανομένων των πειραματικών, οι οποίες, μέσω του εξαναγκασμού,
ακυρώνουν την ελεύθερη βούληση, με την οποία ο Θεός έχει προικίσει τον άνθρωπο
και οι οποίες επιφέρουν αλλαγές στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου, (μέσω
εμβολιασμών, γονιδιακών θεραπειών) και άλλες τεχνολογίες που καταστρέφουν την
καλή τάξη που ο Θεός έχει βάλει στο σώμα μας, διαδίδοντας έτσι την ιδέα, ότι ο
Θεός δημιούργησε κάτι λάθος(*Μήνυμα: Από την εξέλιξη της επιστήμης και της
τεχνολογίας, (ιατρική, γενετική, πληροφορική, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ. ) πού
εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς και τις οποίες η Ιερά Σύνοδος θα κοινοποιήσει την
θέση της BOSVR μέσω συνοδικών εγκυκλίων).
- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της
Ρουμανίας είναι ξένη προς τον θρησκευτικό συγκρητισμό και κάθε πρακτική της
Νέας Εποχής, την οποία καταδικάζει.
ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ, ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ ΚΑΙ
ΑΝΑΘΕΜΑΤΊΖΟΥΜΕ:
- Όλα όσα το κήρυγμα της Εκκλησίας, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες της
Εκκλησίας απέρριψαν, καταδίκασαν και αναθεμάτισαν, χωρίς να προσθέσουμε ή να
αφαιρέσουμε τίποτα.
-Όσους μεταβάλλουν ή παραποιούν τα
κείμενα του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινου- πόλεως και της Αγίας
Γραφής, καθώς και όσους τα παρερμηνεύουν κατά τρόπο λανθασμένο και μη σύμφωνο
με την Παράδοση, ως βλασφήμους καί αντιτιθεμένους κατά του Αγίου Πνεύματος.
-Οποιαδήποτε διαστρέβλωση και οποιαδήποτε
καινοτομία στην Ορθόδοξη Παράδοση.
- Όσους ποτέ
έγραψαν και κήρυξαν κατά της ορθής πίστεως, (ανάθεμα 13- Σύνοδος IV), αν δεν έχουν συμμορφωθεί μέχρι το τέλος της
ζωής τους.
- Τον Οικουμενισμό που είναι η αίρεση
όλων των αιρέσεων και θεωρούμε, ότι όλες οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων,
που έχουν καταδικάσει αυτή την αίρεση είναι σε ισχύ- η σημαντικότερη είναι το
ανάθεμα της Συνόδου του 1983 της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού
(ROCOR) υπό την ηγεσία του Αγίου Μητροπολίτη Φιλάρετου και η επανάληψή του από
τη Σύνοδο της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας το 2013. Ως αποτέλεσμα της αίρεσης του Οικουμενισμού,
θεωρούμε, ότι οι «εκκλησίες» που έχουν υιοθετήσει, υποστηρίζουν, (ή
εξακολουθούν να υποστηρίζουν), ή δεν είναι πρόθυμες να καταδικάσουν τον Οικουμενισμό,
καθώς και όσοι βρίσκονται σε κοινωνία μαζί τους, (κληρικοί ή λαϊκοί), έχουν εκπέσει
από την Μία Εκκλησία και την Αληθινή Πίστη και η διακονία τους στερείται της
Αγίας Χάριτος. Όλες τις κρίσεις τους, λοιπόν, τις θεωρούμε ως μη ανήκουσες στην
Εκκλησία και τα μέλη τους θεωρούμε αιρετικούς, λόγω του Οικουμενισμού, και
σχισματικούς, λόγω της αποκήρυξης του Ιουλιανού ημερολογίου των Αγίων Πατέρων.
- Οποιαδήποτε μορφή αναγνώρισης των
μυστηρίων των αιρετικών και των σχισματικών, ανεξάρτητα από το ποιος και πότε
τήν κάνει.
- Τήν Εγκύκλιο του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως του 1920, με τίτλο «Προς όλες τις Εκκλησίες του Χριστού
παντού».
- Τήν ημερολογιακή μεταρρύθμιση, που
αποφασίστηκε από το λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923, η οποία ὑπόκειται στην
καταδίκη των τριών Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνα- θεωρούμε, ότι αποτελεί
εφαρμογή της αίρεσης του Οικουμενισμού και συνεπώς επίσης σχίσμα.
- Την ίδρυση και το όλο έργο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και όλων των
μελών του.
- Τον Σεργιανισμό, ως αίρεση που διδάσκει, ότι η Εκκλησία πρέπει να υποταχθεί
στο αθεϊστικό, εκκοσμικευμένο και αντιχριστιανικό κράτος.
- Τον Τεκτονισμό και τις παρόμοιες με
αυτόν οργανώσεις, ως οργανώσεις εχθρικές προς την Εκκλησία, και απαγορεύεται η
συμμετοχή σε αυτές οποιουδήποτε μέλους, κληρικού ή λαϊκού της Εκκλησίας μας.
-
Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το
έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι
υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί
είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου
προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει. Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης,
συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή
οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική
Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει τήν καταδίκη τους.
- Όλους όσοι πιστεύουν, ότι η
Αποστολικότητα της Εκκλησίας και των Ιεραρχών της δεν είναι πλήρης.
- Τίς θεωρίες σχετικά με την εμφάνιση και την εξέλιξη του σύμπαντος και των
ειδών, αφού πιστεύουμε ότι ο Θεός έφερε όλο τον κόσμο, τον ορατό και τον αόρατο,
(τον κόσμο των αγγέλων), στην ύπαρξη από το μη είναι (Γένεση, κεφάλαια Ι και
ΙΙ) και ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ' εικόνα και ομοίωσή Του
(Γένεση 1:27).
ΕΝ
ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:
- Στρέφονται κατά της Αγίας Γραφής ή της Αγίας Παράδοσης, διαστρεβλώνοντας το
νόημά τους,
- Δεν πιστεύουν στον Θεό, δεν αποδέχονται την Θεότητα του Σωτήρα Ιησού Χριστού,
δεν τιμούν τη Μητέρα του Θεού, τον Τίμιο Σταυρό και όλους τους Αγίους που
αναγνωρίζει η Παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία,
- Επιτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως
Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, τόσο στη διατύπωσή του όσο και στα νοήματά του,
- Δεν σέβονται τις δογματικές και κανονικές αποφάσεις των Οικουμενικών και
Τοπικών Συνόδων, οι οποίες αναγνωρίζονται από το Πλήρωμα της Εκκλησίας,
- Δεν τιμούν τις Ιερές Εικόνες και τα Ιερά Λείψανα,
- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος, της Εκκλησίας
του Χριστού,
- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε
ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει, να καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους
αιρετικούς,
- Θεωρούν, ότι η Αποστολικότητα της Εκκλησίας έχει χαθεί, καί έχει καταστραφεί
εν όλω ή εν μέρει,
- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού θα
μπορούσε να διαιρεθεί ή να χωριστεί, από την άποψη της αλήθειας της πίστης, σε
καλή και κακή, ορθόδοξη και αιρετική, προσβάλλοντας έτσι την ενότητα της Εκκλησίας,
- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν
είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας, ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι
μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, επιτιθέμενοι έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας,
-
Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές «εκκλησίες» ως
ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη,
- Θεωρούν, ότι ο Σεργιανισμός είναι απλώς
ένα φαινόμενο ή ένα ρεύμα, και οι «εκκλησίες» που τόν ἀποδέχονται θα μπορούσαν
έτσι να θεωρηθούν ως δίκαιες,
-
Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας σαν να ήταν χρήσιμο για τη σωτηρία τους,
- Αποδέχονται την εκδήλωση αιρέσεων ως
αποδεκτή θεολογική άποψη και έτσι επιτρέπουν την ένωση με τους αιρετικούς, με
βάση το δογματικό ελάχιστο,
-
Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται
«θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του
κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων»,
- Συγχέουν τη Χάρη του Κηρύγματος, (το
Θείο Κήρυγμα), με τη Χάρη του Αγιασμού, υπονοώντας ότι εκεί όπου λειτουργεί το
Κήρυγμα ή το πνεύμα της πλάνης (στις αιρετικές «εκκλησίες»), θα υπήρχαν στην
πραγματικότητα τα Μυστήρια της Εκκλησίας (μέσων της Χάρης και του Αγιασμού),
- Αποτελούν μέρος μασονικών οργανώσεων, καθώς και άλλων παρόμοιων σε πρακτική
και σκοπό.
ΑΝΑΘΕΜΑ!
ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ
Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν
τά ἀνωτέρω, Μακαριώτατε, ἐκφράζουμε τήν
συγκρατημένην αἰσιοδοξίαν μας πληροφορηθέντες, ὅτι μετά ἀπό μεγάλον καί ἔμπονον
ἡμέτερον ἀγῶνα, τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Συνόδου μας, καί οὐχί ἄνευ ἰδιαιτέρου
καί μεγάλου κόστους διά τήν ὑγείαν ἡμῶν, ἡ Σύνοδός μας ζήτησε ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς
καί Βοιωτίας κ. Χρυσόστομον, νά “κατεβάσει”
τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ἀπό τήν ἐπίσημον ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, πρᾶγμα
τό ὁποῖον καί ἔκανε.
Πληροφοροῦμεν Ὑμᾶς
ταπεινῶς, ὅπως συνεζητήθη καί ἐξετέθη εἰς τήν ἐπί ἑπτάωρον περίπου συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας, σ.
Λαρίσσης κ. Κλήμεντος καί σ. Δημητριάδος κ. Φωτίου ὅτι:
1. ἡ διάδοση στόν
παγκόσμιον ἱστόν, στό ἐξωτερικόν καί στήν Ἑλλάδα, τῶν σκανδαλιστικῶν γιά τήν Ὀρθόδοξον
Ὁμολογίαν μας καί λίαν προκλητικῶν εἰκόνων τῶν συμβεβηκότων τήν Κυριακήν τῶν
Βαΐων τοῦ 2024 κλπ. καί τά ἀντίστοιχα ἐπικριτικά καί προσβλητικά διά τήν ἡμετέραν
Σύνοδον σχόλια καί δι’ Ὑμᾶς, ἔγιναν τό πρῶτον ἀποκλειστικά ἀπό τήν Σύνοδον τῶν
Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς τοῦ Ρώσσου Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος[6],
δηλ. ξεκάθαρα τοὔλάχιστον τρεῖς
μῆνες, πρίν ἀπό ὁποιανδήποτε δικήν μας πληροφόρηση καί πρίν ὁποιαδήποτε
δικήν μας ἐμπιστευτικήν συγγραφήν πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας.
2. οἱ Ρῶσσοι Γνήσιοι
Ὀρθόδοξοι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος πληροφόρησαν καί τούς Ρουμάνους ἀδελφούς μας, μέ τούς ὁποίους ἡμεῖς ἤμασταν
σέ κοινωνίαν, ἀλλά οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη πρό τριετίας περίπου διακόψει
τήν κοινωνίαν πρός ἡμᾶς, ὅπως μᾶς
κοινοποίησε τήν ἀπόφασιν τῆς Ρουμανικῆς Συνόδου τότε ὁ Μητροπολίτης Δημοσθένης[8]!
3. Μετά τά λίαν σκανδαλιστικά γεγονότα τῆς Κυριακῆς τῶν
Βαΐων τοῦ 2024 καί τίς σχετικές δημοσιεύσεις στόν παγκόσμιον ἱστόν, διέκοψαν οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ρουμάνοι ὑπό τήν ἡγεσίαν
τοῦ Μητροπολίτου Εὐλογίου τήν κοινωνίαν αὐτῶν πρός ἡμᾶς τελεσιδίκως.
Τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρός ἡμᾶς εἶχεν ἐπιβάλει ἡ
Ρουμανική Σύνοδος ὑπό τόν τότε Μητροπολίτην Δημοσθένην, κατηγορῶντας μας διά
Κυπριανιτισμόν καί ἀναφέροντας μάλιστα, ὅτι δύο ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας κατηγοροῦνταν ὑπ’ αὐτῶν δι’
αἵρεσιν.[9]
Ὡστόσον οἱ Ρουμάνοι δέν διευκρίνισαν τότε, ποῖοι ἦσαν οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί.
2. Στήν συνέχειαν ἔγινε διάδοση στόν
παγκόσμιον ἱστόν ἀπό δικούς μας Ἕλληνες Γνησίους Ὀρθοδόξους τῶν λίαν λυπηρῶν
συμβεβηκότων, (καί πάλιν πρίν οἱανδήποτε δικήν μας ἀναφοράν ἤ δημοσίευσιν):
-ἀπό Ὀρθοδόξους δηλ. ἱερεῖς, (τά ὀνόματα αὐτῶν
εἰς τήν διάθεσίν μας),
-μοναχούς καί μοναχές (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς
τήν διάθεσίν μας) καί
-πιστούς λαϊκούς, (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς τήν
διάθεσίν μας), ἀλλά καί
-ἀπό διάφορα ἱστολόγια ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων
στόν κοινωνικόν ἱστόν.
Μᾶς πληροφόρησαν
τελευταία ἀπό ὅλους καί ἡμᾶς καί διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα, προτρέποντάς μας σέ ἀποτείχιση
καί ἀπειλῶντας μας μέ διακοπήν τῆς κοινωνίας τους πρός τήν Σύνοδόν μας καί ἡμᾶς,
(πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔκανάν τινες ἐξ αὐτῶν)!
Τοιοῦτοι ἦσαν:
-πιστοί ἀπό τήν Ἀθῆνα,
-τήν Παιανίαν,
-τό Αἴγιον,
-τήν Πάτραν, ἀλλά καί
ἀπό
-τήν Γερμανίαν καί
-τήν Δανίαν,
ἐπικρίνοντας ἡμᾶς καί κατηγορῶντας μας ὡς Κυπριανιστές
καί Οἰκουμενιστές, γιά τίς
σκανδαλιστικές ἐνέργειες τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί προφορικά καί
τηλεφωνικά καί διά τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων καί μέσῳ τῶν ἑλληνικῶν ἱστολογίων:
-“Πολιτισμός καί Παράδοσις”,
-“Ἐλευθέριος Πετρίδης”,
-“Μνήμη Ἀρχιερέως Καλλίστου”,
-“Ἐν τούτῳ νίκα” καί
μέσῳ τῶν γερμανικῶν ἱστολογίων,
ὅπως τοῦ:
- Hans Zimmermann, (λίαν καλοῦ γνώστη
τῶν συμβαινόντων ἐν Ἑλλάδι).
Πολλά ἀρνητικά καί ἐπικριτικά σχόλια γιά τόν
σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον εἶχεν ἐν τῷ μεταξύ δημοσιεύσει καί ὁ Ν. Μάνης.
Οἱ ἀναρτήσεις αὐτές,
οἱ ὁποῖες ὀρθῶς, ἀλλά μέ πολλήν μεγάλην
καθυστέρηση, “κατέβηκαν” ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς μητροπόλεως
τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ τό μεγάλο κακό ἔγινε,
σκανδάλισαν πολλά πνευματικά μας τέκνα στήν Πάτραν καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος
καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τά ὁποῖα μας ζήτησαν ἐπιτακτικῶς, καί δυστυχῶς
ζητοῦν ἐπιμόνως ἀκόμη, τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας ἡμῶν πρός τήν ἡμετέραν
Σύνοδον, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν
κάναμε, ὑπερασπιζόμενοι τήν Σύνδόν μας, ὅτι εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐν Ἑλλάδι πού
α) ἔχει καταδικάσει καί ἀναθεματίσει ἐπισήμως
τόν Οἰκουμενισμόν ὡς αἵρεσιν (1998) καί ὀνομαστικῶς τούς μεγάλους Οἰκουμενιστές τοῦ παρελθόντος[13],
β) ἔχει ἀναθεματίσει γραπτῶς καί δημοσίως
καί καταδικάσει τήν Μασονίαν, ὅσον καί μέ πυρίνους λόγους τῆς Ὑμετέρας
Μακαριότητος,
γ) ἔχει ἀναθεματίσει τόν Καζατζάκην,
δ) καί τόν Χιλιασμόν!
ε) ἔχει ἐκδώσει τό σημαντικότερον
θεολογικόν κείμενον μέσα στά χρόνια τοῦ Ὁμολογιακοῦ μας ἀγῶνα, τό ὁποῖον ἔχει ὑπογράψει
καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος.
3. Μέ ἠλεκτρονικά
μηνύματα, μετά τήν γνωστοποίησιν τῶν
λυπηρῶν συμβεβηκότων καί εἰς ἐμέ ὡς τελευταῖον παραλήπτην, (τρεῖς περίπου μῆνες ἀργότερα!!!), εἶχα
ζητήσει μέ προσωπικά μηνύματα ἀλληλλοδιαδόχως καί διά πολλῶν παρεμβάσεών μου ἀπό
τούς Ἀρχιερεῖς μας (σ. Δημητριάδος κ. Φώτιον, σ. Φυλῆς κ. Κυπριανόν καί σ. Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιον[14]
καί ἀπό Ὑμᾶς, Μακαριώτατε, νά παρέμβουν (-ετε)
καί νά νουθετήσουν (-ετε) τόν σ. Ἀττικῆς
κ. Χρυσόστομον καί νά «κατεβάσει» τίς
ἐπίμαχες, προκλητικές ἀναρτήσεις. Τά μηνύματά μου πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας γράφτηκαν ἐντελῶς ἐμπιστευτικά
καί ἐξομολογητικά μέ τήν ἐπισήμανση μέ μεγάλα κόκκινα γράμματα “αὐστηρά γιά προσωπική ἐνημέρωση”[15]!
4. Στήν συνέχειαν τά ἠλεκτρονικά αὐτά μηνύματα κοινοποιήθηκαν ἀλλοιωμένα, (ἄγνωστον ἀπό
ποιόν;), ἔχοντας οἱ
κοινοποιήσαντες ἀφαιρέσει τήν καθοριστικήν αὐτήν ἐπισήμανση! Δέν εἶναι
γνωστόν δηλ. ποιός δημοσίευσε τί καί ποῦ στόν ἀχανῆ χῶρον τοῦ διαδικτύου[16]
κοινοποιῶντας καί ἀλλοιώνοντας τό
περιεχόμενον τοῦ ἐμπιστευτικοῦ μου
μηνύματος.
Μέ τήν ταχύτατη
διαδικτυακήν γνωστοποίηση τῶν λίαν λυπηρῶν αὐτῶν γεγονότων, κυρίως τῆς Κυριακῆς
τῶν Βαΐων τοῦ 2024, τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν στήν Θεσσαλονίκην κλπ. δημιουργήθηκαν
τεράστια προβλήματα στίς ἐνορίες μας στήν Ἑλλάδα καί στήν Γερμανίαν, ἀλλά καί μέσα στήν οἰκογένειάν μας,
ὅπου ἐζητεῖτο καί ζητεῖται ἀκόμη καί σήμερα ὑπό ἡμετέρων, καί δή ὑπό
πολυτίμων συνεργατῶν καί ἀπό ἱσταμένους πολύ ὑψηλά στήν κοινωνία μας,
πανεπιστημιακῶν, γιατρῶν, νομικῶν καί καθηγητῶν, μελῶν τῶν Ἐνοριῶν μας, Μοναστηρίων μας καί τῆς Ἕνωσης Ὀρθοδόξων
Ἐπιστημόνων, ἡ ὁριστική διακοπή τῆς κοινωνίας μας πρός τήν Σύνοδόν μας[17].
5.
Ἡ κατάσταση αὐτή πού δημιουργήθηκε, καί πάντως ὄχι μέ δικήν μας ὑπαιτιότητα,
ἀλλά ἀρχῆς γενομένης ἀπό τά ἴδια δημοσιεύματα-ἀναρτήσεις καί τοῦ
πλήθους τῶν φωτογραφιῶν τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου, πού ἀνήρτησεν στό
διαδίκτυον, conditio sine
qua non!), εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα
νά πληγωθεῖ βαθειά ἡ ἑνότητα στήν Ἐνορίαν μας, (στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικόν),
ἀφοῦ μᾶς ἔκοψαν ἤδη τήν κοινωνίαν ἀρκετοί ἐνορίτες μας καί ἀνέκοψαν τήν
προσέλευση στήν Ἔνσταση καί στήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογίαν καί ἄλλων πολύ
σημαινόντων προσώπων, γνωστοῦ ἀνωτάτου
δικαστοῦ, ἑνός εἰσαγγελέως, ἀλλά
καί δύο καθηγητῶν Οἰκονομικῶν, πού μέ πολύν κόπον εἴχαμε ἤδη κατηχήσει, γιά
νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξον Παρεμβολήν!
·
6. Στόν ἀγῶνα
μας καί στήν ἀγωνίαν μας γιά τήν Ἐκκλησίαν μας ὑπῆρξαν καί ὑπερβολικοί χαρακτηρισμοί γιά τό πρόσωπον τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου, τούς ὁποίους καί ἀνεκάλεσα ρητά ἤδη μέ ἰδιαιτέραν ἐπιστολήν-ἠλεκτρονικόν μήνυμα
πρός τήν Σύνοδόν μας, ἀλλά καί
προφορικῶς κατά τήν συνάντησίν μας μετά τῶν σ. Ἀρχιερέων μας! Στό ἐπίσημον κείμενον πρός τήν Σύνοδόν
μας εἶχαν ἤδη ἀφαιρεθεῖ, καί διά τοῦ παρόντος καί πάλιν ἀνακαλῶ
τούς ὑπερβολικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς: «ἀποδεικνύεται τύραννος μέ τήν
ὅλην μέχρι σήμερα φασιστικήν, ἀδιάκριτον καί αἱρετικήν δεσποτοκρατικήν
συμπεριφορά του, πρός ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχές καί λαϊκούς (ἀλλά καί πρός Ἀρχιερεῖς!)»
·
«πίστεψε ὅτι θά κατεξουσιάσει τῶν μοναστηρίων, ἐκβιάζοντάς τα, νά τοῦ
μεταγράψουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα, φερόμενος μέ σκαιότατον τρόπον πρός
μοναχούς καί μοναχές. Προσπάθησε, καί ἐν μέρει τό
πέτυχε, νά ἀπομυζήσει τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν μοναστηριῶν, γιά νά τούς ἔχει
ὑπό τήν φασιστικήν καί παπικήν ψευδεξουσίαν του».
7.
Κατά πόσον ἀποτελεῖ, βέβαια, περιεχόμενον τῆς Ἀποστολοπαραδότου Πίστεως καί
τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ὁ
συναγελασμός μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Πίστεως Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν στήν
Θεσσαλονίκην[19] καί δή ἄνευ
ἀδείας τῆς ἡμετέρας Συνόδου, ὁ
συνεορτασμός-συντελετουργία τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων μετά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ «μητροπολίτου» Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα,
(ἐκπεσόντος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κατά
τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον[20] καί κατά τούς Πατέρες, τήν διδασκαλίαν τῶν
Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων), ἡ δωρεά τμήματος λειψάνου στόν Οἰκουμενιστήν – Νεοημερολογίτην «μητρο-πολίτην» Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον[21], ὅσον καί ἡ παραχώρηση βήματος ἐντός τῆς ἐκκλησίας τῆς
Παναγίας Σουμελᾶ, στόν
Νεοημερολογίτην Οἰκουμενιστήν κληρικόν Βαγγέλη Παπανικολάου[22] καλεῖται νά ἀπαντήσει ἀμετάκλητα καί
καθοριστικά ἡ Ἱερά Σύνοδός μας, ἡ ὁποία
κάνει τήν αὐθεντικήν ἑρμηνείαν τῶν διατάξεων τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου
τοῦ 2014 καί καλεῖται, νά ἐφαρμόσει
τούς καί στο παρόν ὑπόμνημα καί πάλιν παρατιθεμένους Ἱερούς Κανόνες). Ἡμεῖς, ἕνας ταπεινός καί ἀσήμαντος ἱερεύς
τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπισημαίνουμε τούς παραβιασθέντες, κατά τήν ταπεινήν μας
γνώμην, Ἱερούς Κανόνες
καί ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐξετάσει καί θά ἐφαρμόσει
αὐτούς μέ τό χαρακτηρίζον αὐτήν πνεῦμα
τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀγάπης.
8.
Γιά
νά ὑπάρχει κανονική Ἀποστολική Διαδοχή, ὀφείλει
ὁ ἐπίσκοπος νά ἐκλέγεται, κατά τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ὑπό πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι[24].
Ἡ ὑπό δύο ἐπισκόπων χειροτονία εἶναι
μέν ὑποστατή, κατά τόν Α΄Ἀποστολικόν Ἱερόν Κανόνα, ἀλλά κυρίως λαμπρύνεται καί κραταιοῦται ἀπό τήν
καθαρή Ὁμολογιακήν Πίστη[25].
Αὐτήν τήν
Πίστη δηλώνει, ὅτι ἔχει καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος, δηλ. ὅτι ὁμολογεῖ καί
διακηρύσσει, ἐπαναβεβαιώνοντας καί
διακηρύσσοντας τήν ὑπογραφήν τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου, τό ὁποῖον
ρητῶς καί πάλιν ἀποδέχεται, σέβεται καί ἐφαρμόζει, ὅπως φαίνεται μέ τίς ἐπισκέψεις πού ἔκανε στά σπίτια τῆς ἐπισκοπῆς
του, ὅπου μοίρασε τό ὁμολογιακόν βιβλίον τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων
“Φιλήματα Ἰούδα”, ἀλλά καί μέ ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ πρόσφατη γιά
τά “ἑκατόν χρόνια τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας”, ὁπότε ἡ Σύνοδός
μας θά ἀποφασίσει, ἐάν ἰσχύει πλέον ὁ ἀνωτέρω
χαρακτηρισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί πρός τήν σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου θά εὐθυγραμμισθοῦμε καί ἡμεῖς,
ἐν ὄψει καί τῆς ἤδη γενομένης ἀποσύρσεως τῶν ἐπιμάχων ἀναρτήσεων καί τῆς σχετικῆς
διευκρινιστικῆς καί ὁμολογιακῆς δηλώσεως ὑπ’ αὐτοῦ, κατά τά δηλωθέντα εἰς
τήν συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας κυρίων-κυρίων Φωτίου, Δημητριάδος
καί Κλήμεντος Λαρίσσης, καί ὅπως θά κρίνει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος.
Περί τῆς ὁμολογίας τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου ἐπιμαρτυρεῖ
κυρίως ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ὑπογραφή καί ἀποδοχή τοῦ Ἑνωσιακοῦ κειμένου, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν Πίστη τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀποδοχή ὑπ’ αὐτοῦ
τοῦ ἀναθέματος τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου του, τό 1983
καί τοῦ ἀναθέματος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Συνόδου μας, τό 1998,
ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην, ὅπως
ρητῶς μᾶς δήλωσεν ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας κ. Φώτιος καί ἀναμένεται ἡ
ὑπό τοῦ ἰδίου σχετική ἔγγραφος δήλωσις καί ἡ μετάνοιά του μέ τήν αἴτησιν
συγγνώμης γιά ὅσους σκανδάλισε μέ τίς πράξεις τους καί ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ὑπό
τῆς ἡμετέρας Συνόδου, κατά τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐν πνεύματι φιλαδελφίας
καί ἀγάπης.
9.
Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι τό δικαίωμα τῆς προηγουμένης ἀκροάσεως ἀποτελεῖ
ἀναφαίρετον συνταγματικόν δικαίωμα[26], κάθε
ἀτόμου μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας ἀλλά καί κάθε πιστοῦ, μοναχοῦ, διακόνου ἱερέως
καί ἀρχιερέως.
Δικαίωμα
πού ἔχει ἀναμφισβήτητα καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος. Οἱ ὑπό τοῦ ἰδίου, ὅμως,
γενόμενες ἐπίμαχες ἀναρτήσεις εἶναι πραγματικά γεγονότα καί ἀποτελοῦν ὁμολογίαν πού συνιστᾶ πλήρη
ἀπόδειξη τῶν τελεσθέντων πράξεων, πού δέν ἀμφισβητεῖται ἡ ἐνέργειά τους.
μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως κατά τό Δικονομικόν
Δίκαιον, τό τε τῆς Πολιτείας ἄμα καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ τελική συνοδική
διαγνώμη, ἀνήκουσα στήν ἡμετέραν Σύνοδον, σέ κάθε ἀνάλογη περίπτωση, ἔρχεται νά
ἐπιβεβαιώσει, ὅταν πρόκειται γιά θέματα Πίστεως τήν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν
αἱρετικῶν, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν κείμενον[28].
Ἡ
ὁποιαδήποτε ἀπόφαση ἀναφορικά μέ θέματα αἱρέσεως εἶναι διαπιστωτική, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον, καί
οὐχί διαπλαστική[29].
10.
Κάθε ἐπίσκοπος καί ἱερεύς ὡς καί κάθε κληρικός καί ἁπλός πιστός οἱουδήποτε
βαθμοῦ, ἀναμφισβήτητα ὀφείλει νά ἀκούεται πρίν ληφθεῖ οἱονδήποτε
μέτρον διοικητικόν, ποινικόν ἤ κανονικόν ἐναντίον του, κατά τούς ὁρισμούς τοῦ
Συντάγματος, τῶν Νόμων καί τῆς Δικονομίας γενικότερα καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς
τοιαύτης. Πρόκειται γιά θεμελιῶδες
δικαίωμα (Grundrecht), τό ὁποῖον
κατοχυρώνεται καί Συνταγματικά καί Δικονομικά ἀναλυτικά κατά τά ἀνωτέρω, καί εἶναι
ἀναφαίρετον.
11.
Ἄν τά κρίσιμα περιγραφόμενα γεγονότα δέν
ἀποτελοῦν ἐπιλήψιμες πράξεις, μποροῦν, ἄραγε, νά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον καί ἀπό
ἄλλους ἐπισκόπους καί κληρικούς ἤ καί ἀπό τόν ἴδιον ἐπίσκοπον, τόν σ. Ἀττικῆς
κ. Χρυσόστομον;
Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους ἀπαιτεῖται ἰδιαιτέρα
δήλωση συγγνώμης καί δήλωση ἀποκηρύξεως, κατά τά συμφωνηθέντα, ὅπως θά κρίνει καί θά ἀποφασίσει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος καί ὅτι δέν θά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον, πάντα κατά τήν κρίσιν καί στό
μέτρον πού θά τοῦ ὑποδειχθεῖ.
12.
Περαιτέρω βεβαιώνουμε καί πάλιν καί ὅπως ἀνεπτύχθη κατά τήν συνάντηση ἡμῶν μετά
τῶν σ. Ἀρχιερέων, ὅτι οὐδέποτε
δημοσιεύθηκε ἤ κοινοποιήθηκε ὑφ’ ἡμῶν σέ τρίτα πρόσωπα, οὖτε ἀπό κανένα ἄλλον
καί οὔτε εἶδαμε κάπου σχετικήν δημοσίευσιν, ἡ ἐν ἐξομολογήσει ἡμῶν πρός τούς σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς μας κυρίους
Φώτιον, Κυπριανόν καί Ἀμβρόσιον, ὅτι ἐγινεν συμπροσευχή τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου στήν Καλαμαριά μετά τοῦ κ. Ἰουστίνου. Καί αὐτό μάλιστα, τό ἐν ἐξομολογήσει γραφέν τότε προσωπικῶς καί ἀποκλειστικῶς
μόνον πρός τούς τρεῖς Ἀρχιερεῖς, ἀμέσως ἀνεκλήθη. Ὅτι αὐτήν, ὅμως, τήν ἐντύπωση, πώς δηλ. παρευρίσκετο καί ὁ σ. Ἀττικῆς
στήν σχετικήν τελετήν ἔδινε -(ἀποκόμιζε κάθε θεατής τῶν δρωμένων)- ἡ
ἀναφορά τοῦ Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστίνου, ὅτι δηλ. ἀπευθυνόταν πρός τόν σ. Ἀττικῆς
κύριον Χρυσόστομον σάν νά ἦταν παρών.
Καί ἐδῶ ἔχει ἐφαρμογή ἡ βασική ἀρχή τοῦ Δικαίου: Conditio sine
qua non.
Ὁπότε
ἡ κατηγορία αὐτή δέν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια, ὅτι δηλ. γίναμε ὑπαίτιοi μίας
τοιαύτης δημοσιεύσεως περί συμπροσευχῆς, γιατί
δέν ὑπάρχει πουθενά στόν διαδικτυακόν χῶρον ἤ στόν τύπον τοιαύτη δημοσίευσις, ὅτι
ἔγινεν συμπροσευχή καί οὐδέποτε προωθήθηκε ὑπ’ ἐμοῦ τοιαύτη δημοσίευσις οὔτε ἀπό
κανένα ἄλλον, ὅσον γνωρίζω, ἀλλά ἡ παραχώρησις τμήματος ἁγίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου
Ἀργυρίου στόν «Καλαμαριᾶς» κ. Ἰουστῖνον ἀποτελεῖ ἀναγνώρισιν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ,
γεγονός καθαιρετικόν καί ἀφοριστικόν τοῦ ποιοῦντος ταῦτα, κατά τούς Ἱερούς
Κανονες, γεγονός πολύ μεγαλυτέρας σπουδαιότητος Θεολογικῆς καί Ὁμολογιακῆς
σημασίας!
Περί τῆς γενικῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς
του ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτην Χρυσόστομον ἔχουν γράψει καί καταδικάσει τοιαῦτες ἀντορθόδοξες
συμπεριφορές καί ὁ φιλικά διακείμενος πρός αὐτόν κ. Σωτήρης Τζούμας καί ἄλλοι
Νεοημερολογίτες:
Πρόκειται για
κλασσική εκδήλωση, έκφραση και έκφανση του νοσηρού πνεύματος του δεσποτισμού
και του επισκοπικού συγκεντρωτισμού.
Εάν κάποιοι κληρικοί ευτελίζουν το κήρυγμα δικαιούται και
οφείλει ο μητροπολίτης να τους το απαγορεύσει.
Επ’ ουδενί, όμως, μπορεί να γενικεύει
και να επεκτείνει την τυχόν απαγόρευση σε όλους τους κληρικούς της μητροπόλεώς
του.
Οι τελευταίοι οφείλουν να διαμαρτυρηθούν έντονα και να
καταγγείλουν στην εκκλησιαστική παρεμβολή την απαράδεκτη αυτή επισκοπική
πρακτική.
Επιπροσθέτως, και σύνολο το εκκλησιαστικό πλήρωμα της
συγκεκριμένης μητροπόλεως οφείλει να αντιδράσει.
Ο επίσκοπος δεν είναι ούτε απόλυτος μονάρχης ούτε φεουδάρχης της Εκκλησίας.
Υπάρχουν κληρικοί, δόκιμοι κήρυκες του θείου λόγου που προάγουν διά του
κηρύγματός τους την πνευματική ζωή των πιστών αλλά και ελέγχουν, κατά χρεός,
πρόσωπα και πράγματα, εφαρμόζοντες το Παύλειο ρήμα «έλεγξον, επιτίμησον,
παρακάλεσον» (Β προς Τιμόθεον κεφ 4, 2).
Είναι αδιανόητο, παράλογο, άδικο και βλαπτικό για το καλώς εννοούμενο συμφέρον
της Εκκλησίας και του Έθνους να φιμωθούν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος
που είχε πει πως «τίποτε άλλο δεν φοβήθηκα στη ζωή μου εκτός από τους
διεφθαρμένους επισκόπους» σας λέει κάτι; Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται με
εγκυκλίους. Αντιθέτως φθίνει και εντέλει εκλείπει, όταν ο φέρων το σχήμα δεν
σέβεται τον ρόλο του και είναι ανακόλουθος των όρκων του, να είναι πράος και
τάπεινός τη καρδία και υπηρέτης όλων και καλός ποιμήν ως γνήσιος ακόλουθος του
Μεγάλου Αρχιερέως…
Αυστηρό «απαγορευτικό» του Αιτωλίας Δαμασκηνού
προς τους ιερείς να μη κηρύττουν αλλά να διαβάζουν τα δικά του… μηνύματα!
· Post published:20 Αυγούστου
2023
Του Σωτήρη Μ. Τζούμα
Η Εκκλησία μας σφύζει από …”δημοκρατικές διαδικασίες” ! Όταν λέμε δεσποτοκρατία το εννοούμε!
Χθεσινά άπειρα παπαδάκια εκλέγονται δεσποτάδες, πιάνουν το μπαστούνι, φορούν
και το… στέμμα, δηλαδή την Μίτρα και θεωρούν, ότι είναι πραγματικοί πρίγκηπες
και μπορούν να κάνουν ο,τι θέλουν!Λες και η Εκκλησία χρωστά σε αυτούς και όχι
αυτοί προς την Εκκλησία! Αλλά η Εκκλησία δεν είναι τσιφλίκι τους. Η Εκκλησία
ανήκει σε όλους μας! Και αυτό όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν τόσο πιο καλά για
τους ίδιους!
Ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και
Ακαρνανίας Δαμασκηνός- εκ των νέων Ιεραρχών της Εκκλησίας μας- συνεχίζει να μας
εκπλήσσει με τις αποφάσεις του και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει!Πέρα από
τις κινήσεις εντυπωσιασμού και την απονομή οφικίων προς τους ιερείς για να τους
κερδίσει, οι υπόλοιπες ενέργειες του έχουν έναν επιθετικό χαρακτήρα, ο οποίος
δεν συνάδει με την συγκεκριμένη Μητρόπολη η οποία έχει πλουσία εκκλησιαστική
ζωή και παράδοση!
Ο Σεβ. Αιτωλίας απέστειλε «αυστηρή» εγκύκλιο προς τον
ιερό κλήρο, με την οποία απαγορεύει στους ιερείς, να κηρύττουν οι ίδιοι
και τους επιβάλλει να είναι απλοί αναγνώστες των δικών του κηρυγμάτων, τα οποία
θα αποστέλλονται ανελλιπώς στους ναούς! Περίσσευμα θεολογίας συμπυκνωμένο σε
μια κόλλα χαρτί! Έχει τόσο ελεύθερο χρόνο, ώστε να γράφει ο ίδιος το
Κυριακάτικο δίπλωμα; Μπράβο!
Και καλά αν οι ιερείς είναι
αθεολόγητοι ή στερούνται θεολογικών γνώσεων, η απόφαση αυτή είναι για το καλό
του ποιμνίου! Αν όμως είναι θεολόγοι και μάλιστα παλαιότεροι στο κήρυγμα και
δόκιμοι ιεροκήρυκες,
του νεόκοπου Μητροπολίτη,
τότε, πως θα τους απαγορεύσει να μιλάνε; Είναι σωστό; Πού ακριβώς στηρίζεται
αυτή η απόφαση και γιατί;
Σαφώς το κηρύττειν είναι προνόμιο του Επισκόπου και με την ευλογία του
κηρύττουν όλοι οι έχοντες τα προσόντα, κληρικοί ή και λαϊκοί. Όμως η παράδοση
της Εκκλησίας μας ακολουθεί τον Παύλειο λόγο “ουαί μοι εστιν εάν μη
ευαγγελίζομαι”!
Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια λάθος απόφαση, η
οποία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς αν εφαρμοζόταν σε ναούς που δεν ξέρουν
την μεγάλη σημασία του κηρύγματος ή στερούνται οι ιερείς της ικανότητας να
κηρύττουν! Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε θεωρώ, ότι ο Σεβ. Αιτωλίας θα
έπρεπε να παροτρύνει τους κληρικούς του, να μελετούν και να προετοιμάζονται,
ώστε τουλάχιστον οι δυνάμενοι, να κηρύττουν στον λαό του Θεού.
Μια ρητορική ερώτηση στον Άγιο
Αιτωλίας: οι ιεροκήρυκές του τώρα με τι θα ασχολούνται;Ή πρόκειται να τους
παροπλίσει;
Σίγουρα δεν έμαθε τέτοιες
μεθόδους ποιμαντικής κοντά στον Γέροντά του Σεβ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο.
Το γιατί τις εφαρμόζει είναι κάτι που θα φανεί πολύ σύντομα! Κρίμα πάντως,
γιατί με όλα αυτά γκρεμίζονται οι όποιες χρηστές ελπίδες μας δημιουργούνται
καθώς βλέπουμε να εκλέγονται νέοι Αρχιερείς με όρεξη για πνευματικό έργο και
στη συνέχεια τους βλέπουμε να τα αναποδογυρίζουν όλα!
α΄. Στό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ πολύ φιλικά διακείμενου κ. Σωτήρη
Τζούμα βλέπουμε ξεκάθαρα, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση
τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς συνιστᾶ ἔκφραση Δεσποτοκρατείας καί Φασισμοῦ,
καθότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται!
β΄. Ἐπίσης ἡ Καινοτομία, τῶν πολύ τολμηρῶν ἀνοιγμάτων καί τῶν ἐναγκαλισμῶν
τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀντίθεση πρός τήν ἐπί ἑκατό χρόνια παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας, ἑκατό χρόνια θυσιῶν, διωγμῶν, αἵματος, φυλακίσεων, ἐξοριῶν, ἀποσχιματισμῶν
τῶν ἁγνῶν λευιτῶν, συνιστᾶ καθ’ ἑαυτήν ἀσέβεια πρός τούς Προπάτορες καί δεσποτοκρατική
συμπεριφορά, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά γίνονται τέτοιες “ἐκδηλώσεις”, πού
κατασκανδάλισαν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὁδήγησαν σέ ἀποκήρυξή μας ἀπό
πλῆθος πιστῶν μας.
Ἡ φιλία καί οἱ ἐναγκαλισμοί
μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων μέ τόν ἐλεγχόμενον ἀπό τούς Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές
γιά Δεσποτοκρατεία «Ἰλίου» κ. Ἀθηναγόρα
ἀποτελεῖ πάλιν λόγον γιά ἐξαγωγή συμπερασμάτων (βλ. συνημμένον κείμενον).
Τέτοιες πρακτικές ἐγκαινιάζουν ἕνα νέο ἦθος στήν Ἐκκλησία, ἀπαράδεκτο καί
καταδικαστέο.
γ΄. Ἐλέγθηκε καί στό πρόσφατο
παρελθόν ὁ σ. κ. Χρυσόστομος γιά
τυραννική συμπεριφορά ἀπό τόν
πανοσιολ. Θεολόγο Ἀρχιμανδρίτην κ. Νικηφόρον Νάσσον.
δ. Ἐντελῶς ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ὀποιαδήποτε
ἀναφορά στόν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπανικολάου, τόν ὁποῖον καί οἱ ἴδιοι οἱ Νεοημερολογίτες
χαρακτηρίζουν ἀηδιαστικόν, ὅτι κηρύσσει αἵρεση καί ὅτι εἶναι θεατρίνος…
Περιττόν νά ἀναφερθοῦν τά ὅσα ἀηδιαστικά καί ἀντορθόδοξα δίδαξε καί εἶπε
ὁ κληρικός Βαγγέλης Παπανικολάου καί πῶς ἀσεβῶς κινεῖται μέσα στόν Ἱερόν χῶρον
τῆς Ἐκκλησίας καί μπροστά στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ.
Μέ ὑποθέσεις, τί θά
συνέβαινε ἐάν ἐκινεῖτο δικαστικά ἐναντίον μας γιά τόν ἀρνητικόν σχολιασμόν μου,
δέν στοιχειοθετεῖται κανένα Κανονικόν παράπτωμα ἐναντίον μου, πόσον μᾶλλον ὅταν διηγεῖται ὅ ἴδιος ἀνέκδοτα,
περιπαίζοντας καί ἐξισώνοντας βλασφήμως καί αἰσχρῶς τόν Ἁγιώτατον Κύριόν μας Ἰησοῦν
Χριστόν μέ τόν ψευδοπροφήτην Μωάμεθ. (βλ. συνημμένα, λίνκς καί ἄρθρο
πρωτοσέλιδο ἀπό τόν «Ὀρθόδοξον Τῦπον»). Ἐφόσον βλασφημεῖται καί ἐμπαίζεται τό Ὄνομα
τοῦ Κυρίου μας ἡ ἴδια ἡ Σύνοδός μας θά ἔπρεπε νά ἐλέγξει τέτοιες ἀχαρακτήριστες
καί βλάσφημες συμπεριφορές.
Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας
μέ τήν αἵρεση μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι
δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρία σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς,
μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα σέ ὅλους καί ὅλοι πλέον εἶναι ἐν πλήρει
συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό:
"εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν ὅμως
τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται", κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην;
Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει
ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Σέργιο ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν
Κνωσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ! Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνία μέ τήν μονοθελητική αἵρεση γράφει ἐπὶ
λέξει:
"
Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν
Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς
κὰθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ
πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ
εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῶ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν
μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς,
τούθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν
πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις
τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ,
συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους
Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ
Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα
Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικότατη καὶ πλήρης Θείων ἀληθειῶν ὅπου
περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
"Η ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ"
ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ως
προς την αντιμετώπιση της ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ
του Ο Ι Κ Ο Υ Μ Ε Ν Ι Σ Μ Ο Υ
Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ
ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ και ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ
Ἡ ἀφάνταστη
ἐλαφρότητα» τῶν Ἐπισκόπων, (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε παραλλαγμένη μιὰ παλαιότερη φράση),
ἐπισημαίνεται σήμερα, ὅλο καὶ σὲ περισσότερους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.
Ἐμεῖς, σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ κείμενο, ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν ἐλαφρότητα,
(δηλαδὴ ἐγκληματικότητα), μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἐπίσκοποι τὴν
παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμόν, ὅσο κι ἂν αὐτὸ κουράζει.
Εἶναι
τραγικὴ ἡ διαπίστωση, πὼς δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει σὲ καμιὰ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ
περίοδο αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπραξία, ἡ ὑποβάθμιση μιᾶς αἱρέσεως, μιᾶς αἱρέσεως
μάλιστα ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ και ὡς ἡ «ἐσχάτη
αἵρεση τῆς ἱστορίας». Μιᾶς αἱρέσεως, ποὺ ἔχει ἐμφανισθεῖ ἐδῶ καὶ
δεκαετίες, ποὺ ἐπεκτείνεται ἁλματωδῶς, ποὺ πλέον, ὄχι μόνο οἱ περισσότεροι ἀπὸ
τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρήσουν,
(ἢ δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν), ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ποιοί
οἱ Ὀρθόδοξοι, τί ἀνήκει ἀπὸ τὶς καθημερινές πράξεις μας καὶ
τὰ πιστεύματά τους στὴν αἵρεση, καὶ τί ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.
Στὴ παροῦσα
ἔκθεση θὰ παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ βιβλίο, ποὺ προσφέρει κάποια ἁγιοπατερικά
κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνεται ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως,
τὸ δυσθεράπευτο τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ μολυσματικότητά της,
θέματα ποὺ ἀντιπαρέρχονται οἱ σύγχρονοι ποιμένες-Ἐπίσκοποι, μὲ τὸ ἀστεῖο ἐπιχείρημα,
ὅτι
αὐτὰ θὰ τὰ ξεκαθαρίσει μιὰ μελλοντικὴ Σύνοδος,
σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ στήσει τὸ Φανάρι, ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους
ποὺ χαρακτηρίζονται αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές!!!
Τὰ πατερικὰ κείμενα ἔχουν ἐπιλεγεῖ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξηγήσουν, νὰ
φωτίσουν λίγο, αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐξηγήσουν οἱ ποιμένες στὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ:
Ὅτι ἡ
αἵρεση εἶναι μιὰ δυσθεράπευτη πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν
θεραπεύεται μὲ Διαλόγους καὶ συμπόσια, συνεορτασμούς, συντελετουργίες καί
συμπράξεις μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε,
ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία μας,
διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη· κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα,
πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ, συνεχόμενα καὶ ἐπαναλαμβανόμενα, ὅταν ἀφήνεται
νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες, πρακτικές, ἀκούσματα
καὶ θεάματα τῶν τάχα «ἀδελφῶν» ἐκκλησιῶν,
ὅταν δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς
αἱρετικούς καί διακοπήν κάθε σχέσεως μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές,
τότε, ποῦ στηρίζεται ἡ σωτηρία μας;
Δὲν εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ ἀλλάζουμε οὔτε ἕνα γιῶτα, οὔτε
κάτι τι τὸ παραμικρό ἀπὸ τὰ παραδοθέντα;
Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ καὶ
ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ
Ὅπως ὅλα τὰ πάθη χρήζουν θεραπείας, ἔτσι
καὶ ἡ αἵρεση. Καὶ ὅπως ἕνας πνευματικὸς Πατέρας θὰ ἐγκληματοῦσε ἐναντίον μας, θὰ
μᾶς καταδίκαζε δηλαδὴ σὲ πνευματικὸ θάνατο, ἂν δὲν ὑπεδείκνυε τὴν σωστὴ
θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ δὲν φρόντιζε γιὰ τὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ τὰ ἄφηνε
νὰ ριζώνουν βαθύτερα μέσα μας καὶ νὰ πληθαίνουν, καὶ τὸ χειρότερο, ἂν μᾶς ἐπαινοῦσε
καὶ μᾶς κολάκευε γι’ αὐτά, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐγκληματοῦν κατὰ τῶν νοσούντων αἱρετικῶν
οἱ ἁρμόδιοι ὀρθόδοξοι ποιμένες, ὅταν δὲν λαμβάνουν τὰ κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα
μὲ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Πατέρων. Καὶ ἡ συγκεκριμένη Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου ἐντάσσεται στὴν θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔγκλημα
καθίσταται μεγαλύτερο, ἐπειδὴ ἡ νόσος τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ νόσος, ἀλλ’
εἶναι νόσος μολυσματική[36].
Γράφουν συγκεκριμένα οἱ Πατέρες, πὼς οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νοσοῦντες. Ἡ
νόσος τους δέ, ὅσο περισσότερο χρόνο παραμένουν στὴν αἵρεση, γίνεται
δυσθεράπευτη καὶ ἀθεράπευτη. Τὸ νὰ
συζητᾶ, συναγελάζεται καί συνεορτάζει κανεὶς μαζί τους χωρὶς νὰ ἐπισημαίνει τὴν
ἀρρώστια τους καὶ νὰ ἀποκόπτει τὰ σεσηπότα μέλη τῆς αἱρέσεως, μοιάζει σὰν
κάποιο πονηρὸ γιατρό, ποὺ κάνει, πὼς δὲν βλέπει τὰ σάπια μέλη τοῦ ἀρρώστου καὶ
συζητᾶ γιὰ τὰ ὑγιῆ. Μ’ αὐτή του τὴν στάση δὲν δείχνει ἀγάπη, ἀφοῦ συντελεῖ
στὸ νὰ χειροτερεύει ὁ ἀσθενής. Καὶ ἐπιπλέον ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ
τοὺς ἄλλους νὰ μολυνθοῦν, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι μεταδοτική, ἀλλὰ καὶ
γιατὶ μὴ λαμβάνοντάς την ὑπ‘ ὄψιν, ἀψηφώντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων,
χάνει καὶ τὴν Θεία Χάρη.
Ὑπ’ ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν
τρόπον της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ». Ἀκόμα καὶ
οἱ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, ἀπὸ ἀδιαφορία
ἢ σκοπιμότητα. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες μᾶς τὸ παρουσιάζουν σὲ δυὸ ἀντιπροσωπευτικὰ
κείμενα. Τὸ ἕνα προέρχεται ἀπὸ ἕνα Πατέρα τῶν τελευταίων αἰώνων καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ
ἕνα τῶν πρώτων αἰώνων:
«Ὅταν
θὰ ἔλθουν οἱ ψευδοπροφῆτες καὶ οἱ ψευδόχριστοι, καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ
"ψυγῆ", καὶ ἡ ἀνομία θὰ πληθυνθῆ, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους θὰ σιωποῦν
ἀκόμη καὶ οἱ χριστιανοί, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ φωνάζουν τὰ οὐράνια σώματα. Θὰ φωνάζουν
μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Καὶ θὰ ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς
δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» (Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος).
Καὶ σὲ
ἕνα ἀρχαῖο κείμενο: «Οὗτοι γάρ
εἰσι ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ ψευδαπόστολοι, πλάνοι καὶ φθορεῖς...,
δι' οὓς ψυγήσεται ἡ τῶν πολλῶν ἀγάπη· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος ἀδιαστρόφως, οὗτος
σωθήσεται· περὶ ὧν ἀσφαλιζόμενος ἡμᾶς ὁ Κύριος παρήγγειλεν λέγων· “Ἐλεύσονται
πρὸς ὑμᾶς ἄνθρωποι ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες· ἀπὸ τῶν
καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, προσέχετε ἀπ' αὐτῶν· ἀναστήσονται γὰρ ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πλανήσουσι πολλούς”» (ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ).
Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα κείμενα, ποὺ ἀναφερόμενα στοὺς
αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση ἐκφράζουν τὴν ἴδια θέση: ἡ αἵρεση εἶναι νόσος δυσθεράπευτη ἢ ἀνίατη καὶ μολυσματική. «Εἰς ὅλας τὰς Συνόδους οἱ αἱρετικοὶ
κατεκρίθησαν κατὰ κύριον λόγον ὡς ἀνιάτως νοσοῦντες, ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν.
Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς πνευματικὰς ἀρετάς, καὶ εἶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον
πίστιν. Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι ἡ πνευματικὴ πορεία τῶν ταπεινῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ὄχι
μόνον δὲν “κατακυριεύουν τῆς πίστεως”, ἀλλὰ θυσιάζουν πρὸς χάριν της τὰ πάντα».
Γράφει
ὁ ἅγιος καὶ Θεοφόρος Ἰγνάτιος: «Εἰώθασί τινες δόλῳ πονηρῷ τὸ ὄνομα
Χριστοῦ περιφέρειν, ἄλλα τινὰ πράσσοντες ἀνάξια Θεοῦ, οὓς δεῖ ὑμᾶς ὡς θηρία ἐκκλίνειν.
Εἰσὶ γὰρ κύνες λυσσῶντες λαθροδῆκται· οὓς δεῖ ὑμᾶς φυλάσσεσθαι ὄντας δυσθεραπεύτους....
Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου· οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ οὖν
οἱ κατὰ σάρκα ταῦτα πάσχοντες ἀπέθνησκον, πόσῳ μᾶλλον ἐὰν πίστιν ἐν
κακοδιδασκαλίᾳ φθερεῖ, ὑπὲρ ἧς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρώθη; Ὅτι οὗτος ρυπαρὸς γενόμενος,
εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ».
«Ταῦτα
ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς
διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε,
"σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς
ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"».
«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς
ἐκκλησίαν· πάντα
γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις
οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι·
δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ
μετανοίας καὶ κατανύξεως).
Στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκ. Συνόδου ὑπάρχει ἕνα
περιστατικό, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βλάβη ποὺ ἐπιφέρουν
οἱ ἐπαμφοτερίζοντες ἢ οἱ αἱρετίζοντες Ποιμένες στὸ ποίμνιο.
Μᾶς λέγει συγκεκριμένα, πὼς οἱ πιστοὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀντέδρασαν
δυναμικά, ὅταν ἀντελήφθησαν τὴν αἵρεση στὰ κήρυγματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Ἦταν
ἡ ὑγιὴς «ἀντίδρασις τοῦ ἀδιαστρόφου ὀρθοδόξου
φρονήματος. Σὺν τῷ χρόνῳ ὅμως τὸ ὀρθόδοξον αὐτὸ φρόνημα
διέστρεψαν αἱ αἱρετίζουσαι διδασκαλίαι τῶν “ποιμένων” τους»[38].
Νὰ πῶς παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Κύριλλος: οἱ προσκείμενοι στὸν Θεόδωρο, διηγεῖται,
μὲ συμβούλευαν, νὰ μὴ κατηγορῶ τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες, γιατὶ ἔτσι
διαβάλλω τοὺς Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο καὶ ἅγιο Γρηγόριο, ἀφοῦ κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μὲ τὸν Θεόδωρο
κήρυτταν. Ἐγὼ ὅμως, ποὺ γνώριζα τὴν ἁγιότητα τῶν διαπρεπῶν αὐτῶν διδασκάλων, μὲ
παρρησία καυτηρίαζα τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Θεόδωρου. Στὴν συνέχεια, οἱ αἱρετίζοντες
ποιμένες τῶν Ὀρθοδόξων ἐπηρέασαν τόσο τοὺς πιστούς –αὐτοὺς τοὺς πιστούς, ποὺ
κάποτε παραλίγο νὰ λιθοβολήσουν τὸν Θεόδωρο γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα–, ὥστε
τοὺς ἔπεισαν νὰ πάρουν, τώρα, τὸ μέρος τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου. Κι αὐτό, γιατὶ ἡ
ἰσχυρὴ προσωπικότητα ἑνὸς φιλο-αἱρετικοῦ
ποιμένος, παρασύρει στὰ φρονήματά του τοὺς πιστούς, γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνος[39].
Καὶ ὁ
Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τὴν αἵρεση ὡς νόσο μολυσματική: «Νῦν
δὲ κἄκεῖνα κρύπτουσι καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι γράφουσιν· ὥσπερ οἱ τῶν
σεσηπότων μελῶν παρατρέχοντες ἰατροὶ περὶ τῶν ὑγιαινόντων διαλέγονται, ἢ ἀγνοοῦντες
ἢ τέχνῃ πανούργως χρώμενοι».
[Ὑπ’
ὄψιν ὅτι, ὅταν ἔγραφε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἡ αἵρεση τοῦ Μακεδονίου δὲν
εἶχε κατα-δικασθεῖ. Καταδικάσθηκε ἀργότερα. Ἄρα ἦταν μιὰ αἵρεση
κηρυττόμενη, ὅπως ὁ Οἰκουμενισμὸς πού σύν τοῖς ἄλλοις ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν
ἡμετέραν Σύνοδον, τόν Ἅγιον Φιλάρετον καί τήν ἀδελφήν Ρουμανικήν Ἐκκλησίαν! Καὶ
ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, διδάσκουν νὰ φεύγουμε καί ἀπὸ τοὺς μὴ
καταδικασμένους εἰσέτι ἀπὸ Σύνοδον αἱρετικούς, καί νά μήν ἔχουμε τήν παραμικρή
σχέση μέ τούς αἱρετικούς, διότι μολύνουν, πόσον μᾶλλον ὅταν πολυμερῶς καί
πολυτρόπως οὗτοι ἔχουν ἐπανειλημμένως καταδικασθεῖ!].
Οἱ αἱρετικοὶ «γράφουσιν…, πρὸς ἀπάτην τῶν
ἀνθρώπων, ἵνα…ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι
τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ» Ἄλλο ἕνα κείμενο, (ἀπὸ τὰ πολλά), τοῦ
Μ. Βασιλείου τώρα, ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: «Εἰ
χρὴ τὸν ἐν ἁμαρτίαις ἐξετασθέντα φεύγειν τὴν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους κοινωνίαν,
ἢ καὶ πρὸς τοὺς κακῶς ζῶντας διακρίνεσθαι». Γράφει: Γενικὰ εἶναι ἐπιβλαβὲς καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἄνθρωπο
κάθε σχέση μὲ ἀπαγορευμένα πράγματα. Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ ἔζησαν ἐν ἁμαρτίαις,
πρέπει νὰ εἶναι περισσότερο προσεκτικοί, γιατί, ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή τους συνήθισε
στὴν ἁμαρτία, εἶναι περισσότερον ἐπιρρεπεῖς πρὸς αὐτὴν καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς
τοὺς βλάπτει. Ἐὰν, λοιπόν, εἶναι τόσον μεγάλη ἡ βλάβη ποὺ προκαλεῖ ἡ κοινωνία μὲ
ἁμαρτωλοὺς στὰ ἠθικά, τί πρέπει νὰ ποῦμε
γιὰ τὴν βλάβη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς;
Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει, πὼς πράγματι, ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ
κάποιες ἁμαρτίες
ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσον ἀπὸ
τὴν ἁμαρτία
τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς
τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ
δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ
τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ,
παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;»[41] .
Αὐτὰ ὅμως,
ἴσχυαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἐκείνων τῶν ἐποχῶν ἢ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς σύγχρονους
αἱρετικούς; Ἀσφαλῶς ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες, καὶ μάλιστα
σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπ’ ὅ,τι τότε, καὶ λόγο τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τους καὶ λόγῳ τῆς
μεγάλης “Ἀποστασίας” (Β΄ Θεσ.
2, 7) ποὺ διακρίνει τὶς
σύγχρονες “χριστιανικὲς” κοινωνίες καί, ἀκόμα, γιατὶ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἐνῶ
δικαιολογοῦν (ἢ κρύβουν) τὶς ἴδιες ἢ παρόμοιες αἱρετικὲς δοξασίες,
παρουσιάζονται –μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ποιμένων μας– μὲ καλλωπισμένο καὶ εὐγενικό
προσωπεῖο, ὡς μὴ ἔχοντες τίποτα φοβερό, ἁπλῶς ὡς ἐκφράζοντες τὴν ἴδια πίστη μὲ
διαφορετικὸ τρόπο∙ καὶ ἔτσι μᾶς ἐξαπατοῦν καὶ μεταδίδουν τὴν αἵρεση εὐκολότερα,
ὄχι ἀπαραίτητα στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὡς στάση ζωῆς.
Ἂς δοῦμε, τί λέγουν καὶ Σύνοδοι καὶ Πατέρες τοῦ 19ου αἰῶνος:
Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν
Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατεδίκασε δριμύτατα «τὰς
ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ, ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου
Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς “ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα αἱρέσεων”…»
καὶ παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες
… ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν
…περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις συνεφελκύσαι εἰς τὸ
ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς τούτων αἱρέσεως»[42]
Καὶ ὁ
ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων τό 2 Τιμ.
2 17, ”Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει”, γράφει:
«Ἀκράτητον, λέγει, εἶναι τὸ κακὸν καὶ
πλέον ἰατρείαν δὲν δέχεται· ἐπειδὴ οἱ τῶν
αἱρετικῶν λόγοι βλάπτουσι καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον μέρος τῆς εὐσεβείας,
ὡσὰν ἡ γάγγραινα καὶ εἶναι ἀδιόρθωτοι· γάγγραινα δὲ εἶναι ἕνα πάθος καὶ μία
πληγή, ὅπου προξενεῖ σαπήλαν εἰς τὸ σῶμα..., καὶ κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ
σώματος». Καὶ «τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ
γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ
τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν·
διὰ τοῦτο παραγγέλει ὁ Σολομών· “ἔκβαλε ἐκ
συνεδρίου λοιμόν”…, καὶ ὁ Δαβὶδ ὁ πατήρ του, μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον,
ὁποῦ δὲν ἐκάθισε μαζὶ μὲ τοὺς λοιμούς· ”μακάριος
ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. α΄ 1)».
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις πάλιν, ποὺ ἔζησε τὴν δολιότητα τῶν
Παπικῶν καὶ διελέχθη μετὰ Παπικῶν, γράφει:
«Ὁ Ἀπόστολος ἐπαράγγειλεν
εἰς τοὺς Κορινθίους μὴ συναμίγνυσθαι τοῖς τοιούτοις, μηδὲ συνεσθίειν· ἡ
συναναστροφὴ καὶ ἡ συνανατροφὴ καθ’ ἑαυτὰ ἀδιάφορα, ἀλλ’ ἐκ τούτων κατὰ μικρὸν ἐνδέχεται
νὰ γεννηθῇ ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ καταστροφή. Λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ
ἀκοινωνησία διασώζει τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα. ”Εἰ γὰρ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν,
ἤπουγε μυστικῆς καὶ θείας.”
Καὶ εἰς τὴν Φιλοκαλίαν: «Ἐὰν ἕξεις φιλίαν μετά τινος, καὶ συμβῇ αὐτὸν εἰς πειρασμὸν πορνείας ἐμπεσεῖν,
ἐὰν δύνασαι δὸς αὐτῷ χεῖρα καὶ ἕλκυσον αὐτὸν ἄνω. Ἐὰν δὲ εἰς αἵρεσιν ἐμπέσῃ καὶ μὴ
πεισθῇ σοι ἀποστραφῆναι, ταχέως κόψον αὐτὸν ἀπὸ σοῦ, μήποτε βραδύνων
συγκασπασθῇς αὐτῷ εἰς τὸν βόθρον».
Ἕνας ἀκόμα παλαιοτέρων χρόνων ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος,
γράφει πὼς πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ ὁμάδες αἱρετικῶν καὶ
φιληδόνων, γιατὶ διαστρέφουν μὲ τοὺς λόγους τους τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν.
Ὅποιος νοσεῖ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἔχει τόσον ἐλαστικὴ συνείδηση, ὥστε
παραβλέποντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ λέγε,ι (ὅπως καὶ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές: τί
πειράζει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο; Ἀγάπη χρειάζεται νὰ δείχνουμε), καὶ σὲ τί θὰ μᾶς βλάψει ἡ συναναστροφὴ μὲ
τοὺς αἱρετικούς;
Γράφει
ὁ Ἅγιος: «Παραιτοῦ συγκάθισμα ἀνδρῶν αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων
λαλούντων μηδὲν πιστόν· δίκην γὰρ τοξευμάτων τιτρώσκουσι τὰς καρδίας οἱ λόγοι αὐτῶν.
Εἶδόν τινας διαστρέφοντας τὰς ψυχὰς ἐν λόγοις. Τοὺς τοιούτους τάχα διὰ συμβόλων
γονορρύεις ἢ λεπροὺς ὁ λόγος καλεῖ... Καὶ ὁ μὲν περὶ πίστεως νοσῶν λέγει· τί γὰρ βλάψει τὸ συμπεριφέρεσθαι
παντὶ ἀνθρώπῳ, εἴτε ὀρθῶς πιστεύοντι, εἴτε κακῶς φρονοῦντι, τὸ ὑγιὲς τῆς πίστεως
περιοδεύοντες; Οἱ δὲ περὶ τὴν γαστέρα ἀνασχολούμενοι καὶ
περὶ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονὰς ἐροῦσι· τί γὰρ βλάψει τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ
τρυφᾶν»
Ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ καλοὺς ἢ κακοὺς ἀνθρώπους
μᾶς ἐπηρεάζει ἀναλόγως, εἶναι κοινὸς τόπος στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γι’ αὐτὴ τὴν
καλὴ ἢ κακὴ ἐπίδραση μιλᾶ καὶ ὁ ἅγιος
Κύριλλος: «Χρῆναι δέ φημι τοὺς ἑδραῖον ἔχειν ἐθέλοντας φρόνημα καὶ
τῆς ὀρθῆς πίστεως τὴν παράδοσιν καθάπερ τινὰ μαργαρίτην τηροῦντας εἰς νοῦν
μηδεμίαν διδόναι παρείσδυσιν, ἤγουν παρρησίας τόπον τοῖς ἐθέλουσι δεισιδαιμονεῖν·
γέγραπται γάρ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ,
καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ
στρεβλοῦ διαστρέψεις”»
Καὶ ἕνα
κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ: «Βλαβεραὶ
αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι
τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος
ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους
συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ
βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου,
ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς
νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς
ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται.
Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον
κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν
χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ
Ἰωάννου, Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα).
Ὅπως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς,
οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι, μᾶς παιδαγωγοῦν,
μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸν βίον ἄλλου ἁγίου
διαβάζουμε:
«Εἰ δέ
τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ
τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ
λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας.
Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε
καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν … ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα … Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται. Καὶ πάλιν·
“Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου,
μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη
χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ». Εἶναι φανερὸν, λοιπόν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι διδασκαλία μεμονωμένων μόνον
Πατέρων, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάζουμε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν
ἔκδοση τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ «μητροπολίτης
Νικοπόλεως» Μελέτιος:
«Ὥσπερ
γὰρ τὰ χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστατά πώς ἐστι πρὸς τὸ θεραπεῦσαι, ἢ τάχα
που καὶ εἰς ἅπαν ἀρνεῖται τοῦτο, οὕτω καὶ ψυχὴ διεστραμμένων ἐννοιῶν καὶ
δογμάτων σηπεδόνι ἀρρωστήσασα, δυσαπόβλητον ἔχει τὸ πάθος».
Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ὅλων τῶν
Πατέρων, ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ διεφθαρμένους ἀνθρώπους καὶ αἱρετικοὺς
μολύνουν καὶ τοὺς ὑγιεῖς στὴν πίστη χριστιανούς, παραδόξως τὴν ξεχνοῦν
ὁλοτελῶς οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές. Γιατί, ἂν ἤθελαν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ ὅσα
διακηρύττουν, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐργαστοῦν στὸν χῶρον τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, νὰ τοὺς
κατηχήσουν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν στὴν πίστη, (βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὁποίας οἱ
περισσότεροι ἀγνοοῦν), νὰ τοὺς ἐνημερώσουν καταλλήλως, νὰ συζητήσουν μαζί τους
γιὰ τοὺς Διαλόγους, νὰ ἄρουν τὶς παρεξηγήσεις καὶ κατόπιν, ἔχοντας σύμφωνον ὅλον
τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ προχωρήσουν σὲ «διαλόγους»
καὶ σὲ κάποιες «οἰκονομίες», ἂν
χρειαστεῖ. Τώρα ὅμως, ὄχι μόνον δὲν ἔχουν κάνει αὐτό, ἀλλὰ ὑποτιμοῦν τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ὑβρίζουν τοὺς πιστοὺς –ποὺ ἀντιδροῦν
μὲ τὸν δικό τους τρόπον– ὡς φονταμενταλιστὲς
καὶ ταλιμπάν, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ
τοὺς αἱρετικοὺς τοὺς ὑποδέχονται μὲ τιμές, «ἐν
χορδαῖς καὶ ὀργάνοις». Δὲν εἶναι, βέβαια, πάντα οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁπλῶν
πιστῶν ἄμοιρες ἀκροτήτων, ἀλλὰ ἀσφαλῶς οἱ ἀκρότητες αὐτὲς τοῦ ἀποίμαντου λαοῦ εἶναι
εὐλογημένες, ὅταν μὲ τὸν τρόπον του ὑπερασπίζεται τὴν πίστη ποὺ οἱ ποιμένες
προδίδουν.
Ἕνα
τελευταῖον κείμενον, (σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα εἶναι), τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει, ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι,
μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους
τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα).
Γράφει ὁ Ἅγιος: «Συγκαταμιαίνονται δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ
θιγγάνοντες, ἤτοι κολλώμενοι, κατὰ σχέσιν δὲ δηλονότι τῆς ταυτοβουλίας, ἤγουν
ταυτοεργίας· “Φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι
κακαί”· καί, “Μερὶς μὲν οὐδεμία πιστῷ μετὰ ἀπίστου”· πολέμιον δὲ καὶ ἀσύμβατον
τῷ σκότει τὸ φῶς. Καὶ ἀληθές,
ὅτι “Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς
ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”...». Οἱ
συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς (πόσον μᾶλλον μέ αἱρετικούς!!!), τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ
πικρὰ καὶ ἰοβόλα... ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει» μολύνει «κατὰ
πᾶσαν ἀκαθαρσίαν (κάθε) ψυχή, ἥτις ἂν ἅψηται αὐτῶν». Καὶ
τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «πρό γε τῶν ἄλλων οἱ τὰ ὀρθὰ (τήν Ὀρθοδοξίαν) διαστρέφοντες καὶ
τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον» Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ διαφθείρουν «τὸ
πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί
σήμερα ἐκλαμβάνονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, οἱ αἱρετικοί Παπικοί,
Προτεστάντες, οἱ Μονοφυσίτες; Στούς ὁποίους τελικά μᾶς ὁδηγοῦν οἱ κάθε εἴδους ἐπικοινωνίες
μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές;
Σήμερα δὲν μολύνουν;
Ἢ ἀντίθετα,
ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνον δὲν ἐλέγχονται, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐπαινοῦνται καὶ
τιμῶνται στὰ συνέδρια, τὰ συμπόσια καὶ τὶς ἄλλες εἴτε διαχριστιανικὲς εἴτε ὀρθόδοξες
συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν,
μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερον καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν
μολυσμὸν στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς;
Μήπως,
ἐπίσης, αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ
νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία καί οἱ
Νεοημερογίτες-Οἰκουμενιστές στήν αἵρεσή τους;
Διαφωτιστικότατο γιὰ τὸ θέμα μας καὶ τὸ παρακάτω κείμενο ἀπὸ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» διά Κλήμεντος:
«Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· …
τοὺς ἀθέους αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους
ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς. Οὗτοι γάρ εἰσιν ἀντίδικοι
καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διαφθείροντες τὸ ποίμνιον καὶ μολύνοντες
τὴν κληρονομίαν, οἱ δοξόσοφοι καὶ παμπόνηροι … Οὗτοί εἰσιν, περὶ ὧν ὁ Κύριος
πικρῶς καὶ ἀποτόμως ἀπεφήνατο λέγων, ὅτι εἰσὶν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι…,
οἱ Θεὸν τὸν ἐπὶ πάντων βλασφημοῦντες καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ καταπατοῦντες καὶ τὴν
διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος διαπτύοντες, οἱ τοὺς θείους λόγους ἀρνούμενοι ἢ μεθ' ὑποκρίσεως
προσποιούμενοι δέχεσθαι, ἐφ' ὕβρει Θεοῦ καὶ ἀπάτῃ τῶν προσιόντων αὐτοῖς, οἱ τὰς
ἱερὰς γραφὰς ἐνυβρίζοντες...
Φεύγετε οὖν τῆς κοινωνίας αὐτῶν καὶ τῆς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνης ἀλλότριοι
τυγχάνετε· περὶ αὐτῶν γὰρ ὁ προφήτης ἀπεφήνατο, λέγων, ὅτι “Οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, λέγει
Κύριος”. Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ
κρύφιοι λύκοι, οἱ ἐνεοὶ κύνες οἱ οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν, οἳ νῦν μὲν εἰσὶν ὀλίγοι,
προκόψαντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῆς συντελείας ἐγγιζούσης πλείονες καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται, περὶ ὧν ὁ Κύριος ἔλεγεν, ὅτι
“Ἆρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;”. Καί· “Διὰ
τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, καὶ ἐλεύσονται ψευδόχριστοι
καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα ἐν τῷ οὐρανῷ, ὥστε εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς
ἀπατῆσαι”. … Καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς, διερχόμενοι τὰ ἔθνη καὶ ἐπιστηρίζοντες τὰς Ἐκκλησίας,
τοὺς μὲν ἐν πολλῇ νουθεσίᾳ καὶ λόγῳ ἰατικῷ ὑγιάσαντες ἐπανηγάγομεν
μέλλοντας ὅσον οὐδέπω θνήσκειν ἀπάτῃ, τοὺς δὲ ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου
μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀρνίοις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἄχραντα, ὑγιῆ καὶ ἄσπιλα
διαμείνῃ Κυρίῳ τῷ Θεῷ».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀπαγορεύεται ὁ συνεκκλησιασμὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς.
Συνεκκλησιασμός εἶναι ὁ συνεορτασμός, ἡ συντελετουργία καί ἡ σύμπραξη καί σέ ἀνοικτόν
χῶρον καί ὄχι μόνον μέσα στόν Ἱερόν Ναόν!
Τὸ
μνημόσυνον τοῦ αἱρετικοῦ εἶναι μολυσμός: «...Εἴτε πατὴρ εἴτε μήτηρ εἴτε
ἀδελφὸς ἢ ὁστισοῦν ἄλλος κατελείφθη μέχρι θανάτου κοινωνῶν τῇ αἱρέσει, ... μὴ μνημονεύεσθαι ἐν τῇ
λειτουργίᾳ...· πῶς γὰρ ἂν ὁ ἔτι ζῶν μετέχων τε τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ οὕτως
ἐκκομισθεὶς ληφθήσεται ἐν μνημοσύνοις κατὰ τὴν μυσταγωγίαν τῶν ὀρθοδόξων; οὐδαμῶς».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς παραγγέλλει, νὰ μὴ δίνουμε τὴν Θ.
Μετάληψη στοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ λαμβάνουμε τὴ δική τους: «Πάσῃ
δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. “Μὴ δῶτε
γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν”, φησὶν ὁ Κύριος, “μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν
τῶν χοίρων”, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως»[51] .
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης πάλι,
λέγει ὅτι ἡ μετάληψη τῶν αἱρετικῶν εἶναι φάρμακο «μελαῖνον καὶ σκοτίζον» τὴν ψυχή: «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς
ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον» .
Γράφει ὀδυρόμενος ὁ Μ. Βασίλειος τὰ παρακάτω, καὶ εἶναι σὰν νὰ
περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς ἡμέρες μας καὶ τὴν ἐκκοσμικευμένη
σύγχρονη νοοτροπία:
«Γίνεται
ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος
δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου
πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς
τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ
τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ
λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ
νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν,
ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ
τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε
νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ
κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας,
ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους
περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. σμγ΄).
Καὶ ὅπως
λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις γιὰ τὸν αἱρετικό: «Τὸν
τοιοῦτον, ἀφ’ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται, καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος,
...ὅσον εἶναι δυνατόν, τὸν ἀποστρεφόμεθα· καὶ τοῦτο διὰ δύο
αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον
συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν
ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα· καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τόν... συστείλωμεν
μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται νὰ γένη ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο
δὲν ἀκολουθήση) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.
»Ἔχομεν περὶ τούτου σαφῆ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν. “Εἰ ἡ χείρ
σου...σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ” (Ματθ. ΙΗ΄ ... Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν.
“Αἱρετικὸν ἄνθρωπον...παραιτοῦ”...”Δεῖ τῶν πονηρῶν ἀπέχεσθαι, ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’
ἑαυτῶν ἐκβαλεῖν”(Χρυσοστόμου ἐκ τῆς Σειρ. εἰς Ματθ.). Ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μὴ τῆς
ἰδίας κακίας μεταδῷ καὶ τοῖς ἄλλοις” (Θεοφύλ. Ὑπόμν. εἰς τὸ Ματθ. ΙΗ΄). Καὶ τὸ
αὐτὸ πάντοτε οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες, καὶ τὴν εὐσέβειαν ἀκριβῶς τηροῦντες ἔπραττον»
Σχετικὰ
γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας
(στὸ Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ
προσκυνήσεως, τ. 2ος, Λόγος Η΄, ὅπ. παρ., σελ. 212).: «Τοῦτό τοι
δρᾷν ἔθος τοῖς ἀπαιδεύτοις αἱρετικοῖς. Πεπλάνηνται μὲν γὰρ ὁμολογουμένως, οἱ τῆς
ἐνούσης αὐτοῖς ἀμαθίας γεγονότες καθηγηταί· λείψανα δὲ ὥσπερ τῆς ἑαυτῶν δυσσεβείας
τοῖς ἰδίοις παρακατέθεντο μαθηταῖς· οἱ δέ, καὶ λίαν ἀσμένως προσίενταί τε καὶ εἰσοικίζονται
κατὰ νοῦν, καὶ δυσαπόνιπτον ἔχουσι μολυσμόν, θνησιμαίων ὥσπερ κρεῶν ἐπαφώμενοι, ἃ δυσωδίας ἐστὶ
τῆς ἐσχάτης καὶ ἀκαθαρσίας ἔμπλεω».
Μτφρ.: «Αὐτὸ συνηθίζουν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἀπαίδευτοι αἱρετικοί. Ὁμολογουμένως
βρίσκονται σὲ πλάνη αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν καθηγητὲς τῆς ἀμαθείας ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτούς,
καὶ ποὺ ἔχουν ἀφήσει κάποια λείψανα τῆς ἀσεβείας τους ὡς παρακαταθήκη στοὺς
μαθητές τους... Καὶ οἱ μαθητὲς τὰ δέχονται μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση καὶ τὰ ἐγκαθιστοῦν
μέσα στὸ νοῦ τους, ἀπαντώντας ἔτσι στὸ μολυσμὸ ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ τὸν
καθαρίσουν, σὰν νὰ ἔχουν ἀγγίξει κρέατα θνησιμαῖα».
Ἀπαντώντας
ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν ἐρώτηση «πῶς χρὴ διακεῖσθαι τοὺς πάντας περὶ τὸν ἀπειθῆ" μᾶς
λέγει, πὼς «πρῶτον
μὲν συμπάσχειν πάντας χρὴ ὡς νενοσηκότι μέλει»· ἕπειτα πρέπει νὰ προσπαθήσει ὁ
Ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερέας «αὐτοῦ τὴν
ἀρρωστίαν ἐπανορθοῦσθαι», ἀρχικὰ
κατ’ ἰδίαν. Ἂν δὲν διορθωθεῖ, ὁ ἔλεγχος νὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν ὅμως ὁ ἀπειθεὶς ἀρνεῖται τὴν θεραπεία καὶ τὴν διόρθωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ
προσφέρει, («τῷ μέντοι ὀκνηρῶς
διακειμένῳ πρὸς τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου») πρέπει ὁ Ἐπίσκοπος (ἢ ὁ ἱερέας) μὲ αὐστηρότερο
τρόπο νὰ τὸν ἐλέγχει μπροστὰ σὲ ὅλους· «μὴ
ἐντρεπόμενον δὲ μετὰ πολλὴν νουθεσίαν», καὶ μὴ ἀποδεικνύοντα ὅτι
θεραπεύεται «ἐν τοῖς ἔργοις, ὡς
αὐτὸν ἑαυτοῦ λυμεῶνα ὄντα, κατὰ τὴν παροιμίαν, μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων,
ὅμως δ' οὖν ὡς διεφθαρμένον μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν,
τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν… ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς
τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν...
» Ὅπερ
καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης
ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ
δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων
φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεί, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν
παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ
ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν
γινομένου τοῦ γεγραμμένου· Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν
ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ
ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων· Ἵνα καὶ
οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι»
γ) Ὁ
συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς ΣΤΕΡΕΙ
τῆς
παρρησίας ἐνώπιον Χριστοῦ
Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας
μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον
τοῦ Χριστοῦ»:
«Ἐπειδὴ, ὅμως, ἔφθασε ἕως ἐμὲ ἡ
διάδοσις, ὅτι μερικοὶ ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μένουν μαζί μὲ τὴν ἀγάπην σου εὑρίσκονται
εἰς αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὸ ὀρθὸν
δόγμα περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μὲ διεστραμμένας γνώμας (των), ἔκρινα ἀναγκαῖον
νά… περιέχῃ ἡ ἐπιστολή μας κάτι σχετικόν, τὸ ὁποῖον θὰ δύναται καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ
τὰς ψυχάς… Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, παρακαλοῦμεν ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἰδέαι αὐταὶ νὰ τύχουν ἐκκλησιαστικῆς
διορθώσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς,
ἀφοῦ γνωρίζετε, ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ
Χριστοῦ» [Ταῦτα
οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς
κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας, ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ
παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται].
Στὸ ἴδιο πνεῦμα
κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Οὗτοι
τὴν πρὸς Χριστὸν οἰκειότητα παρωθούμενοι, γεγόνασι κατὰ τὸ ἀληθὲς ἀνθρώποις ἀλλογενέσι,
καὶ σπερμάτων ἠνέσχοντο διαβολικῶν, καρποφοροῦντες ἐν πλάνῃ τὰ πλάνης ἔργα καὶ ἀπωλείας»
Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης συνιστοῦσε οἱ πιστοί –ἰδιαιτέρως δὲ οἱ
ἱερεῖς– νὰ μὴ “κοινωνοῦν” μὲ
τοὺς αἱρετικούς: «προσοχὴν περὶ τοῦ μὴ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις καὶ
μάλιστα τῶν ἄλλων οἱ ἱερεῖς».
◊ ◊ ◊
Ἔτσι, ἡ φροντίδα τῶν Πατέρων ἦταν, μήπως οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ ἐπηρεάζονταν καὶ βλέποντας τοὺς ποιμένες νὰ
συγχρωτίζονται μὲ αἱρετικούς, (οἱ ὁποῖοι θὰ τὸ ἐχρησιμοποίουν αὐτὸ
προπαγανδιστικά), ἔκαναν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ ἀποτρεπτικά.
Γιὰ νὰ
ἀντιληφθοῦμε, πόση μεγάλη σημασία δίνουν οἱ Πατέρες στὶς μετὰ τῶν αἱρετικῶν
σχέσεις μας, ἂς ἀναθυμηθοῦμε –ποιμένες καὶ ποιμενόμενοι– ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποφεύγουν διὰ τῆς “παραιτήσεως”, ὄχι
μόνο τοὺς ζώντας αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τεθνεώτας! Τοῦτο μάλιστα ἀποτέλεσε
καὶ θέμα τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γράφει ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ἀκριβῶς δὲ
ἐπειδὴ ὁ ἁγίας μνήμης Κύριλλος ἠκολούθησε
τὰ ἀποστολικὰ λόγια, “αἱρετικὸν ἄνθρωπον … παραιτοῦ”,
διετύπωσε τὴν διδασκαλίαν, ὅτι ”φευκτέοι εἰσὶν οἱ τοιοῦτοι, εἴτε ἐν τοῖς
ζῶσίν εἰσιν, εἴτε μή”». Εἰς δὲ τὸ «ἐρώτημα, πῶς δεῖ ”φεύγειν τοιούτους”»,
ἡ Σύνοδος ἀπαντᾷ διὰ τῆς ”παραιτήσεως”, δηλαδὴ διὰ πλήρους ἀποκοπῆς
τους ἀπὸ κάθε Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν»
Ἂς παραχωρήσουμε, ἐδῶ, τὸν λόγον σ’ ἕνα σύγχρονον καθηγητήν τῆς
Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθῆνας νὰ συνοψίσει:
«Ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοὶ συνιστοῦν
μέγαν κίνδυνον, δι’ ὃ καὶ δέον νὰ διασφαλιστοῦν ἔναντι αὐτῶν οἱ πιστοί, ἰδίᾳ διὰ
τῆς ἀποφυγῆς οἱασδήποτε μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνίας, ἐπιτρεπομένης μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας
τὰς προϋποθέσεις ἀναλήψεως τοῦ κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν
ἀγῶνος καὶ τέλος καταπολεμήσεως δι’ ὅλων τῶν μέσων τῆς αἱρέσεως ὡς καὶ ἀσκήσεως
δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων, ἰδίᾳ δὲ διὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀγάπης τοῦ ἔργου τῆς ἐπαναφορᾶς
τους» στὴν
ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν.
Καὶ
κατακλείει: Ὅμως «ἀποκλειστικὸς καὶ
μοναδικὸς δεσπόζων παράγων εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν σχέσεων τῶν ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς
αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν».
Κατανοοῦμε
ἐξ αὐτῶν, ὅτι οἱ Πατέρες γνώριζαν καλὰ τὸν κίνδυνον ἐκ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἀγάπη
τους ἀπέβλεπε στὴν διαφύλαξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἐξασκεῖ πάντα
τὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀρνοῦνται τὴν προσπάθεια γιὰ ἐπάνοδο καὶ τῶν αἱρετικῶν
στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρίαν, ἀλλὰ μὲ τρόπον καὶ μέθοδον ἀσφαλῆ.
Πληροφορεῖ
κάποιο πνευματικό του παιδὶ ὁ ἅγιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πὼς καὶ τὰ ὀρθόδοξα κείμενα οἱ αἱρετικοί, τὰ
παρουσιάζουν διαστρεβλωμένα καὶ γι’ αὐτὸ
ἀποτρέπει τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους, στηριζόμενος στὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὧν οὐ δεῖ ὡς ἔτυχεν προσίεσθαι
φωνὴν οὔτε μὴν
συναίρειν λόγον αἱρετικοῖς παρὰ τὴν ἀποστολικὴν νομοθεσίαν.
Τὸ λοιπὸν σῴζοιο, τέκνον, καί με σῴζεσθαι προσεύχου»
Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας,
ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε
κοινωνία μὲ αὐτούς».
Καὶ στὰ παρακάτω κείμενα ὁ
Μ. Ἀθανάσιος μιλάει γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ διαστρέφουν τὶς Γραφές, διαβάλλουν
καὶ συκοφαντοῦν τοὺς ἁγίους, χρησιμοποιοῦν ἀπάτη γιὰ τὴν ἐπέκταση καὶ ἑδραίωση
τῆς κακοδοξίας τους, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικὴ ἀσθένεια μολυσματική.
«Οἱ γὰρ
τολμῶντες διαβάλλειν τὰ καλῶς ὁρισθέντα, καὶ γράφειν ἐπιχειροῦντες ἄλλα παρ' ἐκεῖνα,
τί ἕτερον ποιοῦσιν ἢ κατηγοροῦσι μὲν τῶν Πατέρων, προΐστανται δὲ τῆς αἱρέσεως,
καθ' ἧς ἐκεῖνοι γεγόνασί τε καὶ ἀπεφήναντο; Καὶ γὰρ καὶ νῦν ἃ γράφουσιν, οὐκ ἀληθείας
φροντίζοντες γράφουσι, καθὰ προεῖπον, ἀλλὰ μᾶλλον παίζοντες καὶ τέχνῃ τοῦτο
ποιοῦντες, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵν' ἐν τῷ διαπέμπεσθαι
τὰς ἐπιστολάς, τὰς μὲν τῶν λαῶν ἀκοὰς ἀπασχολεῖσθαι περὶ ταῦτα ποιήσωσι, κερδάνωσι
δὲ τὸν χρόνον τοῦ κατηγορεῖσθαι αὐτοί, καὶ λαθόντες ὡς ἀσεβοῦντες, ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ»
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει συμμορία τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ τὴν αἵρεση νόσον τῆς διανοίας: «Ἔτι δὲ Διόσκορος καὶ Σεβῆρος καὶ
ἡ πολυπληθὴς ἀμφοτέρων συμμορία μίαν τινὰ
καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόστασιν ἀπεδέξαντο, ὁρίσαντες ὁμοίως μίαν καὶ τὴν φύσιν εἶναι,
"μὴ εἰδότες ἃ λέγουσι μήτε νοοῦντες περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται". Νόσος
δέ τις ἢ πλάνη τῆς διανοίας αὐτῶν ἐν τούτῳ ἦν, ὅτι ταὐτὸν εἶναι φύσιν καὶ ὑπόστασιν
ἐννόησαν».
◊ ◊ ◊
Συμπληρώνουμε
τὸ θέμα, μὲ κάποια σημαντικά εἰσέτι κείμενα:
Στήν
Δευτέραν, ὁμιλίαν του «Περί
Ἀκαταλήπτου» ὁ ἱερός
Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους
καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος
εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην
τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους
ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν
ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.
»Ὁ μὲν γὰρ
ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἄκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ
ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος· ἐκεῖνόν
τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας
τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν,
ἐφελκόμενοί τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι,
πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος»
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι, οἱ ἀσθενέστεροι
κατά τήν πίστη, πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνονται ἀπό κάθε αἱρετικόν, διότι αὐτοί θά ὑποστοῦν μεγαλυτέραν
βλάβην, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεση. Δυστυχῶς μερικοί διδάσκουν τά ἐντελῶς
ἀντίθετα.
Οἱ Ἀποστολικές, ὅμως, Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί,
μάλιστα, διδάσκουν τήν προσωπικήν εὐθύνην
τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσον κίνδυνον πού διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως
ἀπό ἕναν αἱρετικόν Ἐπίσκοπον.
Εἰς
τό σημεῖο αὐτό εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νά
γράφουν μερικοί ἀλλότρια πράγματα. Ἀναφέρουν, λοιπόν, τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι
καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός
μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν
πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν
πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων
ποιμένων».
Δηλαδή, τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι,
ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό
τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ
Διαταγές, εἶναι, ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη
εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεση∙ ὁ ποιμένας θά φέρει τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθεῖ
γιά τήν ἰδική μου ζημία. Οἱ δικαιολογίες τίς ὁποῖες ἀναφέρουν μερικοί, ὑπερασπιζόμενοι
τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ Κανόνος εἶναι παρόμοιες.
Γράφουν
μερικοί, ἐπίσηςτά ἑξῆς: «Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας
τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά
διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται
γιά αἵρεση». Ἀναφέρουν σέ ἄλλα σημεῖα κάποιας μελέτης καί ἄλλες
δικαιολογίες, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει Κανόνας, πού νά τιμωρεῖ ὅσους δέν ἀποτειχίστηκαν,
ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προαρπάζουν τήν κρίσι τῆς Συνόδου, ὅτι τό ἔργο τῆς
διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως εἶναι ἔργο τῶν Ἐπισκόπων καί δή τῆς Συνόδου κλπ.
Ὁ σκοπός, λοιπόν τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν, εἶναι νά δηλώσει τήν εὐθύνη
πού ἔχει ὁ κάθε πιστός λαϊκός· εὐθύνη τόσο μεγάλη πού νά κινδυνεύει ἡ σωτηρία
του, ἐάν ἀκολουθεῖ τόν αἱρετικόν Ἐπίσκοπο καὶ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτόν,
ἀναμένει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τῆς Συνόδου... Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, αὐτοί τόν ἀποκοιμίζουν
καί τοῦ συνιστοῦν ἀναμονή μιᾶς κάποιας ἀπόφασης τῆς Συνόδου∙ τόν καθησυχάζουν, ὅτι
δέν πρόκειται νά βλαφθεῖ, ἀκολουθώντας αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ τόν φοβίζουν, ὅτι θά
κάνει σχίσμα, θά βγῆ ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., καί στήν καλύτερη περίπτωση τοῦ
συνιστοῦν πόλεμο μέ χαρτοπόλεμο. Πόσο ἀλήθεια διαφέρει ἡ διδασκαλία τους ἀπό αὐτή
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων!
Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές διδάσκουν, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος
εἶναι λύκος καί θά κατασπαράξει τόν πιστό, κι αὐτοί διδάσκουν: «δέν
εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια
τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου». Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἐπιτάσσουν: «Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» κι αὐτοί τά ἐντελῶς
ἀντίθετα: «Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι
καλοῦνται συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο».
Τελικῶς,
φθάνουν στό σημεῖο, νά κακοποιήσουν τελείως τό κείμενο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν καί νά τό φέρουν στά μέτρα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ
Κανόνος. Γράφουν τά ἑξῆς: «Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν
Διαταγῶν, “...διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”, θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς:
“Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ
διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Προφανῶς,
πατέρες, μόλις γίνει ἡ διάγνωσις τῆς Συνόδου, μεταμορφώνεται ὁ Ἐπίσκοπος σέ
λύκο, ἀποκτᾶ δόντια κοφτερά καί εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς. Ἐνῶ, πρίν
καταδικασθῆ –κατὰ τὴν κρίση τους– ἦταν ἀρνάκι ἄκακο! Τώρα, τί πειράζει, ἐάν αὐτό
δέν τό διδάσκει ἡ ἁγία Γραφή, οἱ Ἀποστολικές Διαταγές καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι;
“Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἱερώνυμος τιμήθηκε μέ τόν ΜΑΣΟΝΙΚΟΝ ἀστέρα τῶν
Ναϊτῶν”
Ὁ
δέ λόγιος συγγραφεύς Νικόλαος Μάνης γράφει γιά τό θέμα τῆς αἵρεσης τῆς Δεσποτοκρατείας τά ἀκόλουθα:
«Η σχέση επιχωρίου
Επισκόπου και Μοναστηριού είναι καθορισμένη από τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι
σαφέστατα περιορίζουν τόσο την δράση των Μοναχών μέσα σε μια Επισκοπή, (όταν,
βεβαίως, ο Επίσκοπος είναι Ορθόδοξος), δηλαδή στις ενορίες στον κόσμο, όσο και
τις εξουσιαστικές τάσεις του Επισκόπου μέσα στο Μοναστήρι. Ξεκάθαρα ο μεγάλος
Κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας
Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας σχετικό Κανόνα γράφει:
“Οὐκ
ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ
Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ· ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτῷ . Εἰσί δέ ταῦτα·
ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτῷ, ἀναφορά τοῦ ὀνόματος
τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου”.
Το αυτοδιοίκητο και η αυτονομία, λοιπόν, των Μονών δεν
αποτελεί σε καμία περίπτωση περιφρόνηση του Επισκόπου, ο οποίος, όμως, και δεν
αποτελεί “τύπο του Χριστού” απροϋπόθετα! Δεν
είναι δηλαδή κάθε Επίσκοπος “τύπος του Χριστού”, αλλά μόνον ο καλός Επίσκοπος,
δηλαδή εκείνος που υπακούει στον Χριστό, που αποδέχεται το Ευαγγέλιο, που δεν
είναι αιρετικός ή άδικος, που δεν καταπατά τους Κανόνες, που έχει τα προσόντα
που ορίζει το Πνεύμα το Άγιο για να επισκοπεί.
Καί συμπληρώνουμε ἐμεῖς διορθοῦντες:
Διότι πώς είναι
δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας Επίσκοπος, όπως π.χ. ο
Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος που θεωρούσε, ότι η Παναγία μας δεν ήταν Θεοτόκος;
Ή πώς είναι δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας διώκτης, όπως ο
Αλεξανδρείας Θεόφιλος; Ή ένας εξωμότης, όπως ο Βησσαρίων; Ή ένας μασώνος, όπως
ο Μεταξάκης; Ή ένας που έσχισε την Εκκλησία, όπως ὁ Μεταξάκης; Η κάποιοι άλλοι
που σε αντίθεση με τα λόγια του Κυρίου “τὸν
ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω” (Ιω. 6, 37) εκδίωξαν τους πιστούς από τους ναούς λόγω …κορονοϊού;»
Αλλά και ο καλός
Επίσκοπος, που όντως είναι “εις τύπον και τόπον Χριστού” -(και όχι ο ίδιος ο
Χριστός!)- δεν ζητεί εξουσία
παραπάνω από αυτήν που έχει ορίσει για αυτόν ο ίδιος ο Κύριος.
Και αυτά, βεβαίως,
ισχύουν για τις περιόδους που η Εκκλησία βρίσκεται σε ειρήνη. Σήμερα που η
Εκκλησία είναι εμπερίστατος και εδώ και έναν αιώνα οι εκκλησιολογικές αιρέσεις
διαταράζουν την ενότητά της, πώς ζητεί ένας Επίσκοπος υπερεξουσίες, όταν το
πρώτο και κύριο καθήκον του είναι να συμβάλει στην ειρήνευση της Εκκλησίας διά
της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου; Για ποια όρια να μιλήσουμε όταν σε κάθε
Επισκοπή, υπάρχουν δύο και τρεις, ενίοτε και παραπάνω, Επίσκοποι που την
διεκδικούν; Ποια αρμόδια Πανορθόδοξος ή Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε ώστε να
τακτοποιήσει αυτές τις αυθαιρεσίες και να ορίσει, ποιος είναι ο κανονικός
Επίσκοπος σε κάθε Επισκοπή;»
Ἡ αἱρετική πνευματική κοινωνία
τοῦ ἐπισκόπου λόγῳ καί ἔργῳ
“κἄν συνεσθίῃ, κἄν συναγελάζηται, κἄν συνεργάζηται, δι' ἀγαθόν εἰσέτι
σκοπόν, μετ' αὐτῶν, -(ὅπως νομίζει ὅτι καλῶς κάνει ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος
Μανιώτης μέ τούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές σήμερον)- ἀλλοτριοῖ
τόν ἐπίσκοπον τῆς πίστεως καί τῆς ἐκκλησίας!
«Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως
περιπατοῦντος, καὶ
μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν».
Ὅταν ὁ Μέγας Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος συζητοῦσε μὲ
τοὺς Κυπρίους ἐπισκόπους τὰ περὶ ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους (Παπικούς), τοὺς εἶπε,
ὅτι «μὲ τὴν ἔνορκη ὑποταγή τους» στὴν Ρώμη, «τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητος
τοῦ Πάπα καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν Λατίνο ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας,
βρίσκονται αὐτομάτως ἐκτὸς Ἐκκλησίας».
Τότε ὁ «ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου παρατήρησε, ὅτι ὁ
τύπος τοῦ ὅρκου τους περιέχει τὶς λέξεις “σωζομένης τῆς πίστεώς μου”, πρᾶγμα ποὺ
δηλώνει, ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη τους. Ὁ Μέγας Βρυέννιος ἀπάντησε,
ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ, γιὰ νὰ δικαιολογήσει μία καθ’ ἑαυτὴ βλάσφημη ὁμολογία.
Τότε ὁ ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου βεβαίωσε, ὅτι ἡ ὑποταγὴ
στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ὅρκοι πιστότητος στὸν Πάπα ἦταν ἐξωτερικὰ μόνο
στοιχεῖα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ πιστὸς λαὸς τῆς νήσου ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα.
Ὁ Ἁγιος, ὅμως, Βρυέννιος ἀντέταξε, ὅτι μιὰ τέτοια πεποίθηση εἶναι
πολὺ ἐπικίνδυνη, διότι “ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος, ἀπωλείᾳ ὑπόκειται”.
“Εἰ δὲ οἰκονομίας χάριν συναναιρεῖται τῇ κακοπιστίᾳ
ἡ σωτήριος πίστις, χωρισμὸς Θεοῦ παντελής, ἀλλ᾿ οὐχ ἕνωσις Θεοῦ ἐστι τὸ τοιοῦτον
εἶδος τῆς λεγομένης οἰκονομίας… Καὶ οὐ κατεδέξαντο οἱ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν· ἀλλ᾿
εἵλοντο μᾶλλον διώκεσθαι καὶ ἀποθανεῖν, ἢ σιωπῆσαι φωνὴν παραστατικὴν τῶν
δογμάτων τῆς Πίστεως”.
«Καὶ οὐδεὶς τῶν βασιλέων ἠδυνήθη μέσαις φωναῖς πεῖσαι
τοὺς θεηγόρους Πατέρας συμβιβασθῆναι τοῖς ἐπὶ αὐτῶν αἱρετίζουσιν». (Μαξίμου Ὁμολο-γητοῦ, Ἐξήγησις τῆς
Κινήσεως ..., κεφ. Δ΄).
Δὲν πρέπει, συνεχίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, νὰ ἔχετε
ἐπικοινωνία καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιατὶ ὅσοι βλέπουν ἐσᾶς
τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ συγκεντρώνεστε μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε ἄνετα
μαζί τους, θὰ ἀποκομίσουν τὴν ἐντύπωση, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀκίνδυνο καὶ θὰ
κάνουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς ἀσεβείας:
«τινὲς δἐ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν,
συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό... Ὅταν
γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους
καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς
ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον».
Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ, ὅτι συνεργάζεται καὶ
«κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον κατὰ τρεῖς τρόπους:
Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο:
«Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται
πρὸς τὴν ἐνέργειαν».
Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται
τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο, καὶ τότε κοινωνεῖ:
«Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατίθηταί τις τῇ διαθέσει
τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».
Τρίτον· ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ
πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. Λογίζεται,
δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση
πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ κακὸ ποὺ διαπράττεται
καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ
ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει:
«Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται
τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος
τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ».
Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλην περίπτωση «μὴ
κοινωνίας», ὅμως ἐδῶ.
Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται
μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται, ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως, ὅτι αὐτός,
ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ δὲ συνεργαζόμενος
μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ
τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι
τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν
ἀγάπης».
Καὶ τὸ ἐρώτημα: Ὅσοι “ὄρθόδοξοι ἐπίσκοποι” συγκοινωνοῦν, συνεργάζονται, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ
μὲ τοὺς ἐγχώριους Οἰκουμενιστὲς-Νεοημερολογίτες Μητροπολίτες, δὲν γνωρίζουν τὶς
διαθέσεις τους;
Τὸ εὐρύτερον κείμενον τοῦ Μ. Βασιλείου ἔχει ὡς
ἑξῆς:
ΕΡΩΤΗΣΙΣ Θʹ.
Εἰ χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις
ἔργοις τοῦ σκότους, κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι.
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.
Παράνομος μέν ἐστιν πᾶς ὁ μὴ ὁλόκληρον τὸν νόμον
φυλάξας, ἢ καὶ ὁ μίαν ἐντολὴν παραβάς. Ἐν γὰρ τῇ ἐλλείψει καὶ τοῦ μικροῦ τὸ πᾶν
κινδυνεύει. Τὸ γὰρ παρ' ὀλίγον γεγονὸς οὐ γέγονεν. Ὥσπερ γὰρ ὁ παρ' ὀλίγον ἀποθανὼν
οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ ζῇ, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον ζήσας οὐ ζῇ, ἀλλὰ ἀπέθανε, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον
εἰσελθὼν οὐκ εἰσῆλθεν, ὡς αἱ πέντε παρθένοι· οὕτως ὁ παρ' ὀλίγον φυλάξας τὸν νόμον
οὐκ ἐφύλαξεν, ἀλλ' ἔστι παράνομος. Διὸ καὶ ἀναγκαῖον ἐπὶ τῶν παρανομούντων, κἂν
γνήσιοι εἶναι δόξωσι, πείθεσθαι τῷ Ἀποστόλῳ εἰπόντι, ποτὲ μέν, «Ἐάν τις ἀδελφὸς
ὀνομαζόμενος, ἢ πόρνος, ἢ πλεονέκτης, ἢ μέθυσος, ἢ λοίδορος, ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ
μηδὲ συνεσθίειν·» παρατηρητέον δὲ ἐνταῦθα, ὅτι οὐχὶ τὸν τὰ πάντα ὄντα ἀφώρισε
καὶ αὐτῆς τῆς κοινῆς διαίτης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἕν τι ὄντα ἐκ πάντων, ἐν τῷ μὴ εἰπεῖν,
«Τούτῳ,» ἀλλά, «Τῷ τοιούτῳ·» ποτὲ δέ, «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,
πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία·
δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ -(καὶ γὰρ καθολικώτερον ἐπήγαγεν)- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς
τῆς ἀπειθείας. Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν»· καὶ πάλιν· «Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ
παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος, καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον
παρ' ἡμῶν»· καὶ ἀλλαχοῦ ὁμοίως Τὸ δὲ μὴ συγκοινωνεῖν τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις...
Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ μήτε συγκοινωνεῖν τοῖς τοιούτοις,
ὡς ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλος ὁριστικῶς ἀπεφήνατο λέγων· «Μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις
τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους τούτου». Τὸ δέ, «Μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε», ἐπενεγκών,
τέως τὸν τρόπον τοῦ μὴ συγκοινωνεῖν ἐδίδαξε.
Τί δέ ἐστι τὸ συγκοινωνεῖν, ἢ καὶ κατὰ πόσους τρόπους
τοῦτο γίνεται, καταμάθωμεν. Μνημονεύων οὖν ἐν μὲν ταῖς Παροιμίαις τοῦ, «Ἐλθὲ
μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος», παρὰ δὲ τῷ Ἀποστόλῳ τοῦ, «Συγκοινωνούς μου τῆς
χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας»,
καί, «Συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει»· καί, «Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον
τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς»· καὶ τοῦ, «Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες
αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχῶν τὴν μερίδα σου ἐτίθεις»· καὶ τοῦ, «Ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν ἀδελφόν
σου, καὶ οὐ λήψῃ δι' αὐτὸν ἁμαρτίαν»· καὶ τοῦ, «Ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες
ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου», καὶ
τῶν τοιούτων, κοινωνίαν ἡγοῦμαι κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ
συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν· κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ
διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ. Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα
ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε
συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ,
καὶ μὴ ἐλέγξῃ, κατά τε τὰ ἀνωτέρω γεγραμμένα, καὶ κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου εἰρημένον
τοῖς Κορινθίοις, ὅτι «Οὐκ ἐπενθήσατε ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο
ποιήσας»· οἷς ἐπήγαγεν· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα δολοῖ». Φοβηθῶμεν οὖν καὶ ἀνασχώμεθα
αὐτοῦ λέγοντος· «Ἐκκαθάρατε τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα». Ὁ
δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς
τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ'
ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι
τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, τὸν ἴδιον μισθὸν λαμβάνει κατὰ τὸν ἴδιον κόπον, ὡς ὁ ἐπὶ
τῆς κλίνης, καὶ ἡ ἐν τῷ μυλῶνι ἐφανερώθη ἡμῖν παρ' αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Διαφορὰ δὲ εἰς τοὺς πιστευθέντας, καὶ τοὺς μή, ἐν τῷ χρέει τῆς ἐπιμελείας
ἐστίν, οὐκ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἁμαρτημάτων. Ἡ μὲν γὰρ ἐπιμέλεια ἐξαιρέτως μόνοις
τοῖς πιστευθεῖσιν ὀφείλεται παρ' ἐμοῦ· ἡ δὲ πρὸς τὸ κακὸν καὶ τὰ ἄκαρπα ἔργα
κοινωνία κατὰ πάντων ὁμοῦ ἀπηγόρευται.
***************************************************
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
«Πολλάκις ὑμᾶς ὑπέμνησα περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν καὶ
τὰ νῦν παρακαλῶ τοῦ μὴ συγκαταβῆναι αὐτοὺς ἐν τίνι πράγματι, μὴ ἐν βρώμασι ἢ
πόμμασιν, ἢ φιλία, ἢ σχέσει, ἢ ἀγάπῃ, ἢ εἰρήνῃ, ὁ γὰρ τούτοις ἀπατώμενος, καὶ
συγκαταβαίνων αὐτοῖς, ἀλλότριον ἑαυτὸν καθίστησι τῆς Ἐκκλησίας».
****************************************************
«Ὁ φθείρων τὴν πίστιν ἐν τῇ κακῇ διδασκαλίᾳ, ρυπαρὸς
γενόμενος εἰς πῦρ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ»
Χρειάζεται Συνοδική κρίσις γιά τά πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσιν
τελούμενα δημοσίως αὐτόφωρα πνευματικά ἐγκλήματα κατά τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,
(κακουργήματα), διά τῆς αἱρετικῆς ἐν τῇ πράξει στάσεως τῶν Κανονικῶν, ἤτοι τῶν ἐπισκόπων,
πρεσβυτέρων, διακόνων καί τῶν λοιπῶν ἐν
τῇ ἐκκλησιαστικῇ διακονία προσώπων;
Χρειάζεται ἆραγε Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ἄν οἱ
βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι αἱρέσεις;
Ἤ μήπως χρειάζεται Σύνοδος γιά
ν’ ἀποφασίσει, ἄν ἡ ὁλοφάνερη ἀνατροπή
τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔγινε τήν 15-2-2024 μέ
τήν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τοῦ «κολοφῶνος τῶν ἁμαρτιῶν»,
εἶναι αἵρεση; Καί στήν
συγκεκριμένη περίπτωση πού ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἐναγκαλίζεται, συναγελάζεται,
συνεορτάζει καί ἀνταλλάσσει δῶρα μετά τοῦ Νεοημερολογίτου καί Οἰκουμενιστοῦ κ. Ἀθηναγόρα
“μητροπολίτου” Ἰλίου, χρειάζεται συνοδική διάγνωση γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ταῦτα
πάντα ἔγιναν, τήν στιγμή πού ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξη ἡ ὁμολογία του, πού
προκύπτει ἀπό τήν δημόσια κοινοποίηση τῶν αἱρετικῶν ἐνεργειῶν του στήν ἐπίσημη ἰστοσελίδα
του, τοῦ δημοσίου ἐναγκαλισμοῦ, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, βαΐων καί
δαφνοστεφάνου, τοῦ συνεορτασμοῦ καί τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν ἐν
πλήρει ἱερατικῇ ἀμφιέσει καί μέ παράταξη τῶν ἱερέων του καί τῶν ἱερέων τοῦ κ. Ἀθηναγόρα,
τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων;
Ὄχι,
βεβαίως!
Ὑποστηρίζεται
ἀπό κάποιους, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός τάχα δέν εἶναι καταδεδικασμένη αἵρεση καί ἄρα
παρόμοια ἀνοίγματα ἡμετέρων ἐπισκόπων δέν εἶναι κολάσιμα καί δέν ἀποτελοῦν αἱρετικές
κινήσεις, ὅπως αὐτές τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει,
ὅτι αὐτά τά κάνει, γιά νά ἔχει καλές σχέσεις μέ τίς διάφορες ἀρχές τῆς ἐπαρχίας
του καί μετά τοῦ Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα.
Ἐπισης, πρῶτον:
ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἄθροισμα ἤδη καταδεδικασμένων αἱρέσεων! Καί ἔχει
καταδικασθεῖ τό 1986 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου ὑπό
τόν Ἀρχιεπίσκοπον κυρόν Χρυσόστομον τό 1998 καί ἀπό τήν Ρουμανικήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν
τό 2011!
Ἐφόσον,
πάλιν, τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τοῦ ἀθροίσματος εἶναι χιλιάκις κατά-δεδικασμένα,
χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφανθεῖ καί γιά τό ἄθροισμα;
Δέν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
«αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς, ὅτι
ἐξήστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3:10-11);
Δεύτερον, ὁ οἱοσδήποτε πιστός δύναται
ν’ ἀντιληφθεῖ, ὅτι οἱ ὡς ἄνω διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, καθώς καί ἡ
νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, εἶναι ἄκρως βρωμεραί αἱρέσεις, γιαὐτό καί ἰσχύει
τό ἀνάθεμα τῆς Ζ’ Οἰκ. Συνόδου γιά τούς κοινωνοῦντες μέ αὐτούς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
λέγει: «πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας
ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός
σκότος;» (P.G. 26, σ. 1321).
Διό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐντέλλεται: «Ἐκκλίνατε
ἀπ’ αὐτῶν» (Ρωμ. 16:17-18)· «ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων»
(Α´ Τιμ. 6:5, 6:20-21)· «μή οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν ... καί μή
συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους» (Ἐφ. 5:6-11)· «ἀπό
παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α´ Θεσσ. 5:22)· «στέλλεσθαι ὑμᾶς
ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν» (Β´
Θεσσ. 2:15 καί 3:6)· «μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ
δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκὸτος; τίς δὲ συμφώνησις
Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ
μετὰ εἰδώλων; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί
ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται
ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν
μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν».
Ἐφόσον αὐτά ἰσχύουν διά τούς «ἑτερόφρονας», πολλῷ δέ μᾶλλον ἰσχύουν διά τούς αἱρετικούς!
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διδάσκει, ὅτι οἱ
«μοιχοκυρωταί» -(αὐτοί πού ἐδέχθησαν τόν παράνομον γάμον τοῦ αὐτοκράτορος)-
δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησίαν Κυρίου Τό αὐτό
θά ἔλεγεν ἀσφαλῶς σήμερον καί γιά τούς νομιμοποιήσαντες τήν ὁμοφυλοφιλίαν, τούς
ὁποίους οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ «Δυνητιστές» δέχονται εἰς κοινωνίαν, ἀναμένοντες
Σύνοδον ν’ ἀποφασίσει, ἐάν ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι κανονικότης καί δή «θεόσδοτος»
(ὅπως αἱρετικά καί ἀντορθόδοξα δήλωσε ὁ Ν. Ἰωνίας Γαβριήλ)! Σημειωτέον, ὅτι δέν
εἶχε προηγουμένως καταδικασθεῖ Συνοδικῶς ἡ «μοιχιανική αἵρεσις»! Λέγει ἐπίσης
ὁ Ἅγιος: «Οἱ μέν [σ.σ. αἱρετικοί] τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν·
οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως
συνόλλυνται»·
καί «ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί
τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»
Ὁ Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός συνοψίζει ἄριστα τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως ὡς
ἑξῆς: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ
θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας
διΐστασθαι».
Οἱ
προαναφερθεῖσες βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας
καί τά ἄλλα διεστραμμένα πού λαλοῦν, εἶναι τόσον προφανεῖς αἱρέσεις, ὥστε δέν
χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ποῖοι εἶναι οἱ «ἑτερόφρονες». Συνεπῶς, ἡ ἀποτείχισις
ἀπό αὐτούς εἶναι ὑποχρεωτική.
Ἡ κοινωνία "ὀρθοδόξων"
ἐπισκόπων μέ Οἰκουμενιστές καί Νεοημερολογίτες ἀλλοτριοῖ τόν ἐπίσκοπον τῆς
Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας
1)
Τί θα έλεγαν ο Μέγας
Φώτιος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Θεόδωρος ο
Στουδίτης, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς και
όλοι οι Άγιοι Πατέρες, που πολέμησαν τις αιρέσεις, αν έβλεπαν να
πραγματοποιείται δημοσίως και κατ’ επανάληψιν αυτή η "αγαπητική"
παρουσία καί πνευματική κοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες ἐπισκόπους;
2) «῾Η ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας,
μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον» (ἅγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σῦρος). Βλέπεις, τί λέγει; «ἀναγκάζει», δηλαδή
ἡ περηφάνεια, ἡ ματαιοδοξία, βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει μέσα του, νὰ θέλει καὶ νὰ
κάνει Νεωτερισμούς, ἐπειδὴ εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς περηφάνειας! Κι ἔπειτα λέγει «μὴ ἀνεχομένη
τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν χωνεύει «τὸ ἀρχαῖον», ἤγουν
τὴν Παράδοση, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φαίνεται βαρὺ στὸν ματαιόδοξο, νὰ παραδεχθεῖ
ἐκεῖνο ποὺ τοῦ παραδώσανε οἱ παλαιότεροι, «οἱ πρὸ ἡμῶν».
Γιὰ νὰ παραδεχθεῖ κανένας τὴν παράδοση, πρέπει νὰ ἔχει μέσα του ταπείνωση καὶ
νὰ μὴ θέλει νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα. Δὲν ὑπάρχει Νεωτεριστής στὴν᾿Εκκλησία
καὶ ἄνθρωπος ποὺ νὰ θέλει νὰ γκρεμίσει ὅ,τι παραλάβαμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ
περιφρουρήσανε τὴν Πίστη μας μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ τὴν ἀσάλευτη πίστη
τους, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑποφέρανε κάθε κακοπάθηση, κι᾿ αὐτὸν τὸν θάνατον, ναί, δὲν ὑπάρχει
Νεωτεριστής τέτοιος, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος.
῍Ας κρύβεται, ἂς παρουσιάζεται γιὰ εὐλαβέστατος,
ἂς κάνει τὸν ταπεινόφρονα, ἂς ἀγκαλιάζει, τάχα τοὺς ἐχθρούς του, μ᾿ ἕναν λόγο: ἂς
φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω σὰν ἅγιος, πρᾶος καὶ γλυκόλογος. Στ᾿ ἀληθινὰ, ὁμως, εἶναι ἕνας
ὑποκριτής.
2)
Διδάσκει, λοιπόν, ὁ ἅγιος ‘Αναστάσιος ὁ Σιναϊτης: «Ὅτι
οὐ δεῖ κοινωνεῖν παντί ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ θεῖος ‘Απόστολος ἡμᾶς
διδάσκει λέγων. Εἷς Κύριος, τουτέστιν ὁ ἀληθής Κύριος, μία πίστις, τουτέστιν ἡ
εὐσεβής. Αἱ γάρ λοιπαί οὐκ εἰσί πίστεις, ἀλλά θνήξεις. Ὥσπερ οὖν ἀποδημοῦντες τῆς
ἰδίας γαμετῆς, ἐάν συγγενώμεθα ἄλλῃ, οὐκ ἔστι γάμος, ἀλλά πορνεία. Πολλῷ μᾶλλον
φυλάξωμεν τήν σωφροσύνην ἡμῶν, καί τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀμιάντου συζύγου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
μή χωρισθῶμεν»[74] .
3)
Δηλαδή, ὅπως τό νά ἐγκαταλείψει
ὁ σύζυγος τήν γυναῖκα του καί νά προσκολληθεῖ σέ ἄλλη, αὐτό δέν εἶναι γάμος, ἀλλά
πορνεία, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς χριστιανούς ἐκείνους πού ἐγκαταλείπουν
τήν ἀμίαντον Νύμφην, χωρίζονται δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί ἑνώνονται
(συγκυλίονται) μέ ἄλλη «σύζυγο», ἤτοι ἐπικοινωνοῦν, χαριεντίζονται, ἀλληλλοθωπεύονται καί συγκυλίονται
μέ τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τοῦ
Νεοημερολογισμοῦ καί Οἰκουμενισμοῦ.
4) Εἶναι φοβερόν τοῦτο καί ἀποτέλεσμα
τῆς ἐκκλησιολογικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας, καί τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ
πνεύματος. Εἶναι καί λυπηρόν, διότι εἶναι τόσον ἁπλά τά πράγματα καί αὐτοί δέν θέλουν νά τό κατανοήσουν. Προτιμοῦν τό σκοτάδι, παρά τό φῶς. Προτιμοῦν
τό Οἰκουμενιστικόν ψεῦδος, παρά τήν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδή οἱ ἄνθρωποι
αὐτοί ποτέ δέν κατενόησαν, τί σημαίνει Ὀρθοδοξία καί τί σημαίνει κακοδοξία;
Ποτέ δέν κατενόησαν, ὅτι ἡ μόνη Κιβωτός σωτηρίας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική
καί ‘Αποστολική Ἐκκλησία.
5) «Εκείνοι
που θα αποσκιρτήσουν από την ευσέβεια και θα αφήσουν τα πάτρια και ορθά δόγματα
της πίστεως και τις κοινές παραδόσεις της Εκκλησίας, αλλά περιπέσουν και
παρεκτραπούν σε Νεωτερισμούς και αλλόκοτες δοξασίες και συνήθειες ετερόδοξες
και παραχαράξουν και νοθεύσουν την αλήθεια της ευσεβείας, αυτοί ούτε είναι
πλέον ούτε ονομάζονται αληθώς Χριστιανοί, αλλά κόπτονται και χωρίζονται από το
σύνολο των μελών της Εκκλησίας και των Χριστιανών σαν ετερόδοξοι και
Νεωτερισταί και εκβάλλονται από την ιερή μάνδρα σαν πρόβατα ψωριασμένα και μέλη
σαπισμένα».
Η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1724.
«Τοῖς βάλλουσι
κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν, ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία
μεμέρισται ἐν οὕτω καλουμένοις ῾῾κλάδοις᾿᾿, οἵτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν
διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἢ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία οὐχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ᾿ ἀπαρτισθήσεται ἐν
τῷ μέλλοντι, ὅταν ἅπαντες οἱ “κλάδοι” ἢ τμήματα ἢ ὁμολογίαι ἢ προσέτι καὶ
θρησκεῖαι ἑνωθῶσιν ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ οἵτινες οὐ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ
τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ
λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εἰσὶν ἱκανὰ πρὸς σωτηρίαν·
ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἢ
συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἢ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ
ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἢ ὑποτιθεμένης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων
Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ».
Ἁγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Νέας Ὑόρκης καί Προέδρου τῆς Ἐκκλησίας
τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς μετά τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς
Ρωσσικῆς Συνόδου.
Ἐπαναλαμβανόμενες οἱ αἱρετικές
κινήσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσοστόμου Μανιώτη
0.
Τόν προηγούμενον χρόνο ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἔκανε
τά ἴδια, ὅπως μέ πληροφόρησε δικός μας ἐπίσκοπος, (βλ. καί ἐπισυναπτόμενη
σχετικήν δημοσίευση), δηλ. λιτανεία, συνάντηση, ἀσπασμόν μετά τοῦ
Νεοημερολογίτου “ἐπισκόπου” Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα καί ἀνταλλαγή βαΐων, ἀλλά δέν ἔδωσε
δημοσιότητα μέ φωτογραφίες στίς αἱρετικές του κινήσεις. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε, ὅτι
δέν ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, ἐφέτος προχώρησε σέ δημοσιοποίηση τῶν αἱρετικῶν του
κινήσεων καί μάλιστα μέ πλῆθος φωτογραφιῶν στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του.
Ὁπότε ποιά δίκη πρέπει νά ὑπάρξει;
Γιά νά ἀποδειχθεῖ τί; Ἀφοῦ ἀποδεικνύονται ὡς ὁμολογούμενα πού ἀποτελοῦν πλήρη ἀπόδειξη,
πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσι τά ὑπ’ αὐτοῦ αἱρετικῶς πραχθέντα;
Ποιά;
Τά ἀναλύουμε στήν συνέχεια:
1.Ὅτι τήν Κυριακή τῶν Βαϊων
2024 ὑπῆρξε ὀργανωμένη καί σχεδιασμένη συνάντηση μέ τόν Οἰκουμενιστή
Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” κ. Ἀθηναγόρα καί δή ἐπισήμως ἐν πλήρει ἱερατική στολῇ,
μέ τήν θεσμική του ἰδιότητα ὡς ἐπισκόπου τῶν ΓΟΧ, πρᾶγμα πού εἶναι ἀναμφισβήτητο!
2.Ὅτι ἡ συνάντηση ἔγινε ἐξ ἀφορμῆς
τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων καί ἄρα συνεόρτασαν πανηγυρικά, ὁ μέν ἕνας μέ πλήρη ἱερατική
στολή, ὁ δέ ἄλλος μέ ἐγκόλπιο καί μέ τούς “ἱερεῖς” του 1 παρατεταγμένους καί πλῆθος
κόσμου, νά τούς ἐπεφημεῖ, καί μάλιστα:
3.νά ἀνταλλάσσουν τά κατ’ ἐξοχήν
σύμβολα τοῦ ἑορτασμοῦ τά βαΐα τῶν φοινίκων καί δή μέ περίτεχνη σύνθεση, δῶρο
πρός τόν Οἰκουμενιστή καί Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” ἐκ μέρους τοῦ κ. Μανιώτη, ἀφοῦ
ἔλαβε ἀπό τόν Οἰκουμενιστή ὡς δῶρο, κάτι τό ἀντίστοιχο... Ὅλα αὐτά εἶναι ὁ ὁρισμός
τοῦ συνεορτασμοῦ μετά αἱρετικῶν! Συνεορτασμός, λοιπόν, ἔγινε τοῦ κ. Μανιώτη μέ
τόν αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηγόρα, μέ ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως! Τά
στοιχεῖα τοῦ συνεορτασμοῦ εἶναι τά ἑξῆς:
α. Ἀνταλλαγή τῶν συμβόλων,
(βαΐα τῶν Φοινίκων), τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Βαΐων,
β. Ἐναγκαλισμός μετά τοῦ αἱρετικοῦ
καί ψευδοποιμένος-ψευδεπισκόπου, κατά τόν ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄ σέ συνδυασμόν μέ τόν ΛΑ΄τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων! Ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωθέντος λαοῦ.
γ. Ἀνταλλαγή δώρων (λήψη καί ἀντίδοση),
ἐν τῇ ἐννοία τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος.
4. Στήν συνέχειαν ἔγινε ὀργανωμένη
συμμετοχή στό ἄνομον συνέδριον τῶν Οἰκουμενιστῶν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου
παρκάθεται ὁ κ. Μανιώτης στήν πρώτη σειρά μετά τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ
τόν 2 ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, πού μνημονεύουν κατευθεῖαν
τόν οἰκτρόν καί βδελυρόν Βαρθολομαῖον!
5. Καί δή ἄνευ ἐγκολπίου, πρᾶγμα
πού συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ἐπισκοπικῆς του ἰδιότητος! Καί ἐδῶ ὑπάρχει ὀργάνωση καί
σχεδιασμός, καθότι τόν προσφωνεῖ ὁ “Θεσσαλονίκης” κ. Φιλόθεος, νά παρακαθήσει
μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν στήν πρώτη σειρά.
6. Στήν συνέχεια δίνει τμῆμα ἁγίου
Λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀργυρίου στόν τῆς “Ἐπανωμῆς”, πού καί αὐτός μνημονεύει
κατευθεῖαν τόν βδελυρόν ἀρχιοικουμενιστήν Βαρθολομαῖον, καί πού τόν εὐχαριστεῖ ἐπίσημα
καί ἐπώνυμα γιά τήν δωρεάν. Γιά νά ἀτιμάζεται ὁ Νεομάρτυς καί Ἅγιος κάθε φορά
πού θά μνημονεύεται ὁ ἀρχιοικουμενιστής Βαρθολομαῖος ἀπό τόν τῆς Ἐπανωμῆς. Ἔστω
καί ἄν δέν ἔγινε συμπροσευχή, ὅπως μας διαβεβαίωσε ὁ σεβ. κύριος Φώτιος γιά
λογαριασμόν τοῦ κ. Μανιώτη. Ἐρωτήματα:
7. Εἶχε ἐντολήν τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου, γιά νά τά κάνει αὐτά ὁ κύριος Μανιώτης;
8. Τί δουλειά εἶχε νά πάει ἀπό
τήν Ἀθῆνα στήν Θεσσαλονίκη;
9. Νά παρακαθήσει μετά τῶν ἀντικειμένων
σέ ἐπίσημη σύναξη τῶν Οἰκουμενιστῶν καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν 3 τρόπον αὐτόν
καί τήν ἀπαγόρευση τοῦ κ. Ἱερωνύμου τῶν διαμαρτυριῶν μέ διαδηλώσεις κατά τοῦ ἐπαίσχυντου
Νόμου, πού ἀναγνωρίζει τόν γάμον τῶν ὁμοφιλοφύλων. Ἡ ἀπαγόρευση ἔγινε, γιά νά
μήν ἔχει πολιτικό κόστος ἡ κυβέρνηση, πού θά τό προκαλοῦσαν οἱ διαδηλώσεις, μέ ἀποτέλεσμα
τήν ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ, πού θά στρεφόταν κατά τοῦ κολοφῶνος τῶν αἱρέσεων, τῆς ὁμοφιλοφυλίας!
Οἱ πασιφανεῖς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι αὐταπόδεικτες. (Βλέπε καί τό ἐπισυναπτόμενον
πρός τόν Μακαριώτατόν μας κείμενον μέ τήν παράθεση τῶν Κανονικῶν Διατάξεων καί
τίς προεκτάσεις τῶν τοιούτων αἱρετικῶν συμπεριφορῶν). Ὁ αὐτοαναθεματισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη ἀπορρέει ἀπό
τά κείμενα τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τό 1983 ἐπί Ἁγίου Φιλαρέτου καί
τοῦ 1998 τῆς ἡμετέρας Συνόδου.
10. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἐν τῇ πράξει κήρυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ τόν
συνεορτασμόν, μέ τούς ἐναγκαλισμούς μέ τούς αἱρετικούς, μέ τόν συναγελασμόν μέ
αὐτούς, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί μέ τήν ἀνεπίτρεπτη δωρεά ἁγίου Λειψάνου σέ
Οἰκουμενιστές, εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερη ἀπό τήν προφορικήν διακήρυξη τῆς
βδελυρῆς αὐτῆς αἱρέσεως, γιατί
πρόκειται γιά ὑλοποίηση αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Xρυσοστόμου
Μανιώτη,
πού δέν ἐπιδέχονται ἀνταπόδειξη, λόγῳ
τῆς πανηγυρικῆς καί δημόσιας διακήρυξης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν
δική του ἱστοσελίδα!
11. Ἡ κοινωνία μέ τοιούτους
ἐπισκόπους ἐπισύρει καί γιά μᾶς πού κοινωνοῦμε μέ τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη τίς
ἴδιες ποινές κατά τούς Ἱερούς Κανόνες. Καθαίρεση καί ἀφορισμόν!
Τά σχετικά κείμενα τά ἔστειλα
στούς ἐπισκόπους σεβ. κ. Ἀμβρόσιον, σεβ. κ. Κυπριανόν καί σεβ. κ. Φώτιον, γιά
νά μήν ἀναγκαστεῖ ἡ Σύνοδος, νά τόν εἰσαγάγει κατευθεῖαν σέ δίκη ἐπί αἱρέσει, ὅπως
θά γινόταν, ἄν ἔκανα ἄμεση καί ἐπίσημη καταγγελία στήν γραμματεία τῆς Συνόδου. Ἔτσι
προτίμησα αὐτόν τόν ἔμμεσο τρόπο περιγραφῆς του, ὥστε νά τόν νουθετήσουν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπός
μας καί οἱ ἐπίσκοποί μας καί νά τόν προτρέψουν νά ζητήσει συγγνώμην γραπτῶς
δημοσίως καί νά ἀποπτύσει τίς αἱρετικές συμπεριφορές του, συντάσσοντας δημόσια
Ὀμολογία καί καταδικάζοντας τούς Οἰκουμενιστές καί τόν Οἰκουμενισμόν ἐπισήμως
καί ὄχι νά διατηρεῖ στήν ἱστοσελίδα του τά τεκμήρια τῆς ἐνοχῆς του, πού ἀποτελοῦν
διαρκές πνευματικόν αὐτοφώρως διωκόμενον ἔγκλημα στόν βαθμόν τοῦ κακουργήματος
(Ἐν τῷ μεταξύ «κατέβασε» ἀπό τήν ἱστοσελίδα του τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ὁ σ. Ἀττικῆς, ὁπότε ἡ Σύνοδός μας θά τοῦ ὑποδείξει τόν
τρόπον τῆς μετανοίας καί τῆς σχετικῆς δηλώσεως, τήν ὁποίαν θά πρέπει νά κάνει,
κατά τά συμφωνηθέντα).
Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς: περί ἐπισκόπων
«…Δεν πηγαίνω ποτέ σε Ιερατικά συνέδρια ως
ομιλητής. Διαπίστωσα ότι οι εκασταχού Μητροπολίτες πλην ενίων εξαιρέσεων, με
βλοσυρότητα Σουλτάνων προσπαθούν να κατατρομοκρατήσουν τους Ιερείς, κυρίως
αυτούς που σέβονται την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση και να επιβάλλουν την
αθεολόγητη ιδεοληψία τους, τον αδογμάτιστο κοινωνισμό τους ή ακόμη και τα πάθη
της ατιμίας τους… Με τέχνη και τρομοκρατία προσπαθούν να τα επιβάλλουν και
αυτά…
Οι γαστρίμαργοι λένε: «Δεν βλάπτουν τα
φαγητά και τα ποτά! Τα εξερχόμενα βλάπτουν». Φανερή η Δεσποτική σοφιστεία
στην παρερμηνεία του Ευαγγελίου. Σε όλο το μεγαλείο της!
Οι ηθικιστές λένε: «Δράση θέλει ο Χριστός». Εννοείται ποιμαντική δράση,
χωρίς αγώνα εσωτερικής κατάστασης. Δράση, δράση… Βράση, βράση… Και στο τέλος
εξατμίζονται όλα και μένει άδεια η κατσαρόλα.
Οι αμοραλιστές, εκεί να ακούσετε φωνές…
<Δεν ασχολείται ο Θεός, με το πώς
λειτουργούν οι γενετήσιες ορμές μας αλλά με την καρδιά μας>.
«Καλά,
είπα
σε κάποιον, ακρωτηριασμένοι θα μπούμε στη
Βασιλεία του Θεού; Τα γεννητικά όργανα, δεν συντονίζονται λειτουργικά με την
καρδιά; Αν είναι καθαρή η καρδιά, όλος ο άνθρωπος έχει την άκτιστη Χάρη του
Θεού, διότι δεν εκφεύγει λειτουργικά από την αρχή και το ατέλεστον τέλος της
υποστάσεως, δηλαδή το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν του Αρχετύπου Συνανάρχου
Λόγου. Στα ευαίσθητα σημεία του σώματος δεν πηγαίνει η Θεία Κοινωνία; Δεν
θεούται όλος ο άνθρωπος; Υπάρχουν σημεία που επικρατεί ο Χριστός και άλλα που
διαφεντεύει ο διάβολος; Τί είδους πίστη έχετε; Τί δυαλισμό εισάγετε στην
Εκκλησία;»
- “Μα εσείς, απάντησε με
κομμένη ανάσα, είστε ενάντια στην ηθική. Πώς τα λέτε αυτά;”
- “Στη στείρα ηθική της επιφάνειας του
εξήγησα. Όχι στην ψυχοσωματική ηθική του βάθους που στην ορθόδοξη γλώσσα
λέγεται Ασκητική”.
Κατάπιε την γλώσσα του ο τυραννίσκος…
Άλλος με κόλλημα στα λεφτά: “θέλω λεφτά για
να κάνω έργο”. Βαρέθηκαν οι παπάδες
του να ακούνε για λεφτά, επιχειρήσεις, επενδύσεις, ιδρύματα, οικονομικά
προγράμ-ματα… Αυτά τα βαπτίζει <έργο>, <διαποίμανση>! Χρειάζονται
και αυτά σε ένα βαθμό αλλά δεν είναι αυτά το ποιμαντικό έργο…
Άλλος βρίζει τους Αγίους.
Είπε κάποιος:
“επιβάλλω να οικοδομούν
Ναούς επ’ ονόματι των Αγίων των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Τους νεώτερους δεν
τους εμπιστεύομαι”.
Δεν ήθελε την Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου και τον
Άγιο Νεκτάριο. Και ποιος είσαι εσύ που νομίζεις, πως το εγκόλπιό σου λειτουργεί
σωστά, όταν δεν έχεις εγκολπωθεί με νοερά προσευχή το φρόνημα των θεουμένων
μέσα στην καρδιά; Τότε μπορείς να ξεχωρίζεις απλανώς. Τώρα συγχύζεις…
Τί το φοράς αυτό το στρογγυλό στο στήθος πάνω
στην καρδιά; Δεν έμαθες ποτέ, ότι ο «έσω άνθρωπος τοις έξωθεν σχήμασι
διατυπούται;»
Εσύ τί νομίζεις άσχετε; Το εγκόλπιό σου, πρέπει
να ξέρεις, που το λανσάρεις επιδεικτικά ως έμβλημα εξουσίας, έχει μία συνάρτηση
με το βαθύτερο φρόνημά σου. Με το ήθος της καρδιάς σου. Γι’ αυτό το φοράς στο
στήθος σου. Αντανακλά προς τα έξω «τον φερόμενον εν τη καρδία».
Αν δεν το ξέρεις και το φοράς για να λιτανεύεις
μια Κολωνακιώτικη εκκλησιαστική αριστοκρατία ως δείγμα ποικίλης υπεροχής, είσαι
ένας μασκαρεμένος απατεω-νίσκος, που εκμεταλλεύεσαι την Αποστολική εξουσία,
αλλά μισείς την Αποστολική αξία… Τελείς μυστήρια αλλά δεν θεραπεύεις ψυχές.
Απεναντίας διαφθείρεις περισσότερο τις ήδη πάσχουσες και αρρωσταίνεις και τα
υγιή μέλη της Εκκλησίας. Είσαι επικίνδυνος. Έπρεπε να είσαι στις τάξεις των
κατηχουμένων. Το εγκόλπιο στο στήθος σημαίνει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν
ἐμοὶ Χριστός».
Βέβαια, αν και είναι ανούσια τα εξωτερικά
δείγματα χωρίς καρδιακή συνάρτηση, υποστηρίζω ακράδαντα, ότι πρέπει να
διατηρηθεί το ορθόδοξο σχήμα περιβολής των κληρικών στην Ελλάδα. Είναι το μόνο
που απομένει να θυμίζει, ότι είναι θεραπευτές και φοράνε και ειδική ιατρική
ποδιά που μαρτυρεί την ιδιότητά τους αυτή…
Ο άλλος φωστήρας λέει σε πανορθόδοξες
διασκέψεις (το επέβαλε αργότερα στο Μπαλαμάντ):
«Παπικοί και ορθόδοξοι
έχουν την ίδια Ιερωσύνη!!! Οδηγούν δηλαδή στη θέωση ταυτοτρόπως. Οι διαφορές
τους είναι ιδεολογικές και δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της δουλειάς τους…».
Φταίω τώρα που ονομάζω ειδωλολατρική την
ευχαριστία του και βδελυρή την εσχατολογία του; Μεγάλη πληγή αυτός ο άνθρωπος…
Δεν θα παύσω να λέω, ότι ο διάβολος σήμερα πήγε διακοπές γιατί το έργο του το
συνεχίζουν οι Επίσκοποι. Τρομοκράτες των αγωνιζομένων και εκπαιδευτές των
αλλοτριωμένων… Τα έχω ζήσει… Είπα κάποτε στον Αμερικής Μιχαήλ που μου είπε, ότι
είμαι ανεξέλεγκτος αντάρτης: «Άλλο υπάκουος και άλλο δουλοπρεπής».
Το μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημα είναι οι
Αρχιερείς.
Τί πίστη έχουν…
Έχει υποχρέωση ο Επίσκοπος να διδάσκει με
έμπνευση τον κλήρο πρωτίστως και το λαό έπειτα, αλλά όχι με όσα εκφράζουν και
βολεύουν τον ίδιο.
Κάποτε, στη χειροτονία του, μπήκε ανοιχτό το
Ευαγγέλιο πάνω από το κεφάλι του… Δεν είναι, λοιπόν, αυτόβουλος. Δεν έχει ίδιον
θέλημα.
Είναι φερέφωνο του Χριστού.
Θα μου πεις πώς να είναι τέτοιος, αφού δεν έχει
καρδιακά γευθεί την Χάρη και τον πνίγουν τα πάθη, που τρέφονται σαν γιγαντιαία
παράσιτα μέσα στην καρδιά του; Τότε να έχει τον ανδρισμό να ακολουθεί αυτούς
για τους οποίους ορκίσθηκε, ότι θα έχει οδηγούς, λίγο πριν την χειροτονία του.
Πάνω στο Ευαγγέλιο ορκίσθηκε. Και Ευαγγέλιο σημαίνει όλη την παράδοση των
θεουμένων.
Δεν χωρίζουν αυτά.
Ένας σε μία συνάντηση μου είπε:
«Πουθενά στο Ευαγγέλιο
δεν μίλησε για σαρκικά και αρσενοκοίτες ο Χριστός. Για αγάπη μίλησε, τους
πλούσιους ήλεγξε».
«Αυτό
δείχνει την πονηριά σου, απάντησα, την ασχετοσύνη σου. Ποιος σου είπε, ότι ο
ευαγγελικός λόγος έκλεισε; Και αν χαθούν όλα τα αγιογραφικά κείμενα, όσο
υπάρχει η δύναμη της Πεντηκοστής ενεργουμένη στις καρδιές των θεουμένων, πάλι
το Άγιο Πνεύμα θα τα υπαγορεύσει… Στόμα Χριστού ήταν και ο Παύλος και καθένας,
που μετέχει εμπειρικά στο θεμελιακό αυτό γεγονός, που συνιστά «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».
Ποιά
είναι η «πᾶσα ἀλήθεια;»
Ότι
η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και ομιλεί επομένως ο Χριστός μέσω Αυτής;
Μέσω
ποίων όμως;
Των
υγιών μελών του σώματος, των τεθεραπευμένων.
Σε σκότος μπορεί να είσαι εσύ του είπα, ο
διαχειριστής της Χάριτος και να σου βάλλει τα γυαλιά μια απλή γιαγιούλα ή ένας
τσομπάνος από τα Άγραφα…
Έπειτα, επειδή λες ότι ο Χριστός στο Ευαγγέλιο
δεν τα καυτηριάζει αυτά, μάλλον δεν ξέρεις να το διαβάζεις σωστά.
Δεν έχεις ερμηνευτικά κλειδιά.
Δεν αναφέρει ο Χριστός «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον
ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ». Τί σημαίνει το «ἀνεκτότερον ἔσται»; Ότι η σοδομιτική
αμαρτία ήταν μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης για κάθε άλλη πνευματική ασθένεια!
«Τῶν
Σοδομιτῶν ἡ θεήλατος κόλασις φοβερωτέρα πάσης ἐδόκει πᾶσιν…» ερμηνεύουν οι Άγιοι
Πατέρες. Τι ήταν αυτό; Ότι «ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας» (Ιούδα 7) ασελγούσαν
άνδρες μεταξύ τους, επέκτειναν την ανώμαλη λύσσα και στις γυναίκες τους και
έκαναν και με αυτές την ίδια παρά φύση σιχαμερότητα, και το φοβερότερο, ακόμη
και τα παιδιά μόλυναν με αυτές τις ορέξεις, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Αυτή η φοβερή αμαρτία, ασθένεια της ψυχής,
επιφέρει καυστικότερη την Άκτιστη ενέργεια του Θεού πάνω τους. Αυτό είναι η
κόλασις. Ακαθαρσία, αρρώστια νοός, πληγή βαθιά, που επεκτείνεται στον όλον
άνθρωπο. Και η παρουσία του Θεού βιώνεται ως αφόρητη καύσις… Καίγεται ο
άρρωστος νούς, και κατά προέκταση όλος ο άνθρωπος που συντονίζεται απ΄ αυτόν.
Το Άκτιστο Φως γίνεται «πῦρ καταναλίσκον».
Άρα
ο υποκτηνώδης σοδομισμός είναι μέτρο σύγκρισης για όλες τις άλλες πνευματικές
ασθένειες.
Μόνο που το κακό αρχίζει μέσα από την καρδιά, γι’ αυτό όλα τα τοποθέτησε στην
αρχή, στη γένεση του κακού. «ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί,
πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία,
ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον», και το πράγμα δεν
συμ-μαζεύεται…
Γι’ αυτό πηγαίνω μόνο στα συνέδρια που δεν επικρατεί δεσποτική συμπεριφορά.
Δεσποτική ξενία, οικοδομή και παράκληση γεύεσαι… Τον ευχαριστώ, τόν κάθε
αληθινό επίσκοπο, που μου θυμίζει, ότι λειτουργεί ακόμη η Αρχιερωσύνη ως ήθος
Χριστού…
Όποιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του
διαλέγεται ειρηνικά και εμπνέει…
Ο φοβικός και ανασφαλής, μοιάζει με την
κουρούνα που είναι πιασμένη σε παγίδα. Βγάζει απεγνωσμένες κραυγές μπας και
φοβίσει κάποιους και γλυτώσει έστω την υστάτη…».
Από ιδιόχειρη επιστολή του π. Ιωάννη
Ρωμανίδη στον αείμνηστο αγωνιστή και ομολογητή Θεολόγο Διονύσιο Μπατιστάτο,
πρωτανεψιό του Ιωσήφ του Ησυχαστού.
Κυπριανισμός: Κρυπτο-Οικουμενισμός – Η αίρεση των
ημερών μας από τον Πρωτοπρεσβύτερο Βίκτωρα Μελέχοφ
Ημερομηνία δημοσίευσης στον ιστότοπο: 01.02.2013
«Η αμφίβολη Ορθοδοξία της Ομάδας του Μητροπολίτη Κυπριανού»
του Επισκόπου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γκράμπε
(Μετάφραση
από *Church News* [στα Ρωσικά], Νο. 5, Σεπτ. – Οκτ. 1994, σελ. 2-4.)
Ευτυχώς, ο Μητροπολίτης Vitaly είχε ζήσει αρκετά, για να δει το λάθος
του στην απόφαση του 1994, και κατήγγειλε
τον Κυπριανισμόν αρκετά διεξοδικά το 2001. Το γεγονός, ότι ο Μητροπολίτης Vitaly επέλεξε να το
κάνει αυτό ως μία από τις πρώτες του αποφάσεις μετά την αποχώρηση από τους
ψεύδαδελφούς του υπό την νέαν ROCOR Σύνοδον τῆς Μετροπόλια δέν ἀναιρεῖ τήν
ἀξίαν τῆς ἀπόφασης. Ο Laurus χρησιμεύει
περαιτέρω, για να υπογραμμίσει τον κίνδυνο αυτής της εκκλησιολογίας ως αίρεσης
και όχι μιας απλής «θέσεως». Η απόφασή του περιλαμβάνει τα εξής:
15/01/Μ
16/29 Δεκεμβρίου 2001
Το Ψήφισμα της Ποιμαντικής Συνδιάσκεψης του Καναδικού και Αμερικανικού
Κλήρου σχετικά με το ζήτημα της λήξης της ευχαριστιακής κοινωνίας με τον
Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής Κύπριανό:
Κατωτέρω παρατίθενται αποσπάσματα αυτού του ψηφίσματος.
{«οι
πάσχοντες στην πίστη» δεν μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας, κάτι που
επιβεβαιώνεται και από τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων. «Χωρίς αμφιβολία»,
λέει ο σεβάσμιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος, «όποιος δεν ομολογεί την πίστη
της Εκκλησίας είναι έξω από την Εκκλησία». Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄: «Τα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού
είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένα στην αλήθεια, και όσοι δεν είναι πλήρως
αφοσιωμένοι στην αλήθεια δεν είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού». Και ο άγιος
Κυπριανός Καρχηδόνας διδάσκει: «Όπως ο διάβολος δεν είναι Χριστός, αν και
εξαπατά στο όνομά Του, έτσι και τέτοιος δεν μπορεί να θεωρηθεί Χριστιανός καθώς
δεν μένει στην αλήθεια του Ευαγγελίου και της Πίστεώς Του». Σε συμφωνία με
όλους τους Πατέρες, ο Μέγας Ιεράρχης Γρηγόριος ο Θεολόγος, στη Δεύτερη Επιστολή
του κατά Απολλιναρίου, διδάσκει επίσης: «Αποφύγετε αυτούς που κρατούν άλλο
δόγμα και θεωρήστε τους ξένους προς τον Θεό και την Παγκόσμια Εκκλησία». Η
Επιστολή των Ανατολικών Πατριαρχών για την Ορθόδοξη Πίστη αναφέρει:
«Πιστεύουμε, ότι όλοι ανάμεσά μας είναι μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, ακόμη και
οι ίδιοι οι πιστοί, δηλαδή όσοι ομολογούν άνευ όρων την αγνή πίστη του Σωτήρος
Χριστού». Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξηγεί επίσης: «Όσοι είναι της
Εκκλησίας του Χριστού, οι ίδιοι είναι της αλήθειας. και όσοι δεν είναι της
αλήθειας, δεν είναι και της Εκκλησίας του Χριστού…}
{«η
Εκκλησία, έχοντας διαιρεθεί, θα έπαυε να είναι Εκκλησία. Μπορεί να υπάρξει μόνο
μια απομάκρυνση από την Εκκλησία - μια απομάκρυνση από αυτήν ατόμων - ή
ολόκληρων ομάδων που δεν έχουν το ίδιο πνεύμα με Αυτήν» «Πρέπει να
συνειδητοποιήσουμε ότι η αίρεση δεν είναι απλώς μια μορφή πνευματικής πάθησης.
Η αίρεση είναι πνευματικός θάνατος. Οι ιεροί κανόνες μας καθοδηγούν ξεκάθαρα να
απορρίψουμε και να αποφύγουμε κάθε μορφή αίρεση».}
{Αυτός ο «ορθόδοξος» κρυπτοοικουμενισμός,
ας πούμε έτσι, ακόμη και ως ανοιχτός Οικουμενισμός, εμπίπτει στο ανάθεμα του
1983 κατά της αίρεσης του Οικουμενισμού, το οποίο κήρυξε η Σύνοδος των
Επισκόπων ROCOR υπό την προεδρία του τρίτου Ιεράρχη της Εκκλησίας τῶν Ρώσσων
τῆς Διασπορᾶς Μητροπολίτης Φιλάρετος. Αυτό το ανάθεμα επιβεβαιώθηκε στη
συνέχεια από το ROCOR Sobor of Bishops το 1998:
«Και σε
όσους έχουν κοινωνία με αυτούς τους αιρετικούς, ή που τους βοηθούν και τους
συνηγορούν, ή που υπερασπίζονται τη νέα τους αίρεση του Οικουμενισμού,
υποθέτοντας, ότι αυτό είναι η αδελφική αγάπη και η ένωση των χωρισμένων
Χριστιανών: Ανάθεμα!».}
Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ
ἐπίσκοπος;
ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α΄ -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Αρχαίο κείμενο
|
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ.
Κολιτσάρα
|
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη
Ν. Τρεμπέλα
|
1 Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται,
καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ.
|
1 Αξιόπιστος και αληθινός είναι ο λόγος, που
θα σας πω· εάν κανείς επιθυμή πολύ το αξίωμα του επισκόπου, καλόν έργον
επιθυμεί (εφ όσον πράγματι ποθεί το έργον του υψίστου τούτου λειτουργήματος
και όχι την τιμήν του αξιώματος).
|
1 Ο λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπω,
εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδιά
του. Ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ.
|
2 Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς
γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν,
|
2 Αλλ' ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλόν έργον
ταιριάζει εις εκλεκτούς ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, ο επίσκοπος να είναι
άμεμπτος και ακατηγόρητος· να είναι, σύζυγος μιας μόνης γυναικός και να μην
έχη συνάψει δεύτερον γάμον· να είναι εγκρατής και προσεκτικός, σώφρων,
σεμνός, φιλόξενος, ικανός να διδάσκη τους άλλους τον λόγον του Θεού·
|
2 Ἀλλὰ τὸ καλὸν καὶ ὑψηλὸν ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται
εἰς καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος,
ὥστε κανεὶς να μὴ μπορῇ να εἴπῃ τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει να εἶναι σύζυγος
μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ να μὴ ἔχῃ ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι
προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός.
|
3 μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ’
ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον,
|
3 να μη είναι μέθυσος και οργίλος, να μη
εκτρέπεται εις χειροδικίας, να μη είναι αισχροκερδής, αλλά να είναι επιεικής,
αφιλόνεικος και φιλειρηνικός, αφιλάργυρος.
|
3 Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, οὔτε να βιαιοπραγῇ καὶ
να δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ
νὰ εἶναι ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας, ἀφιλάργυρος.
|
4 τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα
ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος·
|
4 Να προΐσταται δε και να κυβερνά με σύνεσιν
το σπίτι του, να έχη τέκνα καλώς παιδαγωγημένα, ώστε να υποτάσσωνται με κάθε
σεμνότητα.
|
4 Νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιά,
ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε σεμνότητα.
|
5 - εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε,
πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται; -
|
5 Εάν δε κανείς δεν γνωρίζη να κυβερνά καλά το
σπίτι του, πως θα ενδιαφερθή και θα φροντίση ορθώς δια την Εκκλησίαν του
Θεού;
|
5 Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, διότι,
ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ
διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;
|
6 μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρίμα ἐμπέσῃ
τοῦ διαβόλου.
|
6 Πρέπει ακόμη να μην είναι νεοφώτιστος και
νεοπροσήλυτος εις την πίστιν του Χριστού, δια να μην υπερηφανευθή από το
αξίωμα και πέση έτσι εις την ιδίαν καταδίκην, που έπεσε δια την αλαζονείαν
του ο διάβολος.
|
6 Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ
νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ να εἶναι
νεοκατήχητος, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν ἐξ ὑπερηφανείας
καταδίκην, ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος.
|
7 δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν
ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.
|
|
Ἡ ὑποχρεωτική διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση
Α. 1. Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ
(Ἀνάλυση του ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄
ἐπί Ἁγίου Μεγάλου Φωτίου Συνόδου
τοῦ 861 μ.Χ.)
Ὁ ΙΕ΄ Ἱερός Κανόνας τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἀπαγορεύει τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρεσβυτέρου πρός τόν προϊστάμενόν του, ἐπίσκοπον, μητροπολίτην ἤ Πατριάρχην καί γενικότερα τοῦ κατωτέρου κληρικοῦ πρός τόν ἀνώτερόν του, γιά λόγους, τούς
ὁποίους ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀνομάζει κανονικά ἐγκλήματα, δηλ. γιά πορνείαν, ἱεροσυλίαν, σιμωνίαν καί ἄλλα παρόμοια ἐγκλήματα.[75]
Ἐπιβάλλεται, ὅμως, ἡ διακοπή τῆς κοινω-νίας πρός τούς ῥηθέντας προέδρους, ἐάν εἶναι αἱρετικοί καί κηρύσσουν τήν αἵρεσή τους παρρησίᾳ, ἀκόμη καί πρίν γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αἵρεση αὐτή. Πρόκειται περί διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν κηρυσσόντων αἵρεση προέδρων, πρίν κἄν γίνει ὁποιαδήποτε κρίση γιά την ἀναφυεῖσαν αἵρεση, κατά τόν ἅγιον Νικόδημον, ὅπως ρητά ἐξάγεται ἀπό τήν ἑρμηνείαν, ὄχι μόνον τοῦ ιε΄ τῆς ΑΒ΄
Συνόδου, ἀλλά καί ἀπό τήν ἑρμηνείαν του στόν λα΄ Ἀποστολικόν (31ον Ἀποστολικόν Κανόνα), ὅπου καί πάλιν ὁ μέγας Ἅγιος κάνει διάκριση ἀνάμεσα στήν διακοπήν τῆς κοινωνίας γιά κανονικά ἐγκλήματα καί γιά κηρυσσόμενη αἵρεση!
Τονίζει ὁ μεγάλος ἑρμηνευτής στόν 31ον
Ἀποστολικόν: "Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως, διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ καμμίαν κακοδοξίαν καί αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί τήν πρέπουσαν εἰς τούς ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται κατά τόν ιε΄τῆς Α΄ καί Β΄."[76]
Ἀπό τήν ἀνωτέρω ἑρμηνείαν τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου συνάγονται τά
ἑξῆς δύο σημαντικά συμπεράσματα:
1ον: Ὅτι παντοῦ, καί στόν παρόντα Κανόνα, ὁ Μέγας Ἅγιος Νικόδημος κάνει
διάκριση ἀνάμεσα σέ κανονικά παραπτώματα καί σέ κηρυσσόμενη αἵρεση, γιά τήν ἐπέλευση καί διαφοροποίηση τῶν κανονικῶν συνεπειῶν. Ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος, καί στήν περίπτωση τοῦ 3ου Ἀποστολικοῦ, ἀναφερόμενος στήν ἑρμηνείαν τῶν κανονικῶν ἐπιτιμίων, τά ὁποῖα πρέπει ἐξ ἀνάγκης νά ἐπιβληθοῦν ἀπό β΄ πρόσωπον, ἤτοι τήν Σύνοδον τῶν ἐπισκόπων, διά νά ἐνεργηθοῦν, τρίτου προσώπου ὄντα, προστακτικοῦ μή παρόντος, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ![77] ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΓΙΑ
ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.
2ον: Ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν κακοδόξων προϊστα-μένων, ἄσχετα ἀπό προηγούμενη συνοδικήν καταδίκην μιᾶς κακοδοξίας, πολύ δέ
περισσότερον, δηλαδή χωρίς καμμίαν ἐπιφύλαξη, μετά ἀπό συνοδικήν ἀπόφανση, γιά μία αἵρεση πού κηρύχθηκε στό παρελθόν καί κηρύσσεται καί πάλιν σήμερα.
2. Ποῦ βρίσκεται τὸ κέντρον βάρους τοῦ Κανόνος;
Στό ἐσπούδασαν
ἤ στό ρύσασθαι βρίσκεται τό κέντρον βάρος τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ
Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου στήν
φράση «οἱ γάρ
δι’ αἵρεσιν τινα παρά τῶν ἁγίων
Συνόδων, ἤ
Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός
τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς
διαστέλλοντες ... οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν
τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά
σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»;
Τὸ «ρύσασθαι»
τοῦ Ἱεροῦ
Κανόνος σημαίνει, γιὰ τοὺς ἀποτειχίζοντες
τούς ψευδεπισκόπους αὐτούς, ὅτι οἱ ἀγωνιζόμενοι
Ὀρθόδοξοι σώζουν, λυτρώνουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχισμάτων καὶ
μερισμῶν. Στό ρύσασθαι,
λοιπόν, βρίσκεται τό κέντρον βάρους τοῦ
Κανόνος. Τό ἐσπούδασαν
δέν ἔχει τήν ἔννοιαν,
ὅτι
τάχα μελέτησαν, ἐρεύνησαν, ἐξέτασαν,
ὅπως ἀδοκίμως
καί πονηρά ἑρμηνεύουν κάποιοι τόν κανόνα, ἀλλά, ὅτι ἔσπευσαν μετά σπουδῆς, ἀγωνίσθηκαν συντονισμένα, νά ἐλευθερώσουν
τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τά
σχίσματα πού δημιουργοῦν οἱ ψευδεπίσκοποι καί οἱ
ψευδοποιμένες, κηρύσσοντας αἱρέσεις
καί ἐφαρμόζοντας καινοτομίες.
Ἀφοῦ οἱ ἀποτειχίζοντες τούς αἱρετικούς ψευδο-ποιμένες σώζουν, λυτρώνουν, ῥύονται τὴν Ἐκκλησίαν ἀπό σχισμάτων καί μερισμῶν, οἱ παραμένοντες σὲ κοινωνίαν μὲ τὸν ψευδεπίσκοπον οὐδόλως βλάπτονται;
Δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἀγωνιζόμενοι γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπο-τειχίζοντες τούς ψευδοποιμένες νά τιμῶνται ἰδιαίτερα ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά διώκονται μάλιστα γιά τήν ὁμολογίαν τους αὐτήν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, νά γίνονται θέατρον στόν κόσμον
καί ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις, οἱ μωροί διά Χριστόν, καί οἱ ἄλλοι νά ἀπολαμβάνουν τῶν τιμῶν τῶν ψευδοποιμένων, τύπου Βαρθολομαίου, Ἐλπιδοφόρου κλπ. καί νά μήν βλάπτονται ἀπό τήν ἐξακολούθηση τῆς κοινωνίας μαζί τους!!! Μολύνονται
θανασίμως! Κυρίως μολύνονται καί μεταφέρουν τόν μολυσμόν στά ποίμνιά τους οἱ διάφοροι μεγαλόσχημοι ἐπίσκοποι, ἀρχιμανδρίτες, ἡγούμενοι καί διάφοροι «πνευματικοί»,
ὄντες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, νεκροφόροι!
Ὅταν, βέβαια, ὑπάρχει θεσμικὴ, διαχρονική, δημόσια καί πασίδηλη ἀλλοίωση τῆς παραδόσεως καί τῶν ἱερῶν θεσμίων, ὅπως στὴν περίπτωση τῆς ἐπάρατης Νεοημερολογιακῆς ἀλλαγῆς, ἀλλοίωση τῆς πίστεως διαχρονικά καί ἕνωση μὲ προκαταδικασμένους αἱρετικοὺς, (Λατίνους, Μονοφυσίτες), ἀναγνώριση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπισήμως στό Κολυμπάρι, δηλ. ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως, νεκροποιοῦνται αὐτές οἱ συναγωγές τοῦ Σατανᾶ, ἀφοῦ οἱ ψευδεπίσκοποι πού τίς ἐκπροσωποῦν ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, κατά τούς κανόνες α΄ καί β΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Μέ τόν ἴδιον τρόπον ἀντιμετωπίζονται μέν ὡς πρός τόν ἐπιβαλλόμενον ἀποτειχισμόν τους καί οἱ μεμονωμένοι ἐπισκοποι, πρεσβύτεροι, ψευδοποιμένες, πού
κηρύσσουν κάποιαν αἵρεση. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ὅσοι μένουν μέσα στήν συναγωγήν τῶν πονηρευομένων αὐτῶν ψευδεπισκόπων ἐν γνώσει τῆς κηρυσσομένης αἱρέσεως, ἐκπίπτουν τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἐπέρχεται, καί μάλιστα αὐτομάτως, δι’ ὅλην τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν ἡ νεκροποίηση.
Ἡ προσταγή τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνα ἐφαρμόζεται, ὄχι μόνον γιά τήν δυνατότητα καί τήν ὑποχρέωση τῆς ἀποτειχίσεως, πού εἶναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη καί ἐπιβαλλόμενη, παρέχοντας ἐπαρκῆ βάση ἀποτειχισμοῦ ὅλων αὐτῶν τῶν ψευδεπισκόπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἀτράνταχτο κανονικόν θεμέλιον, τοῦ ἀγῶνα γιά τήν ἀπαλλαγήν τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λυτ-τῶσαν αἵρεσιν.
3. Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν
Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρίαν σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνίαν μέ αὐτούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα -(ΓΝΩΣΤΑ σέ ὅλους)- στήν παγκόσμια ὀρθοδοξίαν καί οἱ
πάντες πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό: «εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν», ὅμως, «τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν
Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην; [78]
Ἐάν, καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην, ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες Ἁγιορεῖτες Πατέρες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "...καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων"[79]. ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ, (Εἰκονο-μάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ - Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων,[80]
τότε, τί «βάπτισμα» καί τί «μυστήρια» παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς, πού τόν μνημονεύει, καί ποιά
χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς καί προσ-ερχόμενος στήν Ἐκκλησίαν τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση -(σήμερον τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ)- μέ λίβελλον καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον,
(47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιον Νικόδημον τόν Ἁγιορείτην (σέ πολλά μέρη τοῦ Ἱεροῦ Πηδαλίου). Ἐάν δέ δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται καί, ἄν εἶναι ἱερωμένος, χειροθετεῖται[81].
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφερόμενος στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον γράφει:
«Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντας, ὅπως εἶπεν ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά, καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησεν, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς. Ἐπίσης, μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν», ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν
περιστατικήν καί καιρικήν οἰκονομίαν δέν τά ἔκανεν ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική. Καί ἀπό τήν Σύνοδον αὐτήν ἀπορρέει ἀβιάστως, ὅτι ὄφειλαν οἱ ἐπίσκοποι νά ἔχουν διακόψει τήν κοινωνίαν
μέ τούς Εἰκονομάχους καί πρίν ἀπό τήν τήν Ζ΄Σύνοδον. Ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας εἶναι αὐτονόητη καί γιά τήν Ζ΄Οἰκουμενικήν! Γιά λόγους ποιμαντικούς καί ἐπειδή ἐπιπόλαζαν (=κυριαρχοῦσαν ἀκόμη) οἱ Εἰκονομάχοι, δέχθηκε κάποιους
ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική καί πάντως μετά τήν ἀπόπτυση τῆς βδελυρῆς αἵρεσης, τῆς ἔμπρακτης μετανοίας καί τήν σύνταξη λιβέλλου.
Ὁ βιογράφος, ἐπίσης, τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει, ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικόν Σέργιον, πρίν γίνει
κάποια συνοδική κρίση, ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά
νά μή μολυνθεῖ!
Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει:"Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς καθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῷ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τοῦθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους,
(σ.σ. = τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"
Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικώτατη καὶ πλήρης θείων ἀληθειῶν, ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:
"Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι, ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσεν πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[82]
Ὁ Μέγας
Φώτιος εἰς τόν
λόγον του «Περί τῆς
τοῦ ἁγίου
Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει
τά ἑξῆς:
«Καί οὐδέ
τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι
φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν
μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι
τῆς κακουργίας. Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς
ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή μεγάλη καί διαπρυσΐῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν
ἡμεῖς
ἤ ἄγγελος
ἐξ οὐρανοῦ
εὐαγγελίζηται
ὑμῖν
παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα
ὑμῖν,
ἀνάθεμα ἔστω”.
»Παῦλος ἡ ἀσίγητος
τῆς Ἐκκλησίας
σάλπιξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι
παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο τολμήσειαν, ἀραῖς
ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη,
πρός τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως
περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ∙ κἄν ἄγγελον
εὕρῃ
τοῖς ἐπί
γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις
δεσμοῖς ὑποβάλλει
καί τῷ διαβόλῳ παρα-πέμπει»[83]
Ἐδῶ,
ὁμολογεῖ
κατ’ ἀρχάς ὁ
Μέγας Φώτιος ὅτι ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ἔλαβε
τήν ἐξουσία τοῦ
δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι,
ὅπως
οἱ ἀντιφρονοῦντες τό ἐννοοῦν τήν ἐξουσία
τοῦ νά παραπέμπει στήν Σύνοδον τούς
αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει
ὁ
Άγιος, ἡ ἐξουσία
του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανό,
ἐφ’
ὅσον
δηλαδή ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους,
ἄν
κηρύττουν κάτι ἀντίθετο στό εὐαγγελικό
κήρυγμα. Ἀναφέροντας ἐν
συνεχείᾳ τό χωρίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
(Γαλατ. 1,8) τό ἑρμηνεύει λέγοντας ὅτι
«τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν, τῷ ἀναθέματι
παραπέμπει».
Ἄρα
λοιπόν, ὅλους αὐτούς,
ὁ Ἀπ.
Παῦλος τούς παραπέμπει εἰς τό ἀνάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ.
Φώτιο καί ὄχι στήν
Σύνοδον. Τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου ὁ Μέγας
Φώτιος τά ἀναφέρει ὡς
καταδικαστικήν ἀπόφαση: «Καί οὐδέ
μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως
περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου
στόν οὐρανόν: «ἀλλά
καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ».
Στήν ἔρευναν τοῦ
οὐρανοῦ ἐξετάζει
τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων:
«κἄν ἄγγελον
εὕρῃ
τοῖς ἐπί
γῆς ἐκεῖθεν
ἐπιστάντα
καί ἕτερόν τι
παρά τό εὐαγγελικόν
εὐαγγελιζόμενον
κήρυγμα...». Αὐτούς τούς
ἀγγέλους,
οἱ ὁποῖοι
θά ἔχουν ἄλλο
φρόνημα ἀπό τό εὐαγγελικόν
«τοῖς
ὁμοίοις δεσμοῖς ὑποβάλλει
καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Ἀπ’ ὅ,τι
φαίνεται λοιπόν, περιορίζουν ἀφελῶς
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἤ
μᾶλλον τήν καταργοῦν
καί τήν ἀποδίδουν στήν Σύνοδον, πρᾶγμα
τό ὁποῖον
σημαίνει γιά τίς ἡμέρες μας, ὅτι
τήν ἐξουσίαν τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου τήν ἀποδίδουν
στούς ἴδιους τούς Αἱρετικούς.
Στο ἔργον τοῦ Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τῶν
Κανόνων[84] ἀναφέρονται
και τά ἑξῆς:
«Ἅπαντα τά
παρά τήν ἐκκλησιαστικήν
παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν
τῶν ἁγίων
καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ
μετά τοῦτο
πραχθησόμενα, ἀνάθεμα»[85]
Οἱ Πατέρες αὐτοί,
συνοδικῶς διασκεψάμενοι, ἀναθεματίζουν πέραν τῶν ἄλλων
καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.
Οἱ λέγοντες ὅτι,
γιά νά ἔχει ἰσχύν
ὁ ἀναθεματισμός
τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθεῖ ἡ
Σύνοδος, ἡ ὁποία
θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αἱρετικόν Ἐπίσκοπον,
σφάλλουν. Ἄν εἶναι
ἔτσι
τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν ἰσχύει
ὁ
μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν
Πατέρων αὐτῶν
καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν
τήν διδασκαλίαν τῶν ἁγίων
Πατέρων καί τήν Ἐκκλησιαστικήν Παράδοση.
Τότε στήν περίπτωση αὐτή, στό Συνοδικόν τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
ὁ ἀναθεματισμός
αυτός, κατ’ αὐτούς,
θα πρέπει να εἶναι λάθος!
Καί ὁ ἀπ. Παῦλος ἔχει αὐτήν
τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζει
τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί
οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ἔχουν τήν ἐξουσίαν
νά ἀναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αἱρετικούς,
ἀλλά ἀκόμη
καί μεμονωμένοι Πατέρες.
Ὁ ἅγ.
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν
προκειμένῳ ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος,
ὅμως αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν, κἂν ἐπίσκοπος,
κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως
κατὰ τὸ ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»[86] Καί
σέ ἄλλην, ἐπίσης,
ἐπιστολή,
ὁ ὅσιος ἀναφέρει:
«Ἐπειδή
πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά
πάντα, πάντα αἱρετικόν
δυνάμει κἄν οὔ
ρήματι, ἀναθεματίζει»[87]
Σημειωτέον, ὅτι καί τά δύο αὐτά
χωρία τοῦ ὁσίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές,
πού τίς ἀπέστειλε κατά τήν χρονική περίοδον τῆς
μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
4. Τί προκύπτει ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου :
Ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἳρεση αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἀρχικά ἐπιβάλλεται ἀπό τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου (861) τοῦ Μ. Φωτίου, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δημο-
σίως κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», δηλαδή φανερά, ἀπροκάλυπτα, αἵρεση, καταδικασμένη ἀπό Συνόδους ἤ Ἁγίους Πατέρες[88].
Ἀπό τόν Ἱερόν αὐτόν Κανόνα αὐτόν προκύπτουν τά ἑξῆς:
(α) Ἡ διακοπή μνημοσύνου δέν ἀφορᾷ μόνον τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, ἀλλά καί ὅλους τούς ἐπισκόπους, πού εἶναι κοινωνικοί πρός αύτόν. Περί
τούς δεκαπέντε (15) Ιεροί Κανόνες ἐπιστηρίζουν τήν οὐσιώδη ἐκκλησιολογικήν αὐτήν ἀρχήν, «Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω», (ἐνδεικτικῶς ἀναφέρουμε τόν Ι΄ (10ον)
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
καί τόν Β΄ (2ον) τῆς Ἀντιοχείας).
(β) Οὔτε συνιστᾶται οὔτε ἐπιβάλλεται ἡ διακοπή μνημοσύνου νά εἶναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή ἀπό πολλούς, γιά νά μήν εἶναι, δῆθεν, μεμονωμένη. Μπορεῖ καί ἕνας ἁπλός πρεσβύτερος καί διάκονος νά
προχωρήσει σέ διακοπήν μνημοσύνου, ὅπως καί κάθε μοναχός καί ἀναγνώστης καί λαϊκός, ἐφόσον εἶναι μέλος τῆς ἐκκλησίας, ὅπου μνημονεύεται ὁ αἱρετικός, ὀφείλει νά μήν κοινωνεῖ μέ τόν Πρεσβύτερον, Διάκονον ἤ πνευματικόν, γέροντα, πού κοινωνοῦν μέ τούς λεγομένους αὐτούς κανονικούς, κληρικούς[89].
(γ) Ὁ ἐπίσκοπος, τοῦ ὁποίου τό μνημόσυνον διακόπτεται,
πρέπει νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵ-ρεσή του.
(δ) Τήν
διακοπήν αὐτήν τοῦ μνημοσύνου ὁ ἱερός Κανόνας τήν χαρακτηρίζει ὡς ἀποτείχιση· «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἑαυτούς ἀποτειχί-ζοντες». Δέν εἶναι ἄλλον πρᾶγμα ἡ ἀποτείχιση καί ἄλλον ἡ διακοπή μνημοσύνου. Δέν
ὑπάρχει ἄλλη ἀποτείχιση ἀπό τήν διακοπήν μνημοσύνου, ὥστε νά νομίζουν μερικοί, ὅτι ἀποτειχίζονται, χωρίς νά προβοῦν σέ διακοπήν μνημοσύνου.
(ε) Ἡ ἀποτείχιση αὐτή δέν προκαλεῖ σχίσμα, διότι δέν ἀποτειχίζεται κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, ἀλλά ἀπό τήν αἵρεση[90].
Δέν ἀποτειχίζεται ἀπό ὀρθόδοξον ἐπίσκοπον, ἀλλά ἀπό δῆθεν ἐπίσκοπον, ἀπό «τόν καλούμενον ἐπίσκοπον ἑαυτούς ἀποτειχίζοντες», τόν ὁποῖον ὁ ἱερός Κανόνας ἀποκαλεῖ ψευδεπίσκοπον καί ψευ-δοδιδάσκαλον.
(στ) Οἱ διακόπτοντες τό μνημόσυνον τοῦ αἱρε-τίζοντος ἐπισκόπου δέν διαπράττουν κανονικόν παράπτωμα· γι΄
αὐτό
καί δέν ὑπόκεινται
σέ καμμίαν κανονικήν δίκην καί ἐπιτίμηση, δηλαδή δέν εἶναι δυνατόν νά παραπέμπονται σέ ἐπισκοπικά ἤ συνοδικά δικαστήρια.
(ζ) Καί
ὄχι μόνον δέν πρέπει νά
παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωροῦνται, ἀλλά ἀντίθετα πρέπει νά τιμῶνται ἰδιαίτερα, διότι προφυλάσσουν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλοῦν σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλοῦν οἱ αἱρετικοί ἐπίσκοποι.
(η) Δέν
εἶναι ἀπαραίτητον ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος νά ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδον, ὥστε μετά τήν συνοδικήν καταδίκην του νά γίνει ἡ διακοπή μνημοσύνου, (πού τότε εἶναι αὐτονόητη ἡ ὑποχρέωση ἀποτειχίσεως). Αὐτό ἐπιτρέπεται καί ἐπιβάλλεται νά γίνει κυρίως πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης του, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως»[91].
Ὁ ἱερός Κανόνας εἶναι σαφής καί μόνον ἀγράμματοι καί ἀδιάβαστοι δυσκολεύονται νά
τόν κατανοήσουν ἤ κάποιοι τόν παρερμηνεύουν,
γιά νά μήν ὑποστοῦν ὅσα ὑπαγορεύει: «Οἱ τοιοῦτοι, (οἱ διακόπτοντες τήν
μνημόνευση), οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί
ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
(θ) Εἶναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, ἐκκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθεῖ κανείς, ὅτι ἡ διακοπή μνημοσύνου προκαλεῖ σχίσμα. Εἶναι δυνατόν ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ Κανόνα ἐπίσημης καί περιφανοῦς συνόδου, στήν ὁποίαν μάλιστα προήδρευε ὁ Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεο-λόγος, κανονολόγος,
νομικός, φιλόσοφος, καί πλεῖστοι ἄλλοι ἐπίσκοποι, νά συνιστοῦν τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα ὄχι μόνον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἐναντίον τῶν ἰδίων ὡς ἐπισκόπων; Ἡ Ἐκκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθεῖ νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ὅριά της, προφυλάσσοντάς τα ἀπό τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα. Εἶναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνον τοῦ ἐπισκόπου
καί βγῆτε ἐκτός Ἐκκλησίας»;
(ι) Ὁ διακόπτων τό μνημόσυνο ἐφαρμόζει τήν κανονικήν σύσταση τήν ὥραν πού τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν, τήν ὥραν πού λειτουργεῖ· αὐτό σημαίνει, πώς ὁ ἱερός Κανόνας ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας, χωρίς νά
μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος· δέν ὁρίζει, ὅτι ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον
πρέπει νά παύσει νά λειτουργεῖ, διότι δῆθεν ἡ Λειτουργία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου», (φεῦ τῆς βλσφημίας), καί ὅπου δέν μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος τάχα τά μυστήρια εἶναι ἄκυρα, κατά τήν πρωτοφανῆ καί πεπλανημένην γνώμην τοῦ καί σωματικά νεκροῦ βδελυροῦ αἱρετικοῦ ἀνοήτου καί βλασφήμου
ψευδομητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, ὑπέρ τῆς ὁποίας δέν ὑπάρχει καμμία ἁγιογραφική καί πατερική μαρτυρία,
παρά μόνον ὁ αἱρετικός δεσποτικοκεντρισμός, καί ἡ αἵρεση τῆς δεσποτοκρατίας.
Θά
συνιστοῦσαν
ποτέ νά γίνονται ἄκυρα
μυστήρια ὁ Μ. Φώτιος καί οἱ λοιποί θεοφόροι Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστοῦν τήν δια-κοπήν τοῦ μνημοσύνου; Τά μυστήρια ὅλα καί ἡ Θεία Λειτουργία τελοῦνται εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἤ εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου. Δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερον γιά αὐτονόητα πράγματα.
Μνημονεύουμε ἁπλῶς ἐνδεικτικά αὐτό πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, πού εἶχαν διαιρεθεῖ σέ ὁμάδες ὀπαδῶν ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἔβαζαν κάποιους ἀποστόλους-διδασκάλους καί ὄχι τόν Χριστόν. Διδάσκει ὁ Μέγας Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, πού ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν, καί εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τελοῦνται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ, ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα»[92] Ἄν, λοιπόν, ὁ οὐρανοβάμων καί θεόπτης Παῦλος ἀρνεῖται, ὅτι τελεῖ εἰς τό ὄνομά του τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος, πόσον ἐγωισμόν καί παπικήν ὑπερηφάνειαν κρύπτει ἡ Ζηζιούλεια γνώμη καί ἄλλων ἀνοήτων ψευδεπισκόπων, ὅτι ἡ Θεία Εὐχαριστία τελεῖται «εἰς τό ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου» κηρυσσόντων τήν βδελυρή αἵρεση
τῆς Δεσποτοκρατείας;
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποστέλλων τούς μαθητάς νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη τούς ἔδωσεν ἐντολήν, νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα υά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» [93]
Συνιστῶντας δέ καί ἱδρύοντας τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, κατά τήν τέλεση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, δέν εἶπεν, ὅτι αὐτό θά τό τελεῖτε στό ὄνομά σας, ἀλλά γιά νά θυμᾶσθε ἐμένα· «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν»[94]
Ἡ Θεία Λειτουργία καί οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μέ τριαδολογικήν ἐπίκληση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» καί «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ἤ «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε …». Δέν ἀρχίζουμε μέ ἐπίκληση τοῦ ὀνόμα-τος κάποιου ἐπισκόπου.
Ἄς κάνουν τόν κόπον οἱ ἀδιάφοροι καί ἀνόητοι αἱρετικοί καί σίγουρα ἀδιάβαστοι «ἐπίσκοποι», μερικοί
τῶν
ὁποίων οὔτε τίς ὁμιλίες πού τούς γράφουν ἄλλοι μποροῦν νά ἀναγνώσουν, καί νά δοῦν σέ κάποιο λεξικόν τῆς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στήν λέξη «ὄνομα», γιά νά δοῦν τό ὄνομά ποίου ἐπεκαλοῦντο οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι,
γιά νά ἐπιτελέσουν
θαύματα; Τό ὄνομα
κάποιου ἐξ
αὐτῶν ἤ ὅλα ἐγίνοντο «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», «ὀνομάζοντες τό ὄνομα Χριστοῦ», σέ
ἀμέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση
τοῦ Ἐπισκόπου γίνεται γιά ἄλλους λόγους πού ἀναλύουμε ἐκτεταμένα στήν μελέτην μας Θεμελιώδεις Ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Δογματικῆς
καί ὄχι γιατί ἀποτελεῖ οὐσιῶδες στοιχεῖον τοῦ Μυστηρίου, χωρίς τό ὁποῖον τό μυστήριον εἶναι δῆθεν ἄκυρον. Σέ ποιά Ὀρθόδοξη Δογματικήν διδάσκεται αὐτή ἡ κακόδοξη διδασκαλία;
Ἡ Ὀρθοδοξία
μέχρι καί σήμερα ἐκδέχεται τήν Ἐκκλησίαν
ὡς μίαν
Εὐχαριστιακήν κοινωνίαν, πού ἡ ἐξωτερική
της ὀργάνωση, ὅσον ἀναγκαία
κι ἄν εἶναι, ἔρχεται
σέ δεύτερη θέση, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐσωτερικήν,
μυστηριακήν ζωήν της. Ἡ Ὀρθοδοξία
τονίζει τήν τεράστιαν σημασίαν πού ἔχει ἡ
τοπική κοινότητα στήν δομήν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν
τήν τάση νά βλέπουν τήν Ἐκκλησίαν
ὡς
κάποιαν διοικητικήν ὀργάνωση, στήν ὁποίαν
κάθε τοπικό σῶμα σχηματίζει μέρος ἑνός εὐρύτερου
καί πιό περιεκτικοῦ ὅλου...
Ἡ
τοπική ὀρθόδοξη κοινότητα, ὅμως,
γιά τήν Ὀρθοδοξίαν εἶναι ἡ Ἐκκλησία,
ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία
εἶναι μία Εὐχαριστιακή
κοινωνία, πού πραγματώνει τήν ἀληθινήν
της φύση, ὅταν τελεῖ τόν
Μυστικόν Δεῖπνον καί κοινωνεῖ στό
τελούμενον μυστήριον τό Σῶμα καί
τό Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Εὐχαριστία
τελεῖται τοπικά σέ κάθε συγκεκριμένην κοινότητα, πού εἶναι
συναγμένη γύρω ἀπό τόν ὀρθόδοξον
ἐπίσκοπόν
της ἤ τόν ἱερέα
της, ἐάν ὁ ἐπίσκοπος
κακοδοξήσει. Πολύ περισσότερον, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος
κοινωνήσει μέ αἱρετικούς καί ἡ
κοινότητα μέ τόν ἱερέα της ἀποτειχιστεῖ ἀπό τόν
τοιοῦτον ἐπίσκοπον
ἤ
μητροπολίτην ἤ πατριάρχην, κατά τούς ιε ΄ Ἱερόν
Κανόνα τῆς ΑΒ ́ Ἱερᾶς
Συνόδου σέ συνδυασμόν μέ τόν 31ον Ἀποστολικόν,
καί ἰδιαίτερα κατά τούς α ΄καί β ́ τῆς Γ ́
Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, κατά τούς ὁποίους ἐκπίπτουν
τῆς ἱερωσύνης
οἱ ἑνούμενοι
μέ τούς αἱρετικούς τοιοῦτοι ἐπίσκοποι.
Γι' αὐτό
κάθε ὀρθόδοξη κοινότητα, καθώς τελεῖ τήν Θείαν Εὐχαριστίαν
κάθε Κυριακή, εἶναι ἡ Ἐκκλησία στήν πληρότητά της. Εἶναι ἡ
Καθολική Ἐκκλησία, ἐπειδή
σέ κάθε τοπικήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας
παρίσταται ὁλόκληρος ὁ
Χριστός!
Ἡ Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξον
ἱερέα της καί τούς Ὀρθοδόξους
πιστούς εἶναι, ἑπομένως, ἡ
Καθολική Ἐκκλησία στήν πληρότητά της καί χωρίς τόν ἐκπεσόντα αἱρετικόν
καί κακόδοξον ψευδεπίσκοπον, ἐάν
δηλ. ὁ καλούμενος ἐπίσκοπος
κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ αἵρεση, ἐπειδή
σέ κάθε τοπική τέλεση τῆς Εὐχαριστίας
παρίσταται ὁλόκληρος ὁ
Χριστός, ὁ ὁποῖος ἑνώνει
τά ὀρθόδοξα μέλη της, πού συγκροτοῦν τό Σῶμα Της
μέ τήν Κεφαλήν πού εἶναι Αὐτός ὁ
Χριστός!
Ἡ τέλεση τῆς
Θείας Λειτουργίας, ἑπομένως, γίνεται στό Ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως
κακόδοξα δίδαξαν διάφοροι ψευδεπίσκοποι, κυρίως
Νεοημερολογίτες, τά τελευταῖα
χρόνια. Ἡ εἴσοδος
στήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, κατά
τήν ἔναρξη τῆς
Θείας Λειτουργίας, ὅπως
σημειώσαμε, γίνεται μέ τήν ἐπίκληση
τοῦ ὑπερ
πάντων Ὀνόματος τῆς
Παναγίας Τριάδος ἀπό τόν ἱερέα,
πού μετέχει τῆς μιᾶς ἱερωσύνης
τοῦ Χριστοῦ, στήν
ὁποίαν
μετέχει κατά τρόπον, ὥστε ὁ κάθε ἱερεύς
νά μήν κατέχει ἕνα τμῆμα
της, ἀλλά τό ὅλον,
καί ἱερεύς καί πιστοί ἀποτελοῦν τήν
τοπικήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἔχοντας
διακόψει κάθε κοινωνίαν πρός τόν αἱρετικόν
ἐπίσκοπον.
Καί κατ’ ἐξοχήν ἡ ὑπερφυής
μεταβολή τῶν Τιμίων Δώρων δέν γίνεται στό ὄνομα
τοῦ ἐπισκόπου,
ἀλλά ἐπικαλουμένου
τοῦ ἱερέως:
«Ἐπίβλεψον
ἐπ' ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἀχρεῖον δοῦλόν
Σου, καὶ
καθάρισόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὴν
καρδίαν ἀπὸ
συνειδήσεως πονηρᾶς, καὶ ἱκάνωσόν
με τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου
Σου Πνεύματος, ἐνδεδυμένον
τὴν τῆς Ἱερατείας
χάριν, παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ Σου
ταύτῃ τραπέζῃ καὶ ἱερουργῆσαι τὸ ἅγιον
καὶ ἄχραντόν
Σου Σῶμα καὶ τὸ
τίμιον Αἷμα. Σοὶ γὰρ
προσέρχομαι, κλίνας τὸν ἑμαυτοῦ αὐχένα,
καὶ δέομαί Σου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ, μηδὲ ἀποδοκιμάσῃς με ἐκ
παίδων Σου· ἀλλ' ἀξίωσον
προσενεχθῆναί
Σοι ὑπ’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου
δούλου Σου τὰ δῶρα ταῦτα. Σὺ γὰρ εἶ ὁ
προσφέρων καὶ
προσφερόμενος καὶ
προσδεχόμενος καὶ
διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν».
Ὁ ἱερεύς,
ἀρχόμενος
τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἐπεύ-χεται
μυστικῶς πρός τόν Θεόν Πατέρα: «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ εὐλογεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν, σὲ προσκυνεῖν ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας σου. Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος,
ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν, σὺ καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Σὺ -(σ.σ. ὁ Πατήρ)- ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες, καὶ
παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω
τὴν μέλλουσαν. Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων
εὐχαριστοῦμέν σοι -(σ.σ. τῷ
πατρί)- καὶ τῷ μονογενεῖ σου Υἱῷ καὶ τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ, ὑπὲρ πάντων ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων. Εὐχαριστοῦμέν
σοι καὶ ὑπὲρ τῆς
Λειτουργίας ταύτης, ἣν ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν
-(σ.σ. τοῦ ἱερέως
καί τοῦ
βασιλείου ἱερατεύματος)-
δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων
καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ
Χερουβεὶμ καὶ τὰ
Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα,
πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.» (Ἐκφώνως:)
«Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα,
κεκραγότα καὶ λέγοντα. Ὁ λαός:
Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος
Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς
δόξης σου, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι
Κυρίου. Ὡσαννὰ ὁ ἐν τοῖς ὑψίστοις.
Ὁ ἱερεὺς
συνεχίζει ἐπευχόμενος μυστικῶς: Μετὰ
τούτων καὶ ἡμεῖς τῶν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βοῶμεν καὶ λέγομεν: Ἅγιος εἶ καὶ πανάγιος Σὺ
-(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ ὁ μονογενής σου Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον. Ἅγιος εἶ -(σ.σ. ὁ πατήρ)- καὶ
πανάγιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ἡ δόξα σου. Ὃς τὸν κόσμον σου οὕτως ἠγάπησας, ὥστε τὸν Υἱόν σου τὸν μονογενῆ δοῦναι, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Ὃς ἐλθὼν καὶ πᾶσαν τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρώσας, τῇ νυκτὶ ᾗ παρεδίδοτο, μᾶλλον δὲ ἑαυτὸν παρεδίδου ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσίν, εὐχαριστήσας
καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας,
κλάσας, ἔδωκεν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπὼν (ἐκφώνως:)
Λάβετε,
φάγετε, τοῦτό μού
ἐστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ἡμῶν
κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός:
Ἀμήν. Ὁ ἱερεύς
(μυστικῶς): Ὁμοίως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι, λέγων (ἐκφώνως:)
Πίετε
ἐξ αὐτοῦ
πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά
μου, τὸ τῆς Καινῆς
Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον,
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Ὁ λαός:
Ἀμήν. Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ ἐπευχόμενος
μυστικῶς: Μεμνημένοι
τοίνυν τῆς σωτηρίου ταύτης ἐντολῆς καὶ πάντων τῶν ὑπὲρ ἡμῶν γεγενημένων, τοῦ
Σταυροῦ, τοῦ Τάφου, τῆς
τριημέρου Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανοὺς Ἀναβάσεως, τῆς ἐκ δεξιῶν Καθέδρας, τῆς
δευτέρας καὶ ἐνδόξου πάλιν Παρουσίας.
-(Σ.σ. ὁ ἱερεύς ἐκφώνως:)
Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ
προσφέρομεν κατὰ πάντα
καὶ διὰ
πάντα. Ὁ λαός: Σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν,
σοὶ εὐχαριστοῦμεν,
Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ὁ ἱερεύς
(μυστικῶς): Ἔτι
προσφέρομέν σοι
-(σ.σ. ὁ ἱερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον)-
τὴν
λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον
λατρείαν, καὶ
παρακαλοῦμέν σε
καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν·
κατάπεμψον -(σ.σ. Σύ ὁ
Πατήρ)- τὸ Πνεῦμά σου
τὸ Ἅγιον ἐφ' ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ
προκείμενα Δῶρα ταῦτα. Ἔπειτα ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ
διάκονος προσκυνοῦσι τρὶς ἔμπροσθεν
τῆς ἁγίας
Τραπέζης, εὐχόμενοι καθ’ ἑαυτοὺς καὶ
λέγοντες: Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καὶ ἐλέησόν
με. Ὁ διάκονος: Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸν ἅγιον Ἄρτον. Ὁ ἱερεύς -(σ.σ. ἀνιστάμενος
σφραγίζει τρὶς τὸν ἅγιον Ἄρτον καὶ λέγει μυστικῶς): Καὶ
ποίησον τὸν μὲν Ἄρτον
τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, τὸ ἅγιον Ποτήριον. Ὁ ἱερεύς: Τὸ δὲ ἐν τῷ
Ποτηρίῳ τούτῳ,
τίμιον αἷμα τοῦ
Χριστοῦ σου. Ὁ διάκονος: Ἀμήν. Εὐλόγησον, δέσποτα, ἀμφότερα
τὰ ἅγια. Ὁ ἱερεύς: Μεταβαλὼν τῷ
Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Ὁ διάκονος: Ἀμήν· Ἀμήν· Ἀμήν. (Καὶ λαβὼν τὸν
δεδιπλωμένον Ἀέρα, ῥιπίζει
δι' αὐτοῦ τὰ Ἅγια, ὡς καὶ
πρότερον). Ὁ ἱερεὺς ἐξακολουθεῖ
μυστικῶς ἐπευχόμενος: Ὥστε
γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος -(σ.σ.
ὁ ἱερεύς
μέ τόν πιστόν λαόν, τό ἔθνος τό ἁγιον)-
εἰς
Βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα, εἰς
παρρησίαν τὴν πρὸς σέ, μὴ εἰς κρῖμα ἢ εἰς κατάκριμα. Ἔτι προσφέρομέν
σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν, ὑπὲρ τῶν ἐν πίστει ἀναπαυσαμένων
Προπατόρων, Πατέρων, Πα-τριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Κηρύκων, Εὐαγγελιστῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτῶν καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου ἐν
πίστει τετελειωμένου.»
Καί ἀφοῦ γίνει ὁ καθαγιασμός (ἡ μεταβολή) τῶν τιμίων δώρων σέ Σῶμα καί
Αἷμα Χριστοῦ καί ὑψωθεῖ τό ἀντίδωρον καί εὐλογηθεῖ στό Ὄνομα τῆς Παναγίας Τριάδος, τότε
μόνον ὁ ἱερεύς
λέγει, ἀναφερόμενος στόν ἐπίσκοπον,
ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς ἑνότητος
καί προσδιορισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας
του, -ὑπό τήν
βασικήν δηλ. προϋπόθεσιν, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ κατά πάντα-, νά
μνησθεῖ ὁ
Κύριος πρῶτα τοῦ ἀρχιεπισκόπου
(ἐκφώνως:) «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος), ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου Ἐκκλησίαις
ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας.»
Ὁ ἐπίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως, γιά νά φανεῖ, ὅτι ὁ μνημονεύων καί ὁ μνημονευόμενος ἔχουν τήν ἴδια πίστη, ὅτι εἶναι ἀμφότεροι ὀρθόδοξοι, ὅτι ὁ μνημονευόμενος ἔχει τήν ἴδια πίστη μέ τόν
μνημονεύοντα[95],
εἶναι ταυτογνωμονοῦντες καί ταυτοπιστεύοντες καί γιαυτό, ἀκριβῶς, ὅταν κακοδοξήσει ὁ ἐπίσκοπος καί ἀποδεικνύεται
ψευδοδιδάσκαλος τόν ἀποτειχίζουν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί κλῆρος καί λαός καί παύουν τό μνημόσυνόν του.
Ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν καί πάλιν:
'' Ἃπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι'' κατά τόν Μέγαν Ἃγιον Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν.[96]
''... Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὃτι ὃσον ἀποδιΐσταμαι τούτου καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῷ Θεῷ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι, καί ὣσπερ τούτων χωρίζομαι, οὓτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καί τοῖς ἁγίοις Πατράσι τοῖς Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας...''[97]
''Φεύγετε οὒν καί ὑμεῖς, ἀδελφοί, τήν πρός ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων...''[98]
Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντικήν, τήν σπουδαίαν,
τήν πρωτεύουσαν θέση πού ἔχει ὁ ἐπίσκοπος στήν Ἐκκλησίαν, σύμφωνα καί μέ ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας. Ἀλλά ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὅταν πρόκειται περί ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καί ὄχι περί ψευδεπισκόπου.
Ἑπομένως, ὁ διακόπτων τό μνημόσυνον συνεχίζει νά λειτουργεῖ καί δέν ὑπόκειται «εἰς κα-νονικήν κατάγνωσιν»,
σύμφωνα μέ τόν Ἱερόν Κανόνα, ἄν δέ τοῦ ἐπιβληθεῖ ὁποιαδήποτε ποινή ἀργίας
ἤ καθαιρέσεως ἀπό τά
ἁρμόδια «ἐκκλησιαστικά»
δικαστήρια, αὐτή ὡς ἀντικανονική εἶναι ἄκυρη,
οὐσιαστικά
ἀνυπόστατη, ἐπιβληθεῖσα ἀπό ψευδεπίσκο-πον καί ἑπομένως μή ἐφαρμόσιμη. Ἀλλοίμονον, ἄν οἱ διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι ἀπό αἱρετικές συνόδους Ἅγιοι Πατέρες πειθαρχοῦσαν καί ὑπά-κουαν στίς ἀποφάσεις τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Θά εἶχεν καταλυθεῖ ἡ Ὀρθοδοξία.
Οἱ ἄνθρωποι
ἔλεγαν
στόν Ἅγιον Μάξιμον καί
στούς μαθητές του:
"Εἴσαστε
τρελλοί. Πραγματικὰ
θέλετε νὰ μᾶς πῆτε, ὅτι ὁ Αὐτοκράτωρ,
οἱ Πατριάρχαι, ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι
καὶ οἱ
κληρικοὶ καὶ ὅλος ὁ λαὸς εἶναι στὴν αἵρεσιν
καὶ μόνον ἐσεῖς εἴσαστε Ὀρθόδοξοι,
ἐσεῖς πού
οὔτε κἄν ἱερεῖς δὲν εἴσαστε ἀλλὰ ἁπλοῖ
μοναχοί;"
Καὶ ὁ Ἅγιος
Μάξιμος τοὺς ἀπαντοῦσε πολὺ
σωστά:
"Πραγματικὰ ἔτσι εἶναι."Καὶ ἔτσι ἦταν...
Ἀνάμεσα σ' αὐτοὺς ποὺ
καταδικάστηκαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν ΣΤ'
Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ὡς αἱρετικοὶ ἦσαν:
Τέσσαρες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας
πάπας Ρώμης, ἕνας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας,
δυὸ Πατριάρχαι Ἀντιο-χείας
καὶ πλῆθος ἄλλοι.
Γιὰ πολλὰ
χρόνια, αὐτὸς ὁ ἁπλὸς
μοναχὸς καὶ οἱ δυό
του μαθητὲς εἶχαν
δίκαιο καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ
φημισμένοι, δυνατοὶ καὶ σεβαστοὶ
Πατριάρχες καὶ Πάπες ἦσαν σὲ
θανάσιμο σφάλμα καὶ στὴν αἵρεση.[99] Ὁ Ἅγιος
Μάξιμος δὲν
κοινωνοῦσε μὲ
κανένα Ρωμαίικο Πατριαρχεῖον. Γιὰ ἕνα
διάστημα μάλιστα, ἐπὶ Πάπα Ὀνωρίου,
συμμετεῖχεν καὶ ἡ Δύση
στὴν αἵρεση.[100] Ἀπευθύνθηκαν
πρός τόν Ἅγιον καί τόν ἐρώτησαν:
"...Δὲν
κοινωνεῖς μετὰ τοῦ
θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως;
Καὶ εἶπεν: "
Δὲν κοινωνῶ."[101]
Μνημονεύουμε ἀπό τά πάμπολλα χωρία καί τό
τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν ὁμιλίαν του ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου τῶν Ἰουδαίων, τῶν ἀρχιερέων καί θεολόγων τῆς ἐποχῆς: «Καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἔτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[102] Αὐτό δέν λέγει καί τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἀναφερόμενον εἰς τόν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν καί τήν δι΄ Αὐτοῦ σωτηρίαν; «Τόν δι΄ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν …». Αὐτό τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικότητος καί ἀποκλειστικότητος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, ἰσχυριζόμενος, ὅτι καί στίς ἄλλες θρησκεῖες σώζονται οἱ ἄνθρωποι καί ἑπομένως, ὅτι κάνει λάθος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅλη ἡ Ἁγία Γραφή καί σύμπασα ἡ Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».
Ἀκόμη καί τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει ὁ Οἰκουμενισμός, μολονότι δέν
τολμᾶ ἐπισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα ἀπό πολλούς Οἰκουμενιστές καί τήν Β΄
Βατικάνεια Σύνοδον, ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, οἱ τρεῖς ἀβρααμικές θρησκεῖες, δηλαδή ὁ Ἰουδαϊσμός, ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουμε στόν ἴδιον Θεόν. Μόνον ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύουμε στήν Ἁγία Τριάδα, οἱ ἄλλες δύο θρησκεῖες ἀρνοῦνται τήν θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀρειανικές καί
πνευματο-μαχικές, γι΄ αὐτό οὔτε καί στόν ἀληθινόν Θεόν πιστεύουν,
διότι ὅποιος δέν πιστεύει στόν Υἱόν δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[103].
Καί ὅπως ψάλλουμε σέ κάθε
Λειτουργίαν στό τέλος: «Εἴδομεν τό Φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ ἀδιαίρετον Τριάδα Προσκυνοῦντες». Ἐπιβάλλεται νά προσθέσουμε, ὅτι τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος προσβάλλει καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ διδασκαλία δηλαδή τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ ἐξ αὐτοῦ προελθόντος Προτεσταντισμοῦ, ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπο-ρεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας[104],
καί ἐδογμάτισεν ἡ Ἐκκλησία στήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά ἐκπορεύται «καί
ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (Filioque), κατά τήν ἐπίσημη ἀντικυριακήν καί ἀντιπατερικήν διδασκαλίαν τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, τούς ὁποίους, ὅμως, ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ οἰκουμενιστική ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἀποδέχεται ὡς ἐκκλησίες, παρά τό πλῆθος τῶν αἱρέσεων πού διδάσκουν, ἐκτός τοῦ Filioque.
Ἡ πιό κραυγαλέα, ὅμως, πλάνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης εἶναι ἡ προσβολή καί ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δό-γματος, τό ὁποῖον δέχεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί ὄχι πολλές, καί ὅτι αὐτή ἡ μία Ἐκκλησία ἔχει μίαν πίστη καί ἕνα Βάπτισμα, κατά τό Παύλειον «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν Βάπτισμα»[105]
Β. Οἰκουμενισμός ὡς καταδικασμένη αἵρεση
Αἵρεση εἶναι "τὸ ἔν τινι παρεκκλίναι τῶν κειμένων ἡμῖν δογμάτων, περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως" κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον.
Ὁ κηρυσσόμενος Οἰκουμενισμὸς εἶναι μεγίστη αἵρεσις, ἐπειδή μέ τήν αἵρεση αὐτή ἀνατρέπεται ἡ Πίστις στὴν Μίαν Ἁγίαν Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν καί ἀνατρέπεται τό μυστήριον τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ.
Αὐτὸ δὲν κήρυξαν μέ λόγους καί μέ ἔργα οἱ ἀποστάτες Ἀθηναγορας, Δημήτριος καὶ Βαρθολομαῖος ἐπανειλημμένως καί συστηματικά καὶ ὄχι σποραδικά, ὅπως συσκότιζαν τὴν ἀλήθειαν μοναχοί τῆς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλοι Οἰκουμενιστές σέ διάφορα κείμενά
τους;
Κατὰ πόσον εἶναι σποραδικὲς καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς σημασίας οἱ ἐπίσημες δηλώσεις, τά οὐνιτικά συλ-λείτουργα καί οἱ πανθρησκειακές
συμπροσευχές ὅλων τῶν πατριαρχικῶν καί ἀμέτρητων ἄλλων Οἰκουμενιστῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ παρατίθενται συνεχῶς τά τελευταῖα χρόνια ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πού ἀγωνίζονται κατά τῆς φοβερῆς ἀθέου αἱρέσεως τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ-Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά καί στό ἡμέτερον περιοδικόν, «Ἅγιοι Κολλυβάδες».
1.Τό οἰκουμενιστικόν δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικασμένον ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον!
Ὁ Ἀπελλής θέλησε νά εἰρηνεύσει καί νά ἑνώσει ὅλες τίς παραφυάδες τῆς αἱρέσεως τοῦ Μαρκίωνος ὑπό μίαν ἀρχήν καί ἐξουσίαν. Γιά τόν σκοπόν αὐτόν ἄσκησε ὅλην του τήν ἐπιρροήν, ἐρχόμενος σέ ἐπαφήν μέ τούς ἐπικεφαλῆς τῶν διαφόρων Μαρκιωνιστικῶν ὁμάδων. Δέν ἄργησε, ὅμως, νά ἀντιληφθεῖ, ὅτι ἦταν δύσκολον νά τούς
πείσει, νά ἐγκαταλείψουν τίς ἀστήρικτες δογματικές διδασκαλίες
τους καί νά υἱοθετήσουν ἐκεῖνες τῶν ἄλλων. Σταμάτησε, λοιπόν, τίς ἄκαρπες διαμεσολαβήσεις. Τό
συμπέρασμά του ἦταν, ὅτι ἔπρεπε νά κτισθεῖ μία ἀνοχή τῆς "ποικιλίας" στήν "πίστη".
Ξεκινῶντας ἀπό τήν ἰδέαν αὐτήν, διατύπωνε ἕνα ἄθεον ἑνωτικόν δόγμα, πού ἀπό τό ὄνομά του ἀποκλήθηκε "τό ἄθεον δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ", μέ τό
περιβόητον σύνθημα: "Δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ψιλοκοσκινίζουμε τά πράγματα, ὁ καθένας μπορεῖ νά ἐμμένει στήν πίστη
του, ἐκεῖνοι πού ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον, ἐφ' ὅσον ἔχουν καλά ἔργα θά σωθοῦν." Ἤ πιό ἁπλά: "Δέν εἶναι καθόλου ἀπαραίτητο νά ἐξετάζουμε τίς μεταξύ μας διαφορές. Ὁ καθένας μπορεῖ νά διατηρεῖ τίς πεποιθήσεις
του, διότι ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν στόν Ἐσταυρωμένον καί ἔχουν καλά ἔργα, θά σωθοῦν."
Θά ἦταν περιττόν νά ποῦμε, ὅτι τό δόγμα αὐτό τοῦ Ἀπελλῆ, πρωτοδιατυπώθηκε ἀπό τόν ἴδιον τόν Μαρκί-ωνα, πού ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, μαθητής
τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰωάννη, ἀποκαλοῦσε "πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ", καί εἶναι παντελῶς ἀλλότριον γιά τούς Χριστιανούς.
Τό δόγμα τοῦ Ἀπελλῆ καταδικάσθηκε στήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά, ὅπως ὅλες οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις, ἐμφανίσθηκε καί πάλι μεταγενέστερα.
Ἔτσι τό 384, ὁ Σύμμαχος, ὁ εἰδωλολάτρης ἡγέτης τῆς Ρωμαϊκῆς Συγγλήτου, ἔγραψε στόν αὐτοκράτορα Μεγάν Θεοδόσιον,
κάνοντας ἔκκληση νά εἶναι ἀνεκτικός μέ τόυς εἰδωλολάτρες, διότι, καθώς ἔλεγε, ὑπάρχουν πολλοί δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν Θεό ...
Ἐπίσης, τόν 12ον αἰῶνα, ὁ Ἄραβας φιλόσοφος καί ἰατρός Ἀβερρόης, ἐκδηλώθηκε ὑπέρ μιᾶς ἑνώσεως Χριστιανῶν, Ἑβραίων, Μωαμεθανῶν καί εἰδωλολατρῶν, πρόταση πού συζητήθηκε μέ θέρμη στούς Δυτικούς σχολαστικούς κύκλους.
Παραλλαγές
τοῦ Ἀπελλιανισμοῦ ἐπανεμφανίσθηκαν στήν Δ΄ Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ τό 1215. Τοῦτο προετοίμασε τό ἔδαφος γιά ἑνώσεις ἐπί βάσεως μή δογματικῆς, ὄχι μόνον μέ τούς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί μέ τούς Μονοφυσίτες καί τούς Νεστοριανούς. Ἔτσι, ὅταν ὁ Κόπτης Πατριάρχης Μακάριος ἑνώθηκε μέ τούς Λατίνους, ὄχι μόνον δέν τόν ὑποχρέωσαν νά ἀποδεχθεῖ τό
filioque, ἀλλά καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά ἀπαλείψει ὁλόκληρη τήν φράση "τό
ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον"
(βλάσφημία καί αἵρεση φοβερή!), ἀρκεῖ μόνον νά ἀναγνώριζε τήν ἑξουσίαν τοῦ Πάπα...
Ὅπως βλέπουμε στά πιό πάνω κείμενα ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένη αἵρεση ἤδη ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Ἡ κήρυξή της ἐκ νέου στίς ἡμέρες μας δικαιολογεῖ πέρα γιά πέρα τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας μέ τούς
ψευδεπισκόπους πού τήν κηρύσσουν, κατά τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου! Ψευδεπισκόπους μέ
τούς ὁποίους κοινωνεῖ σήμερα παγκοσμίως ἡ Νέα «ἐκκλησία» πού ἔχει κλίνει γόνυ στόν Βάαλ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Τό δόγμα αὐτό τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας μέ τήν ταυτότητα τῆς Πίστεως, μέ τήν ἴδια δηλαδή ἀποστολικήν καί πατερικήν διδασκαλίαν,
πού ἐξικνεῖται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ὁποῖα πρέπει νά μένουν ἀπαραχάρακτα καί ἀπαρασάλευτα, τό διεφύλαξεν ἡ Ἐκκλησία διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς ἀποστολικούς ἤδη χρόνους. Ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως φαίνεται μέσα στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, ἐμφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί
ψευδοπροφῆτες,
ὡς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά ἀλλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν ἑνιαίαν Πίστη τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, εἰσάγοντας δικές τους αἱρετικές διδασκαλίες, οὐσιαστικά κηρύσσοντας ἄλλον εὐαγγέλιον, «ἕτερον εὐαγγέλιον»[106]
καί δημιουργῶντας
αἱρετικές
παρασυναγωγές πού τίς ὀνομάζουν
ἐκκλησίες.
Μέ πολλήν αὐστηρότητα οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες καταπολεμοῦν τίς αἱρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι ὅσοι ἐμπλέκονται εἰς αὐτές χάνουν τήν σωτηρίαν τους,
στερούμενοι τῆς
σωτηριώδους Χάριτος, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία (extra
Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ἀποφθεγματικήν καί κοινά παραδεκτήν ρήση
τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ.
Σέ ὅλες τίς περιόδους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί στό σύνολον τῆς πατερικῆς γραμ-ματείας, ὅπως καί στά ὑμνολογικά μας κείμενα,
βλέπει κανείς τό ἀνύστακτον, τό ἄγρυπνον ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν
καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πολλοί τῶν ὁποίων ἔγιναν μάρτυρες καί ὁμολογηταί, στύλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, προκειμένου νά
διασωθεῖ ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων, ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη. Ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», ὅπου κατ-ονομάζονται καί ἀναθεματίζονται ὅλοι οἱ αἱρετικοί. Γιά
νά μή μείνει δέ καμμία αἵρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ἀναθεματίζει ἡ Ἐκκλησία γενικῶς ὅλους τούς αἱρετικούς: «Πᾶσι τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα».
Δέν θά μποροῦσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες νά σκεφθεῖ, ὅτι θά φθάναμε σήμερα ὡς Ἐκκλησία ἐκ τῶν ἔνδον διά πολλῶν ἐπισκόπων, ἄλλων κληρικῶν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα
τῆς
Ἐκκλησίας, «τά ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν»[107] καί νά εἰσαγάγουμε μέσα στήν Ἐκκλησίαν ὅλες τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, θεωρῶντας καί ὀνομάζοντας τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες, ὅπως ἔκανε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης. Αὐτό ἀποτελεῖ ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου καί τῶν Ἁγίων Συνόδων, πού
κατεδίκασαν τίς αἱρέσεις, καί προσβολήν τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί Ὀμολογητῶν.
Ἄν μάλιστα προσθέσει κανείς
καί τήν συνοδικήν ἀποδοχήν τῶν κοινῶν κειμένων τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, στά ὁποῖα ἀναγνωρίζουν οἱ Νέο-ημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες, Παπικούς καί Προτεστάντες ἔγκυρον Βάπτισμα καί Ἀποστολικήν Διαδοχήν, ὅπως καί τήν συνοδικήν ἔγκριση νά συμφύρονται μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενον
«Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (τοῦ Σατανᾶ)», εὐτελίζοντας τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν καί καθιστῶντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνον
ψηφιδωτόν τῶν
αἱρέσεων,
δέν θά δυσκολευθεῖ
νἀ
συμπεράνει, ὅτι
ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης προσέβαλεν τό ἐκκλησιολογικόν δόγμα καί εἰσήγαγεν νέαν αἱρετικήν ἐκκλησιολογίαν.
Κατά τόν π. Θεόδωρον Ζήσην, ὁμ. καθηγητήν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσα-λονίκης:
«Ὑπάρχει, λοιπόν, ἀναμφίβολα κατεγνωσμένη
αἵρεση στίς ἡμέρες μας, ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός, ἔστω καί ἄν πολλοί προσποιοῦνται, ὅτι δέν τόν βλέπουν, γιατί ἡ ἀντιμετώπισή του συνεπάγεται
κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα.
Εἶναι πολλές οἱ αἱρετίζουσες, οἰκουμενιστικές πλάνες καί
ρήσεις τοῦ (ψευδοπατριάρχη) Ἀθηναγόρα, οἱ ὁποῖες δκαιολογημένα ὁδήγησαν
τίς περισσότερες Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί κελλιῶτες μοναχούς κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου του, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου, κατά τόν 15ον Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). Ἀπείρως περισσότερες εἶναι οἱ οἰκουμενιστικές ἐκτροπές τοῦ (αἱρετικοῦ)
πατριάρχη Βαρθολομαίου, συλλογές τῶν ὁποίων κατά καιρούς ἔχουν
δημοσιευθεῖ σέ καταγγελτικά ἐναντίον του κείμενα, ὅπως π.χ. τό
κείμενον τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μέ τίτλον «Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ὁποῖον ἐκτός ἀπό τά μέλη τῆς Συνάξεως ὑπέγραψαν ἑκατοντάδες κληρικῶν καί μοναχῶν καί χιλιάδες πιστῶν, ἀλλά πρωτίστως ἐννέα ἀρχιερεῖς (τοῦ Νέου Ἡμερολογίου), οἱ
Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ἀντινόης Παντελεήμων, Πειραιῶς
Σε-ραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος,
Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καί Ἀκαρ-νανίας Κοσμᾶς καί Γόρτυνος Ἱερεμίας[108]
Σημαντική
εἶναι ἡ συλλογή πού δημοσίευσε ἐσχάτως ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πῆχος, Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τί-τλον, «Κατάγνωσις ἑτεροδιδασκαλιῶν τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου», ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[109].
Ἀρκετοί
κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἔχουν συγκεντρώσει ἐπίσης πλῆθος πολύ οἰκουμενιστικῶν λεχθέντων καί πρα-χθέντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθο-λομαίου, τά ὁποῖα,
ὅταν δημοσιευθοῦν καί σχολιασθοῦν, θά ἐκπλήξουν τούς ἀπληροφόρητους ὑποστηρικτές του.
Ἔπρεπε, λοιπόν, ἡ διακοπή μνημονεύσεως τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εἶχεν γίνει ἐδῶ
καί πολλά χρόνια ἀπό τά Ἁγιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιῶτες ἱερεῖς πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς ἀκολουθίες
ὡς οἰκεῖο ἐπίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, ἀλλά
καί τήν ἁγιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη.
Τό
ἴδιον ὄφειλαν νά ἔχουν πράξει καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», ἀκολουθῶντας τήν ὁμολογητική, θαρραλέα στάση τῶν τριῶν Ἀρχιερέων τῶν
«Νέων Χωρῶν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς Ἁγιορειτικές Μονές κατά τά ἔτη
1969-1972 τό μνημόσυνον τοῦ Ἀθηναγόρα, δηλαδή τῶν μακαριστῶν Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, Φλωρίνης Αὐ-γουστίνου καί Παραμυθίας Παύλου.
Ἄν αὐτό εἶχεν γίνει, οἱ προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδον τῆς Κρήτης θά ἦσαν
διαφορετικές. Ὁ πατριάρχης θά ἐδίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδον» ἤ καί θά ἀπέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά ἐμφανιζόταν
ὠς ὑπέυθυνος τῆς ἀναταραχῆς στό ἐκκλησιαστικόν πλήρωμα καί οὐσιαστικῶς ὡς κατηγορούμενος, καί ἔτσι ὁ Οἰκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική ἐπιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικῶν
καί θεολόγων.
Τώρα,
μετά τήν ἀτολμίαν, τούς δισταγμούς, τίς δῆθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες ὁ
αἱρετίζων πατριάρχης ἔμεινε στήν πράξη ἄτρωτος καί ἀλώβητος, καί μέ τήν ἐξουσιαστικότητα καί δύναμη πού ἔχει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά ἐμπόδια,
τήν ψευδοσύνοδο καί, ἐνῶ ἔπρεπε νά ἐμφανισθεῖ ὡς κατηγορούμενος σέ μία ὀρθόδοξη σύνοδο, ἐμφανίσθηκε ὡς κατήγορος ὅσων ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν ἄσκηση
διωγμῶν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἐφ΄ ὅσον ὅσα πλανεμένα ἔλεγε
καί ἔπραττε, ἔχουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση.
Ἐμεῖς δέν εἴμαστε πλέον οἱ ἀμφισβητοῦντες ἁπλῶς τίς προσωπικές του γνῶμες, ὅπως ἔχουμε ὑποχρέωση καί δικαίωμα, ἀλλά εἴμαστε οἱ «ἀπείθαρχοι, οἱ σχισματικοί, οἱ ἀντάρτες, οἱ ἐγωιστές καί ἀλάθητοι, πού δέν δεχόμαστε αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία
ἐν συνόδῳ», ὅπως ἐπαναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια τοῦ Φαναρίου, ἀμαθεῖς
καί ἡμιμαθεῖς ἐπίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ὡς
ἄγρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας, κατά τήν εἰκόνα
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου[110].
Ξεχνοῦν, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τῆς συγκλήσεως καί λειτουργίας μιᾶς συνόδου δέν ἐξαρτᾶται
ἀπό τό ὅτι συνάγονται πατριάρχες καί ἐπίσκοποι καί συζητοῦν,
ἀλλά ἀπό τήν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καί τῶν ἀποφάσεων καί ἀπό τήν κατακολούθηση τῶν προηγουμένων συνόδων[111].
Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται στίς συνόδους τῶν ἐπισκόπων, ὅταν αὐτοί ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθειαν καί τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὅταν ἀκολουθοῦν καί ὑποστηρίζουν τήν αἵρεση καί
τήν πλάνην, ἡ Ἐκκλησία ἀπουσιάζει, δέν εὑρίσκεται ἐκεῖ[112]. Εὑρίσκεται ἐκεῖ πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται ἡ ἀλήθεια,
καί ἑπομένως εἶναι σαφές ποιοί εἶναι ἐντός καί ποιοί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν
ἀποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ὡς ληστρικές, ὡς
ψευδοσύνοδοι καί ὡς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ αὐτῶν θά συναριθμηθεῖ
καί ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης.
Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν ἀπραγίαν,
τήν δειλίαν, τήν ποιμαντικήν δῆθεν φροντίδα, καί φοβίαν, τήν δυνατότητα στόν Οἰκουμενικόν
πατριάρχην καί στούς ὁμόφρονές του προκαθημένους καί ἐπισκόπους, νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδον»,
νά κατοχυρώσουν τόν Οἰκουμενισμόν μέ συνοδικήν βούλαν καί συνοδικές ὑπογραφές.
Αὐτό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα ὁ
Οἰκουμενισμός κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ὄχι μόνον ἀπό πέντε-δέκα ἤ
εἴκοσι πατριάρχες καί ἐπισκόπους, ἀλλά ἀπό ὅσους ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδον» καί ἐπεκύρωσαν μέ τίς ὐπογραφές
τους τίς ἀποφάσεις, ὅπως καί ἀπό ὅσους ἀποδέχονται τίς ἀποφάσεις καί τίς ἀνακοινώνουν στό ποίμνιον, ἀκόμη καί ἀπό ὅσους σιωποῦν καί οὔτε τίς καταδικάζουν οὔτε τίς ἀποδέχονται. ἀλλά «ποιοῦν τήν νῆσσαν», κατά τό λεγόμενον.
Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση τῶν ἐπισκόπων, ἀπέναντι τῆς «Συνόδου» εἶναι ἕνα ξεκάθαρον «ναί» ἤ ἕνα ξεκάθαρον «ὄχι». Οὔτε «ναί καί ὄχι», ἀλλά οὔτε σιωπή, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[113]καί
ἀποτελεῖ κατά τόν Ἅγιον Γρη-γόριον τόν Παλαμᾶν τό τρίτον εἶδος τῆς ἀθεΐας[114],
ἤδη τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς λέγει, ὅτι στά θέματα τῆς Πίστεως δικαιολογεῖται νά εἶναι κανείς εἴτε ψυχρός εἴτε θερμός· ἀκόμη καί τούς ψυχρούς τούς ἀνέχεται ὁ Θεός, τούς ἀντέχει· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς
«ναί καί ὄχι», δέν τούς ἀντέχει· τούς ἀποβάλλει, τούς ξερνᾶ: «Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ, οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρός ἦς ἤ ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»[115]
Καί ἐπειδή καί ὁ Οἰκουμενιστές δέν ἀρνοῦνται τό ὑψηλό ἐπίπεδο αὐθεντίας τῆς «Συνόδου», ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου θεωροῦν τίς ἀποφάσεις της δεσμευτικές γιά ὅλους, εἶναι ὑπο-χρεωμένοι νά δεχθοῦν, ὅτι ἐπάνω σ’ αὐτό τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς «Συνόδου», «ἐπ΄ὄρους ὑψηλοῦ καί ἐπῃρμένου», ἐπί παγκοσμίου,
πανορθοδόξου ἐπιπέδου, κηρύχθηκε καί ἐπικυρθηκε ὁλοφάνερα ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ».
Ἐξακολουθητικά
δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις ἀπό ὅσους ἀποδέχονται καί προβάλλουν τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εἶναι μόνον ὁ Βαρθολομαῖος, πού ὑπόκειται στήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τοῦ ὀνόματός του στίς ἱερές ἀκολουθίες, ἀλλά καί ὅσοι ἐπίσκοποι συνήργησαν καί συνεργοῦν στήν ἀποδοχήν, διάδοση καί ἐφαρμογήν τῶν ἀποφάσεών της.
Γιά τόν λόγον αὐτόν ἔπραξαν ἄριστα οἱ Ἁγιορεῖτες Κελλιῶτες Μοναχοί, δυστυχῶς ὄχι οἱ μεγάλες Μονές, οἱ ὁποῖοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη ἀπραγίαν καί διστακτικότητα καί
διασώζοντας τό κῦρος
τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς κιβωτοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν ἀμέσως μετά τήν (ληστρικήν) «Σύνοδον» τό
μνημόσυνον τοῦ
πρωτεργάτη τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνοδικῆς του ἐπικύρωσης, ἀρχιοικουμενιστῆ «πατριάρχη» Βαρθολομαίου.
2. Συμπέρασμα
Συνοψίζουμε, ἐπικυροῦντες καί ἡμεῖς ὡς συγγραφεύς πλείστων συγ-γραμμάτων-συστημάτων
στό Ἰδιωτικόν Δίκαιον, ἀλλά καί ἀναγνωρισμένων διεθνῶν μελετῶν στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικόν, τοῦ Ἀστικοῦ καί ἐν γένει τοῦ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, ὡς θεράπων καί καθηγητής τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης σέ διάφορα πανεπιστημιακά ἱδρύματα ἐπί τριακονταετίαν καί
πλέον, καί ὡς ταπεινός διά-κονος τῆς ὑψίστης ἐπιστήμης τῆς Θεολογίας, τά τῶν μεγάλων ἑρμηνευτῶν τοῦ ιε΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ἐπί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου:
" Ἐὰν τυχὸν ὁ πατριάρχης, ἢ ὁ μητροπλίτης, ἢ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός, καὶ ὄντας αἱρετικὸς κηρύσση τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντὶ νὰ διδάσκη τὴν ἀλήθειαν, συνεχῶς καὶ ἀδιάντροπα, μὲ θρασύτητα, διδάσκει τὰ αἱρετικὰ δόγματα, αὐτοὶ ποὺ ἀποσχίζονται ἀπ’ αὐτόν, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι, ὄχι μόνον δὲν τιμωροῦνται γι ̓ αὐτὸν τὸ λόγον, ἀλλὰ ἀντιθέτως θὰ ἀξιωθοῦν κάθε τιμῆς, ἐπειδὴ χωρίζουν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν αἰρετικῶν· αὐτὸ δηλώνει τὸ ἀποτειχίζοντες (τοῦ κανόνος)· (τὸ γὰρ τεῖχος, τῶν ἐντὸς αὐτοῦ πρὸς τοὺς ἐκτός, χωρισμὸς ἐστιν)· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον· οὔτε σχίσμα κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν, ἀλλὰ μᾶλλον ἀπήλλαξαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα, ὅσον ἦταν δυνατὸν ἀπὸ τὴν πλευράν τους". Αὐτά γράφει ἑρμηνεύοντας τὸν ΙΕ' Ἱερὸν Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου ὁ Ζωναρᾶς .
Τὰ ἴδια διδάσκει καὶ ὁ Βαλσαμών:
" Ἐάν κάποιος χωρισθῆ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπόν του, τὸν μητροπολίτην του ἢ τὸν πατριάρχην του, ὄχι λόγῳ κάποιου προσωπικοῦ ἁμαρτήματός του ἀλλὰ λόγῳ αἱρέσεως, ἐπειδὴ ἐκεῖνος διδάσκει ἐπ ̓ ἐκκλησίας ἀνερρυθριάστως κάποια διδάγματα ξένα τοῦ ὀρθοῦ δόγματος, καὶ πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει τελεσίδικη καταδικαστικὴ ἀπόφασις γιὰ τὸν αἱρετικόν, καὶ πολὺ περισσότερον μετὰ τὴν διάγνωσιν, ἐάν ἀποτειχισθῆ, δηλαδὴ χωρίση ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τοῦ ἐπισκόπου του, ὄχι μόνον δὲν θὰ τιμωρηθῆ, ἀλλὰ καὶ θὰ τιμηθῆ ὡς ὀρθόδοξος· διότι ἀκριβῶς δὲν ἀποσχίσθηκε ἀπὸ Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπον καὶ ψευδοδιδάσκαλον καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖον κάνει εἶναι ἄξιον ἐπαίνου, διότι δὲν τέμνει τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἑνώνει καὶ τὴν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ σχίσμα".
Ὁ δὲ Ἀριστηνὸς τονίζει ἐπίσης:
" Ἐὰν μερικοὶ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν κηρύσσοντα αἵρεσιν, (ἐπίσκοπον κλπ.), πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ σύνοδον ἢ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ ὄχι γιὰ κάποιον προσωπικὸν ἔγκλημα, εἶναι ἄξιοι κάθε τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ὡς ὀρθόδοξοι".[116]
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύει τὸ σχετικὸν χωρίον στὸ Ἱερόν Πηδάλιον, ὅπως ἀναλύσαμε ἀντωτέρω, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον:
"Ἐὰν οἱ ρηθέντες πρόεδροι, (ἐπίσκοποι), εἶναι αἱρετικοί, καὶ κηρύσσουν τὴν αἵρεσίν τους δημόσια, καὶ γι’ αὐτὸ χωρίζονται οἱ ὑποκείμενοι σ’ αὐτούς, καὶ πρὶν νὰ γίνη ἀκόμα συνοδικὴ κρίσις γι’ αὐτὴν τὴν αἵρεσιν, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον γιὰ τὸν χωρισμὸν δὲν καταδικάζονται, ἀλλὰ καὶ τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς Ὀρθόδοξοι εἶναι ἄξιοι, ἐπειδὴ δὲν προξένησαν στὴν Ἐκκλησίαν σχίσμα μὲ τὸν χωρισμὸν αὐτόν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐλευθέρωσαν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν." [117]
Οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος στήν ἐπιστολὴν τους πρὸς τὸν Λατινόφρονα Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, μεταξὺ ἄλλων περιλαμβάνονταν καὶ τὰ ἑξῆς:
" Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ' Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α' καὶ Β' ἐπονομασθείσης Συνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων ... (καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[118]
Ἑρμηνεύει,
τέλος, καί ὁ μεγάλος Σέρβος κανονολόγος
Νικόδημος Μίλας:
"Ἐὰν
ὅμως ἐπίσκοπός
τις ἢ μητροπολίτης ἢ
πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττη δημοσὶᾳ
ἐπ’ ἐκκλησίας
αἱρετικὴν
τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς
τὴν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ
προαναφερθέντες κέκτηνται τὸ δικαίωμα ἅμα
καὶ χρέος νὰ ἀποσχισθῶσι
πάραυτα τοῦ ἐπισκόπου,
μητροπολίτου καὶ πατριάρχου ἐκείνου,
δι’ ὅ οὐ
μόνον εἰς οὐδεμίαν
θέλουσιν ὑποβληθῆ
κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ
θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ
εἰσέτι, καθ’ ὅσον
διὰ τούτου δὲν
κατέκριναν καὶ δὲν
ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τῶν
νομίμων ἐπισκόπων, ἀλλ’
ἐναντίον ψευδεπισκόπων
καὶ ψευδοδιδασκάλων,
οὔτε καὶ
ἐδημιούργησαν
τοιουτοτρόπως σχίσμα, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
ἂλλ’ ἀντιθέτως,
ἀπήλλαξαν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐν
ὅσῳ
ἠδυνήθησαν μέτρῳ τοῦ
σχίσματος καὶ τῆς
διαιρέσεως".[119]
Αὐτὰ, λοιπόν,
διδάσκουν οἱ ἀληθεῖς
διδάσκαλοι τῆς Ὀρθοδοξίας,
καί ὁ
Ἅγιος Νικόδημος
ὁ Ἁγιορείτης
στήν ἑρμηνείαν
του, στοὺς
Ἱεροὺς
Κανόνες, ΛΑ' Ἀποστολικόν
καὶ
ΙΕ' τῆς
ΑΒ' Ἱερᾶς
Συνόδου, -(ὅπως ἐπικυρώθηκε καί ἡ γνώμη του, ἀπό τόν Ἅγιον Μακάριον τόν Νοταρᾶν, τόν
πολύν Ἀθανάσιον
τόν Πάριον, τόν Ἅγιον
Γρηγόριον τόν Ε΄ καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον τοῦ
Πατριαρχείου τό 1802)-
ἐπί
Μεγά-λου Φωτίου. Αὐτά διδάσκουν καί
ὅλοι οἱ Κανο-νολόγοι.
Ὄχι μόνον δύνανται οἱ
λεγόμενοι κανονικοί καί οἱ
λαϊκοί, νά διακόπτουν τήν κοινωνίαν τῶν αἱρετικά, δημοσίως κηρυττόντων αἵρεση
πού ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό
Συνόδους ἤ ἀπό τούς Πατέρες, καί πρό συνοδικῆς
διαγνώμης, ἐπαινούμενοι ἀπό τόν
Ἱερόν
Κανόνα γιά τήν στάση τους αὐτήν, ἀλλά καί ὑποχρεοῦνται στήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου τοῦ
ψευδοδιδασκάλου καί ψευδεπισκόπου. Καθότι, πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν ὑποχρεοῦνται νά διακόψουν οἱ ἀληθεῖς Ὀρθόδοξοι τό μνημόσυνον τῶν
κακοδόξων καί τῶν
ψευδεπισκόπων κατά τήν προηγηθεῖσαν ἐκτενῆ ἀνάλυση, ἀφοῦ ἡ Ὀρθοδοξία ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθειαν
καί ἡ ἀλήθεια μέ τήν Χριστόν;
Συμπύκνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐνδεδειγμένης στάσεως γιά τήν διακοπήν τοῦ
μνημοσύνου τῶν
κηρυσσόντων αἵρεσιν ὅλων τῶν
Μεγάλων Πατέρων καί ἑρμηνευτῶν ἀποτελεῖ τό ἐξαίρετον
κείμενον τοῦ Ἁγιωτάτου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ πού
συμπεριλαμβάνει τήν διδασκαλίαν τῶν πρό
αὐτοῦ Πατέρων καί καθοδηγεῖ
δεσμευτικά τούς ἑπομένους,
πού μέ συνέπειαν τόν ἀκολούθησαν.
Τό παραθέτουμε αὐτούσιο
καί ὁλόκληρο
μέ ἀναγκαῖες ἐξηγήσεις:
Ρώτησαν, λοιπόν. οἱ διῶκτες, ἱερεῖς καὶ ἀπεσταλμένοι τοῦ Πατριάρχη Κωσταντινου-πόλεως, τὸν Ἁγιώτατον Μάξιμον:
-Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
(Δὲν ἔχεις ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν -καὶ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως;)
Καὶ εἶπεν:
-Οὐ κοινωνῶ (όχι, δὲν ἔχω ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν καὶ σχέση) {ὅπως οἱ διωκόμενοι Ἐσφιγμενίτες, ἔκοψαν τὴν κοινωνίαν μὲ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κων-σταντινουπόλεως, ἀπό το 1965, μέχρι σήμερα, γιὰ λόγους Πίστεως καὶ Ὀρθοδοξίας}.
-Διὰ ποίαν, οὐ κοινωνεῖς, αἰτίαν; εἶπον.
Ἀπεκρίθη, (ὁ ἅγιος Μάξιμος), ὅτι τὰς Ἁγίας Τέσσαρας Συνόδους ἐξέβαλον διὰ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων.
Καὶ διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρὰ Σεργίου Ἐκθέσεως, καὶ διὰ τοῦτο προσεχῶς ἐπὶ τῆς ἕκτης Ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου.
Καὶ ὅτι ὅπερ ἐδογμάτισαν διὰ τῆς Ἐκθέσεως, διὰ τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν.
Καὶ καθεῖλον ἑαυτοὺς πολλάκις (καί αὐτοκαθαιρέθηκαν πολλὲς φορές).
Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτών κατακριθέντες
(αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ καθαιρέθηκαν μόνοι τους ἐξ αἰτίας τῆς αἱρετικῆς ὁμολογίας τους)
καὶ ὑπὸ τῶν Ρωμαίων (και ἐπίσης καθαιρέθηκαν καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης),
καὶ οἱ μετὰ ταῦτα ἐπὶ τῆς ὀγδόης Ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ἢ ποῖον Πνεῦμα,τοῖς παρὰ τῶν τοιούτων ἐπιτελου-μένοις ἐπιφοιτᾶ;
(Ποιά
μυσταγωγία, λοιπόν, θὰ ἐπιτελέσουν αὐτοὶ ποὺ ἔπεσαν στὴν αἵρεση ἢ ποιό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιφοιτᾶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἱεροπρακτοὺν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον;)
Καὶ λέγουσιν αὐτῷ:
(μιὰ ἐρώτηση ποὺ καὶ σήμερα τὴν κάνουν μὲ ὀργὴν καὶ χλευασμὸν οἱ μοντερνιστὲς χριστιανοί, αἱρετικοὶ ἢ αἰρετίζοντες, πρὸς τοὺς Ὀρθόδοξους:)
-Σὺ μόνος σώζη, καὶ πάντες ἀπόλλυνται;
(Ἐσὺ μόνος θὰ σωθεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν;)
Καὶ εἶπεν (στούς Διῶκτες του, ὁ Ἅγιος Μάξιμος):
-Οὐδένα κατέκρινον οἱ τρεῖς Παῖδες, μὴ προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων, (ἐνώ τὴν προσκυνοῦσαν πάντες οἱ ἄνθρωποι).
Οὐ γὰρ ἐσκόπουν (διότι δὲν πρόσεχαν)
τὰ τῶν ἄλλων, (τί ἔκαναν οἱ ἄλλοι)
ἀλλ' ἐσκόπουν (φρόντιζαν)
ὅπως ἂν αὐτοὶ μὴ ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας (πῶς αὐτοὶ οἱ ἴδιοι -οἱ Τρεῖς Παῖδες, δηλαδή- δὲν θὰ ξεπέσουν ἀπὸ τὴν ἀληθινὴν εὐσέβειαν).
Οὕτω (ἔτσι) καὶ Δανιὴλ βληθείς εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων,
οὐ κατέκρινέν τινα (δὲν κατέκρινε κάποιον)
τῶν μὴ προσευξαμένων τῷ Θεῷ (ἀπό αὐτοὺς ποὺ δὲν προσευχήθηκαν στὸ Θεό)
-κατὰ τὸ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή του Δαρείου)
ἀλλὰ τὸ ἴδιον ἐσκόπησεν
(ἀλλὰ κοίταγε, τί θὰ πράξει ὁ ἴδιος, πῶς δηλαδή, ὁ ἴδιος, δὲν θὰ παραβεῖ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ)
Καὶ εἵλετο (προτίμησε) ἀποθανεῖν (νὰ πεθάνει) καὶ μὴ παραπεσεὶν τῷ Θεῷ (παρά νὰ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ)
καί, ὑπὸ τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως ( καὶ νὰ μαστιγώνεται ἀπὸ τὴν δικήν του συνείδηση)
ἐπὶ τῇ παραβάσει (ἐξ αἰτίας τῆς παράβασης ) τῶν φύσει νομίμων.
Κἄμὲ οὗν (καὶ μένα, λοιπόν)
μὴ δῶ ὁ Θεὸς (νά μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεός)
κατακρῖναι τινά, (νὰ κατακρίνω ὁποιονδήποτε)
ἢ εἰπεῖν (ἤ νὰ πῶ)
ὅτι ἐγὼ μόνος σώζομαι.
Αἱροῦμαι δὲ ἀποθανεῖν (προτιμῶ δὲ νὰ πεθάνω)
ἢ θρόησιν ἔχειν περὶ τὸ συνειδός
(παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴν στὴν συνείδηση)
ὅτι περὶ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν
παρεσφάλην,
καθ’ οἱονδήποτε τρόπον!
(ὅτι ἔσφαλα γύρω ἀπὸ τὴν πίστη -τὴν πρὸς τὸν Θεόν- κατὰ ὁποιονδήποτε τρόπον).
...Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Ἀποστόλου, καὶ ἀγγέλους ἀναθεματίζει, παρὰ τὸ κήρυγμά τι νομοθετοῦντας
(ἐφόσον νομοθετοῦν ἀντίθετα μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων).
Mέ ἀπειλές καί κολακεῖες προσπάθησαν οἱ ἀνακριτές ὑπό τόν Θεοδόσιον Καισαρείας νά κάμψουν τό φρόνημα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, γιά νά ὑποταχθεῖ στήν Μονοθελητικήν αἵρεση, ἀλλά ἐκεῖνος ἔμεινεν στερρός στήν Ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, «ἀκλινής, στερρός ὅλος καί τό φρόνημα ἄτρεπτος». Πονηρά προσπάθησε ὁ Θεοδόσιος νά πείσει τόν Μέγαν Ὁμολογητήν, ὅτι συμφωνοῦν μαζί του, δέν ἀλλάζουν τό δόγμα, ἀλλά ἁπλῶς οἰκονομοῦν μέ τόν «Τύπον» τά πράγματα, γιά νά εἰρηνεύσει ἡ «ἐκκλησία» καί ἡ χώρα: «Ἀλλά τό δι’ οἰκονομίαν γεγενημένον οὐ δέον ὡς κύριον δόγμα λαμβάνειν, καθά καί νῦν ὁ παρ’ ἡμῶν προτεινόμενος τύπος, οἰκονομικῶς γεγένητο, ἀλλ’ οὐ δογματικῶς». Πάνω στήν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου Μαξίμου θεμελιώθηκε καί ἡ στάση τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων στήν συνέχειαν, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Σέ θέματα πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβαση καί οἰκονομία ἤ συμβιβασμός. Ἡ αἵρεση ταυτίζεται μέ τό ψεῦδος καί ὅσοι προσπαθοῦν νά τήν ἐξωρραΐσουν μέ οἰκονομίες εἶναι ψευδοδιδάκαλοι καί ἀπατεῶνες. Αὐτούς δέν ὀφείλουμε νά τούς ὑπακούουμε, ἀλλά ἀντιθέτως νά τούς ἀποστρεφόμαστε καί νά ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτούς, γιά νά μήν φανοῦμε, ὅτι μέ τήν συναναστροφή μας μετέχουμε στήν αἵρεσή τους καί στήν κακίαν τους: «Ψευδοδιδασκάλων τό τοιοῦτον καί ἀπατεώνων, οἷς οὐδέ πείθεσθαι χρή, ἀλλ’ ἐκκλίνειν, ὡς ἐγχωροῦν, καί ἀποδιϊσταστασθαι, ἵνα μήν καί δόξωμεν κακόν τι τῆς τούτων συνουσίας παραπολαύειν».
Παράρτημα
συνημμένων.
Στά ἐδῶ συνημμένα προστίθενται καί τά ἐν φωτοαντιγράφῳ συνημμένα, πού ἀκολουθοῦν
τήν ἐπί ἀποδείξει συστημένην ἐπιστολήν πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπόν μας
κ.κ. Καλλίνικον.
Πρός
πατέρα Νικηφόρον, ἱερομόναχον, Θεολόγον!
Μερικές διευκρινίσεις στά συζητηθέντα:
Τό σχίσμα τό δημιουργεῖ
πάντα ὁ αἱρετικος καί ὄχι ὁ χωριζόμενος ἀπό αὐτόν (τόν αἱρετικόν) γιά δημόσια,
θεσμικά καί ἐπίσημα κηρύσσοντα αἵρεση (καί δή προκαταδικασμένη ὑπό τῆς ἡμετέρας
Συνόδου καί ἀπό τόν Ἅγιον Φιλάρετον), ὅπως εἶναι τό σχίσμα ὡς
πρός τήν ἑνιαίαν γραμμήν καί Πίστη ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἐπί
ἑκατό χρόνια, αὐτό
πού
δημιούργησε ὁ ἐνεργῶν Οἰκουμενιστικά-αἱρετικά καί κινούμενος κατ’ ἐπανάληψη στόν
χῶρο τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ σ. «Ἀττικῆς» κ. Χρυσόστομος Μανιώτης, πού τώρα καλεῖται
διά τῆς δηλώσεως μετανοίας, ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ἀπό τήν Σύνοδόν μας, νά
διορθώσει καί νά παρακαλέσει γιά τήν ἀποκατάστασή του.
Τό σχίσμα νοεῖται ὡς
πρός τήν καθόλου Παράδοση καί Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς πρός τήν προσωρινή διοικητική ἕνωση, πού γίνεται καί μέ
πολλούς κοσμικούς συμβιβασμούς, γιά τόν ἔλεγχο τῶν ἐκκλησιῶν, τῶν κτημάτων καί
τῶν κτηρίων καί τῶν λοιπῶν περιουσιακῶν στοιχείων καί κυρίως τῶν χρημάτων.
Οὔτε ἔργον τῆς Πίστεως εἶναι τά πανηγύρια καί οἱ Ποντιακοί χοροί καί οἱ
«πολιτιστικές ἐκδηλώσεις» καί τά θέατρα τῶν ἀκατήχητων ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσόστομον Μανιώτη ἀδελφῶν μας Ποντίων, πού δέν ἄκουσαν ποτέ ἕνα ὁμολογιακό κήρυ-γμα.
Ἀλλά, ἀντιθέτως, βλέπουν αἱρετικές κινήσεις, ἐναγκαλισμούς μέ αἱρετικούς
Νεοημερολογίτες-Oἰκουμενιστές, ἀνταλλαγή
δώρων, συναγελασμόν μέ τούς ἀντικειμένους καί δωρεές λειψάνων στούς Οἰκουμενιστές... στάσεις καί κινήσεις πού ἐπιβραβεύουν καί ἐγκρίνουν
τήν πορείαν τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενστῶν πρός τήν ἀπώλειαν... ἀφοῦ δι’
ὅλων τῶν ἀνωτέρω συγχέεται ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας καί νομιζουν οἱ πιστοί, ὅτι εἴμαστε
τό ἴδιο μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτά λένε τά γράμματα πού μάθαμε ἐμεῖς, οἱ Ἱεροί
Κανόνες, ὅλοι οἱ ἑρμηνευτές καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μελετᾶμε μέρα καί νύχτα! Ἀλλό
Εὐαγγέλιο δέν γνωρίζουμε! Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ
πονηροῦ!
«Εἰ
δὲ καὶ πάνυ ὁλίγοι ἐν τῇ εὐσεβείᾳ καὶ Ὀρθοδοξίᾳ διαμείνωσιν, οὗτοί εἰσιν
Ἐκκλησία καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς
κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι»
(«ἄν ὅμως ἐλάχιστοι ἀπομείνουν
στήν εὐσέβεια καί τήν ὀρθοδοξία, τότε αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί σ’ αὐτούς
ἐναπόκειται ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, ἀκόμη κι ἄν
χρειαστεῖ νά δεινοπαθήσουν ὑπέρ τῆς
εὐσέβειας»)
Ἅγιος
Νικηφόρος ὁ μονάζων. P.G. 99, 1049
Ὅταν διδάσκει ἐπίσκοπος τήν ἀσέβειαν, κοινωνῶν συμπροσευχητικῶς,
πνευματικῶς ἤ διά λείψεως δώρων καί παροχῆς τοιούτων -(ὅπερ τό μέν ἰσάξιον τῆς
συμπροσευχῆς τό δέ βαρύτερον καί πλέον ἀξιοκατάκριτον, καθότι πρόκειται περί λειτουργικῆς-τελετουργικῆς
συμπράξεως ἐν ἱερατικῇ ἀμφιέσει, μετά ψαλμῶν καί ἀνταλλαγήν βαΐων τήν Κυριακή
τῶν Βαΐων)- στούς αἱρετικούς, ἔχουν ἐφαρμογή τά λόγια τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, πού εἶπε: «ἀλλά
καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα
ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς
εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω».
Κατά τόν ἅγιον Μέγαν ἡγούμενον τῆς τοῦ Στουδίου
Μονῆς ἡ ὑπεράσπιση τῆς παραδεδομένης πίστης δέν εἶναι
ἔργον μόνον τῶν ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν. Κάθε χριστιανός, ὅσο
ἀσήμαντος καί ἄν εἶναι, ὀφείλει νά συμμετέχει στόν ὑπέρ Πίστεως ἀγῶνα. Ὁ Κύριος ἔδωσεν ἐντολήν «μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως».
Ἐάν ἡ πίστη κινδυνεύει, ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός δέν μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ, ὅτι
εἶναι ἕνας φτωχός λαϊκός, πού δέν ἔχει λόγον καί ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό.
Ἐάν δέν μιλήσουν οἱ ἄνθρωποι, τότε θά βγάλουν φωνή οἱ πέτρες, ὅπως εἶπεν ὁ
Κύριος: «ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Ὁ Ὀρθόδοξος
χριστιανός θά δώσει λόγον στόν Θεόν γιά ὅσα ἀνωφελῆ εἶπε καί γιά ὅσα χρήσιμα δέν εἶπεν.
Κανένας δέν ξεφεύγει ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, εἴτε βρίσκεται πολύ χαμηλά
στήν κοινωνίαν εἴτε εἶναι βασιλιάς.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅμως,
μᾶς διδάσκει νά προσέχουμε λέγοντας «μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε
ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον» Ματθ. 13, 29!
Γιαὐτό ἀποτειχίζουμε τόν
αἱρετικόν καί τόν κηρύσσοντα ἐπανειλημμένα ἐν τῇ πράξει τήν αἵρεση τοῦ
Νεοημερολογιτισμοῦ - Οἰκουμενισμοῦ, ἐκπεσόντα σύμφωνα μέ τήν διδα-σκαλίαν τῶν
Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, «Ἀττικῆς κ. Χρ. Μανιώτην», τοῦ ὁποίου ἀναμένουμε
τήν μετάνοιαν, ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ὑπό τῆς Συνόδου μας κατά τά ἀνωτέρω καί δέν ἀποτειχιζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, καί δι’ αὐτῶν διά πάντων, δηλ. σύμφωνα μέ
τήν σύνολη ὑμνολογίαν καί διδασκαλίαν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Μητροπολίτης
Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος. Ο Θεός να μας ελεήσει από τέτοιους
ψευδοδιδασκάλους!
3-11-24 https://www.triklopodia.gr/%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bd%cf%8c%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b5%ce%bb%ce%b5%ce%ae%ce%bc%cf%89%ce%bd-%ce%bb/
+Ο
Μητροπολίτης Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος
Με έκπληξη και τρέμοντας άκουσα λόγια
βλάσφημα από τον ιερέα-Πρεσβύτερο π. Ευάγγελο Παπανικολάου, ο οποίος
αυθαίρετα διακήρυξε βλάσφημα εναντίον
της Θείας Κοινωνίας.
Ο εν λόγω κληρικός,
εμφανίζεται ως “σούπερ θεατρίνος”, προκαλώντας το κοσμικό ενδιαφέρον των
ακροατών του.
Πρέπει να τονίσουμε ότι :
η Θεία Κοινωνία λαμβάνεται κατόπιν κατάλληλης προετοιμασίας, με νηστεία,
ιερά εξομολόγηση και καλά έργα. Δεν μεταδίδεται με το ζόρι. Πρέπει κανείς να το
θέλει.
Ούτε μπορεί να δοθεί, εάν εκείνος που θα κοινωνήσει δεν γνωρίζει το τι
λαμβάνει. Πολύ περισσότερο, δεν λαμβάνεται μέσω ενός
σαρκικού “φιλήματος”, “φιλογλωσσίας”!
Εάν κανείς δεν θέλει να κοινωνήσει, είναι καθαρά δικό του ζήτημα. Αλίμονο, εάν
δεχθούμε την βλάσφημο γνώμη του αθεολόγητου
π. Παπανικολάου!
“Φρίκσον ήλιε και στέναξε η γη!”
Αγαπητοί μου, μην παρακολουθείτε ανθρώπους που δεν έχουν Πνεύμα Θεού, αλλά επιδιώκουν την αυτοπροβολή τους
και γίνονται θεατρίνοι.
Ο ΘΕΟΣ να μας ελεήσει και να μας προστατεύει από τέτοιους ψευδοδιδασκάλους.
Με πατρική αγωνία.
+Ο
Μητροπολίτης Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος
Κάλυμνος.
Άκτιστον
--------
Weitergeleitete Nachricht --------
Περί τοῦ χαρακτηρισμοῦ γλοιώδης τοῦ π. Βαγγέλη Παπανικολάου
Μέ τά προηγούμενα μέιλ ἀποδείξαμε,
1. ὅτι μᾶς κατηγορεῖ ὡς αἱρετικούς, παρασυνάγωγους καί σχισματικούς,
2. καθώς καί ὅτι βλασφημεῖ λέγοντας ἀνέκδοτα γιά τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν πού τόν ἀντιπαραβάλλει μέ τόν Μωάμεθ μέ αἰσχρόν ἀνέκδοτον.
3. Τώρα φαίνεται καί ξεκάθαρα,
ἀπό τά πιό κάτω κείμενα, ἐκτός τῶν προηγουμένων ἀναφορῶν, τό σιχαμερόν,
(αὐτό σημαίνει τό γλοιώδης) τῶν κινήσεων καί τῶν λεγομένων του.
-------- Weitergeleitete Nachricht --------
Betreff:
|
Ὁ Εὐάγγελος Παπανικολάου συμβουλεύει λαϊκό, νὰ μεταδώσει τὴν Θεία Κοινωνία μὲ γλωσσόφιλα!!!
|
Datum:
|
Sat, 26 Oct 2024
14:57:50 +0300
|
Von:
|
Jim
Loukas <jim.loukas@gmail.com>
|
An:
|
Dr.Jur. N. Dimaras <dikaio@otenet.gr>
|
https://eugenikos.blogspot.com/2024/10/blog-post_93.html?m=1&sfnsn=mo&fbclid=IwY2xjawGJtSlleHRuA2FlbQIxMQABHb-RU0ABF5w2MpDaDi23Jkz1KURjXgLZOAPwhWX2e5FpFRYwqGrQnm7VyA_aem_H_0Ai5WbU0xtGkV2cQp4Pg
ἀπὸ τὸ λεπτό 30:36
https://www.youtube.com/watch?v=F1to9DE1wiI
Φρίξον ήλιε, στέναξον γη. Η
τραγική καὶ βλάσφημη προσπάθεια του π. Ευάγγελου Παπανικολάου να φανεί κατηχητής της Εκκλησίας διδάσκοντας ασεβέστατες πρακτικές μὲ γλωσσόφιλα.
Ὁ π. Εὐάγγελος Παπανικολάου συμβουλεύει λαϊκό, νὰ μεταδώσει τὴν Θεία
Κοινωνία μὲ γλωσσόφιλα!!!
Αὐτὴ εἶναι, δυστυχῶς, ἡ κατάληξη, π. Εὐάγγελε, ὅταν βάζεις τὴν διδασκαλία σου πάνω ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καὶ συμπορεύεσαι μὲ καραμπινάτους αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς ὅπως ὁ Δημητριάδος Ἰγνάτιος γιὰ νὰ ἔχεις δημοσιότητα.
Ὁ π. Εὐάγγελος Παπανικολάου ποὺ ἔχει ἐξελιχθεῖ σὲ κατηχητικὸ στὰρ τῆς Ἐκκλησίας στὰ μέσα μαζικῆς καὶ ἡλεκτρονικῆς ἐνημέρωσης κλήθηκε νὰ μιλήσει ὡς κατηχητὴς στὴν Ἱ. Μητρόπολη Δημητριάδος. Φυσικὰ δὲν πείραξε τὸν γνωστὸ ἱερέα καθόλου τὸ γεγονός, ὅτι κλήθηκε νὰ μιλήσει σὲ μία Μητρόπολη ποὺ πρωτοστατεῖ στὴν αἵρεση, στὴν μεταπατερικὴ θεολογία, στὴν ἐκκοσμίκευση καὶ στὴν ἀποστασία. Δὲν τὸν πείραξε ποὺ τόσες ἀναγνωρισμένες πνευματικὲς μορφὲς τῶν τελευταίων δεκαετιῶν ἔχουν καταδικάσει τὸν μητροπολίτη Ἰγνάτιο καὶ τὴν μεταπατερικὴ σχολή του. Ἀρκεῖ γιὰ τὸν π. Εὐάγγελο νὰ ἔχει βῆμα καὶ νὰ παρουσιάζει τὸ σώου του, ποὺ θὰ τὸ ζήλευαν πολλοὶ Προτεστάντες.
Στὴν ὁμιλία του καὶ παρουσίᾳ τοῦ Οἰκουμενιστοῦ μητροπολίτου Ἰγνατίου, ποὺ φυσικὰ δὲν προέβη σὲ καμία διόρθωση ὁ π. Εὐάγγελος εἶπε (βλ. https://www.youtube.com/watch?v=F1to9DE1wiI) ἀπὸ τὸ λεπτό 30:36 τὰ ἑξῆς ἀπίστευτα :
"Μὲ παίρνει ἕνας ταξιτζὴς νὰ μὲ πάει κάπου. Μοῦ λέει, εἶσαι ὁ π. Εὐάγγελος, τοῦ λέω ναί. Π. Ευάγγελε, μοῦ λέει, ἡ γυναίκα μου δὲν ἔχει κοινωνήσει ἀπὸ τότε ποὺ τὴν παντρεύτηκα... Τί νὰ κάνω; Ἐγὼ πάω στὴν Ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ φέρνω αντίδωρο, ἀλλὰ αὐτή "δὲν θέλω", ἀλλὰ εἶναι καλὴ γυναίκα...
Π. Εὐάγγελε δὲν θὰ κοινωνήσει αὐτὴ ἡ γυναίκα ποτέ; Λέω, θὰ κοινωνήσει. Αὔριο τοῦ λέω, θὰ ρθεῖ νὰ κοινωνήσει. Πάτερ, μοῦ λέει, εἶσαι μὲ τὰ καλά σου; Πῶς θὰ τὴν κοινωνήσω αὔριο; Θὰ σοῦ πῶ ἐγώ, τοῦ λέω. Ἄμα δὲν ἔλθει αὐτὴ πάμε ἐμεῖς... Θὰ 'ρθεῖς ἐσύ, θὰ κοινωνήσεις, θὰ καταπιεῖς τὴν Θεία Κοινωνία, ἀλλὰ τὰ σάλια θὰ τὰ κρατήσεις. Θὰ πᾶς στὸ σπίτι καὶ μόλις τὴν δεῖς θὰ τῆς πεῖς: Κουκλάρα μου! Καὶ θὰ τῆς κάνεις ἕνα ὀρθόδοξο γλωσσόφιλο!!! Καὶ τὴν κοινώνησες βρὲ εὐλογημένε, μὴ στεναχωριέσαι. Ὁ Κύριος εἶναι ἐδῶ. Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ εἶστε ἔξυπνοι."
Γιατὶ νὰ πρωτοκλάψει κανείς, γιὰ τὶς "ἔξυπνες" "συμβουλές" τοῦ π. Εὐαγγέλου ἢ γιὰ τὰ γέλια τοῦ "εὐσεβοῦς" ἀκροατηρίου, στὸ ὁποῖο δὲν βρέθηκε κανεὶς νὰ τοῦ πεῖ, τί λὲς βρὲ ἀθεόφοβε!
Μάλιστα ὁ π. Εὐάγγελος θέλησε νὰ τεκμηριώσει τὴν βλασφημία του συγκρίνoντάς την μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων ποὺ ἐλάμβαναν τὴν Θεία Κοινωνία μέσα σὲ σταφίδες.
Ναί, π. Εὐάγγελε, ἀλλὰ πρῶτον οἱ Ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ κοινωνήσουν, δὲν ἐξαπατήθηκαν καὶ δεύτερον ἔλαβαν τὴν Θεία Κοινωνία, ὅπως ἐσεῖς διηγεῖστε μὲ κάθε εὐλάβεια καὶ ὄχι, ἂν εἶναι δυνατόν, ντρέπεται καὶ μόνο ποὺ τὸ γράφει κανείς, μὲ γλωσσόφιλα!!! Ἡ γυναίκα τοῦ κυρίου δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ κοινωνήσει. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνει σεβαστό ἢ νὰ ἀλλάξει μὲ ἄλλο τρόπο. Κι ἐσεῖς συμβουλεύετε τὸν σύζυγο νὰ ἐξαπατήσει τὴν γυναῖκα του καὶ νὰ τὴν "κοινωνήσει" μὲ τὸ ζόρι. Ποῦ ἀκούστηκε πάτερ, ἄνθρωπος νὰ πρέπει νὰ κοινωνήσει παρὰ τὴν θέλησή του; Ο Χριστὸς δὲν ἐξαναγκάζει πάτερ, οὔτε ἐξαπατᾶ. Θυσιάζεται γιὰ ὅλους, ἀλλὰ κοινωνοί Του γίνονται μόνον ὅσοι Τὸν ἀκολουθοῦν.
Ποῦ ἀκούστηκε νὰ κοινωνάει κάποιος ἀπὸ τὰ σάλια τοῦ ἄλλου. Ξέρετε, τί λέτε καὶ σὲ ποιὲς πρακτικὲς προωθεῖτε τὸ ποίμνιο; Δηλαδὴ θὰ πηγαίνουν ὅλοι τώρα μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία στὰ σπίτια τους καὶ θὰ κοινωνοῦν μὲ τὰ σάλια τους (!!!), ὅσους δὲν θέλησαν νὰ ἔλθουν στὴν Ἐκκλησία δίνοντας γνωσσόφιλα!!! ἢ φτύνοντας σὲ ποτήρια νὰ πίνει τὰ σάλια ὁ ἄλλος!!!
Γιὰ τὸν δὲ μητροπολίτη ποὺ ἄκουγε ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν ἐπενέμβη, αὐτὸ δείχνει σὲ ποιὸ σημεῖο ἀναισθησίας καὶ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχει φθάσει. Αὐτὰ φέρνει ἡ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση.
Εἶναι πιὰ ξεκάθαρο. Ὅσοι ἀκολουθοῦν καὶ ἐπαινοῦν τέτοιους ἀνθρώπους φέρουν τεράστια εὐθύνη.
Ἐμεῖς θέλουμε νὰ μείνουμε "χαζοί" ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι "ἔξυπνοι" ὅπως μᾶς θέλει ὁ π. Εὐάγγελος.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
https://www.youtube.com/watch?v=k2g5kM4fo6I
Από το 1:18:24 έως το 1: 22:30
Στην αρχή ὁ κληρικός κ. Βαγγέλης Παπανικολάου λέει, ότι οι
παλαιοημερολογίτες δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή.
Μετά αναφέρει, ότι ο προβληματισμός τους τότε - και του Ιωσήφ του
ησυχαστή - δέν ήταν αν κάνανε λάθος που πηγαίνανε με το παλιό ημερολόγιο, αλλά
αν κάνανε λάθος που δεν μνημονεύανε τον αιρετικό Πατριάρχη.
Έπειτα κάνανε σαρανταλείτουργο, για να τους πεί ο Θεός, αν πρέπει να
μνημονεύουν το αιρετικό Πατριάρχη, το όνομα του οποίου ούτε καν θυμάται.
Την τεσσαρακοστή ημέρα, τους είπε ο Κύριος να πάνε με την Εκκλησία, αλλά
αυτοί κατάλαβαν, ότι η Εκκλησία του
Χριστού είναι αυτή της οποίας ηγείτο ο Παναιρετικός Πατριάρχης!
Αποφάσισαν, λοιπόν, να πάνε με την αίρεση και παρότι δεν είχαν
Αποστολική διαδοχή, ο Ψευδοπατριάρχης δεν θεώρησε απαραίτητο, να τους
ξαναχειροτονήσει. Αρκούσε τους είπε, να πάνε να λειτουργήσουν με τους
Δανιηλαίους και αυτό ήταν αρκετό, για να ενταχθούν στην ψευδεκκλησία τους, -
δηλαδή εκκλησία ''μπακάλικο''…
Έτσι, λοιπόν, ο παπα Εφραίμ, έκανε την ''ευλογημένη'' υπακοή, να συλλειτουργεί με τους αιρετικούς και να
μνημονεύει τον Οικουμενιστή Ψευδοπατριάρχη για 20 χρόνια ή και όσα ακόμη αν
χρειάζονταν, έστω και αν στο μεταξύ υπήρχε η πιθανότητα να πέθαινε και να
κολαζόταν.
Κατά λέξη λέεει: «20 χρόνια ήξερε
το σωστό και έκανε το λάθος, για την υπακοή. Πως να μην πάρει χάρη ο άνθρωπος,
πώς να μην τον ευλογήσει ο Θεός».
Διάγνωσις: Βαρειά σχιζοφρένεια και απόλυτη αντιστροφή της
αλήθειας.
https://trueorthodox.eu/try-to-hide-your-beliefs-metropolitan-chrysostom/
Ο σ. Ἀττικής κ. Χρυσόστομος ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΠΡΙΝ ΠΕΝΤΕ (5) ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΩΣ ΚΑΙ
ΕΠΙΣΗΜΩΣ
Κανείς δεν το παρατήρησε;; Κανείς δεν τον παρατήρησε;;;;;;;
Λέτε, στό πιό πάνω
κείμενό σας, σεβασμιώτατε, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη
Ἑλλάδα χωρίστηκε σέ παλαιοημερολογίτες καί νεοημερολογίτες», «τραυμάτισε τήν ἑνότητα», δηλ. ὑπάρχουν
δύο ἐκκλησίες; Δηλ. ὄχι ἡ Καινοτομία-αἵρεση καί ἡ Ἐκκλησία, πού συνέχισε τήν
ἱστορία καί τήν Παράδοση, καί πού εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία! Καί μόνον τραυμάτισε
τήν ἑνότητα καί ὄχι ὅτι ἔγινε ὀλέθριο σχίσμα, τό ὁποῖο προκάλεσαν οἱ Καινοτόμοι
Οἰκουμενιστές-Νεοημερολογίτες;
Ζήσης Τσιότρας <tsiotranzisin@gmail.com>
Καλό!!! Αυτό μου άρεσε πολύ.
Στις Σάβ 12 Οκτ 2024, 1:35 μ.μ. ο χρήστης π. Νικόλαος Δημαράς <dikaio@otenet.gr> έγραψε:
Π.Ο.Ε. 28.09.2024, Ἁγίου
Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωητοῦ
Μακαριώτατε, εὐλογεῖτε καί ἐν
Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ χαίρετε πάντοτε!
Συμβουλεύω ταπεινά, ὡς νομικός,
πού ἔμαθα κάποια πράγματα, νά ἀνασταλεῖ κάθε προσπάθεια οἱασδήποτε
«δικαστικῆς» διώξεως οἱουδήποτε, γιατί εἶναι πέρα γιά πέρα παράνομη
καί ἀντισυνταγματική γιά τούς ἀκολούθους λόγους καί διώκεται ποινικῶς σέ
βαθμόν κακουργήματος:
-Ὑπάρχει συνεχόμενη παραβίαση
θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν καί ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος (διαρκές ἔγκλημα).
-Ὑπάρχει ἀσύστολη προσβολή
τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων κατά τήν ἄσκηση παράνομης «δικαστικῆς» ἐξουσίας.
-Ὑπάρχει ἀντιποίηση τῆς
ἰδιότητος δικαστικοῦ λειτουργοῦ, (διαρκές ἔγλημα, διωκόμενον σέ βαθμόν
κακουργήματος), καθότι δέν συντρέχουν οἱ νόμιμες καί ἐκ τοῦ συντάγματος
ἐπιβαλλόμενες προϋποθέσεις τῆς λειτουργικῆς καί προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν
φερομένων ὡς δικαστῶν!!!
-Οἱ ὡς «δικαστές»
ἑκάστοτε παρουσιαζόμενοι εἶναι παντελῶς ἄσχετοι τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί
παιδείας, καθώς οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει σπουδάσει τήν νομικήν ἐπιστήμην.
-Ὑπάρχει σύσταση παράνομη
οἰονεί «δικαστηρίου» - ἱεροδικείου χωρίς νά συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ
Νόμου καί τοῦ Συντάγματος καί μπορεῖ νά ὑπάρξει δίωξη ἀκόμη καί γιά σύσταση
συμμορίας.
-Ὑπάρχει σέ ὅλες τίς μέχρι
τώρα περιπτώσεις ταύτιση καί σύγχυση τῆς δῆθεν «δικαστικῆς» καί
τῆς δῆθεν «κατηγορούσας ἀρχῆς».
Διά τῆς συγκροτήσεως τοιούτων
παρανόμων καί ἀντισυνταγματικῶν ἱεροεξεταστικῶν «δικαστηρίων», ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἔγκριτους νομικούς καί
δικαστές, καί κατά τήν ἄσκηση τῆς παράνομης αὐτῆς «ἐξουσίας», ὑπάρχει κατά
συρροήν παραβίαση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος, ἤτοι τῆς
προστασίας ἀνθρώπινης ἀξίας (Menschenwürde) καί τῆς θεμελιώδους διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν.
Γιατί κάθε ἔξουσία πηγάζει ἀπό
τόν λαόν καί ὑπάρχει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους (δημοκρατική ἀρχή-Demokratisches Prinzip). Καί οἱ
ἐξουσίες εἶναι τρεῖς, ἡ νομοθετική, ἡ ἐκτελεστική καί ἡ δικαστική, ὅπως
τίς ὁρίζει τό Σύνταγμα καί ὁ Νόμος. Ὁ σφετερισμός-ἀντιποίηση δέ μιᾶς τῶν
Τριῶν ἐξουσιῶν (Eckpfeiler der Verfassung) διώκεται σέ βαθμόν κακουργήματος.
Τά ἀνωτέρω ὑπῆρξαν
ἀντικείμενον τῆς ἐρεύνης μου καί τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, καθώς καί τῆς
διδασκαλίας μου ἐπί τριάντα χρόνια σέ διάφορα πανεπιστήμια καί συνέδρια.
Σχετικά ἔχω γράψει ἀρκετές μελέτες, πού ἔχουν τύχει ὄχι μόνον ἐθνικῆς ἀλλά καί
διεθνοῦς ἀναγνώρισης.
Ἤδη εἶναι ἐνήμερη ἡ Εἰσαγγελία
τοῦ Ἀρείου Πάγου, καί τό Ὑπουργεῖον Παιδείας, ἀπό ὅ,τι διαβάζω στά νομικά
περιοδικά καί βλέπω στίς διάφορες δικαστικές ἀποφάσεις. Ἡ κυβέρνηση ἑτοιμάζει καί ρητή σχετική νομοθετική
ἀπαγόρευση, μέ ἐξαίρεση πρός τό παρόν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἡ
λειτουργία προστατεύεται ρητά καί συνταγματικά ἀπό τόν Καταστατικόν Χάρτην,
(ἀλλά καί αὐτές οἱ διατάξεις θά τελοῦν ὑπό ἀναθεώρηση σέ μελλοντικήν ἀλλαγήν
τοῦ Συντάγματος).
Συμβουλή: Νά περιοριστοῦμε στά πνευματικά μας καθήκοντα,
καί τά κανονικά λεγόμενα προβλήματα, νά ἐπιλύονται ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον,
στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς του ἐξουσίας ἐν ἀγάπῃ καί φόβῳ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε καί
ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ὁ ὁποῖος οὐδένα ἐδίωξε ποτέ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω, λαμβανόμενα
ὑπ’ ὄψιν θά ἔχουν καί ὡς ἀποτέλεσμα κατ’ ἀρχήν τήν διάλυση ἀπό τόν εἰσαγγελέα
τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας συγκεκριμένου προσώπου.
Ὁπότε κατανοεῖτε, γιατί εἶναι
ἀδύνατον εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά συμμετέχω σέ μία τέτοια παράνομη καί πέρα γιά πέρα
ἀντίθετη πρός τό Σύνταγμα «δίκη», καθότι θά θεωρηθῶ ὡς συνεργός σέ τέλεση
τῶν ἀνωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων, ὅπως θά θεωρηθεῖτε καί Ὑμεῖς,
καθότι:
τά ἀνωτέρω ἐγκλήματα διώκονται οὐχί κατ’ ἔγκλησιν,
ἀλλά αὐτεπαγγέλτως.
Τά ἀνωτέρω ἐγράφησαν μέ πολύν
πόνον καί προσευχήν, ἀλλά καί ἀγάπην, γιά προστασία ὅλων Ὑμῶν, ἐξαγγέλλων μόνον
τά ἐκβησόμενα, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί δέν συνιστοῦν σέ
καμμίαν περίπτωση ἀπειλήν, ὅπως τονίζει ὁ πολύς τῇ θεολογική παιδείᾳ δάσκαλός
μας ἀείμνηστος Ρωμανίδης.
Ἐκζητῶν τά θεοπειθεῖς Σας
εὐχάς,
εἰλικρινά μέ πολύν πόνον καί
ἀγάπην διά τόν Ἱερόν Ἀγῶνα
ταπεινῶς ἀσπαζόμενος τήν
Ὑμετέραν δεξιάν,
π. Νικόλαος Δημαρᾶς
dikaio@otenet.gr
sbladis@gmail.com
Ἀξιότιμε
κύριε καθηγητά, κ. Βλάντη!
Δέν
μποροῦν ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους νά συγκροτοῦν δικαστήρια, νά κλητεύουν,
νά συνέρχονται σέ σῶμα, νά ἐπιβάλουν ποινές κλπ. Εἶναι ἀντισυνταγματικό καί
παράνομο!
Ἄν συνεχίσουν,
θά πᾶνε ὅλοι μέσα μέ μία ἁπλῆ καταγγελία ἀπό κάποιον θιγόμενον. Καί μάλιστα γιά
κακούργημα καί ἴσως γιά συγκρότηση συμμορίας! Ἡ ἔρευνα θά περιλαμβάνει ἀναδρομικά τά τελευταῖα εἶκοσι χρόνια, ὅσος
εἶναι ὁ χρόνος παραγραφῆς τῶν σχετικῶν κακουργημάτων.
Δέν εἶναι
γνώμη μου αὐτό, εἶναι ἡ ξεκάθαρη νομική πραγματικότητα. Τόν ὅρο δικαστήριο,
ἐκκλησιαστικό ἤ συνοδικό ἤ ὅτι ἄλλο, πρωτοβάθμιο ἤ δευτεροβάθμιο κλπ.
ὅποιος τόν χρησιμοποιήσει, μέ ἁπλῆ καταγγελία στόν εἰσαγγελέα θά κινηθεῖ ἡ
ποινική διαδικασία ἐναντίον του, ἄν ὑπάρξει καταγγελία ἤ καί
αὐτεπαγγέλτως.
Γιατί τό
δικαστήριο σημαίνει ἐξουσία, σημαίνει δύναμη, σημαίνει καταναγκασμό! Τά μέλη
του παρουσιάζονται ὡς δικαστές μέ "ὑπεροχική " ἐξουσία καί δύναμη,
ἀσκοῦν φόβο καί τρόμο καί δημιουργοῦν ἐνοχικά συμπλέγματα στούς καλουμένους,
πού ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν τιμή, στήν ὑπόληψη, στήν ἀνθρώπινη ἀξία καί
προσβάλλουν τήν προσωπικότητα, τήν οἰκογενειακή ζωή καί κάθε ἔκφραση τοῦ
προσώπου στήν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς του καί στήν λειτουργία του ὡς μέλος
τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἐπέρχονται δραματικές συνέπειες στόν κοινωνικό βίο τοῦ
προσώπου καί στά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας του!
Χωρίς
Νόμο, λοιπόν, ἀπαγορεύεται ρητά καί κατηγορηματικά οἱαδήποτε ἀναφορά σέ ὅρους
καί σέ λειτουργίες τῶν Νομικῶν Προσώπων τοῦ Ἰδιωτικοῦ δικαίου ὡς δικαστηρίων ἤ
ὥς δικαστῶν, (καί δή αὐτόκλητων καί αὐτοοριζόμενων, πού συμπίπτει ἡ κατηγοροῦσα
ἀρχή μέ τήν δικαστική)! Οὔτε κἄν πειθαρχικά συμβούλια, γιατί πρόκειται
περί Νομικοῦ Προσώπου Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, σωματείου…
Ἡ
ἄμεση ἐπίκληση καί ἐφαρμογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων, χωρί δηλ. Νόμον πού νά ὁρίζει τά
τῆς λειτουργίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἤ συνοδικῶν δικαστηρίων καί τά προσόντα τῶν
δικαστῶν, (ὅπως στούς Νεοημερολογίτες πού εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καί κάτοχοι
πανεπιστημιακῶν πτυχίων Θεολογίας καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἔχουν σπουδάσει Νομικά) εἶναι παράνομη καί ἀντισυνταγματική καί
ἐπισύρει ποινές, ὄχι ἁπλῶς φυλάκισης ἀλλά κάθειρξης, γιατί ὑπάρχει ἀντιποίηση
τῆς ἰδιότητος τοῦ λειτουργήματος τοῦ δικαστοῦ καί τοῦ εἰσαγγελέως!
π.
Νικόλαος Δημαρᾶς Δρ.Ν.
Γνωμοδότηση
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου Δημαρᾶ
Δρος Νομικῆς (Dr.Jur. Universität Bielefeld), τ. Ἐπίκουρου Καθηγητοῦ στό Ἀστικό Δίκαιο τοῦ
Πανεπιστημίου Πατρῶν καί διευθυντοῦ τοῦ Ἰνστιτούτου Ἀστικοῦ καί Εὐρωπαϊκοῦ
Δικαίου, Μagister Artium Theologie, Philosophie und Kirchenrecht, Universität Frankfurt
Μοῦ ἐτέθη τό ἐρώτημα:
Στόν χῶρον τοῦ Παλαιοῦ λεγομένου Ἡμερολογίου οἱ
διάφορες Σύνοδοι πού ἔχουν τήν μορφήν
τοῦ Σωματείου, (Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ
Δικαίου), μποροῦν ἄραγε νά συγκροτοῦν «Δικαστήρια»
οἱασδήποτε μορφῆς ὡς Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, νά κάνουν «κλητεύσεις», νά συνέρχονται σέ "σῶμα δικαστῶν", νά ἐπιβάλλουν
"ποινές"[123],
νά συμπίπτει μάλιστα "ἡ κατηγοροῦσα
ἀρχή" μέ τούς "δικάζοντες
δικαστές", οἱ ὁποῖοι δέν
κέκτηνται κἄν νομικῆς παιδείας καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει σπουδάσει νομικά
οὔτε κἄν θεολογίαν oἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν, ὥς ἅπαντες οἱ τῆς ἐπισήμου
ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἐκκλησίας
πού κέκτηται τήν μορφήν τοῦ Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) καί οἱ
ἀρχιερεῖς εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι[124];
Μέ μόνην τήν ιδιότητά τους ως επισκόπων, ενίων των
οποίων μάλιστα αμφισβητείται και η διαδοχή, καθότι δεν εξελέγησαν υπό πάντων των μελλόντων ποιμαίνεσθαι, κατά την Δ΄
Οικουμενικήν Σύνοδον, δύνανται νά συγκροτήσουν δικαστήριον;
Συνεπείᾳ όλων αυτών, τών
παρανόμων καί αντισυνταγματικών συστάσεων οιουδήποτε τύπου τοιούτων «δικαστηρίων» από φυσικά πρόσωπα, που
ανήκουν σέ Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικοῦ Δικαίου, δύνανται οι
αὐτόκλητοι καί αυτοδιοριζόμενοι τοιούτοι «δικαστές», νά επιβάλλουν "ποινές"
με τα χαρακτηριζόμενα υπό εγκρίτων καθηγητών της Νομικής, αλλά καί από τήν
Νομολογίαν, «Ιεροεξεταστικά Ιεροδικεία»;
Δύνανται οἱ τοιοῦτοι, χωρίς τά εχέγγεια της λειτουργικής καί προσωπικής ανεξαρτησίας τών αυτοοριζομένων ως "δικαστών", απαγορευομένης
μάλιστα της δημοσιότητος της σχετικής
"δίκης", καί της παραστάσεως συνηγόρου[125]να
συνέρχονται σε σώμα «δικαστών» καί νά
δικάζουν καί καταδικάζουν ως «δικαστές»;
Προσβαλλομένων
βάναυσα καί κατ' ἐξακολούθηση τῶν ἀτομικῶν καί θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῆς προστασίας
τῆς προσωπικότητας[126],
τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν παράνομη
ἐξουσία τῶν αὐτοκλήτων αὐτῶν
«δικαστῶν», καί στερουμένων πάσης νομιμοποιήσεως, ἀλλά καί προσβαλλομένης
ἀσυστόλως κατ’ εξοχήν της θεμελιώδους
αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, είναι δυνατή ἡ σύσταση «ιεροεξεταστικῶν ιεροδικείων»;
Δέν είναι ποινικά κολάσιμη πράξη ο σφετερισμός
- αντιποίηση της εξουσίας των δικαστών;
Τα επιτρέπει όλα αυτά η
Συνταγματική μας Τάξη, η κοινή Νομοθεσία και ο σύγχρονος νομικός μας
πολιτισμός, και κατά πόσον συνιστούν
κολάσιμες πράξεις και σε ποιόν βαθμόν;
Εἰσαγωγικά:
Στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἡ συγκρότηση τῶν «ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων»
καί ἡ ἀντίστοιχη ἐξουσία τῶν «δικαστῶν»
κατοχυρώνεται συνταγματικά μέ Νόμον, {5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας»
(ΦΕΚ Α΄ 110)} καί τόν
Καταστατικόν Χάρτην. Κατά τήν πάγια ὡστόσον Νομολογίαν τοῦ ΣτΕ τά
ἐκκλησιαστικά λεγόμενα δικαστήρια δέν θεωροῦνται δικαστήρια, κατά τήν
ἔννοιαν τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου, παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κέκτηται τήν νομικήν
μορφήν τοῦ ΝΠΔΔ καί οἱ ἀρχιερεῖς εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι.
Κατά τον 9ον Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει,
μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ
κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ᾿ οἷς ἂν
ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα
ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν
ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας
δικαζέσθω.»
Κατά δέ τούς Καρθαγένης 14, και Καρθαγένης 104 (115), εφόσον κάποιος Επίσκοπος ή εν γένει Κληρικός αιτηθεί να παρουσιαστεί
σε κοσμικόν, αντί για Εκκλησιαστικόν
Δικαστήριον, αυτός να καθαιρείται.
Ο 6ος Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου αφαιρεί από
αυτόν που προσέφυγε στις πολιτειακές Αρχές, για Κανονικά θέματα, το δικαίωμα να
παρουσιαστεί ως κατήγορος και μάρτυρας στα αρμόδια Εκκλησιαστικά
Δικαστήρια, επειδή με την πράξη του αυτήν προσέβαλε/υποτίμησε τους Ιερούς
Κανόνες.
Ὁπότε, βέβαια, κατά τά ἀνωτέρω ὀφείλει νά συσταθεῖ Κανονικόν Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον, τό ὁποῖον ὅμως θά πρέπει νά πληροῖ τούς
Νόμους τῆς Πολιτείας καί νά τηροῦνται οἱ προδιαγραφές πού θέτει τό Σύνταγμα γιά
τήν σύστασή του.
Τήν νομιμοποίησή του ἕνα τέτοιο Ἐκκλησιαστικόν
Δικαστήριον θά τήν ἀντλεῖ ἀπό τό Σύνταγμα, ἤτοι ἀπό τό ἄρθρο 1 τοῦ Συντάγματός
μας καί ἐπιβάλλεται νά συσταθεῖ μέ Νόμον[127]
πού ἔχει ψηφισθεῖ ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων καί μέ τίς αὐστηρές προϋποθέσεις τῆς
διασφάλισης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος[128].
Το Κράτος
Δικαίου καί ὁ νομικός μας πολιτισμός κατοχυρώνουν όλες εκείνες τις αρχές
που διασφαλίζουν μια ουσιαστικά δίκαιη μεταχείριση του πολίτη από την
Πολιτείαν.[129]
Το Σύνταγμα μας περιλαμβάνει όλες εκείνες τις
εγγυήσεις που ανήκουν παραδοσιακά στην έννοια και προκύπτουν από το νόημα του
Κράτους Δικαίου:
α) Την
αρχήν της νομιμότητος της διοικήσεως
(αρθρ. 95 παρ. 1 στοιχ. α και αρθρ. 50),
β) Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας
(αρθρ. 20)
γ) Την
αρχήν της διακρίσεως των λειτουργιών
(αρθρ. 26)
δ) Το δικαίωμα της προηγουμένης ακροάσεως πριν
από κάθε δυσμενή για τον διοικούμενον διοικητικήν ενέργειαν (αρθρ. 20 παρ.
2)
ε) Την
κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων
και ατομικών ελευθεριών (αρθρ. 4 επ.)
Πέρα όμως από αυτές τις παραδοσιακές αρχές και
εγγυήσεις, το Σύνταγμά μας εισάγει αρχές
ουσιαστικής δικαιοσύνης με το άρθρο 2 παρ. 1, το οποίον θεσπίζει
την προστασία της αξίας τον ανθρώπου. Ο πρωταρχικός αυτός κανόνας του
Συνταγματικού Δικαίου εισάγει στο Σύνταγμα την προβληματική του φυσικού δικαίου
και της ιδέας της δικαιοσύνης.
Σε ιδιαίτερα στενή σχέση με αυτήν την αρχή βρίσκεται
και το άρθρο 25 παρ. 1: «Τα δικαιώματα
του ανθρώπου «ως ατόμου και ως
μέλους τον κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, πάντων των
οργάνων αυτού υποχρεωμένων να διασφαλίζουν
την ακώλυτη άσκησή τους.»
Με βάση αυτές τις διατάξεις πραγματώνονται πλέον, οι
εγγυήσεις της ουσιαστικής δικαιοσύνης των θεμελιωδών δικαιωμάτων-ατομικών
ελευθεριών, γιατί δημιουργούνται οι προϋποθέσεις παρεμβολής αξιολογικών
κριτηρίων κατά την υλοποίηση και την ερμηνείαν τους.
Κυρίως δεσμεύονται όλες οι
πολιτειακές λειτουργίες να προσαρμόζουν την δράση τους στον αξιολογικόν κώδικα
που περιέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα.[130]
Το ίδιο συμβαίνει και με την παρ. 2: Η αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών
και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό της Πολιτείας αποβλέπει στην
πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.
Στο άρθρο 85 παρ. 2 αναγνωρίζεται στους δικαστές το
δικαίωμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Στο άρθρο 8 παρ. 1 ορίζεται ότι κανένας δεν
στερείται χωρίς τη θέληση του τον δικαστή που τον έχει
ορίσει ο νόμος.
Θα
απέβαινε, επομένως, αλυσιτελής η συνταγματική προστασία όχι μόνον της
προσωπικής ασφάλειας, αλλά και γενικότερα των ατομικών ελευθεριών, αν ήταν
δυνατόν να αποστερηθεί κανείς -οποιοσδήποτε, είτε Έλληνας είτε αλλοδαπός- τον νόμιμο δικαστή του, και,
μάλιστα, τον περιβεβλημένον με
εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας καί νά κρίνεται ἀπό
παρανόμως συγκροτούμενον «δικαστήριο»,
προσβαλλομένων βαναύσως τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν.[131] .
Νόμιμος
δικαστής είναι εκείνος πού, οριζόμενος από τους ουσιαστικούς ή δικονομικούς
νόμους, που εκάστοτε ισχύουν, είναι -καθ' ύλην ή κατά τόπον, ή βάσει οποιουδήποτε
άλλου κριτηρίου- αρμόδιος να δικάσει και κάθε άλλη υπόθεση όμοια, από άποψη
περιεχομένου ή προσώπου, με την συγκεκριμένη υπόθεση, για την οποία πρόκειται
κάθε φορά.
Το
Σύνταγμα δεν επιτρέπει την αφαίρεση του, ακριβώς για να αποτρέψει το ενδεχόμενο
η αφαίρεση να αποβεί είτε επιζήμια είτε επωφελής για ορισμένα πρόσωπα. Έτσι αποκλείεται η υπαγωγή ορισμένης
υποθέσεως στην δικαιοδοσία διαφορετικού δικαστηρίου από εκείνα πού έχει
προβλέψει ο Νόμος.
Η αρχή του νόμιμου δικαστή έγκειται
ειδικότερα στα εξής:
α) Το
δικαστήριο που δικάζει μία υπόθεση πρέπει αφ' ενός μεν να έχει καθοριστεί από
το Νόμο εκ των προτέρων, και όχι εν όψει του αντικειμένου ή των
διαδίκων ορισμένης δίκης, αφ' ετέρου δε ο καθορισμός αυτός να έχει γίνει βάσει
αφηρημένων και γενικών κριτηρίων. Και δεν επιτρέπεται αλλαγή του εκάστοτε
αρμοδίως δικάζοντος δικαστηρίου.
β) Η εκάστοτε σύνθεση ενός δικαστηρίου, δηλαδή τα
συγκεκριμένα πρόσωπα που θα το συγκροτήσουν, πρέπει να ορίζονται επίσης με
αντικειμενικά κριτήρια, βάσει γενικών προγραμματικών μεθοδεύσεων σειράς
κατανομής υπηρεσίας, και όχι κατά βούληση από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή
αντίστοιχα της εισαγγελίας, (πόσον μᾶλλον
ἀπό παντελῶς ἀσχέτους - μή νομικούς, φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου!!!), σε
κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Και δεν επιτρέπεται η μεταβολή της σύνθεσης του
συγκεκριμένου δικαστηρίου, με την αντικατάσταση των κατ' ιδίαν δικαστικών
λειτουργών που το αποτελούν, παρά μόνον στις νόμιμες και αντικειμενικά
συντρέχουσες περιπτώσεις υπηρεσιακών κωλυμάτων ή αναγκών της υπηρεσίας.
2. Μολονότι η ιστορική καταγωγή της διατάξεως
για τον νόμιμον δικαστήν συνδέεται με την ποινικήν δίκην, ωστόσο σήμερα
αυτή έχει ευρύτερη σημασία: θεσπίζει ένα γενικότερο
κανόνα που απαγορεύει την εν γένει στέρηση τον νόμιμου δικαστή, και όχι
μόνον τοῦ ποινικού. Έχει, λοιπόν, εφαρμογήν και στις ποινικές και στις
πολιτικές (αστικές) και στις διοικητικές, ακόμη και στις πειθαρχικές δίκες.[132]
Η παρ.
2 του άρθρου 8 του Συντάγματος που ορίζει, ότι δικαστικές επιτροπές και
έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν,
συγκεκριμενοποιεί την απαγόρευση της παρ. 1 του ιδίου άρθρου.
Δικαστικές
επιτροπές είναι οι αποτελούμενες από πρόσωπα -είτε δικαστικούς ή άλλους δημόσιους
λειτουργούς ή υπαλλήλους, (πολιτικούς ή στρατιωτικούς ή εκκλησιαστικούς),
είτε ιδιώτες, που ορίζονται ειδικά, για να δικάσουν μια ορισμένη υπόθεση (και
ιδίως συγκεκριμένα άτομα, με σκοπό να καταδικάσουν ή, αντίστροφα, να τα
αθωώσουν). Η διαφορά μεταξύ των δικαστικών επιτροπών και
εκτάκτων δικαστηρίων έγκειται βασικά στο ότι τα δεύτερα είναι πάντως από κάθε
άποψη -οργανώσεως, συνθέσεως, λειτουργίας-δικαστήρια, πράγμα που δεν
συμβαίνει με τις «δικαστικές επιτροπές».[133]
3. Υπό το ισχύον καθεστώς του Συντάγματος μετά από
ευρεία κριτική που ασκήθηκε σε παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ από διαπρεπείς
Νομικούς, όπως ο καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Κώστας
Μπέης και οι μεγάλοι Έλληνες Συνταγματολόγοι, Γεώργιος Κασιμάτης και
Αριστόβουλος Μάνεσης, άλλαξε την Νομολογία του, η οποία δέχεται πλέον
παγίως, ότι οι διοικητικές πράξεις των εκκλησιαστικών αρχών πού ἔχουν
δημοκρατική νομιμοποίηση, (εἶναι
συνεστημένες μέ Νόμον καί τά μέλη τους εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι), υπόκεινται
στον ακυρωτικόν έλεγχον του ΣτΕ. [134]
Έτσι η απόφαση του ΣτΕ 825/1988 υποστήριξε τον
πειθαρχικό χαρακτήρα ακόμη και των ποινών
των νομίμων Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, ώστε να παρέχεται το δικαίωμα ακυρωτικού ελέγχου ακόμη και στις
εκκλησιαστικές ποινές.
Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός, ότι τα εκκλησιαστικά «δικαστήρια» αυτά, (πόσον μᾶλλον τά παρανόμως συγκροτούμενα ἀπό
φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέως), δεν χαρακτηρίζονται από γενικότητα και
αντικειμενικότητα σε ό,τι αφορά την υπαγωγή σ' αυτά ορισμένων κατηγοριών
υποθέσεων ή προσώπων και οι εκκλησιαστικοί «δικαστές»
δεν απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.
Η εκάστοτε σύνθεση ενός «εκκλησιαστικού δικαστηρίου», δηλαδή τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα
το συγκροτήσουν, δεν ορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια ούτε βάσει γενικών
προγραμματικών μεθοδεύσεων σειράς κατανομής υπηρεσίας, αλλά συνήθως κατά
βούληση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση καί ἀπό πρόσωπα πού δέν κέκτηνται οὔτε τήν νομικήν παιδείαν ούτε κάν πανεπιστημιακόν
πτυχίον ένιοι εξ αυτών! Συμπίπτει δε στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του
κατηγόρου και του δικαστή επισκόπου, που καλείται να εκδώσει την απόφασή του επί
της κατηγορίας, που ο ίδιος πολλές φορές κατασκεύασε!
Έτσι ο σύγχρονος νομικός μας πολιτισμός επιβάλλει, ουδείς να στερείται του νομίμου δικαστή κατά το άρθρο 8 του
Συντάγματός μας, που σημαίνει, ότι καθένας
έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ζητήσει δικαστική και έννομη προστασία και να
ακουστεί πριν εκδοθεί οποιαδήποτε δικαστική ή διοικητική απόφαση σε βάρος του από νόμιμα συγκροτημένο δικαστήριο με
δικαστές που είναι περιβεβλημένοι με τις συνταγματικές εγγυήσεις, (άρθρα 87, 95, 20 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμόν με το άρθρο
8 του Συντάγματος).
Αυτό
απορρέει και από την θεμελιακή αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 που θεσπίζει την προστασία της αξίας του ανθρώπου
(Menschenwürde), την αρχή του
ουσιαστικού Κράτους Δικαίου και παροχής
ουσιαστικής δικαιοσύνης, που σημαίνει δέσμευση όλων των πολιτειακών
λειτουργιών, να προσαρμόζουν την δράση
τους στον αξιολογικόν κώδικα που περιέχουν οι ατομικές ελευθερίες[135].
Διαφορετικά, βεβαίως, δεν εξασφαλίζεται
η παροχή ουσιαστικής δικαιοσύνης και η αρχή του Κράτους Δικαίου προσβάλλεται
βάναυσα, ο άνθρωπος υποβαθμίζεται σε ανδράποδο η δε Πολιτεία παραβιάζει την
πρωταρχική της υποχρέωση που είναι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ο σεβασμός και η
προστασία της αξίας του ανθρώπου. (Ἀκόμη καί στά «δικαστήρια» πού συγκροτοῦνται μέ βάση τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος! Πόσον μᾶλλον στά συγκροτούμενα άνευ Νόμου από ιδιώτες, πού
συγκροτούν «δικαστήρια» με πρόσωπα μη
έχοντα ούτε κάν τις ελάχιστες προϋποθέσεις της νομικής παιδείας καί του
αντίστοιχου πτυχίου, ή στερουμένων παντελώς πανεπιστημιακής παιδείας, καί
τούτων όντων μελών νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου!!! Αυτό συμβαίνει
κατ' εξοχήν, όταν ο πολίτης στερείται του νόμιμου δικαστή του, που απολαμβάνει τις εγγυήσεις του
Συντάγματος καί προλαμβάνει άλλος φορέας παράνομα καί αντισυνταγματικά νά «αποδώσει δικαιοσύνη», αντιποιούμενος
τόν όρον «δικαστήριον» καί
συγκροτούμενον τό τοιοῦτον από εντελώς αναρμόδια, ακατάρτιστα νομικώς καί
θεολογικώς πρόσωπα καί διαπράττοντα σειράν ποινικώς κολάσιμων πράξεων καί δή σε
βαθμόν κακουργήματος, λόγῳ σφετερισμού καί ἀντιποιήσεως τῆς δικαστικής
λειτουργίας, κατά τήν ἔννοιαν τοῦ Συντάγματος καί τῶν Νόμων.
4. Το Σύνταγμα (άρθρο 20) δίνει σε κάθε άνθρωπον
την δυνατότητα να υπερασπίσει τα δικαιώματα του ενώπιον τακτικού
δικαστηρίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι κανόνες θ' της Δ΄
Οικουμενικής Συνόδου, ια' καί φ' της Αντιοχείας, γ' της Σαρδικής, ιδ' και ιε'
της Καρθαγένης απαγορεύουν στους ιερείς να προσφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια
εναντίον των αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας, (πού εἶναι Νομικό Πρόσωπο
Δημοσίου Δικαίου. Τά ἔκτακτα «δικαστήρια»
πού συγκροτοῦνται ἀπό ἰδιῶτες-φυσικά πρόσωπα φορέως τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου κατά
τά ἀνωτέρω εἶναι παντελῶς παράνομα καί οἱ ἀποφάσεις τους ὄχι μόνον ἄκυρες, ἀλλά
ἀνυπόστατες).
Είναι όμως συντακτικοί οι ιεροί κανόνες, ώστε να είναι
ίσου τυπικού κύρους προς το άρθρο 20 του Συντάγματος;
Το γεγονός, ότι το Σύνταγμα παραπέμπει σ' αυτούς δεν
είναι ικανό επιχείρημα για να εξομοιωθούν με τις διατάξεις του Συντάγματος,
ακριβώς, διότι όπως κάθε άλλη πηγή δικαίου, (π.χ. τυπικός νόμος) εισάγεται στην
ελληνική έννομη τάξη, επειδή ακριβώς το Σύνταγμα παραπέμπει σ' αυτήν, δίχως
αυτό, βέβαια, να σημαίνει, ότι και κάθε πηγή δικαίου παράγει κανόνες
συνταγματικού κύρους.
Μόνον το Σύνταγμα ισχύει πρωτογενώς, επειδή έτσι το
θέλησε ο Συντακτικός νομοθέτης, οι άλλοι κανόνες ισχύουν δευτερογενώς, επειδή
έτσι το ορίζει το Σύνταγμα (93 παρ. 4, 111 Σ που καθιερώνουν την αρχή του
αυστηρού Συντάγματος). Έτσι δεν είναι
δυνατόν να αποκλειστεί η έννομη προστασία από κανέναν ιερόν κανόνα. Και ο
νόμος 1877/1990 που έδωσε στους ιερείς το δικαίωμα της νομικής προστασίας
ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας
δεν αποτελεί παρά υλοποίηση του άρθρου 20 Σ.[136] Ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐκτάκτων «δικαστηρίων»-ἱεροδικείων νομικῶν
προσώπων τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου εἶναι κατά τά ἀνωτέρω παντελῶς ἀνυπόστατες
καί οἱ πράξεις τῶν μελῶν πού ἀντιποιοῦνται τήν ἰδιότητα τοῦ δικαστικοῦ
λειτουργοῦ πληροῦν τό πραγματικόν τῶν ἀντιστοίχων διατάξεων ἄσκησης ποινικῆς
δίωξης σέ βαθμόν κακουργήματος (καθεαυτήν ἡ ἀντιποίηση), ἀλλά ἰδιαιτέρως, ὅταν ἐκδίδουν
«ἀποφάσεις» μέ περιεχόμενον πού
προσβάλλει τήν προσωπικότητα, τήν τιμή
καί τήν ὑπόληψη προσώπων εὐηπολήπτων, ἱερέων καί ἀρχιερέων καί γενικῶς κληρικοῦ
παντός βαθμοῦ.
5. Με βάση
τα ανώτερω επιχειρήματα καταλήγουμε στα
εξής συμπεράσματα:
Τα αρμόδια νομοθετικά όργανα της Πολιτείας δεν έχουν
την εξουσία να επέμβουν ρυθμιστικά στη διοίκηση της Εκκλησίας και μάλιστα σε
αντίθεση με τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες, καθώς και τις ιερές
παραδόσεις, όμως με την επιφύλαξη, ότι
δεν παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις, όπως είναι το άρθρο 20 παρ. 1 σε
συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η άποψη πώς τα άρθρα 20 και 8 του Συντάγματος δεν
έχουν έδαφος εφαρμογής, αφού αυτά τάχα απαγορεύουν να στερείται κανείς έννομης
προστασίας άκων, και εφόσον κανείς προσχωρεί στη χριστιανική πίστη, προσχωρεί
στο σύνολο των ιερών κανόνων, που την εκφράζουν, συνεπώς και σε αυτούς που
απαγορεύουν την προσφυγή εναντίον τῶν ὀργάνων της Εκκλησίας σε δικαστήρια
διαφορετικά από τα Εκκλησιαστικά. -(ἀναφερόμαστε μόνον στά νομίμως
συγκροτούμενα, ὅπως τά διά τοῦ Καταστατικοῦ
Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος και του ν. 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς
πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110) ὁριζόμενα
και των άλλων αναφερομένων ανωτέρω σχετικῶν νόμων - δεν είναι πειστική και
αυτό για τους ακόλουθους λόγους:
α) Δεν αντέχει σε καμμία λογική και σε απλή κριτική η
άποψη, ότι όταν κάποιος απευθύνεται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, με το
αίτημα της δικαστικής ακροάσεως και προστασίας έναντι ορισμένου διοικητικού νομίμου οργάνου της Εκκλησίας
που ενδεχομένως παρανομεί, τάχα στρέφεται εναντίον της Εκκλησίας ὡς
Θεοϋποστάτου Ὀργανισμοῦ.
β) Δεν είναι
πειστικό να λέγεται, ότι η κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Σ αξίωση για δικαστική
ακρόαση και προστασία είναι δεκτική ελευθέρας διαθέσεως. Η αξίωση αυτή δεν
παρέχεται μόνο για να διασφαλίσει την προστασία του συγκεκριμένου δικαιώματος ή
συμφέροντος εκείνου που προσφεύγει στο δικαστήριο, αλλά παραλλήλως να
κατοχυρώσει την απρόσκοπτη λειτουργία του Κράτους Δικαίου, που είναι θεμέλιο
του πολιτεύματός μας και συνακόλουθα θεσμός
που ενδιαφέρει την Δημόσια Τάξη, έτσι ώστε η ιδιωτική βούληση να μην μπορεί
να αναπτυχθεί αντιθέτως.
Η ενδεχόμενη παραίτηση του θιγομένου από την
αξίωση, με την οποία τον εφοδιάζουν το
Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι αυτοδικαίως άκυρη.[137]
γ) Δεν είναι πειστικό να λέγεται ότι τα «εκκλησιαστικά δικαστήρια» είναι μέσα
στην έννομη τάξη μας κατά κυριολεξίαν δικαστήρια (καί τοῦτο μόνον γιά τά
νομίμως συγκροτούμενα κατά τόν Καταστατικόν Χάρτην καί ὄχι γιά τά ἔκτακτα τῶν ὁποίων
τά μέλη στεροῦνται παντελῶς κάθε νομιμοποιήσεως ὡς «δικαστές» κατά τά ἀνωτέρω. Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1) «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια,
συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και
προσωπική ανεξαρτησία». Τα λεγόμενα, λοιπόν,«εκκλησιαστικά δικαστήρια» -(τά
συγκροτούμενα κατά τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον, ἀφοῦ τά ἔκτακτα εἶναι παράνομα ἐντελῶς
καί ἀνυπόστατες οἱ οἱεσδήποτε ἐκδιδόμενες ἀπό αὐτά «ἀποφάσεις» καί θεμελιώνουν ἄσκηση ποινικῆς διώξεως σέ βαθμόν
κακουργήματος)- μέσα στην έννομη τάξη μας έχουν χαρακτήρα απλώς πειθαρχικών
συμβουλίων. Και οι βλαπτικές κυρώσεις, που επιβάλλουν αυτά τα πειθαρχικά
συμβούλια, είναι δεκτικές δικαστικού ελέγχου, αναφορικά με την νομιμότητα και
το κύρος τους.
6). Συμφωνά και με την διάταξη του άρθρου 13 Σ. «Κανένας
δεν μπορεί εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να απαλλαγεί από την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή να συμμορφωθεί προς τους νόμους».
Στο ίδιο μήκος κύματος η παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «οι λειτουργοί
όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις
ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας
θρησκείας». Από αυτές τις
συνταγματικές διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια η θεμελιακή δικαιική αρχή, ότι οι
εσωτερικοί κανόνες, που αυτονόμως ρυθμίζουν την λειτουργία «αδιακρίτως» κάθε
θρησκευτικής κοινότητας και κάθε εκκλησίας, δεν επιτρέπεται να αντιστρατεύονται
τους νόμους της Πολιτείας.[138]
7). Εάν, τέλος, εμποδιζόταν η προσφυγή στα
δικαιοδοτικά όργανα της Πολιτείας, τότε θα παραβιαζόταν και η διάταξη του
Συντάγματος μας που επιβάλλει στο Κράτος να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα
κάθε ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, εγγύηση που
καλούνται να διασφαλίσουν όλα τα κρατικά όργανα κατά το άρθρο 25 παρ. 1 και η
πραγμάτωση της κοινωνικής ειρήνης μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη (25 παρ. 2)
θα καθίστατο γράμμα κενό περιεχομένου.
8). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου
που τέθηκε σε ισχύ στις 03.09.1983 και κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα
το 1953 με το ν. 2329/1953, και για δεύτερη φορά μετά την πτώση της
δικατατορίας με το ν.δ. 53 της 19.09.1974, διασφαλίζει επίσης, ότι "Παν
πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός
λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί
νόμιμα." (άρθρο 6 παρ. 1).
Εάν αυτό δεν συμβεί ο προσβαλλόμενος σε θεμελιώδες δικαίωμά του έχει δυνατότητα
προσφυγής και ενώπιον του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[139]
9). Ιδιαίτερα μετά από αυθαίρετες διαδοχικές αποφάσεις
Μητροπολίτου ή άλλου εκκλησιαστικού διοικητικού οργάνου με τις οποίες
επιβάλλονται επαχθείς εκκλησιαστικές ποινές σε Ιεροκήρυκα, Ιερομόναχο ή μοναχό
της Ι. Μητροπόλεως και αγνοούνται ουσιαστικές δικαιοκρατικές αρχές,
προβλεπόμενες τόσο από τους Ιερούς Κανόνες, όσο και από την ισχύουσα διαδικασία
για την κρίση των κληρικών και μοναχών ἐξασφαλίζεται τό δικαίωμα της προσφυγής
στον θιγόμενο στο νόμιμο δικαστή,
που είναι περιβεβλημένος με τις
εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του Συντακτικού Νομοθέτη
καί νά ζητήσει τήν ἄσκηση ποινικῆς δίωξης κατά τῶν συγκροτούντων ἔκτακτα
δικαστήρια-ἱεροδικεῖα παντελῶς παράνομα καί ἀντισυνταγματικά λειτουργοῦντα καί
δή παραβιάζοντα ἤδη ἐπί ἔτη τά ἀτομικά δικαιώματα καί τίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ
Συντάγματος, γιά συγκεκριμένα ἤδη τετελεσμένα (πλῆθος) ἐγκλήματα καί γιά ἄλλα στά ὁποῖα ὑπάρχει ἀρχή
τελέσεως ἐγκλήματος.
10). Ο έλεγχος της νομιμότητας ή της εγκυρότητας μιας
εκκλησιαστικής-πειθαρχικής αποφάσεως γίνεται από τα τακτικά δικαστήρια στόν
χῶρον τῆς ἐκκλησίας (ΝΠΔΔ). Αυτή η
δυνατότητα του ελέγχου δίνεται βεβαίως καί κυρίως καί γιά τόν χῶρον τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου, ὅπου
κατ’ ἐξακολούθηση καί κατά συρροήν ἐκδίδονται «ἀποφάσεις» ἀπό παράνομα
λειτουργοῦντα «δικαστήρια»-ἔκτακτα-ἱεροδικεῖα,
πού καταρρακώνουν τήν προσωπικότητα, τήν τιμήν καί τήν ὑπόληψη, τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια,
ἀλλά καί προσβάλλοντα τήν ἀνθρώπινη ἀξία, εφόσον από την συγκεκριμένη «απόφαση» εξαρτάται και η επέλευση πολλῶν
παραπέρα έννόμων συνεπειῶν. Κυρίως ἀπό μία τέτοια «απόφαση», καίτοι ἀνυπόστατη
καί παντελῶς ἄκυρη, δημιουργεῖ, ὡστόσο, ἀποτελέσματα στόν κοινωνικόν καί στόν ἐκκλησιαστικόν
χῶρον, μέσω τῶν ὁποίων προσβάλλεται βάναυσα ἡ ἀνθρώπινη ἀξία καί ἡ
προσωπικότητα, ἡ ψυχική καί σωματική ὑγεία, ἡ ἴδια τήν ἀνθρώπινη υπόσταση ὑφίσταται
δυσθεράπευτο πλῆγμα, ἡ ύπαρξη, και ἡ ζωή τοῦ προσώπου τίθεται σέ πραγματικόν μεγάλον κίνδυνον[140].
11). Η ανάδειξη ή έκπτωση ενός κληρικού η
πειθαρχική ή διοικητική ποινή που του επιβάλλεται, από την στιγμή που η Πολιτεία
και η Εκκλησία είναι κατά τέτοιον τρόπον συνδεδεμένες με κανόνες Συνταγματικού και
Διοικητικού Δικαίου (βλ. άρθρον 1 παρ. 2 και 4 ν. 590/1977), μολονότι
αναμφίβολα ρυθμίζεται από τους ιερούς αποστολικούς
και συνοδικούς κανόνες, καθώς και τις ιερές παραδόσεις δεν είναι ένα νομικώς αδιάφορο πραγματικό γεγονός, αλλά στην έκταση
που η έννομη τάξη την αναγνωρίζει ως έγκυρη ή άκυρη, δηλ. παραγωγική περαιτέρω
εννόμων συνεπειών, και έχει ως συνέπεια λ.χ. την οικονομική στέρηση,
ανεπανόρθωτη προσβολή της προσωπικότητας ή απαξίωση της ανθρώπινης αξίας
του κληρικού, συνιστά γνήσια έννομη σχέση και συνακόλουθα αντικείμενο γνήσιας
δικαστικής διαγνώσεως. Η δικαστική αυτή διάγνωση εξασφαλίζεται με το δικαίωμα
παροχής εννόμου προστασίας και προηγουμένης ακροάσεως από νόμιμα κατά το
Σύνταγμα συγκροτούμενο τακτικό δικαστήριο, αφού κανένας δεν στερείται άκων τον νομίμου (φυσικού) δικαστού.[141]
Τά ἔκτακτα καί παράνομα συγκροτούμενα ὑπό φυσικῶν προσώπων Νομικοῦ Προσώπου Ἰδιωτικοῦ
Δικαίου «ἐκκλησιαστικά δικαστήρια»
στεροῦνται παντελῶς νόμιμης βάσης καί ἐπισύρουν τίς νόμιμες συνέπειες, αλλά καί
θεμελιώνουν τήν αὐτεπάγγελτη δίωξη ἀπό τόν εἰσαγγελέα τῶν ἐμπλεκομένων
προσώπων.
Ἔξι κριτήρια διατύπωσε νομολογιακά τό Δικαστήριο τῆς
Ε.Ε. γιά τήν ἔννοια τοῦ Δικαστηρίου και λειτουργικά
χαρακτηριστικά του οργάνου, τα οποία εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά
χαρακτηριστικά ενός τακτικού δικαστηρίου
με βάση τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, που όμως
μπορεί να μην πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ένα κράτος, για το τί αποτελεί
δικαστήριο στην εσωτερική έννομη τάξη του:
1)Ίδρυση του οργάνου με νόμο.
Το κριτήριο της ίδρυσης του
οργάνου με νόμο μνημονεύεται σε
αρκετές αποφάσεις του ΔΕΚ.
2) Μονιμότητα του φορέα/μελών του οργάνου
3) Δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του οργάνου
4) Κατ’ αντιμωλία διεξαγωγή της διαδικασίας
5) Εφαρμογή κανόνων δικαίου εκ μέρους του
οργάνου
6) Ανεξαρτησία του φορέα/μελών του οργάνου.
Β. Δικαιώματα Κληρικῶν καί Μοναχῶν στά Ἐκκλησιαστικά
Δικαστήρια. (Αφορά βέβαια την κρατούσα
εκκλησία της Ελλάδος).
Tό
σύνολο τῶν κανόνων καί τῶν ἀρχῶν τοῦ Δικαίου, πού ρυθμίζουν συστηματικά τήν
Ἐκκλησιαστική πειθαρχία τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν σέ μία Ἐκκλησία, ὀνομάζεται
Ἐκκλησιαστικό Πειθαρχικό Δίκαιο. Παρά τό γεγονός, ὅτι ὑπάρχει πλούσια
νομολογία, ἰδιαίτερα τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἡ ἐπιστήμη τοῦ δικαίου δέν
ἔχει διατυπώσει μία σαφῆ δογματική θεώρηση ἀκόμη καί τοῦ τεθεσπισμένου δικαίου
αὐτοῦ γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού ρυθμίζεται μέ τόν Νόμο 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς
πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110).
Ὁ νόμος 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας»
(ΦΕΚ Α΄ 110), ρυθμίζει πειθαρχικά ζητήματα στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος,
μέ ἡμερομηνία οὐσιαστικῆς ἰσχύος του, τήν 1η Ἀπριλίου 1932. Τά ἄρθρα 55 ἕως 72
τοῦ Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτη Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί
ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 41) μέ ἰσχύ ἀπό τήν 16 Μαρτίου 1961
περιέχουν πειθαρχικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Οἱ Μητροπόλεις τῶν
Δωδεκανήσων καί ἡ Ἐξαρχία τῆς Πάτμου διέπονται ἀπό Προεδρικό Διάταγμα,
πού ἐκδίδεται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 342 τοῦ Ν. 4957/2022 (ΦΕΚ A 141 -
21.07.2022).
Μέ τήν γνωμοδότηση αὐτή
ἐπιχειρεῖται μία κριτική θεώρηση τῶν ρυθμίσεων τῶν Νόμων, καταδεικνύονται οἱ
βασικότερες στρεβλώσεις, πού προκαλοῦν οἱ νομικές διατάξεις τους καί
προτείνονται λύσεις, πού θά ἐναρμονίζονται μέ τίς ἀπαιτήσεις ἑνός σύγχρονου
Κράτους Δικαίου, ὥστε νά ὑπάρχει μία δίκαιη ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἀνάγκη
εὔρυθμης λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τήν προστασία τῶν
θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν.
Ἀρχικά,
ὁ ὅρος «κατηγορούμενος»
κληρικός ἤ μοναχός, πού συναντᾶται στούς νόμους, τά διατάγματα, τίς
ἐγκυκλίους καί τούς κανονισμούς τῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τά πρόσωπα εἰς βάρος τῶν
ὁποίων ἀσκήθηκε πειθαρχική δίωξη, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ μέ τόν ὅρο «ἐγκαλούμενος» κληρικός ἤ
μοναχός. Ἡ ἰδιότητα τοῦ κατηγορουμένου ἀποδίδεται στό σύγχρονον Κράτος Δικαίου
μόνον σέ ὅσους τέλεσαν κάποιο ἔγκλημα σέ βαθμό κακουργήματος ἤ πλημμελήματος
καθ’ ὅτι τά πταίσματα καταργήθηκαν στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη τό 2010. Ὅμως, ὁ
κληρικός ἤ ὁ μοναχός πού τέλεσε ἐκκλησιαστικόν παράπτωμα δέν εἶναι ἐγκληματίας,
ἄλλο δέ εἶναι τό ζήτημα, ἄν πολλές φορές τό πειθαρχικό παράπτωμα μπορεῖ νά
εἶναι καί ποινικό ἀδίκημα. Γιά παράδειγμα, ἡ τέλεση μιᾶς «παρ’ ἐνορίαν πράξεως» ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικό παράπτωμα, ἀλλά δέν
ἀποτελεῖ ποινικό ἀδίκημα. Ὅπως τόνιζε ἕνας ἐκ τῶν πατέρων τοῦ Ἑλληνικοῦ
διοικητικοῦ δικαίου, ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παπαχατζῆς, στή πειθαρχικήν
διαδικασίαν χρησιμοποιοῦμε τίς λέξεις «δικαστήριο», «δίκη», «δίωξη»,
«κατηγορούμενος» δέν κυριολεκτοῦμε, διότι ἡ πειθαρχική διαδικασία εἶναι μιά
διοικητική καί ὄχι μία ποινική διαδικασία[142] ( καί μόνον γιά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος πού εἶναι ΝΠΔΔ![143].
Τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια, ὅπως καί ὅλα τά πειθαρχικά συμβούλια εἶναι
συλλογικά ὄργανα τῆς διοίκησης, πού δέν ὑπάγονται στή δικαστική λειτουργία.
Αὐτή
ἡ θέση τῆς θεωρίας τεκμηριώνεται καί ἀπό τήν Νομολογίαν. Τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας
(ΣτΕ) μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 825/1988 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας ἔκρινε, ὅτι τά
πειθαρχικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας (τῆς Ἑλλάδος ΝΠΔΔ), ὅταν λειτουργοῦν
συλλογικά, ἔχουν τόν χαρακτήρα πειθαρχικῶν συμβουλίων πού, γιά τήν ἐξασφάλιση
τῶν ἀρχῶν τοῦ Κράτους Δικαίου καί τῆς χρηστῆς διοίκησης, πρέπει νά ἀκολουθοῦν
τοὐλάχιστον ὡς πρός τή σύνθεσή τους καί τήν πειθαρχικήν διαδικασίαν τίς βασικές
ἀρχές τοῦ πειθαρχικοῦ δικαίου. Οἱ ἐκδιδόμενες δέ ἀπό αὐτά ἀποφάσεις,
ὡς ἐκτελεστές πράξεις διοικητικῶν ἀρχῶν, ὑπόκεινται σέ αἴτηση ἀκυρώσεως ἐνώπιον
τοῦ ΣτΕ.
Τό
ἐκκλησιαστικόν παράπτωμα εἶναι μιά ἔννοια αὐτοτελής, σχετιζόμενη μέ τό κανονικό
ἀδίκημα δηλαδή, μιά πράξη ἀντίθετη μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἤ μιά
διοικητική παράβαση, ἤτοι μιά συμπεριφορά, πού προσβάλλει τήν διοικητικήν
ὀργάνωση καί τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Τό ΣτΕ τονίζει, ὅτι οἱ νόμιμες
ἐκκλησιαστικές ἀρχές (ΝΠΔΔ), ἄλλοτε μέν ἐπιβάλλουν πνευματικῆς μόνον φύσεως
ποινές, οἱ ὁποῖες γιά τόν λόγον αὐτόν διαφεύγουν τό δικαστικό ἔλεγχο, ἄλλοτε
δέ ποινές πού ἐπηρεάζουν ἀμέσως τήν ὑπηρεσιακή σχέση κληρικοῦ - ἐκκλησίας καί
τά δικαιώματα πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή, ὅπως στέρηση μισθοῦ ἤ ἀργία (ΣτΕ
508/1983, 154/1993). Συνεπῶς, ὁ παραπτωματίας κληρικός ἤ μοναχός δέν πρέπει νά
στιγματίζεται ὡς ἐγκληματίας, ἀλλά νά χαρακτηρίζεται ὡς ἐγκαλούμενος ἐνώπιον
τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων.
Παρά
ταῦτα, τά πρόσωπα, πού ἀπολογοῦνται ἐνώπιον τῶν ὑπό τοῦ Νόμου ἀναγνωριζομένων
ὡς ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν (ΝΠΔΔ), ἤ λαμβάνονται πειθαρχικά μέτρα εἰς βάρος
τους, ἔχουν δικαιώματα προστατευόμενα ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους, γιά νά
ὑπάρχει δίκαιη δίκη.
1) Δικαίωμα ὑπεράσπισης μέ
συνήγορο.
Οἱ
κληρικοί καί οἱ μοναχοί μποροῦν ἐφ’ ὅσον τούς ἀσκηθεῖ πειθαρχική δίωξη νά
ἐκπροσωποῦνται στά νόμιμα ἐκκλησιαστικά δικαστήρια τῶν ἀνωτέρω Νόμων, κατά τήν
ἀπολογίαν, ἀλλά καί σέ κάθε ἀνακριτικήν πράξη ἀπό συνήγορον τῆς ἐπιλογῆς τους.
2) Δικαίωμα πρόσβασης στόν
φάκελο τῆς ὑπόθεσης.
Τό
δικαίωμα αὐτό κατοχυρώνεται ρητά στόν Νόμον. Ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἀμέσως,
μόλις κληθεῖ σέ ἀπολογίαν ἤ παρουσιαστεῖ ἐνώπιον νομίμως συγκληθησομένου
δικαστηρίου, σύμφωνα μέ τούς ἀνωτέρω Νόμους, θά πρέπει νά ἔχει δικαίωμα νά
μελετήσει ἐκ τῶν προτέρων τά ἔγγραφα τῆς ὑπόθεσης καί νά νά λαμβάνει
μέ αἴτησή του καί μέ δικές του δαπάνες ἀντίγραφα αὐτῶν.
3) Τό δικαίωμα τῆς ἀκρόασης.
Τό
δικαίωμα τῆς ἀκρόασης εἶναι σύμφυτο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σημειώνει ὁ
ἀείμνηστος ἀκαδημαϊκός Μιχαήλ Στασινόπουλος, τό δικαίωμα τῆς ἀκρόασης εἶναι ἕνα
πανάρχαιο δικαίωμα πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ἤδη πρό τῆς πτώσης
του, ἀφοῦ πρίν τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο, πρῶτα τόν ἄκουσε[144].
Ἐπίσης, ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἤ μοναχός θά πρέπει νά ἔχει δικαίωμα νά λάβει
προθεσμία γιά νά ἀπολογηθεῖ, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι βραχύτερη τῶν 48 ὡρῶν καί
ἡ ὁποία θά δύναται νά παραταθεῖ ἀπό τήν ἁρμόδια νόμιμη ἐκκλησιαστική ἀρχή,
ἰδίως, ἄν ὁ φάκελος τῆς ὑπόθεσης ἔχει πολυάριθμα ἔγγραφα ἤ ἄλλα στοιχεῖα πού
ἀπαιτοῦν χρόνο γιά νά μελετηθοῦν, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά προετοιμάσει τήν
ἀπολογία του, καί νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό του, ὅσο τό δυνατόν
ἀποτελεσματικότερα.
4) Δικαίωμα προσαγωγῆς
μαρτύρων ὑπεράσπισης.
Ἄλλη
μιά πτυχή τοῦ δικαιώματος τῆς ἀκρόασης καί τήν ὑπεράσπιση ἐν γένει τοῦ
ἐγκαλούμενου, πού πρέπει νά κατοχυρώνεται ρητά στό νόμο, εἶναι ὁ ἐγκαλούμενος
κληρικός ἤ μοναχός νά μπορεῖ νά προτείνει συγκεκριμένον ἀριθμόν μαρτύρων
ὑπεράσπισής του, γιά τούς ὁποίους, τόσον στήν προδικασίαν ἀπό τόν
μητροπολίτην, ὅσον καί στήν κύρια διαδικασία, τό δικαστήριον θά πρέπει νά
ἔχει ὑποχρέωση ἐξέτασής τους. Σύστοιχα, ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἤ μοναχός
δικαιοῦται νά προσκομίσει στό δικαστήριον ἤ στή κατηγοροῦσα ἀρχή, μέχρι ἕναν
ὁρισμένον ἀριθμόν ἐνόρκων βεβαιώσεων ἤ ὑπευθύνων δηλώσεων, (σέ ὅσους δέν θέλουν
νά ὁρκιστοῦν), πού θά λαμβάνονται ἀπό εἰρηνοδίκην ἤ συμβολαιογράφον.
5) Τό δικαίωμα τῆς σιωπῆς, τό ὁποῖον στερήθηκε ὁ
δικαιοδότης Ἰησοῦς Χριστός κατά τή δίκην του ἀπό τόν Πόντιον Πιλάτον (δ΄.
Ἰωάννης ιθ΄ 1-16), θά πρέπει νά παρέχεται στόν ἐγκαλούμενον κληρικόν ἤ μοναχόν,
ὁ ὁποῖος παράλληλα δέν πρέπει νά ὑποχρεώνεται σέ ὁμολογίαν.
Τά
παραπάνω μνημονευόμενα δικαιώματα εἶναι μόνον μερικά ἀπό τά θεμελιώδη
δικαιώματα, πού εἶναι ἀναγκαῖον νά ἀπολαμβάνει ὁ κληρικός ἤ μοναχός, ὥστε νά
εἶναι σέ θέση νά τύχει μιᾶς δίκαιης καί ἀμερόληπτης κρίσης ἐνώπιον τῶν νομίμως,
μέ Νόμον δηλ. συγκροτουμένων «δικαστηρίων»
ὅπως ὁ Ν. 5383/1932 «Περί τῶν
Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄
110) καί τῶν ἄλλων Νόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, γιατί κάθε ἄλλο
«δικαστήριον» ἀντιποιεῖται τόν ὅρον δικαστήριον καί οἱ ἀντιποιούμενοι τόν ὅρον
δικαστές, φορέως ἰδιωτικοῦ δικαίου διώκονται ποινικά.
Γιά ὅλους αὐτούς τούς
λόγους προτείνω ταπεινά καί μέ φόβον Θεοῦ πρός τήν Σύνοδόν μας:
Νά ἀνασταλεῖ
κάθε προσπάθεια οἱασδήποτε «ἐκκλησιαστικῆς
δικαστικῆς» διώξεως οἱουδήποτε, γιατί εἶναι πέρα γιά πέρα παράνομη καί ἀντισυνταγματική
καί διώκεται ποινικῶς σέ βαθμόν κακουργήματος κατά τά ἀνωτέρω, τά ὁποῖα
συνοψίζονται στά ἑξῆς συμπεράσματα:
-Ὑπάρχει συνεχόμενη παραβίαση θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν
καί ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος (διαρκές ἔγκλημα).
-Ὑπάρχει ἀσύστολη προσβολή τῶν ἀτομικῶν
δικαιωμάτων κατά τήν ἄσκηση παράνομης «δικαστικῆς»
ἐξουσίας.
-Ὑπάρχει ἀντιποίηση
τῆς ἰδιότητος δικαστικοῦ λειτουργοῦ, (διαρκές ἔγλημα, διωκόμενον σέ βαθμόν
κακουργήματος), καθότι δέν συντρέχουν οἱ νόμιμες καί ἐκ τοῦ συντάγματος ἐπιβαλλόμενες
προϋποθέσεις τῆς λειτουργικῆς καί προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν φερομένων ὡς
δικαστῶν!
-Οἱ ὡς «δικαστές» ἑκάστοτε παρουσιαζόμενοι εἶναι
παντελῶς ἄσχετοι τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί παιδείας, καθώς οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει
σπουδάσει τήν νομικήν ἐπιστήμην καί ἔνιοι ἐξ αὐτῶν δέν κέκτηνται οὔτε κἄν
πανεπιστημιακοῦ πτυχίου!
-Ὑπάρχει σύσταση παράνομη οἰονεί «δικαστηρίου
- ἱεροδικείου», χωρίς νά συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ Νόμου, (παντελῶς ἄνευ Νόμου!), καί τοῦ
Συντάγματος καί μπορεῖ, ἄν στοιχειοθετοῦνται οἱ προϋποθέσεις τοῦ πραγματικοῦ, νά ὑπάρξει δίωξη ἀκόμη καί γιά σύσταση
συμμορίας[145].
-Ὑπάρχει σέ ὅλες τίς μέχρι τώρα περιπτώσεις
ταύτιση καί σύγχυση τῆς δῆθεν «δικαστικῆς» καί τῆς δῆθεν «κατηγορούσας ἀρχῆς».
-Διά τῆς συγκροτήσεως τοιούτων παρανόμων καί ἀντισυνταγματικῶν
ἱεροεξεταστικῶν «δικαστηρίων», ὅπως
χαρακτηρίζονται ἀπό ἔγκριτους νομικούς καί δικαστές, καί κατά τήν ἄσκηση τῆς
παράνομης αὐτῆς «ἐξουσίας», ὑπάρχει
κατά συρροήν παραβίαση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος, ἤτοι τῆς
προστασίας ἀνθρώπινης ἀξίας (Menschenwürde) καί τῆς θεμελιώδους διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν.
Γιατί κάθε ἔξουσία πηγάζει ἀπό τόν λαόν καί ὑπάρχει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους,
(Δημοκρατική ἀρχή-Demokratisches Prinzip).
Καί οἱ ἐξουσίες εἶναι τρεῖς, ἡ νομοθετική, ἡ ἐκτελεστική καί ἡ δικαστική, ὅπωςτίς
ὁρίζει τό Σύνταγμα καί ὁ Νόμος κατά τά ἀνωτέρω λεπτομερῶς ἀναφερόμενα. Ὁ
σφετερισμός-ἀντιποίηση δέ μιᾶς τῶν Τριῶν ἐξουσιῶν (Eckpfeiler der Verfassung) διώκεται σέ βαθμόν κακουργήματος.
Τά ἀνωτέρω ὑπῆρξαν ἀντικείμενον τῆς ἐρεύνης μου
καί τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, καθώς καί τῆς διδασκαλίας μου ἐπί τριάντα
χρόνια σέ διάφορα πανεπιστήμια καί συνέδρια. Σχετικά ἔχω γράψει ἀρκετές
μελέτες, πού ἔχουν τύχει ὄχι μόνον ἐθνικῆς ἀλλά καί διεθνοῦς ἀναγνώρισης,
κάποιες τῶν ὁποίων παραπέμπονται στήν παροῦσα γνωμοδότηση.
Ἤδη εἶναι ἐνήμερη ἡ Εἰσαγγελία τοῦ Ἀρείου Πάγου γιά τά
θέματα αὐτά καί τίς παραβιάσεις τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί κάθε ἔννοιας
δικαιοκρατικῆς διαδικασίας στά διάφορα «ἔκτακτα δικαστήρια» πού στήνονται στίς παρατάξεις τῶν «παλαιοημερολογιτῶν», χωρίς νά ὑπάρχει
Νόμος, πού νά ὁρίζει τήν σύστασή τους καί πού προσβάλλονται οἱ θεμελιώδεις ἀρχές
τοῦ Συντάγματος. Τό Ὑπουργεῖον Παιδείας, ἀπό ὅ,τι διαβάζω στά νομικά
περιοδικά καί βλέπω στίς διάφορες δικαστικές ἀποφάσεις εἶναι, ἐπίσης, πλήρως ἐνήμερον.
Ἡ κυβέρνηση ἑτοιμάζει καί ρητήν σχετικήν νομοθετικήν ἀπαγόρευση, μέ ἐξαίρεση πρός τό παρόν τήν Ἐκκλησίαν τῆς
Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἡ λειτουργία προστατεύεται ρητά καί συνταγματικά ἀπό τόν
Νόμον τοῦ 1932 καί τόν Καταστατικόν Χάρτην (ἀλλά καί τούς ἄλλους σχετικούς
Νόμους πού ἀναφέρονται ἀνωτέρω), καί αὐτές οἱ διατάξεις, ὅμως, θά τεθοῦν ὑπό ἀναθεώρηση
στήν ἑτοιμαζόμενη μελλοντικήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος.
Νά περιοριστοῦμε στά πνευματικά μας καθήκοντα,
καί τά κανονικά λεγόμενα προβλήματα, νά ἐπιλύονται ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον,
στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς του ἐξουσίας ἐν ἀγάπῃ καί φόβῳ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε καί
ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ὁ ὁποῖος οὐδένα ἐδίωξε ποτέ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω, λαμβανόμενα ὑπ’ ὄψιν, ἄν δέν ὑπάρξει
σύνεση, ἀγάπη καί διάκριση, θά ἔχουν καί ὡς ἀποτέλεσμα, κατ’ ἀρχήν, τήν διάλυση ἀπό τόν εἰσαγγελέα τῆς θρησκευτικῆς
κοινότητας συγκεκριμένου προσώπου.
Ὁπότε κατανοεῖτε, γιατί εἶναι ἀδύνατον εὐθύς ἐξ
ἀρχῆς νά συμμετέχω σέ μία τέτοια παράνομη καί πέρα γιά πέρα ἀντίθετη πρός τό
Σύνταγμα «δίκη», καθότι θά θεωρηθῶ ὡς
συνεργός σέ τέλεση τῶν ἀνωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων, ὅπως θά θεωρηθεῖτε
καί Ὑμεῖς, καθότι: τά ἀνωτέρω ἐγκλήματα διώκονται οὐχί κατ’ ἔγκλησιν, ἀλλά αὐτεπαγγέλτως.
Σημείωση: Ἡ ἀνωτέρω γνωμοδότηση δημοσιεύεται
προσεχῶς ὡς ἀξιόλογη, (ὅπως κρίθηκε ἀπό κριτές), νομική μελέτη
σέ ἑλληνικό νομικό περιοδικό γιά τά ἀνθρώπινα
δικαιώματα,
(χωρίς ὀνόματα καί ἄλλους προσδιορισμούς
προσώπων, τόπων καί πραγμάτων. Δημοσιεύεται καί σέ ἕνα διεθνές νομικόν
περιοδικόν στά γερμανικά :
Zeitschrift
für Menschenrechte – zfmr
(Die
zfmr ist eine interdisziplinäre
Fachzeitschrift zu Menschenrechten und Menschenrechtspolitik. Sie führt
aktuelle und systematische Menschenrechtsfragen der Analyse und Reflexion zu,
und zwar aus Sicht der Politik-, Geschichts- und Rechtswissenschaften sowie der
Philosophie, Soziologie und Pädagogik). Καί στήν ἀγγλική του ἔκδοση σέ μετάφραση στό Journal
for Human rights.
-------- Weitergeleitete
Nachricht --------
Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκα! Οι αγώνες είναι μπροστά μας έναντι των
κυκλωσάντων ημάς πολεμίων. Χάρηκα. Έρρωσθε και εύχεσθε.
Στις Τρί, 5 Νοε 2024, 18:17 ο χρήστης π. Νικόλαος
Δημαράς Dr. Jur. N. Dimaras, <dikaio@otenet.gr> έγραψε:
Μετά ἀπό μίαν πολύωρη καί διεξοδική συνεδρίαση (ἑπτά περίπου ὡρῶν) μετά
τῶν ἐκλεκτῶν ἐπισκόπων μας σεβ. Λαρίσσης κ. Κλήμεντος καί σεβ. Δημητριάδος κ. Φωτίου, ἀλλά καί μέ τίς λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις πού ἐδόθησαν ἀμφοτέρωθεν, ἐπῆλθεν εἰρήνευσις στά θέματα τά ἐκκλησιαστικά, πού μᾶς ταλάνισαν ἐπί τρεῖς περίπου μῆνες.
Ἀπέσυρα τίς προσωπικές καί προσβλητικές ἀναφορές πού ἀναφέρονται στόν σεβασμιώτατον κ. Χρυσόστομον Μανιώτην ζητώντας συγγνώμην γιά τίς ὑπερβολές, ἀλλά στά θέματα τῆς Πίστεως ἐπέμεινα μέχρι τέλους καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ζήτησε ἀπό τόν σεβασμιώτατον Ἀττικῆς
α. νά κατεβάσει τίς ἐπιμαχες ἀναρτήσεις του (πρᾶγμα πού ἔγινε ἤδη!!!) καί
β. ἀναμένεται νά τοῦ ζητηθεῖ, νά κάνει ἀντίστοιχη δημόσια δήλωση μετανοίας, πού θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ἀπό τήν Ἱεράν Σύνοδον.
π. Νικόλαος Δημαρᾶς
--
a.O. ass. Prof. uni. Patras
Ένα
ιστορικό και συνάμα μεγαλειώδες πνευματικό γεγονός βίωσε η κωμόπολη της
Επανομής, το εσπέρας του Σαββάτου του Λαζάρου.
Κλήρος
και λαός, με πρώτο τον οικείο Ποιμενάρχη κ. Ιουστίνο, υποδέχθηκαν τμήμα της
τιμίας Κάρας του Αγίου Αργυρίου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τα δύσκολα χρόνια της
τουρκοκρατίας (1814μ.Χ.), στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης.
Η
συγκινητική υποδοχή της Αγίας Κάρας έγινε στην είσοδο της κωμοπόλεως.
Παρούσες
ήταν όλες οι αυτοδιοικητικές και στρατιωτικές αρχές του τόπου, τμήματα του
Στρατού Ξηράς, του Ερυθρού Σταυρού, της Πολιτικής Προστασίας, των Εφέδρων
Καταδρομέων, σημαιοφόροι των Σχολείων, η Μπάντα του Δήμου Θερμαϊκού και μικρά
παιδιά, τα οποία έραναν με άνθη το ιερό σέβασμα.
Κατά την
άφιξη τού ιερού λειψάνου, οι εκατοντάδες λαού που ανέμεναν την έλευση του με
δάκρυα στα μάτια καλωσόρισαν τον συντοπίτη τους Άγιο.
Μια μακρά
πολυπληθής λιτανευτική πομπή σχηματίστηκε, η οποία διέσχισε τους δρόμους της
Επανομής.
Γέροντες
και γερόντισσες, αδύναμοι στο να κινηθούν ασπάζονταν από τα μπαλκόνια τους,
μακρόθεν, το άγιο λείψανο, βρέφη με τις μητέρες τους, σταματούσαν την πομπή για
να ασπαστούν τον Άγιό τους, νέα παλικάρια και νέες λεβέντισσες, βλαστάρια της
ηρωικής Μακεδονικής γης άγγιζαν, το τμήμα της Αγίας Κάρας με βαθύ σεβασμό.
Όλοι
αισθάνονταν την παρουσία του Αγίου, όλοι δοξολογούσαν τον Θεό για την μεγάλη
ευεργεσία.
Στα προπύλαια
του Ναού, ο οικείος ποιμενάρχης κ. Ιουστίνος, βαθύτατα συγκινημένος, απηύθυνε
λόγο πανηγυρικό και δοξαστικό, για τη μεγάλη αυτή ευλογία που επιφύλαξε η
πρόνοια του Θεού στον τον λαό της Επανομής. Αναφέρθηκε, αρχικώς, στο βίο του
Αγίου, στον μαρτυρικό θάνατό του, στον τρόπο διασώσεως του μαρτυρικού
σκηνώματος του και διαφύλαξης της Τιμίας Κάρας του, στο πώς ευδόκησε ο Άγιος να
έρθει και πάλι σωματικά στην πατρίδα του, στον τόπο του, στο σπιτικό του.
Δοξολόγησε
τον Άγιο Θεό, διότι εισάκουσε την φωνή της δεήσεώς του και επέτρεψε να δουν οι
οφθαλμοί του την επιστροφή του Νεομάρτυρος στην Επανομή, παρακάλεσε δε ένδακρυς
τον Άγιο να προστατεύει την πόλη της Επανομής και την Μητρόπολη από κάθε
πειρασμό.
Τέλος,
ευχαρίστησε όλους όσους συνέβαλαν στην άρτια οργάνωση της υποδοχής, με πρώτον
τον προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αγίου Αργυρίου, Πρωτοπρεσβύτερο π. Στυλιανό
Τσιπούρα.
Ιδιαιτέρως
και ευγνωμόνως ευχαρίστησε, τον εκ του παλαιού ημερολογίου, Μητροπολίτη Αττικής
και Βοιωτίας κ. Χρυσόστομο, για την, κατόπιν παρακλήσεως του, αδελφική
παραχώρηση τμήματος της Αγίας Κάρας, δεδομένου, ότι η Κάρα του Νεομάρτυρος
φυλάσσεται για εκατό και πλέον χρόνια σε Μονή της Μητροπόλεώς του.
Μετά το
πέρας της υποδοχής ακολούθησε ο Πανηγυρικός Εσπερινός της Κυριακής των Βαϊων,
χοροστατούντος του οικείου Επισκόπου, με τη συμμετοχή του ιερού κλήρου και
πλήθους λαού, ο οποίος κατέκλυσε τον Ιερό Ναό.
Κάθ´ όλη
τη διάρκεια του Εσπερινού, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή του πλήθη πιστών
προσκυνούσαν την Αγία Κάρα.
Αξίζει να
αναφερθεί ότι η Κάρα του Αγίου θα παραμείνει μόνιμα στην Επανομή, εις διηνεκή
αγιασμό και ευλογία του ευσεβούς λαού της Επανομής αλλά και συμπάσης της Ιεράς
Μητροπόλεως Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.
Μακαριώτατε, εὐλογεῖτε καί τήν εὐχήν Σας!
Μαζί θά εἴμαστε, βέβαια, μέχρι τέλους.
Εἶστε πέρα γιά πέρα Ὀρθόδοξος καί γιαὐτό γιά μιά φορά ἀκόμη Σᾶς εὐχαριστοῦμε.
Βλέπετε τό συνημμένον
κείμενον, παρακαλῶ πολύ. Ἐλπίζω νά εἶναι τό τελευταῖον...
Γιά μᾶς εἶναι θέμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας εἶναι θέμα ἀναπνοῆς, ζωῆς καί θανάτου. Πιστεύω καί τό γνωρίζω καί γιά Σᾶς τό ἴδιο ἰσχύει! Δυστυχῶς ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης μᾶς ἔπληξε στήν ὑπόστασή μας μέ τίς αἱρετικές του συμπεριφορές, μᾶς ἀκύρωσε οὐσιαστικά καί μᾶς ἀπονεύρωσε στόν ἀντιαιρετικόν μας λόγον. Ὁπότε, πρός τί τά κηρύγματα καί τά συγράμματά μας. Οἱ αἱρετικές κινήσεις καί συμπεριφορές τοῦ κ. Μανιώτη ἀκυρώνουν κάθε ὁμολογιακή μας συγγραφή καί ἔλεγχον πρός τούς ἀντικειμένους αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί μᾶς ἐκθέτουν ἀνεπανόρθωτα ἀπέναντι στά πνευματικά μας παιδιά, πού εἶναι κατά τό πλεῖστον ἐπιστήμονες καί ἐφυέστατοι καί πολύ καλά πληροφορημένοι, καί γιαυτό μερικοί ἐξ αὐτῶν ἔκοψαν τήν κοινωνία μαζί μας. Ἀφετέρου δέν εἶναι δυνατόν πλέον νά προσελκύσουμε ἄλλους στήν Ὀρθοδοξία, ἀφοῦ μᾶς "κολλᾶνε κυριολεκτικά στόν τοῖχο", χαρακτηρίζοντάς μας ὡς Οὐνίτες τοῦ Παλαιοῦ καί λέγοντάς μας ὅτι ἔχουμε ταυτιστεῖ μέ τούς Οἰκουμενιστές, δείχνοντάς μας "τά κατορθώματα" τοῦ κ. Μανιώτη. Ὁπότε ἀποχωροῦμε ἀπό τόν διάλογον πλήρως κατησχυμένοι!
Τήν εὐχήν Σας,
Ὑμέτερος υἱός κατά χάριν,
π. Νικόλαος
Ἐπαναλαμβανόμενες οἱ αἱρετικές κινήσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου
0. Τόν προηγούμενο χρόνο ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης ἔκανε τά ἴδια, ὅπως μέ πληροφόρησε δικός
μας ἐπίσκοπος, δηλ. λιτανεία, συνάντηση, ἀσπασμός μετά τοῦ Νεοημερολογίτου “ἐπισκόπου” καί ἀνταλλαγή βαΐων, ἀλλά δέν ἔδωσε δημοσιότητα μέ φωτογραφίες στίς αἱρετικές του κινήσεις. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε, ὅτι δέν ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, ἐφέτος προχώρησε σέ δημοσιοποίηση
τῶν αἱρετικῶν του κινήσεων καί μάλιστα μέ πλῆθος φωτογραφιῶν στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του. Ὁπότε ποιά δίκη πρέπει νά ὑπάρξει; Γιά νά ἀποδειχθεῖ τί;
Ἀφοῦ ἀποδεικνύονται ἀπό μόνα τους ὡς πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσι τά ὑπ’ αὐτοῦ αἱρετικά πραχθέντα καί συνιστοῦν ὁμολογία καί ἄρα πλήρη ἀπόδειξη οἱ δικές του ἀναρτήσεις στήν ἱστοσελίδα του; Ποιά; Τά ἀναλύουμε στήν συνέχεια:
1.Ὅτι τήν Κυριακή τῶν Βαϊων 2024 ὑπῆρξε ὀργανωμένη καί σχεδιασμένη συνάντηση
μέ τόν Οἰκουμενιστή Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” κ. Ἀθηναγόρα καί δή ἐπισήμως ἐν πλήρει ἱερατική στολῇ, μέ τήν θεσμική του ἰδιότητα ὡς ἐπισκόπου τῶν ΓΟΧ, πρᾶγμα πού εἶναι ἀναμφισβήτητο!
2.Ὅτι ἡ συνάντηση ἔγινε ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων καί ἄρα συνεόρτασαν
πανηγυρικά, ὁ μέν ἕνας μέ πλήρη ἱερατική στολή, ὁ δέ ἄλλος μέ ἐγκόλπιο καί μέ τούς “ἱερεῖς” του παρατεταγμένους καί πλῆθος κόσμου, νά τούς ἐπεφημεῖ, καί μάλιστα:
3.Νά ἀνταλλάσσουν τά κατ’ ἐξοχήν σύμβολα τοῦ ἑορτασμοῦ, τά βαΐα τῶν φοινίκων
καί δή μέ περίτεχνη σύνθεση, δῶρον πρός τόν Οἰκουμενιστή καί Νεοημερολογίτη
“ἐπίσκοπο” ἐκ μέρους τοῦ κ. Μανιώτη, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπότόν Οἰκουμενιστή ὡς δῶρο, κάτι τό ἀντίστοιχο... Ὅλα αὐτά εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ συνεορτασμοῦ μετά αἱρετικῶν! Συνεορτασμός, λοιπόν, ἔγινε τοῦ κ. Μανιώτη μέ τόν αἱρετικόν Νεοημερολογίτην
καί Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηγόρα, μέ ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως!
Τά στοιχεῖα τοῦ συνεορτασμοῦ εἶναι τά ἑξῆς:
α. Ἀνταλλαγή τῶν συμβόλων, (βαΐα τῶν Φοινίκων), τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Βαΐων,
β. Ἐναγκαλισμός μετά τοῦ αἱρετικοῦ καί ψευδοποιμένος-ψευδεπισκόπου, κατά
τόν ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄ σέ συνδυασμόν μέ τόν ΛΑ΄τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων! Ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωθέντος λαοῦ.
γ. Ἀνταλλαγή δώρων, (λήψη καί ἀντίδοση), ἐν τῇ ἐννοία τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος, ὁπότε συγχέεται ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν Σύνοδον τῆς Λαοδικείας (βλ. ἐπιστυνατπόμενον ἀρχεῖον).
4. Στήν συνέχειαν ἔγινε ὀργανωμένη συμμετοχή στό ἄνομον συνέδριον τῶν Οἰκουμενιστῶν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου παρκάθεται ὁ κ. Μανιώτης στήν πρώτη
σειρά μετά τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, πού
μνημονεύουν κατευθεῖαν τόν οἰκτρόν καί
βδελυρόν Βαρθολομαῖον!
5. Καί δή ἄνευ ἐγκολπίου, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ἐπισκοπικῆς του ἰδιότητος! Καί
ἐδῶ ὑπάρχει ὀργάνωση καί σχεδιασμός, καθότι
τόν προσφωνεῖ ὁ “Θεσσαλονίκης” κ.
Φιλόθεος, νά παρακαθήσει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν στήν πρώτη σειρά.
6. Στήν συνέχεια δίνει τμῆμα ἁγίου Λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀργυρίου στόν τῆς “Ἐπανωμῆς”, πού καί αὐτός μνημονεύει κατευθεῖαν τόν βδελυρόν ἀρχιοικουμενιστήν Βαρθολομαῖον, καί πού
τόν εὐχαριστεῖ ἐπίσημα καί ἐπώνυμα γιά τήν δωρεάν. Γιά
νά ἀτιμάζεται ὁ Νεομάρτυς καί Ἅγιος κάθε φορά
πού θά μνημονεύεται ὁ ἀρχιοικουμενιστής Βαρθολομαῖος ἀπό τόν τῆς Ἐπανωμῆς.
Ἔστω καί ἄν δέν ἔγινε συμπροσευχή, ὅπως μας διαβεβαίωσε ὁ σεβ. κ. Φώτιος
γιά λογαριασμόν τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη, ὑπῆρξεν τό μεῖζον τῆς ἀναγνώρισης ἐπίσημη τῆς «ἱερωσύνης» τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου ψευδεπισκόπου κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ μέ τήν δωρεά σ’ αὐτόν τοῦ ἁγίου λειψάνου.
Ἐρωτήματα:
7. Εἶχε ἐντολήν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιά νά τά κάνει αὐτά
ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης;
8. Τί δουλειά εἶχε νά πάει ἀπό τήν Ἀθῆνα στήν Θεσσαλονίκη;
9. Νά παρακαθήσει μετά τῶν ἀντικειμένων σέ ἐπίσημη σύναξη τῶν
Οἰκουμενιστῶν καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν τρόπον αὐτόν καί
τήν
ἀπαγόρευση τοῦ κ. Ἱερωνύμου τῶν διαμαρτυριῶν μέ διαδηλώσεις κατά τοῦ
ἐπαίσχυντου Νόμου, πού ἀναγνωρίζει τόν γάμον τῶν ὁμοφυλοφίλων.
Ἡ ἀπαγόρευση ἔγινε, γιά νά μήν ἔχει πολιτικό κόστος ἡ κυβέρνηση, πού θά τό προκαλοῦσαν οἱ διαδηλώσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ, πού θά στρεφόταν
κατά τοῦ κολοφῶνος τῶν αἱρέσεων, τῆς ὁμοφυλοφιλίας! Οἱ πασιφανεῖς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι αὐταπόδεικτες.
(Βλέπε καί τό ἐπισυναπτόμενον πρός τόν Μακαριώτατόν μας κείμενον μέ τήν παράθεση
τῶν Κανονικῶν Διατάξεων καί τίς προεκτάσεις
τῶν τοιούτων αἱρετικῶν συμπεριφορῶν).
Ὁ αὐτοαναθεματισμός του σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη ἀπορρέει ἀπό τά κείμενα τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τό 1983 ἐπί Ἁγίου Φιλαρέτου καί τοῦ 1998 τῆς ἡμετέρας Συνόδου.
10. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἐν τῇ πράξει κήρυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ τόν συνεορτασμόν,
μέ τούς ἐναγκαλισμούς μέ τούς αἱρετικούς, μέ τόν συναγελασμόν
μέ αὐτούς, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί μέ τήνἀνεπίτρεπτη δωρεά ἁγίου Λειψάνου σέ Οἰκουμενιστές, εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερη
ἀπό τήν προφορικήν διακήρυξη τῆς βδελυρῆς αὐτῆς αἱρέσεως, γιατί πρόκειται γιά ὑλοποίηση αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ κ. Μανιώτη, πού δέν ἐπιδέχονται ἀνταπόδειξη, μιά καί ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ τίς εἰδεχθεῖς του πράξεις προβάλλοντές
τις στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα του!
11. Ἡ κοινωνία μέ τοιούτους ἐπισκόπους ἐπισύρει καί γιά μᾶς πού κοινωνοῦμε μέ τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσόστομο τίς ἴδιες ποινές, κατά τούς Ἱερούς Κανόνες. Καθαίρεση καί ἀφορισμόν! Τά
σχετικά κείμενα ἐστάλησαν στούς ἐπισκόπους σεβ. κ. Ἀμβρόσιον, σεβ. κ. Κυπριανόν
καί σεβ. κ. Φώτιον καί σεβ. κ. Κλήμεντα, γιά νά μήν ἀναγκαστεῖ ἡ Σύνοδος,
νά τόν εἰσαγάγει κατευθεῖαν σέ δίκη ἐπί αἱρέσει, ὅπως θά γινόταν, ἄν ἐγένετο ἄμεση καί ἐπίσημη καταγγελία στήν γραμματεία τῆς Συνόδου. Ἔτσι προτιμήθηκε αὐτός ὁ ἔμμεσος τρόπος
περιγραφῆς του, ὥστε νά τόν νουθετήσουν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ ἐκλεκτότεροι ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου καί νά τόν προτρέψουν
νά ζητήσει συγγνώμην γραπτῶς καί δημοσίως, ἀλλά καί νά ἀποπτύσει τίς αἱρετικές συμπεριφορές του,
συντάσσοντας δημόσια Ὀμολογία καί καταδικάζοντας τούς Οἰκουμενιστές καί τόν Οἰκουμενισμόν ἐπισήμως καί ὄχι νά διατηρεῖ στήν ἱστοσελίδα του τά τεκμήρια
τῆς πλήρως ὁμολογουμένης ἐνοχῆς του, μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως, πού ἀποτελοῦν διαρκές πνευματικόν αὐτοφώρως διωκόμενον ἔγκλημα στόν βαθμόν τοῦ κακουργήματος.
--
a.O.
ass. Prof. uni. Patras
Ὑπάρχει
ἀνάγκη νά
γίνει ἡ καταδίκη καί ὁ ἀναθεματισμός καί πάλιν
αὐτῶν,
ἀπό τούς
ὁποίους ἔχει γίνει ἀποτείχιση καί θεωροῦνται ἐκτός
Ἐκκλησίας;
Στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά σημειωθοῦν τά ἑξῆς: Ἐφ’ ὅσον ἐπανεμφανίζονται
δημόσια οἱ διάφοροι αἱρε-τικοί
καί λαμβάνουν ἀποφάσεις πού θίγουν τήν Ἱερή
Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τῆς
φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας, ὀφείλουμε,
σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας, ὁσάκις ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. Ὅσες φορές δηλ. ἐμφανίζεται ἡ ἑτεροδιδασκαλία πού συνιστᾶ αἵρεση, ὀφείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε
καί νά ἀναθεματίζουμε ὄχι μόνον τήν ἑτεροδιδασκαλίαν, (ἀλλά
καί τούς κηρύσσοντες αἱρετικά). Μέ τόν τρόπον αὐτόν
προ-στατεύουμε τήν Ἐκκλησίαν μας, τό ποίμνιόν μας, ἀλλά
καί ἀφυπνίζουμε
ἐκείνους
πού μένουν ἀκόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁσάκις
δηλ. τελεῖται ἔγκλημα, αὐτό πρέπει νά καταδικάζεται.
Ἐάν,
γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστεῖ, καί
κάποιος ἄλλος τελέσει τό ἴδιο ἔγκλημα
ἀργότερα
δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστεῖ καί ὁ δεύτερος, ἐπειδή ἤδη ...
κατάδικάστηκε ὁ πρῶτος; (!) Πόσον
μᾶλλον ἀπαιτεῖται ὑπό πάντων καί νέα καταδίκη καί ἀναθεματισμός
τῶν αἱρετικῶν πού διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας,
ὅταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τῆς
Παρακαταθήκης τῆς Πίστεως καί τῶν δογμάτων
εἶναι ἀσυγκρίτως πολυτιμότερα ὡς
θέματα ζωῆς αἰωνίου!
Ἀπαιτεῖται,
λοιπόν, πάντοτε ἡ καταδίκη, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται,
ἀπό τίς
συνεχόμενες συνόδους πού καταδίκασαν, γιά παράδειγμα, τοὔλάχιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς
(Λατίνους-Φράγκους, τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014, τό 1054 καί στήν συνέχειαν ἄλλες
δώδεκα φορές).
Δέν
ἀρκοῦσε
μόνον μία φορά ἡ καταδίκη τους;
Γιατί
ἐπανέρχονταν
συνεχῶς οἱ
θεοφόροι Πατέ-ρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες κατάδίκες τους;
Ἡ ἀποτείχισή
μας, ἡ ὁποία εἶναι
δικαίωμα πού παρέχεται σέ ὅλους τούς πιστούς ἀνεξαιρέτως,
κατά τόν ιε΄ τῆς ΑΒ΄ ἐπί
Μεγάλου Φωτίου Συνόδου ἤ μᾶλλον ἡ ἀποτείχιση,
δηλ. ἡ θέση ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τῶν αἱρετικῶν, ὑπό πάντων, τῶν Κανονικῶν καί τῶν λαϊκῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀσφαλίζει μέν ἡμᾶς, ἀλλά
δέν εἶναι ὁλοκληρωμένη,
-ἄν δέν ἀφυπνίσουμε
καί ἄλλους
μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικόν καί τόν γραπτόν λόγον, μέ τήν γνωστοποίηση μέ
κάθε μέσον συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως τῶν
θέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῆς
διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
-ἀλλά
καί μέ τόν στιγματισμόν τῆς ἑτεροδιδασκαλίας καί τῆς
κηρυσσομένης αἱρέσεως.
Αὐτό ὀφείλει
νά γίνεται ὄχι μόνον σέ ἀτομικό
ἐπίπεδο,
ἀλλά
καί συλλογικά, εὐκαίρως - ἀκαίρως, ὑπό πάντων τῶν Ὀρθοδόξων,
κατά τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἁγίου
Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων
Μοναστηρίων καί τῶν Ἐνοριῶν συλλογικά, καί ὅλων τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά: ἐάν ὁ λόγος
εἶναι περί πίστεως, μᾶς
διδάσκει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐσύ μήν πεῖς, ὅτι εἶσαι φτωχός καί δέν εἶσαι
πλούσιος, ὅτι εἶσαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας. Οἱ λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις;
«Ἅπαντες οὔν οἱ νεωτερίζοντες ἢ αἱρέσει ἢ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατὰ τὸν ψαλμωδόν, "κατάραν ὡς ἱμάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κἄν τε Πάπαι κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοὶ ἔτυχον εἶναι "κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε". Οὕτω φρονοῦντες οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ ὑπακούοντες εἰς τοὺς ψυχοσωτηρίους λόγους τοῦ Παύλου ἐστάθησαν σταθεροὶ καὶ ἑδραῖοι εἰς τὴν ἐκ διαδοχῆς παραδοθεῖσαν αὐτοῖς πίστιν καὶ διέσωσαν αὐτὴν ἄτρεπτον καὶ ἄχραντον διὰ μέσου τοσούτων αἱρέσεων, καὶ παρέδωκαν αὐτὴν εἰς ἡμᾶς εἰλικρινῆ καὶ ἀνόθευτον, ὡς ἐξῆλθεν ἄδολος ἀπὸ τοῦ στόματος τῶν πρώτων ὑπηρετῶν τοῦ Λόγου· οὕτω φρονοῦντες καὶ ἡμεῖς, ἄδολον, ὡς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν αὐτὴν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, μηδὲν παραμείβοντες, ἵνα ὦσι κακεῖνοι ὡς καὶ ἡμεῖς εὐπαρουσίαστοι καὶ ἀκαταίσχυντοι, λαλοῦντες περὶ τῆς τῶν προγόνων ἡμῶν πίστεως...
...Ἔπειτα παρ᾽
ἡμῖν
οὔτε
Πατριάρχαι οὔτε
Σύνοδοι ἐδυνήθησαν
ποτὲ
εἰσαγαγεῖν
νέα,
διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις
ἐθέλει τὸ
θρήσκευμα αὐτοῦ
αἰωνίως ἀμετάβλητον
καὶ ὁμοειδὲς
τῷ τῶν
Πατέρων αὐτοῦ.»
α) Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΩΜΑΙΪΚΑ ΚΑΙ ΣΛΑΥΙΚΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ
ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ
Ἡ Ἁγία Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας
ἀπεφάσισε τά ἑξῆς:
1. Τόν πλήρη
καί ἀμοιβαῖο σεβασμόν τῶν δύο ἐκκλησιῶν ὡς
πρός τό τελετουργικόν των, τήν πνευματικότητα, τήν κληρονομίαν καί τούς ἁγίους πατέρας καί τήν πλήρη προστασίαν τῶν λειτουργικῶν πράξεων καί τῆς Ἀντιοχείας καί τῆς Συρίας.
2. Τήν ἐνσωμάτωσιν τῶν πατέρων καί τῶν
δύο ἐκκλησιῶν καί τῆς παραδόσεώς των
γενικῶς εἰς τά χριστιανικά ἐπιμορφωτικά προγράμματα καί τήν θεολογίαν καθη-γητῶν καί μαθητῶν.
3. Τήν ἀποφυγήν τοῦ νά δέχωνται μέλη μιᾶς ἐκκλησίας εἰς τήν ἄλλην, ὅποιοι
καί ἄν εἶναι οἱ λὀγοι.
4. Τήν
διοργάνωσιν συνάξεων τῶν
δύο Συνόδων ὁποτεδήποτε ὑπάρξει ἀνάγκη.
5. Νά
παραμείνει κάθε Ἐκκλησία ὡς σημεῖον ἀναφορᾶς διά τά μέλη της εἰς θέματα ἀφορῶντα γάμον, διαζύγιον, υἱοθεσίαν κλπ.
6. Ἐάν δύο ἐπίσκοποι δύο διαφορετικῶνἐκκλησιῶν συναντηθοῦν
διά πνευματικήν τελετήν, θά προῒσταται
ἐκεῖνος πού θά ἔχει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. Ἀλλά, ἄν εἶναι εἰς τό
μυστήριον τοῦ γάμου, θά
προῒσταται ὁ ἐπίσκοπος
τῆς ἐκκλησίας τοῦ νυμφίου.
7. Ὅ,τι ἔχει ἀναφερθῆ προηγουμένως δέν ἰσχύει
κατά τόν συνεορτασμόν Ἐπι-σκόπων
εἰς τήν Θείαν
Λειτουργίαν.
8. Ὅ,τι ἔχει
λεχθῆ εἰς τό ὑπ’ ἀριθμ. 6 ἄρθρον, ἰσχύει διά
τούς κληρικούς καί τῶν
δύο ἐκκλησιῶν.
9. Ἐάν ἕνας ἱερεύς μιᾶς ἐκ τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εἶναι εἰς
κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεῖα
μυστήρια διά τά μέλη καί τῶν
δύο ἐκκλησιῶν, συμπερι-λαμβανομένης καί τῆς Θείας Λειτουργίας καί τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ὁ ἴδιος ἱερεύς
θά κρατήση ἀνεξάρτητον ἀρχεῖον
καί διά τάς δύο ἐκκλησίας καί
θά μεταφέρη τήν καταγραφήν τῶν
μελῶν τῆς ἀδελφῆς ἐκκλησίας εἰς τήν πνευματικήν της ἐξουσίαν.
10. Ἐάν δύο ἱερεῖς καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν τύχη νά εὐρίσκωνται εἰς κάποιαν κοινό-τητα, θά ἐναλλάσσονται,
καί εἰς περίπτωσιν
συνεορτασμοῦ θά προῒσταται ἐκεῖνος μέ τό
μεγαλύτερον ποίμνιον.
11. Ἐάν ἐπίσκοπος
ἀπό μίαν ἐκκλησίαν καί ἕνας ἱερεύς ἀπό τήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν
τύχη νά συνεορτάζουν, θά προῒσταται,
ὅπως εἶναι φυσικόν, ὁ ἐπίσκοπος, ἀκόμη καί ἄν εὑρίσκεται εἰς τήν κοινότητα τοῦ ἱερέως, ἐφ’ ὅσον
θά ὑπάρχουν
λαϊκοί καί ἀπό τάς δύο ἐκκλησίας.
12.
Χειροτονίαι εἰς τούς
βαθμούς τής ἱερωσύνης
γίνονται ἀπό τήν
πνευματικήν ἀρχήν τῶν ὑποψηφίων
εἰς κάθε ἐκκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν παρουσίαν ἀδελφῶν ἀπό τήν ἄλλην ἀδελφήν Ἐκκλησίαν.
13. Ἀνάδοχοι καί μάρτυρες γάμου ἐπιτρέπεται νά ἐπιλέγωνται ἀπό
τά μέλη καί τῶν δύο ἐκκλησιῶν χωρίς διάκρισιν.
14. Εἰς ὅλας
τάς κοινάς ἑορτάς θά προῒσταται ὁ ἀρχαιότερος τῇ τάξει ἱερεύς.
15. Ὅλοι οἱ ὀργανισμοί τῶν δύο Ἐκκλησιῶν θά συνεργάζωνται εἰς ὅλα τά
θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί κοινωνικά διά τήν ἀνάπτυξιν τοῦ ἀδελφικοῦ πνεύματος.
Σᾶς ὑποσχόμεθα,
μέ αὐτήν τήν εὐκαιρίαν, ὅτι θά συνεχίσωμεν νά ἐνισχύωμεν
τήν σχέσιν μας μέ τήν ἀδελφήν
Ἐκκλησίαν καί
ὅλας τάς ἄλλας Ἐκκλησίας,
μέ σκοπόν νά γίνωμεν ὅλοι
μία κοινότητα κάτω ἀπό ἕνα Ποιμένα.
β) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων-(ἀκοινωνησίας)-
ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου
Στὸ Φανάρι ἀπὸ τὴν Μείζονα Ἐπιτροπή,
ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο ἐπιτροπές, τῶν Πανορθοδόξων καὶ Παγχριστιανικῶν
ζητημάτων, καθορίστηκε ὑποεπιτροπή, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε ἀπὸ τοὺς Μελίτωνα Ἡλιουπόλεως,
Σταυρουπόλεως Μάξιμο, Μύρωνα Χρυσόστομο καὶ τοὺς καθηγητὲς Ἐμμανουὴλ Φωτιάδη καὶ
Βασίλη Σταυρίδη καί ἀποδέχθηκε τὴν ἀνάγκη ἄρσης τοῦ ἀναθέματος (ἀκοι-νωνησίας),
ἀλλὰ διχάστηκε σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς Ἄρσης τῶν Ἀναθεμάτων-Ἀκοινωνησίας. Τελικὰ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν
τυπικῶν δια-δικασιῶν στὶς 7
Δεκεμβρίου 1965 ἔγινε ἡ τελετὴ ἄρσης τῶν ἀναθεμάτων-ἀκοινωνησίας. Ἔτσι
τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων πραγματοποίησε ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος τῆς
Κωνσταντίνουπόλεως ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ μασώνου καὶ τυμπανιαίου Ἀθηναγόρα.
Ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος, ποὺ ἦρε τὸν
ἀφορισμό, ἦταν ἁρμόδια, κατὰ τοὺς Λατινόφρονες, γιὰ κάτι τέτοιο, ἐπειδὴ ἀποτελοῦσε
ἀδιάσπαστη συνέχεια τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1054, ὑποστήριξε ὁ μέγας
μασῶνος, ἀναθεματισμένος καί τυμπανιαῖος Ἀθηναγόρας. Ἔκτοτε κηρύχθηκε ἐπισήμως καὶ θεσμικὰ ἡ
αἵρεση τῶν Λατινοφρόνων πού πλέον ἐκκλησιοποιήθηκε καὶ ἐξέπεσαν ἐπισήμως
τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἱερωσύνης οἱ Παπόδουλοι, κατά τούς α΄
καί β΄ Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν α΄ τοῦ Ἁγίου Μεγάλου
Βασιλείου.
Ὁ αἱρετικός Παπόδουλος καί Λατινόφρων «Γερμανίας» Αὐγουστῖνος
Λαμπαρδάκης «χρίεται» ἀπό Καρδινάλιο, ἐπισφαγίζοντας ἐπισήμως τήν ἕνωση μέ τούς
Λατίνους
ΓΙΑ
ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ, ΟΜΩΣ,
μὲ δεδομένο τὸ γεγονός, ὅτι τὸ ἀνάθεμα τοῦ 1054 ἐπιδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς
Κωνσταντινουπολεως καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς,
τίθεται ἀφενὸς ζήτημα ἀνεπάρκειας καὶ ἀναρμοδιότητας τῆς Συνόδου, καὶ ἀφ’ ἑτέρου
καὶ κυρίως τὰ ὑπό τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἐπιβληθέντα ἀναθέματα δὲν αἴρονται
ποτέ. Καὶ τὸ ἐπιχείρημα πὼς τάχα ἡ Γ΄
πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου, ἦταν ἡ πηγὴ ἐξουσιοδότησης γιὰ τὴν πράξη τῆς
ἄρσης τῶν ἀναθεμάτων-ἀκοινωνησίας, δὲν εἶναι ἰσχυρό, καθὼς ἡ «πανορθόδοξη» δὲν ἦταν Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι ἀρμοδιότερη, γιὰ νὰ ἐξουσιοδοτήσει τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο,
γιὰ νὰ ἐκπροσωπήσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ ἄρει τὸ ἀνάθεμα. Ἔτσι
παραμένει καὶ τὸ ζήτημα τῆς δικαιοδοσίας τῆς πατριαρχικῆς συνόδου. Ἀπὸ τὴν
πλευρὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Λατινοφρόνων αἴρεται, ὡστόσο, ρητὰ καὶ
κατηγορηματικὰ τὸ ἀνέθεμα καί ἡ ἀκοινωνησία τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ 1054 καὶ
ὁδηγεῖ τοὺς Παπόδουλους καὶ τοὺς πρὸς αὐτοὺς
κοινωνικοὺς στὸν πνευματικὸ θάνατο.
Ἀναλυτικώτερα:
H AΡΣΗ ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ
(Τό 1965 ἔγινε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ὄχι ἄρση τῶν ἀναθεμάτων)
Γεγονότα
πορείας τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
τοῦ status quo αὐτῆς, συνέβησαν στό
Σαμπεζύ στίς 19 Ὀκτωβρίου
2013, ὅπου ἐπαναβεβαιώθηκε ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος - ἀκοινωνησίας μεταξύ της Ὀρθοδόξου
τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ.
Ἐπειδή ὁ ἐχθρός της Πίστεώς μας εἶναι ἤδη ἐντός τῶν τειχῶν, παραθέτω ἀποσπάσματα κειμένων καί δύο σχόλια σημαντικά πού ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Νικόλαος Γ. Σαββόπουλος, τ. διευθυντής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Κορίνθου.
Διαβάζουμε στή ROMFEA.GR:
«Ὁ Πρύτανις τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ
Φριβούργου (Freiburg) κ. Guido Vergauwen … ἐχαιρέτισε τήν ἐποικοδομητικήν συμβολήν τῶν
δύο θεσμῶν εἰς τό ἀπό
κοινοῦ ὀργανωθέν Συνέδριον, μέ θέμα:
« Ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος καί ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία»,
διά τόν διάλογον καί διά τήν προσέγγισιν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι, ἀπό τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τό
1965, δέν εὑρίσκονται
πλέον ὑπό καθεστώς ὁριστικοῦ σχίσματος, ἀλλά
διακοπῆς τῆς ἐκκλη-σιαστικῆς κοινωνίας.»
http://romfea.gr/…/mitropoleis-ex…/19770-2013-10-20-22-30-01
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Στό
βιβλίο τοῦ Ἀθ. Σακαρέλλου: «Ἔγινε ἡ Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀναφέρεται τό Γαλλικό κείμενο τῆς συμφωνίας «Κοινή Δήλωσις» τοῦ 1965, ὅπου στήν παράγραφο 4 τῆς συμφωνίας χρησιμοποιεῖται ἡ λέξη excommunication, αὐτό σημαίνει, ὅτι
μέ τή συμφωνία αὐτή ἔχει ἀρθεῖ ἡ «ἀκοινωνησία», τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, σέ ἀντίθεση μέ
τήν ἐπίσημη ἑλληνική μετάφραση, πού ὁμιλεῖ, δῆθεν, γιά ἄρση Ἀναθεμάτων, πρός καθησυχασμό τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἕνωση, δυστυχῶς, ἔχει γίνει, ἁπλά πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί
χρονικά, σταδιακά, ἀνάλογα μέ
τίς ἀντιδράσεις.
Καί
γιά νά μήν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «ἀκοινωνησία» τοῦτο ἀποδεικνύεται
καί ἀπό τό ἴδιο τό Γαλλικό κείμενο τῆς συμφωνίας,
πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές ἡ ἔκφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «ἐκκλησιαστική κοινωνία», ὅπως ὀρθά ἀποδίδεται ἀπό τήν ἐπίσημη ἑλληνική
μετάφραση καί ὄχι ὡς «ἐκκλησιαστικό ἀνάθεμα».
Στήν
πραγματικότητα, λοιπόν, ἡ κοινή
δήλωση τό 1965, στό Γαλλικό κείμενο, ὁμιλεῖ γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας
καί ὄχι γιά «ἁπλῆ ἄρση
τοῦ Ἀναθέματος» μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν.
Τό
γεγονός αὐτό ἐξηγεῖ ὅλα τά μεταγενέστερα γεγονότα, ὅπως συμπροσ-ευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τῆς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους,
πού δέν ὑπῆρχε ἀξιόλογη ἀντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις καί συμφωνίες,
μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ
Πάπα Ρώμης στήν Ἁγία Πρόθεση,
γεγονός πού παραδέχθηκε, ὅτι ἔπραττε ὁ ἴδιος ὁ ἀναθεματισμένος Ἀθηναγόρας, μνημόνευση δημόσια τοῦ Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταία του ἐπίσημη ἐπίσκεψη
καί ἄλλες παρόμοιες πράξεις.
Καί
σέ ὅλα αὐτά πρωτοστατοῦσε τό Φανάρι
καί ἀκολουθοῦσαν μέ παρό-μοιες πράξεις καί ἄλλες
τοπικές Ἐκκλησίες.
Αὐτό ἀποτελεῖ, ἐκ τῶν πραγμάτων, ἕνωση καί ἔμπρακτη
ἐφαρμογή ὄχι ἁπλά τῆς ἄρσεως τοῦ Ὁριστικοῦ Σχίσματος, ἀλλά ἄρση καί τῆς Ἀκοινωνησίας.
Ἡ ἕνωση ἐφαρμόζεται σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, ὅπως ὀρθά ἐπι-σημάνθηκε, ἀνάλογα μέ τίς ἀντιδράσεις
καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά κατα-στεῖ ἡ ἕνωση πλήρης,
ἐπισφραγίζοντας τό ἤδη ὑφιστάμενο ἀπό ἐτῶν πραγματικό καθεστώς. (Ἀπόσπασμα ἀπό ἄρθρο τῆς
Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως «Κοσμᾶς Φλαμι-άτος»).
Ἡ Κοινή δήλωση τοῦ Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί τοῦ (σ.σ.
ψευδο)-Πατρι-άρχου Ἀθηναγόρου
στά Γαλλικά:
http://www.vatican.va/…/rc_pc_chrstuni_doc_19650107_athenag…
ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ
ΑΡΘΡΟ:
Η ΑΡΣΗ ΤΩΝ
ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ
Τοῦ Ἀρχιμ. Ἀθανασίου,
Προηγουμένου τοῦ Μεγάλου
Μετεώρου
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε
μέ τήν περίφημη «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ
Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού
πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ
μονομερῆ ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου.
Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
ἡ ὁποία:
«μέ πολλήν
δυσμένειαν ἐπληροφορήθη
τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι-άρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Ἀθηναγόρα. Οὐδείς
ἔχει τό
δικαίωμα νά προβαίνη εἰς
παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει
μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία».
Δήλωση
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, ἐφημ. «Ὀρθόδοξος
Τῦπος»:
Νοέμβριος
1965: Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση
τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε (σ.σ. ψευδεπίσκοπος) Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος
ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα
πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀποκαλύπτει
τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων
πού ἀντήλλασσαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε
ὁ Πατριάρχης
νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός
σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστῖνος Μπέα».
Καί
συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: »Λίγο
καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι
τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη.
Τόν ρώτησα:
-Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος;
Μοῦ λέει:
-Καλή ἰδέα, δέν ξέρω, πώς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω, ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε
λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.»
Ἐρώτηση δημοσιογράφου Γ. Μαλούχου:
“-Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος;”
Ἀπάντηση (σ.σ. ψευδοαρχιεπισκόπου):
«Καί
τά δύο αὐτά
μαζί πηγαίνουνε,
γιατί, ὅταν
κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα,
τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε
ὁ Πάπας
Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε
ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ
Ἀνατολῆς καί Δύσεως». (Γ.
Μαλούχου, «Ἐγώ ὁ Ἰάκωβος»,
σελ. 196-197).
Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς
Συνόδου, πού πραγμα-τοποιεῖτο ἐκεῖνο τό
διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας
καί «ἀναγνώριση» τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο
τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων» ὑπάρχει ὁ ὅρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη
μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριαρχείου μεταφράζεται πονηρά καί σκόπιμα ὡς «ἀναθέματα».
Τό κείμενο,
δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας».
«Οἱ «New York Times» μετέδωσαν
τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν
τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς
7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν
τοῦ excommunicatio -(τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου)- εἰς
τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό
τέλος τοῦ σχίσματος
τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν
τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ.
Φαίνεται πλέον σαφῶς, ὅτι
τό Ἑλληνικόν
κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν
ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
ἦτο
τεχνηέντως παραπλανητικόν.
Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν». (Πατρός Ἰω. Ρωμανίδου, «Ὀρθόδοξος καί Βατικάνειος
συμφωνία περί Οὐνίας»,
Χαρακτηριστικόν,
ἐπίσης, εἶναι ὅτι:
«ὁ
Πάπας Ἰωάννης
Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)… ἐξέφρασε τήν βεβαιότητά του, ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη, («In der Tat war die Wiederherstellung der Einheit der Christen)»
(σ.σ.ψευδοπατριάρχης
Ἀθηναγόρας:
«…εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον.
Τό ἴδιον
βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια
καί ἰδιαιτέρως τό
ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί
εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον;».
Συμπεράσματα:
Μακαριώτατε,
τά μεγέθη τά ὁποῖα
καλούμαστε νά διαχειριστοῦμε σήμερα εἶναι ἀσύλληπτης καί αἰώνιας ἀξίας! Αφοροῦν
αὐτή τήν ὑπόστασή μας ὡς προσώπων καί ὡς Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Οἱ ἐνέργειες
τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου μᾶς πλήττουν καίρια στήν καρδιά τῆς Ὁμολογίας
μας καί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, οὕτως ὥστε, ἄν γίνουν ἀποδεκτές, μᾶς ἀκυρώνουν
ὡς Ὀρθοδόξους! Δέν εἶναι δυνατόν, ἑπομένως, νά γίνουν ἀντικείμενο
διαπραγμάτευσης, οὔτε μποροῦν ἐκβιαστικές τακτικές, νά ὁδηγήσουν σέ ὑποχωρήσεις
πού ἀφοροῦν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας. Ὡς γνωστόν τά τῆς Πίστεως θέματα οὐδέποτε διά μεσότητος ἐλύθησαν. Ὁ αὐτοσεβασμός καί ἀξιοπρέπειά μας ὡς ἐπί
τριάντα χρόνια διακεκριμένου καθηγητοῦ καί θεράποντος τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης σέ
διάφορα πανεπιστημιακά Ἱδρύματα τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, δέν
μοῦ ἐπιτρέπουν κανενός εἴδους ἀναθεωρήσεις καί διαφορετικῆς ἀξιολόγησης τῶν πλήρως
ἀποδεδειγμένων καί πασιδήλων γεγονότων, κατά τά ἐκτεθέντα ἀνωτέρω λεπτομερῶς, ἀλλά
καί τῶν προσχηματικῶν ἐπιχειρημάτων κυριολεκτικῶς ὡς καπνοῦ διαλυθέντων διά τῆς
ἀντιπαραθέσεως τῆς συντριπτικῆς καί καταλυτικῆς Πατερικῆς Γραμματείας, τῆς
διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου
λογικῆς τῆς διαμορφωθείσης ὡς ἐσωτερικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας, (Ἀποστολοπαραδότου Πίστεως), ἀλλά καί τοῦ
ἡμετέρου μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου.
Ἡ ὑπόληψή μου, ἡ διαχρονικά καί διεθνῶς ἀναγνωρισμένη τιμή μου ὡς καθηγητοῦ τοῦ
δικαίου, ἀλλά κυρίως τόσον ἡ εὐθύνη μου ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία μας, στόν Θεόν,
στά πνευματικά μου τέκνα, στούς ἀδελφούς μου καί ἀπέναντι στήν μνήμην τῶν ἡρωικῶς
καί μαρτυρικῶς ὑπέρ τῆς Πίστεως τελειωθέντων ὅσον καί ἀπέναντι στίς μελλοντικές γενεές, γιά τίς ὁποῖες σήμερα
γράφουμε ἱστορία, πού θά μείνει ὡς παρακαταθήκη πολύτιμη στούς ἑπομένους,
δέν μοῦ ἐπιτρέπουν κανένα δογματικόν μηνιμαλισμόν καί οὐδεμίαν παρέκκλιση ἀπό
τήν ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν Πίστιν. Οἱαδήποτε οἰονεί δυσμενής διοικητική
πράξη εἶναι, κατά τά ἐκτεθέντα, δυνατόν, νά προσβληθεῖ εἴτε κατ’ ἔνστασιν εἴτε
δι’ ἀπευθείας προσφυγῆς μέ δραματικές συνέπειες.
Ἀσπαζόμενος τήν ἡμετέραν δεξιάν καί ἐξαιτούμενος τήν εὐχήν
Σας,
ὁ ἔσχατος τῶν Ὑμετέρων πνευματικῶν τέκνων,
π. Νικόλαος Δημαρᾶς.
10 Οκτ
2021
Γράφει ο Μέτοικος
αρθρογραφεί για katanixi.gr…
“Δεν γίνεται
άνθρωπε να είσαι και με τον Καίσαρα και με το Θεό!”
Στην
Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο επίσκοπος Ιλίου, Αχαρνών
και Πετρουπόλεως Αθηναγόρας, εισηγήθηκε την εφαρμογή ενός «ενιαίου
πλαισίου προστασίας των στελεχών της Εκκλησίας», από τις επιθέσεις
εκείνων των πιστών που φρονούν: όσα οι Απόστολοι εδίδαξαν, που λαλούν
όσα οι Διδάσκαλοι εδογμάτισαν, που κηρύσσουν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και
τιμούν «τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν
Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι…».
Αλλοίμονο! Ο Ιλίου Αθηναγόρας μεταλλάχθηκε και, από επίσκοπος φάνηκε
διώκτης τύραννος των ευσεβών;
Με
εισήγησή του στην Ιεραρχία, αντί να προτείνει η «χλιαρή
πίστη» των επισκόπων να γίνει ένθερμη, να σταματήσει η «ἐκκοσμίκευση
τῆς συνοδικότητας», να ανακοπεί η «ἀλλοίωση τοῦ
φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας», να πάψουν από τους επισκόπους τα
φαινόμενα «ἀνυπακοής καί ἐγωιστικής αὐτοδιάθεσης», να
σταματήσουν τα «ψήγματα προτεσταντισμοῦ καί αἱρετικῶν
δοξασιῶν» από τους επισκόπους και, επιτέλους, να εγκολπωθούν οι
επίσκοποι το «γνήσιο ὁμολογιακό πνεύμα» ώστε να ειρηνεύσει το
χριστεπώνυμο πλήρωμα, προτείνει:
Τους
πιστούς χριστιανούς «πού βασανίζονται ἀπό μιά περίπλοκη ψυχοπαθολογία»
και, με τα κείμενά τους «καλοῦν τόν λαό σέ ἀποτείχιση ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀνυπακοή
στήν Ἱερά Σύνοδο»! ή να τους «αγνοήσουμε» αφήνοντας τους
«νά συνεχίσουν νά δροῦν ἀνεξέλεγκτα ἐντός κι ἐκτός Ἐκκλησίας, σκανδαλίζοντας
τούς πιστούς κι ὁδηγώντας πολλούς ἐξ αὐτῶν στήν ἀπόλυτη πλάνη καί σέ πράξεις
πού ἐλλοχεύουν πολυεπίπεδους κινδύνους» ή, να τους
αντιμετωπίσουμε εφαρμόζοντας «ἕνα ἑνιαῖο πλαίσιο προστασίας τῶν στελεχῶν
τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ποιμνίου μας ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν πάσης φύσεως δημαγωγῶν,
συνωμοσιολόγων καί ὑβριστῶν τοῦἔργου καί τῆς προσφορᾶς μας»!!!
Ποιους καλεί, ο επίσκοπος Ιλίου Αθηναγόρας, να αποδεχθούν την
εφαρμογή του σκοτεινού και, πάντως, δυσοίωνου «πλαισίου προστασίας» που
προτείνει; Μα, τους συνεπισκόπους του, δηλαδή, αυτούς που εκλέγονται «μόνο με το παρασκήνιο», όσους υπέστησαν
κατά τον οφικιάλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Χρήστο Γιανναρά μια «κυριολεκτικά υπαρκτική μετάλλαξη και από σερνάμενες
κάμπιες μεταμορφώθηκαν σε χρυσοστολισμένες πεταλούδες» και
ντυμένοι, πάντα κατά τον οφικιάλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με «Σάκο
αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και
δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να τους κρατάει την «ουρά», έγιναν
«σεβασμιότατοι, [που] όλοι γονατίζουν μπροστά τους και [τους] προσκυνούν».
Ποιοι πρέπει να αντιμετωπιστούν διωκόμενοι; Όσοι εγκολπώθηκαν το
λόγο του Απ. Παύλου «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸὑπὲρ
Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν».
Τι
μπορεί να περιλαμβάνει αυτό το «ἑνιαῖο πλαίσιο προστασίας τῶν στελεχῶν τῆς
Ἐκκλησίας», του οποίου ο εισηγητής φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται
ότι οι Χριστιανοί δεν πτοούνται από διώκτες τυράννους, ότι η Εκκλησία δεν
αντέχει και άλλη διχόνοια, ενώ αγνοεί ότι η ουσία Της είναι η καλλιέργεια της
ομόνοιας και ενότητας;
Τι
μπορεί να σημαίνει, γιαυτήν την «ομόνοια και ενότητα», η απόφαση της Ιεραρχίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος για «Τήν λήψη τῶν ἀπαραίτητων μέτρων γιά τήν ἀνάσχεση
τοῦ κύματος ἀνάδειξης «αὐθεντιῶν», οἱὁποῖες δροῦν διασπαστικά ἐντός του Σώματος
τῆς Ἐκκλησίας»;
Ποια
τα απαραίτητα μέτρα, που θα περιορίσουν τις «αυθεντίες», αφήνοντας το ρόλο
αυτό στους «χθεσινούς «Μήτσους», «Κώτσους» ή «Παναγήδες»;
Μήπως
οι αφορισμοί; Ασφαλώς, σύμπασα η Ιεραρχία όπως και ο επίσκοπος Ιλίου
Αθηναγόρας, γνωρίζουν ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουν ακουσίως,
βεβαίως-βεβαίως, συμμάχους τους εχθρούς της Εκκλησίας και, εδώ, δεν νοούνται οι
επίσκοποι, αλλά οι δυνάμεις εκείνες που διακρίνονται για το αντικληρικό τους
μένος και ελέγχουν Μέσα Κοινωνικής Αποβλάκωσης. Με τον πρώτο αφορισμό θα
ξεσηκώσουν και τις πέτρες, προκειμένου να κατηγορήσουν την Εκκλησία για
σκοταδισμό!
Λοιπόν,
αν όχι ο φόβος του αφορισμού, ποιο μέτρο σωφρονισμού μπορεί να κρύβει αυτό «το
πλαίσιο προστασίας των στελεχών», που αποδέχθηκε η Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδος; Με ποιον τρόπο δεν θα «δοθεί
χώρος στους διώκτες των επισκόπων να επεκταθούν»;
Μήπως
θέτοντας σε αργία, όσους Ιερείς υπερασπίζονται φανερά την Ορθοδοξία;
Με
τον τρόπο αυτό, οι επίσκοποι θα αποκαλυφθούν ως λυκοποιμένες και, δεν θα
αποτειχίσουν έναν Ορθόδοξο Ιερέα, αλλά εκατοντάδες Ορθοδόξους χριστιανούς!
Είναι
μια κάποια λύση τα «κέντρα αναμόρφωσης»; Το μέτρο
αυτό έχει σοβαρές δυσκολίες, διότι, όπως όλα τα κέντρα «ανάπλασης» χαρακτήρων
και πιστεύω, για να είναι αποδοτικά πρέπει να έχουν ένα αυστηρό σύστημα
απόλυτου φυσικού και ψυχολογικού ελέγχου.
Αναμφίβολα,
στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπάρχουν επίσκοποι που σπούδασαν
επιτυχώς την επιστήμη της ψυχολογίας για να τα διευθύνουν, όμως, η δυσκολία
βρίσκεται στο ότι πρέπει τους χριστιανούς που πιστεύουν το «πειθαρχεῖν
δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις», με τη βία να τους μετατρέψουν σε
τροφίμους αυτών των «κέντρων αναμόρφωσης» με ενιαύσια παραμονή για να
ολοκληρωθεί η «εκπαίδευσή» τους και, μετά την «οικουμενιστική αναμόρφωσή» τους,
θα πρέπει οι «ανανήψαντες» να κάνουν οπωσδήποτε μια εξάμηνη πρακτική, για να
βεβαιωθούν οι «αναμορφωτές» ότι το έργο τους πέτυχε.
Η
Οργουελική αυτή εκδοχή «προστασίας των στελεχών της Εκκλησίας» δεν υπάρχει στις
προθέσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου κρίνοντας, βεβαίως, από τις εισηγήσεις
του στην Δ.Ι.Σ και στην Ιεραρχία και, λογικά, δεν πρέπει να υφίσταται ούτε και
στο πίσω μέρος του μυαλού των επισκόπων που κάνουν ότι δεν άκουσαν ή, αν
άκουσαν, γράφουν στα πορφυρά τους υποδήματα το λόγο του Αγίου Παϊσίου: «Ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνει ὅ,τι θέλει»!
Λοιπόν,
για τους χριστιανούς, που μοναδικό άρθρο στη ζωή τους είναι το «Ἐμοὶ γὰρ
τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸἀποθανεῖν κέρδος», προφανώς και δεν έχει καμία
αξία το περιεχόμενο του «ἑνιαῖου πλαισίου προστασίας τῶν στελεχῶν τῆς
Ἐκκλησίας», αξίζει όμως να ερωτηθούν οι Επίσκοποι Τι σόι «αλιείς
ανθρώπων» είναι όταν αποφασίζουν ότι
«πρέπει νά ἀποφεύγονται ἀκραῖες ἐνέργειες καί ἐκδηλώσεις καί τά
θέματα νά ἀντιμετωπίζονται μέ σύνεση, νηφαλιότητα καί διάκριση, μέσα ἀπό τό
συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας», για να «μή
διαταραχθεῖἡἑνότητα μεταξύ Ἱερᾶς Συνόδου καί χριστεπωνύμου πληρώματος, μεταξύ
πίστεως καί ἐπιστήμης!!, μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας!!!» και
ταυτόχρονα υιοθετούν τις προτάσεις του επισκόπου Ιλίου Αθηναγόρα;
Τέλος, επίσκοπε Ιλίου Αθηναγόρα, ποιοι «ὑποσκάπτουν μεθοδικά τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας»; Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί που
τιμούν «τοὺς τῆς εὐσεβείας Κήρυκας», που στοιχούνται στην
πίστη των Αποστόλων, στην πίστη των Πατέρων της Εκκλησίας ή, οι επίσκοποι που
συνπροσεύχονται με αλλόπιστους, που κοινωνούν Ουνίτες, που αναγνωρίζουν και
συλλειτουργούν με τους σχισματοαιρετικούς της βαρθολομαίικης ψευδοεκκλησίας στην
Ουκρανία, οι επίσκοποι που μεταδίδουν τη Θεία μετάληψη με πλαστικά κουτάλια και
ασπάζονται το Άγιο Ευαγγέλιο και τα ιερά Εκτυπώματα του Κυρίου, της Παναγίας
Μητέρας Του και των Αγίων φορώντας φίμωτρο;
Ποιοι «ὑποσκάπτουν μεθοδικά τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας» επίσκοπε Ιλίου
Αθηναγόρα;
Οι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί που οδοιπορούν με παρρησία το δρόμο του Θεού, ακούγοντας
το λόγο του Κυρίου «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος
Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ
θεῷ» ή οι επίσκοποι που επικροτούν τη δήλωση του Αρχιεπίσκοπου
Ιερώνυμου ότι: «Ὁ τρόπος πού καλεῖται νά λειτουργήσει ἡ Ἐκκλησία καί οἱ
ποιμένες της στήν σημερινή ἐποχή εἶναι αὐτός τῆς σχοινοβασίας»!!
τουτέστιν της χλιαρότητας! Του φόβου! Του υπολογισμού! Των ίσων αποστάσεων και,
πάντως, η λειτουργία της Εκκλησίας και των ποιμένων της με τον τρόπο της
σχοινοβασίας, μόνο «γνήσιο ὁμολογιακό πνεύμα» δεν
έχει.
Επίσκοπε
Ιλίου Αθηναγόρα την κρίσιμη ώρα, θα ακούσετε τη φωνή του Κυρίου: «οἶδά
σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. οὕτως ὅτι
χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»,
διότι δεν είστε επίσκοποι, αλλά σχοινοβάτες!
Δεν γίνεται άνθρωπε να είσαι και με τον Καίσαρα και με το Θεό!
Ἐάν δέν ἄλλαξεν ἡ Ἐκκλησιολογία μας καί τό Ἑνωσιακόν
μνημειῶδες κείμενον παραμένει ὡς ὑπεγράφη καί ἴσχυσεν, τότε ἰσχύουν καί ὅλα τά ἀναφερόμενα κατωτέρω ἐπακριβῶς, καθότι τούς
Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές τούς θεωροῦμε ἐκπεσόντας τῆς Πίστεως καί τούς «ἐπισκόπους»
καί «ἱερεῖς» τους ὡς ψευδεπισκόπους καί ψευδοποιμένες καί τούς συνεορτάζοντες, συντελετουργοῦντες,
συναγελαζομένους, συμπνευματιζομένους καί πνευματικά συνεργοῦντες μετ’
αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν ὡς κοινωνοῦντες,
(συλλειτουργοῦντες κατά τόν γνωστόν πανεπιστημιακόν
καθηγητήν Δρα κ. Πέτρον Κουτσοῦκον ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ), τῇ Οἰκουμενιστικῇ καί
Νεοημερολογιτικῇ αἱρέσει καί ἰδιαιτέρως,
κατά τούς Κανόνες:
Ἱερός Κανών τῆς ΛΖ΄Λαοδικείας:
«Ὅτι οὐ δεῖ παρά Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν
τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς».
Ἑρμηνεία Ἁγίου
Νικοδήμου στό Πηδάλιον:
«Δέν πρέπει κατά τόν
Κανόνα τοῦτον νά λαμβάνῃ τινάς Χριστιανός Ὀρθόδοξος τά δῶρα ὁποῦ στέλλουσιν εἰς
αὐτούς οἱ Ἰουδαῖοι καί αἱρετικοί, ὅταν
ἔχουν τάς ἑορτάς των, ἀλλ’ οὔτε νά
συνεορτάζει ὅλως αὐτοῖς. Ὅρα καί τόν με΄ καί ο΄ Ἀποστολικόν».
Ὁ σ. Ἀττικῆς κ.
Μανιώτης Χρυσόστομος ὄχι μόνον ἔλαβε τά ὑπό
τοῦ αἱρετικοῦ Νεοημερολογίτου καί Οἰκουμενιστοῦ πεμπόμενα ἑορταστικά, ἀλλά ἐποίησεν καί τό μεῖζον, ἔδωσε δῶρα στόν Οἰκουμενιστήν
Νεοημερολογίτην κ. Ἀθηναγόραν καί συνεόρτασεν
τελετουργικῶς, (πρόκειται περί
συντελετουργίας, ἐνεργείας μείζονος τῆς συμπροσευχῆς), μετά τοῦ Ἰλίου Ἀθηναγόρα,
ὄντος κατά τούς Ἱερούς Κανόνες αἱρετικοῦ Οἰκουμενιστοῦ καί Νεοημερολογίτου ἀναθεματιζομένου
ὑπό τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας:
«....ὡς ἤδη,
λοιπὸν, σεσηπόσι καὶ τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Εκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς,
ΑΝΑΘΕΜΑ (τρις)».
Λοιπόν, ὡς ἤδη σαπισμένους ἀπό τήν Αἵρεση καί μέ τήν δικήν τους βούληση
ἀποκομμένους ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ΑΝΑΘΕΜΑ (τρις).
Τοῖς ἐπιμένουσι τῇ εἰκονομάχῳ αἱρέσει, μᾶλλον δὲ τῇ χριστομάχῳ
ἀποστασίᾳ, καὶ μήτε διὰ τῆς μωσαϊκῆς νομοθεσίας πρὸς τὴν σωτηρίαν αὐτῶν
ἀναχθῆναι βουλομένοις, μήτε ταῖς ἀποστολικαῖς διδασκαλίαις ἐναστραφθῆναι τὴν
εὐσέβειαν προαιρουμένοις, μήτε [ταῖς] πατρικαῖς παραινέσεσι καὶ εἰσηγήσεσι τῆς
πλάνης αὐτῶν ἐπιστραφῆναι πειθομένοις, μήτε τῇ συμφωνίᾳ τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν
οἰκουμένην ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ δυσωπουμένοις, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαξ ἑαυτοὺς τῇ τῶν
Ἰουδαίων καὶ ῾Ελλήνων μερίδι καθυποβαλλομένοις· ἃ γὰρ ἀμέσως ἐκεῖνοι εἰς τὸ πρωτότυπον
βλασφημοῦσι, καὶ οὗτοι διὰ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος εἰς αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν
εἰκονιζόμενον τολμᾶν οὐκ ἐρυθριῶσι· τοῖς
οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις καὶ πρὸς πάντα λόγον θεῖον καὶ
πνευματικὴν διδασκαλίαν τὰ ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη λοιπὸν σεσηπόσι καὶ
τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Εκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα (γ΄).
ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (§ 34 )
ΟΙ ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ: ΠΡΟΣΟΧΗ-ΠΡΟΣΟΧΗ.
ΟΣΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ-ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ
ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ ΤΟΥΣ, Μ Ο Λ Υ Ν Ο Ν Τ Α Ι ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ. ΣΚΟΤΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ
ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΤΟ ΟΡΘΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΒΗΛΟ,
ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ. ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ
ΑΥΤΟΥΣ, ΕΞΕΛΘΕΤΕ ΕΚ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΩΝ, ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΘΗΤΕ ΚΑΙ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ ΜΗ ΑΠΤΕΣΘΕ.
Η ύπαρξη του μολυσμού από μαρτυρίες στην Γραφή, στις Οικουμενικές
Συνόδους και στους Αγίους Πατέρες:
Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ ἐπιστολή της «Ἡ
ἁγία σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν, καὶ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων Βασιλέων ἐν τῇ
Ἐφεσίων μητροπόλει συγκροτηθεῖσα, τοῖς ἀγαπητοῖς, καὶ ποθεινοτάτοις
συλλειτουργοῖς, τοῖς κατὰ τὴν Κπολιν διατρίβουσιν, καὶ τοῖς εὐλαβεστάτοις
πρεσβυτέροις, καὶ διακόνοις τῆς αὐτῆς Κπόλεως», λέγει: «... καὶ παντοίους γενομένους ἐκκόψαι τὸν
τῆς ἀσεβείας κήρυκα, τὸν ἀσεβέστατον Νεστόριον καὶ τὰς ἐκκλησίας τοῦ τοιούτου καθαρθῆναι μύσους».
Ὁ Νεστόριος πρὸ τῆς ἐκκοπῆς του ὑπὸ τῆς Συνόδου ἀποτελοῦσε «μύσος» (=ρύπος, ἀκαθαρσία) τῶν
Ἐκκλησιῶν. Καὶ ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ προέδρου αὐτῆς ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (βλ. κατωτέρω), αὐτὸς ὁ μολυσμὸς τοῦ Νεστορίου τὸν καθιστοῦσε ἀκοινώνητο ὑπὸ τῶν
Ὀρθοδόξων πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του, ὥστε νὰ παραμείνουν καθαροὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν
κοινωνοῦσαν μαζί του.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σὲ λόγον
του ἀπολογητικὸν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον
βασιλέα Θεοδόσιον, λέγει: «Ἦταν δὲ
καὶ ἑτέρως χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖον, στὸ ὑμέτερον κράτος, νὰ ἀπομακρύνετε ἀπὸ τῶν θείων
θυσιαστηρίων αὐτὸν ποὺ τὰ μολύνει...».
Ὁ Νεστόριος πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του
μόλυνε τὰ θεῖα θυσιαστήρια, ὅ,τι λέγεται ὑπὸ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς. Ὁ ἅγιος Κύριλλος σὲ ἄλλο ἀπόσπασμά του ἀναφέρεται
στὸν μολυσμὸν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν αἱρετικῶν λέγοντας: «Ἑπομένως λοιπόν,
εἶναι ἄνομος πράξη καὶ βεβήλωση καὶ ὑπὸ δίκην αἵματος, τοῦ νὰ ἀγαπάει κανεὶς νὰ συναυλίζεται μὲ τοὺς ἀνοσίους αἱρετικοὺς
καὶ τὴν πρὸς ἐκείνους νὰ διατηρεῖ κοινωνίαν». Αὐτὸ συνεπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ
τὴν ἀμέσως ἑπομένη παράθεση, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξάγεται, ὅτι αὐτὴ ἡ βεβήλωση προέρχεται ἐκ τῆς κοινωνίας
ἀκαταγνώστων αἱρετικῶν. Σὲ ἐπιστολήν του πρὸς τὸν κλῆρον καὶ λαόν τῆς
Κπόλεως, πρὸ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, λέγει: «νὰ
ἀναζωπυρώνετε πάντοτε αὐτὴν τὴν πίστη καὶ νὰ
τηρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας ἀσπίλους καὶ ἀμώμους, οὔτε κοινωνώντας μὲ τὸν
μνημονευθέντα (τὸν Νεστόριον),
οὔτε νὰ τὸν προσέχετε ὡς διδάσκαλον, ἐὰν μένει λύκος ἀντὶ ποιμένος».
Περιέχεται στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
κείμενον τοῦ Ἰουστινιανοῦ, στὸ ὁποῖο, λέγεται: «ἀπαγορεύομεν δὲ καὶ παντὶ τῷ
τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ διασπᾶν ἐπιχειροῦντι, εἴτε κατὰ τὴν Νεστορίου
τοῦ φρενοβλαβοῦς ὑφήγησιν, εἴτε κατὰ τὴν ἀνόητον Εὐτυχοῦς παράδοσιν, εἴτε κατὰ
τὴν Σευήρου βλασφημίαν ταὐτὰ κἀκείνοις νοήσαντος, εἴτε τῶν ἐκείνοις
ἀκολουθούντων ταῖς ἁγιωτάταις Ἐκκλησίαις ταραχὰς ἐμβάλλειν, καὶ φθέγγεσθαί τι
περὶ πίστεως, ἀλλὰ θεσπίζομεν ἕκαστον τῶν τοιούτων τὴν ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ μηδὲ
συγκαλεῖν εἰς ἑαυτόν τινας, μήτε προσιόντας δέχεσθαι, ἢ
παραβαπτίζειν θαῤῥεῖν, ἢ τὴν ἱερὰν κοινωνίαν ῥυπαίνειν, καὶ
ταύτης μεταδιδόναι τισίν». Τὸ ὅτι ἀφορᾶ ἀκατακρίτους-μήν
διαγνωσθέντας αἱρετικοὺς ἡ συγκεκριμένη μαρτυρία φαίνεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ
κείμενον, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὁποιονδήποτε κληρικὸν (ἢ καὶ μὴ), ποὺ κηρύττει
κακοδόξως «καὶ φθέγγεσθαί τι περὶ πίστεως» εἴτε κατὰ τοῦ Νεστορίου, εἴτε
κατὰ τοῦ Ευτυχοῦς, εἴτε κατὰ τοῦ Σεβήρου βλασφημία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνδημοῦσα
Σύνοδος στὴν Κπολη τὸ 536, τοῦ ἁγίου Μηνᾶ Πατριάρχου Κπόλεως, καθαίρεσε τὸν
Ἄνθιμο Κπόλεως καὶ τοῦ ἀφαίρεσε τὴν ἱερωσύνη.
Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἀκαθαίρετοι κληρικοὶ ρυπαίνουν «τὴν ἱερὰν κοινωνίαν».
Ἀλλοῦ στὰ Πρακτικὰ τῶν Συνόδων λέγεται: «...καὶ ἀνιάτως πρὸς τὴν οἰκείαν ἔχειν
δυσσέβειαν (ὁ Ἄνθιμος), καθαιρέσεως αὐτῷ προῆλθε ψῆφος, ἀρχθεῖσα μὲν ἀπὸ
Ἀγαπητοῦ τοῦ τῆς ὁσίας καὶ ἀοιδίμου μνήμης προέδρου τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης,
συμπερασθεῖσα δὲ παρὰ Μηνᾶ τοῦ ἁγιωτάτου τῆς βασιλίδος πατριάρχου, καὶ τῆς παρ’
αὐτῷ συγκροτηθείσης εὐαγεστάτης συνόδου. κἀντεῦθεν οὐ τῆς Τραπεζουντίων μόνον
διαπέπτωκεν Ἄνθιμος ὁ μνημονευθείς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ
ἐνεργείας τοῦ παντὸς χωρισθεὶς τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας σώματος...». Καὶ
κατωτέρω: «προσιέμεθα (=ἀποδεχόμαστε) τὴν
ἐπὶ Ἀνθίμῳ καθαίρεσιν...ἀλλότριον τοῦτον ὁριζόμεθα πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ
ἐνεργείας, καὶ αὐτῆς δὲ τῆς καθολικοῦ προσηγορίας, ὥσπερ γάρ, οὐδεμία τῷ σκότει
πρὸς τὸ φῶς κοινωνία, οὕτως οὐδὲ καταῤῥυπαίνεσθαι
τὰς ἱερὰς προσήκει λειτουργίας ὑπ’ ἀνδρῶν οὐκ εἰλικρινῶς τὸν Δεσπότην
πρεσβευόντων Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν». Ὁ Ἄνθιμος χρημάτισε Πατριάρχης
Κπόλεως τὸ 535-536, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς Μονοφυσίτης, ἡ αὐτοκράτειρα
Θεοδώρα τὸν ὤθησε πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Σεβήρου καὶ τὸν προώθησε στὸν θρόνον.
Ὡς πρὸς τὴν καθαίρεση τοῦ Ἀνθίμου ποὺ κάνει ἀναφορὰν τὸ κείμενον· αὐτὴν τὴν
καθαίρεση κάνει ἀποδεκτὴν ὁ Πέτρος Ἱεροσολύμων συνοδικῶς καὶ τὴν ἀποδέχθηκε, διότι θὰ κατερρυπαίνοντο οἱ ἱερὲς
λειτουργίες ἐὰν παρέμενε ἀκαθαίρετος. «οὕτως οὐδὲ καταῤῥυπαίνεσθαι τὰς ἱερὰς
προσήκει λειτουργίας ὑπ’ ἀνδρῶν οὐκ εἰλικρινῶς τὸν δεσπότην...».
Ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποδέχθηκε τὸν μολυσμὸν ἐκ τῆς διαμνημονεύσεως ἀκαθαιρέτου
αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου! (Γιὰ τὴν τεκμηρίωσή του ὁ
ἀναγνώστης ἂς ἀνατρέξει στό πόνημα τοῦ π.
Εύγενίου, πρεσβυτέρου Ὁ μολυσμὸς ἐκ
τῆς διαμνημονεύσεως, σσ. 172 κ.ἑ.).
Ὁ Nεοημερολογίτης + Μελέτιος (Καλαμαράς) λέγει: «Ἡ αἵρεσις καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς
αἱρετικοὺς μιαίνει τὴν καθαρότητα τῶν μυστηρίων. Ἄρα, ἡ καθαίρεσις τοῦ Πάπα ἦτο
χρέος ἔναντι τῆς καθαρότητος καὶ σωτηριώδους ἐνεργείας τῶν ἁγίων Μυστηρίων,
ἀφοῦ αὐτὰ μιαίνονται, ὅταν κατ’ αὐτὰ μνημονεύωνται αἱρετικοὶ
ἐπίσκοποι...». Αὐτὰ τά τοῦ Μελετίου Καλαμαρᾶ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους
στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (Βλ. Μελετίου Καλαμαρᾶ «μητροπολίτου» Νικοπόλεως, Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, Εἰσαγωγή,
Πρακτικά, Σχόλια, Ἀθῆναι 1985).
Τα αναθέματα είναι επισημοποίηση και απαραίτητη
γνωστοποίηση της συνειδητής αυτοαποκοπής των αιρετικών προσώπων από τον Θεόν
και την Εκκλησίαν Του, ως εσχάτη παιδαγωγική μέθοδος σωφρονισμού, φωτισμού
και μετανοίας, “ους παρέδωκα τω σατανά ίνα παιδευθώσιν μη βλασφημείν” (Α΄ Τιμ.
1, 20). Επίσης συναποτελούν ΘΕΜΕΛΙΑΚΗΝ και ουσιώδη ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΝ ΜΕΘΟΔΟΝ προστασίας των υπολοίπων υγειών, πιστών μελών της
Εκκλησίας από αυτό το επικινδυνότατον καρκίνωμα και ΤΌΝ ΚΑΚΟΗΘΗ ΟΓΚΟΝ που
λέγεται αίρεση. Ὅπως αὐτό τονίζεται καί διευκρινίζεται στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν
Κείμενον. Βλ. ἀναλυτικότερα κατωτέρω, μαζί μέ τήν Ὁμολογίαν Πίστεως τῆς ἀδελφῆς
Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἱερός Κανών Ο΄ Ἀποστολικός:
«Εἰ τις Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ ὅλως
τοῦ καταλόγου τῶν Κληρικῶν νηστεύοι μετά Ἰουδαίων, ἤ ἑορτάζοι μετ’ αὐτῶν,
ἤ δέχοιτο παρ’αὐτῶν τά τῆς ἑορτῆς ξένια, οἷον ἄζυμα, ἤ τί τοιοῦτο
καθαιρείσθω, εἰ δέ Λαϊκός εἴη ἀφοριζέσθω».
Ὁ σ. Ἀττικῆς κ.
Μανιώτης Χρυσόστομος ὄχι μόνον δέχθηκε δῶρα, ἀλλά ἐποίησεν καί τό μεῖζον ἔδωσε
δῶρα στόν Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν Ἰλίου κ. Ἀθηαναγόραν.
Ὡς Ἰουδαῖοι σήμερα,
σύμφωνα μέ ὅλους τούς ἑρμηνευτές, λογίζονται οἱ αἱρετικοί, (ὡς εἶναι οἱ
Νεοημερολογίτες καί οἱ Οἰκουμενιστές αἱρετικοί).
Ἱερός Κανών ΜΕ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων
«Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς
συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς
ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». (Ὁ σ. Ἀττικῆς κ.
Χρυσόστομος ἐπέτρεψεν στόν Οἰκουμενιστήν καί αἱρετικόν Νεοημερολογίτην κληρικόν
π. Βαγγελη Παπανικολάου, νά ὁμιλήσει μέσα στήν ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας Σουμελᾶ ἐπί
τέσσερα περίπου λεπτά, δεχόμενος τά ἐγκώμιά του καί ἐπ’ ἀφορμῇ τῶν 25 χρόνων τῆς
ἀρχιερατείας του. Μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν, τό κήρυγμα ἐπ’ ἐκκλησίαις εἶναι
ἡ σπουδαιότερη λειτουργική πράξη!).
Ἱερός Κανών ΣΤ΄
Λαοδικείας
«Περί τοῦ μήν συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς, εἰσιέναι
εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει».
Ὁ Ἀττικῆς κ. Μανιώτης
Χρυσόστομος ἐπέτρεψεν στόν
Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν π. Βαγγέλη Παπανικολάου νά εἰσέλθει στόν Ἱερόν
Ναόν καί μάλιστα ἐποίησε τό μεῖζον:
ἐπέτρεψεν εἰς αὐτόν νά ὁμιλήσει καί νά τόν ἐγκωμιάσει δίδοντας εἰς αὐτόν βῆμα (μετά
μικροφώνου) ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ἁγίας Κασσάνδρας
συμπληρουμένης τῆς εἰκοσιπενταετίας τῆς ἀρχιερατείας του τό 2024.
Οἱ Ἱεροί
Κανόνες ἀπαγορεύουν καί τό ἁπλῶς συνεσθίειν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀφορίζουν
καί καθαιροῦν τούς συναγελαζομένους μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἔτι περισσότερον τῶν προσφερόντων
καί δεχομένων δῶρα -(καί δή
ἐπισήμως ὅπως ἐποίησεν ὁ Ἀττικῆς κ. Μανιώτης ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ)-
παρ’ αὐτῶν κατ’ ἐξοχήν καί
πολύ περισσότερον γιά τό ἀνταλλάσσειν δῶρα καί συνεορτάζειν μετ’ αὐτῶν (ΛΖ΄ τῆς
Λαοδικίας). .
Κατά συνέπειαν, καί σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, οἱ ποινές τοῦ
«συνεύχεσθαι» μετά αἱρετικῶν ἰσχύουν καί γιά τόν συναγελασμόν Ἡ σύναξη ἄρχισε
καί τελείωσε μέ τό εὐλογητός-δι’εὐχῶν, ἀλλά ὁ συμπνευματισμός καί ἡ πνευματική
συνέργεια καί ὁ συναγελασμός μετά τῶν αἱρετικῶν εἶναι βαρυτέρα πράξις τῆς
συμπροσευχῆς ὡς ἀπεδείξαμεν, καί πάλιν ἐκθέτομεν στό τέλος τοῦ παρόντος
ὑπομνήματος.
Ἰδιαίτερα σημαντικός γιά τήν κατανόηση τοῦ, ποιά
προσευχή μέ αἱρετικούς ἀπαγορεύεται εἶναι ὁ ΞΕ΄ (ἤ ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλῆ
Κανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ):
«Εἰ τις κληρικός, ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς
συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω, καί
ἀφοριζέσθω».
Συναγωγή
αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἄνομον συνέδριον, στό ὁποῖον συνέπραξε, συναγελαζόμενος
συμπνευματιζόμενος καί πνευματικά συνεργών -(ἐνέργειες ἐφάμιλλες καί μᾶλλον
πλέον ἀξιοκατάκριτες ἀπό τήν συμπροσευχήν)- ὁ κ. Χρ. Μανιώτης, ἀφοῦ
συνευρέθη μετά τῶν ψευδεπισκόπων τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος, τῶν Νεοημερολογιτῶν
στήν Θεσσαλονίκη, ὅπως τούς χαρακτηρίζει καί τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας
κείμενον τοῦ 2014 (περί τοῦ ὁποίου βλ. ἐκτενῶς κατωτέρω).
Καί μόνον αὐτός ὁ Κανόνας καταρρίπτει τόν
ἐσφαλμένο ἰσχυρισμόν, ὅτι τάχα «οἱ σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν
πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" μόνον πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ
συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (+Βλάσιος Φειδᾶς), καί
τάχα «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν
ἀνωτέρω Κανόνων, -(πού ἀπαγορεύουν τόν συναγελασμόν-συμπνευματισμόν καί τήν
πνευματικήν συνέργειαν στήν αἱρετικήν συναγωγήν τῆς Θεσσαλονίκης)- ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί
αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν
ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν»
(ὅπως σκόπιμα καί ἐντελῶς ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Οἰκουμενιστής καθηγητής
Βλάσιος Φειδᾶς+).
Ὅταν ὁ ΞΕ΄ Ἀποστολικός ἀπαγορεύει τό «εἰσέλθοι ... προσεύξασθαι»
ἀσφαλῶς καί δέν ἐννοεῖ μόνον τό συλλείτουργον, διότι δέν νοεῖται κοινή Θ.
Λειτουργία μέ Ἰουδαίους στήν συναγωγήν τους!
Τό ἴδιο, ὅμως, ἀκριβῶς, συμβαίνει, καί τίς ἴδιες,
ἀκριβῶς, ποινές ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία στούς λαμβάνοντας τά πεμπόμενα ὑπό τῶν
αἱρετικῶν δῶρα καί πολύ περισσότερον στούς προσφέροντας ἑορταστικά, ἀλλά καί
συνεορτάζοντας μέ τούς αἱρετικούς μέ τόν ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ:
«ὅτι οὐ δεῖ παρά τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά
πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς». Καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται ὁ
ταῦτα λαμβάνων. (Καί πόσον μᾶλλον, ὅταν ὁ ἴδιος προσφέρει δῶρα
σέ αἱρετικούς «ἐπισκόπους» ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ δημόσια καί θεσμικά καί δή
προβάλλοντας πάντα ταῦτα δημόσια καί ἐπιδεικτικά στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς
μητροπόλεώς του).
Ἀναφέρουμε ἐπίσης ὡς σχετικούς καί τούς Ι΄ καὶ ΜΕ ΄
ἀποστολικούς, Α΄, Β΄, Δ΄, καὶ ΣΤ΄ Ἀντιοχείας, ΛΖ΄, ΛΗ΄ καὶ ΛΘ΄ Λαοδικείας, καί
Θ΄ Καρθαγένης.
Ἀπὸ τούς
ἀνωτέρω παραθέτουμε ἰδιαίτερα τὸν Β΄ Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος μὲ μεγαλύτερη
σαφήνεια ἐπιτάσσει:
«Μὴ
ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐπισκόπων, ἡ
πρεσβυτέρων, ἤ διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ
τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν
συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ράλλη Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμ.
Γ΄, σελ. 125-126). Ἡ ἔννοια τῆς
κοινωνίας, κατά τά ἀνωτέρω, δέν εἶναι μόνον λειτουργική, ἀλλά καί προσευχητική, πνευματική, ἤ διά
τῆς ἐπισήμου, θεσμικῆς καί δημόσιας ἀνταλλαγῆς μετά τῶν αἱρετικῶν δώρων
γενομένη συνεορταστική καί συντελετουργική[23].
-Ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἀλλοιώνει τόν χαρακτῆρα τοῦ
ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί μέ τήν ἐπαναλαμβανόμενη[23],
ἀπαράδεκτη γιά τήν ἀγωνιζόμενη Ὀρθοδοξία, στάση του ἐκπληρώνει πλήρως τίς
προϋποθέσεις τοῦ πραγματικοῦ τοῦ ΛΑ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, σέ συνδυασμόν μέ τόν
ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, πού δικαιολογοῦν καί ἐπιβάλλουν ὑποχρεωτικά τήν διακοπήν
τῆς κοινωνίας πρός τόν καλούμενον (κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄) ψευδεπίσκοπον. Ὁ
ΛΑ΄ Ἀποστολικός καί ὁ ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄τόν χαρακτηρίζουν καί διδάσκαλον τῆς ἀσεβείας,
ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον.
Σημειωτέον, ὅτι τίς ἴδιες
ἐνέργειες κάνουν καί οἱ Οἰκουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς ἑτεροδόξους, καί γιαὐτό
διακόπτουμε τήν κοινωνία μαζί τους. Δέν κάνουν κάτι διαφορετικό!
Οἱ αἱρετικοί δέν θεωροῦνται ἀξιόπιστοι
ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διό καί δέν
δύνανται νά ἐξετασθοῦν ὡς μάρτυρες κατά ἐπισκόπων (ΟΕ΄ Ἀποστολικός
Κανόνας), οὔτε ὡς κατήγοροι κατά κληρικῶν (ΡΚΘ΄ Καρθαγένης).
Κατά τήν ἐπιστολήν ΙΑ΄ Νικηφόρου
Κωνσταντινουπόλεως
“οἱ κληρικοί, κοινωθέντες,
λόγῳ κοινωνίας μεθ’ αἱρετικῶν καί μετανοήσαντες, οὐχ ἱερουρουργοῦσιν…”.
Ἀπαγορεύεται ἀκόμη καί τό συντρώγειν μετά αἱρετικῶν, ἐκτός ἐάν ἀπόσχουν τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας, καί ἀκόμη
πιό αὐστηρός εἶναι ὁ Ἱερός Κανόνας, ἀφοῦ ἀπαγορεύει καί τό
συντρώγειν μετά κληρικῶν συμφαγόντων μεθ’ αἱρετικῶν, ἐκτός ἐάν ἐπιστρέψουν
“μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ” (Θ΄ καί Ι΄
Νικηφόρου).[23]
[25] Βλ. συνημμένα, ἀπό τήν ἡμετέραν διατριβήν, Εἰσαγωγή
στήν Ὀρθόδοξη Δογματική, Πάτρα 2024:
Α. Εἰσαγωγή
θεολογική στόν θεσμόν τῆς Ἀποστολικῆς
Διαδοχῆς
1. Ἡ
διαφύλαξη τῆς ἱερωσύνης,
ὡς πηγῆς τῆς
χάριτος καί τῆς εὐλογίας
στήν ἁγιωτάτην ἡμῶν Ἐκκλησίαν
Δέν εἶναι μία νομικιστική θεώρηση ἀνάδειξης καί ἐπαλήθευσης τῆς ἁλυσίδας τῶν διαδοχικῶν χειροθεσιῶν ἡ Ἀποστολική Διαδοχή. Ἡ Διαδοχή ὡς ἀδιάσπαστοι κρίκοι μιᾶς ἁλυσίδας ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν μπορεῖ νά ἀποδεικνύεται ἀπό χειρόγραφα καί καταλόγους
μιᾶς Ἐκκλησίας, ὅτι ὄντως φτάνει, χωρίς καμμίαν
διακοπήν, ἀπό
τούς σημερινούς ἐπισκόπους
μέχρι τούς Ἁγίους
Ἀποστόλους. Μιά τέτοια
διαδοχήν μπορεῖ
νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι ἔχει καί ὁ δυσεβής καί αἱρετικός Πάπας. Δέν ἀρκεῖ νά ὑπάρχουν μόνον ὁ χειροθετῶν, ὁ χειροθετούμενος καί ἡ σχετική τελετουργική πράξη!
Ἐξυπακούεται, βέβαια, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα τῶν ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν προηγούμενον ἐπίσκοπον στόν ἑπόμενον, πού ἀνάγουν τήν ἀρχήν τους στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Χωρίς, ὅμως, νά ὑπάρχει τό παραδιδόμενον, ἡ
πνευματική παρακαταθήκη στήν διάσταση τῆς ὀρθόδοξης
καθολικότητάς της, ὅπως
τήν βίωσε καί τήν προσδιόρισε διαχρονικά ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, μέ τήν ὁμολογίαν, τήν ἄσκηση, τόν ἀγῶνα καί τήν ὀρθόδοξη μυστηριακήν ζωήν τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας, σύμφωνα μέ τήν Ἀποστολικήν Παράδοση, Ἀποστολική Διαδοχή δέν ὑπάρχει!
Τό
παραδιδόμενον καί μεταβιβαζόμενον εἶναι ἡ
πολύτιμη παρακαταθήκη τῆς
καθολικῆς διαχρονικά καί διατοπικά ἀσκητικῆς, ὁμολογιακῆς καί μυστηριακῆς ἐμπειρίας
τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Εἶναι ὁ θησαυρός ὁ ἀτίμητος τῆς δωρεᾶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού
διαφυλάσσεται ὡς
κόρη ὀφθαλμοῦ στό πνευματικόν
θησαυροφυλάκιον τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας! Εἶναι ἡ Ἀποστολική
Πίστη, ἡ Ὀρθόδοξη
πνευματική ἐμπειρία καί ζωή! Ἀποστολική
διαδοχή καί Ἀποστολική Πίστη συγκροτοῦν τήν Ἀποστολικήν
Παράδοση.
Πνευματική
Παρακαταθήκη εἶναι ἡ ἐσωτερική
μυστική μνήμη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἡ ἐμπειρία
τῆς Χάριτος τῆς
Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πνευματική αὐτή ἐμπειρία καί ἡ Χάρις ἀποκτήθηκε μέ τήν μετοχήν στήν ἀλήθειαν καί στήν ὁμολογίαν τῆς Πίστεως, τόσον τοῦ χειροτονοῦντος ὅσον καί τοῦ χειροτονομένου. Πιστοποιεῖται μέ
τήν συμμετοχήν τοῦ
βασιλείου ἱερατεύματος καί τοῦ
κλήρου ὡς ἀληθής
στήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου,
ὅτι ὁ
χειροτονούμενος εἶναι ὄντως
μέτοχος αὐτῆς τῆς
θεοπτικῆς ἐμπειρίας
τῆς Χάριτος καί φορέας τῆς παρακαταθήκης τῆς
καθολικῆς διαχρονικά καί διατοπικά ἀσκητικῆς, ὁμολογιακῆς καί
μυστηριακῆς ἐμπειρίας
τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ πνευματική κατάσταση τῶν μελλόντων ἐπισκόπων μαρτυρεῖται μέ τήν ἄσκητικήν τους ζωήν καί τήν ἐγκράτειαν, μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην καί τήν θυσιαστικήν
προσφοράν, ἐνεργουμένου σ’ αὐτούς,
πρό τῆς χειροτονίας τους, τοῦ
μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί συνεχιζόμενου κατά τήν διακονίαν τους, μετά
τήν χειροτονίαν τους.
Ὡς πνευματική παρακαταθήκη ὁρίζεται ἡ μετοχή στό μυστήριον τοῦ Σταυροῦ, πού ἐνεργεῖται ἤδη στήν Παλαιάν Διαθήκην, ἀλλά φανερώνεται πλήρως στήν
Καινήν, μετά τόν δοξασμόν τοῦ Κυρίου μας μέ τήν Σταύρωση καί τήν τριήμερη Ἀνάστασή Του! Εἶναι ἡ
μετοχή στήν θέαν τοῦ ἀκτίστου
φωτός τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ μας ἡ
πνευματική παρακαταθήκη, πού δηλοποιεῖ ὡς
Προφήτην τόν Ἐπίσκοπον, ὡς ἀληθῆ
διάδοχον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Αὐτή ἠ μυστική ἀντίληψη τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας καί τῆς πνευματικῆς γνώσης, ἀλλά καί ἡ ἐπίγνωση τῆς καθολικότητας τοῦ μυστηρίου τῆς συνέχειας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί τῆς Παραδόσεως ἐν ἁγίῳ Πνεύματι στό πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου, εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά
τήν ἐκλογήν ἑνός προσώπου ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων!
Μετοχήν
στήν θέαν τοῦ ἀναστημένου
Χριστοῦ ἐν δόξῃ καί ἀντίληψη
τῆς μυστηριακῆς ἐμπειρίας
τοῦ πνευματικοῦ πυρός
τῆς Πεντηκοστῆς εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, ἔχουν οἱ Ἅγιοι καί οἱ διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Προφῆτες, ὅπως τούς ἱεραρχεῖ ὁ Μέγας
Παῦλος!
2. Ὁ ἐπίσκοπος
ὡς θεόπτης
Τοιαύτην ἐμπειρίαν τῆς θέας τοῦ Χριστοῦ μας ἀναστημένου εἶχαν οἱ ἅγιοι καί θαυματουργοί Νικόλαοι καί Σπυρίδωνες, χωρίς
νά ἔχουν τήν θύραθεν σοφίαν.
Θεωρίαν Θεοῦ
καί παράλληλα θεολογικήν ἐπιστημονικήν γνώση εἶχαν οἱ Γρηγόριοι οἱ
Θεολόγοι καί οἱ Βασίλειοι, οἱ
Χρυσόστομοι, οἱ Ἀνατόλιοι
καί οἱ Ταράσιοι, οἱ
Φώτιοι καί οἱ Παλαμάδες, οἱ Μᾶρκοι οἱ Εὐγενικοί,
οἱ Μελέτιοι Πηγάδες καί οἱ
Νεκτάριοι Πενταπόλεως. Στούς ἔσχατους δέ καιρούς ὁ Ἰωάννης
Μαξίμοβιτς καί ὁ Μέγας Ἅγιος Φιλάρετος τῆς
Ρωσσικῆς Διασπορᾶς καί ὁ ἅγιος
πρώην Φλωρίνης, ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος Αἰγίνης καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Ἀμφιάλης, ἅγιοι πού ἔφτασαν μέχρις ἡμῶν. Τοιοῦτοι ὀφείλουν νά εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι.
Ἡ γνώση
καί ἡ ἐπίγνωση, ὡστόσον, τῆς καθολικότητας τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς θεόπνευστης Βίβλου καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων,
πού τήν διασφαλίζουν, ἀποκτᾶται ἀπό
τούς πολλούς, πού μέλλουν νά χειροτονηθοῦν
πρωτίστως μέν μέ τήν ἀσκητικοπνευματικήν
ζωήν, ἀλλά δευτερευόντως καί μέ
τήν σπουδήν τῆς Θεολογικῆς Ἐπιστήμης
καί τήν συστηματικήν σέ βάθος μελέτην τῶν
Πατέρων καί τῶν Πρακτικῶν καί ἀποφάσεων
τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλουν νά εἶναι γνῶστες καί ἑρμηνευτές τῆς ἀπ0κεκαλυμμένης ἀλήθειας, γιά νά μποροῦν νά διδάσκουν τό ποίμνιόν
τους, ὅπως ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες![25]
Ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση,
σεβόμενη τούς Ἱερούς Κανόνες ἐξ ἀρχῆς ἵδρυσεν Σχολές, Ἀκαδημίες Μονές, καί σ’
αὐτές σπούδαζαν οἱ μέλλοντες νά ἱερωθοῦν. Τέτοιες σχολές ἦσαν ἡ Μαγναύρα, ἡ Μονή Στουδίου, ἡ Χάλκη, ἡ Ἀθωνιάδα, ἡ
Θεολογική Ἀθηνῶν καί πολλές ἄλλες πανεπιστημιακές σχολές στήν συνέχειαν. Ἀλλά καί ἡ Πολιτεία ζητοῦσε ἐξ ἀρχῆς γιά τούς Ἀρχιερεῖς, νά εἶναι κάτοχοι τοιούτων πτυχίων, γιά νά ἀποκτοῦν Ἐκκλησιαστικήν
συνείδηση, ὅπως δίδασκεν καί ὁ ἀείμνηστος Ποιμενάρχης μας ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος. Καί γιαὐτόν τόν λόγον δέν
προέβη σέ χειροτονίες Ἀρχιερέων, παρά τίς
πιέσεις πού ὑφίστατο.[25]
Ἡ καθολικότητα, ἡ ἀποστολικότητα καί ἡ ἁγιότητα στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας, δέν πιστοποιοῦνται, ἑπομένως, νομικά ἤ ρητορικά μέ τήν ἁπλῆν βεβαίωση μιᾶς συμμαρτυρίας, ἑνός χειροτονητήριου λόγου καί τήν χειροθεσίαν.
Πιστοποιοῦνται οὐσιαστικά καί μυστηριακά
μέ τήν συμμετοχήν τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος, τοῦ ἔθνους τοῦ ἁγίου, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόσον κατά τήν ἐκλογήν τοῦ Ἐπισκόπου, ὅσον καί κατά τήν
χειροτονίαν του ὡς διαδόχου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού ἔχει τελειωθεῖ μέ τήν ἄσκηση καί τήν ὅραση τοῦ Κυρίου Ἀναστάντος, καί σέ δεύτερον
στάδιον ἀπό τήν ψῆφον καί τήν χειροτονίαν
ἀπό τό σύνολον τῶν Ἐπισκόπων!
Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή, ἑπομένως, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν δέν ἐννοεῖται οὔτε ἐμφανίζεται μόνον ὡς μία στεῖρα ἁλυσίδα σειρᾶς ἐπισκόπων, ὡς διαδοχή ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν ἀπό τόν ἕνα ἐπίσκοπον στόν ἄλλον, πού φθάνει μέχρι
τούς Ἀποστόλους. Ἡ Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαντλεῖται μέ τό ἀδιάσπαστον αὐτῆς τῆς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι
σήμερα. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή δέν εἶναι δυνατόν νά χωριστεῖ ἀπό τήν Ἀποστολικήν Παράδοση. Ἡ ἀδιάσπαστη διαδοχή τῶν χειροθεσιῶν ἀπό τούς Ἀποστόλους στούς Ἐπισκόπους μέχρι σήμερα
λειτουργεῖ ὡς τό ὄχημα τῆς μετάδοσης τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης, τῆς παρακαταθήκης τῆς Ὁμολογίας τῆς ὀρθῆς Πίστεως καί τῆς ἀσκητικοπνευματικῆς ζωῆς. Ἡ Ἀποστολική Παράδοση
περιφρουρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες, τούς Ὅρους καί τά Σύμβολα τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων,
πού ἐκφράζουν, καί ἐξασφαλίζουν τό ἀδιάσπαστον ρεῦμα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ξεκινάει ἀπό τό Ὑπερῶον καί φθάνει μέχρις ἡμῶν.
3. Ἡ Ἀποστολική
Παράδοση
Ἡ Ἀποστολική
Παράδοση, δέν εἶναι, λοιπόν, μία ἱστορική ἀνάμνηση, οὔτε πιστότητα στήν Παράδοση
σημαίνει ἁπλά
μίαν πεισματικήν ἐμμονήν
σέ ὅ,τι εἶναι ἀρχαῖον. Ἡ
Παράδοση δέν εἶναι Ἐκκλησιαστική ἀρχαιολογία, ἀλλά πνευματική ζωή. Εἶναι ἡ ἐσωτερική
μυστική καί ζῶσα μνήμη τῆς Ἐκκλησίας,
πού ἐκφράζεται ρητά ἀπό
τούς Ἱερούς Κανόνες καί τά
Σύμβολα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων. Ἡ Ἐκκλησία ὡς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἑρμηνεύει τά Σύμβολα καί ἐφαρμόζει τούς Κανόνες ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τούς θεόπτες ἁγίους Πατέρες καί τούς ἀγωνιζομένους ἐκείνους ὁμολογητές τῆς Πίστεως καί Πατέρες, πού ἔχουν θεωρίαν καί μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πιστότητα, στήν Ἀποστολικήν
Παράδοση δέν εἶναι, λοιπόν, μόνον πιστότητα
στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά πρωταρχικά εἶναι ἕνας
ζωντανός δεσμός μέ ὅλην
τήν πληρότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἡ
πληρότητα στήν Παράδοση σημαίνει συμμετοχήν στήν Πεντηκοστήν, σημαίνει ὁλοκλήρωση
τῆς Πεντηκοστῆς –«ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν.16:13).
Ἡ
Παράδοση εἶναι μία προοδευτική καί ὁδηγητική ἀρχή -ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς καί
τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως.
Οἱ Ἀποστολικοί
χρόνοι δέν εἶναι ἁπλά ἕνα ἀντικειμενικόν ὑπόδειγμα γιά μίμηση καί ἐπανάληψη, ἀλλά εἶναι
μία αἰωνίως ἀνανεούμενη
πηγή ἤ ἐμπειρία
καί ζωή μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, στό
φῶς τῆς
Πεντηκοστῆς.
Παράδοση
εἶναι ἡ ἐξουσία
νά διδάσκει κανείς, νά ὁμολογεῖ, νά
δίνει μαρτυρίαν καί νά κηρύσσει, στηριζόμενος στό βάθος τῆς ἐμπειρίας
τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία
παραμένει πάντα ἡ ἴδια
καί ἀναλλοίωτη. Αὐτή ἡ ἐξουσία τοῦ διδάσκειν περιλαμβάνεται στήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν καί
στηρίζεται σ’ αὐτήν.
Ἡ ἐξουσία
τοῦ διδάσκειν παρέχεται ἀκριβῶς
στούς Ἐπισκόπους. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἀποστολική
ἐξουσία.
Βέβαια
ἡ ἱεραρχία
διδάσκει ὡς ὄργανον
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως, δεσμεύεται ἀπό τήν
συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι
τόσον ἀπό τήν ἄποψη
τοῦ Κανονικοῦ
Δικαίου, ὅσον ἀπό τήν
ἄποψη τῆς
πνευματικῆς ζωῆς καί μαρτυρίας.
Καί ὄχι μόνον τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλά καί ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἐνεργούμενα μέσα στήν Χάρη τῆς ἀλήθειας τῆς ζωοποιοῦ Παραδόσεως καί τῆς συνέχειας τῆς ἐσωτερικῆς καί μυστικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερατική δικαιοδοσία εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ ἕνα ἐπί μέρους σῶμα μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, χωρίς αὐτήν τήν δικαιοδοσίαν, δηλ. στηριζόμενος
ὁ ἐπίσκοπος
μόνον στήν αὐτάρκειαν τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ δέν
μπορεῖ νά χειροτονήσει ἄλλον ἐπίσκοπον
ἔγκυρα ἐν ἁγίῳ
Πνεύματι καί κατά Θεόν, χωρίς τήν ἐκλογήν
τοῦ μέλλοντος νά χειροτονηθεῖ καί ἀπό τόν
λαόν πού θά ποιμάνει. Μία τέτοια χειροτονία εἶναι ὄχι
μόνον ἄθεσμη, κατά τήν Ἁγίαν
Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ἀλλά εἶναι
καί μυστηριακά ἐλλιπής. Κάθε παράβαση τῆς ζῶσας Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων σημαίνει καί ἀπώλειαν τῆς χάριτος, δηλ. σημαίνει ἀπομόνωση, ἀλλοτρίωση, ἀπόρριψη, παραμέληση τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, στένεμα τῆς ἀντιλήψεως περί Αὐτῆς, καί τελικά μείωση τῆς ἀγάπης! Γιατί, ἀκριβῶς, ἡ Ἀποστολική
Διαδοχή καθιερώθηκε γιά χάρη τῆς ἑνότητας
καί καθολικότητας καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνει μέσον χωρισμοῦ καί
διαίρεσης. Ἐπειδή αὐτή ἡ συσσωρευμένη
γνώση καί ἐμπειρία τῆς
Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας
παραθεωρήθηκε, καί κυριάρχησε ἡ
νομικιστική θεώρηση τῆς ἀποστολικῆς
διαδοχῆς καί ἔλλειπαν
οἱ οὐσιαστικές
προϋποθέσεις της, σύμφωνα μέ ὅσα ἀναλύθηκαν
μέχρι τώρα, γιαυτό συνέβησαν πάμπολλα σχίσματα στόν χῶρον τῆς ἀγωνιζομένης
Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἱεραρχία
ἀποκτᾶ τά
διδακτικά της δικαιώματα ἀπό τό Ἅγιον
Πνεῦμα, ὡς
χάρισμα Ἀληθείας, σύμφωνα μέ τόν Ἅγιον Εἰρηναῖον, κατά τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ὡστόσον
ὁ ἐπίσκοπος
ἔχει τήν ἐξουσίαν
νά διδάσκει μόνον μέσα στήν Ἐκκλησίαν,
μόνον μέσα στήν καθολικότητα τοῦ λαοῦ του
καί τοῦ ποιμνίου του πού τόν ἐξέλεξεν.
Παίρνει, βέβαια, τήν ἐξουσίαν καί ἁρμοδιότητα νά διδάσκει ἀπό τόν ἵδιον τόν Χριστόν μας,
στήν διακονίαν τῆς
διδασκαλίας τοῦ Ὁποίου συμμετέχει διά μέσου τῆς χάριτος τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Ἀλλά ἡ ἐξουσία
νά εἶναι ἡ
καρδιά τοῦ λαοῦ του,
δίνεται σ’ αὐτόν ἀπό τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας,
τόν λαόν καί τόν κλῆρον,
καί ἑπομένως, καί ὁ λαός ἔχει
δικαίωμα καί καθῆκον νά μαρτυρεῖ, νά
συναινεῖ ἀλλά
καί νά ἀρνεῖται
τήν συναίνεσή του, στήν ἀναζήτηση
τῆς πλήρους ὁμοφωνίας
καί τῆς πληρότητας τῆς
καθολικότητας. Ἐάν δέ ὁ ἐπίσκοπος
παρεκκλίνει ἀπό τό
καθολικόν δόγμα καί δέν ἐκφράζει
τήν καθολικήν πίστη καί ἐμπειρίαν,
ὁ λαός καί ὁ κλῆρος τόν καθαιρεῖ, ἀποδεικνύοντας
αὐτόν ὡς
ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον, ἀποτειχίζοντάς
τον καί διακόπτοντας τήν κοινωνίαν μαζί του, κατά τόν ιε΄Ἱερόν Κανόνα τῆς ΑΒ΄
Συνόδου![25]
Μέ βάση αὐτές τίς γενικά καί διαχρονικά παραδεδεγμένες
θεολογικές ἀρχές
εἶναι δυνατόν νά προχωρήσουμε καί νά δοῦμε τήν Ἀποστολικήν
Διαδοχήν στήν πραγματικήν της θεολογικήν καί πνευματικήν της διάσταση, παίρνοντας ὡς βάση τούς Ὅρους, τούς Κανόνες καί τά
Σύμβολα τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τήν διαχρονικήν
συνείδηση τῆς
ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Χειροτονεῖται, ἑπομένως,
ὡς Ἐπίσκοπος,
διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
ὁ Προφήτης[25], ἐκεῖνος
πού μετέχει στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει
θέαν Θεοῦ, ὁ
Θεόπτης, πού ἐκφράζει τήν καθολικότητα τῆς Παραδόσεως καί τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς!
Ἐκεῖνος
πού πέρασεν ἀπό τό
στάδιον τῆς κάθαρσης καί ἔφτασεν
τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ
φωτισμοῦ καί, εἰ
δυνατόν, στήν θέαν τῆς
Δόξης τοῦ Θεοῦ, τῆς
θεώσεως!
Οἱ Ἅγιοι
Φιλάρετος, Νέας Ὑόρκης καί Ἀνδρέας,
Νέου Ντιβέγιεβο
στό
Αὐτοί πού ἔχουν ἀξιωθεῖ τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός ἤ βρίσκονται τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ ἀναγνωρίζονται
ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας,
ἐκλεγόμενοι ἀπό τόν
λαόν τοῦ Θεοῦ, τό
βασίλειον ἱεράτευμα, πού θά ποιμάνουν.Ἔχουν, πρῶτον, τό σύμψηφον τοῦ λαοῦ καί δεύτερον τοῦ κλήρου καί τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκολουθεῖ ἡ χειροτονία τους ὡς Ἐπισκόπων καί ἡ ἐγκατάστασή τους στήν ἐπισκοπήν, γιά τήν ὁποίαν ἐξελέγησαν.
Ἐπίσκοποι,
κατά τά ἐκτεθέντα, ὀφείλει
νά γίνονται ἐκεῖνοι
πού συμμετέχουν στήν πληρότητα τῆς
Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖνοι
πού εἶναι ἀληθινοί
θεολόγοι μέ τήν οὐσιαστικήν ἔννοιαν
τοῦ ὅρου, ἐκεῖνοι
πού ἔχουν θέαν Θεοῦ, πού δέν θέτουν θεμέλιον τῆς θεολογίας τους καί τῆς διδασκαλίας τους κάποιαν
μεταφυσικήν σκέψη ἤ
κάποιον φιλοσοφικόν στοχασμόν περί Θεοῦ
ἤ ἀφθαίρετες ἐκτιμήσεις καί σκέψεις
περί «σωτηρίας» τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι ἐκφραστές
τῆς ἀσκητικῆς καί
θεοπτικῆς ἐμπειρίας
τῆς Ἐκκλησίας,
ἐπειδή, ἀκριβῶς, γνωρίζουμε, ὅτι «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατότερον»
κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον.
Ἀπόστολος εἶναι ὁ ἑωρακώς
τόν Χριστόν ἀναστημένον ἐν δόξῃ καί ὁ διάδοχός του εἶναι ὁ
Προφήτης, ὁ ἔχων θέαν Θεοῦ, ὁ ἐπίσκοπος
μέ τήν πνευματικήν καί τήν πλήρη θεολογικήν ἔννοιαν, πού εἶναι φορέας τῆς ὁλότητας τῆς Παραδόσεως[25],
τῆς Ὀρθόδοξης Πίστεως καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἔχει ὡς περιεχόμενον συνεορτασμούς – συντελετουργίες - συμπνευματισμούς
καί πνευματικές συνέργειες μετά αἱρετικῶν
Φράγγων, Μονοφυσιστῶν ἀλλά
καί Οἰκουμενιστῶν καί Νεοημερολογιτῶν.
4. Ὁ ἐπίσκοπος ὡς
θεολόγος
Ὁ
Θεούμενος, ἤ ὁ
βρισκόμενος τοὔλάχιστον στό στάδιον τοῦ θείου
φωτισμοῦ δέν
ἔχει, βέβαια, κωλύματα ἱερωσύνης, ἀλλά δέν ἔχει καί κωλύματα, λόγῳ ἐλλείψεως θεμελιωδῶν θεολογικῶν γνώσεων καί ἀρχῶν τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ὅπως τίς διατύπωσαν οἱ Πατέρες οἱ μεγάλοι Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας μας καί οἱ Οἰκουμενικές καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι:
-Ὅτι, τό κακόν δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεόν.
-Ὅτι τό προπατορικόν ἁμάρτημα δέν συνίσταται στήν
κληρονομίαν τῆς
ἐνοχῆς τῶν Πρωτοπλάστων.
-Ὅτι δέν ἐπλήγει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν παρακοήν τῶν Πρωτοπλάστων.
-Ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τιμωρός, δέν ἐκδικεῖται, δέν ὀργίζεται καί δέν εἶναι ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
-Ὅτι δέν εἶναι ὁ Θεός δημιουργός τοῦ θανάτου.
-Ὅτι δέν ἱκανοποιεῖται ὁ Θεός οὔτε μέ δῶρα, οὔτε μέ τά ἔργα τῆς πεπτωκυίας ἀνθρωπίνης φύσεως, μέ τά ὁποῖα δῆθεν ἀποκαθίσταται ἡ τρωθεῖσα ἀπό τήν ἀποστασίαν δικαιοσύνην του.
-Ὅτι ἀντίκειται στήν φύσιν τοῦ Θεοῦ ἡ δημιουργία τῆς κολάσεως.
-Ὅτι δέν ὑπάρχει καθαρτήριον πῦρ.
-Ὅτι στήν παλιγεννεσίαν θά ἀποκατασταθεῖ ἡ ἀνθρώπινη
φύσις, ἀλλά ὄχι καί
ἡ θέληση.
-Ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ
Χριστοποίησή του, μέ τήν μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Χριστοῦ.
-Ὅτι ἡ ἀκαδημαϊκή
θεολογική σκέψη τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου μέχρι καί τῶν
μέσων τοῦ 20ου αἰῶνα ἦταν
βαθιά ἐπηρεασμένη ἀπό τήν
Παπικήν θεολογίαν[25].
- Ὀφείλει
κάθε μελλοντικός Ἐπίσκοπος, ἐπίσης, νά γνωρίζει σέ βάθος τήν Ὀρθόδοξη
Δογματικήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων
καί Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, γιά τό Μυστήριον τῆς Παναγίας Τριάδος, γιά τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, γιά τήν
Θεότητα τοῦ
Παναγίου Πνεύματος, γιά τήν θέση τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου στήν Ἐκκλησίαν, γιά τήν διάκριση τῶν δύο φύσεων στόν Χριστόν
μας, γιά τήν ὕπαρξη
δύο θελήσεων καί δύο ἐνεργειῶν ἐν Χριστῷ, γιά τήν θεολογίαν τῶν ἁγίων εἰκόνων καί τήν θεμελιώδη
διάκριση κτιστῶν
καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν, τίς προϋποθέσεις μετοχῆς στό ἄκτιστον φῶς, ἀλλά τοῦ ἀδυνάτου προσπελάσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλει νά γνωρίζει τήν διδασκαλίαν
τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό
βάπτισμα, γιά τό μυστήριον τῆς Μετανοίας καί γιά τίς προϋποθέσεις τῆς μετοχῆς
στήν Θείαν Εὐχαριστίαν,
τίς κανονικές καί οὐσιαστικές προϋποθέσεις
τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Ἱερέως, γιά τό μυστήριον τῆς κουρᾶς τῶν Μοναχῶν, τίς διακρίσεις τοῦ μικροῦ καί τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, τό ὀρθόδοξον Τυπικόν τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας καί γενικότερον νά
γνωρίζει τό αἰώνιον
Τυπικόν καί τά τοῦ Πασχαλίου καί Ἑορτολογίου
τῆς Ἐκκλησίας.
Β. Ἡ ἐκλογή τῶν Ἐπισκόπων
Ἡ ἐκλογή
τῶν ἐπισκόπων
ἀπό τόν κλῆρον
καί τόν λαόν τῆς ἐπισκοπῆς, τήν
ὁποίαν πρόκειται νά ποιμάνoυν, θεσπίζεται
ἀπό πολλές Συνοδικές διατάξεις Οἰκουμενικῶν καί
πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλά
κυρίως ἀπό τήν ζῶσαν
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας.
Κατ’ ἐξοχήν
θεσπίζεται ἀπό τήν ἁγίαν
Τετάρτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τό 451
στήν Χαλκηδόνα, καί μάλιστα ἡ βασική διδασκαλία γιά τήν ἐκλογήν
καί τήν χειροτονίαν τῶν ἐπισκόπων ἀναπτύσσεται
ἀπό τόν
Ἅγιον Ἀρχιεπίσκοπον
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ἀνατόλιον,
(πρόεδρον τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς), πού στηρίζεται στήν Ἱεράν Παράδοση καί στίς
διατάξεις τῶν
Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν ἄλλων Συνόδων!
“Ἀνατόλιος ὁ εὐλαβέστατος
ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης εἶπεν:
Τούς ἀθέσμως ἑαυτούς ἁρμόσαντας τῇ τοῦ Χριστοῦ νύμφῃ, τῇ κατά Ἔφεσον
φημί ἁγιωτάτῃ ἐκκλησίᾳ, τούτους εἰκότως ἐννόμως ἑαυτῆς ἀπέβαλεν (…) δοθήσεται δέ τῇ Ἐφεσίων
μητροπόλει ἐπίσκοπος ὁ παρά
Θεοῦ ἀναδεδειγμένος
καί παρά πάντων τῶν
μελλόντων ποιμαίνεσθαι ψηφιζόμενος εἰς τήν
τῆς ἐκκλησίας
τῆς ἐκεῖ[25]
χειροτονίαν (…)
Ἡ ἁγία
Σύνοδος εἶπεν: Αὕτη
δικαία ψῆφος. Αὕτη
δικαία κρίσις.”[25]
Αὐτή ἡ
βασική παραδοχή τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος
ἐκλέγεται, “παρά πάντων τῶν
μελλόντων ποιμένεσθαι ψηφιζόμενος”, εἶναι ἡ ἔκφραση
τῆς Κανονικῆς
τάξεως τῶν Συνόδων καί τῆς ζῶσας Ἱερᾶς
Παραδόσεως, ὅπως διαμορφώθηκεν ἀπό τήν
ἐκκλησιαστικήν συνείδηση τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ μας, πού
ἴσχυεν ἀπό
τούς Ἀποστολικούς χρόνους!
Ἐδῶ θά πρέπει νά ἐξετασθεῖ στό φῶς τῆς Ἱερᾶς
Παραδόσεως καί τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας
μας καί ὁ πολυπροβαλλόμενος ἀπό τόν
θρόνον τῆς Πόλεως ΚΗ΄ Ἱερός Κανόνας
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς[25].
Ὅπως
γνωρίζουμε ἀπό
τήν διδασκαλίαν τῶν
ἁγίων Συνόδων καί τήν Ἱεράν μας Παράδοση εἶναι
δύο τά ἐπίπεδα ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων[25].
Ὁ ΙΣΤ΄ Ἱερός
Κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας (341) ρυθμίζει τά δύο ἐπίπεδα ἐκλογῆς, ὅταν ὁρίζει:
α) ὅτι σέ πρῶτον ἐπίπεδον ἐκλογῆς ἐπισκόπου συμμετέχει ὅλος ὁ λαός (“κἄν πᾶς ὁ λαός ἕλοιτο
αὐτόν”), καί
β)
σέ δεύτερον ἐπίπεδον,
ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἐγκατάσταση ἐπισκόπου “δίχα συνόδου
τελείας”. Τέλεια δέ εἶναι ἐκείνη ἡ σύνοδος, στήν ὁποίαν συμπαρέστη καί ὁ τῆς μητροπόλεως, μητροπολίτης,
ὁ ὁποῖος ὡς ἐπίσκοπος ἔχει καί αὐτός πρότερον ἐκλεγεῖ παρά πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι.
Στό πρῶτον ἐπίπεδον ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων σημαντικοί εἶναι οἱ Ἱεροί
Κανόνες Ε΄ καί ΙΓ΄ τῆς Συνόδου
τῆς Λαοδικείας, πού ἔγινεν τό 380 μ.Χ.
Ἡ ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων, γιά νά εἶναι ἔγκυρη, ὄφειλε νά γίνεται ἐξάπαντος ἐντός τῆς ἐπισκοπῆς.
Ἡ ἐπιμονή
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου στήν ἀρχήν πού θέτουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος
ἐκλέγεται “παρά πάντων τῶν μελλόντων
ποιμαίνεσθαι ψηφιζόμενος”, ἀπηχεῖ τήν ἀποστολικήν
παράδοση καί τήν ἀπό τῶν πρώτων χρόνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας
διαμορφωθεῖσαν συνείδηση.
Μέ τήν
ἀπόφαση τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου ὁρίζεται, ὅτι
μαζί μέ τόν κλῆρον
καί τόν λαόν τῆς Μητροπόλεως ψηφίζουν
καί οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι καί
αὐτοί πρότερον ἔχουν ὡς ἐπίσκοποι
ἐκλεγεῖ ἀπό ὅλους ἐκείνους
πού πρόκειται νά ποιμάνουν καί τούς ἄλλους τούς πρό αὐτῶν κανονικῶς καί ἀποστολικῶς χειροτονηθέντες ἐπισκόπους.
Ὁ ΚΗ΄ Ἱερός Κανόνας τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς θεσπίζει, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος
ἐκλέγεται ἀπό τόν
κλῆρον καί τόν λαόν τῆς ἐπισκοπῆς, τήν
ὁποίαν θά ποιμάνει, καί αὐτό θά
συνεχίσει νά ἰσχύει γιά τούς ἐπισκόπους
τῆς ἐπαρχίας.
Γιά τούς μητροπολίτες, ἀποκλειστικά
καί μόνον γι’ αὐτούς, τά ψηφίσματα τοῦ
κλήρου καί τοῦ λαοῦ θά ἀπευθύνονται, ἀναφορικά μέ τίς συγκεκριμένες μητροπολιτικές
περιφέρειες Πόντου, Ἀσίας
καί Θράκης, στόν Ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως:
“ἑκάστου
μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων
μετά τῶν τῆς ἐπαρχίας
ἐπισκόπων καθώς τοῖς
θείοις κανόσι διηγόρευται. Χειροτονεῖσθαι
δέ, καθώς εἴρηται τούς μητροπολίτας τῶν
προειρημένων διοικήσεων παρά τοῦ Κωνσταντινουπόλεως
ἀρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά τό ἔθος
γινομένων, καί ἐπ’ αὐτόν ἀναφερομένων”.
Στά
ψηφίσματα αὐτά ἀποκλείονται
οἱ ἀκροώμενοι
καί οἱ ὄχλοι κατά τούς Ε΄καί ΙΓ΄ Ἱερούς Κανόνες τῆς Λαοδικείας (380 μ.Χ.), ἀλλά:
“ψηφίζεσθαι
μέν παρά τῶν ἑκάστης
μητροπόλεως κληρικῶν καί
κτητόρων καί λαμπροτάτων ἀνδρῶν ἔτι μήν καί παρά τῶν κατά τήν ἐπαρχίαν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων πάντων ἤ τῶν πλειόνων, καί ἐπιλέγεσθαι ὅνπερ ἄν οἱ προειρημένοι ἄξιον εἶναι τῆς κατά τήν μητρόπολιν ἐκκλησίας ἐπίσκοπον δοκιμάσοιεν”.[25]
Γ. Ἡ Ἀποστολική
Παράδοση καί Διαδοχή
Ἀνεπίληπτοι
ὀφείλουν νά εἶναι οἱ ἱερεῖς καί
οἱ Ἀρχιερεῖς πού
πρόκειται νά χειροτονηθοῦν.
Μέ τίς εὐχές τους θά ἐπικαλοῦνται τήν εὐμένειαν[25] τοῦ Θεοῦ γράφουν καί διδάσκουν ἐσφαλμένα διάφοροι θεολογοῦντες, σάν νά ἦταν ὁ Θεός ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, πού πρέπει
νά ἐξευμενισθεῖ, γιά νά δεῖ τάχα μέ ἱλαρότερον βλέμμα τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους! Δυστυχῶς, τά ἴδια ἐπαναλαμβάνουν καί κάποιοι, ὀλίγων γραμμάτων «ἐπίσκοποι» ἀπό τόν ἡμέτερον χῶρον τῆς ἀγωνιζομένης Ὀρθοδοξίας.
Τήν παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας,
ἀναφορικά μέ τήν χειροτονίαν τῶν Ἐπισκόπων
μαρτυρεῖ καί τό πλῆθος τῶν
διατάξεων τοῦ ἁγίου αὐτοκράτορος
Ἰουστινιανοῦ!
«Μέ
τόν παρόντα νόμον θεσπίζουμε, ὅσες φορές καί σέ ὁποιαδήποτε πόλη ὁ ἱερατικός θρόνος μείνει κενός, νά γίνονται ἐκλογές ἀπό
τούς κατοίκους τῆς πόλεως αὐτῆς καί νά ἐκλέγονται
δύο ἤ τρεῖς, πού νά ἔχουν τήν πίστη ὀρθήν, νά διακρίνονται ἀπό τήν
σεμνότητα τοῦ βίου καί νά μαρτυρεῖται, ὅτι ὁ βίος τους κοσμεῖται ἀπό κάθε ἀγαθήν πράξη, καί ἀπό αὐτούς νά ἐκλέγεται ὁ ἐπιτηδειότερος καί νά προχειρίζεται ὡς ἐπίσκοπος στήν ἐπισκοπήν[25]».
Καί μέ τήν Νεαράν τοῦ Ἰουστινιανοῦ ΡΚΓ΄ θεσπίζεται, ἐπίσης,
ὅτι ὅταν
παραστεῖ ἀνάγκη,
νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος,
νά ἐκλέξουν
α) οἱ
κληρικοί καί
β) οἱ πρῶτοι τῆς
πόλεως
μέ τά
ψηφίσματά τους τρία πρόσωπα,
προκειμένων
τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων … καί νά
διαβεβαιοῦν, ὁρκιζόμενοι μέ τά ψηφίσματα αὐτά, ὅτι
τούς ἐπέλεξαν οὔτε λόγῳ κάποιας δωρεᾶς, οὔτε δεσμευόμενοι ἀπό κάποιαν ὑπόσχεσιν ἤ λόγῳ φιλίας ἤ γιά κάποιαν ἄλλην ὁποιανδήποτε αἰτίαν, ἀλλά ἐπειδή
γνωρίζουν, ὅτι διακρίνονται γιά τήν ὀρθότητα
τῆς πίστεως καί τήν σεμνότητα
τοῦ βίου τους καί νά ἔχουν
συμπληρώσει τό τριακοστόν ἔτος τῆς ἡλικίας
τους[25].
Στήν Ἐπιστολήν
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Πρός τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν τῶν Ἀλεξανδρέων καί τοῖς κατ’ Αἴγυπτον καί Λυβίην καί Πεντάπολιν ἀγαπητοῖς ἀδελφοῖς ὁρίζεται
ξεκάθαρα ἡ ἐκλογή
τοῦ ἐπισκόπου
ἀπό τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, συνεπιψηφίζοντος μέ τόν λαόν καί ἐπιδοκιμάζοντος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἀλεξάνδρειας.
…
«Εἰ δέ τινας συμβαίη ἀναπαύσασθαι τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τηνικαῦτα προσαναβαίνειν εἰς τήν τιμήν τοῦ τετελευτηκότος, τούς ἄρτι προσληφθέντας, μόνον
εἰ ἄξιοι φαίνοιντο, καί ὁ λαός αἱροῖτο, συνεψηφίζοντος αὐτῷ καί ἐπισφραγίζοντος τοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας ἐπισκόπου.»[25]
Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μαρτυρεῖ, ἐπίσης, τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας: «Νεκτάριον ἐπίσκοπον Κων/πόλεως κεχειροτονήκαμεν… ΠΑΝΤΟΣ
ΤΕ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΠΙΨΗΦΙΖΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ»[25]
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων καί τήν ἀδιαμφισβήτητη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποτελεῖ θεμελιώδη κανονικήν ἐκτροπὴν, τό νὰ ἐκλέγει τούς Ἐπισκόπους
μόνη της ἡ Ἱερά Σύνοδος καί νά ἀναπαράγει ἀντικανονικά τόν ἑαυτόν της, ἤ ὅπως, ἀκριβῶς, ἄλλοτε ἐδέχετο διορισμὸν Ἱεραρχῶν ἀπὸ τὴν Πολιτείαν. Τὰ ἐδέχθη αὐτὰ ἡ Ἐκκλησία κατ’ οἰκονομίαν σέ χαλεπούς καιρούς, «ποιουμένη τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν», ὅταν, ὅμως, ἡ ἄλλοτε ἐξαίρεση καθίσταται σύστημα, τότε προκύπτουν τεράστια
προβλήματα πού ἅπτονται αἱρετικῶν πρακτικῶν: εἴτε τῆς αἱρέσεως τῆς Πολιτειοκρατείας, ὅπου τὸ Κράτος
διοικεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε τῆς αἱρέσεως τῆς Δεσποτοκρατείας, ὅπου οἱ Ἀρχιερεῖς διοικοῦν τὴν Ἐκκλησίαν, ἐρήμην τοῦ πληρώματος πού δέν τους ἐξέλεξεν. Ἡ Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων εἶναι σαφεῖς, ὁρίζοντας ὁμοφώνως τὸ «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ», τὸ ὁποῖον ἴσχυεν ἀπ’ ἀρχῆς ἕως καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς κατακτήσεως καθολικῶς, ὡς μαρτυροῦν τὰ ἱστορικά τεκμήρια[25]:
«Μαρτυρίας περὶ τούτου, (δηλ. τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν ἐκλογὴν), παρέχει ἡμῖν ἐκ τῆς ΙΔ΄ ἑκατονταετηρίδος τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως,
ἐξ ὧν ἡ διάταξις τοῦ πατριάρχου Φιλοθέου, ἐκδοθεῖσα κατὰ τὸν Νοέμβριον τοῦ ἔτους 1370, περὶ τῆς χειροτονίας τοῦ μοναχοῦ Ἀνθίμου εἰς μητροπολίτην Οὑγγροβλαχίας, γενομένης τῆς ΕΚΛΟΓΗΣ ΨΗΦῼ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ, ἢ ἡ διάταξις τοῦ πατριάρχου Ματθαίου τοῦ Α΄ ἐκδοθεῖσα κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1400, δι’ ἧς ὁρίζεται, ὅτι πρὸς συμπλήρωσιν τῆς χηρευσάσης ἀρχιεπισκοπῆς Ἀγχιάλου δέον ΝΑ ΠΡΟΒΗ Ο ΤΕ ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΕΙΣ ΕΚΛΟΓΗΝ κατὰ τὰ διατεταγμένα, αὐτὸς δὲ εἶτα ἐξετάσας τὰς σχετικάς μαρτυρίας μέλλει νὰ ἐγκρίνῃ τὴν ἐκλογὴν εἰς ἐπίσκοπον τοῦ μάλιστα ἀξίου ἐκ τῶν τριῶν προταθησομένων
αὐτῷ ὑποψηφίων».[25]
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στίς Πράξεις, α΄, 21 ἑπ. ζητεῖ ἀπό τό πλῆθος νά ὑπδείξει τόν ἀντικαταστάτην τοῦ Ἰούδα. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τό σχετικόν χωρίον, σημειώνει: «Τῷ πλήθει τήν κρίσιν ἐπιτρέπει, τούς τε γενομένους αἰδεσίμους ποιῶν καί αὐτός ἀπαλλαττόμενος ἀπεχθείας τῆς πρός τούς ἄλλους». Ἀργότερα οἱ Ἀπόστολοι ζητοῦν ἀπό τό πλῆθος νά ἐκλέξει ἑπτά διακόνους Πράξεις, στ΄, 2-3. Οὐκ οἰκείᾳ γνώμῃ πράττουσιν, ἀλλά πρότερον ἀπολογοῦνται τῷ πλήθει… Καί τήν κρίσιν αὐτοῖς ἐπιτρέπουσιν καί τούς πᾶσιν ἀρέσκοντας καί ὑπό πάντων μαρτυρουμένους, ἐκείνους προβάλλονται. Τό μέν ὁρίσαι τόν ἀριθμόν καί χειροτονῆσαι καί τό ἐν τῇ χρείᾳ αὐτῶν ἦν, τό δέ ἑλέσθαι τούς ἄνδρας ἐκείνοις ἐπιτρέπουσιν, ἵνα μή δόξωσιν αὐτοί χαρίζεσθαι». «Τί οὔν ἑλέσθαι αὐτόν οὐκ ἐνῆν;» «Καί πάνυ γε! Ἀλλ’ ἵνα μή δόξῃ χαρίζεσθαι, τοῦτο οὐ ποιεῖ».[25]
Καί γιά τήν ἐκλογήν τῶν ἑπτά Διακόνων διδάσκει: «Διό καί οὐ κλήρω αὐτό ἐπέτρεψαν, οὐδέ πάλιν δυνάμενοι αὐτοί ἐκλέξαι πνεύματι κινούμενοι, τοῦτο ποιοῦσι. Ἀπό τῆς τῶν πολλῶν μαρτυρίας, τό δοκοῦν μᾶλλον ἱστῶσιν».[25]
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τόν Γ΄Ἀποστολικόν Κανόνα παρατηρεῖ: «Ὅτι δέ καί οἱ Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ἐψηφίζοντο ὥς οἱ Ἐπίσκοποι, πρόδηλον ἀπό τόν Γ΄ τῆς Ζ΄ (Οἰκουμενικῆς) καί τόν Ζ΄ Θεοφίλου. Καί ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος ἑρμηνεύων εἰς τό Η΄ κεφάλαιον τῶν ἀριθμῶν τό ρητόν ἐκεῖνο: «Καί προσάξεις τούς Λευίτας ἔναντι Κυρίου, καί ἐπιθήσουσιν οἱ υἱοί Ἰσραήλ τάς χεῖρας αὐτῶν ἐπί τούς Λευΐτας (ἐδαφ. 1) λέγει τούς ἐπί ἱερουργίαν διά Χριστόν καλουμένους, ἐψηφίζοντο λαοί».[25]
Τά αὐτά σημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στήν ἑρμηνείαν τοῦ Γ΄ τῆς Ζ΄ ἑρμηνεύοντας: «ὅτι δέ καί οἱ Χριστιανοί πρέπει νά συμψηφίζουν μετά τούς Ἀρχιερεῖς, τούς μέλλοντας ἱερωθῆναι, δηλοῖ ἡ ἑρμηνεία στόν ΞΑ΄ Ἀποστολικόν».[25]
Στήν δέ ἑρμηνείαν τοῦ ΞΑ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος γράφει ὁ Ἅγιος, ὅτι «ἡ Α΄ διάταξη τοῦ Α΄ τίτλου τῶν Νεαρῶν[25], ὁρίζει ὅτι αἱ χειροτονίαι, ἤτοι αἱ ψῆφοι τῶν ἐπισκόπων καί κληρικῶν, πρέπει νά γίνονται ἔμπροσθεν εἰς ὅλον τόν λαόν τῆς Ἐκκλησίας, διά νά ἔχει ἄδειαν ὅποιος θέλει νά λέγη.
Ἡ δέ ΙΖ΄ διάταξις, ἥτις ἐστί ΡΛΖ΄ Ἰουστινιανοῦ Νεαρά κειμένη ἐν βιβλίῳ Γ΄ τῶν Βασιλικῶν, τίτλ. Α΄ κεφ. Η΄, λέγει: ὅποιος ἤθελε κατηγορήση τόν μέλλοντα
γενέσθαι ἐπίσκοπον ἤ πρεσβύτερον, ἤ ἄλλον κληρικόν καί ἡγούμενον, διά κάθε λογῆς κατηγορίαν, ἄς ἀναβάλλεται ἡ χειροτονία, καί ἄς κάμνη ἐξέτασιν ὁ μέλλων χειροτονῆσαι τούτους Ἀρχιερεύς, ἕως τρεῖς μῆνας μέ πολλήν ἀκρίβειαν, καί εἰ μέν εὑρεθῆ ὁ κατηγορούμενος ὑπεύθυνος εἰς τάς κατηγορίας, ἄς ἐμποδίζηται ἡ χειροτονία, ὄχι καί εὑρεθῆ ἀνεύθυνος, ἄς γίνηται. Εἰ δέ πρό ἐξετάσεως ἤθελε χειροτονήση αὐτόν, νά καθαίρηται καί ὁ χειροτονήσας καί ὁ χειροτονηθείς»[25]
Στόν Ε΄ Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ «Περί τοῦ μή δεῖν τάς χειροτονίας ἐπί παρουσίᾳ ἀκροωμένων γίγνεσθαι» ὑποσημειώνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος:
«Σημείωσαι, ὅτι ὁ μέν Ζωναρᾶς καί Βαλσαμών, ἑρμηνεύοντας τόν παρόντα Κανόνα λέγουσιν, ὅτι χειροτονίας ἐδῶ ὀνομάζει ὁ Κανών τάς ψήφους καί ἐκλογάς τῶν ἱερωμένων, αἱ ὁποῖαι, ὅταν γίνωνται, δέν πρέπει νά εἶναι παρόντες τινές λαϊκοί, ἀκροώμενοι τῶν λεγομένων, ἵνα μή ἀκούοντες τινάς κατηγορίας κατά
τῶν ψηφιζομένων σκανδαλίζωνται καί παρακινοῦνται πρός τήν κακίαν».
Συμφωνῶντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος μετά τῶν ἀνωτέρω ἑρμηνευτῶν λέγει: «… κατά ἀλήθειαν δέν συμφέρει νά εἶναι παρόντες πολλοί ἀκροώμενοι εἰς τά ψήφους τῶν ἐπισκόπων, μέ τό νά συμβαίνουσι πολλαί λογοτριβαί μεταξύ τῶν ψηφιζόντων καί μέχρι σήμερον, ἄν καί καθώς πρέπει δέν γίνεται τό πρᾶγμα, γίνονται, ὅμως, μυστικά. Ἡ δέ χειροτονία γίνεται παρρησία, διά νά λαμβάνωνται ὡς μάρτυρες καί συνεργοί οἱ παρόντες καί συμψάλλοντες τό ἄξιος, κατά
τόν Ζ΄ Θεοφίλου τοῦ Ἀλεξανδρείας… Ἄν ὅμως καί προηγουμένως αἱ ψῆφοι τῶν ἱερωμένων πρέπει νά γίνωνται παρά τῶν ἐπισκόπων, ἀλλ’ ἑπομένως πρέπει καί οἱ φρονιμότεροι καί
εὐλαβέστεροι τῶν λαϊκῶν νά ἐρωτῶνται, ἄν συναινοῦν εἰς αὐτάς. Καί ὅρα καί τόν Λ΄ καί ΞΑ΄ Ἀποστολικόν καί τόν Γ΄ τῆς παρούσης».
Στήν δέ ἑρμηνείαν τοῦ ΙΓ΄ Κανόνος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ «Περί τοῦ μή τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπειν τάς ἐκλογάς ποιεῖσθαι τῶν μελλόντων καθίστασθαι εἰς ἱερατεῖον» γράφει ὁ Ἅγιος: «Ἐμποδίζει ὁ παρών Κανών, τό νά κάμνουσιν οἱ ὄχλοι καί τά ἄτακτα πλήθη τῶν πόλεων τάς ψήφους καί τάς ἐκλογάς ἐκείνων πού μέλλουν νά χειροτονηθοῦν ἱερεῖς (ἤ καί ἀρχιερεῖς),
α) ὅτι κατά προηγούμενον μέν λόγον οἱ τοιοῦτοι πρέπει νά ψηφίζονται ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί συνιερεῖς, ἑπομένως δέ, (δηλαδή στήν συνέχειαν), νά συμψηφίζονται καί ἀπό τόν λαόν, καί
β) ὅτι ἴσως καί οἱ φρονημώτεροι καί εὐλαβέστεροι λαϊκοί πρέπει
νά συμψηφίζουν μέ τούς ἐπισκόπους καί ἱερεῖς, τόν μέλλοντα χειρτοτονηθῆναι εἰς αὐτούς ἱερέα (ἤ καί ἀρχιερέα), ἄλλ’ ὄχι καί ὁ χύδην καί ἄτακτος ὄχλος, διά τάς ἔριδας καί μάχας ὅπου ἠμποροῦν νά γεννηθοῦν εἰς τάς ψηφοφορίας αὐτῶν, ἄλλων μέν ἄλλον ψηφιζομένων,
καί ἄλλων ἄλλον. [25]
Ἀπό τούς πρώτους, λοιπόν, αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκφράζεται τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλει νά ἐκλέγονται ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ:
Διά τοῦ Ἀποστολικοῦ Πατρός Κλήμεντος
Πάπα Ρώμης[25]
μαρτυρεῖται: «τούς κατασταθέντας
(ἐπισκόπους) ὑπ’ ἐκείνων (τῶν Ἀποστόλων) ἤ μεταξύ ὑφ’ ἑτέρων ἐλλογίμων ἀνδρῶν συνευδοκησάσης τῆς Ἐκκλησίας πάσης … τούτους εἰ δικαίως νομίζομεν ἀποβάλλεσθαι τῆς λειτουργίας». Ἀπό μαρτυρίαν τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ βεβαιώνεται, ὅτι ὁ Κορνήλιος τῆς Ρώμης ἐγένετο ἐπίσκοπος ἐκ κρίσεως Θεοῦ καί Χριστοῦ, ἐκ μαρτυρίας πάντων σχεδόν τῶν κληρικῶν καί ἐκ ψήφου παντός τοῦ τότε παρόντος λαοῦ. Ὁ Εὐσέβιος τό 338 μ.Χ. ἀναφέρει περί τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπί Δεκίου ἐπί δεκατρία ἔτη ἀρχιερατεύσαντος ἐπισκόπου Φαβιανοῦ τά κατωτέρω: «Τόν πάντα λαόν, ὥσπερ ὑφ’ ἑνός πνεύματος θείου κινηθέντα ὁμόσε προθυμίᾳ πάσῃ καί μιᾷ ψυχῇ Φαβιανόν ἄξιον ἐπιβοῆσαι καί ἀμελήτως ἐπί θρόνον τῆς ἐπισκοπῆς λαβόντα ἐπιθεῖναι». Οἱ Ἀποστολικές
Διαταγές, ἐπίσης, ὅπως σημειώθηκε ἀνωτέρω, ὁρίζουν: «Ἐπίσκοπον
χειροτονηθῆσθαι ἐν πᾶσιν ἄμεμπτον, ἄριστον δή ὑπέρ παντός
τοῦ λαοῦ ἐκλελεγμένον. Οὗ ὀνομασθέντος καί ἀρέσοντος, συνελθών ὁ λαός ἅμα τῷ πρεσβυτερίῳ καί τοῖς παροῦσιν ἐπισκόποις ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ συνευδοκήτω. Ὁ δέ πρόκριτος τῶν λοιπῶν (ἐπισκόπων) ἐρωτᾶ τό πρεσβυτέριον καί τόν λαόν, εἰ αὐτός ἐστίν, ὅν αἰτοῦσιν εἰς ἄρχοντα».
«Ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος «ἐπί Μάρκου ἀπάγεται θρόνον», κατά τόν ἅγιον Γρηγόριον
τόν Ναζιανζηνόν[25].
«Ψήφῳ τοῦ λαοῦ καί ὁ Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων καί ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Εὐσέβιος ὁ προκάτοχός του καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος, Εὐστάθιος Ἀντιοχείας, Νεκτάριος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, Φλαβιανός ὁ Ἀντιοχείας, Σισίνιος ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἐγκαθίστανται ἐπί τῶν θρόνων τῶν ἐπισκοπικῶν».
Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Χρυσορρήμων
Πατήρ[25], ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος (Πράξ. α΄ 13-26) λαμβάνει τόν λόγον καί ἀπευθύνεται
πρός τούς 120 παρισταμένους Ἀποστόλους καί πιστούς καί ζητεῖ τήν ψῆφον καί τήν ἔγκρισή τους
στήν ἐκλογήν τοῦ Ματθία, τονίζοντας,
ὅτι πρέπει νά ἐκλεγεῖ κάποιος πού ἦταν συνοδοιπόρος τους καί παρακολούθησε μαζί τους τόν Κύριον.
Καί ἡ ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων ἔγινε ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν παριστάμενον λαόν (Πράξ. στ΄, 1-6): «Ἐπισκέψασθαι οὖν, ἀδελφοί ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί
σοφίας, οὕς καταστήσομεν ἐπί τῆς χρείας ταύτης. Ἡμεῖς δέ τῇ προσευχῇ καί τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου
προσκαρτερήσομεν…». Στήν δέ Ἀποστολικήν Σύνοδον τῶν Ἱεροσολύμων (48-49 μ.Χ.), ὅπου ἐξετάσθηκε τό ἀμφισβητούμενον θέμα τῆς τηρήσεως ἤ μή τῶν Μωσαϊκῶν διατάξεων στήν καθημερινήν ζωήν τῶν πιστῶν, σχετικά μέ τήν ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς καί τῶν εἰδωλοθύτων. «Παραγενόμενοι
δέ εἰς Ἱερουσαλήμ (ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας) ἀπεδέχθησαν ὑπό τῆς ἐκκλησίας καί τῶν ἀποστόλων καί
τῶν πρεσβυτέρων… Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καί
τοῖς πρεσβυτέροις σύν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν
σύν τῷ Παύλῳ καί Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τόν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καί Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, γράψαντες
διά χειρός αὐτῶν τάδε: Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι
καί οἱ ἀδελφοί τοῖς κατά Ἀντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν…», ὅπου ξεκάθαρα φαίνεται ἡ συμμετοχή τῶν Πρεσβυτέρων καί ὅλης τῆς
Ἐκκλησίας στήν ἐκλογήν τῶν Ἀποστόλων: «… ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι
πρός ὑμᾶς σύν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καί Παύλῳ, ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τάς ψυχάς αὐτῶν ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.»[25]
Ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, προλαμβάνοντας ἀταξίες κατά τήν συμμετοχήν τοῦ λαοῦ περιόρισε κάπως τό δικαίωμα τοῦτο μέ τήν Νεαράν 137, ἀναθέσας τήν σύμπραξη στήν ἐκλογήν τῶν ἐπισκόπων «εἰς τούς κληρικούς καί εἰς τούς πρώτους τῆς πόλεως, ἧς μέλλει χειροτονῆσθαι ὁ ἐκλογησόμενος».
Ἀκόμη καί ἡ ἱεροκρατική Ρώμη ἐξ ἐγκυκλίων ἐπιστολῶν τῶν Παπῶν, Κελεστίνου Α΄, Λέοντος Α΄ τοῦ Μεγάλου ἀποφαίνονται ἐπιγραμματικά «qui praefuturus est omnibus ad omnibus eligatur», ἐκεῖνος πού θά προΐσταται ὅλων, ἀπό ὅλους ἄς ἐκλέγεται.
Ὁ πατριάρχης Μηνᾶς ἐξελέγη ἐπί Ἰουστινιανοῦ ψήφῳ βασιλέως, κλήρου καί δήμου, ὁ Κυζίκου Γερμανός μετέπειτα ἐξελέγη Πατριάρχης «ψήφῳ καί δοκιμασίᾳ τῶν πρεσβυτέρων καί παντός τοῦ εὐαγοῦς κλήρου καί τῆς Ἱερᾶς Συγκλήτου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ». Ὁ πολύς ἅγιος Ταράσιος «κοινῇ ἐκλογῇ παντός τοῦ λαοῦ» ἐξελέγη, καθώς
καί ὁ τό 1059 ἐκλεγείς Κωνσταντῖνος ὁ Λειχάδης. Καί αὐτός ὁ Γεώργιος Σχολάριος ἐξελέγη πατριάρχης ψήφῳ προκρίτων τοῦ Γένους.
Κατά τόν ΙΒ΄ Ἱερόν Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ ὁρίζεται: «Τούς ἐπισκόπους κρίσει τῶν Μητροπολιτῶν καί τῶν πέριξ ἐπισκόπων
καθίστασθαι εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν». Αὐτό φέρνουν ὡς ἐπιχείρημα ἀμαθῶς διάφοροι ψευδεπίσκοποι καί αὐθαιρετοῦν. Ὁ ὅρος «καθίστασθαι» (κατάστασις) ἀποσαφηνίζεται πλήρως μέ τόν ΣΤ΄ Ἱερόν Κανόνα τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «Ἐάν συμβῇ ἐν μιᾷ ἐπαρχίᾳ, ἐν ᾖ πλεῖστοι ἐπίσκοποι τυγχάνουσιν, ἕνα ἐπίσκοπον ἀπομεῖναι, κακεῖνος κατά τινα ἀμέλειαν μήν βουληθῇ συνελθεῖν καί συναινέσαι
τῇ κατάστάσει τῶν ἐπισκόπων, τά δέ πλήθη συναθροισθέντα παρακαλοῖεν γενέσθαι τήν κατάστασιν τοῦ παρ’ αὐτῶν ἐπιζητουμένου
ἐπισκόπου, χρή πρότερον ἐκεῖνον τόν ἀπομείναντα ἐπίσκοπον ὑπομιμνήσκεσθαι διά γραμμάτων τοῦ Ἑξάρχου τῆς Ἐπαρχίας, λέγω δή τοῦ ἐπισκόπου τῆς Μητροπόλεως, ὅτι ἀξιοῖ τά πλήθη ποιμένα αὐτοῖς δοθῆναι… Εἰ δέ μήν διά γραμμάτων ἀξιωθείς παραγένηται… τό ἱκανόν τῇ βουλήσει τοῦ πλήθους χρή γενέσθαι».
Ἡ κατάστασις, λοιπόν, προϋποθέτουσα τήν ὑπό τοῦ λαοῦ ἐκλογήν περιλάμβανε τήν μετά κρίσιν ὑπό τῶν ἐπισκόπων, καί δή τοῦ πρώτου, ἐπικύρωση τῆς ἐκλογῆς καί τήν ἐπακολουθοῦσαν χειροτονίαν. Ἐντεῦθεν ὁ ὅρος κατάστασις
συνδέεται στενά, τόσον πρός τήν χειροτονίαν, ὅσον καί πρός τήν προηγηθεῖσαν ἐκλογήν, ἡ ὁποία, ἄνευ τῆς ἐπικυρώσεως, ἔμενεν ἐκκρεμής καί ὑπό κρίσιν, μή οὖσα ὁριστική.
Πρόσφατον παράδειγμα ἐκλογῆς Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως στήν Ἑλλάδα, σύμφωνα μέ τήν Ἱεράν Παράδοση καί τούς Ἱερούς Κανόνες, τυγχάνει ἡ ἐκλογή τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, Χρυσοστόμου τοῦ Β΄ Κιούση, ὁ ὁποῖος μαζί μέ τούς ἐπισκόπους Ἀκάκιον Παππᾶν καί Χρυσόστομον Νασλίμην ἐξελέγησαν μέ ἀπόφαση κλήρου καί λαοῦ, λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν, ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ψηφισάντων καί ἐκλεξάντων αὐτούς ἱερεῖς, ἐκπρόσωποι 120 παραρτημάτων - ἐνοριῶν, εἶχαν καί τήν ἐξουσιοδότηση τοῦ ποιμνίου τους[25].
1.Ὁ Ἐπίσκοπος
ἐννοιολογικά
καί ὡς διάδοχος τῶν Ἀποστόλων
Ὁ ὅρος Ἐπίσκοπος
ἀπαντᾷ ἀρχικὰ στὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ ἀποδίδεται στὸν ἴδιον
τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος
βλέπει καὶ ἐπισκοπεῖ τὰ πάντα
κατὰ τὸ Ἰώβ 18, 20:29: «αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς παρὰ Κυρίου, καὶ κτῆμα ὑπαρχόντων αὐτῷ παρὰ τοῦ ἐπισκόπου (δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ)» καὶ πάλιν κατά τὸ Ἰὼβ 10:12 «ζωὴν δὲ καὶ ἔλεος ἔθου παρ’ ἐμοί, ἡ δὲ ἐπισκοπή σου ἐφύλαξέ μου τὸ πνεῦμα». Ἕνας ἐκ τῶν πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, ὁ Πέτρος, λέγει γιὰ τὸν Χριστόν, «ἦτε γὰρ ὡς πρόβατα πλανώμενα, ἀλλ’ ἐπεστράφητε νῦν ἐπὶ τὸν ποιμένα καὶ ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ὑμῶν»[25].
Κατ' ἐπέκταση καὶ κατὰ χάριν, Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται οἱ ὑπό τοῦ Θεοῦ
ψηφισθέντες. Στὴν Παλαιὰν Διαθήκην ἡ ἐξουσία
ἐπισκόπησης, δηλαδὴ ἐποπτείας
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ
χορηγεῖται ἄμεσα
διά στόματος τοῦ ἴδιου
τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς λέγει στὸν Ἐλεάζαρ: «ἐπίσκοπος Ἐλεάζαρ, υἱὸς Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως· τὸ ἔλαιον τοῦ φωτὸς καὶ τὸ θυμίαμα τῆς συνθέσεως καὶ ἡ θυσία ἡ καθ ̓ ἡμέραν καὶ τὸ ἔλαιον τῆς χρίσεως, ἡ ἐπισκοπὴ ὅλης τῆς σκηνῆς καὶ ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ ἐν τῷ ἁγίῳ, ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις»[25].
Στό βιβλίον τοῦ Ἡσαΐα ὁ Θεὸς ἀπευθύνεται στὸν προφήτην: «καὶ δώσω τοὺς ἄρχοντάς σου ἐν εἰρήνῃ καὶ τοὺς ἐπισκόπους σου ἐν δικαιοσύνῃ»[25].
Στήν Παλαιὰν Διαθήκην Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται οἱ ἐπιτηρητὲς καὶ φύλακες τῶν θρησκευτικῶν πραγμάτων, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ προαναφερθείς Ἐλεάζαρ, ὁ ὁποῖος εἶχεν τὴν ἐπισκοπήν, δηλαδὴ τὴν ἑποπτείαν, ὅλης τῆς σκηνῆς[25],
ὁ Ἀρχιερέας Ἰωδάε, ποὺ κατέστησεν Ἐπισκόπους στὸν οἶκον τοῦ Κυρίου[25].
Στὸ παλαιοδιαθηκικὸν πλαίσιον, Ἐπίσκοποι ὀνομάζονται καί οἱ ἐπιτηρητές, οἱ ἐπόπτες τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ὅπως φαίνεται ἀπό τὸ χαρακτηριστικὸν χωρίον: «καὶ ὠργίσθη Μωυσῆς ἐπὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς δυνάμεως, χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις τοῖς ἐρχομένοις ἐκ τῆς παρατάξεως τοῦ πολέμου»[25].
Στὴν Καινὴν Διαθήκην οὐδεὶς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὀνομάστηκεν Ἐπίσκοπος πρὶν τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετά τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση καὶ Ἀνάληψη τοῦ Διδασκάλου τους, οἱ μαθητές Του, κατὰ τὴν ἐντολήν Του, ἀνέλαβαν τὴν ἀποστολὴν τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου στὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης κατὰ τὸ πρότυπον τῆς ἀποστολῆς, ποὺ ἀνέλαβεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του[25].
Κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβαν ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ τὰ ὀνόματα «Ἀπόστολος» καὶ «Ἐπίσκοπος». Σὺν τῷ χρόνῳ, οἱ χριστιανικὲς κοινότητες διατήρησαν τὸ ὄνομα «Ἀπόστολος» «τοῖς ἀληθῶς Ἀποστόλοις», ἐνῶ «τοῖς πάλαι καλουμένοις Ἀποστόλοις ἐπέθησαν»
τὸ ὄνομα Ἐπίσκοπος. Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς διασπορᾶς τῶν Ἀποστόλων στὴν οἰκουμένην, οἱ Ἀπόστολοι χειροτονοῦσαν Ἐπισκόπους. Οἱ τελευταῖοι, κατὰ τὴν προσφυῆ ἔκφραση τοῦ Ἰωάννη
Ζωναρᾶ, ἐδέχοντο τὴν χειροτονίαν τους «εἰς τύπον τῶν δώδεκα Ἀποστόλων»[25].
2. Συμπληρώνοντας τά περί τῶν προϋποθέσεων ἐκλογῆς ἐπισκόπου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας,
ὀφείλει νά τονιστεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι κάθε μελλοντικός Ἐπίσκοπος
πρέπει νά γνωρίζει σέ βάθος τήν Ὀρθόδοξη
Δογματικήν διδασκαλίαν τῶν Ἁγίων
καί Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, γιά τό Μυστήριον τῆς Παναγίας Τριάδος, γιά τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα, γιά τήν
Θεότητα τοῦ
Παναγίου Πνεύματος, γιά τήν θεολογίαν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐπίσης πρέπει νά γνωρίζει τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό
βάπτισμα, γιά τό μυστήριον τῆς Μετανοίας καί γιά τήν μετοχήν στήν Θείαν Εὐχαριστίαν, γιά τίς προϋποθέσεις
τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου καί τοῦ Ἱερέως καί γιά τό μυστήριον τῆς κουρᾶς τῶν Μοναχῶν.
Ἡ ὑπό τόν Ἅγιον Μητροπολίτην Φιλάρετον Σύνοδος τῶν Ρώσσων τῆς Διάσπορᾶς ἐνέκρινεν τίς χειροτονίες τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου στήν Ἑλλάδα.
Ἡ Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀναλυτικά ἐξετέθη, δέν ἐξαντλεῖται στό ἀδιάσπαστον τῆς ἁλυσίδας τῆς Ἱερατικῆς Διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα. Μία τέτοια διαδοχήν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ, ὅτι ἔχει καί … ὁ Πάπας. Ἡ Ἀποστολική Διαδοχή νοεῖται μόνον μέσα στήν πιστότητα τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καί Παραδόσεως, χωρίς τίς ὁποῖες δέν ὑπάρχει Ἀποστολική Διαδοχή, ἒστω καί ἂν ἡ ἁλυσίδα τῶν ἐπισκοπικῶν χειροθεσιῶν φτάνει μέχρι τούς Ἀποστόλους.
Ἡ κανονικὴ λεγόμενη
χειροτονία, ἡ διαδοχική δηλ. ἐπίθεση τῶν χειρῶν ἐπί τῶν χειροθετουμένων ὡς Ἐπισκόπων, ὡς ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἀποστολικότητας, δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταστήσει Κανονικὴν οὐσιαστικά, πνευματικά καί θεολογικά τὴν σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τὸν Ἐπίσκοπον ἄξιον διάδοχον τῶν Ἀποστόλων. Ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ δὲν εἶναι ἡ στεῖρα διαδοχικὴ χειροτονία
προσώπων, ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ μεταβίβαση τῆς Χάριτος, ἡ ἀπόκτηση τῆς θέας τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας, ἡ ἀναγέννηση καὶ ἡ μετοχὴ στὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς θεωρίας καὶ ὡς τρόπου ζωῆς, ὅμοιου μὲ αὐτὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὸν Χριστόν ἐν δόξῃ Ἀναστάντα· «εἶναι τὸ χαρισματικὸν ὄργανον τῆς συνέχειας τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας στὴν ζωὴ τῆς χάριτος» τῆς Πεντηκοστῆς, κατά π.
Ἰωάννην Ρωμανίδην.
Χαρακτηριστικὸν εἶναι τὸ Ἀπολυτίκιον ποὺ φανερώνει στὴν ὁλότητά της τὴν χαρισματικὴν ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου «Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος…». Ὁ ἔχων τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν, «πραγματικὰ» εἶναι ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, μάρτυρας τῆς Ἀληθείας, συνεχιστής
τῆς Προφητικῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καὶ συμμέτοχος τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, τῆς ὕψιστης μορφῆς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, ποὺ καθιστᾶ τοὺς μετέχοντες σὲ αὐτήν Ἀποστόλους. «Στὸ τροπάριον αὐτὸ ποὺ ψάλλεται γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἁγίους Ἐπισκόπους, φαίνεται ὅτι προηγεῖται τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μέτοχος τοῦ τρόπου τῶν Ἀποστόλων, πού εἶδαν τόν Χριστόν Ἀναστάντα καὶ ἀκολουθεῖ τὸ νὰ εἶναι διάδοχος τῶν θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ὅπως χαρακτηριστικὰ δίδασκεν π. Ἰωάννης Ρωμανίδης[25].
Ἡ οὐσία, ἑπομένως, τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν οὐσίαν τῆς Ἀποστολικῆς, πνευματικῆς -κατὰ Θεὸν- Παραδόσεως καί Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ μὲ τὸ βίωμα τῆς οὐσιαστικῆς Ἀποστολικῆς ζωῆς τῆς ἐμπειρίας τῆς Χάριτος καί τῆς μετοχῆς στήν ἐσωτερικήν, μυστικήν μνήμην τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνων πού ἔχουν θέαν Θεοῦ καί βλέπουν τόν Χριστόν ἀναστημένον ἐν δόξῃ ἤ τοὔλάχιστον ἔφτασαν τό στάδιον τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ.
Ἀπευθυνόμενοι, τώρα, σὲ αὐτοὺς ποὺ προπαγανδίζουν ἐναντίον μας ἀμφισβητῶντας ἀφενός μέν τὴν Ἀποστολικήν Διαδοχὴν τῶν Ὀρθοδόξων τῆς διωκομένης Ἐκκλησίας, καί ἀφετέρου θεωρῶντας ἑαυτοὺς ἄξιους διαδόχους τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, παράλ-ληλα δέ ἀναγνωρίζοντας, οἱ ἀσεβεῖς καί αἱρετικοί αὐτοί
Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές, τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους ὡς συνεχιστὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μέ ἀποστολικήν δῆθεν
διαδοχήν, τονίζουμε, μὲ στόχον νά παρουσιάσουμε τήν βιωμένην ἀλήθειαν καί πραγματικότητα, πὼς ἡ ἀναφορὰ στὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν συνδέεται μὲ τὴν διατήρηση καί μεταλαμπάδευση τῆς καθολικῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, ζωῆς καί Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῆς ἐσωτερικῆς, μυστικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας, καί δέν
εἶναι μία ἁπλῆ ἀλληλλοδιάδοχη ἐπίθεση τῶν χειρῶν τῶν ἐπισκόπων ἀπό τόν ἕνα στόν ἄλλον. Συνδέεται μὲ τὴν διατήρηση τῆς ἅπαξ παραδοθείσης Πίστεως καί τῆς διαφύλαξης τῶν Ἱερῶν Παρακαταθηκῶν ὡς τρόπου ζωῆς καί ὡς βιώματος, πού
ὁδηγεῖ στήν μετοχήν στήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Τοιοῦτοι, ἀληθεῖς Ἐπίσκοποι, εἶναι οἱ ἐκλεγμένοι ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ Ἐπίσκοποι, πού
μετέχουν στήν θέαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἤ τοὔλάχιστον βρίσκονται στό στάδιον τοῦ φωτισμοῦ τῆς καρδιᾶς.
Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἁγίαν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τὸ Ὀρθόδοξον αὐτό βίωμα τῆς θέας τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ φωτισμοῦ ὡς τρόπου ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μέλος Της καὶ συνεπῶς δέν εἶναι ὡς ἐπίσκοπος φορέας τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς.
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ σημαίνει, ἑπομένως:
-ἀδιάκοπη σειρὰν Ἐπισκοπικῶν Χειροθεσιῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἕως σήμερα μὲ τὴν ἀδιάσπαστη ἀλληλλοδιάδοχη ἐπίθεση τῶν χειρῶν ἀπό τούς προηγούμενους Ἐπισκόπους
-στούς
ἑπόμενους ἐκλεγμένους ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ παντός Ἐπισκόπους, κατά τά κελεύσματα τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων καί τῆς ζώσας Παραδόσεως
-σέ ἐκείνους πού διατηροῦν τὴν ὀρθόδοξη Πίστη,
Διδασκαλίαν καί Παράδοση ἀκαινοτόμητη, τῶν ὁποίων ἡ κάθαρση καί τοὒλάχιστον ὁ φωτισμός ἀναγνωρίστηκε καί ἐπιβεβαιώθηκε ἀναμφισβήτητα, δημόσια καί ἐπίσημα, μέ τήν ἐκλογήν τους ἀπό τήν τοπικήν Ἐκκλησίαν, τόν
κλῆρον καί τόν λαόν, πού πρόκειται νά ποιμάνουν
-σέ ἐκείνους πού εἶναι διάδοχοι, Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ θεμελιώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἐπάνω στὸν ἀκρογωνιαῖον λίθον, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός!
Συνοπτικά, συνεχιστές τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Ἐπίσκοποι πού ἀκολουθοῦν τήν
Προφητικήν καί Ἀποστολικήν Παράδοση στήν καθολικήν της ἔκφραση καί ὑπόσταση κατά τήν ἀνάλυσή μας, ἀλλά κυρίως εἶναι μέτοχοι
στήν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, δηλ. στήν ὕψιστη μορφήν τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, στήν θέαν
τοῦ Θεοῦ, ποὺ καθιστᾶ τοὺς μετέχοντας σὲ αὐτήν Ἀποστόλους καί ἀποδεικνύουν τό ἀδιάσπαστον τῆς ἁλυσίδας τῆς Ἱερατικῆς Διαδοχῆς διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἀπό τούς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα.
«Ταύτης δὲ τῆς καλῆς πόλεως οἱ προεστῶτες κριταὶ καὶ σύμβουλοι ἀρχὴν μὲν ἀπὸ τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαθητῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν εἰλήφασιν, ἐκ δὲ τῆς ἐκείνων διαδοχῆς εἰσέτι καὶ νῦν ὥσπερ ἐκ σπέρματος ἀγαθῶν φύντες διαλάμπουσι πρόεδροι τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καθεστῶτες» (κατά τόν Εὐσέβιον).
Στήν συνέχειαν ἀκολουθεῖ ἡ τελετουργική ἐνθρόνισή τους στὴν Ἐπισκοπικὴν ἕδραν.[25]
Αὐτήν, τὴν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν ἑνότητα, τὴν συνοχήν, τὴν ἀδιάκοπη ἁλυσιδωτὰ συνδεδεμένην συνέχειάν Της στὸν χρόνον ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα, μαρτυρεῖ καὶ διασφαλίζει ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή ὡς ἐμπειρία τῆς Χάριτος καί ὡς μετοχή στήν ἐσωτερικήν μυστικήν μνήμην τῆς Ἐκκλησίας καί στήν
θέαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ τῶν ἐκλεγμένων ψήφῳ κλήρου καί
λαοῦ παντός καί τοὔλάχιστον τῶν κεκαθαρμένων καί φωτισθέντων, παρά πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι ἐκλεγέντων καί χειροτονουμένων Ἐπισκόπων.
Ἡ τυπική ἐξακρίβωση τῆς συνέχειας τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἱστορίας καὶ συνεπῶς τῆς ἀκεραιότητας, τῆς γνησιότητας καὶ τῆς ἀλήθειας τῆς ἑκάστοτε τοπικῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτὸ τηρεῖται κατάλογος ποὺ παρουσιάζει τὴν Διαδοχὴν καὶ τὴν ἀδιάκοπη συνέχειαν τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν στοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους.
Δ. Ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ
Τό πνευματικόν καί θεολογικόν ὑπόβαθρον τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἐκτενέστερα.
Χειροτονίες. Κριτήρια πατερικά, θεολογικές καί πνευματικές προϋποθέσεις
καί Συμπεράσματα.
Στὸ σημεῖον αὐτὸ πρέπει νά γίνει μία ἀναλυτικότερη ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ γεγονότα, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ μιὰ περιγραφὴ τοῦ εὐρύτερου ἱστορικοῦ πλαισίου καὶ τῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ σέ μεγάλον βαθμόν δικαίωσαν τὴν δράση καὶ τὶς πρωτοβουλίες τῶν ἀγωνιζομένων καί διαφυλασσόντων τήν Καθολικότητα τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καί τό Ὀρθόδοξον βίωμα τῶν ἐν ἀσκήσει καί προσευχῇ ἐχόντων θέαν Θεοῦ Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας Πατέρων μας, ὡς τοῦ Ἁγίου πρώην Φλωρίνης καί πολλῶν ἄλλων Ποιμένων τῆς διωκομένης Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ Καθολική Ἐκκλησία μπορεῖ, σέ
συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι εἶναι τό μικρόν ποίμνιον. Ὑπάρχουν πιθανῶς περισσότεροι αἱρετικοί παρά Ὀρθόδοξοι πιστοί μέσα στόν κόσμον μας καί μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ, ὅτι οἱ αἱρετικοί εἶναι παντοῦ καί ἡ ἀληθινή ἐκκλησία ἐξαναγκάζεται νά ζεῖ στό περιθώριον τῆς ἱστορίας, μέσα στήν ἔρημον. Αὐτό συχνά συνέβη κάι μπορεῖ νά συμβεῖ καί πάλιν. Ἀλλά αὐτός ὁ ἐμπειρικός περιορισμός καί αὐτή ἡ κατάσταση μέ κανένα τρόπον δέν καταστρέφει τόν καθολικόν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν πολύν π. Γεώργιον Φλωρόφσκυ[25].
Αὐτό συνέβη μέ τήν εἰσαγωγήν τῆς Καινοτομίας τοῦ Νέου Καλενδαρίου, τό 1924, ὅπου τό μικρόν ποίμνιον κλήθηκε νά σηκώσει τό βάρος τῆς Ὁμολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Μαρτυρίας, στερούμενον, ὅμως, ἀρχικά Ἐπισκοπικῆς ἡγεσίας.
Γιά νά εἶναι μία χειροτονία κανονική, ἔγκυρη καί ὑποστατή, τηρουμένων ὅλων τῶν οὐσιαστικῶν, θεολο-γικῶν καί πνευματικῶν προϋποθέσεων, πού ἀναλύθηκαν ἀνωτέρω, δέον νά τελεῖται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅλες οἱ χειροτονίες πού τελοῦνται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντικανονικές, ἄκυρες καί ἀνυπόστατες, καί μόνον γιά λόγους οἰκονομίας ἡ Ἐκκλησία, κινούμενη ἀπό τό γενικόν συμφέρον ἀναγνώρισε κάποιες χειρο-τονίες αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, οἱ ὁποῖοι προςῆλθαν ἐν μετανοίᾳ στήν ἐκκλησία, κατά τά ἐκτεθέντα ἀνωτέρω ἐκτενῶς.
Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τό Πρυτανεῖον τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἔγινεν τό ἔτος 1920 μέ τήν γνωστήν Οἰκουμενιστικήν Ἐγκύκλιον. Τό δεύτερον βῆμα ἦταν ἡ εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἑορτολογίου στήν Θείαν Λατρείαν, ἡ ὁποία διέσπασεν τό δόγμα τῆς Ἑνότητας στήν ἐξωτερικήν Λατρείαν, (τῆς ἑνότητας τοῦ συνεορτασμοῦ τῶν Ἑορτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν στήν Παγκόσμια Ὀρθοδοξίαν). «Καθόσον δέ ἐν γένει ἡ λατρεία εἶναι ἔκφρασις ἅμα καί ἡ βεβαίωσις τῆς πίστεως, εἶναι προφανές, ὅτι καί ἡ τήρησις τῆς αὐτῆς λατρείας, ἐφ’ ὅσον αὕτη στηρίζεται ἐπί δογματικῶν βάσεων, εἶναι ἕτερον γνώρισμα ἅμα καί στοιχεῖον τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως».[25]
Γιά τόν συνεορτασμόν τοῦ Πάσχα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καί γιά
τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου συνῆλθεν ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος θέσπισε τόν συνεορτασμόν καί τήν
νηστείαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «καί μετά τάς τοῦ Πάσχα ἡμέρας ταῖς ὁρισμέναις ἐκδεδόσθαι νηστείαις».[25]
Ἐπίσης, ἡ εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἑορτολογίου, οὖσα ἐναντίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καταδικάστηκε ἀπό τρεῖς
Παν-ορθόδοξες Συνόδους κατά τά ἔτη 1583-1587-1593. Ἔκτοτε δέν ὑπάρχει ἄλλη Σύνοδος, αἴρουσα τό κῦρος τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν. Ἀλλά καί αὐτός ὁ δημιουργός τῆς Καινοτομίας αὐτῆς καί τοῦ φοβεροῦ σχίσματος Χρυ-σόστομος Παπαδόπουλος μέ τήν συνελθοῦσαν Ἐπιτροπήν τό ἔτος 1923, τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, ἀποφάνθηκε, ὅτι δέν δύναται
νά δεχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδας Νέον Ἑορτολόγιον, διότι θά καταστεῖ Σχισματική.
Αὐτό διακήρυξαν καί σ΄ αὐτό στηρίχτηκαν οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς,
Δημητριάδος Γερμανός, ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καί ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος,
κατά τήν ἐξοδον εἰς τόν ἱερόν ἀγῶνα ἐν ἔτει
1935, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκήρυξεν ἑαυτήν Σχισματικήν διά τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας, καί ἀνέλαβον τήν πνευματικήν διοίκηση τῶν ἐμμενόντων στό Παλαιόν Ἑορτολόγιον, γιά νά συνεχίσουν τήν πορείαν τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας στόν Ἑλλαδικόν χῶρον καί νά διατηρήσουν τήν Ὀρθοδοξίαν ἀλύμαντον:
α) Πρός τήν Ἑλληνικήν Θρησκευτικήν Κοινότητα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί πρός τά παραρτήματα στήν Ἑλλάδα
δήλωσαν:
«Προαγόμεθα δηλῶσαι ἅπασι τοῖς Ὀρθοδόξοις Ἕλλησι Χριστιανοῖς τοῖς ἐχομένοις στερρῶς τοῦ Πατροπαραδότου Ἡμερολογίου, ὅτι διεκόψαμεν πᾶσαν σχέσιν καί ἀναφοράν πρός τήν διοικοῦσαν Ἱεραρχίαν, κηρύξασαν ἑαυτήν Σχισματικήν διά τῆς Ἡμερολογιακῆς καινοτομίας ἀπέναντι τῆς καθόλου Ὀρθοδοξίας καί ἀναλαμβάνομεν τήν
πνευματικήν διοίκησιν καί Ἐκκλησιαστικήν ποιμαντορίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἵνα συνεχίσωμεν τήν ἔνδοξον ἱστορικήν σταδιοδρομίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ Δημητριάδος Γερμανός,
ὁ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος
καί ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος.
β) Πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος:
…«Ἐπειδή, τέλος, δι’ ὅλους τούς ἀνωτέρω λόγους ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος ἀπέσχισε καί ἀπετείχισεν ἑαυτήν κατά τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τοῦ καθόλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐκήρυξεν κατ’ οὐσίαν ἑαυτήν Σχισματικήν, καθ’ ἅ ἀπεφάνθη καί ἡ πρός μελέτην τοῦ Ἡμερολογιακοῦ ζητήματος ὁρισθεῖσα Ἐπιτροπή ἐξ εἰδικῶν Νομομαθῶν καί Θεολόγων καθηγητῶν Πανεπιστημίου, ἧς μέλος ἀπετέλει τότε καί ὁ Μακαριώτατος, ὡς καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου. Διά ταῦτα, ὑποβάλλοντες εἰς τήν Διοικοῦσαν Σύνοδον τήν ἐπισυνημμένην διαμαρτυρίαν ἡμῶν, δηλοῦμεν, ὅτι κόπτομεν τοῦ λοιποῦ πᾶσαν σχέσιν καί Ἐκκλησιαστικήν Ἐπικοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐμμενούσης εἰς τήν Ἡμερολογιακήν Καινοτομίαν».[25]
Τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1955 ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης κοιμήθηκε. Ὁ νέος αὐτὸς Ὁμολογητὴς καὶ ἁγιασμένος
Πρωθιεράρχης, ὅπως εἶναι γνωστόν, εὐελπιστοῦσε, ὅτι θά γίνει ἡ ἐπαναφορὰ τῆς κανονικῆς τάξης καί τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἑορτολογίου καί ἡ ἐπιστροφή στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν παγιωθεῖ ὁ διχασμὸς στὸ ἐσωτερικόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐλπίδα τὴν ὁποίαν διατηροῦσε, ἀκόμη τότε καί ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῶν Ὀρθοδόξων.
Μετὰ τὴν ὁσιακήν του κοίμηση, λοιπόν, παρουσιάστηκε ἀνάγκη ἀνάδειξης διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ προσωρινὸν χαρακτῆρα γιὰ λόγους τάξεως, τὴν ὁποίαν καὶ ἀνέλαβε δωδεκαμελὴς -αἱρετὴ ὑπὸ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου- Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπή. Στὴν πλειοψηφίαν τους τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἦσαν Ἀρχιμανδρίτες μὲ Πρόεδρον τὸν Ἀκάκιον Παππᾶν.
Ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη καὶ συνεπῶς προτεραιότητα τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν ἡ ἀντικατάσταση τῆς προσωρινῆς διοίκησης μὲ τὴν μόνιμη ἐκείνην καὶ κανονικὴν Ἀρχιερατικὴν Ἡγεσίαν, ποὺ θὰ ἀναλάμβανεν πνευματικὰ τὴν διακονίαν καί διαποίμανση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀρχικά, καὶ προτοῦ δρομολογηθεῖ οἱαδήποτε ἐνέργεια, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἐπιτακτικῆς αὐτῆς ἀνάγκης, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες ἐπικοινωνίας, μέσῳ διαβημάτων, γιὰ τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου ἀπὸ τὴν τότε Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία καὶ ἐλπίδα τῆς Γνήσιας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ δυστυχῶς ἀποδείχθηκε ἄκαρπη. Ἀπόδειξη τῆς προθέσεως αὐτῆς παρουσιάζεται σὲ ἔγγραφον, ποὺ κοινοποιεῖται στὸ ἡμερολόγιον τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ ἔτους 1959.
Ἀκολούθησαν ἐνέργειες, γιὰ τὴν προσχώρηση μεμονωμένων Ἀρχιερέων, ὄπως τοῦ Μητροπολίτη Κορυτσᾶς Εὐλόγιου Κουρίλα, ἀπὸ τὴν τότε κρατοῦσαν Ἐκκλησίαν, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν τὸν δίκαιον ἀγῶνα τῶν Ὀρθοδόξων, ἐνέργειες ποὺ, ὅμως, δὲν τελεσφόρησαν.
Νὰ σημειωθεῖ, πὼς ἡ Ἱεραρχία τῆς τότε Νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἄλλωστε κάνει καὶ σήμερα, αἰσθάνονταν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν προσπάθειαν τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ διατήρηση τῶν Πατρώων Παραδόσεων ὡς ἀπειλὴν, γιὰ τὴν μεθοδευμένην μελλοντικὴν οἰκουμενιστικήν της κατεύθυνση καὶ κατέβαλε ἐπίμονες καὶ πρὸς πᾶσαν κατεύθυνση προσπάθειες ἀνακοπῆς καὶ ἀναστολῆς τῆς συνέχειας καὶ τῆς διατήρησης τῆς Γνήσιας Ἐκκλησίας στὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.
Ὁ ἐκφοβισμὸς, σὲ συνδυασμὸν, μὲ τὴν δημιουργίαν ἀξεπέραστων ἐμποδίων πρὸς οἱονδήποτε Ἱεράρχην κατανοοῦσε καὶ ἐπιθυμοῦσε τὴν στήριξη καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἀποστολικῆς Πίστεως καί τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων, ἀπέκλειαν κάθε ἐνδεχόμενον ἀνάληψης τῆς ἱερῆς αὐτῆς εὐθύνης ἀπὸ Ἕλληνα Ἀρχιερέα. Εἶναι γεγονὸς, πὼς τὸ ἐγχείρημα ἀπαιτοῦσε προσωπικότητες μὲ διάθεση αὐτοθυσίας, γενναῖες καί ἁγιασμένες. Τὴν στήριξη τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνα, ὅπως ἡ ἱστορία ἀπέδειξε, τὴν ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία, ὄντως, ἀπὸ ἁγιασμένες προσωπικότητες, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς καί ὁ Ἁγιος Φιλάρετος, Πρόεδρος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς.
Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ
1957 πραγματοποιήθηκε τὸ Β΄ Πανελλήνιον Ἱερατικὸν Συνέδριον τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Ἀθῆνα.
Στὸ πλαίσιον τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ ἔγιναν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἀπὸ Πρεσβυτέρους καὶ Ἀρχιμανδρίτες ὡς ἐκπροσώπους τῶν 107 -(κατ΄
ἄλλους 103-120)- Ἐκκλησιαστικῶν Παραρτημάτων τῆς Ἑλλάδος ἀρχαιρεσίες ἐκλογῆς ὑποψηφίων Κληρικῶν γιὰ τὴν Ἀρχιερωσύνην.
Οἱ ἐκλογὲς εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάδειξη καταλλήλων πρός χειροτονίαν τῶν Ἀρχιμανδριτῶν Χρυσόστομου Νασλίμη, Ἀκάκιου Παππᾶ καὶ Χρυσόστομου Κιούση, οἱ ὁποῖοι καὶ ἐθεωρήθησαν ἔκτοτε ἐκλεγμένοι ὑποψήφιοι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας[25].
Μὲ ἀναδεδειγμένα καὶ αἱρετὰ πλέον πρόσωπα ἀπὸ τὴν βάση τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους, καὶ μὲ δεδομένην τὴν ἄκαμπτη καὶ σκληρὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἀποδείκνυε τὸ μάταιον τῶν προσπαθειῶν τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐπαναφοράν της στὴν κανονικὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καί τάξη, ἀπευθύνθηκε ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ Ἐκκλησίαν τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἡ ὁποία διατηροῦσε τό Ἑορτολόγιον τῶν Πατέρων καί τήν ἑνιαίαν Ὀρθόδοξη Πίστη, καὶ συγκεκριμένα στὸ Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων. Σκοπὸς ἦταν ἡ ἔνταξη τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν Σύνοδον τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, μὲ βασικὴν προϋπόθεση, ὡστόσον, τὴν παύση τῆς κοινωνίας τῶν Ἱεροσολυμιτῶν μὲ ὅλους, ὅσοι ἀκολουθοῦσαν τὴν Καινοτομίαν τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἡ προσπάθεια, ὅμως, ἀπέβη ἄκαρπη.
Δρομολογήθηκε τότε, ἡ ἐπικοινωνία - ἔκκληση βοηθείας, μέσῳ αἰτήσεων καί παρακλήσεων, ἀπὸ Ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ, γιὰ νά χειροτονηθοῦν οἱ ἐκλεγμένοι ἤδη ἅγιοι ἄνδρες καὶ ἐν δυνάμει Ἐπίσκοποι τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μὲ ἀπώτερον πλέον στόχον τὴν σύσταση Συνόδου.
Ἀπευθυνθήκε ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ Συνόδους καὶ Ἀρχιερεῖς γνησίου Ὀρθοδόξου φρονήματος, μὲ ἀναμφισβήτητη τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν καὶ τὴν διατήρηση ἀνόθευτης καὶ ἀναλλοίωτης τῆς Πίστης τῆς πατρώας εὐσεβείας καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Οἱ Ἀρχιερεῖς αὐτοὶ ἦσαν οἱ Σέρβοι τῆς «Μετροπόλια» καὶ οἱ Ἱεράρχες τῆς «Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς».
Καὶ οἱ δύο Σύνοδοι ἦσαν ἐγκατεστημένες στὴν Ἀμερικήν.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, εἰδικῶς, τηροῦσε ξεκάθαρη ἀντιοικουμενιστικὴν στάση, ἰδιαιτέρως δὲ, μετὰ τὴν ἐκλογὴν ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἑλληνορθόδοξου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, τοῦ Μασόνου καί βλασφήμου, παναιρετικοῦ Ἰάκωβου Κουκούζη, ποὺ ἦταν μέγας Οἰκουμενιστής.
Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου στὴν Ἀμερικήν, σὲ ἄθεσμη συμφωνίαν μὲ τὴν σχισματική καί Καινοτόμον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, βρίσκονταν σὲ μόνιμη ἐγρήγορση, προκειμένου νὰ ἀποτρέψει ἐνδεχόμενη χειροτονίαν Ἕλληνος Ἐπισκόπου στὶς Η.Π.Α. ἀπὸ ὁποιαδήποτε Κανονικὴν Δικαιοδοσίαν.
Ἐπικρατοῦσεν -ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν Ἑλλάδα- ἕνα εἶδος «τρομοκρατίας» ἀπὸ τὶς «κρατοῦσες / ἐπίσημες Ἐκκλησίες». Ὡς ἐκ τούτου οἱ Ὀρθόδοξες στὸ φρόνημα Ἐκκλησίες διώκονταν καὶ ὑφίσταντο πόλεμον ὑπὸ τῶν Νεωτεριστῶν, ποὺ στόχον εἶχε τὸν διχασμὸν τοῦ ποιμνίου τους, τὴν ἀναστάτωση στὸ ἐσωτερικὸν καὶ τελικῶς τὴν διάλυσή τους. Παρὰ τὸ γεγονὸς, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς δὲν βρίσκονταν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Νεωτεριστὲς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ὡστόσον, δίσταζε νὰ θέσει σὲ κίνδυνον τὶς σχέσεις καὶ τὴν θέση της, γραμμὴ προσωπικὴ τοῦ τότε Μητροπολίτη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, Ἀναστασίου.
Ἡ βοήθεια, λοιπὸν, ἦλθεν ἀπὸ μεμονωμένους Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἀφενός μέν ὡς μονάδες δὲν ἔθεταν σὲ κίνδυνον τὴν ἐμπερίστατον Σύνοδον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τους, ἀφετέρου δέ διέθεταν τὸ σθένος, ὅπως τὸ ἱερὸν -ἐκ τῆς θέσεως καὶ τῆς Χάριτος- καθῆκον ἐπέβαλεν στὴν συνείδησή τους, νὰ ἀναλάβουν τὴν Χειροτονίαν τῶν Ἐπισκόπων χάριν τῆς συνέχειας τῆς Παραδόσεως στὴν ὁμόδοξη τότε Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα.
Τὸν Μάιον τοῦ 1958, ἡ Γνήσια Ἐκκλησία ἐπικοινώνησεν μὲ τὸν ὁμόπιστον συναγωνιστήν ἀδελφόν, Ἀρχιεπίσκοπον Σικάγου καὶ Ντιτρόιτ Σεραφείμ, Ἱεράρχην τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Γιὰ τὴν ἐπικοινωνίαν αὐτὴν μεσολβησεν ὁ Ρῶσος Ἁγιοσαββαΐτης Μοναχός, Ἀντώνιος[25].
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ ἐκδήλωσεν τὸ ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον του νὰ ἐνισχύσει τὸν δίκαιον ἀγῶνα τῶν ὁμοδόξων Ἑλλήνων. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Χειροτονίας, ὡστόσον, ἔπρεπε οἱ ἐκλεγμένοι Ἕλληνες Ἀρχιμανδρίτες νὰ ταξιδέψουν στὶς Η.Π.Α. Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, ὅμως, δὲν τὸ ἐπέτρεπαν, κι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ ὑπερβεῖ τὰ τεράστια ἐμπόδια ἦταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀκάκιος Παππᾶς.
Γιὰ τὴν ἱστορίαν πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ, ὅτι ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κιούσης, ὁ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν ἐν δυνάμει Ἐπισκόπων,
(ἐκλεγείς ὑπό πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι), κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ἀμερικανικὴν Πρεσβείαν, γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ἀπαραίτητης γιὰ τὸ ταξίδι βίζας, πληροφορήθηκεν ἀπὸ τοὺς ἁρμόδιους τῆς ὑπηρεσίας, πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ τοῦ δοθεῖ σχετικὴ ἄδεια, ἀφοῦ τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μὲ κόκκινον χρῶμα στοὺς καταλόγους, ὡς ἔνδειξη ἀπαγορευτικὴ, γιὰ τὴν ἔκδοση βίζας.
Τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1960 ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀκάκιος Παππᾶς ταξίδεψε στὴν Νέαν Ὑόρκην, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἀνιψιὸν καὶ συνονόματόν του Ἀρχιμανδρίτην Ἀκάκιον. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Χειροτονίας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Ἐπισκόπου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σικάγου καὶ Ντιτρόιτ Σεραφεὶμ συλλειτούργησε μὲ τὸν ἐκ Ρουμανίας Ἐπίσκοπον Σεβρῶν, Θεόφιλον Ἰονέσκου, ὁ ὁποῖος διατηροῦσεν ἐνοριακοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ἐντός τῆς Ἐπαρχίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ καί ὑπαγόταν μέν στήν Σύνοδον τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς, ἀλλά εἶχεν Ἐνορίες στήν δικαιοδοσίαν του, πού ἀκολουθοῦσαν τόν Νέον Καλενδάριον.
Στὶς 9/22 Δεκεμβρίου 1960 τελέσθηκε ἡ Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Ταλαντίου, Ἀκακίου, στὸν Ἱερὸν Ναὸν Ἁγίου Νικολάου, στὸ Ντιτρόιτ. Παρόντες ἦσαν οἱ Ἀρχιμανδρίτες Πέτρος Ἀστυφίδης καὶ Ἀκάκιος ὁ νεώτερος, ὁ μετέπειτα Διαυλείας. Στὸ πλαίσιον τῆς συμφωνίας τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸν Σεβασμιώτατον Σεραφείμ ἔγινε σαφὲς, πὼς δύο χρόνια μετὰ τὴν Χειροτονίαν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος θὰ δρομολογοῦσεν τὴν Χειροτονίαν κι ἄλλων Ἐπισκόπων, ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσεν πλέον τὴν σύσταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Γνήσιας Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὴν βοήθειαν ἑτέρου Ἀρχιερέως ἀπὸ τὴν ἰδίαν Σύνοδον, αὐτὴν τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1962, δύο χρόνια μετὰ τὴν Χειροτονίαν τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου, ἐκδηλώθηκε, ἐπίσης, ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον καὶ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Χιλῆς καὶ Περοῦ Λεόντιον Φιλίπποβιτς, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, γιά τόν σχηματισμόν Συνόδου, στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος
προθυμοποιήθηκε, νὰ ἐνισχύει τὸν τίμιον ἀγῶνα τῶν Γνησίων Ἑλληνορθοδόξων καὶ προσφέρθηκε μάλιστα νὰ ταξιδέψει στὴν Ἑλλάδα. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Λεόντιον, πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι πραγματοποιήθηκε στὸ πλαίσιον τῆς ἐπικοινωνίας ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Σεραφείμ.
Στὶς 7/20 Μαΐου τοῦ 1962 ἀφίχθη στὴν Ἑλλάδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χιλῆς καὶ Περοῦ Λεόντιος, ὁ ὁποῖος καὶ προέβη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπον Ταλαντίου Ἀκάκιον στὶς Χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων
α) Κυκλάδων, Παρθενίου Σκουρλῆ,
β) Γαρδικίου, Αὐξεντίου Πάστρα καὶ
γ) Μαγνησίας, Χρυσοστόμου
Νασλίμη, (ἐκλεγέντος ὑπό πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι).
Ἀκολούθως χειροτονήθηκαν καί ἄλλοι μή ἐκλεγέντες, ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ παντός ὡς ἐπίσκοποι οἱ:
α΄ Σαλαμῖνος, Γερόντιος Μαριόλης καὶ
β΄ Διαυλείας, Ἀκάκιος Παππᾶς ὁ νεότερος[25]
Ἐξαιρετικῆς σημασίας γεγονότα ἀποτελοῦν τὰ ἑξῆς:
1) Ἀπὸ τὸ 1957 ὑπῆρχεν ἐπικοινωνία τῆς Γνήσιας Ἑλλαδικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὸν Ἅγιον Ἱεράρχην Ἰωάννην Μαξίμοβιτς, Ἀρχιερέα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς στὴν Δυτικὴν Εὐρώπην. Ὁ κατὰ πάντα ὁμόδοξος Ἅγιος Ἀρχιερέας κατανοοῦσε τὴν ἀνάγκην τῶν καιρῶν καὶ αἰσθανόταν τὴν εὐθύνην γιὰ τὴν στήριξη τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος. Αὐτός, μαζὶ μὲ τὸν Ντιτρόιτ Σεραφεὶμ -ποὺ δρομολόγησεν τὴν πρώτην Χειροτονίαν, αὐτὴν τοῦ Ἀκακίου Παππᾶ- καὶ τέσσερις ἀκόμη Ἀρχιερεῖς τῆς Ρωσσικῆς Συνόδου, εἶχαν προβεῖ σὲ διάβημα πρὸς τὴν Σύνοδόν τους ὑπὲρ τῆς Χειροτονίας Ἑλλήνων Ἐπισκόπων.[25] Ὁ Μητροπολίτης, ὅμως, Ἀναστάσιος, δεδομένης τῆς τότε γραμμῆς του, δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν ἔκκληση τῶν Ἑλλήνων. Νὰ σημειωθεῖ, ἐπίσης, πὼς μὲ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην Μαξίμοβιτς, ἦταν καί ὁ συνδεόμενος μὲ ἐγκάρδια φιλίαν Ἀρχιεπίσκοπος Περοῦ καὶ Χιλής, Λεόντιος, ποὺ, μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπον Ἀκάκιον Παππᾶν, προέβησαν στὶς λοιπὲς Χειροτονίες Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
2) Τὸ Μάϊον τοῦ 1964 ἀνέλαβεν ὡς νέος Πρωθιεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ὁ Μητροπολίτης Ἅγιος Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Μητροπολίτην Ἀναστάσιον, ἀκολούθησε διαφορετικήν,
ὁμολογιακήν, γραμμήν. Αὐτὸς ἦταν μάλιστα, ποὺ λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔτος 1969, προέβη στὴν ἐπίσημη Συνοδικὴν ἀναγνώριση τῶν Ἐπισκοπικῶν Χειροτονιῶν τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων, ἀναγνωρίζοντας
τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς «Ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ, σὲ πλήρη κοινωνίαν, μετ' ἀλλήλων». Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἔγινεν ὕστερα ἀπὸ ἐπικοινωνίαν του μὲ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπόν Αὐξέντιον καὶ προκειμένου νὰ πάψει πλέον ἐπισήμως καὶ διὰ παντὸς ἡ οἱαδήποτε ἀμφισβήτηση περὶ τῆς κανονικότητος τῶν Χειροτονιῶν καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων στήν Ἑλλάδα.
Συγκεκριμένα:
«Στὶς
15/28 Δεκεμβρίου τοῦ 1967 ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος βεβαιώνει, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀκάκιος χειροτονήθηκε ἀπὸ δύο Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του, ὀνομαστικὰ, ἀπό τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Σικάγου καὶ Ντητρόϊτ Σεραφεὶμ καὶ τὸν ὑπεύθυνον τῶν Ρουμανικῶν Κοινοτήτων Ἐπίσκοπον Θεόφιλον, γι΄ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς ΡΟΕΔ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, ἀναφορικά μέ τὸ κῦρος τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Ταλαντίου Ἀκακίου» [25]
«Τὸν Μάιον-Ἰούνιον τοῦ 1969 ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, ἀπευθυνόμενος καὶ πάλιν πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Αὐξέντιον, τονίζει, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτο-νιῶν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀκακίου καὶ ὅσων χειροτονιῶν Ἐπισκόπων ἐπακολούθησαν γιὰ τὴν Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαν. Ἡ δὲ Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία θεωρεῖται "Ἀδελφὴ ἐν Χριστῷ, ἐν πλήρει κοινωνίᾳ μετὰ τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς".[25]
«Στὶς 18/31 Δεκεμβρίου τοῦ
1969 ἐκδόθηκε ἡ ἐπίσημη Πράξη Συνοδικῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ἡ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ θεωρεῖ τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων ὡς Ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ, σὲ πλήρη κοινωνίαν μετ΄ ἀλλήλων. Ἡ Συνοδικὴ Πράξη ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Ἅγιον Μητροπολίτην Φιλάρετον καὶ δέκα ἀκόμη Ἀρχιερεῖς τῆς ΡΟΕΔ».[25]
Ἀξιοσημείωτη εἶναι, ἐπίσης, ἡ μυστικότητα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν πραγματοποιήθηκαν καὶ οἱ δύο ἱστορικὲς Χειροτονίες, τόσον ἡ πρώτη τοῦ 1960 στὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, στὸ Ντιτρόιτ τῶν Η.Π.Α., κατὰ τὴν διάρκειαν νυκτερινῆς Θείας Λειτουργίας, ὅσον καὶ ἡ δεύτερη Χειροτονία τοῦ 1962 στὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγίου Νικολάου Παιανίας στὴν Ἀττικήν, καὶ συγκεκριμένα
στὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ὅπου μετέβη ὁ Ἀρχιερέας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς Λεόντιος[25]. Τὰ μέτρα προστασίας ποὺ ἐλήφθησαν, προκειμένου νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ μυστικότητα τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὴν κρατοῦσαν Ἐκκλησίαν, θύμιζαν τὶς ἐποχὲς τῶν παράνομων καὶ ἀπάνθρωπων διωγμῶν ἐναντίον τῆς Γνήσιας Ὀρθοδοξίας τοῦ παρελθόντος καί τίς ἀντίστοιχες τοῦ κόκκινου θηρίου τῆς Ἀποκαλύψεως τῶν ἀθέων Κομμουνιστῶν.
Χωρὶς προηγούμενον χαρακτηρίζεται καὶ ὁ πόλεμος τὸν ὁποῖον ὑπέστησαν οἱ δύο Ἀρχιερεῖς τόσον ὁ Ταλαντίου Ἀκάκιος, ὅσον καὶ ὁ Ἱεράρχης Λεόντιος. Ὅταν ὁ Ταλαντίου Ἀκάκιος ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν μὲ τὸν ὁποῖον τὸν ὑποδέχθηκεν τὸ ποίμνιον τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, φοβερὲς ἐπιθέσεις τόσον οὐσιαστικὲς ὅσον καὶ ἐπικοινωνιακὲς περίμεναν τὸν γηραιὸν πλέον ἀγωνιστήν, ἀπὸ τοὺς ἀντίστοιχους τότε μέ τούς σημερινοὺς ἐπικριτές τῆς Γνήσιας Ὀρθοδοξίας. Οἱ συκοφαντίες καὶ οἱ ἐπικοινωνιακὲς ἐπιθέσεις δὲν ἔλλειψαν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱεράρχη τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ποὺ μὲ πλήρη συνείδηση τοῦ καθήκοντός του ἀνέλαβεν τὴν εὐθύνην τῆς Χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνήσιας Ὀρθοδοξίας στήν Ἑλλάδα.
Ἕνα ἀκόμη σημεῖον ποὺ φανερώνει τὴν ἀντιξοότητα καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐποχῆς, ποὺ οἱ ἀγωνιστὲς Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ποιμένες τότε, ὄφειλαν νὰ ἀντιμετωπίσουν, ἦταν οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπέτρεπαν τὰ ὑπερατλαντικὰ ταξίδια τῶν Κληρικῶν, ποὺ τελικῶς πραγματοποιήθηκαν μὲ οἰκονομικὴν βοήθειαν προερχόμενη ἀπὸ τὴν Ἡγουμένην τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου στὴ Λυκόβρυση, ἀείμνηστη Γερόντισσαν Μελετίαν, καθὼς καί ἀπὸ τὸν λαϊκὸν ἐκ Θήβας, ὑπέρμαχον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνα, Κωνσταντῖνον Τουτουζαν[25], ἀλλά καί ἀπό τόν μακαριστόν Θεολόγον καί Γυμνασιάρχην Σταῦρον Καραμῆτσον.
Ἔκτοτε καὶ ὡς πρὸς τὴν Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν ἕως σήμερα χειροτονήθηκαν οἱ ἑξῆς Ἀρχιεπίσκοποι:
-ὁ μή ἐκλεγμένος ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ παντός, Αὐξέντιος Πάστρας,
-ὁ ἐκλεγείς δίς ὑπό τοῦ λαοῦ καί τῆς ἱεραρχίας μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Κιούσης, καὶ
-ὁ νῦν διάδοχος τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου τοῦ Β΄, ἀγωνιστής καί Ὁμολογητής Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας κ. κ. Καλλίνικος Σαραντόπουλος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ συνέχεια γιὰ τὴν νεότερη ἱστορίαν τῆς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ 1960 καὶ μετά, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων («παλαιοημερολογιτῶν», ὅπως οἱ Νεωτεριστὲς καί Καινοτόμοι ὀνόμασαν τούς ἀληθινούς Ὀρθοδόξους Ὁμολογητές)· τῶν «Γνησίων» Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, προσωνυμία,
τήν ὁποίαν ἀναγκαστικῶς χρησιμοποιήσε ἡ Γνήσια Ὀρθοδοξία, προκειμένου νὰ διαχωρίσει τὴν θέση της ἀπὸ τὴν παράνομη καὶ αὐταρχικὴν Καινοτομίαν τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ 1924 καὶ τὶς ὀλέθριες συνέπειες, ποὺ αὐτὴ ἐπέφερε, διχάζοντας τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐν γένει, ἀλλὰ καὶ εἰδικῶς διχάζοντας τὴν Ἐκκλησίαν στὴν Πατρίδα μας καί δημιουργῶντας τό μέγα αἱρετικόν Οἰκουμενιστικόν σχίσμα.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΟΧ
Scribd
https://id.scribd.com
› document › ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ-ΓΙ...
EG- Recht. Direktor: Dr. Jur. Nikolaos Dimaras a.o. Prof.
f. Zivil- Handels u. Arbeitsrecht Midias 9, 26332. Patra-Hellas ... - (Tel. u. Fax): 2610-334086 ...
[26] Βλ. ἐν φωτοαντιγράφῳ τό ἐπισυναπτόμενον ἡμέτερον, κλασσικόν πλέον ἔργον, Δημαρά Ν. «Προβλήματα δικαστικής ακρόασης» “Δίκη” τ. 3/1984, σελ. 179 ἑπ. στά ἑλληνικά, καί στά γερμανικά “Probleme des rechtlichen
Gehörs im Zivilprozess” καί ὅπως παραπέμπονται οἱ ἐργασίες μου μέ χιλιάδες παραπομπές στήν Ἑλλάδα καί διεθνῶς, (ἐνδεικτικά παρακάτω), σέ σημαντικά ἐπιστημονικά ἄρθρα, περιοδικά καί δημοσιεύματα, ἀναφορικά μέ τό δικαίωμα τῆς προηγούμενης ἀκρόασης σέ σχέση μέ τό ἀντικείμενο τῆς δίκης:
Normkonkretisierung
jstor https://www.jstor.org › stable
Nikolaos Dimaras: Die enge
Beziehung des Zivilrechts zum Zivilprozessrecht und der Einfluss der Verfassung
auf das Zivilprozessrecht. (291) ...
Die Bindung Dritter an Prozessergebnisse
Soldan.de
https://www.soldan.de
› media ›
... Dimaras, Anspruch „Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung, 1987, S. 3; Ferrand, in: FS Gottwald, 2014,. S. 143, 147 Fn. 41; Gottwald, in: FS Musielak, 2004, S ...47 pages
Verbandsklage im deutschen und österreichischen ...
Deutsche Nationalbibliothek
https://d-nb.info
› ...
by MA Max — Dimaras, Anspruch „Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung (1987). ... Streitgegenstand
bezieht. Gegen die gesetzlichen Voraussetzungen in § 8b .. Die Aufklärungs- und Mitwirkungspflicht der Parteienbei ... ResearchGate https://www.researchgate.net
› 30...
... Dimaras, Anspruch »Dritter« auf Verfahrensbeteiligung, 1987, S. 9–17; Baur,
AcP 153. (1954), 394 (404–408). 72 Über die allgemeine Rolle der
Drittinteressen ...
Das
niederländische Mahnverfahren ...Universiteit Utrecht https://research-portal.uu.nl
› files › sujecki
by B Sujecki — ... Streitgegenstand die
persönliche. Zustellung aus Sicht des ... Dimaras,
Die enge Beziehung, S. 295; Matscher, Der Einfluß der EMRK auf den ...LA SUCCESSIONE A TITOLO PARTICOLARE NEL ...iris@unitn https://iris.unitn.it › retrieve
by P Widmann — ... Streitgegenstand im Zivilprozess, Heidelberg, 1961, pag.
139 (per l ... DIMARAS, op. cit., pag. 87 ss.;. W. GRUNSKY, Grundlagen des
Verfahrensrecht ...
580 pages
La successione a titolo particolare nel diritto
controverso UniTrento
http://eprints-phd.biblio.unitn.it
› Paola_Widmann
by P. Widmann · 2013 — ... DIMARAS, N., op. cit., pag. 42; PAWLOWSKY H. M., op. cit.,
pag. 684, che propongono di attribuire all'avente causa intervenuto, in ogni
caso ...
354 pages
Zivilprozessordnung und Nebengesetze: Band 2/1 §§
50- ...
dokumen.pub
https://dokumen.pub › ...
Unter Streitgegenstand versteht man hier den
materiellrechtlichen Streitgegenstand ... Dimaras, Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung
(1987); Häsemeyer …
Zivilprozessordnung und Nebengesetze: Band 2 §§ 50
... dokumen.pub
https://dokumen.pub
› ...
... Dimaras Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung (1987); Häsemeyer
Drittinteressen im Zivilprozess ZZP 101 (1988) 385; Jauernig Subjektive Grenzen
der ...Die Drittwiderklage
dokumen.pub
https://dokumen.pub › download
Henckel, Parteilehre
und Streitgegenstand im
Zivilprozeß, S. 17 ... Dimaras, Nikolaos: Anspruch
„Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung, Pfaffenweiler 1987.
Οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νεκροί. Δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργοῦν ἐν ὀνόματι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, γιατί βλασφημοῦν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Αὐτὸ μᾶς διδάσκουν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες οἱ ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος Μαρτυρήσαντες. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Μέγιστος τῶν Θεολόγων Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἀναφορικὰ μὲ τοὺς Εἰκονομάχους, πρὸ τῆς τελείας κατακρίσεώς τους ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον:
Ἡ ὑποσημείωση στὸν γ΄ Ἀποστολικόν, πού ἀπαιτεῖ τὸ δεύτερο πρόσωπο, γιὰ νὰ ἐνεργοποιήσει τὴν ποινὴ τοῦ κανόνα, νὰ ἐπέλθει δηλ. ἡ ἔννομη συνέπεια τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος, ἀναφέρεται σὲ μεμονωμένους ἐπισκόπους, πού κατ' ἐξοχὴν διαπράττουν Κανονικὲς παραβάσεις καὶ ὄχι σὲ θέματα πίστεως! Ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ μεμονωμένον ἐπίσκοπον, ἀπαιτεῖται δίκη καὶ καταδίκη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, Ἱερόν Πηδάλιον, ὑπος. 1 στόν Γ΄ Ἀποστολικόν Κανόνα, σελ. 4-5, Θεσσαλονίκη 1982, ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864: «Οἱ Κανόνες προστάζουσι τήν Σύνοδον τῶν ζώντων Ἐπισκόπων, νά καθαίρουν τούς ἱερεῖς, ἤ νά ἀφορίζουν, ἤ νά ἀναθεματίζουν τούς λαϊκούς, ὅπου παραβαίνουν τούς Κανόνας. Ὅμως, ἄν ἡ Σύνοδος δέν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τήν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων, ἤ τόν ἀφορισμόν, ἤ ἀναθεματισμόν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καί οἱ λαϊκοί, οὔτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφορισμένοι ἤ ἀναθεματισμένοι. Ὑπόδικοι, ὅμως ἐδῶ μέν εἰς τήν καθαίρεσιν καί ἀφορισμόν ἤ ἀναθεματισμόν, ἐκεῖ δέ εἰς τήν θείαν δίκην… Ὅθεν σφάλλουσιν μεγάλως, ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι ὅπου λέγουσιν, ὅτι εἰς τούς παρόντας καιρούς ὅλοι οἱ παρά κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθηρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ τά τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μήν νοοῦσα, ὅτι ἡ προσταγή τῶν Κανόνων, χωρίς τήν ἔμπρακτον ἐνέργειαν τοῦ β΄ προσώπου, ἤτοι τῆς συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καί πρό κρίσεως, μήν ἐνεργοῦσα καθ’ ἑαυτήν. Αὐτοί οἱ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι
φανερά ἐξηγοῦσι τόν ἑαυτόν τους μέ τόν μς. Κανόνα τους, ἐπειδή δέν λέγουσι, πῶς
ἤδη εὐθύς ἐνεργείᾳ εὑρίσκεται καθηρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος δεχθῆ
τό τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα, ἀλλά καθαιρεῖσθαι προστάζομεν, ἤγουν νά παρασταθῆ εἰς
κρίσιν, καί ἄν ἀποδειχθῇ, πῶς τοῦτο ἔκαμε, τότε ἄς γυμνωθῇ μέ τήν ἐδικήν σας ἀπόφασιν
ἀπό τήν ἱερωσύνην, τοῦτο
προστάσσομεν.» Στίς συγκεκριμένες, ὅπως
παραβάσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς θεωροῦνται ὡς πλήρως ἀποδεδειγμένα τά ὑπ’ αὐτοῦ
πραχθέντα, ἀφοῦ ἡ δημσίευση τῶν πεπραγμένων του ἔγινεν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καί
συνιστοῦν ὁμολογίαν, πού σημαίνει πλήρη ἀπόδειξη, μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως! Ὁπότε τό ἄν ἀποδειχθεῖ εἶναι τελείως ἀποδεδειγμένον
καί δέν ἀπαιτεῖται κάποια δίκη περί τοῦ «πῶς
τοῦτο ἔκαμε»! Αὐτό πού ἀπομένει εἶναι ἡ ἀξιολόγηση τῶν τελείως ἀποδειχθέντων
γεγονότων, γιά τό ποιά κανονικά ἐπιτίμια θά ἐπιβληθοῦν, συνεκτιμῶντας ἡ Σύνοδος
τήν ὅλην στάση καί τό ἔργον τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου.
Δὲν εἶναι, ὅμως, ἔτσι τὰ πράγματα, ὅταν ἔχουμε θεσμικὴν ἐκτροπήν, ἀνατροπὴν τῆς παραδόσεως τῆς ἀδιαίρετης ἐκκλησίας μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἢ ἕνωση μὲ αἱρετικούς, μετὰ ἀπὸ συνοδικὲς ἀποφάσεις!
Δηλ. ὅταν ἔχουμε Ἐκκλησιοποίηση τῆς αἱρέσεως.
Στὸν 68ον Ἀποστολικὸν ξεκαθαρίζει αὐτὴν τὴν θέση του ὁ
Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καὶ συμφωνεῖ ἡ σύμπασα ἡ Ἐκκλησία:
Καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, οἱ αἱρετικοὶ δηλ. πού δὲν ἔχουν καταδικασθεῖ, βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Καὶ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ χειροτονηθοῦν ἐξ ἀρχῆς, ὅταν προσέρχονται στὴν Ἐκκλησία.
Γιατί δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική;
Ἀπαντᾶ ὁ κοινὸς διδάσκαλος, Μέγας Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
Διὰ
τὸ
πλῆθος
τῶν
ἐπιπολλαζόντων
(κυριαρχούντων) Εἰκονομάχων.
Τοὺς
δέ-χθηκε ἡ
Ζ΄ Οἰκουμενικὴ μὲ ὁμολογία καὶ ἀποκήρυξη τῆς αἱρέσεως καὶ σύνταξη μὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἰσχυροποίησε στὶς ἱερατικὲς θέσεις.
Πρόσωπον
Ἐκκλησίας
ἐπέχει
ἡ
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Διὰ πολλὴν μεγάλην οἰκονομίαν, πού χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία, (οἰκονομικῶς καὶ ἐξ ἀνάγκης), τοὺς δέχθηκε. Κανονικά δηλ. θά ἔπρεπε
νά τούς χειροτονήσει ἐξ ἀρχῆς, κατά τόν 8ο Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς.
Αὐτό, λοιπόν, σημαίνει καί «τό δέν διαβεβαιοῖ» τοῦ μνημειώδους Ἑνωτικοῦ κειμένου. Ὅταν
ἡ Ἐκκλησία τούς δέχεται, τούς ἁγιάζει, τούς ἰσχυροποιεῖ, τούς παρέχει τήν
πληρότητα τῆς Χάριτος καί τῆς πλουσίας καί ἀκώλυτης ἱερωσύνης. Τό δέν διαβεβαιοῖ δέν σημαίνει, ὅπως ἐσφαλμένα
τό ἑρμηνεύουν μερικοί, ὅτι τάχα διαβεβαιοῖ περί τῆς ὑπάρξεως τῆς Χάριτος στούς
προσερχομένους αἱρετικούς Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές, πρίν αὐτοί προσέλθουν ἐν ταπεινώσει καί
μετανοίᾳ, συντάσσοντας μάλιστα καί ἀναθεματιστικούς τῆς αἱρέσεως λιβέλλους καί Ὁμολογίαν
Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ταμειοῦχος τῆς Χάριτος καί τοῦ Πληρώματος τῆς
Πεντηκοστῆς, πού οἰκονομεῖ τούς προσερχομένους.
[28] Βλ. τίς
σχετικές διατάξεις τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ
κειμένου:
Γ΄ 8. Οἱ ἔχοντες ὑγιᾶ Δογματικὴν καὶ Κανονικὴν
Συνείδησιν εὐσεβεῖς, Κλῆρος καὶ Λαός, ἔναντι φαινομένων καὶ κινήσεων
ἐχόντων ἐκκλησιολογικὴν καὶ σωτηριολογικὴν σημασίαν, ὡς ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ
Σεργιανισμός, ὀφείλουν νὰ τηρήσουν μίαν γνησίαν Πατερικὴν στάσιν,
ὅταν μάλιστα αὐτὰ ἑδραιώνωνται συστηµατικῶς καὶ διαδίδωνται εὐρέως, ἔστω καὶ
ἄν δὲν ἐπιδιώκουν πάντοτε µίαν σαφῆ δογµατικὴν ἔκφρασιν, ἀλλ’ εἰσχωροῦν καὶ ἐνσπείρονται
εἰς τὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας µὲ ὕπουλον καὶ διαβρωτικὸν τρόπον, δηλαδὴ
υἱοθετοῦνται ἐνεργῶς ἢ ἐπιτρέπονται παθητικῶς ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων µιᾶς ἢ περισσοτέρων
Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, Ὅπως, δυστυχῶς, ἔκανε καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης
καί δέν τήρησε, ὅπως ἔχει καί ὁ ἴδιος ὑπογράψει καί ὀφείλει νά κάνει, κατά τά ἀνωτέρω,
μίαν γνησίαν Πατερικήν στάση ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμόν καί Σεργιανισμόν τῶν Νεοημερολογιτῶν-Σεργιανιστῶν,
μέ τούς ὁποίους συναγελάσθη στήν Θεσσαλονίκην, συνεόρτασε καί ἀντάλλαξε δῶρα τήν
Κυριακήν τῶν Βαΐων, δεξάμενος τά πεμπόμενα
ἑορταστικά παρά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα καί ἀντιπροσφέροντας
εἰς αὐτόν ἐπισήμως καί θεσμικῶς πολύτιμον δαφνοστέφανον.
Στήν δέ παράγραφον 9 σημειώνεται:
9. Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς, ἡ οὐσία τοῦ
ἀγῶνος ἐναντίον τῶν ἀντιευαγγελικῶν, ἀντορθοδόξων καὶ ἐκφυλιστικῶν αὐτῶν
φαινοµένων δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία δυνητικὴ στάσις ἐν τῷ πλαισίῳ μιᾶς
δῆθεν οἰκονομίας, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν…
-ἄν δέν καταδικάστοῦν ρητῶς καί
κατηγορηματικῶς τοιαῦτες αἱρετικές συμπεριφορές καί αἱρετικές πράξεις ὥς τοῦ σ.
Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη ἐφαρμόζεται ἐπακριβῶς ἡ παράγραφος 9 τοῦ Ἑνωσιακοῦ
κειμένου.
ἡ ὁποία εἰσάγει (μάλιστα συνοδικῶς) {ἄν δέν καταδικασθεῖ
ρητά ἡ τοιαύτη συμπεριφορά ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου} τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε κηρύττουσα αὐτήν, εἴτε
συµβάλλουσα εἰς τὴν διάδοσιν αὐτῆς διὰ µέσου τῆς σιωπῆς, τῆς παθητικότητος ἢ τῆς
ἀδιαφορίας. Τοῦτο θά συμβεῖ, ἐάν σιωπήσει ἡ Σύνοδός μας
μπροστά στίς καταγγελόμενες αἱρετικές κινήσεις καί στήν ἐν τῇ πράξει
κηρυσσομένην αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ.
Μανιώτη- (θά ἐφαρμοστεῖ ὅπως ἤδη ἐφήρμοσαν
ἀρκετοί ἐναντίον μας (ΙΕ΄ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας).
Τό ἀνωτέρω κείμενον
καί ἡ κατωτέρω παράγραφος 10 τοῦ μνημειώδους
Ἑνωσιακοῦ Κειμένου δέν ἀφήνει καμμίαν ἀμφιβολίαν, γιά τήν ὑποχρέωση τῆς
Συνόδου καί ὅλων τῶν πιστῶν καί τῶν λεγομένων Κανονικῶν, νά διακόψουν τήν
κοινωνίαν μέ τόν κηρύσσοντα αἱρετικά, ἀφοῦ κατά τό μνημειῶδες κείμενον ἐπιβάλλεται
πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν
σέ τοιαῦτες περιπτώσεις:
10. Ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τοὺς ἐκπεσόντας ποιμένας, οἱ ὁποῖοι
χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «ψευδεπίσκοποι»
καὶ «ψευδοδιδάσκαλοι», ἀποτελεῖ ἀναγκαιοτάτην ὑποχρέωσιν τῶν
γνησίων Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, πρὸς
διαφύλαξιν τῆς Μοναδικότητος, τῆς Ἑνότητος καὶ τῆς Καθολικότητος
τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς ὁμολογιακὴν Μαρτυρίαν Πίστεως, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἱεραποστολικὴν
σωτήριον Κλῆσιν Μετανοίας πρὸς τοὺς
ἐκτρεπομένους καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μετ’ αὐτῶν.
ΣΤ΄. Ἡ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν
1. Εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν µετανοούντων αἱρετικῶν καὶ
σχισµατικῶν, αἱ Οἰκουµενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς ἀρχῆς
τῆς Ἀκριβείας, ἐφήρµοσαν κατὰ καιροὺς καὶ τὴν λεγομένην ἀρχὴν τῆς Οἰκονοµίας,
μίαν δηλαδὴ Κανονικὴν καὶ Ποιµαντικὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ
γίνεται πρόσκαιρος ἀπόκλισις ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἄνευ
παραβιάσεως τοῦ πνεύµατος Αὐτῶν.
2. Ἐν τούτοις, ἡ Οἰκονοµία δὲν δύναται ποτὲ,
βεβαίως, καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁµαρτίας ἢ οἱουδήποτε συµβιβασµοῦ
σχετικῶς µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», ἐφ’ ὅσον
ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρῶς καὶ μοναδικῶς, ἐν πνεύματι φιλανθρώπου
συγκαταβάσεως, εἰς τὴν διευκόλυνσιν τῆς σωτηρίας ψυχῶν, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν.
3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας κατὰ τὴν εἰσδοχὴν
τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν εἰς Ἐκκλησιαστικὴν Κοινωνίαν, οὐδόλως σηµαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸν τῶν
μυστηρίων αὐτῶν, τῶν τελεσθέντων ἐκτὸς τῶν Κανονικῶν καὶ
Χαρισματικῶν Ὁρίων Αὐτῆς.
Δηλ. τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν,
ἐάν θελήσουν νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησίαν, καθότι ὅπως σημειώνεται στό μνημειῶδες
Ἑνωσιακόν κείμενον ὁ Νεοημερολογιτισμός καί ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι
καταδικασμένες αἱρέσεις, τόσον στίς Συνόδους τοῦ 1583, 1587 1592 καί ὁ Οἰκουμενισμός
τό 1983 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου του, ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου ὑπό
τόν ἀείμνηστον Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην καί ὑπό τῆς ἀδελφῆς
Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας τό 2013.
Ἡ ἀδελφή Ρουμανική Σύνοδος ὁρίζει πατερικῶς
https://www.manastireaslatioara.ro/stiri/marturisire-de-credinta
ΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΠΙΣΤΕΩΣ
Εμείς, οι χριστιανοί της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας,
πιστεύουμε, ομολογούμε και δοξάζουμε έναν Θεό σε τρεις υποστάσεις: Ο Πατέρας
είναι αγέννητος, γεννά τον Υιό πριν από την αιωνιότητα και γεννά το Άγιο Πνεύμα
πριν από την αιωνιότητα- ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από την
αιωνιότητα και το Άγιο Πνεύμα γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από την αιωνιότητα.
ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ, ΚΗΡΎΤΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΕΧΌΜΑΣΤΕ:
…
ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ
ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ:
-
Κάθε συνοδική ή ατομική απόφαση που παραβιάζει τους ορθόδοξους κανόνες και τη
διδασκαλία.
- Την ανάμειξη του εκκοσμικευμένου
κράτους σε θέματα πίστης και διοίκησης της Εκκλησίας, παραβιάζοντας έτσι
την ελευθερία της Εκκλησίας….
-
Στον Οικουμενισμό που είναι η αίρεση όλων των αιρέσεων και θεωρούμε, ότι όλες
οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων που έχουν καταδικάσει αυτή την αίρεση είναι
σε ισχύ- η σημαντικότερη είναι το
ανάθεμα της Συνόδου του 1983 της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού
(ROCOR) υπό την ηγεσία του Αγίου Μητροπολίτη Φιλάρετου και η επανάληψή του από
τη Σύνοδο της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας το 2013. Ως
αποτέλεσμα της αίρεσης του Οικουμενισμού, θεωρούμε, ότι οι «εκκλησίες» που
έχουν υιοθετήσει, υποστηρίζουν (ή εξακολουθούν να υποστηρίζουν) ή δεν είναι
πρόθυμες να καταδικάσουν τον Οικουμενισμό, καθώς και όσοι βρίσκονται σε
κοινωνία μαζί τους (κληρικοί ή λαϊκοί)
έχουν πέσει από την Μία Εκκλησία και την Αληθινή Πίστη και η διακονία τους
στερείται της Αγίας Χάριτος. Όλες τις κρίσεις τους, λοιπόν, τις
θεωρούμε ως μη ανήκουσες στην Εκκλησία και τα μέλη τους θεωρούμε αιρετικούς,
λόγω του Οικουμενισμού, και σχισματικούς, λόγω της αποκήρυξης του Ιουλιανού
ημερολογίου των Αγίων Πατέρων.
Καί
- Τήν αίρεση που είναι
γνωστή ως «Θεωρία του άρρωστου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο
«Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου
ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας,
Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας, μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη
Σύνοδος. Έτσι και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της
έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί (ή οι αιρετικοί γενικά)
μπορούν να είναι στη Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία. μέχρι να
συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει.
Ἑπομένως καί ἡ προσέγγιση, κατά τόν ἀνωτέρω συνεορτασμόν μέ
τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί κατά τόν συναγελασμόν στήν Θεσσαλονίκην, ὅπου
παρευρέθη ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος μετά τῶν ἀνιέρων καί ἐκπεσόντων τῆς
πίστεως εἶναι κατακριτέα. Σέ ποιόν βαθμόν καί μέ ποιές κανονικές συνέπειες εὑρίσκεται
στήν δικαιοδοσίαν καί στήν ἀπόλυτον κρίσιν τῆς Συνόδου μας.
4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν,
οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα
μυστήρια ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως,
ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν
τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος.
Οἱ ἀνωτέρω παράγραφοι
3 καί 4 εἶναι ξεκάθαρες, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἀναγνωρίζει οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν,
οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήρια, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν
ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος τῶν
Νεοημερολoγιτῶν καί Οἰκουμενιστῶν.
Καί, ἑπομένως, κατά
τίς ρητές αὐτές διατάξεις, ὁ Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἀνεγνώρισε ἐν τῇ
πράξει μέ τούς ἐναγκαλισμούς του, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων, (δεχόμενος τά πεμπόμενα ἑορταστικά δῶρα)
καί τήν συντελετουργίαν-συνεορτασμόν
μετά τοῦ Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα ὡς «ἀρχιερέα» τόν κ. Ἀθηναγόραν, πού παραμένει, κατά τά ἀνωτέρω, ἀμετανόητος στούς κόλπους τῆς ἰδίας αὐτοῦ αἱρετικῆς
καί σχισματικῆς Κοινότητος. Οἱ κανονικές συνέπειες θά ἐπιβληθοῦν, ὅπως κρίνει ἡ
ἡμετέρα Σύνοδος.
5. Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς
τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον κατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν
μετανοίᾳ τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς, μεμονωμένων προσώπων ἢ Κοινοτήτων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
ἀποδέχεται μὲν μόνον τὸν τύπον τοῦ ἐξ αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν μυστηρίου,
ἐὰν, βεβαίως, οὗτος ἔχῃ τηρηθῆ ἀνόθευτος, εἰδικῶς μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὸ
βάπτισμα, ζωοποιεῖ δὲ τοῦτον τὸν τύπον διὰ τῆς ἐνυπαρχούσης εἰς Αὐτὴν
Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῶν φορέων τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χριστοῦ πληρότητος
Αὐτῆς, ἤτοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
6. Εἰδικώτερον
περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας,
ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ
περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν
«ἐν γνώσει» μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ
Σεργιανισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν Αὕτη δὲν ἐπαναλαμβάνῃ ὁπωσδήποτε τὸν τύπον αὐτῶν εἰς
τοὺς ἐν μετανοίᾳ εἰσερχομένους εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς
συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ἤδη
γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον.
7. Εἶναι
βέβαιον πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκ
τούτου δὲ ἐξασθενῇ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμος Ὁμολογίας-Καθολικότητος-Κοινωνίας
ἢ καὶ διαρρηγνύεται ἐντελῶς, τότε αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ
συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται, προβλεπόμεναι σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολικήν,
Πατερικὴν καὶ Συνοδικὴν Παράδοσιν.
8. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ
Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ
τὴν χρῆσιν τῆς Οἰκονομίας ἔναντι αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν τινων (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸν νὰ ἀναφέρωμεν, ὅτι ἡ
Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς
Οἰκονομίας εἰς «τοὺς
προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὡς ἐμφαίνεται
μάλιστα εἰς τὸν περίφημον 95ον Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης
Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως διάφοροι σχισματικοὶ καὶ
αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὡς οἱ
καταδεδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖται, εἴτε διὰ
Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.
Πῶς,
λοιπόν,
-ἐδέχθη
καί ἀγκάλιασε δημόσια, ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ ὁ σ. Ἀττικῆς κύριος Xρυσόστομος Μανιώτης τόν Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν Ἰλίου
κ. Ἀθηναγόραν τήν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων
-συνεόρτασε
μετ’ αὐτοῦ,
-ἐδέχθη τά πεμπόμενα ἑορταστικά,
καί
-τόν
στεφάνωσε μάλιστα, δίνοντάς του δαφνοστέφανο
-ἀναγνωρίζοντάς
τον ὡς ἐπίσκοπον, μ’ αὐτόν τόν τρόπον, αὐτόν πού δέν εἶναι οὔτε ἐν μετανοίᾳ,
οὔτε ἐγκαταλείπει τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά
ἀντιθέτως μέ τίς τέσσερις οὐνιτικές παλαιοημερολογίτικες ἐνορίες πού ἀκολουθοῦν
τό Παλαιό, ἀλλά μνημονεύουν τόν μέγαν Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηναγόρα Ἰλίου, γιά νά ἐξαπατῶνται
οἱ ἁπλούστεροι ἀδελφοί μας κυρίως Πόντιοι;
* * *
9. Ἐν γνώσει πάντων τῶν ἀνωτέρω, ὡς καὶ τῶν ἰδιαιτέρων
καταστάσεων εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει
µετὰ ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἐκ τῶν λεγομένων ἐπισήμων
ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς,
φροντίζουσα -κατὰ τὴν ἄσκησιν ὑπ’ Αὐτῆς τῆς ποιµαντικῆς προνοίας δι’ αὐτοὺς- διὰ
τὸ λίαν οὐσιῶδες, ἤτοι νὰ προβοῦν οὗτοι εἰς τὴν ἐπιλογὴν αὐτῶν ἐλευθέρως,
συνειδητῶς καὶ ὑπευθύνως.
10. Κατὰ γενικὸν
κανόνα, οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἐκ τούτων, οἱ ἔχοντες, βεβαίως,
βαπτισθῆ κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν διὰ
Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, συνδεδεμένης πάντοτε πρὸς τὸ
Μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως, οἱ δὲ Κληρικοὶ ὑποβάλλουν
γραπτὴν αἴτησιν καὶ ἐφ’ ὅσον αὕτη ἐγκριθῇ, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν κατὰ τὸν
αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ διὰ µιᾶς
εἰδικῆς Τάξεως Χειροθεσίας, συντεταγµένης πρὸς τοῦτο, εἰδικῶς διὰ
τοιαύτας περιπτώσεις.
12. Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου
κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις,
διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων
νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
…
Ζ’.
5. Ἡ ἀνάγκη
αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας,
τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς
ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει
νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς
ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν
καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν,
διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη
ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ
Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές, κατά τά διαλαμβανόμενα στό ἀνωτέρω Ἑνωσιακόν
Κείμενον, ἔχουν ἤδη ἐκπέσει, «ὑφίσταται ἡ ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν»,
κατά τήν ἀκριβῆ περιγραφή τοῦ Κειμένου,
ὁπότε μία μελλοντική Σύνοδος δέν θά
κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά διαπιστώσει τήν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν,
κατά τό Μνημειῶδς Κείμενον, καί σύμφωνα μέ τήν σύνολη διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων
Πατέρων!
Καί ὁ Ἀττικῆς κύριος
Χρυσόστομος Μανιώτης, μέ τόν
συναγελασμόν του μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Νεοημερολογιτῶν στήν Ἀθῆνα
καί στήν Θεσσαλονίκην, μέ τήν ἀποδοχήν
ὑπό τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα, τῶν πεμπομένων ἑορταστικῶν
ἔδειξε, καί δή μέ τήν προσφοράν ἐκ μέρους του δαφνοστεφάνου στόν Οἰκουμενιστήν
αὐτόν, τόν ἐκπεσόντα τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως, κατά τό Ἑνωσιακόν Κείμενον,
καί κατά τούς Πατέρες, ὅτι φρονοῦσε τά ἴδια, συγχέοντας τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί δίνοντας παράδειγμα στούς ἄλλους
ἐπισκόπους, ἱερεῖς καί πιστούς, ὅτι
δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν
καί πώς τό ἴδιο εἴμαστε, παραθεωρῶντας τούς ἀγῶνες, τούς διωγμούς, τούς ἀποσχηματισμούς
τῶν ἁγνῶν λευιτῶν, τίς ἐξορίες καί τίς φυλακίσεις τῶν ἱερέων μας καί τῶν ἀρχιερέων
μας καί τό αἷμα πού χύθηκε στήν Μάνδρα γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν Πατρίων καί τοῦ Ὀρθοδόξου
Ἑορτολογίου.
Ἀφοῦ, μάλιστα, παρέμενεν ἀμετανόητος
γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, διακηρύσσοντας διά τοῦ ἠλεκτρονικοῦ τύπου ἐν τῇ
πράξει τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ-Νεοημερολογιτισμοῦ, διατηρῶντας γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἀνηρτημένες στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα
του τίς πράξεις, γιά τίς ὁποῖες κατηγορήθη, ἴσχυε καί γιαὐτόν τό τοῦ Θεορρήμονος Ἀποστόλου Παύλου:
Πρός
(Τίτον 3, 8-15), 10 αἱρετικὸν ἄνθρωπον
μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, 11 εἰδὼς
ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει
ὢν αὐτοκατάκριτος! («ἐξέστραπται
ο τοιοῦτος» ἀπό τό ρῆμα ΕΚΣΤΡΕΦΩ=ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΩ, ΔΙΑΣΥΡΟΜΑΙ... ἐξεστραμμένος
εἶναι ο διασυρόμενος... ἐξηγεῖ τό
λεξικόν τοῦ Παπύρου τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου).
Ὡστόσοn, κατεβάζοντας ἀπό τήν ἐπίσημη
ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις κατ’ ἀπαίτηση τῆς
Συνόδου μας ἔδειξεν μετάνοιαν, διοργανώνοντας μάλιστα καί ὁμολογιακές συνάξεις,
γιά τά ἑκατόν χρόνια ἀπό τήν Καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἀναμένονται καί οἱ
γραπτές δηλώσεις του, μέ τίς ὁποῖες θά ζητάει συγγνώμην, γιά τόν σκανδαλισμόν
τοῦ ποιμνίου καί ὅτι θά παραλείψει στό μέλλον παρόμοιες συμπεριφορές, κατά τά
συμφωνηθέντα, καί ὅπως θά ὁρίσει ἡ Σύνοδός μας.
Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται
στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο γράφει:
"Πάντως
δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή
γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντες, ὅπως εἶπε ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους
πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά,
καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησε,
ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως
φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς. Ἐπίσης μερικῶν αἱρετικῶν
δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν
περιστατική καί καιρική οἰκονομία δέν τά ἔκανε ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική.
Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς Θεολογικοὺς
Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαῖος, σελ.
90-96, 118-130, Σημάτη Παναγιώτη.
Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή
πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν.
Ρωμανίδη Ἰωάννη, Δογματικὴ καὶ
Συμβολικὴ Θεολογία, τ. 2ος, σελ. 533 ἑξ..
Θεοδώρου Ἀνδρέα, Εἰς τὴν Α΄ πρὸς
Κορ. Κεφ. Ε΄» Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σ. 47, ἔκδοση Στάχυ, 2001.
{Contra Julianum (lib. 1-20}.
Callinicus Biogr., ΒΙΟΣ
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΥΠΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΡΟΥΦΙΝΙΑΝΑΙΣ.
Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας.
Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 43-44.
Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστολή σξβ΄.
Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σ. 342 καὶ ὑποσ. 56α.
Μουρατίδου Κ., Οἰκουμενικὴ Κίνησις,
σελ. 66-67.
Εἶναι οἱ
Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι; Ἱ. Μ. Ὁσ.
Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους.
Ἰωαννίδη Νικολάου, πρωτοπρεσβυτέρου, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος,
σελ. 81.
Βλ. Ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στόν
ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Ἱερᾶς
Συνόδου, Ἱερόν Πηδάλιον, σελ.
358).
Σελ. λθ΄, καί ὑποσ. στόν 3ον Ἀποστολικόν, σελ. 4-5 Ἱεροῦ Πηδαλίου.
«...τοῦ τε Ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν» (Ἐπιστολαί, 466, l.17-18). «Ἐχθρούς γάρ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῆ τῆ φωνῆ ἀπεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί σέ ἄλλον σημεῖον διδάσκει: «Οἱ μέν τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν˙ οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς ού κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α).
Ἡ Ἑκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισε ἱερωσύνην στούς αἱρετικού, ὅπως γιά παράδειγμα στούς Εἰκονομάχους, ὅπως συναγεται καί ἀπό τά Πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφορικά μέ τούς ἐπισκόπους πού κατ’ ἐξαίρεσιν καί κατ’ οἰκονομίαν δέχτηκε. Δέν δέχτηκε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική ὅτι εἶχαν ἱερωσύνην καί ὅτι τελοῦσαν σωστικά μυστήρια. Κάτι τέτοιο οὐδέποτε διετύπωσε κανείς ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες καί καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος,
πού ἐπέχει πρόσωπον Ἐκκλησίας, δέν τό εἶπε! Μία ἀντίθετη διατύπωση θά συνιστοῦσε βλασφημίαν κατά τοῦ Παναγίου Πνεύματος! Ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἔγιναν δεκτοί ἐκ τῶν Εἰκονομάχων ἐπισκόπων:
-ὅσοι ἀπό αὐτούς μετενόησαν, καί
πάντως
-ὄχι οἱ διδάσκαλοι καί πρώταρχοι τῆς αἱρέσεως, ὅσοι
-ἀναθεμάτισαν τήν εἰκονομαχικήν αἵρεση,
-συνέταξαν γραπτῶς καί προσκόμισαν στήν Σύνοδον ἀναθεματιστικούς τῆς αἱρέσεως λιβέλλους,
-ὁμολόγησαν, ὅτι ἦσαν ἐκτός Ἐκκλησίας καί χωρισμένοι ἀπ' αὐτήν καί
-δήλωσαν πανηγυρικά καί δημόσια, ὅτι ἐπιθυμοῦν νά ἑνωθοῦν μέ τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἀπό τήν ὁποίαν ἦσαν χωρισμένοι καί κυρίως, ἀφοῦ
-πῆραν καί φρικτόν ὅρκον, ἀναθεματίζοντας μάλιστα ἑαυτούς, ἐάν ἐπέστρεφαν στό ἴδιον ἐξέραμμα καί
-διαβεβαιώνοντας, ὅτι δέν κινοῦνται μέ ὑπουλότητα καί ὑστεροβουλίαν!
Αὐτό τό τελευταῖον τό πιστοποιοῦν λέγοντας: "Ἐάν μή ὁμολογῶμεν καθώς ἡ καθολική ἐκκλησία, ἀνάθεμα ἔχωμεν ἀπό τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος".
“Ἡ ἁγία σύνοδος εἶπεν: ἐλπίζομεν, ὅτι μετά τήν σύνοδον οὐδείς διαστραφήσεται,
καθότι ἐν ταῖς καταθέσεσιν αὐτῶν ἑαυτούς οἱ ἐπίσκοποι ἀνεθεμάτισαν, ὅτι ἐάν ἐπιστρέψωμεν ἐπί τήν προτέραν αἵρεσιν, ἀναθεματισμένοι καί καθηρημένοι ἐσμέν”.
Στήν συνέχειαν ζητεῖται ἀπό τήν Σύνοδον νά ἐπιδοθοῦν οἱ λίβελλοι τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῆς αἱρέσεως καί τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας. Καί, ἄν δέν ἔχουν συντάξει τέτοιους λιβέλλους, νά τούς φτιάξουν καί νά τούς προσκομίσουν στήν Σύνοδον. Καί κατόπιν ὅλων αὐτῶν θά κρίνει τήν ὑπόθεσή τους ἡ Σύνοδος! "Κωνσταντῖνος ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου εἶπεν: πανίερε δέσποτα, εἰ μέν ἐπιφέρονται λιβέλλους, ἐπιδότωσαν. εἰ δέ μή, ποιήτωσαν. καί εἶθ' οὕτως κρινεῖ ἡ ἁγία σύνοδος ἐπ' αὐτοῖς. Οἱ δέ ἔφασαν: «ἔχομεν τούς λιβέλλους ἑτοίμους, καί δώσομεν αὐτούς.» Ὁ πολύς ἅγιος Ταράσιος ρώτησε τήν
Σύνοδον, πῶς πρέπει νά γίνει ἡ εἰσδοχή τῶν ἀπό τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως προσερχομένων αἱρετικῶν: "τήν ἀναφυεῖσαν αἵρεσιν, πῶς ὀφείλομεν δέξασθαι;"
Ἡ Σύνοδος συμφώνησεν μέ τόν Ἰωάννην, τόν θεοφιλέστατον τοποτηρητήν τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς, πού εἶπε, ὅτι ἡ αἵρεση χωρίζει κάθε ἄνθρωπο ἀπό τήν ἐκκλησία, ἐπιβεβαιώνοντας, ὅτι αὐτό εἶναι εὔδηλο (ξεκάθαρο):
Ἰωάννης ὁ θεοφιλέστατος τοποτηρητής τοῦ ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς ἀνατολῆς εἶπεν: «Ἡ αἵρεσις χωρίζει ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας πάντα ἄνθρωπον.»
Ἡ Ἁγία Σύνοδος εἶπεν: «Τοῦτο εὔδηλόν ἐστιν.»
Οἱ μοναχοί εἶπαν ὅτι, γιά νά γίνουν δεκτοί οἱ Εἰκονομάχοι, πρέπει νά χειροθετηθοῦν: "χειροθετουμένους εἶπεν ὁ (8ος ἐν Νικαίᾳ) κανών δεχθῆναι".
Δοκίμιον
Ἱστορικόν, περὶ τοῦ
σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας
ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν
Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς
βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος
1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107.
15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ γάρ δι΄ αἵρεσίν τινα, παρά τῶν Συνόδων ἤ Πατέρων κατ-εγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ὑποτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται, πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Βλ. σχετικῶς ὁμ. καθηγητοῦ τῆς θεολογικῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «Ἀποτείχιση ἀπό τήν αἵρεση, ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία», «Θεοδρομία»,
19 (2017) 3-13.
Βλ. ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου
Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ πρός τούς
Λατινόφρονας: «Οὐ ψιλός ὁ λόγος, ὁ περί μνημοσύνου
λόγος»! «Κάθε κληρικὸν
τοῦ ὁποίου ἡ πίστη, οἱ λόγοι καὶ τὰ ἔργα δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ μὴν τὸν δεχόμαστε στὴν οἰκίαν μας. Ἀλλὰ νὰ
τὸν
ἀποστρεφόμεθα καὶ νὰ
τὸν
μισοῦμε ὡς δαίμονα, ἔστω κι ἄν ἀνασταίνει νεκροὺς καὶ κάνει μύρια θαύματα» διδάσκει ὁ
Ἅγιος Συμεὼν ὁ Ν. Θεολόγος. «Οἱ μὲν αἱρετικοὶ τέλεον περὶ
τὴν
πίστιν ἐναυάγησαν, οἱ
δὲ εἰ καὶ
τοῖς
λογισμοῖς οὐ
κατεμποτίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται». Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, P.G. 99, 1116A. «Οἷς τὸ μνημόσυνον καὶ
ἡ κοινωνία ἀπωλείας πρόξενα, τούτοις ἡ
παῦσις καὶ
ἡ διάστασις γίνεται σωτηρίας ὑπόθεσις». (Ἰωσὴφ Βρυέννιος).«Κοινωνοῦμεν οὕς μνημονεύομεν καὶ μνημονεύομεν οἷς κοινωνοῦμεν». (Δοσίθεος Ἱερο-σολύμων). «Ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία προστατεύει ἀπὸ
τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα». (Ἁγίου Νεκτάριου Αἰγίνης, Περὶ σχέσεως μὲ αἱρετικοὺς, ἔκδ.
Νεκτάριος Παναγόπουλος). «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα τούτων τὴν κοινωνίαν πρoσήκει φεύγειν». Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1188BC. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου στὶς Ἐξαγγελίες του γιὰ τὴν ὑποχρεωτικὴν διακοπήν τοῦ μνημόσυνου καὶ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες εἶναι, ἐπίσης, καθοριστική,
γιατί διατυπώνει σχεδὸν
αὐτολεξεὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς ΑΒ' Συνόδου (πολὺ πρὶν τὴν ΑΒ΄ Σύνοδον τοῦ 861). Τὸ τί φρονεῖ ὁ Ἅγιος περὶ τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶς φρονούντων
καταφαίνεται στὶς ἐξαγγελίες τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου "Περὶ ἐξαγγελιῶν" (ΡG
87, 3, 3369-3371), ὅπου γράφει: "Εἰ δὲ τινὲς ἀποσταταῖέν τινος οὔ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ δι' αἵρεσιν ὑπὸ συνόδου ἢ ἁγίων Πατέρων
κατεγνωσμένην τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ ὀρθόδοξοι." Καὶ μάλιστα λίγο πιὸ πάνω στὶς Ἐξαγγελίες του γράφει ἀκριβῶς τὰ ἴδια μὲ τὸν Ἅγιον Μ. Ἀθανάσιον: "Εἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προιέναι, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν, οὒχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἄλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον∙ φευκτέον
σοὶ ἔστω διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν∙ ὥς γὰρ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν∙ εἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ δυνατὸν συναθροισθῆναι, ἕκαστος ἐαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω,
προσευχέσθω, ἢ ἅμα δύο ἢ τρεῖς. Ὅπου γὰρ ἐὰν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν." Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου περὶ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως καὶ
διακοπῆς τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων καὶ τοῦ ἀγῶνος μέχρι θανάτου διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν τὴν βλέπουμε νὰ
πραγματώνεται ξεκάθαρα στὴν στάση ζωῆς
τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, μαθητοῦ καὶ πνευματικοῦ τέκνου τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου, τὸν ὁποῖον, ὄντως, ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος
προϊστάμενον, πατέρα καὶ
διδάσκαλον. Βλ. ΘΗΕ, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τ. 8ος, σελ. 614 καὶ Στεφανίδου,
Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, πέμπτη ἔκδοση, ἀναθεωρημένη
καί διορθωμένη ἐκείνης τοῦ 1959, σελ. 244. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν νέαν τακτικὴν
τῶν αἱρετικῶν, ἐκφρασθεῖσαν διὰ τοῦ "Τύπου"
τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος τοῦ Β', ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου. Δία τοῦ "Τύπου" ἐπεβάλλετο ἡ
σιωπὴ στὰ θέματα τῆς Πίστεως! Τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος μὲ τὴν ὁμολογιακὴν στάση του δίδασκε τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ κοινωνοῦν μετὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοθελητῶν, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος δὲν κοινωνοῦσε." Βλ. σελ. 8 (τ. 27 «Ἅγιοι Κολλυβάδες»): «Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος πολὺ πρὶν συγκληθεῖ ἡ ΑΒ' σύνοδος, τὸ 861 ἐπὶ Μ. Φωτίου, καὶ πρὶν τεθεῖ ὁ ΙΕ΄ αὐτῆς Κανών, ὁ ἐπιβάλλων τὴν ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ἀποτείχισιν,
διατυπώνει σχεδὸν αὐτολεξεὶ τὸ περιεχόμενον τοῦ Κανόνος: Εἰ δὲ τινες ἀποστάταῖέν τινος, οὐ διὰ πρόφασιν ἐγκλήματος, ἀλλὰ δι' αἵρεσιν (ὄχι μόνον) ὑπὸ συνόδου (ἀλλὰ καὶ) ἤ Ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην,
τιμῆς καὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι, ὡς οἱ Ὀρθόδοξοι… Καὶ ὅπως εἴδαμε στὶς "ἐξαγγελίες" τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος προτρέπει τοὺς ἐπισκόπους νὰ συνάγονται σὲ οἴκους καὶ νὰ ἐκτελοῦν τὰ τῆς λατρείας τους, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσέρχονται οἱ εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι σὲ οἴκους ποὺ μολύνουν οἱ ἀσεβεῖς (αἱρετικοί), καὶ ἂν οὔτε σὲ ἐκκλησίες οὔτε σὲ σπίτια μποροῦν νὰ συνάγονται, τότε ὁ κάθ' ἕνας κάθ' ἐαυτὸν ἂς ψάλλη, ἄς ἀναγιγνώσκη, ἄς προσεύχεται,
γιατί ὅπου δυὸ ἢ τρεῖς -(Ὀρθόδοξοι, αὐτὸ ἐννοεῖ σαφέστατα ὁ Ἅγιος)- μαζεμένοι
στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἐκεί βρισκεται καὶ Ἐκεῖνος ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν.»
«Πολὺ συχνά, τὸ μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας. Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ «μικρὸν ποίμνιον». Ἴσως ὑπάρχουν περισσότεροι ἑτερόδοξοι, παρὰ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξαπλωθοῦν οἱ αἱρετικοὶ παντοῦ καὶ νὰ καταλήξῃ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ περιθώριον τῆς Ἰστορίας, ἢ νὰ ἀποσυρθῇ εἰς τὴν ἔρημον. Αὐτὸ συνέβη κατ’ ἐπανάληψιν εἰς τὴν Ἰστορίαν καὶ εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ συμβῇ καὶ πάλιν…» (Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, Θεσσαλονίκη.
1977, σσ. 71, 75).
Ἀ. Καλόμοιρου, "Τὸ Σύγκριμα", 1976, κείμενον π. Ἐφραίμ, (ἐπισκόπου), τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως
Βοστώνης, σελ. 86.
Α΄
Ἰω. 2, 23: «Πᾶς
ὁ
ἀρνούμενος
τόν Υἱόν
οὐδέ
τόν Πατέρα ἔχει». Ἰω. 5,
22-23: «Ἵνα
πάντες τιμῶσι
τόν Υἱόν
καθώς τιμῶσι
τόν Πατέρα. Ὁ
μή τιμῶν
τόν Υἱόν
οὐ
τιμᾷ
τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν».
Ἰω. 15, 26: «Ὅταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ἡμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».
Β΄Κορ. 11, 4: «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει ὅν οὐκ ἐκηρύξαμεν ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἤ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε». Γαλ. 1, 6: «Θαυμάζω, ὅτι οὕτω ταχέως μετατίθεσθε ἀπό τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι Χριστοῦ εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὅ οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ».
Παροιμίες 22, 28:
«Μή μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες σου».
Βλ. ἐπίσης τό κείμενον στήν «Θεοδρομίαν» 19 (2017) 18-29.
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί
τῶν
πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας
οἶδεν
ἁγίας
καί ἐγκρίτους
συνόδους ὁ
εὐσεβής
τῆς
Ἐκκλησίας
κανών, ἅς
ὀρθότης
δογμάτων ἔκρι-νεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή
24, Θεοκτί-στῳΜαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori StuditaeEpistulae, τόμ. 1, σελ. 66: «Ἀλλ΄ἡ
τοῦ
Θεοῦ
Ἐκκλησία
μεμένηκεν ἀπήμαντος,
κἄν
πολλοῖς
ἐβλήθη
τοξεύμασι, καί πύλαι ᾍδου κατισχῦσαι
αὐτῆς
οὐ
δεδύνηνται. Οὐδέ
παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους
πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν
πολλοί πολλαχῶς
ποιμένες ἠφρονεύσαντο
καί ἐκκλησίας
Θεοῦ
ἑαυτούς
ὠνο-μάκασιν
καί ὑπέρ
κανόνων ἐφρόντισαν
τό δοκεῖν,
κατά κανόνων τό ἀληθές
κινούμενοι … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ
τό ἁπλῶς
συνάγεσθαι ἱεράρχας
τε καί ἱερεῖς,
κἄν
πολλοί ὦσιν
(κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν
τό θέλημα τοῦ
Κυρίου ἤ
μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν
ὀνόματι
Κυρίου ἐν
τῇ
ἐρεύνῃ
καί φυλακῇ
τῶν
κανόνων … Οὐκ
ἔστιν
οὖν,
οὐκ
ἔστιν,
ὦ
δέσποτα, οὔτε
τήν καθ’ ἡμᾶς
ἐκκλησίαν
οὔτε
ἑτέραν
παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν
τι.
Ἐπεί
εἰ
τοῦτο
δοθείη, κενόν τό εὐαγγέλιον, εἰκῇ
οἱ
κανόνες, καί ἕκαστος
κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας
ἀρχιερωσύνης,
ἐπειδή
ἔξεστιν
αὐτῷ
ὡς
δοκεῖ
μετά τῶν
σύν αὐτῷ
πράσσειν, ἔστω
νέος εὐαγγελιστής,
ἄλλος
ἀπόστολος,
ἕτερος
νομοθέτης. Ἀλλ΄
οὐδαμῶς·
παραγγελίαν γάρ ἔχομεν
ἐξ
αὐτοῦ
τοῦ
ἀποστόλου,
παρ΄ ὅ
παρελάβομεν, παρ΄ ὅ οἱ
κανόνες τῶν
κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν
ἐάν
τις δογματίζῃ
ἤ
προστάσσῃ
ποιεῖν
ἡμᾶς,
ἀπαράδεκτον
αὐτόν
ἔχειν
μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν
κλήρῳ
ἁγίων».
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις
Γράμ-ματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ οἱ
τῆς
τοῦ
Χριστοῦ
Ἐκκλησίας
τῆς
ἀληθείας
εἰσί
καί οἱ
μή τῆς
ἀληθείας
ὄντες
οὐδέ
τῆς
τοῦ
Χριστοῦ
Ἐκκλησίας
εἰσί,
καί τοσοῦτον
μᾶλλον,
ὅσον
ἄν
καί σφῶν
αὐτῶν
καταψεύ-δοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς
ἑαυτούς
καλοῦντες
καί ὑπ΄
ἀλλήλων
καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, ἀλλ΄
ἀληθείᾳ
καί ἀκριβείᾳ
πίστεως χαρακτη-ρίζεσθαι μεμνήμεθα».
ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, Ἐπιστολή
43, Ἰωσήφ
ἀδελφῷ
καί ἀρχιεπισκόπῳ, ἔνθ’ ἀνωτ. (G. Fatouros (Edition), Theodori Studitae
Epistulae,),
τόμ. 1, σελ. 125: «Ἡ
δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως».
Ἱερὸν Πηδάλιον, ἔκδ. 1886, σελ. 292.
Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ.
106-107. Οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ἐπὶ Βέκκου μαρτυρήσαντες κηρύσσουν, ὅτι ἐπαινοῦνται ὅσοι, πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ.
Ὁ νόμος 5383/1932 «Περί
τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ
Α΄ 110), ρυθμίζει πειθαρχικά ζητήματα στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, μέ
ἡμερομηνία οὐσιαστικῆς ἰσχύος του, τήν 1η Ἀπριλίου 1932. Τά ἄρθρα 55 ἕως 72 τοῦ
Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτη Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί
ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ Α΄ 41) μέ ἰσχύ ἀπό τήν 16 Μαρτίου 1961
περιέχουν πειθαρχικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Οἱ Μητροπόλεις τῶν
Δωδεκανήσων καί ἡ Ἐξαρχία τῆς Πάτμου διέπονται ἀπό Προεδρικό Διάταγμα,
πού ἐκδίδεται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 342 τοῦ Ν. 4957/2022 (ΦΕΚ A 141 -
21.07.2022).
MEPOΣ TPITO - Oργάνωση και
λειτουργίες της Πολιτείας > TMHMA E΄ - Δικαστική Eξουσία > KEΦAΛAIO ΠPΩTO - Δικαστικοί λειτουργοί και
υπάλληλοι
'Αρθρο 88: (Εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, αποδοχές,
μετατάξεις)
1.Oι δικαστικοί λειτουργοί
διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και
τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι.
2. Oι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά
τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την
κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους.
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε
είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η
επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική,
συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται
από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές
συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον
δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν
εκκρεμών δικών.
3. Mε νόμο μπορεί να προβλεφθεί εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδος των
δικαστικών λειτουργών, διάρκειας έως τριών ετών, πριν διοριστούν ως τακτικοί.
Kατά την περίοδο αυτή μπορούν να ασκούν και καθήκοντα τακτικού δικαστή, όπως
νόμος ορίζει.
4. Oι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική
απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια
ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού
τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93.
5. Oι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα
εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την
υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι
όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν
υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της
ηλικίας τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται σε κάθε περίπτωση
ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Iουνίου του έτους της αποχώρησης
του δικαστικού λειτουργού.
6. Μετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η
μετάταξη μεταξύ παρέδρων σε πρωτοδικεία και παρέδρων σε εισαγγελίες, ύστερα από
αίτηση των μετατασσομένων, όπως νόμος ορίζει. Oι δικαστές των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων προάγονται στο βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας και
στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος
ορίζει.
7. Στα
προβλεπόμενα ειδικώς από το Σύνταγμα δικαστήρια ή συμβούλια, στα οποία μετέχουν
μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και του Aρείου Πάγου, προεδρεύει όποιος από
τα μέλη τους είναι ο αρχαιότερος στο βαθμό.
Η δημοκρατική αρχή που κατοχυρώνεται
στο άρθρον 1 §1Σ καί αποτελεί την βάση του πολιτεύματός μας, σύμφωνα με το άρθρο 110
§1 Σ ορίζει ότι:
«Οι διατάξεις του
Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν την βάση
και την μορφή του πολιτεύματος..». (Θεμελιώδεις Αρχές). To πολίτευμα
της Δημοκρατίας, ορίζεται ως το πολίτευμα εκείνο, στο οποίον άρχει, εξουσιάζει
ο δήμος και σήμερα ο λαός. Στο
πολίτευμά μας, η δημοκρατική αρχή
κατοχυρώνεται με τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας στο άρθρο 1 §2 Σ: «Θεμέλιο
του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Αυτό σημαίνει, ότι στο δημοκρατικόν πολίτευμα, τα όργανα εκλέγονται κατά τέτοιον τρόπον ώστε
να εκφράζεται η θέληση του λαού. Το εκλογικόν σώμα είναι το ανώτερον όργανον
του πολιτεύματος.
Έτσι: Σύμφωνα με το άρθρον 51 §3 Σ, οι βουλευτές
εκλέγονται με καθολικήν, άμεση και μυστικήν ψηφοφορίαν από το εκλογικόν σώμα. Σύμφωνα με το άρθρον 37 §2 Σ, Πρωθυπουργός διορίζεται
ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στην Βουλήν την απόλυτη πλειοψηφίαν των
εδρών. Σύμφωνα με το άρθρον 84 §1
Σ, Πρωθυπουργός διορίζεται αυτός που διαθέτει στη Βουλήν την απόλυτη πλειοψηφίαν
των εδρών. Σύμφωνα με το άρθρο 32 §1
Σ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από την Βουλήν. Η λαϊκή κυριαρχία, παρά
το γεγονός, ότι αποτελεί το θεμέλιον του πολιτεύματος ΔΕΝ ασκείται απεριόριστα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο πλαίσιο των
διαδικασιών που ειδικότερα θέτουν οι συνταγματικές διατάξεις και οι συνταγματικές διαδικασίες.
Τον περιορισμόν αυτόν
προβλέπει το άρθρον 1 § 3 Σ, στο οποίον ορίζεται ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από
τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού
και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Αυτό σημαίνει, ότι ο λαός
δεν έχει την δυνατότητα να μεταβάλλει τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, ούτε κάποιος ιδιώτης
ούτε κάποιο νομικό πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου ή ἀντίστοιχος ιδιωτικός φορέας μπορεί
νά υποκαταστήσει τήν δικαιοσύνην. Ουσιαστικές συνέπειες της κατοχύρωσης της Δημοκρατικής
αρχής στο Σύνταγμά μας, είναι:
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΣΕ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ,
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ
ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ των
κρατικών οργάνων.
Το ΣΥΝΤΟΜΟ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΟ χρονικό διάστημα της θητείας των οργάνων του κράτους.
Τσάτσος,
Δ., Συνταγματικό
Δίκαιο, 1981, τομ. Α', σελ. 222.
Βλ. Μαγκάκης, Α. Ο
φυσικός και αφύσικος δικαστής, Δ 11, 1980, σελ. 337 επ., Παραράς, Π. Σύνταγμα 1975, (1985), σελ., 8, Παραράς,
Π. Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (1996), σελ. 39.
Κ. Μπέης, Εκκλησία και κράτος, «Καθ' οδόν»,
Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 25 επ. και ιδίως 35 επ. και «Δικανικοί Διάλογοι», Αφιέρωμα στον Αριστόβουλο Μάνεση, Αθήνα
1994, σελ. 202-203 και «Ελευθεροτυπία»
21.07.93.
"Οι ιεροί κανόνες
εμφανίζουν ηυξημένη υπερνομοθετική τυπική ισχύ αλλά όχι συντακτική"
βλ. σχετικά Τσάτσο, Θ. Εισήγηση επί των άρθρων 1-2 του Συντάγματος
1952, Μελέται Συνταγματικού Δικαίου,
(1958), σελ. 36 επ., Παναγόπουλο,
Νομοκανονικαί παρατηρήσεις περί
της ισχύος των κανόνων της Εκκλησίας έναντι των νομοθετημάτων της Πολιτείας,
"Θεολογία" 21, (1950), σελ 466 επ., Μπούμη, Π. Η κανονικότητα και η νομιμότητα των περί
τους 12 Μητροπολίτας λόγων, αποφάσεων, πράξεων (Το ζήτημα της απολογίας) Δ
2, σελ. 52 επ. Την ίδια άποψη υποστηρίζουν και οι Θηβαίος, Περί θρησκείας και Εκκλησίας, Αρχείο Εκκλησιαστικού
Δικαίου, 2, σελ. 258 επ., Σβώλος, Α.-Βλάχος, Γ. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Α' (1954), σελ. 60. Βλ. και τις σχετικές
αποφάσεις του ΣτΕ 139/30, 500/32,
824/49, 609/67, 2260/77, 878/78. Παραλλαγές της ιδίας απόψεως υποστηρίζουν και
οι Χριστοφιλόπουλος, Ελληνικόν
Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, (1965), σελ. 83-84, Μαρίνος, Α., Η συνταγματική κατοχύρωσις των ιερών
κανόνων, ΝΔ 36 (1974), σελ. 534,
Τρωγιάνος, Παραδόσεις
Εκκλησιαστικού Δικαίου, σελ. 50, Μπέης, Δικανικοί Διάλογοι, 1994, σελ. 201)
Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ:
«Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην
προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην
επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση
αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται».
Κατά το άρθρο 59 δε του ίδιου Κώδικα «στις περιπτώσεις των
άρθρων 57 και 58 το δικαστήριο με απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει
προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να
καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει
προσβληθεί» και ειδικότερα να τον υποχρεώσει, (τον
υπαίτιο), σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο
επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται
έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου
ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009).
Με τις διατάξεις
αυτές προστατεύεται το απόλυτο δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίον
αποτελεί το πλέγμα των αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση ενός προσώπου, με το
οποίον αναπόσπαστα είναι συνδεδεμένα, τα οποία συνιστούν εκφάνσεις του επί της
προσωπικότητας ενιαίου και αυτοτελούς δικαιώματος. Δηλαδή περιλαμβάνεται σε αυτήν
κάθε στοιχείο που αποτελεί τη σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική
ατομικότητα του ανθρώπου.
Το δικαίωμα στην προσωπικότητα είναι απόλυτο καί αναπτύσσει
την ενέργειά του εναντίον κάθε τρίτου προσβολέα, απολύτως προσωπικό, αφού
βρίσκεται σε αναπόσπαστο σύνδεσμο με το πρόσωπο του φορέα ενιαίο και αυτοτελές
και ενώ είναι τέλος, συν τοις άλλοις, δημοσίας
τάξης, καθόσον ενδιαφέρεται γι’ αυτό άπασα η δημόσια τάξη.
Τα κυριότερα από τα αγαθά που εμπίπτουν στην προστασίαν του
άρθρου 57 είναι: α) τα σωματικά αγαθά (η ζωή, η υγεία, η σωματική, πνευματική
καί ψυχική υγεία καί ακεραιότητα ), β)
τα ψυχικά αγαθά, όπως ὁ συναισθηματικός κόσμος, ο οποίος προσβάλλεται
κατά κανόνα δευτερογενώς συνεπεία άλλης παράνομης πράξης που στρέφεται κατά του
προσβαλλόμενου και προκαλεί σε αυτόν σωματικό ή ψυχικό πόνο, γ) η εξωτερική
τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση
που έχουν οι άλλοι για αυτόν, ή αλλιώς στην αποδιδόμενη σε αυτόν ηθική αξία
λόγω της δικανικής του ικανότητας και του ανεπίληπτου ήθους, δ) η ελευθερία και
ειδικότερα η ελευθερία για ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου και
επιχείρηση κάθε ενέργειας, ε) το άσυλο της κατοικίας, που διασφαλίζεται και
συνταγματικά και ποινικά.
Τέτοια προστατευόμενα αγαθά ιδωμένα υπό
το γενικότερο πρίσμα της προσωπικότητας είναι, όπως προεκτέθηκε, μεταξύ άλλων,
η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το
άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με
τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που
απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των
ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων
ή του επαγγέλματός του και της ορθοδόξου πίστεως εν προκειμένῳ.
Για την εφαρμογή της 57 ΑΚ, δηλαδή την παροχή προστασίας
σύμφωνα με τους ορισμούς της στο δικαίωμα επί της προσωπικότητας πρέπει να
συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις δηλαδή προσβολή, προσβολή παράνομη, προσβολή
από τρίτο. Προσβολή της προσωπικότητας υφίσταται σε κάθε περίπτωση μειωτικής
επέμβασης στη σφαίρα αυτής, από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που
συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συντελούν συντελεστές,
προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται
η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή
ψυχικής, πνευματικής-θρησκευτικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου
κατά το χρονικόν σημείον της προσβολής. Σε
κάθε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να
συντελεστεί και με παράλειψη. Ακόμη μπορεί να αφορά ονειδισμό ή αμφισβήτηση της
προσωπικής θρησκευτικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του ανθρώπου. Βλ. Δημαρᾶ, Ν., Εἰσαγωγή στό Ἐργατικό, Ἔκδοση
Γ΄, Πάτρα 2007, σελ. 21.
Αξιώσεις απορρέουσες
από την προσβολή του απόλυτου δικαιώματος και κορυφαίου έννομου αγαθού της
προσωπικότητας είναι οι εξής: 1. Αξίωση για άρση
της προσβολής (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ.α΄): η προσβολή πρέπει να είναι παράνομη και
υφιστάμενη. Προκειμένου να θεωρηθεί η προσβολή υφιστάμενη αρκεί είτε να
προηγήθηκε και να υπάρχει κίνδυνος επανάληψής της στο μέλλον είτε να επίκειται
για πρώτη φορά στο μέλλον, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα. Αίτημα της αγωγής
είναι η επαναφορά στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την προσβολή. 2. Αξίωση
για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ α’): σύμφωνα με το
γράμμα της διάταξης, προϋποθέσεις της αξιώσεως αυτής είναι προηγούμενη παράνομη
προσβολή και ύπαρξη βάσιμου κινδύνου επανάληψης της στο μέλλον. 3. Αξίωση
προς αποζημίωση (ΑΚ 57 παρ. 2): κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας,
δηλαδή η προσβολή να συνιστά παράνομη συμπεριφορά, να υπάρχει
υπαιτιότητα και περιουσιακή ζημία, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με
την προσβολή. Η αξίωση περιεχόμενο της οποίας είναι η καταβολή αποζημιώσεως ενώ
ειδική περίπτωση αξίωσης αποζημιώσεως από προσβολή προσωπικότητας αποτελεί η ΑΚ
920. 4. Αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης: είναι βλάβη μη
περιουσιακή, η οποία συνίσταται στον ψυχικό πόνο που αισθάνεται κανείς, λόγω
της προσβολής της προσωπικότητάς του. Η αξίωση προϋποθέτει παράνομη προσβολή
και κατά την νομολογία, και πταίσμα. Βλ. Δημαρᾶ,
Ν., Εἰσαγωγή στό Ἀστικό Δίκαιο,
Ἀθῆνα-Πάτρα, Ε΄ ἔκδοση, 2008, σελ. 82.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 5 εδ. α' του
ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της
παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία),
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Εξάλλου, κατά την
αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 εδ. α' του ισχύοντος από την 1η-7-2019
νέου ΠΚ, "όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου,
οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών". Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση στον Νόμο
4619/2019, "Στην τρίτη παράγραφο τυποποιείται το έγκλημα της συμμορίας.
Ενόψει των ερμηνευτικών προβλημάτων που είχε δημιουργήσει η παρ. 5 του άρθρου,
όπως ισχύει, δεν αναφέρεται πλέον η "ένωση" με άλλον για τη
"διάπραξη" κακουργήματος και προβλέπεται ρητά, ότι το έγκλημα
τελείται όταν ο δράστης "οργανώνεται" με άλλον ή άλλους για να
διαπράξει κακούργημα. Διευκρινίζεται με τον τρόπο αυτό, ότι για να υπάρχει συμμορία δεν
αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη
έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των
αξιόποινων πράξεων"
Οἱ παράγραφοι 1, 2, 3, 4 ὁρίζουν:1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και
με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που
επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα
έτη και χρηματική ποινή.
2. Αυτός που διευθύνει
την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη.
3. Όποιος, εκτός από την
περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να
διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση
έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για
τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό
όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας, της
προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας.
Βλ. σχ. Τόμος Ἀγάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σελ. 286-287.
http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_…
Ἀντ. Παπαδόπουλου, Θεολογικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν {Ἱστορία – Κείμενα – Προβλήματα}, ἐκδ. οἶκος ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-Ἀθῆνα, 1996, σελ. 40)
Ἡ προσλαλιά τοῦ Ἀθηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι
χωρίς προσω-πεῖον, σελ. 4-5. Ὁ π. Γεώργιος μεταφέρει τά
λόγια τοῦ ψευδοπατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού λέει, ὅτι ἤδη κοινωνεῖ τούς Παπικούς
καί τούς Προτεστάντες καί ἐπαινεῖ ἐκείνους πού κάνουν τό ἴδιο, ὅ.π. ἀνωτέρω.