Το Περιβόλι της Παναγίας αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας

 Του κυρίου Ιωάννου Κορναράκη, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής


«Ο Θεός ήλθοσαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου, έθεντο Ιερουσαλήμ ως οπωροφυλάκιον» (Ψαλμ. 78, 1)

Η επέλαση της παπικής αιρέσεως, τον Νοέμβριο του 2006, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, μετέβαλε το Άγιο Όρος ή μάλλον την πνευματική του ηγεσία, τους ηγουμένους των είκοσι Ι. Μονών του, σε εγκαταλελειμμένο και έρημο οπωροφυλάκιο Ορθοδοξίας!
Ο λαός του Θεού, το πλήρωμα της Εκκλησίας, ανέμενε την άμεση, δυναμική παρέμβαση του Αγίου Όρους στα διαδραματισθέντα στο Φανάρι, με την επίσκεψη-συλλειτουργία του Πάπα, ως αυτονόητη παρουσία ορθόδοξης αντιδράσεως και μαρτυρίας, όπως ακριβώς συνέβη στο παρελθόν επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, με την άρση των αναθεμάτων, όταν σύσσωμο το Άγιο Όρος, η πνευματική του ηγεσία, διέκοψε τη μνημόνευση του ονόματός του!
Αλλά η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους των ημερών μας, δεν έπραξε το ίδιο!
Δεν διετράνωσε μαχητικά την ορθόδοξη μαρτυρία με το γνωστό κύρος του αγιορείτικου λόγου, ως διορθωτική παρέμβαση στις αυθαίρετες και κραυγαλέες πατριαρχικές παραβιάσεις των ι. Κανόνων της Εκκλησίας.
Αντίθετα επιβράβευσε τις πατριαρχικές αυτές αντορθόδοξες ενέργειες με τη διακήρυξη της ευλαβείας της στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου!
Έτσι οι φύλακες της Ορθόδοξης Παράδοσεως, οι πυλωροί της προστασίας και διασφαλίσεως του κύρους των Ι. Κανόνων της Εκκλησίας, εγκατέλειψαν τη θέση τους!
Αρνήθηκαν τον εαυτό τους.
Άφησαν ξέφραγο και απροστάτευτο τον αμπελώνα του Κυρίου και συσχηματίσθηκαν με τον νυν αιώνα του οικουμενισμού, του κακόδοξου χριστιανικού συγκρητισμού.
Ευθυγραμμίσθηκαν με τους νεοεποχίτικους νόες κληρικών και λαϊκών θεολόγων, αρνητών της αληθείας της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού, της Εκκλησίας των ι. Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, της Πατερικής Παραδόσεως!
Η στάση αυτή της πνευματικής ηγεσίας του Αγίου Όρους αποστερεί σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία το φρουρό και φύλακα των παραδεδομένων αληθειών της πίστεως και της διδασκαλίας της.
Σήμερα έπαυσε να είναι το Άγιο Όρος εγγύηση και στήριξη Ορθοδοξίας, έπαλξη παρατάξεως μαρτύρων και ομολογητών Ορθοδοξίας.
Σήμερα το Άγιο Όρος, μοιάζει με αποσαθρωμένο από τον οικουμενισμό και την αίρεση οπωροφυλάκιο, μνημείο πλέον αγιορειτικής εγκαταλείψεως του περιβολιού της Παναγίας!
Το θλιβερό αυτό γεγονός συμβαίνει σήμερα, σε ώρα και στιγμή προχωρημένης αποδυναμώσεως της Ορθοδοξίας από ζωτικές και άγρυπνες δυνάμεις μαρτυρίας και ομολογίας, δεδομένου ότι, σήμερα, επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι και
Πατριάρχες αλλά και κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι, μεταποιούμενοι αλαζονικώς σε τάξη εκκλησιαστικής οικουμενικής συνόδου, αποφθέγγονται άρρητα ρήματα κακοδοξίας, «επ’ αγαθώ» της Ορθοδοξίας!
Αιρετικές χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζονται σήμερα ως εκκλησίες, συλλειτουργίες με τους πάσης φύσεως αιρετικούς και συμπροσευχές βαπτίζονται ως αγαπητικές σχέσεις και κάθε ορθόδοξη αλήθεια παραπέμπεται στον κάλαθο του οικουμενισμού, για επανερμηνεία με τα νέα δεδομένα της μετανεωτερικότητας, η οποία απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό των πάντων στη θεολογία και γενικώς στη ζωή της Εκκλησίας!
Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα της οικουμενιστικής λαίλαπας, δεν έστερξαν οι αγιορείτες ηγούμενοι να αναδειχθούν· «θεία παρεμβολή και θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου»!
Παραδόθηκαν στη δειλία και το φόβο της μαρτυρίας, με το…αιρετικό πρόσχημα της ευλαβούς υπακοής στο πρόσωπο του Πατριάρχου!
Έτσι μετέτρεψαν την πνευματική τους ηγεσία σε αποσαθρωμένο οπωροφυλάκιο του περιβολιού της Παναγίας!
Γύρισαν την πλάτη τους στη σκέπη και προστασία της Οικοδέσποινας Γερόντισσας του Αγίου Όρους.
Έκαναν την επιλογή τους!
Επέλεξαν την συνοδοιπορία τους με την πατριαρχική οικουμενιστική λογική!

Ἡ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:

 

 

«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃςμὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτά εἰσιν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» 

(Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίαςἩ Ρουμανική ἀδελφή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί λέξει ἀναθεματίζει:

 

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:


- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος,                                                της Εκκλησίας του Χριστού,

- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει,                                                       να καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους αιρετικούς.


- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας, ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού,                                                 επιτιθέμενοι έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας.



- Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές                                            «εκκλησίες» ως ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη.


- Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας                 σαν να ήταν χρήσιμο για την σωτηρία τους.


- Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται «θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων».


- Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει. Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος,                                                 για να εκφωνήσει τήν καταδίκη τους.


ΑΝΑΘΕΜΑ!

ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ

  Οκουμενική Σύνοδος κάνει διάγνωση τς δη πελθούσης σήψεως καί τς ατοαποκοπς τν αρετικν πό τήν κκλησίαν, τούς ποίους καί ναθεματίζει                                                                                       (Συνοδικόν τς ρθοδοξίας, Τριώδιον, σελ. 146, κδ. β΄ ποστολικς Διακονίας τς κκλησίας τς λλάδος, ν θήναις, 1993. Βλ. καί ω. Ρωμανίδη, Δογματική, τόμος Β΄):

"τος ον νεπιστρόφως τ πλάν ταύτ κατεχομένοις, καί πρός πάντα λόγον θεον καί πνευματικήν διδασκαλίαν τά τα βεβυσμένοις, ς δη, λοιπόν, σεσηπόσι καί το κοινο σώματος τς κκλησίας ποτεμοσιν αυτούς, νάθεμα".

γία Στ΄ καί Ζ΄ Οκουμενική Σύνοδος ναθεματίζουν καί καταδικάζουν λους τούς αρετικούς,  ποφαινόμενες: «λοις τος αρετικος νάθεμα. Πσιν τος ντιποιουμένοις τά τν αρετικν, νάθεμα˙ ατη πίστις τν Χριστιανν»! Καί μες ς τέκνα πακος, παναλαμβάνουμε πλά, ατ τ ποα ο θεοφόροι Πατέρες πρτοι ξεφώνησαν, ταν, στν γίαν Ζ΄ Οκουμενικήν Σύνοδον, κφωνον τ νάθεμα καί γι λα τ πραχθησόμενα μετ τν γίαν Ζ΄ Οκουμενικν κα πού εναι παρ τν ποτύπωσιν κα τν διδασκαλίαν                                                                     τν Οκουμενικν Συνόδων κα τν γίων κα θεοφόρων Πατέρων.  

 

 

 

Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε

Ἀρχιεπίσκοπέ μας καί πατέρα μας τῆς Γνησίας καί Μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας                                       ἡμῶν κύριε-κύριε Καλλίνικε!!!

 

Συμπύκνωση τς κκλησιαστικς νδεδειγμένης στάσεως, γιά τήν διακοπήν το μνημοσύνου τν κηρυσσόντων αρεσιν λων τν Μεγάλων Πατέρων καί ρμηνευτν ποτελε τό ξαίρετον κείμενον το γιωτάτου Μαξίμου το μολογητοῦ, πού συμπεριλαμβάνει τήν διδασκαλίαν τν πρό ατο Πατέρων καί καθοδηγε δεσμευτικά τούς πομένους, πού μέ συνέπειαν τόν κολούθησαν. Τό κείμενον ατό ποτελε τό θεμέλιον τς μολογίας μας καί μς κφράζει πλήρως. Τό παραθέτουμε ατούσιον καί λόκληρον μέ ναγκαες ρμημηνευτικέςξηγήσεις:

 

Ρώτησαν, λοιπόν. ο δικτες, ερες κα πεσταλμένοι το Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως, τν γιώτατον Μάξιμον:

 

-Ο κοινωνες τ θρόν Κωνσταντινουπόλεως;

ν χεις κκλησιαστικν κοινωνίαν -κα σχέση μ τ Οκουμενικν Πατριαρχεον Κωνσταντινουπόλεως;)

Κα επεν:

κοινων (όχι, δν χω κκλησιαστικν κοινωνίαν κα σχέση), {πως ο διωκόμενοι σφιγμενίτες, κοψαν τν κοινωνίαν μ τ Οκουμενικν Πατριαρχεον Κωνσταντινουπόλεως, πό το 1965, μέχρι σήμερα, γι λόγους Πίστεως κα ρθοδοξίας}.

-Δι ποίαν, ο κοινωνες, ατίαν; επον.

πεκρίθη, ( γιος Μάξιμος), τι τς γίας Τέσσαρας Συνόδους ξέβαλον δι τν ν λεξανδρεί γενομένων ννέα κεφαλαίων.

Κα διά τς ν ταύτ τ πόλει γενομένης παρ Σεργίου κθέσεως, κα δι τοτο προσεχς π τς κτης νδικτινος κτεθέντος Τύπου.

Κα τι περ δογμάτισαν δι τς κθέσεως, δι το Τύπου κύρωσαν.

Κα καθελον αυτος πολλάκις (καί ατοκαθαιρέθηκαν πολλς φορές).

Ο τοίνυν φαυτών κατακριθέντες

το λοιπόν, πο καθαιρέθηκαν μόνοι τους ξ ατίας τς αρετικς μολογίας τους)

κα π τν Ρωμαίων (και πίσης καθαιρέθηκαν κα π τν κκλησία τς Ρώμης),

κα ο μετ τατα π τς γδόης νδικτινος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν πιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ποον Πνεμα,τος παρ τν τοιούτων πιτελουμένοις πιφοιτ;

(Ποιά μυσταγωγία, λοιπόν, θ πιτελέσουν ατο πο πεσαν στν αρεση ποιό γιο Πνεμα πιφοιτ σ ατος πο εροπρακτον μ ατν τν τρόπον;)

Κα λέγουσιν ατ:

(μι ρώτηση πο κα σήμερα τν κάνουν μ ργν κα χλευασμν ο μοντερνιστς χριστιανοί, αρετικο αρετί-ζοντες, πρς τος ρθόδοξους:)

μόνος σώζη, κα πάντες πόλλυνται;

(σ μόνος θ σωθες κα λοι ο λλοι θ χαθον;)

Κα επεν (στούς Δικτες του, γιος Μάξιμος):

δένα κατέκρινον ο τρες Παδες, μ προσκυνήσαντες τ εκόνι πάντων νθρώπων προσκυνούντων, (νώ τν προσκυνοσαν πάντες ο νθρωποι).

Ο γρ σκόπουν (διότι δν πρόσεχαν)

τ τν λλων, (τί καναν ο λλοι)

λλ' σκόπουν (φρόντιζαν)

πως ν ατο μ κπέσωσι τς ληθος εσεβείας (πς ατο ο διοι -ο Τρες Παδες, δηλαδή- δν θ ξεπέσουν π τν ληθινὴν εσέβειαν).

Οτω (τσι) κα Δανιλ βληθείς ες τν λάκκον τν λεόντων,

ο κατέκρινέν τινα (δν κατέκρινε κάποιον)

τν μ προσευξαμένων τ Θε (πό ατος πο δν προσευχήθηκαν στ Θεό)

-κατ τ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μ τν διαταγή του Δαρείου)

λλ τ διον σκόπησεν

(λλ κοίταγε, τί θ πράξει διος, πς δηλαδή, διος, δν θ παραβε τ Θέλημα το Θεο)

Κα ελετο (προτίμησε) ποθανεν (ν πεθάνει) κα μ παραπεσεν τ Θε (παρά ν μαρτήσει νώπιον το Θεο)

καί, π τς δίας μαστιγωθναι συνειδήσεως ( κα ν μαστιγώνεται π τν δικήν του συνείδηση)

π τ παραβάσει (ξ ατίας τς παράβασης ) τν φύσει νομίμων.

Κμ ον (κα μένα, λοιπόν)

μ δ Θες (νά μν πιτρέψει Θεός)

κατακρναι τινά, (ν κατακρίνω ποιονδήποτε)

επεν ( ν π)

τι γ μόνος σώζομαι.

Αρομαι δ ποθανεν (προτιμ δ ν πεθάνω)

θρόησιν χειν περ τ συνειδός

(παρ ν χω ταραχν στν συνείδηση)

τι περ τν ες Θεν πίστιν

παρεσφάλην,

καθ’ οονδήποτε τρόπον!

(τι σφαλα γύρω π τν πίστη -τν πρς τν Θεόν- κατ ποιονδήποτε τρόπον).

...Τ Πνεμα τ γιον δι το ποστόλου, κα γγέλους ναθεματίζει, παρ τ κήρυγμά τι νομοθετοντας

(φόσον νομοθετον ντίθετα μ τ κήρυγμα τν ποστόλων).

πειλές καί κολακεες προσπάθησαν ο νακριτές πό τόν Θεοδόσιον Καισαρείας νά κάμψουν τό φρόνημα το γίου Μαξίμου, γιά νά ποταχθε στήν Μονοθελητικήν αρεση, λλά κενος μεινεν στερρός στήν μολογίαν τς Πίστεως, «κλινής, στερρός λος καί τό φρόνημα τρεπτος». Πονηρά προσπάθησε Θεοδόσιος νά πείσει τόν Μέγαν μολογητήν, τι συμφωνον μαζί του, δέν λλάζουν τό δόγμα, λλά πλς οκονομον μέ τόν «Τύπον» τά πράγματα, γιά νά ερηνεύσει «κκλησία» καί χώρα: «λλά τό δι’ οκονομίαν γεγενημένον ο δέον ς κύριον δόγμα λαμβάνειν, καθά καί νν παρ’ μν προτεινόμενος τύπος, οκονομικς γεγένητο, λλ’ ο δογματικς». Πάνω στήν πάντηση το μεγάλου Μαξίμου θεμελιώθηκε καί στάση τν λλων μεγάλων γίων στήν συνέχειαν, το γίου Γρηγορίου το Παλαμ καί το γίου Μάρκου το Εγενικο. Σέ θέματα πίστεως δέν χωρε συγκατάβαση καί οκονομία συμβιβασμός. αρεση ταυτίζεται μέ τό ψεδος καί σοι προσπαθον νά τήν ξωρραΐσουν μέ οκονομίες εναι ψευδοδιδάκαλοι καί πατενες. Ατούς δέν φείλουμε νά τούς πακούουμε, λλά ντιθέτως νά τούς ποστρεφόμαστε καί νά πομακρυνόμαστε πό ατούς, γιά νά μήν φανομε, τι μέ τήν συναναστροφή μας μετέχουμε στήν αρεσή τους καί στήν κακίαν τους: «Ψευδοδιδασκάλων τό τοιοτον καί πατεώνων, ος οδέ πείθεσθαι χρή, λλ’ κκλήνειν, ς γχωρον, καί ποδιϊσταστασθαι, να μήν καί δόξωμεν κακόν τι τς τούτων συνουσίας παραπολαύειν».

 

Θεμέλιον τς μολογίας μας καί τς Πίστεώς μας εναι Μέγας Φώτιος                    καί γιος Θεόδωρος Στουδίτης

 

Στο ργον, λοιπόν, το Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τν Κανόνων[1] ναφέρονται και τά ξς: «παντα τά παρά τήν κκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ποτύπωσιν τν γίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα μετά τοτο πραχθησόμενα, νάθεμα»[2]. Ο Πατέρες ατοί, συνοδικς διασκεψάμενοι, ναθεματίζουν πέραν τν λλων καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.

Ο λέγοντες τι, γιά νά χει σχύν ναθεματισμός το ποστόλου Παύλου, τάχα «πρέπει νά πιληφθε Σύνοδος, ποία θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αρετικόν πίσκοπον», σφάλλουν. ν εναι τσι τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν σχύει μελλοντικός ναθεματισμός τν Πατέρων ατν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού φορον τήν διδασκαλίαν τν γίων Πατέρων καί τήν κκλησιαστικήν Παράδοση. Τότε στήν περίπτωση ατή, στό Συνοδικόν τς Ζ΄ Οκουμενικς ναθεματισμός αυτός, κατ’ ατούς, θα πρέπει νά εναι λάθος!

Καί Μέγας πόστολος Παλος χει ατήν τήν ξουσία νά ναθεματίζει τούς αρετικούς λων τν ποχν, καί ο Πατέρες τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου χουν τήν ξουσίαν νά ναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αρετικούς, λλά κόμη καί μεμονωμένοι πίσκοποι, ερες καί Πατέρες.

γιος Θεόδωρος Στουδίτης ν προκειμέν ναφέρει τά ξς: «λλ κα λλος ε τις εη τοτοις μνυμος, μως αρετικς κατ τν κενων αρεσιν τραν, κν πσκοπος, κν σκητς, κν στισον, νθεμα στω. λλ κα ε τις μ ναθεματζοι εκαρως κατ τ ναγκαον πντα αρετικν, εη τς ατν μερδος»[3]. Καί σέ λλην, πίσης, πιστολήν, σιος ναφέρει: «πειδή πς ρθοδοξν κατά πάντα, πάντα αρετικόν δυνάμει κν ο ρήματι, ναθεματίζει»[4]. Σημειωτέον, τι καί τά δύο ατά χωρία το σίου Θεοδώρου το Στουδίτου εναι πό πιστολές, πού τίς πέστειλε κατά τήν χρονικήν περίοδον τς μοιχειανικς αρέσεως.

 

«Ε δ κα πάνυ λίγοι ν τ εσεβεί κα ρθοδοξί διαμείνωσιν, οτοί εσιν κκλησία κα τ κρος κα προστασία τν κκλησιαστικν θεσμν ν ατος κεται, κν ατος πέρ τς εσεβείας κακοπαθσαι δεήσοι»

 

ν μως λάχιστοι πομείνουν στήν εσέβεια καί τήν ρθοδοξία, τότε ατοί εναι κκλησία καί σ’ ατούς ναπόκειται γκυρότητα καί προστασία τν κκλησιαστικν θεσμν, κόμη κι ν χρειαστε νά δεινοπαθήσουν πέρ τς  εσέβειας»

γιος Νικηφόρος μονάζων. P.G. 99, 1049)

 

 

Μακαριώτατε!                                                                                                                                    Τά βασικά καί οσιαστικά προβλήματα πού φορον τήν ρθοδοξίαν μας δέν πιλύθηκαν. προσπάθεια μετάθεσης σέ λλους καί σέ λλα πουσιώδη θέματα πέτυχε παταγωδς καί ντιμετωπίστηκε μέ καταλυτικά πιχειρήματα καί θεμελίωση στούς ερούς Κανόνες καί στίς ποφάσεις τν Οκουμενικν καί Πανορθοδόξων Συνόδων καί πρωτίστως στό Συνοδικόν τς ρθοδοξίας μας, λλά καί στό μνημειδες νωσιακόν Κείμενον το 2014.

Τά βασικά προβλήματα καί κήρυξη ν τ πράξει τς αρέσεως το Νεοημερολογιτισμοκουμενισμο πό το σ. ττικς κ. Μανιώτη Χρυσο-στόμου δέν παντήθηκαν καί παραμένουν σέ κκρεμότητα:

- συνεορτασμός - συντελετουργία - συλλειτουργία ν ερεί ννοί μετά το Οκουμενιστο-Νεοημερολογίτου λίου κ. θηναγόρα τοσ. ττικς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη μέ τήν ποδοχήν τν πεμπομένων ορταστικν καί τήν ντίδοση δαφνοστεφάνου, πως ναλύτεται λεπτομερς κατωτέρω.

- συναγελασμός-συμπνευματισμός- συνέργεια πνευματική τε καί ν τ πράξει, δηλ. σύμπραξη μετά τν αρετικν Οκουμενιστν-Νεοημερολογιτν ψευδ-επισκόπων καί ψευδοποιμένων κατά τόν ΙΕ΄ τς ΑΒ΄, τήν σύνολη παράδοση τν Πατέρων μας, λλά καί κατά τό νωσιακόν μας Κείμενον το 2014, στήν Θεσσαλονίκην, που σ. ττικς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης παρευρέθη νευ γκολπίου, ρνούμενος ν τ πράξει τήν «ρχιερατικήν» του διότητα.

- παραχώρηση τμήματος γίου λειψάνου το γίου ργυρίου πό το σ. ττικς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στόν αἱρετικόν Οκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην Καλαμαρις κ. ουστνον, πού ναφέρεται κατευθεαν στόν ρχιοικουμενιστήν καί παναιρετικόν ψευδοπατριάρχην Βαρθολομαον καί μέ τήν μνημόνευσή του προσβάλλεται καί μολύνεται γιος ργύριος.

- παραχώρηση βήματος ντός τς Παναγίας Σουμελ στόν αρετικόν καί Οκουμενιστήν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπανικολάου, που νώπιον το ρχιγραμματέως τς Συνόδου μας καί το σ. ττικς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου «κήρυξε» ἀρκετή ὥρα, πργμα τό ποον παγορεύεται πό τν ερν Κανόνων καί καθαιρεται καί φορίζεται τολμν νά ἐπτιρέψει τατα πίσκοπος πρεσβύτερος.

Εναι ραγε περιεχόμενον τς ποστολικς Πίστεως καί Διαδοχς συνεορτασμός-συντελετουργία-συλλειτουργία ν ερεί ννοί μετά τν κπεσόντων τς Πίστεως, πως θεωρομε τούς Νεοημερολογίτες-Οκουμενιστές στό μνημειδες νωσιακόν μας κείμενον;

συναγελασμός-συνεύρεση καί σύμπραξη μετά τν κπεσόντων τς ρθοδόξου Πίστεως στήν Θεσσαλονίκην, δέν θά ποτελέσει πρότυπο πρός μίμηση καί πό λλους γιά παρόμοιες συμπεριφορές στό μέλλον, ὅταν ἀμνηστεύεται καί δέν καθαιρεται, φοριζόμενος, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὁ σ. ττικς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης γιά τίς παρεκκλίσεις του πό τήν νιαίαν γραμμήν τν Πατέρων;

δωρεά γίου λειψάνου ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου στούς αρετικούς Νεοημερολογίτες-Οκουμενιστές δέν θά πιτρέπεται ραγε στό μέλλον, φο παραμένει χωρίς καταδίκη πό τς μετέρας Συνόδου;

Θά πιτρέπεται στό μέλλον στούς Νεοημερολογίτες-Οκουμενιστές νά κηρύσσουν μέσα στούς ρθόδοξους Ναούς μας, φο ατό πετράπει πό τόν σ. ττικς κ. Χρυστόστομον Μανιώτην, παρόντος το ἀρχιγραμματέως τς Συνόδου μας, μέσα στήν Παναγίαν Σουμελ;

νώπιον τν ψευδοποιμένων καί ψευδεπισκόπων Οκουμενιστν-Νεοημερολογιτν, κατά τόν ΙΕ΄ τς ΑΒ΄, θά ποστέλλουν ο πίσκοποί μας τήν σημαίαν τς ρθοδοξίας καί θά παρουσιάζονται χωρίς γκόλπιον;

φοῦ, λοιπόν, Μέγας Μάξιμος μολογητής καί λοι ο διδάσκαλοι τς ρθοδοξίας μς διδάσκουν μις καί διά παντός κατά τά νωτέρω, τούς ποίους καί μες κολουθομεν:

Οτω (τσι) κα Δανιλ βληθείς ες τν λάκκον τν λεόντων,

ο κατέκρινέν τινα (δν κατέκρινε κάποιον)

τν μ προσευξαμένων τ Θε (πό ατος πο δν προσευχήθηκαν στ Θεό)

-κατ τ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μ τν διαταγή του Δαρείου)

λλ τ διον σκόπησεν

(λλ κοίταγε, τί θ πράξει διος, πς δηλαδή, διος, δν θ παραβε τ Θέλημα το Θεο)

Κα ελετο (προτίμησε) ποθανεν (ν πεθάνει) κα μ παραπεσεν τ Θε (παρά ν μαρτήσει νώπιον το Θεο)

καί π τς δίας μαστιγωθναι συνειδήσεως ( κα ν μαστιγώνεται π τν δικήν του συνείδηση)

π τ παραβάσει (ξ ατίας τς παράβασης ) τν φύσει νομίμων.

Κμ ον (κα μένα, λοιπόν)

μ δ Θες (νά μν πιτρέψει Θεός)

κατακρναι τινά, (ν κατακρίνω ποιονδήποτε)

επεν ( ν π)

τι γ μόνος σώζομαι.

Αρομαι δ ποθανεν (προτιμ δ ν πεθάνω)

θρόησιν χειν περ τ συνειδός

(παρ ν χω ταραχν στν συνείδηση)

τι περ τν ες Θεν πίστιν

παρεσφάλην,

καθ’ οονδήποτε τρόπον!

(τι σφαλα γύρω π τν πίστη -τν πρς τν Θεόν- κατ ποιονδήποτε τρόπον).

...Τ Πνεμα τ γιον δι το ποστόλου, κα γγέλους ναθεματίζει, παρ τ κήρυγμά τι νομοθετοντας

(φόσον νομοθετον ντίθετα μ τ κήρυγμα τν ποστόλων).

 

Στοιχοῦμεν, λοιπόν, καί ἡμεῖς πρός τίς προτροπές καί στήν ἀκλόνητον στάσιν τοῦ ἀγαπημένου μας Ἁγίου καί δι’ αὐτοῦ πρός τήν σύνολη διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας καί τῶν Οἰκουμενικῶν μας Συνόδων.

 

Ἀπαντᾶμε δέ λεπτομερῶς, καταλυτικῶς καί μέ ἀκατάρριπτα ἐπιχειρήματα, ὅπως παρουσιάσθηκαν καί ἐξηγήθηκαν στήν συνάντησή μας μετά τῶν ἀρχιερέων μας σέ ὅλα τά τεθέντα ζητήματα:

Ὅτι μετά τοῦ Ἰλίου Ἀθηναγόρα ἔγινε συνεορτασμός, συντελετουργία, συλλειτουργία ἐν εὐρείᾳ ἐννοία τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ 2024. Τό αὐτό δέ συνέβη καί τόν προηγούμενον χρόνον!

Ὅτι στήν Θεσσαλονίκην ὑπῆρξε σύμπραξη, συμπνευματισμός καί συνέργεια τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν.

Ὅτι ἡ δωρεά ἁγίου Λειψάνου στούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, ὅπως στόν Οἰκουμενιστήν Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη καταδικάζεται ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Θεοφόρων Πατέρων.

Ὅτι στήν Παναγίαν Σουμελᾶ ἔγινε ἄθεσμη παραχώρηση Βήματος γιά κήρυγμα στόν ἀθεολόγητον καί αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν-Νεοημερολογίτην, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, ὅπως τόν θεωροῦν καί οἱ ἰδικοί του ἐπίσκοποι καί Νεοημερολογίτες συγγραφεῖς, (ἀλλά καί θεατρίνον κληρικόν!!!), π. Βαγγέλη Παπανικολάου.

Ὅτι οἱ ὡς ἄνω ἐνέργειες καταδικάζονται ὑπό πλείστων Ἱερῶν Κανόνων καί εἶναι εὐρύτερες καί καθαιρετικές τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς, στήν ὁποίαν θέλει νά ἑστιάζει καί μόνον  ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας.

Ὅτι καταδικαστικές καί καθαιρετικές ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Πατέρων δέν εἶναι μόνον οἱ πράξεις ἀλλά καί οἱ παραλείψεις, ἀφοῦ εἶναι κοινός τόπος καί Νόμος τῆς πατερικῆς γραμματείας καί τῆς θύραθεν παιδείας, ὅτι ἡ πρᾶξις συνίσταται καί εἰς παράλειψιν.

Ὅτι διά τῆς ὑπεκφυγῆς τῆς ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν πράξεων τοῦ σ. Ἀττικῆς στούς καθοριστικούς Ἱερούς Κανόνες δέν εἶναι δυνατή ἡ ἀθώωση τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ αὐτοί τόν καθαιροῦν καί τόν ἀφορίζουν, ἀλλά καί ἡ προσπάθεια ὑπαγωγῆς τῶν αἱρετικῶν κινήσεών του μόνον στήν μέ στενήν ἔννοιαν ἑρμηνευόμενην καταδικαστικήν, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, συμπροσευχήν, εἶναι προκλητικά στεψόδικη καί ἀφοριστική-καταδικαστική καί γιά τόν συντάξαντα τά σχετικά κείμενα, ἀφοῦ οἱ ἔννοιες τῆς συντελετουργίας, συνέργειας, σύμπραξης καί ἐν εὐρείᾳ ἐννοία συλλειτουργίας εἶναι πολύ εὐρύτερες τῆς ἁπλῆς συμπροσευχῆς, πού τεκμαίρεται ἀβίαστα ἀπό τά γεγονότα τῆς σύμπραξης καί τοῦ συμπνευματισμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν καί τῆς ἀναγνώρισης ἐν τῇ τῶν ψευδεπισκόπων τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος ὡς ἀληθῶν ἐπισκόπων!

Ὅτι δέν εἶναι δυνατή νά σταθεῖ ὡς κατηγορία ὑποθετική μελλοντική δίωξη καί μάλιστα γιά ὀρθές κρίσεις καί παρατηρήσεις, ἀναφορικά μέ τόν κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπαινικολάου, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ συνιερεῖς του καί ἐπίσκοποι καί πλῆθος πιστῶν, μέ τούς ὁποίους εἶναι σέ οἰκουμενιστικήν κοινωνίαν τόν χαρακτηρίζουν θεατρίνον, αἱρετικόν καί πολλά ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά μέσα τόν κατηγοροῦν καί τόν καταδικάζουν (π.χ. «Ὀρθόδοξος Τῦπος», βλ. συν.), γιά τήν λίαν προκλητικήν καί ἀθεολόγητον στάσιν του, (ὅπως καί ὁ Νεοημερολγίτης μητροπολίτης Ἀντινόης βλ. συν.).

Ὅτι οἱ Πατέρες καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καταδικάζουν καί ἀναθεματίζουν αὐτούς, πού προσπαθοῦν νά ἀθωώσουν τούς αἱρετικά κηρύσσοντες ὡς διδάσκουν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τό Συνοδικόν της.

Ὅτι δέν ἀμφισβητεῖται τό ἀδιάκοπον τῆς ἀλληλλοδιαδόχου διαδοχῆς τῶν χειροθεσιῶν, ἀλλά τό τί ἐστίν τό παραδιδόμενον, κατά τήν ἀναλυτικῶς κατωτέρω ἀναπτυσσομένην διδασκαλίαν περί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, (Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καί ἀδιάκοπης ἁλυσίδας τῶν χειροθεσιῶν, πού συνιστοῦν τό πλήρωμα τῆς Πεντηκοστῆς)[5].

Ἡ Ρουμανική Ὀρθόδοξη ἀδελφή Ἐκκλησία συνέταξε Ὁμολογίαν μέ τήν ὁποίαν καί ἐμεῖς συντασσόμαστε καί καταδικάζει καί τά ἀνωτέρω ἐπισημανθέντα.

 

ΑΠΟΔΕΧΌΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ:


- Όλα τα άλλα δόγματα που ομολογούνται από την Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού.

- Όλες τις αναγνωρισμένες από την Αγία Εκκλησία δογματικές και κανονικές αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών και Αγίων Τοπικών και Πανορθοδόξων Συνόδων.


- Όλα τα κηρύγματα της Εκκλησίας, όσα μαρτύρησαν οι Άγιοι Απόστολοι, όσα αποδέχθηκαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας.



ΠΙΣΤΕΎΟΥΜΕ ΌΤΙ:


- Η Εκκλησία είναι ένας θεανθρώπινος οργανισμός, του οποίου ανώτατη, σοφή και αθάνατη κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία ιδρύεται από Αυτόν και Εκείνος την καθοδηγεί στα αόρατα μέσω του έργου του Αγίου Πνεύματος και στα ορατά μέσω της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, με σκοπό την εξασφάλιση της σωτηρίας των ανθρώπων.


- Στην Εκκλησία φυλάσσεται η Χάρη της Θεότητας (Αγιαστική Χάρη), χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί, και μεταδίδεται στους πιστούς με αγιαστικά μέσα: Τα Επτά Μυστήρια - Άγιο Βάπτισμα, Χρίσμα με Άγιο Μύρο (Χρίσμα με Μύρο), Αγία Κοινωνία (Θεία Κοινωνία ή Ευχαριστία), Αγία Μετάνοια (Εξομολόγηση ή Εξομολόγηση των αμαρτιών), Ιερωσύνη (Χειροτονία), Γάμος (Γάμος) και Θεία Λειτουργία, και μέσω όλων των Ιεραρχιών της Εκκλησίας.



ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ ΌΤΙ:


- Προσκυνούμε τον Τίμιο Σταυρό, όλες τις Ουράνιες και Αγγελικές Δυνάμεις, τον Άγιο Προφήτη, Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, όλους τους προφήτες, τους Αγίους Αποστόλους και όλους τους Αγίους που αναγνωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.


- Το Άγιο Βάπτισμα μπορεί να γίνει μόνο με ολική κατάδυση, με επίκληση σε κάθε (πλήρη) κατάδυση ενός Προσώπου της Αγίας Τριάδας. Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος «βαπτίσεως» δεν είναι σωστός και το «βάπτισμα» δεν είναι έγκυρο. Αυτό είναι το μοναδικό βάπτισμα του χριστιανού. Η BOSVR δεν ξαναβαπτίζει όσους βαπτίστηκαν μια φορά στην ορθή πίστη.


- Το Μυστήριο του Γάμου ευλογήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα Χριστό στον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας και τελείται σε άνδρα και γυναίκα, (γεννημένοι άνδρας και γυναίκα, όχι μεταμορφωμένοι), και μέσω αυτού του μυστηρίου ιδρύεται η χριστιανική οικογένεια.


- Δεχόμαστε τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου σχετικά με την τιμή των ιερών εικόνων και των ιερών λειψάνων.


- Η Θεία Πρόνοια ενεργεί θαύματα ειδικά για τους ορθούς πιστούς, αλλά για όσους έχουν απομακρυνθεί από την ορθή πίστη, τα θαύματα είναι για την επίπληξη και τη στροφή προς την αλήθεια, όχι για τη δικαίωση της κακής τους πίστης. Οι πλάνες ή τα ψεύτικα θαύματα δίνονται σε εκείνους που «δεν έχουν λάβει την αγάπη της αλήθειας, για να σωθούν. Και γι' αυτό ο Θεός στέλνει σ' αυτούς έργο πλάνης, ώστε να πιστεύουν στα ψέματα» (Β΄ Θεσσαλονικείς 2:2/10,11).


- Πιστεύουμε ότι οι Άγιοι Πατέρες καθιέρωσαν μια για πάντα το εκκλησιαστικό ημερολόγιο με τη διάταξη των εορτών και ότι η διάταξη αυτή είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δεν αντιφάσκει με τον εαυτό του. Αν και το εκκλησιαστικό ημερολόγιο δεν είναι δογματικά κατοχυρωμένο, αποτελεί μέρος της Ιεράς Παράδοσης, η οποία είναι δόγμα, σύμφωνα με τις δογματικές αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.


- Αποδεχόμαστε, μαζί με τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων, τις αποφάσεις της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου του 861. Αποδεχόμαστε επίσης τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου που συγκάλεσε ο Άγιος Φώτιος στην Κωνσταντινούπολη το 879-880, καθώς και τον Συνοδικό Τόμο της Συνόδου της Βλαχέρνας στην Κωνσταντινούπολη το 1351, από την εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Πατριάρχη Κάλλιστου του Α΄, με την ακλόνητη πεποίθηση ότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν οικουμενικό και σομπορνικό κύρος και ισχύ στην Ορθόδοξη Εκκλησία.


- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνόδων του 1583, 1587, 1593 και 1848, οι οποίες καταδίκασαν τις καινοτομίες και το νέο ημερολόγιο (παπικό-Γρηγοριανό και, εξ ορισμού, το λεγόμενο διορθωμένο Ἰουλιανό ημερολόγιο).


- Σεβόμαστε το πασχαλινό ημερολόγιο που καθιέρωσαν οι Άγιοι Πατέρες στην Α΄ Σύνοδο της Νίκαιας (325) και στη Σύνοδο της Αντιόχειας (345), μετά το οποίο καθορίστηκαν οι εορτές του Αγίου Πάσχα, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Επομένως, η Ανάσταση του Κυρίου δεν μπορεί ποτέ να εορταστεί πριν από τις 22 Μαρτίου ή μετά τις 25 Απριλίου. Το Ορθόδοξο Πάσχα ενισχύεται από το θαύμα που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα.


- Τηρούμε τις εορτές σύμφωνα με το αμετάβλητο εκκλησιαστικό ημερολόγιο (Ιουλιανό), που επιβεβαιώνεται από τα θαύματα που έχουν λάβει χώρα σε κάθε ημερομηνία, και τις θεωρούμε ως θεϊκό διορισμό, που δεν μπορεί να αλλάξει ή να εορταστεί πριν ή μετά τις ήδη καθορισμένες ημερομηνίες.

- Τηρούμε τις τέσσερις νηστείες του νέου έτους: νηστεία πριν από την Ανάσταση του Κυρίου, νηστεία πρό της Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μας, νηστεία των Αποστόλων, (η οποία, σύμφωνα με τη διάταξη των Αγίων Πατέρων, δεν μπορεί να είναι μικρότερη από οκτώ ημέρες και μεγαλύτερη από σαράντα δύο ημέρες), και τήν νηστεία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Τηρούμε επίσης τις νηστείες της Τετάρτης και της Παρασκευής καθ' όλη την διάρκεια του έτους, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις.


- Υποτασσόμαστε πλήρως στις εντολές της Εκκλησίας και είμαστε πρόθυμοι να τις εκπληρώσουμε. Η ορθά λατρευτική πίστη δεν σώζει χωρίς έργα, που είναι αρεστά στον Θεό, σύμφωνα με τον Απόστολο Ιάκωβο: «Η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή». (Ιάκωβος 2, 20).


- Αποδεχόμαστε τις αποφάσεις των Συνόδων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες έχουν καταδικάσει τις αιρέσεις, παρόλο που δεν υπήρξαν πανορθόδοξες σύνοδοι, για να αποφανθούν για τις αιρέσεις αυτές, οι αποφάσεις τους είναι έγκυρες, εφόσον είναι στο πνεύμα της Ορθοδοξίας και έχουν ισχύ επί οποιουδήποτε αιρετικού οπουδήποτε και οποτεδήποτε.


- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας δεν έχει καμία κοινωνία με οποιαδήποτε «εκκλησία» που δεν παρουσιάζει ομολογία της ορθόδοξης πίστης και αυθεντική αποστολική διαδοχή.

- Η Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας απαγορεύει στους χριστιανούς της να κοινωνούν σε οικουμενιστικές «εκκλησίες», καθώς και σε εκείνες με τις οποίες δεν έχει καθιερώσει ευχαριστιακή κοινωνία.


- Θεωρούμε ότι η αναγνώριση, η καταδίκη και ο αναθεματισμός της αίρεσης είναι υποχρεωτική προϋπόθεση για την επιστροφή όσων βρίσκονταν σε αίρεση.


- Η Ιερά Σύνοδος της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας, με πνευματική φροντίδα και βαθιά ορθόδοξη συνείδηση, ανταποκρίνεται στις (τρέχουσες) προκλήσεις και επίσης εκλιπαρεί το έλεος και τη βοήθεια του Θεού για όλα τα λάθη του παρελθόντος και για την επίλυση όλων των σημερινών προβλημάτων.


ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ:


- Κάθε συνοδική ή ατομική απόφαση που παραβιάζει τους ορθόδοξους κανόνες και τη διδασκαλία.

- Την ανάμειξη του εκκοσμικευμένου κράτους σε θέματα πίστης και διοίκησης της Εκκλησίας, παραβιάζοντας έτσι την ελευθερία της Εκκλησίας.


- Την αποτέφρωση των κεκοιμημένων, αφού η Αγία Γραφή μαρτυρεί: «γη είσαι και εις γην επιστρέψεις» (Γεν. 3,19).


- Τήν ευθανασία και τήν άμβλωση.


- Τήν ανάμειξη των κληρικών στην πολιτική.


- Θεραπείες και πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων των πειραματικών, οι οποίες, μέσω του εξαναγκασμού, ακυρώνουν την ελεύθερη βούληση, με την οποία ο Θεός έχει προικίσει τον άνθρωπο και οι οποίες επιφέρουν αλλαγές στη σωματική υπόσταση του ανθρώπου, (μέσω εμβολιασμών, γονιδιακών θεραπειών) και άλλες τεχνολογίες που καταστρέφουν την καλή τάξη που ο Θεός έχει βάλει στο σώμα μας, διαδίδοντας έτσι την ιδέα, ότι ο Θεός δημιούργησε κάτι λάθος(*Μήνυμα: Από την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, (ιατρική, γενετική, πληροφορική, τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ. ) πού εξελίσσονται με ταχείς ρυθμούς και τις οποίες η Ιερά Σύνοδος θα κοινοποιήσει την θέση της BOSVR μέσω συνοδικών εγκυκλίων).


- Η Παλαιά Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας είναι ξένη προς τον θρησκευτικό συγκρητισμό και κάθε πρακτική της Νέας Εποχής, την οποία καταδικάζει.


ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ, ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΜΑΤΊΖΟΥΜΕ:


- Όλα όσα το κήρυγμα της Εκκλησίας, οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν, καταδίκασαν και αναθεμάτισαν, χωρίς να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε τίποτα.

-Όσους μεταβάλλουν ή παραποιούν τα κείμενα του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινου- πόλεως και της Αγίας Γραφής, καθώς και όσους τα παρερμηνεύουν κατά τρόπο λανθασμένο και μη σύμφωνο με την Παράδοση, ως βλασφήμους καί αντιτιθεμένους κατά του Αγίου Πνεύματος.


-Οποιαδήποτε διαστρέβλωση και οποιαδήποτε καινοτομία στην Ορθόδοξη Παράδοση.


- Όσους ποτέ έγραψαν και κήρυξαν κατά της ορθής πίστεως, (ανάθεμα 13- Σύνοδος IV), αν δεν έχουν συμμορφωθεί μέχρι το τέλος της ζωής τους.


- Τον Οικουμενισμό που είναι η αίρεση όλων των αιρέσεων και θεωρούμε, ότι όλες οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων, που έχουν καταδικάσει αυτή την αίρεση είναι σε ισχύ- η σημαντικότερη είναι το ανάθεμα της Συνόδου του 1983 της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού (ROCOR) υπό την ηγεσία του Αγίου Μητροπολίτη Φιλάρετου και η επανάληψή του από τη Σύνοδο της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας το 2013. Ως αποτέλεσμα της αίρεσης του Οικουμενισμού, θεωρούμε, ότι οι «εκκλησίες» που έχουν υιοθετήσει, υποστηρίζουν, (ή εξακολουθούν να υποστηρίζουν), ή δεν είναι πρόθυμες να καταδικάσουν τον Οικουμενισμό, καθώς και όσοι βρίσκονται σε κοινωνία μαζί τους, (κληρικοί ή λαϊκοί), έχουν εκπέσει από την Μία Εκκλησία και την Αληθινή Πίστη και η διακονία τους στερείται της Αγίας Χάριτος. Όλες τις κρίσεις τους, λοιπόν, τις θεωρούμε ως μη ανήκουσες στην Εκκλησία και τα μέλη τους θεωρούμε αιρετικούς, λόγω του Οικουμενισμού, και σχισματικούς, λόγω της αποκήρυξης του Ιουλιανού ημερολογίου των Αγίων Πατέρων.


- Οποιαδήποτε μορφή αναγνώρισης των μυστηρίων των αιρετικών και των σχισματικών, ανεξάρτητα από το ποιος και πότε τήν κάνει.


- Τήν Εγκύκλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του 1920, με τίτλο «Προς όλες τις Εκκλησίες του Χριστού παντού».


- Τήν  ημερολογιακή μεταρρύθμιση, που αποφασίστηκε από το λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923, η οποία ὑπόκειται στην καταδίκη των τριών Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνα- θεωρούμε, ότι αποτελεί εφαρμογή της αίρεσης του Οικουμενισμού και συνεπώς επίσης σχίσμα.

- Την ίδρυση και το όλο έργο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και όλων των μελών του.

- Τον Σεργιανισμό, ως αίρεση που διδάσκει, ότι η Εκκλησία πρέπει να υποταχθεί στο αθεϊστικό, εκκοσμικευμένο και αντιχριστιανικό κράτος.


- Τον Τεκτονισμό και τις παρόμοιες με αυτόν οργανώσεις, ως οργανώσεις εχθρικές προς την Εκκλησία, και απαγορεύεται η συμμετοχή σε αυτές οποιουδήποτε μέλους, κληρικού ή λαϊκού της Εκκλησίας μας.


- Την αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του αρρωστημένου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος καί νά τό ἀποφασίσει. Έτσι καταδικάζονται και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί, (ή οι αιρετικοί γενικά), μπορούν να είναι στην Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία, μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει τήν καταδίκη τους.


- Όλους όσοι πιστεύουν, ότι η Αποστολικότητα της Εκκλησίας και των Ιεραρχών της δεν είναι πλήρης.

- Τίς θεωρίες σχετικά με την εμφάνιση και την εξέλιξη του σύμπαντος και των ειδών, αφού πιστεύουμε ότι ο Θεός έφερε όλο τον κόσμο, τον ορατό και τον αόρατο, (τον κόσμο των αγγέλων), στην ύπαρξη από το μη είναι (Γένεση, κεφάλαια Ι και ΙΙ) και ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού κατ' εικόνα και ομοίωσή Του (Γένεση 1:27).


ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΙ, ΛΈΜΕ ΣΕ ΌΛΟΥΣ ΌΣΟΙ:


- Στρέφονται κατά της Αγίας Γραφής ή της Αγίας Παράδοσης, διαστρεβλώνοντας το νόημά τους,

- Δεν πιστεύουν στον Θεό, δεν αποδέχονται την Θεότητα του Σωτήρα Ιησού Χριστού, δεν τιμούν τη Μητέρα του Θεού, τον Τίμιο Σταυρό και όλους τους Αγίους που αναγνωρίζει η Παγκόσμια Ορθόδοξη Εκκλησία,

- Επιτίθενται στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, τόσο στη διατύπωσή του όσο και στα νοήματά του,


- Δεν σέβονται τις δογματικές και κανονικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες αναγνωρίζονται από το Πλήρωμα της Εκκλησίας,


- Δεν τιμούν τις Ιερές Εικόνες και τα Ιερά Λείψανα,


- Θεωρούν τους αιρετικούς ως μέρος, ή ότι θα μπορούσαν να είναι μέρος, της Εκκλησίας του Χριστού,

- Θεωρούν, ότι δεν θα μπορούσε κάθε ορθόδοξη σύνοδος να κρίνει, να καταδικάσει και να αναθεματίσει άνευ όρων τους αιρετικούς,


- Θεωρούν, ότι η Αποστολικότητα της Εκκλησίας έχει χαθεί, καί έχει καταστραφεί εν όλω ή εν μέρει,

- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού θα μπορούσε να διαιρεθεί ή να χωριστεί, από την άποψη της αλήθειας της πίστης, σε καλή και κακή, ορθόδοξη και αιρετική, προσβάλλοντας έτσι την ενότητα της Εκκλησίας,

- Θεωρούν, ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν είναι άψογη και άμεμπτη, διδάσκοντας, ότι οι αιρετικοί είναι ή μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, επιτιθέμενοι έτσι στην αγιότητα της Εκκλησίας,

- Θεωρούν τις οικουμενιστικές, νεοκαλβινιστικές και σεργιανιστικές «εκκλησίες» ως ορθόδοξες και έχουσες την Αγία Χάρη,


- Θεωρούν, ότι ο Σεργιανισμός είναι απλώς ένα φαινόμενο ή ένα ρεύμα, και οι «εκκλησίες» που τόν ἀποδέχονται θα μπορούσαν έτσι να θεωρηθούν ως δίκαιες,


- Χορηγούν στους αιρετικούς και τους σχισματικούς το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας σαν να ήταν χρήσιμο για τη σωτηρία τους,


- Αποδέχονται την εκδήλωση αιρέσεων ως αποδεκτή θεολογική άποψη και έτσι επιτρέπουν την ένωση με τους αιρετικούς, με βάση το δογματικό ελάχιστο,


- Έχουν συντάξει και υποστηρίζουν την ανορθόδοξη διδασκαλία, που ονομάζεται «θεωρία του αρρώστου μέλους», η οποία εκφράζεται κυρίως με τη συγγραφή του κειμένου των «Εκκλησιολογικών Θέσεων»,


- Συγχέουν τη Χάρη του Κηρύγματος, (το Θείο Κήρυγμα), με τη Χάρη του Αγιασμού, υπονοώντας ότι εκεί όπου λειτουργεί το Κήρυγμα ή το πνεύμα της πλάνης (στις αιρετικές «εκκλησίες»), θα υπήρχαν στην πραγματικότητα τα Μυστήρια της Εκκλησίας (μέσων της Χάρης και του Αγιασμού),


- Αποτελούν μέρος μασονικών οργανώσεων, καθώς και άλλων παρόμοιων σε πρακτική και σκοπό.

ΑΝΑΘΕΜΑ!

‍ΓΡΑΜΜΑΤΕΊΑ ΤΗΣ ΑΓΊΑΣ ΣΥΝΌΔΟΥ

 

Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τά ἀνωτέρω, Μακαριώτατε, ἐκφράζουμε τήν συγκρατημένην αἰσιοδοξίαν μας πληροφορηθέντες, ὅτι μετά ἀπό μεγάλον καί ἔμπονον ἡμέτερον ἀγῶνα, τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Συνόδου μας, καί οὐχί ἄνευ ἰδιαιτέρου καί μεγάλου κόστους διά τήν ὑγείαν ἡμῶν, ἡ Σύνοδός μας ζήτησε ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς καί Βοιωτίας κ. Χρυσόστομον, νά “κατεβάσει” τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ἀπό τήν ἐπίσημον ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του, πρᾶγμα τό ὁποῖον καί ἔκανε.

 

Πληροφοροῦμεν Ὑμᾶς ταπεινῶς, ὅπως συνεζητήθη καί ἐξετέθη εἰς τήν ἐπί ἑπτάωρον περίπου συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας, σ. Λαρίσσης κ. Κλήμεντος καί σ. Δημητριάδος κ. Φωτίου ὅτι:

1. ἡ διάδοση στόν παγκόσμιον ἱστόν, στό ἐξωτερικόν καί στήν Ἑλλάδα, τῶν σκανδαλιστικῶν γιά τήν Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν μας καί λίαν προκλητικῶν εἰκόνων τῶν συμβεβηκότων τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων τοῦ 2024 κλπ. καί τά ἀντίστοιχα ἐπικριτικά καί προσβλητικά διά τήν ἡμετέραν Σύνοδον σχόλια καί δι’ Ὑμᾶς, ἔγιναν τό πρῶτον ἀποκλειστικά ἀπό τήν Σύνοδον τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς τοῦ Ρώσσου Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος[6], δηλ. ξεκάθαρα τοὔλάχιστον τρεῖς μῆνες, πρίν ἀπό ὁποιανδήποτε δικήν μας πληροφόρηση καί πρίν ὁποιαδήποτε δικήν μας ἐμπιστευτικήν συγγραφήν πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας[7].

2. οἱ Ρῶσσοι Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος πληροφόρησαν καί τούς Ρουμάνους ἀδελφούς μας, μέ τούς ὁποίους ἡμεῖς ἤμασταν σέ κοινωνίαν, ἀλλά οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη πρό τριετίας περίπου διακόψει τήν κοινωνίαν πρός ἡμᾶς, ὅπως μᾶς κοινοποίησε τήν ἀπόφασιν τῆς Ρουμανικῆς Συνόδου τότε ὁ Μητροπολίτης Δημοσθένης[8]!

3. Μετά τά λίαν σκανδαλιστικά γεγονότα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ 2024 καί τίς σχετικές δημοσιεύσεις στόν παγκόσμιον ἱστόν, διέκοψαν οἱ Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ρουμάνοι ὑπό τήν ἡγεσίαν τοῦ Μητροπολίτου Εὐλογίου τήν κοινωνίαν αὐτῶν πρός ἡμᾶς τελεσιδίκως.

Τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρός ἡμᾶς εἶχεν ἐπιβάλει ἡ Ρουμανική Σύνοδος ὑπό τόν τότε Μητροπολίτην Δημοσθένην, κατηγορῶντας μας διά Κυπριανιτισμόν καί ἀναφέροντας μάλιστα, ὅτι δύο ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας κατηγοροῦνταν ὑπ’ αὐτῶν δι’ αἵρεσιν.[9] Ὡστόσον οἱ Ρουμάνοι δέν διευκρίνισαν τότε, ποῖοι ἦσαν οἱ ἐπίσκοποι αὐτοί[10].

 

2. Στήν συνέχειαν ἔγινε διάδοση στόν παγκόσμιον ἱστόν ἀπό δικούς μας Ἕλληνες Γνησίους Ὀρθοδόξους τῶν λίαν λυπηρῶν συμβεβηκότων, (καί πάλιν πρίν οἱανδήποτε δικήν μας ἀναφοράν ἤ δημοσίευσιν):

-ἀπό Ὀρθοδόξους δηλ. ἱερεῖς, (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς τήν διάθεσίν μας),

-μοναχούς καί μοναχές (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς τήν διάθεσίν μας) καί

-πιστούς λαϊκούς, (τά ὀνόματα αὐτῶν εἰς τήν διάθεσίν μας), ἀλλά καί

-ἀπό διάφορα ἱστολόγια ἀγωνιζομένων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων στόν κοινωνικόν ἱστόν[11].

Μᾶς πληροφόρησαν τελευταία ἀπό ὅλους καί ἡμᾶς καί διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα, προτρέποντάς μας σέ ἀποτείχιση καί ἀπειλῶντας μας μέ διακοπήν τῆς κοινωνίας τους πρός τήν Σύνοδόν μας καί ἡμᾶς, (πρᾶγμα τό ὁποῖον ἔκανάν τινες ἐξ αὐτῶν)! Τοιοῦτοι ἦσαν:

-πιστοί ἀπό τήν Ἀθῆνα,

-τήν Παιανίαν,

-τό Αἴγιον,

-τήν Πάτραν, ἀλλά καί ἀπό

-τήν Γερμανίαν καί

-τήν Δανίαν,

 ἐπικρίνοντας ἡμᾶς καί κατηγορῶντας μας ὡς Κυπριανιστές καί Οἰκουμενιστές, γιά τίς σκανδαλιστικές ἐνέργειες τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί προφορικά καί τηλεφωνικά καί διά τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων καί μέσῳ τῶν ἑλληνικῶν ἱστολογίων:

-“Πολιτισμός καί Παράδοσις”,  

-“Ἐλευθέριος Πετρίδης”,

-“Μνήμη Ἀρχιερέως Καλλίστου”,

-“Ἐν τούτῳ νίκα” καί

  μέσῳ τῶν γερμανικῶν ἱστολογίων, ὅπως τοῦ:

- Hans Zimmermann, (λίαν καλοῦ γνώστη τῶν συμβαινόντων ἐν Ἑλλάδι).

Πολλά ἀρνητικά καί ἐπικριτικά σχόλια γιά τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον εἶχεν ἐν τῷ μεταξύ δημοσιεύσει καί ὁ Ν. Μάνης[12].

Οἱ ἀναρτήσεις αὐτές, οἱ ὁποῖες ὀρθῶς, ἀλλά μέ πολλήν μεγάλην καθυστέρηση, “κατέβηκαν” ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς μητροπόλεως τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ἀφοῦ τό μεγάλο κακό ἔγινε, σκανδάλισαν πολλά πνευματικά μας τέκνα στήν Πάτραν καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ, τά ὁποῖα μας ζήτησαν ἐπιτακτικῶς, καί δυστυχῶς ζητοῦν ἐπιμόνως ἀκόμη, τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας ἡμῶν πρός τήν ἡμετέραν Σύνοδον, πρᾶγμα τό ὁποῖον δέν κάναμε, ὑπερασπιζόμενοι τήν Σύνδόν μας, ὅτι εἶναι ἡ μόνη Σύνοδος ἐν Ἑλλάδι πού

α) ἔχει καταδικάσει καί ἀναθεματίσει ἐπισήμως τόν Οἰκουμενισμόν ὡς αἵρεσιν (1998) καί ὀνομαστικῶς τούς μεγάλους Οἰκουμενιστές τοῦ παρελθόντος[13],

β) ἔχει ἀναθεματίσει γραπτῶς καί δημοσίως καί καταδικάσει τήν Μασονίαν, ὅσον καί μέ πυρίνους λόγους τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος,

γ) ἔχει ἀναθεματίσει τόν Καζατζάκην,

δ) καί τόν Χιλιασμόν!

ε) ἔχει ἐκδώσει τό σημαντικότερον θεολογικόν κείμενον μέσα στά χρόνια τοῦ Ὁμολογιακοῦ μας ἀγῶνα, τό ὁποῖον ἔχει ὑπογράψει καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος.

 

3. Μέ ἠλεκτρονικά μηνύματα, μετά τήν γνωστοποίησιν τῶν λυπηρῶν συμβεβηκότων καί εἰς ἐμέ ὡς τελευταῖον παραλήπτην, (τρεῖς περίπου μῆνες ἀργότερα!!!), εἶχα ζητήσει μέ προσωπικά μηνύματα ἀλληλλοδιαδόχως καί διά πολλῶν παρεμβάσεών μου ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς μας (σ. Δημητριάδος κ. Φώτιον, σ. Φυλῆς κ. Κυπριανόν καί σ.  Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιον[14] καί ἀπό Ὑμᾶς, Μακαριώτατε, νά παρέμβουν (-ετε) καί νά νουθετήσουν (-ετε) τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον καί νά «κατεβάσει» τίς ἐπίμαχες, προκλητικές ἀναρτήσεις. Τά μηνύματά μου πρός τούς Ἀρχιερεῖς μας γράφτηκαν ἐντελῶς ἐμπιστευτικά καί ἐξομολογητικά μέ τήν ἐπισήμανση μέ μεγάλα κόκκινα γράμματα “αὐστηρά γιά προσωπική ἐνημέρωση”[15]!

 

4. Στήν συνέχειαν τά ἠλεκτρονικά αὐτά μηνύματα κοινοποιήθηκαν ἀλλοιωμένα, (ἄγνωστον ἀπό ποιόν;), ἔχοντας οἱ κοινοποιήσαντες ἀφαιρέσει τήν καθοριστικήν αὐτήν ἐπισήμανση! Δέν εἶναι γνωστόν δηλ. ποιός δημοσίευσε τί καί ποῦ στόν ἀχανῆ χῶρον τοῦ διαδικτύου[16] κοινοποιῶντας καί ἀλλοιώνοντας τό περιεχόμενον τοῦ ἐμπιστευτικοῦ μου μηνύματος.

 

Μέ τήν ταχύτατη διαδικτυακήν γνωστοποίηση τῶν λίαν λυπηρῶν αὐτῶν γεγονότων, κυρίως τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τοῦ 2024, τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν αἱρετικῶν στήν Θεσσαλονίκην κλπ. δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα στίς ἐνορίες μας στήν Ἑλλάδα καί στήν Γερμανίαν, ἀλλά καί μέσα στήν οἰκογένειάν μας, ὅπου ἐζητεῖτο καί ζητεῖται ἀκόμη καί σήμερα ὑπό ἡμετέρων, καί δή ὑπό πολυτίμων συνεργατῶν καί ἀπό ἱσταμένους πολύ ὑψηλά στήν κοινωνία μας, πανεπιστημιακῶν, γιατρῶν, νομικῶν καί καθηγητῶν, μελῶν τῶν  Ἐνοριῶν μας, Μοναστηρίων μας καί τῆς Ἕνωσης Ὀρθοδόξων Ἐπιστημόνων, ἡ ὁριστική διακοπή τῆς κοινωνίας μας πρός τήν Σύνοδόν μας[17].

 

5. Ἡ κατάσταση αὐτή πού δημιουργήθηκε, καί πάντως ὄχι μέ δικήν μας ὑπαιτιότητα, ἀλλά ἀρχῆς γενομένης ἀπό τά ἴδια δημοσιεύματα-ἀναρτήσεις καί τοῦ πλήθους τῶν φωτογραφιῶν τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου, πού ἀνήρτησεν στό διαδίκτυον, conditio sine qua non!), εἶχεν ὡς ἀποτέλεσμα νά πληγωθεῖ βαθειά ἡ ἑνότητα στήν Ἐνορίαν μας, (στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικόν), ἀφοῦ μᾶς ἔκοψαν ἤδη τήν κοινωνίαν ἀρκετοί ἐνορίτες μας καί ἀνέκοψαν τήν προσέλευση στήν Ἔνσταση καί στήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογίαν καί ἄλλων πολύ σημαινόντων προσώπων, γνωστοῦ ἀνωτάτου δικαστοῦ, ἑνός εἰσαγγελέως, ἀλλά καί δύο καθηγητῶν Οἰκονομικῶν, πού μέ πολύν κόπον εἴχαμε ἤδη κατηχήσει, γιά νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξον Παρεμβολήν!

 

·       6. Στόν ἀγῶνα μας καί στήν ἀγωνίαν μας γιά τήν Ἐκκλησίαν μας ὑπῆρξαν καί ὑπερβολικοί χαρακτηρισμοί γιά τό πρόσωπον τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου, τούς ὁποίους καί ἀνεκάλεσα ρητά ἤδη μέ ἰδιαιτέραν ἐπιστολήν-ἠλεκτρονικόν μήνυμα πρός τήν Σύνοδόν μας, ἀλλά καί προφορικῶς κατά τήν συνάντησίν μας μετά τῶν σ. Ἀρχιερέων μας! Στό ἐπίσημον κείμενον πρός τήν Σύνοδόν μας εἶχαν ἤδη ἀφαιρεθεῖ, καί διά τοῦ παρόντος καί πάλιν ἀνακαλῶ τούς ὑπερβολικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς: «ἀποδεικνύεται τύραννος μέ τήν ὅλην μέχρι σήμερα φασιστικήν, ἀδιάκριτον καί αἱρετικήν δεσποτοκρατικήν συμπεριφορά του, πρός ἱερεῖς, μοναχούς, μοναχές καί λαϊκούς (ἀλλά καί πρός Ἀρχιερεῖς!)»

·       «πίστεψε ὅτι θά κατεξουσιάσει τῶν μοναστηρίων, ἐκβιάζοντάς τα, νά τοῦ μεταγράψουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα, φερόμενος μέ σκαιότατον τρόπον πρός μοναχούς καί μοναχές. Προσπάθησε, καί ἐν μέρει τό πέτυχε, νά ἀπομυζήσει τά περιουσιακά στοιχεῖα τῶν μοναστηριῶν, γιά νά τούς ἔχει ὑπό τήν φασιστικήν καί παπικήν ψευδεξουσίαν του».[18]

 

 

7. Κατά πόσον ἀποτελεῖ, βέβαια, περιεχόμενον τῆς Ἀποστολοπαραδότου Πίστεως καί τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ὁ συναγελασμός μετά τῶν ἐκπεσόντων τῆς Πίστεως Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν στήν Θεσσαλονίκην[19] καί δή ἄνευ ἀδείας τῆς ἡμετέρας Συνόδου, ὁ συνεορτασμός-συντελετουργία τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων μετά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ «μητροπολίτου» Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα, (ἐκπεσόντος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον[20] καί κατά τούς Πατέρες, τήν διδασκαλίαν τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων), ἡ δωρεά τμήματος λειψάνου στόν Οἰκουμενιστήν – Νεοημερολογίτην «μητρο-πολίτην» Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνον[21], ὅσον καί ἡ παραχώρηση βήματος ἐντός τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας Σουμελᾶ, στόν Νεοημερολογίτην Οἰκουμενιστήν κληρικόν Βαγγέλη Παπανικολάου[22] καλεῖται νά ἀπαντήσει ἀμετάκλητα καί καθοριστικά ἡ Ἱερά Σύνοδός μας, ἡ ὁποία κάνει τήν αὐθεντικήν ἑρμηνείαν τῶν διατάξεων τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου τοῦ 2014 καί καλεῖται, νά ἐφαρμόσει τούς καί στο παρόν ὑπόμνημα καί πάλιν παρατιθεμένους Ἱερούς Κανόνες). μεῖς, ἕνας ταπεινός καί ἀσήμαντος ἱερεύς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπισημαίνουμε τούς παραβιασθέντες, κατά τήν ταπεινήν μας γνώμην, Ἱερούς Κανόνες[23] καί ἡ Ἱερά Σύνοδος θά ἐξετάσει καί θά ἐφαρμόσει αὐτούς μέ τό χαρακτηρίζον αὐτήν πνεῦμα τῆς οἰκονομίας καί τῆς ἀγάπης.

 

8. Γιά νά ὑπάρχει κανονική Ἀποστολική Διαδοχή, ὀφείλει ὁ ἐπίσκοπος νά ἐκλέγεται, κατά τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, ὑπό πάντων τῶν μελλόντων ποιμαίνεσθαι[24]. Ἡ ὑπό δύο ἐπισκόπων χειροτονία εἶναι μέν ὑποστατή, κατά τόν Α΄Ἀποστολικόν Ἱερόν Κανόνα, ἀλλά κυρίως λαμπρύνεται καί κραταιοῦται ἀπό τήν καθαρή Ὁμολογιακήν Πίστη[25].                                                                                                                 

Αὐτήν τήν Πίστη δηλώνει, ὅτι ἔχει καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος, δηλ. ὅτι ὁμολογεῖ καί διακηρύσσει, ἐπαναβεβαιώνοντας καί διακηρύσσοντας τήν ὑπογραφήν τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου, τό ὁποῖον ρητῶς καί πάλιν ἀποδέχεται, σέβεται καί ἐφαρμόζει, ὅπως φαίνεται  μέ τίς ἐπισκέψεις πού ἔκανε στά σπίτια τῆς ἐπισκοπῆς του, ὅπου μοίρασε τό ὁμολογιακόν βιβλίον τῶν Ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων “Φιλήματα Ἰούδα”, ἀλλά καί μέ ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ πρόσφατη γιά τά “ἑκατόν χρόνια τῆς ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας”, ὁπότε ἡ Σύνοδός μας θά ἀποφασίσει, ἐάν  ἰσχύει πλέον ὁ ἀνωτέρω χαρακτηρισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου καί πρός τήν σχετικήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου θά εὐθυγραμμισθοῦμε καί ἡμεῖς, ἐν ὄψει καί τῆς ἤδη γενομένης ἀποσύρσεως τῶν ἐπιμάχων ἀναρτήσεων καί τῆς σχετικῆς διευκρινιστικῆς καί ὁμολογιακῆς δηλώσεως ὑπ’ αὐτοῦ, κατά τά δηλωθέντα εἰς τήν συνάντησιν ἡμῶν μετά τῶν μητροπολιτῶν μας κυρίων-κυρίων Φωτίου, Δημητριάδος καί Κλήμεντος Λαρίσσης, καί ὅπως θά κρίνει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος.

Περί τῆς ὁμολογίας τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου ἐπιμαρτυρεῖ κυρίως ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ὑπογραφή καί ἀποδοχή τοῦ Ἑνωσιακοῦ κειμένου, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ ἔκπτωση ἀπό τήν Πίστη τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀποδοχή ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ἀναθέματος τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου του, τό 1983 καί τοῦ ἀναθέματος κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Συνόδου μας, τό 1998, ὑπό τόν μακαριστόν Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην, ὅπως ρητῶς μᾶς δήλωσεν ὁ σ. ἀρχιγραμματεύς τῆς Συνόδου μας κ. Φώτιος καί ἀναμένεται ἡ ὑπό τοῦ ἰδίου σχετική ἔγγραφος δήλωσις καί ἡ μετάνοιά του μέ τήν αἴτησιν συγγνώμης γιά ὅσους σκανδάλισε μέ τίς πράξεις τους καί ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου, κατά τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐν πνεύματι φιλαδελφίας καί ἀγάπης.

 

9. Εἶναι αὐτονόητον, ὅτι τό δικαίωμα τῆς προηγουμένης ἀκροάσεως ἀποτελεῖ ἀναφαίρετον συνταγματικόν δικαίωμα[26], κάθε ἀτόμου μιᾶς εὐνομούμενης Πολιτείας ἀλλά καί κάθε πιστοῦ, μοναχοῦ, διακόνου ἱερέως καί ἀρχιερέως.                                                                  

Δικαίωμα πού ἔχει ἀναμφισβήτητα καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος. Οἱ ὑπό τοῦ ἰδίου, ὅμως, γενόμενες ἐπίμαχες ἀναρτήσεις εἶναι πραγματικά γεγονότα καί ἀποτελοῦν ὁμολογίαν πού συνιστᾶ πλήρη ἀπόδειξη τῶν τελεσθέντων πράξεων, πού δέν ἀμφισβητεῖται ἡ ἐνέργειά τους[27].                                                                      

μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως κατά τό Δικονομικόν Δίκαιον, τό τε τῆς Πολιτείας ἄμα καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ τελική συνοδική διαγνώμη, ἀνήκουσα στήν ἡμετέραν Σύνοδον, σέ κάθε ἀνάλογη περίπτωση, ἔρχεται νά ἐπιβεβαιώσει, ὅταν πρόκειται γιά θέματα Πίστεως τήν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν κείμενον[28].

Ἡ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση ἀναφορικά μέ θέματα αἱρέσεως εἶναι διαπιστωτική, κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον, καί οὐχί διαπλαστική[29].

 

10. Κάθε ἐπίσκοπος καί ἱερεύς ὡς καί κάθε κληρικός καί ἁπλός πιστός οἱουδήποτε βαθμοῦ, ἀναμφισβήτητα ὀφείλει νά ἀκούεται πρίν ληφθεῖ οἱονδήποτε μέτρον διοικητικόν, ποινικόν ἤ κανονικόν ἐναντίον του, κατά τούς ὁρισμούς τοῦ Συντάγματος, τῶν Νόμων καί τῆς Δικονομίας γενικότερα καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς τοιαύτης. Πρόκειται γιά θεμελιῶδες δικαίωμα (Grundrecht), τό ὁποῖον κατοχυρώνεται καί Συνταγματικά καί Δικονομικά ἀναλυτικά κατά τά ἀνωτέρω, καί εἶναι ἀναφαίρετον.

 

11. Ἄν τά κρίσιμα περιγραφόμενα γεγονότα δέν ἀποτελοῦν ἐπιλήψιμες πράξεις, μποροῦν, ἄραγε, νά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον καί ἀπό ἄλλους ἐπισκόπους καί κληρικούς ἤ καί ἀπό τόν ἴδιον ἐπίσκοπον, τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον;

Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους ἀπαιτεῖται ἰδιαιτέρα δήλωση συγγνώμης καί δήλωση ἀποκηρύξεως, κατά τά συμφωνηθέντα, ὅπως θά κρίνει καί θά ἀποφασίσει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος καί ὅτι δέν θά ἐπαναληφθοῦν στό μέλλον, πάντα κατά τήν κρίσιν καί στό μέτρον πού θά τοῦ ὑποδειχθεῖ.

 

12. Περαιτέρω βεβαιώνουμε καί πάλιν καί ὅπως ἀνεπτύχθη κατά τήν συνάντηση ἡμῶν μετά τῶν σ. Ἀρχιερέων, ὅτι οὐδέποτε δημοσιεύθηκε ἤ κοινοποιήθηκε ὑφ’ ἡμῶν σέ τρίτα πρόσωπα, οὖτε ἀπό κανένα ἄλλον καί οὔτε εἶδαμε κάπου σχετικήν δημοσίευσιν, ἡ ἐν ἐξομολογήσει ἡμῶν πρός τούς σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς μας κυρίους Φώτιον, Κυπριανόν καί Ἀμβρόσιον, ὅτι ἐγινεν συμπροσευχή τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου στήν Καλαμαριά μετά τοῦ κ. Ἰουστίνου. Καί αὐτό μάλιστα, τό ἐν ἐξομολογήσει γραφέν τότε προσωπικῶς καί ἀποκλειστικῶς μόνον πρός τούς τρεῖς Ἀρχιερεῖς, ἀμέσως ἀνεκλήθη. Ὅτι αὐτήν, ὅμως, τήν ἐντύπωση, πώς δηλ. παρευρίσκετο καί ὁ σ. Ἀττικῆς στήν σχετικήν τελετήν ἔδινε -(ἀποκόμιζε κάθε θεατής τῶν δρωμένων)- ἡ ἀναφορά τοῦ Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστίνου, ὅτι δηλ. ἀπευθυνόταν πρός τόν σ. Ἀττικῆς κύριον Χρυσόστομον σάν νά ἦταν παρών. Καί ἐδῶ ἔχει ἐφαρμογή ἡ βασική ἀρχή τοῦ Δικαίου: Conditio sine qua non.

Ὁπότε ἡ κατηγορία αὐτή δέν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια, ὅτι δηλ. γίναμε ὑπαίτιοi μίας τοιαύτης δημοσιεύσεως περί συμπροσευχῆς, γιατί δέν ὑπάρχει πουθενά στόν διαδικτυακόν χῶρον ἤ στόν τύπον τοιαύτη δημοσίευσις, ὅτι ἔγινεν συμπροσευχή καί οὐδέποτε προωθήθηκε ὑπ’ ἐμοῦ τοιαύτη δημοσίευσις οὔτε ἀπό κανένα ἄλλον, ὅσον γνωρίζω, ἀλλά ἡ παραχώρησις τμήματος ἁγίου λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἀργυρίου στόν «Καλαμαριᾶς» κ. Ἰουστῖνον ἀποτελεῖ ἀναγνώρισιν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ, γεγονός καθαιρετικόν καί ἀφοριστικόν τοῦ ποιοῦντος ταῦτα, κατά τούς Ἱερούς Κανονες, γεγονός πολύ μεγαλυτέρας σπουδαιότητος Θεολογικῆς καί Ὁμολογιακῆς σημασίας!

 

Περί τῆς γενικῆς ἀπαγορεύσεως τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς του ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτην Χρυσόστομον ἔχουν γράψει καί καταδικάσει τοιαῦτες ἀντορθόδοξες συμπεριφορές καί ὁ φιλικά διακείμενος πρός αὐτόν κ. Σωτήρης Τζούμας καί ἄλλοι Νεοημερολογίτες:

 

Πρόκειται για κλασσική εκδήλωση, έκφραση και έκφανση του νοσηρού πνεύματος του δεσποτισμού και του επισκοπικού συγκεντρωτισμού.

Εάν κάποιοι κληρικοί ευτελίζουν το κήρυγμα δικαιούται και οφείλει ο μητροπολίτης να τους το απαγορεύσει.
Επ’ ουδενί, όμως, μπορεί να γενικεύει και να επεκτείνει την τυχόν απαγόρευση σε όλους τους κληρικούς της μητροπόλεώς του.

Οι τελευταίοι οφείλουν να διαμαρτυρηθούν έντονα και να καταγγείλουν στην εκκλησιαστική παρεμβολή την απαράδεκτη αυτή επισκοπική πρακτική.

Επιπροσθέτως, και σύνολο το εκκλησιαστικό πλήρωμα της συγκεκριμένης μητροπόλεως οφείλει να αντιδράσει.
Ο επίσκοπος δεν είναι ούτε απόλυτος μονάρχης ούτε φεουδάρχης της Εκκλησίας.
Υπάρχουν κληρικοί, δόκιμοι κήρυκες του θείου λόγου που προάγουν διά του κηρύγματός τους την πνευματική ζωή των πιστών αλλά και ελέγχουν, κατά χρεός, πρόσωπα και πράγματα, εφαρμόζοντες το Παύλειο ρήμα «έλεγξον, επιτίμησον, παρακάλεσον» (Β προς Τιμόθεον κεφ 4, 2).
Είναι αδιανόητο, παράλογο, άδικο και βλαπτικό για το καλώς εννοούμενο συμφέρον της Εκκλησίας και του Έθνους να φιμωθούν.

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος που είχε πει πως «τίποτε άλλο δεν φοβήθηκα στη ζωή μου εκτός από τους διεφθαρμένους επισκόπους» σας λέει κάτι; Ο σεβασμός δεν επιβάλλεται με εγκυκλίους. Αντιθέτως φθίνει και εντέλει εκλείπει, όταν ο φέρων το σχήμα δεν σέβεται τον ρόλο του και είναι ανακόλουθος των όρκων του, να είναι πράος και τάπεινός τη καρδία και υπηρέτης όλων και καλός ποιμήν ως γνήσιος ακόλουθος του Μεγάλου Αρχιερέως…

 

Αυστηρό «απαγορευτικό» του Αιτωλίας Δαμασκηνού προς τους ιερείς να μη κηρύττουν αλλά να διαβάζουν τα δικά του… μηνύματα!

·  Post published:20 Αυγούστου 2023

Του Σωτήρη Μ. Τζούμα

Η Εκκλησία μας σφύζει από …”δημοκρατικές διαδικασίες ! Όταν λέμε δεσποτοκρατία το εννοούμε! Χθεσινά άπειρα παπαδάκια εκλέγονται δεσποτάδες, πιάνουν το μπαστούνι, φορούν και το… στέμμα, δηλαδή την Μίτρα και θεωρούν, ότι είναι πραγματικοί πρίγκηπες και μπορούν να κάνουν ο,τι θέλουν!Λες και η Εκκλησία χρωστά σε αυτούς και όχι αυτοί προς την Εκκλησία! Αλλά η Εκκλησία δεν είναι τσιφλίκι τους. Η Εκκλησία ανήκει σε όλους μας! Και αυτό όσο πιο γρήγορα το καταλάβουν τόσο πιο καλά για τους ίδιους!

 Ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας Δαμασκηνός- εκ των νέων Ιεραρχών της Εκκλησίας μας- συνεχίζει να μας εκπλήσσει με τις αποφάσεις του και τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει!Πέρα από τις κινήσεις εντυπωσιασμού και την απονομή οφικίων προς τους ιερείς για να τους κερδίσει, οι υπόλοιπες ενέργειες του έχουν έναν επιθετικό χαρακτήρα, ο οποίος δεν συνάδει με την συγκεκριμένη Μητρόπολη η οποία έχει πλουσία εκκλησιαστική ζωή  και παράδοση!

Ο Σεβ. Αιτωλίας απέστειλε «αυστηρή» εγκύκλιο προς τον ιερό κλήρο, με την οποία απαγορεύει στους ιερείς,  να κηρύττουν οι ίδιοι και τους επιβάλλει να είναι απλοί αναγνώστες των δικών του κηρυγμάτων, τα οποία θα αποστέλλονται ανελλιπώς στους ναούς! Περίσσευμα θεολογίας συμπυκνωμένο σε μια κόλλα χαρτί! Έχει τόσο ελεύθερο χρόνο, ώστε να γράφει ο ίδιος το Κυριακάτικο δίπλωμα; Μπράβο!

Και καλά αν οι ιερείς είναι αθεολόγητοι ή στερούνται θεολογικών γνώσεων, η απόφαση αυτή είναι για το καλό του ποιμνίου! Αν όμως είναι θεολόγοι και μάλιστα παλαιότεροι στο κήρυγμα και δόκιμοι ιεροκήρυκες,

του νεόκοπου Μητροπολίτη, τότε, πως θα τους απαγορεύσει να μιλάνε; Είναι σωστό; Πού ακριβώς στηρίζεται αυτή η απόφαση και γιατί;

Σαφώς το κηρύττειν είναι προνόμιο του Επισκόπου και με την ευλογία του κηρύττουν όλοι οι έχοντες τα προσόντα, κληρικοί ή και λαϊκοί. Όμως η παράδοση της Εκκλησίας μας ακολουθεί τον Παύλειο λόγο “ουαί μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζομαι”!

Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για μια λάθος απόφαση, η οποία θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς αν εφαρμοζόταν σε ναούς που δεν ξέρουν την μεγάλη σημασία του κηρύγματος ή στερούνται οι ιερείς της ικανότητας να κηρύττουν! Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε θεωρώ, ότι ο Σεβ. Αιτωλίας θα έπρεπε να παροτρύνει τους κληρικούς του, να μελετούν και να προετοιμάζονται, ώστε τουλάχιστον οι δυνάμενοι, να κηρύττουν στον λαό του Θεού.

Μια ρητορική ερώτηση στον Άγιο Αιτωλίας: οι ιεροκήρυκές του τώρα με τι θα ασχολούνται;Ή πρόκειται να τους παροπλίσει;

Σίγουρα δεν έμαθε τέτοιες μεθόδους  ποιμαντικής κοντά στον Γέροντά του Σεβ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο. Το γιατί τις εφαρμόζει είναι κάτι που θα φανεί πολύ σύντομα! Κρίμα πάντως, γιατί με όλα αυτά γκρεμίζονται οι όποιες χρηστές ελπίδες μας δημιουργούνται καθώς βλέπουμε να εκλέγονται νέοι Αρχιερείς με όρεξη για πνευματικό έργο και στη συνέχεια τους βλέπουμε να  τα αναποδογυρίζουν όλα!

 

α΄. Στό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ πολύ φιλικά διακείμενου κ. Σωτήρη Τζούμα βλέπουμε ξεκάθαρα, ὅτι ἡ ἀπαγόρευση τοῦ κηρύγματος στούς ἱερεῖς συνιστᾶ ἔκφραση Δεσποτοκρατείας καί Φασισμοῦ, καθότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται!

 

β΄. Ἐπίσης ἡ Καινοτομία, τῶν πολύ τολμηρῶν ἀνοιγμάτων καί τῶν ἐναγκαλισμῶν τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἡ ἀντίθεση πρός τήν ἐπί ἑκατό χρόνια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἑκατό χρόνια θυσιῶν, διωγμῶν, αἵματος, φυλακίσεων, ἐξοριῶν, ἀποσχιματισμῶν τῶν ἁγνῶν λευιτῶν, συνιστᾶ καθ’ ἑαυτήν ἀσέβεια πρός τούς Προπάτορες καί δεσποτοκρατική συμπεριφορά, ἀφοῦ γιά πρώτη φορά γίνονται τέτοιες “ἐκδηλώσεις”, πού κατασκανδάλισαν τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὁδήγησαν σέ ἀποκήρυξή μας ἀπό πλῆθος πιστῶν μας.

Ἡ φιλία καί οἱ ἐναγκαλισμοί μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων μέ τόν ἐλεγχόμενον ἀπό τούς Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές γιά Δεσποτοκρατεία «Ἰλίου» κ. Ἀθηναγόρα ἀποτελεῖ πάλιν λόγον γιά ἐξαγωγή συμπερασμάτων (βλ. συνημμένον κείμενον). Τέτοιες πρακτικές ἐγκαινιάζουν ἕνα νέο ἦθος στήν Ἐκκλησία, ἀπαράδεκτο καί καταδικαστέο.

 

γ΄. Ἐλέγθηκε καί στό πρόσφατο παρελθόν ὁ σ. κ. Χρυσόστομος γιά

τυραννική συμπεριφορά ἀπό τόν πανοσιολ. Θεολόγο Ἀρχιμανδρίτην κ. Νικηφόρον Νάσσον.

 

δ. Ἐντελῶς ἀπαράδεκτη εἶναι ἡ ὀποιαδήποτε ἀναφορά στόν Νεοημερολογίτην κληρικόν κ. Βαγγέλη Παπανικολάου, τόν ὁποῖον καί οἱ ἴδιοι οἱ Νεοημερολογίτες χαρακτηρίζουν ἀηδιαστικόν, ὅτι κηρύσσει αἵρεση καί ὅτι εἶναι θεατρίνος…

Περιττόν νά ἀναφερθοῦν τά ὅσα ἀηδιαστικά καί ἀντορθόδοξα δίδαξε καί εἶπε ὁ κληρικός Βαγγέλης Παπανικολάου καί πῶς ἀσεβῶς κινεῖται μέσα στόν Ἱερόν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας καί μπροστά στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ.

Μέ ὑποθέσεις, τί θά συνέβαινε ἐάν ἐκινεῖτο δικαστικά ἐναντίον μας γιά τόν ἀρνητικόν σχολιασμόν μου, δέν στοιχειοθετεῖται κανένα Κανονικόν παράπτωμα ἐναντίον μου, πόσον μᾶλλον ὅταν διηγεῖται ὅ ἴδιος ἀνέκδοτα, περιπαίζοντας καί ἐξισώνοντας βλασφήμως καί αἰσχρῶς τόν Ἁγιώτατον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν μέ τόν ψευδοπροφήτην Μωάμεθ. (βλ. συνημμένα, λίνκς καί ἄρθρο πρωτοσέλιδο ἀπό τόν «Ὀρθόδοξον Τῦπον»). Ἐφόσον βλασφημεῖται καί ἐμπαίζεται τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ἡ ἴδια ἡ Σύνοδός μας θά ἔπρεπε νά ἐλέγξει τέτοιες ἀχαρακτήριστες καί βλάσφημες συμπεριφορές.

Ὁ ἐκ τῆς κοινωνίας μέ τήν αἵρεση μολυσμός ὅλων, τῶν ἱερέων, τῶν διακόνων, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν

              Εἶναι δυνατόν οἱ αἱρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρία σέ ὅσους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, μετά τά ὅσα ἔχουν ἤδη καταστεῖ πασίδηλα σέ ὅλους καί ὅλοι πλέον εἶναι ἐν πλήρει συνειδήσει τῶν διαδραματιζομένων, γιά τούς ὁποίους ἰσχύει τό:

"εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται", κατά τόν μέγαν Ὁμολογητήν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην;

       Ἐάν καί κατά τόν Ἅγιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην[30] ἔχει μολυσμόν ἡ κοινωνία μέ τήν ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ καί τήν ὁποιουδήποτε εἴδους κοινωνίαν κατά τά ἀνωτέρω ,  (εἰκονομάχου ἐπισκόπου τότε καί Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου σήμερα), ἔστω καί ἄν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων[31], τότε τί βάπτισμα καί τί μυστήρια παρέχει ὁ αἱρετικός ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερεύς πού τόν μνημονεύει καί ποιά χάρη παίρνουν οἱ πιστοί ἀπό τόν μολυσμόν αὐτόν;

       Ἑπομένως, γενικώτερα, ὁ διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αἱρετικούς καί προσερχόμενος στήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων, προσέρχεται καί ἀποκηρύσσει τήν αἵρεση μέ λίβελο καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί κατά τόν Μέγα Βασίλειο, (47ος Ἱερός Κανών), καί κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἐάν δέν ἔχει τηρηθεῖ ἡ τριττή κατάδυση, βαπτίζεται,[32] ἀλλά καί κατά τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν κείμενόν μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖον κάθε Οἰκουμενιστής-Νεοημερολογίτης εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοποιμένας καί ἄρα ὁποιουδήποτε εἴδους κοινωνία μετ’ αὐτοῦ, κατά τά ἀνωτέρω, χαρακτηρίζει καί αὐτόν ὡς τοιοῦτον.

 

              Ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφέρει ὅτι ἡ κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Σέργιο ἦταν ἡ αἱτία τῆς φυγῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου ἀπό τήν Κνωσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθεῖ! Περί μολυσμοῦ ἀπό τήν κοινωνία μέ τήν μονοθελητική αἵρεση γράφει ἐπὶ λέξει[33]:

              " Ἐπεί δ᾽ ἑώρα, (ὁ Ἅγιος Μάξιμος), ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τὴν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καὶ δεινῶς κὰθ᾽ ἡμέραν ὑπὸ τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην, ἔστενε μὲν καὶ πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καὶ τοὺς τὰ παράνομα δρῶντας, οὐκ εἶχε δ᾽ ὅ,τι καὶ πράξοιεν ἑαυτῶ, οὕτω τοῦ κακοῦ εἰς ἄμετρον ἐκχυθέντος, καὶ Ἐώαν μικροῦ πᾶσαν καταλαβόντος καὶ Ἑσπέριον. Ὅθεν καὶ ἐν τοσούτοις δεινοῖς, τούθ' εὑρίσκει μόνον ἑαυτῷ τὸ λυσιτελοῦν, καὶ τοῖς πράγμασιν. Ἐπεί γὰρ ἐγίγνωσκε τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. τοῦ μολυσμοῦ) καὶ ὅσον ἐν Ἀφρικῇ, καὶ ὅσον ἐν ἄλλοις τόποις καὶ νήσοις ἐκείναις ταῖς πέριξ, λιπῶν τὰ ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾶ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καὶ τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθόδοξοις∙"

 

              Τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ Διδασκάλους μιμήθηκαν καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες Ὁσιομάρτυρες πού μαρτύρησαν ἐπὶ Βέκκου τοῦ Λατινόφρονος καὶ ἔγραψαν τὴν περίφημη ἐκείνη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, ἡ ὁποία εἶναι θεολογικότατη καὶ πλήρης Θείων ἀληθειῶν ὅπου περί τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως. διαλαμβάνονται τά ἑξῆς:

 

"Ἐμπεριέχεται δὲ καὶ στὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης Α΄ καὶ Β΄ ἐπονομασθείσηςΣυνόδου, ὅτι ὄχι μόνον ἀνεύθυνοι εἶναι ἀλλὰ καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀποσχίζονται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι προφανῶς αἱρετικοὶ καὶ διδάσκουν δημόσια, αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ πρὶν νὰ ὑπάρξη συνοδικὴ καταδίκη τους, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἡ Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, κατὰ τὴν τέλεσιν τῆς ἀναίμακτου θυσίας, τὴν θεωροῦσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μὲ τὸν μνημονευόμενον ἀρχιερέα καὶ τὸ φρόνημά του. Διότι ἔχει γραφεῖ στὴν ἐξήγησιν τῆς Θείας Λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως ... καὶ ὅτι εἶναι κοινωνὸς αὐτοῦ καὶ τῆς πίστεως καὶ διάδοχος τῶν Θείων μυστηρίων...(καί) ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία μὲ μόνην τὴν ἀναφορὰν αὐτοῦ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀρθόδοξος ὁ ἀναφέρων".[34]

 

"Η ΑΦΑΝΤΑΣΤΗ ΕΛΑΦΡΟΤΗΤΑ" ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ                                                                                                 ως προς την αντιμετώπιση της ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ

του Ο Ι Κ Ο Υ Μ Ε Ν Ι Σ Μ Ο Υ

Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ

ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ και ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ

 

Ἡ ἀφάνταστη ἐλαφρότητα» τῶν Ἐπισκόπων, (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε παραλλαγμένη μιὰ παλαιότερη φράση), ἐπισημαίνεται σήμερα, ὅλο καὶ σὲ περισσότερους τομεῖς τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς.

Ἐμεῖς, σ' αὐτὸ ἐδῶ τὸ κείμενο, ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν ἐλαφρότητα, (δηλαδὴ ἐγκληματικότητα), μὲ τὴν ὁποίαν ἀντιμετωπίζουν οἱ Ἐπίσκοποι τὴν παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμόν, ὅσο κι ἂν αὐτὸ κουράζει.

Εἶναι τραγικὴ ἡ διαπίστωση, πὼς δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει σὲ καμιὰ ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ περίοδο αὐτὴ ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀπραξία, ἡ ὑποβάθμιση μιᾶς αἱρέσεως, μιᾶς αἱρέσεως μάλιστα ποὺ ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ και ὡς ἡ «ἐσχάτη αἵρεση τῆς ἱστορίας». Μιᾶς αἱρέσεως, ποὺ ἔχει ἐμφανισθεῖ ἐδῶ καὶ δεκαετίες, ποὺ ἐπεκτείνεται ἁλματωδῶς, ποὺ πλέον, ὄχι μόνο οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρήσουν, (ἢ δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν), ποιοί εἶναι οἱ αἱρετικοὶ καὶ ποιοί οἱ Ὀρθόδοξοιτί ἀνήκει ἀπὸ τὶς καθημερινές πράξεις μας καὶ τὰ πιστεύματά τους στὴν αἵρεση, καὶ τί ἀνήκει στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη.

Στὴ παροῦσα ἔκθεση θὰ παραθέσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σχετικὸ βιβλίο, ποὺ προσφέρει κάποια ἁγιοπατερικά κείμενα, διὰ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνεται ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς αἱρέσεως, τὸ δυσθεράπευτο τῆς αἱρέσεως καὶ ἡ μολυσματικότητά της, θέματα ποὺ ἀντιπαρέρχονται οἱ σύγχρονοι ποιμένες-Ἐπίσκοποι, μὲ τὸ ἀστεῖο ἐπιχείρημα, ὅτι αὐτὰ θὰ τὰ ξεκαθαρίσει μιὰ μελλοντικὴ Σύνοδος[35], σὰν κι αὐτὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ στήσει τὸ Φανάρι, ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκείνους τοὺς Ἐπισκόπους ποὺ χαρακτηρίζονται αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές!!!

Τὰ πατερικὰ κείμενα ἔχουν ἐπιλεγεῖ μὲ σκοπὸ νὰ ἐξηγήσουν, νὰ φωτίσουν λίγο, αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται νὰ ἐξηγήσουν οἱ ποιμένες στὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ:

Ὅτι ἡ αἵρεση εἶναι μιὰ δυσθεράπευτη πνευματικὴ κατάσταση, ποὺ δὲν θεραπεύεται μὲ Διαλόγους καὶ συμπόσια, συνεορτασμούς, συντελετουργίες καί συμπράξεις μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἡ αἵρεση δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ τὸ ἀντιπαρέλθουμε, ἐνδιαφερόμενοι ΜΟΝΟ γιὰ τὴν θεραπεία τῶν παθῶν, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀτομικὴ σωτηρία μας, διότι αὐτὴ κατορθώνεται μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη· κι ὅταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη ἀλλοιώνεται, ἔστω καὶ ἐλάχιστα, πόσο μᾶλλον ἂν ἀλλοιώνεται συστηματικὰ, συνεχόμενα καὶ ἐπαναλαμβανόμενα, ὅταν ἀφήνεται νὰ μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες διδασκαλίες, πρακτικές, ἀκούσματα καὶ θεάματα τῶν τάχα «ἀδελφῶν» ἐκκλησιῶν, ὅταν δὲν ἀκολουθοῦμε τοὺς Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς καί διακοπήν κάθε σχέσεως μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές, τότε, ποῦ στηρίζεται ἡ σωτηρία μας;

Δὲν εἶναι Ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ μὴ ἀλλάζουμε οὔτε ἕνα γιῶτα, οὔτε κάτι τι τὸ παραμικρό ἀπὸ τὰ παραδοθέντα;

 

Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ ΜΟΛΥΣΜΑΤΙΚΗ καὶ ΔΥΣΘΕΡΑΠΕΥΤΗ

πως ὅλα τὰ πάθη χρήζουν θεραπείας, ἔτσι καὶ ἡ αἵρεση. Καὶ ὅπως ἕνας πνευματικὸς Πατέρας θὰ ἐγκληματοῦσε ἐναντίον μας, θὰ μᾶς καταδίκαζε δηλαδὴ σὲ πνευματικὸ θάνατο, ἂν δὲν ὑπεδείκνυε τὴν σωστὴ θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ δὲν φρόντιζε γιὰ τὴν ἐκρίζωση τῶν παθῶν μας, ἀλλὰ τὰ ἄφηνε νὰ ριζώνουν βαθύτερα μέσα μας καὶ νὰ πληθαίνουν, καὶ τὸ χειρότερο, ἂν μᾶς ἐπαινοῦσε καὶ μᾶς κολάκευε γι’ αὐτά, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐγκληματοῦν κατὰ τῶν νοσούντων αἱρετικῶν οἱ ἁρμόδιοι ὀρθόδοξοι ποιμένες, ὅταν δὲν λαμβάνουν τὰ κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα μὲ τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Πατέρων. Καὶ ἡ συγκεκριμένη Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἐντάσσεται στὴν θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔγκλημα καθίσταται μεγαλύτερο, ἐπειδὴ ἡ νόσος τῆς αἱρέσεως δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ νόσος, ἀλλ’ εἶναι νόσος μολυσματική[36].

Γράφουν συγκεκριμένα οἱ Πατέρες, πὼς οἱ αἱρετικοὶ εἶναι νοσοῦντες. Ἡ νόσος τους δέ, ὅσο περισσότερο χρόνο παραμένουν στὴν αἵρεση, γίνεται δυσθεράπευτη καὶ ἀθεράπευτη. Τὸ νὰ συζητᾶ, συναγελάζεται καί συνεορτάζει κανεὶς μαζί τους χωρὶς νὰ ἐπισημαίνει τὴν ἀρρώστια τους καὶ νὰ ἀποκόπτει τὰ σεσηπότα μέλη τῆς αἱρέσεως, μοιάζει σὰν κάποιο πονηρὸ γιατρό, ποὺ κάνει, πὼς δὲν βλέπει τὰ σάπια μέλη τοῦ ἀρρώστου καὶ συζητᾶ γιὰ τὰ ὑγιῆ. Μ’ αὐτή του τὴν στάση δὲν δείχνει ἀγάπη, ἀφοῦ συντελεῖ στὸ νὰ χειροτερεύει ὁ ἀσθενής. Καὶ ἐπιπλέον ἐκθέτει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους νὰ μολυνθοῦν, ὄχι μόνο γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι μεταδοτική, ἀλλὰ καὶ γιατὶ μὴ λαμβάνοντάς την ὑπ‘ ὄψιν, ἀψηφώντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων, χάνει καὶ τὴν Θεία Χάρη.

Ὑπ’ ὄψιν δέ, ὅτι κατὰ τοὺς Πατέρες ἡ αἵρεση, θὰ συμβάλει μὲ τὸν τρόπον της στοὺς ἐσχάτους καιρούς, ὥστε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν νὰ «ψυγῇ». Ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανοὶ θὰ σιωποῦν, μὴ ὑπερασπιζόμενοι τὴν σώζουσα ἀλήθεια, ἀπὸ ἀδιαφορία ἢ σκοπιμότητα. Νὰ πῶς οἱ Πατέρες μᾶς τὸ παρουσιάζουν σὲ δυὸ ἀντιπροσωπευτικὰ κείμενα. Τὸ ἕνα προέρχεται ἀπὸ ἕνα Πατέρα τῶν τελευταίων αἰώνων καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ ἕνα τῶν πρώτων αἰώνων:

«Ὅταν θὰ ἔλθουν οἱ ψευδοπροφῆτες καὶ οἱ ψευδόχριστοι, καὶ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν θὰ "ψυγῆ", καὶ ἡ ἀνομία θὰ πληθυνθῆ, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Ἑβραίους θὰ σιωποῦν ἀκόμη καὶ οἱ χριστιανοί, τότε θὰ ἀρχίσουν νὰ φωνάζουν τὰ οὐράνια σώματα. Θὰ φωνάζουν μὲ τὸ δικό τους τρόπο. Μὲ τὴ δική τους γλῶσσα. Καὶ θὰ ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» (Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος).

Καὶ σὲ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο: «Οὗτοι γάρ εἰσι ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ ψευδαπόστολοι, πλάνοι καὶ φθορεῖς..., δι' οὓς ψυγήσεται ἡ τῶν πολλῶν ἀγάπη· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος ἀδιαστρόφως, οὗτος σωθήσεται· περὶ ὧν ἀσφαλιζόμενος ἡμᾶς ὁ Κύριος παρήγγειλεν λέγων· “Ἐλεύσονται πρὸς ὑμᾶς ἄνθρωποι ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες· ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς, προσέχετε ἀπ' αὐτῶν· ἀναστήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ πλανήσουσι πολλούς”» (ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΔΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ).

Ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα κείμενα, ποὺ ἀναφερόμενα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση ἐκφράζουν τὴν ἴδια θέση: ἡ αἵρεση εἶναι νόσος δυσθεράπευτη ἢ ἀνίατη καὶ μολυσματική. «Εἰς ὅλας τὰς Συνόδους οἱ αἱρετικοὶ κατεκρίθησαν κατὰ κύριον λόγον ὡς ἀνιάτως νοσοῦντες, ἀπὸ ἐγωϊσμὸν καὶ αὐτοπεποίθησιν. Ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς πνευματικὰς ἀρετάς, καὶ εἶτα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν. Ὀρθόδοξος πίστις εἶναι ἡ πνευματικὴ πορεία τῶν ταπεινῶν τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ὄχι μόνον δὲν “κατακυριεύουν τῆς πίστεως”, ἀλλὰ θυσιάζουν πρὸς χάριν της τὰ πάντα»[37].

Γράφει ὁ ἅγιος καὶ Θεοφόρος Ἰγνάτιος: «Εἰώθασί τινες δόλῳ πονηρῷ τὸ ὄνομα Χριστοῦ περιφέρειν, ἄλλα τινὰ πράσσοντες ἀνάξια Θεοῦ, οὓς δεῖ ὑμᾶς ὡς θηρία ἐκκλίνειν. Εἰσὶ γὰρ κύνες λυσσῶντες λαθροδῆκται· οὓς δεῖ ὑμᾶς φυλάσσεσθαι ὄντας δυσθεραπεύτους.... Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου· οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν. Εἰ οὖν οἱ κατὰ σάρκα ταῦτα πάσχοντες ἀπέθνησκον, πόσῳ μᾶλλον ἐὰν πίστιν ἐν κακοδιδασκαλίᾳ φθερεῖ, ὑπὲρ ἧς Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρώθη; Ὅτι οὗτος ρυπαρὸς γενόμενος, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ».

«Ταῦτα ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων Νικηφόρος … παρεκάλει τῇ ζύμῃ μὴ συμφύρεσθαι τῶν αἱρετιζόντων, ἀπέτρεπεν ὡς ἰὸν καὶ ὡς κύημα ἐχιδνῶν τὰ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν ἀλλόφυλα προφεύγειν ἀμβλώματα. "οὐ γάρ", ἔλεγε, "σωματικὸν ἐπάγουσι μώλωπα φαρμάκοις ἰατρικῆς ὑπείκειν δυνάμενον· τοῖς τῆς ψυχῆς δὲ μυχοῖς ἐνιεῖσι τὸν κίνδυνον, τὴν ἐξ ἐπιπολῆς ἀναινόμενα μότωσιν…"».

«Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃςμὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως).

Στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκ. Συνόδου ὑπάρχει ἕνα περιστατικό, ποὺ ἀποδεικνύει περίτρανα πόσο μεγάλη εἶναι ἡ βλάβη ποὺ ἐπιφέρουν οἱ ἐπαμφοτερίζοντες ἢ οἱ αἱρετίζοντες Ποιμένες στὸ ποίμνιο.

Μᾶς λέγει συγκεκριμένα, πὼς οἱ πιστοὶ τῆς Ἀντιοχείας, ἀντέδρασαν δυναμικά, ὅταν ἀντελήφθησαν τὴν αἵρεση στὰ κήρυγματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Ἦταν ἡ ὑγιὴς «ἀντίδρασις τοῦ ἀδιαστρόφου ὀρθοδόξου φρονήματος. Σὺν τῷ χρόνῳ ὅμως τὸ ὀρθόδοξον αὐτὸ φρόνημα διέστρεψαν αἱ αἱρετίζουσαι διδασκαλίαι τῶν ποιμένων” τους»[38].

Νὰ πῶς παρουσιάζει τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Κύριλλος: οἱ προσκείμενοι στὸν Θεόδωρο, διηγεῖται, μὲ συμβούλευαν, νὰ μὴ κατηγορῶ τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες, γιατὶ ἔτσι διαβάλλω τοὺς Μ. Ἀθανάσιο, Μ. Βασίλειο καὶ ἅγιο Γρηγόριο, ἀφοῦ κι αὐτοὶ τὰ ἴδια μὲ τὸν Θεόδωρο κήρυτταν. Ἐγὼ ὅμως, ποὺ γνώριζα τὴν ἁγιότητα τῶν διαπρεπῶν αὐτῶν διδασκάλων, μὲ παρρησία καυτηρίαζα τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Θεόδωρου. Στὴν συνέχεια, οἱ αἱρετίζοντες ποιμένες τῶν Ὀρθοδόξων ἐπηρέασαν τόσο τοὺς πιστούς –αὐτοὺς τοὺς πιστούς, ποὺ κάποτε παραλίγο νὰ λιθοβολήσουν τὸν Θεόδωρο γιὰ τὰ αἱρετικά του φρονήματα–, ὥστε τοὺς ἔπεισαν νὰ πάρουν, τώρα, τὸ μέρος τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου. Κι αὐτό, γιατὶ ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα ἑνὸς φιλο-αἱρετικοῦ ποιμένος, παρασύρει στὰ φρονήματά του τοὺς πιστούς, γιὰ τοῦτο εἶναι καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνος[39].

Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρεῖ τὴν αἵρεση ὡς νόσο μολυσματική: «Νῦν δὲ κἄκεῖνα κρύπτουσι καὶ περὶ ἄλλων προσποιούμενοι γράφουσιν· ὥσπερ οἱ τῶν σεσηπότων μελῶν παρατρέχοντες ἰατροὶ περὶ τῶν ὑγιαινόντων διαλέγονται, ἢ ἀγνοοῦντες ἢ τέχνῃ πανούργως χρώμενοι».

[Ὑπ’ ὄψιν ὅτι, ὅταν ἔγραφε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἡ αἵρεση τοῦ Μακεδονίου  δὲν εἶχε κατα-δικασθεῖΚαταδικάσθηκε ἀργότερα. Ἄρα ἦταν μιὰ αἵρεση κηρυττόμενη, ὅπως ὁ Οἰκουμενισμὸς πού σύν τοῖς ἄλλοις ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν ἡμετέραν Σύνοδον, τόν Ἅγιον Φιλάρετον καί τήν ἀδελφήν Ρουμανικήν Ἐκκλησίαν! Καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὅπως καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, διδάσκουν νὰ φεύγουμε καί ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασμένους εἰσέτι ἀπὸ Σύνοδον αἱρετικούς, καί νά μήν ἔχουμε τήν παραμικρή σχέση μέ τούς αἱρετικούς, διότι μολύνουν, πόσον μᾶλλον ὅταν πολυμερῶς καί πολυτρόπως οὗτοι ἔχουν ἐπανειλημμένως καταδικασθεῖ!].

Οἱ αἱρετικοὶ «γράφουσιν…, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵνα…ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ»[40] Ἄλλο ἕνα κείμενο, (ἀπὸ τὰ πολλά), τοῦ Μ. Βασιλείου τώρα, ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: «Εἰ χρὴ τὸν ἐν ἁμαρτίαις ἐξετασθέντα φεύγειν τὴν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους κοινωνίαν, ἢ καὶ πρὸς τοὺς κακῶς ζῶντας διακρίνεσθαι». Γράφει: Γενικὰ εἶναι ἐπιβλαβὲς καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ κάθε ἄνθρωπο κάθε σχέση μὲ ἀπαγορευμένα πράγματα. Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ ἔζησαν ἐν ἁμαρτίαις, πρέπει νὰ εἶναι περισσότερο προσεκτικοί, γιατί, ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή τους συνήθισε στὴν ἁμαρτία, εἶναι περισσότερον ἐπιρρεπεῖς πρὸς αὐτὴν καὶ ἡ ἐπικοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βλάπτει. Ἐὰν, λοιπόν, εἶναι τόσον μεγάλη ἡ βλάβη ποὺ προκαλεῖ ἡ κοινωνία μὲ ἁμαρτωλοὺς στὰ ἠθικά, τί πρέπει νὰ ποῦμε γιὰ τὴν βλάβη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς;

Καὶ στὴν συνέχεια τονίζει, πὼς πράγματι, ἡ μεγαλύτερη βλάβη προέρχεται ὄχι τόσο ἀπὸ κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσον ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατὰ πρόσωπον δηλαδὴ ἐναντιώσεως πρὸς τὸν Θεὸν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;»[41] .

Αὐτὰ ὅμως, ἴσχυαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς ἐκείνων τῶν ἐποχῶν ἢ ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς σύγχρονους αἱρετικούς; Ἀσφαλῶς ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες, καὶ μάλιστα σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπ’ ὅ,τι τότε, καὶ λόγο τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τους καὶ λόγῳ τῆς μεγάλης “Ἀποστασίας” (Β΄ Θεσ. 2, 7) ποὺ διακρίνει τὶς σύγχρονες “χριστιανικὲς” κοινωνίες καί, ἀκόμα, γιατὶ οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί, ἐνῶ δικαιολογοῦν (ἢ κρύβουν) τὶς ἴδιες ἢ παρόμοιες αἱρετικὲς δοξασίες, παρουσιάζονται –μὲ τὴν ἀνοχὴ τῶν ποιμένων μας– μὲ καλλωπισμένο καὶ εὐγενικό προσωπεῖο, ὡς μὴ ἔχοντες τίποτα φοβερό, ἁπλῶς ὡς ἐκφράζοντες τὴν ἴδια πίστη μὲ διαφορετικὸ τρόπο∙ καὶ ἔτσι μᾶς ἐξαπατοῦν καὶ μεταδίδουν τὴν αἵρεση εὐκολότερα, ὄχι ἀπαραίτητα στὸ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ὡς στάση ζωῆς.

Ἂς δοῦμε, τί λέγουν καὶ Σύνοδοι καὶ Πατέρες τοῦ 19ου αἰῶνος:

Ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κων/πόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατεδίκασε δριμύτατα «τὰς ἑτεροδιδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ, ὡς “βλασφημίας καιρίας κατὰ τῆς Ὑπερθέου Τριάδος”, ὡς “ἑωσφορικὴν πλάνην”, ὡς “ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ”, ὡς “βάραθρα αἱρέσεων”…» καὶ παραγγέλλει: «…μὴ ἀπατᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ κενοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες … ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίαις καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν …περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσι καὶ ἑτέροις συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον… τῆς σατανικῆς τούτων αἱρέσεως»[42]

Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος σχολιάζων τό 2 Τιμ. 2 17, ”Καὶ ὁ λόγος αὐτῶν ὡς γάγγραινα νομὴν ἕξει”, γράφει:

«Ἀκράτητον, λέγει, εἶναι τὸ κακὸν καὶ πλέον ἰατρείαν δὲν δέχεται· ἐπειδὴ οἱ τῶν αἱρετικῶν λόγοι βλάπτουσι καὶ διαφθείρουσι τὸ περισσότερον μέρος τῆς εὐσεβείας, ὡσὰν ἡ γάγγραινα καὶ εἶναι ἀδιόρθωτοι· γάγγραινα δὲ εἶναι ἕνα πάθος καὶ μία πληγή, ὅπου προξενεῖ σαπήλαν εἰς τὸ σῶμα..., καὶ κατατρώγει τὰ ὑγιεινὰ μέρη τοῦ σώματος». Καὶ «τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν· διὰ τοῦτο παραγγέλει ὁ Σολομών· “ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν”…, καὶ ὁ Δαβὶδ ὁ πατήρ του, μακαρίζει ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ δὲν ἐκάθισε μαζὶ μὲ τοὺς λοιμούς· ”μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐπὶ καθέδρα λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε” (Ψαλμ. α΄ 1)».

Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις πάλιν, ποὺ ἔζησε τὴν δολιότητα τῶν Παπικῶν καὶ διελέχθη μετὰ Παπικῶν, γράφει:

«Ὁ Ἀπόστολος ἐπαράγγειλεν εἰς τοὺς Κορινθίους μὴ συναμίγνυσθαι τοῖς τοιούτοις, μηδὲ συνεσθίειν· ἡ συναναστροφὴ καὶ ἡ συνανατροφὴ καθ’ ἑαυτὰ ἀδιάφορα, ἀλλ’ ἐκ τούτων κατὰ μικρὸν ἐνδέχεται νὰ γεννηθῇ ἡ διαστροφὴ καὶ ἡ καταστροφή. Λοιπὸν ἡ ἐξωτερικὴ ἀκοινωνησία διασώζει τὴν ἐσωτερικὴν ἀλλοτριότητα. ”Εἰ γὰρ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν, ἤπουγε μυστικῆς καὶ θείας.”[43] 

Καὶ εἰς τὴν Φιλοκαλίαν: «Ἐὰν ἕξεις φιλίαν μετά τινος, καὶ συμβῇ αὐτὸν εἰς πειρασμὸν πορνείας ἐμπεσεῖν, ἐὰν δύνασαι δὸς αὐτῷ χεῖρα καὶ ἕλκυσον αὐτὸν ἄνω. Ἐὰν δὲ εἰς αἵρεσιν ἐμπέσῃ καὶ μὴ πεισθῇ σοι ἀποστραφῆναι, ταχέως κόψον αὐτὸν ἀπὸ σοῦ, μήποτε βραδύνων συγκασπασθῇς αὐτῷ εἰς τὸν βόθρον».

Ἕνας ἀκόμα παλαιοτέρων χρόνων ἐκκλησιαστικὸς Πατήρ, ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, γράφει πὼς πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ ὁμάδες αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων, γιατὶ διαστρέφουν μὲ τοὺς λόγους τους τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ὅποιος νοσεῖ ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἔχει τόσον ἐλαστικὴ συνείδηση, ὥστε παραβλέποντας τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ λέγε,ι (ὅπως καὶ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές: τί πειράζει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο; Ἀγάπη χρειάζεται νὰ δείχνουμε), καὶ σὲ τί θὰ μᾶς βλάψει ἡ συναναστροφὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς;

Γράφει ὁ Ἅγιος: «Παραιτοῦ συγκάθισμα ἀνδρῶν αἱρετικῶν καὶ φιληδόνων λαλούντων μηδὲν πιστόν· δίκην γὰρ τοξευμάτων τιτρώσκουσι τὰς καρδίας οἱ λόγοι αὐτῶν. Εἶδόν τινας διαστρέφοντας τὰς ψυχὰς ἐν λόγοις. Τοὺς τοιούτους τάχα διὰ συμβόλων γονορρύεις ἢ λεπροὺς ὁ λόγος καλεῖ... Καὶ ὁ μὲν περὶ πίστεως νοσῶν λέγει· τί γὰρ βλάψει τὸ συμπεριφέρεσθαι παντὶ ἀνθρώπῳ, εἴτε ὀρθῶς πιστεύοντι, εἴτε κακῶς φρονοῦντι, τὸ ὑγιὲς τῆς πίστεως περιοδεύοντες; Οἱ δὲ περὶ τὴν γαστέρα ἀνασχολούμενοι καὶ περὶ τὰς ὑπογαστρίους ἡδονὰς ἐροῦσι· τί γὰρ βλάψει τὸ ἐσθίειν καὶ πίνειν καὶ τρυφᾶν»[44] 

τι ἡ ἐπικοινωνία μὲ καλοὺς ἢ κακοὺς ἀνθρώπους μᾶς ἐπηρεάζει ἀναλόγως, εἶναι κοινὸς τόπος στοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γι’ αὐτὴ τὴν καλὴ ἢ κακὴ ἐπίδραση μιλᾶ καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος«Χρῆναι δέ φημι τοὺς ἑδραῖον ἔχειν ἐθέλοντας φρόνημα καὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως τὴν παράδοσιν καθάπερ τινὰ μαργαρίτην τηροῦντας εἰς νοῦν μηδεμίαν διδόναι παρείσδυσιν, ἤγουν παρρησίας τόπον τοῖς ἐθέλουσι δεισιδαιμονεῖν· γέγραπται γάρ· “Μετὰ ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”»[45] 

Καὶ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ«Βλαβεραὶ αἱ πρὸς τοὺς κακοὺς συνουσίαι, ἐπειδὴ νόμος αὐτὸς φιλίας, δι' ὁμοιότητος πεφυκέναι τοῖς συναπτομένοις ἐγγίνεσθαι. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς νοσοποιοῖς χωρίοις, ὁ κατὰ μέρος ἀναπεμπόμενος ἀήρ, λανθάνουσαν νόσον τοῖς ἐνδιαιτωμένοις ἐναποτίθεται, οὕτως ἡ πρὸς τοὺς φαύλους συνήθεια μεγάλα κακὰ ταῖς ψυχαῖς ἐναφίησιν, κἂν τὴν παραυτίκα αἴσθησιν τὸ βλαβερὸν διαφεύγῃ. Φασὶ τὸν λοιμὸν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, ἐπειδὰν ἑνὸς ἀνθρώπου, ἢ κτήνους ἅψηται, κατανέμεσθαι ἐπὶ πάντας τοὺς ἐγγίζοντας. Φύσιν γὰρ εἶναι τῆς νόσου ταύτης, τὸ ἐξ ἀλλήλων πάντας ἀναπιμπλάναι τῆς ἀρρωστίας. Τοιοῦτοι δή τινές εἰσι καὶ οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἄλλος γὰρ ἄλλῳ τῆς νόσου μεταδιδόντες, συννοσοῦσιν ἀλλήλοις καὶ συναπόλλυνται. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν κατεγνωσμένων. Ρᾷον κακίας μεταλαβεῖν, ἢ ἀρετῆς μεταδοῦναι· ἐπεὶ καὶ νόσου μετασχεῖν μᾶλλον ἢ ὑγείαν χαρίσασθαι» (Δαμασκηνοῦ Ἰωάννου, Εἰς τὰ ἱερὰ παράλληλα).

πως λοιπόν, οἱ ψυχικὰ μολυσμένοι μᾶς ἐπηρεάζουν καὶ μᾶς μολύνουν, ἔτσι καὶ οἱ ψυχικὰ ὑγιεῖς, οἱ κατὰ Θεὸν πορευόμενοι καὶ τὶς Ἐντολὲς τηροῦντες, οἱ ἅγιοι, μᾶς παιδαγωγοῦν, μᾶς καθοδηγοῦν καὶ μᾶς ἁγιάζουν, ὅπως στὸν βίον ἄλλου ἁγίου διαβάζουμε: 

«Εἰ δέ τις σχήματι ἢ λόγοις τὸν Χριστὸν φιλοσοφεῖ, μὴ προσέχετε αὐτῷ. …Εἴ τις εὑρεθῇ πόθῳ τὰς ἐντολὰς τοῦ Χριστοῦ ἐργαζόμενος καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ συμφωνῇ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ λόγοις, πάντοτε ἔχων καρδίαν συντετριμμένην κατευτελίζει ἑαυτὸν νυκτὸς καὶ ἡμέρας. Καὶ ὁ τοιαῦτα ποιῶν, οὗτος ἐν ἀληθείᾳ στήκει, καὶ τῷ τοιούτῳ προσκολληθήσεσθε καὶ ὡς πατέρα καὶ διδάσκαλον καὶ ἀδελφόν … ἑαυτοῖς προσλαμβανώμεθα … Ὁ γὰρ κολλώμενος ἁγίοις ἁγιασθήσεται. Καὶ πάλιν· “Μετὰ ἀνδρὸς θυμώδους μὴ συναυλίζου, μήποτε μάθῃς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ ψυχῇ σου”· “φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Ἐὰν δὲ προσκολλᾶσαι, τῷ ἀγαθῷ καὶ συνετῷ προσκολλοῦ».[46]  Εἶναι φανερὸν, λοιπόν, ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι διδασκαλία μεμονωμένων μόνον Πατέρων, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας. Διαβάζουμε στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὴν ἔκδοση τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ «μητροπολίτης Νικοπόλεως» Μελέτιος: 

«Ὥσπερ γὰρ τὰ χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστατά πώς ἐστι πρὸς τὸ θεραπεῦσαι, ἢ τάχα που καὶ εἰς ἅπαν ἀρνεῖται τοῦτο, οὕτω καὶ ψυχὴ διεστραμμένων ἐννοιῶν καὶ δογμάτων σηπεδόνι ἀρρωστήσασα, δυσαπόβλητον ἔχει τὸ πάθος»[47].

Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ὅλων τῶν Πατέρων, ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μὲ διεφθαρμένους ἀνθρώπους καὶ αἱρετικοὺς μολύνουν καὶ τοὺς ὑγιεῖς στὴν πίστη χριστιανούς, παραδόξως τὴν ξεχνοῦν ὁλοτελῶς οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές. Γιατί, ἂν ἤθελαν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ ὅσα διακηρύττουν, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἐργαστοῦν στὸν χῶρον τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, νὰ τοὺς κατηχήσουν καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύσουν στὴν πίστη, (βασικὰ στοιχεῖα τῆς ὁποίας οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν), νὰ τοὺς ἐνημερώσουν καταλλήλως, νὰ συζητήσουν μαζί τους γιὰ τοὺς Διαλόγους, νὰ ἄρουν τὶς παρεξηγήσεις καὶ κατόπιν, ἔχοντας σύμφωνον ὅλον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ προχωρήσουν σὲ «διαλόγους» καὶ σὲ κάποιες «οἰκονομίες», ἂν χρειαστεῖ. Τώρα ὅμως, ὄχι μόνον δὲν ἔχουν κάνει αὐτό, ἀλλὰ ὑποτιμοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὑβρίζουν τοὺς πιστοὺς –ποὺ ἀντιδροῦν μὲ τὸν δικό τους τρόπον– ὡς φονταμενταλιστὲς καὶ ταλιμπάν, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ τοὺς αἱρετικοὺς τοὺς ὑποδέχονται μὲ τιμές, «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις». Δὲν εἶναι, βέβαια, πάντα οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁπλῶν πιστῶν ἄμοιρες ἀκροτήτων, ἀλλὰ ἀσφαλῶς οἱ ἀκρότητες αὐτὲς τοῦ ἀποίμαντου λαοῦ εἶναι εὐλογημένες, ὅταν μὲ τὸν τρόπον του ὑπερασπίζεται τὴν πίστη ποὺ οἱ ποιμένες προδίδουν.

Ἕνα τελευταῖον κείμενον, (σ’ αὐτὴν τὴν ἑνότητα εἶναι), τοῦ ἁγίου Κύριλλου, ὁ ὁποῖος διὰ πολλῶν διδάσκει, ὅτι εἶναι πνευματικὸς νόμος, πὼς οἱ ψυχικὰ ἀκάθαρτοι, μολύνουν ὅσους τοὺς ἐγγίζουν (καὶ κυρίως τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη καὶ ὅσους τοὺς πλησιάζουν θεληματικὰ καὶ ἄφοβα).

 Γράφει ὁ Ἅγιος: «Συγκαταμιαίνονται δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ θιγγάνοντες, ἤτοι κολλώμενοι, κατὰ σχέσιν δὲ δηλονότι τῆς ταυτοβουλίας, ἤγουν ταυτοεργίας· “Φθείρουσι γὰρ ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”· καί, “Μερὶς μὲν οὐδεμία πιστῷ μετὰ ἀπίστου”· πολέμιον δὲ καὶ ἀσύμβατον τῷ σκότει τὸ φῶς. Καὶ ἀληθές, ὅτι “Μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς ἀθώου ἀθῶος ἔσῃ, καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψεις”...». Οἱ συναναστροφές, λοιπόν, μὲ ἀνθρώπους κακούς (πόσον μᾶλλον μέ αἱρετικούς!!!), τοὺς ὁποίους χαρακτηρίζει «ἑρπετὰ πικρὰ καὶ ἰοβόλα... ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει» μολύνει «κατὰ πᾶσαν ἀκαθαρσίαν (κάθε) ψυχή, ἥτις ἂν ἅψηται αὐτῶν». Καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι «πρό γε τῶν ἄλλων οἱ τὰ ὀρθὰ (τήν Ὀρθοδοξίαν) διαστρέφοντες καὶ τοῖς ἁπλουστέροις τὸν ὀλέθρου πρόξενον ἐνηχοῦντες λόγον»[48]  Ἂν οἱ αἱρετικοὶ προβάλλουν «πολυτρόπως τὴν οἰκείαν νόσον» καὶ διαφθείρουν «τὸ πλεῖστον τῆς Ἐκκλησίας» (ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες), γιατί σήμερα ἐκλαμβάνονται ὡς ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, οἱ αἱρετικοί Παπικοί, Προτεστάντες, οἱ Μονοφυσίτες; Στούς ὁποίους τελικά μᾶς ὁδηγοῦν οἱ κάθε εἴδους ἐπικοινωνίες μέ τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές; 

Σήμερα δὲν μολύνουν;

Ἢ ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς σήμερα ὄχι μόνον δὲν ἐλέγχονται, ἀλλ’ ἀντίθετα ἐπαινοῦνται καὶ τιμῶνται στὰ συνέδρια, τὰ συμπόσια καὶ τὶς ἄλλες εἴτε διαχριστιανικὲς εἴτε ὀρθόδοξες συναντήσεις, καὶ κάθονται ἐκ δεξιῶν τοῦ πατριάρχου καὶ τῶν ἄλλων Ἱεραρχῶν, μήπως σήμερα ἐξαπατοῦν περισσότερον καὶ μεταδίδουν εὐκολότερα τὸν μολυσμὸν στοὺς ἀγνοοῦντες ὀρθόδοξους πιστούς;

Μήπως, ἐπίσης, αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι αἰτία, ὥστε νὰ ἐπαναπαύονται καὶ οἱ ἑτεροδόξοι καὶ νὰ στρέφονται στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα, στὴν ἀθεΐα καὶ τὴν ἀδιαφορία καί οἱ Νεοημερογίτες-Οἰκουμενιστές στήν αἵρεσή τους;

Διαφωτιστικότατο γιὰ τὸ θέμα μας καὶ τὸ παρακάτω κείμενο ἀπὸ τὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» διά Κλήμεντος:

«Τοὺς μετανοοῦντας προσδέχεσθε, τοῦτο γὰρ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ· … τοὺς ἀθέους αἱρεσιώτας ἀμετανοήτως ἔχοντας διαστείλαντες ἀφορίσατε ἀπὸ τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐκκηρύκτους ποιήσατε, καὶ παραγγείλατε τοῖς πιστοῖς παντοίως αὐτῶν ἀπέχεσθαι καὶ μήτε λόγῳ μήτε προσευχαῖς κοινωνεῖν αὐτοῖς. Οὗτοι γάρ εἰσιν ἀντίδικοι καὶ ἐπίβουλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ διαφθείροντες τὸ ποίμνιον καὶ μολύνοντες τὴν κληρονομίαν, οἱ δοξόσοφοι καὶ παμπόνηροι … Οὗτοί εἰσιν, περὶ ὧν ὁ Κύριος πικρῶς καὶ ἀποτόμως ἀπεφήνατο λέγων, ὅτι εἰσὶν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι…, οἱ Θεὸν τὸν ἐπὶ πάντων βλασφημοῦντες καὶ τὸν Υἱὸν αὐτοῦ καταπατοῦντες καὶ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος διαπτύοντες, οἱ τοὺς θείους λόγους ἀρνούμενοι ἢ μεθ' ὑποκρίσεως προσποιούμενοι δέχεσθαι, ἐφ' ὕβρει Θεοῦ καὶ ἀπάτῃ τῶν προσιόντων αὐτοῖς, οἱ τὰς ἱερὰς γραφὰς ἐνυβρίζοντες...

Φεύγετε οὖν τῆς κοινωνίας αὐτῶν καὶ τῆς πρὸς αὐτοὺς εἰρήνης ἀλλότριοι τυγχάνετε· περὶ αὐτῶν γὰρ ὁ προφήτης ἀπεφήνατο, λέγων, ὅτι “Οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν, λέγει Κύριος”. Οὗτοι γάρ εἰσιν οἱ κρύφιοι λύκοι, οἱ ἐνεοὶ κύνες οἱ οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν, οἳ νῦν μὲν εἰσὶν ὀλίγοι, προκόψαντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τῆς συντελείας ἐγγιζούσης πλείονες καὶ χαλεπώτεροι ἔσονται, περὶ ὧν ὁ Κύριος ἔλεγεν, ὅτι “Ἆρα ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;”. Καί· “Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, καὶ ἐλεύσονται ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα ἐν τῷ οὐρανῷ, ὥστε εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπατῆσαι”. … Καὶ γὰρ καὶ ἡμεῖς, διερχόμενοι τὰ ἔθνη καὶ ἐπιστηρίζοντες τὰς Ἐκκλησίας, τοὺς μὲν ἐν πολλῇ νουθεσίᾳ καὶ λόγῳ ἰατικῷ ὑγιάσαντες ἐπανηγάγομεν μέλλοντας ὅσον οὐδέπω θνήσκειν ἀπάτῃ, τοὺς δὲ ἀνιάτως ἔχοντας ἐξεβάλομεν τῆς ποίμνης, ἵνα μὴ ψωραλέας νόσου μεταδῶσιν καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἀρνίοις, ἀλλὰ καθαρὰ καὶ ἄχραντα, ὑγιῆ καὶ ἄσπιλα διαμείνῃ Κυρίῳ τῷ Θεῷ».

Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀπαγορεύεται ὁ συνεκκλησιασμὸς μὲ τοὺς αἱρετικούς[49]. Συνεκκλησιασμός εἶναι ὁ συνεορτασμός, ἡ συντελετουργία καί ἡ σύμπραξη καί σέ ἀνοικτόν χῶρον καί ὄχι μόνον μέσα στόν Ἱερόν Ναόν!

Τὸ μνημόσυνον τοῦ αἱρετικοῦ εἶναι μολυσμός: «...Εἴτε πατὴρ εἴτε μήτηρ εἴτε ἀδελφὸς ἢ ὁστισοῦν ἄλλος κατελείφθη μέχρι θανάτου κοινωνῶν τῇ αἱρέσει, ... μὴ μνημονεύεσθαι ἐν τῇ λειτουργίᾳ...· πῶς γὰρ ἂν ὁ ἔτι ζῶν μετέχων τε τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας καὶ οὕτως ἐκκομισθεὶς ληφθήσεται ἐν μνημοσύνοις κατὰ τὴν μυσταγωγίαν τῶν ὀρθοδόξων; οὐδαμῶς»[50].

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς παραγγέλλει, νὰ μὴ δίνουμε τὴν Θ. Μετάληψη στοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ λαμβάνουμε τὴ δική τους: «Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα, μὴ λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. “Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν”, φησὶν ὁ Κύριος, “μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων”, ἵνα μὴ μέτοχοι τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως»[51] .ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης πάλι, λέγει ὅτι ἡ μετάληψη τῶν αἱρετικῶν εἶναι φάρμακο «μελαῖνον καὶ σκοτίζον» τὴν ψυχή: «ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος, ἀλλὰ φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον»[52] .

Γράφει ὀδυρόμενος ὁ Μ. Βασίλειος τὰ παρακάτω, καὶ εἶναι σὰν νὰ περιγράφει τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς ἡμέρες μας καὶ τὴν ἐκκοσμικευμένη σύγχρονη νοοτροπία:

«Γίνεται ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. σμγ΄).

Καὶ ὅπως λέγει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις γιὰ τὸν αἱρετικό: «Τὸν τοιοῦτον, ἀφ’ οὗ τοιουτοτρόπως ἐξέστραπται, καὶ ἀνιάτως οὕτως ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος, ...ὅσον εἶναι δυνατόντὸν ἀποστρεφόμεθα· καὶ τοῦτο διὰ δύο αἰτίας: πρῶτον, διὰ νὰ μὴ δίδωμεν εἰς αὐτὸν εὐκολίαν μὲ τὴν ἀδιάφορον καὶ ἀπαραφύλακτον συναναστροφὴν νὰ διαστρέφῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἁπλούστερων, καὶ νὰ διαδίδῃ τὴν κακὴν ζύμην εἰς τὸ λοιπὸν εἰλικρινὲς φύραμα· καὶ δεύτερον, διὰ νὰ τόν... συστείλωμεν μὲ τὴν τοιαύτην ἀποστροφήν, ἥτις ἐνδέχεται νὰ γένη ἐπιστροφῆς ἀφορμὴ καὶ ἀνανήψεως, γίνεται δὲ πάντως (ἂν ἐκεῖνο δὲν ἀκολουθήση) μία ποινὴ πρὸς αὐτὸν τῆς ἀποστασίας δικαία καὶ πρέπουσα.

»Ἔχομεν περὶ τούτου σαφῆ τὴν Δεσποτικὴν παραγγελίαν. “Εἰ ἡ χείρ σου...σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ” (Ματθ. ΙΗ΄ ... Ἔχομεν τὴν Ἀποστολικὴν διαταγήν. “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον...παραιτοῦ”...”Δεῖ τῶν πονηρῶν ἀπέχεσθαι, ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’ ἑαυτῶν ἐκβαλεῖν”(Χρυσοστόμου ἐκ τῆς Σειρ. εἰς Ματθ.). Ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μὴ τῆς ἰδίας κακίας μεταδῷ καὶ τοῖς ἄλλοις” (Θεοφύλ. Ὑπόμν. εἰς τὸ Ματθ. ΙΗ΄). Καὶ τὸ αὐτὸ πάντοτε οἱ θεοφιλεῖς ἄνδρες, καὶ τὴν εὐσέβειαν ἀκριβῶς τηροῦντες ἔπραττον»[53] 

Σχετικὰ γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (στὸ Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ Ἀληθείᾳ προσκυνήσεως, τ. 2ος, Λόγος Η΄, ὅπ. παρ., σελ. 212).: «Τοῦτό τοι δρᾷν ἔθος τοῖς ἀπαιδεύτοις αἱρετικοῖς. Πεπλάνηνται μὲν γὰρ ὁμολογουμένως, οἱ τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ἀμαθίας γεγονότες καθηγηταί· λείψανα δὲ ὥσπερ τῆς ἑαυτῶν δυσσεβείας τοῖς ἰδίοις παρακατέθεντο μαθηταῖς· οἱ δέ, καὶ λίαν ἀσμένως προσίενταί τε καὶ εἰσοικίζονται κατὰ νοῦν, καὶ δυσαπόνιπτον ἔχουσι μολυσμόν, θνησιμαίων ὥσπερ κρεῶν ἐπαφώμενοι, ἃ δυσωδίας ἐστὶ τῆς ἐσχάτης καὶ ἀκαθαρσίας ἔμπλεω». Μτφρ.: «Αὐτὸ συνηθίζουν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἀπαίδευτοι αἱρετικοί. Ὁμολογουμένως βρίσκονται σὲ πλάνη αὐτοὶ ποὺ ἔγιναν καθηγητὲς τῆς ἀμαθείας ποὺ ὑπάρχει σ’ αὐτούς, καὶ ποὺ ἔχουν ἀφήσει κάποια λείψανα τῆς ἀσεβείας τους ὡς παρακαταθήκη στοὺς μαθητές τους... Καὶ οἱ μαθητὲς τὰ δέχονται μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση καὶ τὰ ἐγκαθιστοῦν μέσα στὸ νοῦ τους, ἀπαντώντας ἔτσι στὸ μολυσμὸ ποὺ δύσκολα μποροῦν νὰ τὸν καθαρίσουν, σὰν νὰ ἔχουν ἀγγίξει κρέατα θνησιμαῖα».

Ἀπαντώντας ὁ Μ. Βασίλειος, στὴν ἐρώτηση «πῶς χρὴ διακεῖσθαι τοὺς πάντας περὶ τὸν ἀπειθῆ" μᾶς λέγει, πὼς «πρῶτον μὲν συμπάσχειν πάντας χρὴ ὡς νενοσηκότι μέλει»· ἕπειτα πρέπει νὰ προσπαθήσει ὁ Ἐπίσκοπος ἢ ὁ ἱερέας «αὐτοῦ τὴν ἀρρωστίαν ἐπανορθοῦσθαι», ἀρχικὰ κατ’ ἰδίαν. Ἂν δὲν διορθωθεῖ, ὁ ἔλεγχος νὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὅμως ὁ ἀπειθεὶς ἀρνεῖται τὴν θεραπεία καὶ τὴν διόρθωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοῦ προσφέρει, («τῷ μέντοι ὀκνηρῶς διακειμένῳ πρὸς τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου») πρέπει ὁ Ἐπίσκοπος (ἢ ὁ ἱερέας) μὲ αὐστηρότερο τρόπο νὰ τὸν ἐλέγχει μπροστὰ σὲ ὅλους· «μὴ ἐντρεπόμενον δὲ μετὰ πολλὴν νουθεσίαν»καὶ μὴ ἀποδεικνύοντα ὅτι θεραπεύεται «ἐν τοῖς ἔργοις, ὡς αὐτὸν ἑαυτοῦ λυμεῶνα ὄντα, κατὰ τὴν παροιμίαν, μετὰ πολλῶν μὲν δακρύων καὶ θρήνων, ὅμως δ' οὖν ὡς διεφθαρμένον μέλος καὶ παντελῶς ἄχρηστον, κατὰ τὴν τῶν ἰατρῶν μίμησιν, τοῦ κοινοῦ σώματος ἀποκόπτειν… ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν...

» Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος· Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεί, ᾗπερ ἐπὶ τῶν υἱῶν παρὰ τὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου· Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶ τὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων· Ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσι»[54]

γ) Ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς ΣΤΕΡΕΙ

τῆς παρρησίας ἐνώπιον Χριστοῦ

Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει, ὅτι ὁ συμφυρμὸς μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ ἀδιαφορία στὰ θέματα ἐπικοινωνίας μαζί τους «μᾶς στερεῖ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ»:

«Ἐπειδὴ, ὅμως, ἔφθασε ἕως ἐμὲ ἡ διάδοσις, ὅτι μερικοὶ ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μένουν μαζί μὲ τὴν ἀγάπην σου εὑρίσκονται εἰς αὐτὴν τὴν ἀσθένειαν τῶν λογισμῶν, καὶ οἱ ὁποῖοι παραχαράσσουν τὸ ὀρθὸν δόγμα περὶ τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου μὲ διεστραμμένας γνώμας (των), ἔκρινα ἀναγκαῖον νά… περιέχῃ ἡ ἐπιστολή μας κάτι σχετικόν, τὸ ὁποῖον θὰ δύναται καὶ νὰ οἰκοδομήσῃ τὰς ψυχάς… Διὰ τοῦτο, λοιπὸν, παρακαλοῦμεν ἀφ’ ἑνὸς αἱ ἰδέαι αὐταὶ νὰ τύχουν ἐκκλησιαστικῆς διορθώσεως καὶ ἀφ’ ἑτέρου νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ γνωρίζετε, ὅτι ἡ εἰς αὐτὰ ἀδιαφορία μᾶς στερεῖ τὴν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ» [Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας, ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται][55]. 

 Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Οὗτοι τὴν πρὸς Χριστὸν οἰκειότητα παρωθούμενοι, γεγόνασι κατὰ τὸ ἀληθὲς ἀνθρώποις ἀλλογενέσι, καὶ σπερμάτων ἠνέσχοντο διαβολικῶν, καρποφοροῦντες ἐν πλάνῃ τὰ πλάνης ἔργα καὶ ἀπωλείας»[56]

Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης συνιστοῦσε οἱ πιστοί –ἰδιαιτέρως δὲ οἱ ἱερεῖς– νὰ μὴ “κοινωνοῦν” μὲ τοὺς αἱρετικούς: «προσοχὴν περὶ τοῦ μὴ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων οἱ ἱερεῖς»[57]. 

 

Ἔτσι, ἡ φροντίδα τῶν Πατέρων ἦταν, μήπως οἱ ἁπλοὶ χριστιανοὶ ἐπηρεάζονταν καὶ βλέποντας τοὺς ποιμένες νὰ συγχρωτίζονται μὲ αἱρετικούς, (οἱ ὁποῖοι θὰ τὸ ἐχρησιμοποίουν αὐτὸ προπαγανδιστικά), ἔκαναν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν αὐτὰ τὰ ἀποτρεπτικά.

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε, πόση μεγάλη σημασία δίνουν οἱ Πατέρες στὶς μετὰ τῶν αἱρετικῶν σχέσεις μας, ἂς ἀναθυμηθοῦμε –ποιμένες καὶ ποιμενόμενοι– ὅτι οἱ ἅγιοι ἀποφεύγουν διὰ τῆς “παραιτήσεως”, ὄχι μόνο τοὺς ζώντας αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τεθνεώτας! Τοῦτο μάλιστα ἀποτέλεσε καὶ θέμα τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γράφει ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ὁ ἁγίας μνήμης Κύριλλος ἠκολούθησε τὰ ἀποστολικὰ λόγια, “αἱρετικὸν ἄνθρωπον … παραιτοῦ”, διετύπωσε τὴν διδασκαλίαν, ὅτι φευκτέοι εἰσὶν οἱ τοιοῦτοι, εἴτε ἐν τοῖς ζῶσίν εἰσιν, εἴτε μή”». Εἰς δὲ τὸ «ἐρώτημα, πῶς δεῖ ”φεύγειν τοιούτους”», ἡ Σύνοδος ἀπαντᾷ διὰ τῆς παραιτήσεως”, δηλαδὴ διὰ πλήρους ἀποκοπῆς τους ἀπὸ κάθε Ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν»[58]

 

Ἂς παραχωρήσουμε, ἐδῶ, τὸν λόγον σ’ ἕνα σύγχρονον καθηγητήν τῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθῆνας νὰ συνοψίσει:

«Ἡ αἵρεσις καὶ οἱ αἱρετικοὶ συνιστοῦν μέγαν κίνδυνον, δι’ ὃ καὶ δέον νὰ διασφαλιστοῦν ἔναντι αὐτῶν οἱ πιστοί, ἰδίᾳ διὰ τῆς ἀποφυγῆς οἱασδήποτε μετ’ αὐτῶν ἐπικοινωνίας, ἐπιτρεπομένης μόνον εἰς τοὺς ἔχοντας τὰς προϋποθέσεις ἀναλήψεως τοῦ κατὰ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν ἀγῶνος καὶ τέλος καταπολεμήσεως δι’ ὅλων τῶν μέσων τῆς αἱρέσεως ὡς καὶ ἀσκήσεως δι’ ὅλων τῶν δυνάμεων, ἰδίᾳ δὲ διὰ τῆς πρὸς αὐτοὺς ἀγάπης τοῦ ἔργου τῆς ἐπαναφορᾶς τους» στὴν ΜΙΑΝ Ἐκκλησίαν.

Καὶ κατακλείει: Ὅμως «ἀποκλειστικὸς καὶ μοναδικὸς δεσπόζων παράγων εἰς τὴν ρύθμισιν τῶν σχέσεων τῶν ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ εἰς τὴν ὀρθοδοξίαν»[59].

Κατανοοῦμε ἐξ αὐτῶν, ὅτι οἱ Πατέρες γνώριζαν καλὰ τὸν κίνδυνον ἐκ τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἀγάπη τους ἀπέβλεπε στὴν διαφύλαξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κακὴ ἐπίδραση ποὺ ἐξασκεῖ πάντα τὸ κακὸ στὸν ἄνθρωπο, χωρὶς νὰ ἀρνοῦνται τὴν προσπάθεια γιὰ ἐπάνοδο καὶ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρίαν, ἀλλὰ μὲ τρόπον καὶ μέθοδον ἀσφαλῆ.

Πληροφορεῖ κάποιο πνευματικό του παιδὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, πὼς καὶ τὰ ὀρθόδοξα κείμενα οἱ αἱρετικοί, τὰ παρουσιάζουν διαστρεβλωμένα καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτρέπει τὴν ἐπικοινωνία μαζί τους, στηριζόμενος στὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὧν οὐ δεῖ ὡς ἔτυχεν προσίεσθαι φωνὴν οὔτε μὴν συναίρειν λόγον αἱρετικοῖς παρὰ τὴν ἀποστολικὴν νομοθεσίαν. Τὸ λοιπὸν σῴζοιο, τέκνον, καί με σῴζεσθαι προσεύχου»[60] 

Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός«Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε κοινωνία μὲ αὐτούς»[61].

Καὶ στὰ παρακάτω κείμενα ὁ Μ. Ἀθανάσιος μιλάει γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ διαστρέφουν τὶς Γραφές, διαβάλλουν καὶ συκοφαντοῦν τοὺς ἁγίους, χρησιμοποιοῦν ἀπάτη γιὰ τὴν ἐπέκταση καὶ ἑδραίωση τῆς κακοδοξίας τους, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικὴ ἀσθένεια μολυσματική.

«Οἱ γὰρ τολμῶντες διαβάλλειν τὰ καλῶς ὁρισθέντα, καὶ γράφειν ἐπιχειροῦντες ἄλλα παρ' ἐκεῖνα, τί ἕτερον ποιοῦσιν ἢ κατηγοροῦσι μὲν τῶν Πατέρων, προΐστανται δὲ τῆς αἱρέσεως, καθ' ἧς ἐκεῖνοι γεγόνασί τε καὶ ἀπεφήναντο; Καὶ γὰρ καὶ νῦν ἃ γράφουσιν, οὐκ ἀληθείας φροντίζοντες γράφουσι, καθὰ προεῖπον, ἀλλὰ μᾶλλον παίζοντες καὶ τέχνῃ τοῦτο ποιοῦντες, πρὸς ἀπάτην τῶν ἀνθρώπων, ἵν' ἐν τῷ διαπέμπεσθαι τὰς ἐπιστολάς, τὰς μὲν τῶν λαῶν ἀκοὰς ἀπασχολεῖσθαι περὶ ταῦτα ποιήσωσι, κερδάνωσι δὲ τὸν χρόνον τοῦ κατηγορεῖσθαι αὐτοί, καὶ λαθόντες ὡς ἀσεβοῦντες, ἔχωσι χώραν ἐπεκτεῖναι τὴν αἵρεσιν, ὡς γάγγραιναν, ἔχουσαν νομὴν πανταχοῦ»[62] 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει συμμορία τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὴν αἵρεση νόσον τῆς διανοίας: «Ἔτι δὲ Διόσκορος καὶ Σεβῆρος καὶ ἡ πολυπληθὴς ἀμφοτέρων συμμορία μίαν τινὰ καὶ τὴν αὐτὴν ὑπόστασιν ἀπεδέξαντο, ὁρίσαντες ὁμοίως μίαν καὶ τὴν φύσιν εἶναι, "μὴ εἰδότες ἃ λέγουσι μήτε νοοῦντες περὶ τίνων διαβεβαιοῦνται". Νόσος δέ τις ἢ πλάνη τῆς διανοίας αὐτῶν ἐν τούτῳ ἦν, ὅτι ταὐτὸν εἶναι φύσιν καὶ ὑπόστασιν ἐννόησαν»[63]

Συμπληρώνουμε τὸ θέμα, μὲ κάποια σημαντικά εἰσέτι κείμενα:

Στήν Δευτέραν, ὁμιλίαν του «Περί Ἀκαταλήπτου»ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ταῦτα πρὸς τοὺς ἰσχυροτέρους λέγω καὶ ἀνεπηρεάστους καὶ δυναμένους ἐκ τῆς ἐκείνων ὁμιλίας μηδεμίαν παραδέξασθαι βλάβην· ὡς εἴ τις ἀσθενέστερος εἴη, φευγέτω τούτων τὰς συνουσίας, ἀποπηδάτω τοὺς συλλόγους, ὥστε μὴ τὴν τῆς φιλίας ὑπόθεσιν ἀφορμὴν ἀσεβείας γενέσθαι. Οὕτω καὶ Παῦλος ποιεῖ, αὐτὸς μὲν τοῖς ἀρρωστοῦσιν ἀναμίγνυται καὶ λέγει· “Ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος”, τοὺς δὲ μαθητὰς καὶ ἀσθενέστερον διακειμένους ἀπάγει παραινῶν οὕτω καὶ διδάσκων· “Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί”. Καὶ πάλιν· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος”.

»Ὁ μὲν γὰρ ἰατρός, ἐὰν ἔλθῃ πρὸς τὸν κάμνοντα, κἄκεῖνον καὶ ἑαυτὸν πολλάκις ὠφέλησεν· ὁ δὲ ἀσθενέστερος καὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἀρρωστοῦντα παρέβλαψε, τοῖς νοσοῦσιν ἀναμιγνύμενος· ἐκεῖνόν τε γὰρ οὐδὲν ὠφελῆσαι δυνήσεται, καὶ αὐτὸς ἐπισπάσεται πολλὴν ἀπὸ τῆς ἀρρωστίας τὴν βλάβην. Καὶ ὅπερ οἱ πρὸς τοὺς ὀφθαλμιῶντας ὁρῶντες πάσχουσιν, ἐφελκόμενοί τι τῆς ἀρρωστίας ἐκείνης, τοῦτο καὶ οἱ τοῖς βλασφήμοις συναναμιγνύμενοι τούτοις ὑπομένουσιν, ἂν ὦσιν ἀσθενέστεροι, πολὺ τῆς ἀσεβείας πρὸς ἑαυτοὺς ἐπισπώμενοι μέρος»[64]

Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι, οἱ ἀσθενέστεροι κατά τήν πίστη, πρέπει ἀμέσως νά ἀπομακρύνονται ἀπό κάθε αἱρετικόν, διότι αὐτοί θά ὑποστοῦν μεγαλυτέραν βλάβην, ἐπηρεαζόμενοι προφανῶς ἀπό τήν αἵρεση. Δυστυχῶς μερικοί διδάσκουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα.

Οἱ Ἀποστολικές, ὅμως, Διαταγές τά ξεχωρίζουν καί, μάλιστα, διδάσκουν τήν προσωπικήν εὐθύνην τοῦ κάθε πιστοῦ καί τόν ἄμεσον κίνδυνον πού διατρέχει, ὅταν δέν ἀπομακρύνεται ἀμέσως ἀπό ἕναν αἱρετικόν Ἐπίσκοπον.

Εἰς τό σημεῖο αὐτό εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί δέν θά ἔπρεπε τόσο πρόχειρα καί ἀβασάνιστα νά γράφουν μερικοί ἀλλότρια πράγματα. Ἀναφέρουν, λοιπόν, τά ἑξῆς: «ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός, ὅτι ἐγώ πρόβατόν εἰμι καί οὐ ποιμήν καί οὐδένα λόγον ἐμαυτοῦ πεποίημαι· ὁ ποιμήν ὄψεται, καί αὐτός μόνος εἰσπραχθήσεται τήν ὑπέρ ἐμοῦ δίκην ὥσπερ γάρ τῷ καλῷ ποιμένι τό μή ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκειται εἰς διαφθοράν, οὕτῳ τῷ πονηρῷ ποιμένι τό ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τόν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό! διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων».

Δηλαδή, τονίζουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία δικαιολογία, ὅταν ὁ λαϊκός δέν ἀπομακρυνθῆ ἀμέσως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Οἱ δικαιολογίες πού θά προβάλλουν οἱ λαϊκοί, ἀναφέρουν οἱ Διαταγές, εἶναι, ὅτι ἐγώ εἶμαι πρόβατο καί ὄχι ποιμένας, καί δέν ἔχω καμμία εὐθύνη εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεση∙ ὁ ποιμένας θά φέρει τήν εὐθύνη καί αὐτός θά τιμωρηθεῖ γιά τήν ἰδική μου ζημία. Οἱ δικαιολογίες τίς ὁποῖες ἀναφέρουν μερικοί, ὑπερασπιζόμενοι τήν δυνητικήν ἑρμηνείαν τοῦ Κανόνος εἶναι παρόμοιες.

Γράφουν μερικοί, ἐπίσηςτά ἑξῆς: «Ὅπως τονίσαμε παραπάνω στό κεφάλαιο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος, δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου, πού κατηγορεῖται γιά αἵρεση». Ἀναφέρουν σέ ἄλλα σημεῖα κάποιας μελέτης καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δηλαδή δέν ὑπάρχει Κανόνας, πού νά τιμωρεῖ ὅσους δέν ἀποτειχίστηκαν, ὅτι οἱ ἀποτειχισμένοι προαρπάζουν τήν κρίσι τῆς Συνόδου, ὅτι τό ἔργο τῆς διαγνώσεως τῆς αἱρέσεως εἶναι ἔργο τῶν Ἐπισκόπων καί δή τῆς Συνόδου κλπ.

Ὁ σκοπός, λοιπόν τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, εἶναι νά δηλώσει τήν εὐθύνη πού ἔχει ὁ κάθε πιστός λαϊκός· εὐθύνη τόσο μεγάλη πού νά κινδυνεύει ἡ σωτηρία του, ἐάν ἀκολουθεῖ τόν αἱρετικόν Ἐπίσκοπο καὶ γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτόν, ἀναμένει τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τῆς Συνόδου... Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, αὐτοί τόν ἀποκοιμίζουν καί τοῦ συνιστοῦν ἀναμονή μιᾶς κάποιας ἀπόφασης τῆς Συνόδου∙ τόν καθησυχάζουν, ὅτι δέν πρόκειται νά βλαφθεῖ, ἀκολουθώντας αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο∙ τόν φοβίζουν, ὅτι θά κάνει σχίσμα, θά βγῆ ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., καί στήν καλύτερη περίπτωση τοῦ συνιστοῦν πόλεμο μέ χαρτοπόλεμο. Πόσο ἀλήθεια διαφέρει ἡ διδασκαλία τους ἀπό αὐτή τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων!

Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές διδάσκουν, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι λύκος καί θά κατασπαράξει τόν πιστό, κι αὐτοί διδάσκουν: «δέν εἶναι ἱκανό καί ἁρμόδιο τό κάθε πιστό μέλος τῆς Ἐκκλησίας νά διαγνώσει μέ ἀσφάλεια τίς αἱρετικές διδασκαλίες τοῦ ἐπισκόπου». Οἱ Ἀποστολικές Διαταγές ἐπιτάσσουν: «Διό φευκτέον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων» κι αὐτοί τά ἐντελῶς ἀντίθετα: «Τό ἔργο τῆς διαγνώσεως καί τῆς κρίσεως ἀνήκει στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται συνοδικῶς νά κρίνουν τόν κατηγορούμενο ἐπίσκοπο».

Τελικῶς, φθάνουν στό σημεῖο, νά κακοποιήσουν τελείως τό κείμενο αὐτό τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καί νά τό φέρουν στά μέτρα τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Γράφουν τά ἑξῆς: «Ἑπομένως τήν φράση τοῦ χωρίου τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, “...διό φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων”, θά πρέπει νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὡς ἑξῆς: “Φευκταῖον ἀπό τῶν φθορέων ποιμένων, τῶν ὁποίων τά διεφθαρμένα ἔργα ἤ ἡ διεφθαρμένη διδασκαλία, ἔχουν διαγνωσθεῖ καί κατακριθεῖ ἀπό Σύνοδο ἐπισκόπων». Προφανῶς, πατέρες, μόλις γίνει ἡ διάγνωσις τῆς Συνόδου, μεταμορφώνεται ὁ Ἐπίσκοπος σέ λύκο, ἀποκτᾶ δόντια κοφτερά καί εἶναι ἐπικίνδυνος γιά τούς πιστούς. Ἐνῶ, πρίν καταδικασθῆ –κατὰ τὴν κρίση τους– ἦταν ἀρνάκι ἄκακο! Τώρα, τί πειράζει, ἐάν αὐτό δέν τό διδάσκει ἡ ἁγία Γραφή, οἱ Ἀποστολικές Διαταγές καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος τιμήθηκε μέ τόν ΜΑΣΟΝΙΚΟΝ ἀστέρα τῶν  Ναϊτῶν”


 

Ὁ δέ λόγιος συγγραφεύς Νικόλαος Μάνης γράφει γιά τό θέμα τῆς αἵρεσης τῆς Δεσποτοκρατείας τά ἀκόλουθα:

«Η σχέση επιχωρίου Επισκόπου και Μοναστηριού είναι καθορισμένη από τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι σαφέστατα περιορίζουν τόσο την δράση των Μοναχών μέσα σε μια Επισκοπή, (όταν, βεβαίως, ο Επίσκοπος είναι Ορθόδοξος), δηλαδή στις ενορίες στον κόσμο, όσο και τις εξουσιαστικές τάσεις του Επισκόπου μέσα στο Μοναστήρι. Ξεκάθαρα ο μεγάλος Κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας σχετικό Κανόνα γράφει: Οὐκ ἐνεδόθη τῷ ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς διαφέροντος τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ· ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια ἐπισκοπικά ἐπ’ αὐτῷ . Εἰσί δέ ταῦτα· ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτῷ, ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τούτου καί σφραγίς τοῦ ἡγουμένου”.[65]

Το αυτοδιοίκητο και η αυτονομία, λοιπόν, των Μονών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση περιφρόνηση του Επισκόπου, ο οποίος, όμως, και δεν αποτελεί “τύπο του Χριστού” απροϋπόθετα! Δεν είναι δηλαδή κάθε Επίσκοπος “τύπος του Χριστού”, αλλά μόνον ο καλός Επίσκοπος, δηλαδή εκείνος που υπακούει στον Χριστό, που αποδέχεται το Ευαγγέλιο, που δεν είναι αιρετικός ή άδικος, που δεν καταπατά τους Κανόνες, που έχει τα προσόντα που ορίζει το Πνεύμα το Άγιο για να επισκοπεί.

Καί συμπληρώνουμε ἐμεῖς διορθοῦντες:

Διότι πώς είναι δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας Επίσκοπος, όπως π.χ. ο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος που θεωρούσε, ότι η Παναγία μας δεν ήταν Θεοτόκος; Ή πώς είναι δυνατόν να είναι “τύπος του Χριστού” ένας διώκτης, όπως ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος; Ή ένας εξωμότης, όπως ο Βησσαρίων; Ή ένας μασώνος, όπως ο Μεταξάκης; Ή ένας που έσχισε την Εκκλησία, όπως ὁ Μεταξάκης; Η κάποιοι άλλοι που σε αντίθεση με τα λόγια του Κυρίου “τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω” (Ιω. 6, 37) εκδίωξαν τους πιστούς από τους ναούς λόγω …κορονοϊού;»



Αλλά και ο καλός Επίσκοπος, που όντως είναι “εις τύπον και τόπον Χριστού” -(και όχι ο ίδιος ο Χριστός!)- δεν ζητεί εξουσία παραπάνω από αυτήν που έχει ορίσει για αυτόν ο ίδιος ο Κύριος.

Και αυτά, βεβαίως, ισχύουν για τις περιόδους που η Εκκλησία βρίσκεται σε ειρήνη. Σήμερα που η Εκκλησία είναι εμπερίστατος και εδώ και έναν αιώνα οι εκκλησιολογικές αιρέσεις διαταράζουν την ενότητά της, πώς ζητεί ένας Επίσκοπος υπερεξουσίες, όταν το πρώτο και κύριο καθήκον του είναι να συμβάλει στην ειρήνευση της Εκκλησίας διά της συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου; Για ποια όρια να μιλήσουμε όταν σε κάθε Επισκοπή, υπάρχουν δύο και τρεις, ενίοτε και παραπάνω, Επίσκοποι που την διεκδικούν; Ποια αρμόδια Πανορθόδοξος ή Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε ώστε να τακτοποιήσει αυτές τις αυθαιρεσίες και να ορίσει, ποιος είναι ο κανονικός Επίσκοπος σε κάθε Επισκοπή;» 

 

Ἡ αἱρετική πνευματική κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου λόγῳ καί ἔργῳ

“κἄν συνεσθίῃ, κἄν συναγελάζηται, κἄν συνεργάζηται, δι' ἀγαθόν εἰσέτι σκοπόν, μετ' αὐτῶν, -(ὅπως νομίζει ὅτι καλῶς κάνει ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης μέ τούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές σήμερον)- ἀλλοτριοῖ τόν ἐπίσκοπον τῆς πίστεως                            καί τῆς ἐκκλησίας!

«Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος,                                                                    καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν».

 

Ὅταν ὁ Μέγας Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος συζητοῦσε μὲ τοὺς Κυπρίους ἐπισκόπους τὰ περὶ ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους (Παπικούς), τοὺς εἶπε, ὅτι «μὲ τὴν ἔνορκη ὑποταγή τους» στὴν Ρώμη, «τὴν παραδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ Πάπα καὶ τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸν Λατίνο ἐπίσκοπο τῆς Λευκωσίας, βρίσκονται αὐτομάτως ἐκτὸς Ἐκκλησίας».

Τότε ὁ «ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου παρατήρησε, ὅτι ὁ τύπος τοῦ ὅρκου τους περιέχει τὶς λέξεις “σωζομένης τῆς πίστεώς μου”, πρᾶγμα ποὺ δηλώνει, ὅτι δὲν προδίδουν τὴν πίστη τους. Ὁ Μέγας Βρυέννιος ἀπάντησε, ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν ἀρκετὸ, γιὰ νὰ δικαιολογήσει μία καθ’ ἑαυτὴ βλάσφημη ὁμολογία.

Τότε ὁ ἐπίσκοπος Ἀμμοχώστου βεβαίωσε, ὅτι ἡ ὑποταγὴ στὴν Λατινικὴ Ἐκκλησία καὶ οἱ ὅρκοι πιστότητος στὸν Πάπα ἦταν ἐξωτερικὰ μόνο στοιχεῖα, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὁ πιστὸς λαὸς τῆς νήσου ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὀρθόδοξα.

Ὁ Ἁγιος, ὅμως, Βρυέννιος ἀντέταξε, ὅτι μιὰ τέτοια πεποίθηση εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη, διότι “ὁ νεύματι μόνῳ τὸν Θεὸν ἀπαρνούμενος, ἀπωλείᾳ ὑπόκειται”[66].

“Εἰ δὲ οἰκονομίας χάριν συναναιρεῖται τῇ κακοπιστίᾳ ἡ σωτήριος πίστις, χωρισμὸς Θεοῦ παντελής, ἀλλ᾿ οὐχ ἕνωσις Θεοῦ ἐστι τὸ τοιοῦτον εἶδος τῆς λεγομένης οἰκονομίας… Καὶ οὐ κατεδέξαντο οἱ θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν· ἀλλ᾿ εἵλοντο μᾶλλον διώκεσθαι καὶ ἀποθανεῖν, ἢ σιωπῆσαι φωνὴν παραστατικὴν τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως”.

«Καὶ οὐδεὶς τῶν βασιλέων ἠδυνήθη μέσαις φωναῖς πεῖσαι τοὺς θεηγόρους Πατέρας συμβιβασθῆναι τοῖς ἐπὶ αὐτῶν αἱρετίζουσιν». (Μαξίμου Ὁμολο-γητοῦ, Ἐξήγησις τῆς Κινήσεως ..., κεφ. Δ΄).

Δὲν πρέπει, συνεχίζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, νὰ ἔχετε ἐπικοινωνία καὶ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, γιατὶ ὅσοι βλέπουν ἐσᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ συγκεντρώνεστε μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖτε ἄνετα μαζί τους, θὰ ἀποκομίσουν τὴν ἐντύπωση, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀκίνδυνο καὶ θὰ κάνουν κι αὐτοὶ τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι, θὰ περιπέσουν στὸ βόρβορο τῆς αἱρετικῆς ἀσεβείας: «τινὲς δἐ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό... Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντες ἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον».

Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ, ὅτι συνεργάζεται καὶ «κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον κατὰ τρεῖς τρόπους:

Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο:

«Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν».

Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο, καὶ τότε κοινωνεῖ:

«Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατίθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».

Τρίτον· ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. Λογίζεται, δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ κακὸ ποὺ διαπράττεται καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει:

«Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ».

Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλην περίπτωση «μὴ κοινωνίας», ὅμως ἐδῶ.

Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται, ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως, ὅτι αὐτός, ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης».

 

Καὶ τὸ ἐρώτημα: Ὅσοι “ὄρθόδοξοι ἐπίσκοποι” συγκοινωνοῦν, συνεργάζονται, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἐγχώριους Οἰκουμενιστὲς-Νεοημερολογίτες Μητροπολίτες, δὲν γνωρίζουν τὶς διαθέσεις τους;

 

Τὸ εὐρύτερον κείμενον τοῦ Μ. Βασιλείου ἔχει ὡς ἑξῆς:

 

ΕΡΩΤΗΣΙΣ Θʹ.

Εἰ χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις ἔργοις τοῦ σκότους, κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι.

ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ.

Παράνομος μέν ἐστιν πᾶς ὁ μὴ ὁλόκληρον τὸν νόμον φυλάξας, ἢ καὶ ὁ μίαν ἐντολὴν παραβάς. Ἐν γὰρ τῇ ἐλλείψει καὶ τοῦ μικροῦ τὸ πᾶν κινδυνεύει. Τὸ γὰρ παρ' ὀλίγον γεγονὸς οὐ γέγονεν. Ὥσπερ γὰρ ὁ παρ' ὀλίγον ἀποθανὼν οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ ζῇ, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον ζήσας οὐ ζῇ, ἀλλὰ ἀπέθανε, καὶ ὁ παρ' ὀλίγον εἰσελθὼν οὐκ εἰσῆλθεν, ὡς αἱ πέντε παρθένοι· οὕτως ὁ παρ' ὀλίγον φυλάξας τὸν νόμον οὐκ ἐφύλαξεν, ἀλλ' ἔστι παράνομος. Διὸ καὶ ἀναγκαῖον ἐπὶ τῶν παρανομούντων, κἂν γνήσιοι εἶναι δόξωσι, πείθεσθαι τῷ Ἀποστόλῳ εἰπόντι, ποτὲ μέν, «Ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος, ἢ πόρνος, ἢ πλεονέκτης, ἢ μέθυσος, ἢ λοίδορος, ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν·» παρατηρητέον δὲ ἐνταῦθα, ὅτι οὐχὶ τὸν τὰ πάντα ὄντα ἀφώρισε καὶ αὐτῆς τῆς κοινῆς διαίτης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἕν τι ὄντα ἐκ πάντων, ἐν τῷ μὴ εἰπεῖν, «Τούτῳ,» ἀλλά, «Τῷ τοιούτῳ·» ποτὲ δέ, «Νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία· δι' ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ -(καὶ γὰρ καθολικώτερον ἐπήγαγεν)- ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας. Μὴ οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν»· καὶ πάλιν· «Στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος, καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν, ἣν παρέλαβον παρ' ἡμῶν»· καὶ ἀλλαχοῦ ὁμοίως Τὸ δὲ μὴ συγκοινωνεῖν τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις...

Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ μήτε συγκοινωνεῖν τοῖς τοιούτοις, ὡς ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλος ὁριστικῶς ἀπεφήνατο λέγων· «Μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους τούτου». Τὸ δέ, «Μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε», ἐπενεγκών, τέως τὸν τρόπον τοῦ μὴ συγκοινωνεῖν ἐδίδαξε.

Τί δέ ἐστι τὸ συγκοινωνεῖν, ἢ καὶ κατὰ πόσους τρόπους τοῦτο γίνεται, καταμάθωμεν. Μνημονεύων οὖν ἐν μὲν ταῖς Παροιμίαις τοῦ, «Ἐλθὲ μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος», παρὰ δὲ τῷ Ἀποστόλῳ τοῦ, «Συγκοινωνούς μου τῆς χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας», καί, «Συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει»· καί, «Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς»· καὶ τοῦ, «Εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχῶν τὴν μερίδα σου ἐτίθεις»· καὶ τοῦ, «Ἐλεγμῷ ἐλέγξεις τὸν ἀδελφόν σου, καὶ οὐ λήψῃ δι' αὐτὸν ἁμαρτίαν»· καὶ τοῦ, «Ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου», καὶ τῶν τοιούτων, κοινωνίαν ἡγοῦμαι κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν· κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ. Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ, κατά τε τὰ ἀνωτέρω γεγραμμένα, καὶ κατὰ τὸ ὑπὸ τοῦ Ἀποστόλου εἰρημένον τοῖς Κορινθίοις, ὅτι «Οὐκ ἐπενθήσατε ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας»· οἷς ἐπήγαγεν· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα δολοῖ». Φοβηθῶμεν οὖν καὶ ἀνασχώμεθα αὐτοῦ λέγοντος· «Ἐκκαθάρατε τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα». Ὁ δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης, τὸν ἴδιον μισθὸν λαμβάνει κατὰ τὸν ἴδιον κόπον, ὡς ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, καὶ ἡ ἐν τῷ μυλῶνι ἐφανερώθη ἡμῖν παρ' αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διαφορὰ δὲ εἰς τοὺς πιστευθέντας, καὶ τοὺς μή, ἐν τῷ χρέει τῆς ἐπιμελείας ἐστίν, οὐκ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἁμαρτημάτων. Ἡ μὲν γὰρ ἐπιμέλεια ἐξαιρέτως μόνοις τοῖς πιστευθεῖσιν ὀφείλεται παρ' ἐμοῦ· ἡ δὲ πρὸς τὸ κακὸν καὶ τὰ ἄκαρπα ἔργα κοινωνία κατὰ πάντων ὁμοῦ ἀπηγόρευται[67].

 

 

 

***************************************************

 

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Πολλάκις ὑμᾶς ὑπέμνησα περὶ τῶν ἀθέων αἱρετικῶν καὶ τὰ νῦν παρακαλῶ τοῦ μὴ συγκαταβῆναι αὐτοὺς ἐν τίνι πράγματι, μὴ ἐν βρώμασι ἢ πόμμασιν, ἢ φιλία, ἢ σχέσει, ἢ ἀγάπῃ, ἢ εἰρήνῃ, ὁ γὰρ τούτοις ἀπατώμενος, καὶ συγκαταβαίνων αὐτοῖς, ἀλλότριον ἑαυτὸν καθίστησι τῆς Ἐκκλησίας».

****************************************************

«Ὁ φθείρων τὴν πίστιν ἐν τῇ κακῇ διδασκαλίᾳ, ρυπαρὸς γενόμενος εἰς πῦρ ἄσβεστον χωρήσει, ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ»[68]

 

 

 

Χρειάζεται Συνοδική κρίσις γιά τά πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσιν τελούμενα δημοσίως αὐτόφωρα πνευματικά ἐγκλήματα κατά τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, (κακουργήματα), διά τῆς αἱρετικῆς ἐν τῇ πράξει στάσεως τῶν Κανονικῶν, ἤτοι τῶν ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων, διακόνων καί τῶν λοιπῶν                                                             ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διακονία προσώπων;

 

Χρειάζεται ἆραγε Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ἄν οἱ βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι αἱρέσεις;

Ἤ μήπως χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ἄν ἡ ὁλοφάνερη ἀνατροπή τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔγινε τήν 15-2-2024 μέ τήν νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, τοῦ «κολοφῶνος τῶν ἁμαρτιῶν», εἶναι αἵρεση; Καί στήν συγκεκριμένη περίπτωση πού ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἐναγκαλίζεται, συναγελάζεται, συνεορτάζει καί ἀνταλλάσσει δῶρα μετά τοῦ Νεοημερολογίτου καί Οἰκουμενιστοῦ κ. Ἀθηναγόρα “μητροπολίτου” Ἰλίου, χρειάζεται συνοδική διάγνωση γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι ταῦτα πάντα ἔγιναν, τήν στιγμή πού ἀποτελεῖ πλήρη ἀπόδειξη ἡ ὁμολογία του, πού προκύπτει ἀπό τήν δημόσια κοινοποίηση τῶν αἱρετικῶν ἐνεργειῶν του στήν ἐπίσημη ἰστοσελίδα του, τοῦ δημοσίου ἐναγκαλισμοῦ, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, βαΐων καί δαφνοστεφάνου, τοῦ συνεορτασμοῦ καί τοῦ συναγελασμοῦ μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν ἐν πλήρει ἱερατικῇ ἀμφιέσει καί μέ παράταξη τῶν ἱερέων του καί τῶν ἱερέων τοῦ κ. Ἀθηναγόρα, τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων;

Ὄχι, βεβαίως!

Ὑποστηρίζεται ἀπό κάποιους, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός τάχα δέν εἶναι καταδεδικασμένη αἵρεση καί ἄρα παρόμοια ἀνοίγματα ἡμετέρων ἐπισκόπων δέν εἶναι κολάσιμα καί δέν ἀποτελοῦν αἱρετικές κινήσεις, ὅπως αὐτές τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει, ὅτι αὐτά τά κάνει, γιά νά ἔχει καλές σχέσεις μέ τίς διάφορες ἀρχές τῆς ἐπαρχίας του καί μετά τοῦ Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα.

Ἐπισης, πρῶτον: ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἄθροισμα ἤδη καταδεδικασμένων αἱρέσεων! Καί ἔχει καταδικασθεῖ τό 1986 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπον κυρόν Χρυσόστομον τό 1998 καί ἀπό τήν Ρουμανικήν ἀδελφήν Ἐκκλησίαν τό 2011!

Ἐφόσον, πάλιν, τά ἐπιμέρους στοιχεῖα τοῦ ἀθροίσματος εἶναι χιλιάκις κατά-δεδικασμένα, χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφανθεῖ καί γιά τό ἄθροισμα;

Δέν λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς, ὅτι ἐξήστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. 3:10-11);

Δεύτερον, ὁ οἱοσδήποτε πιστός δύναται ν’ ἀντιληφθεῖ, ὅτι οἱ ὡς ἄνω διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, καθώς καί ἡ νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας, εἶναι ἄκρως βρωμεραί αἱρέσεις, γιαὐτό καί ἰσχύει τό ἀνάθεμα τῆς Ζ’ Οἰκ. Συνόδου γιά τούς κοινωνοῦντες μέ αὐτούς. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (P.G. 26, σ. 1321).

Διό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐντέλλεται: «Ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν» (Ρωμ. 16:17-18)· «ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων» (Α´ Τιμ. 6:5, 6:20-21)· «μή οὖν γίνεσθε συμμέτοχοι αὐτῶν ... καί μή συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους» (Ἐφ. 5:6-11)· «ἀπό παντός εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε» (Α´ Θεσσ. 5:22)· «στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν» (Β´ Θεσσ. 2:15 καί 3:6)· «μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις· τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκὸτος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαλ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ... διό ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18).

Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑτερόφροσι, τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν»[69]. Ἐφόσον αὐτά ἰσχύουν διά τούς «ἑτερόφρονας», πολλῷ δέ μᾶλλον ἰσχύουν διά τούς αἱρετικούς!

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διδάσκει, ὅτι οἱ «μοιχοκυρωταί» -(αὐτοί πού ἐδέχθησαν τόν παράνομον γάμον τοῦ αὐτοκράτορος)- δέν ἀποτελοῦν Ἐκκλησίαν Κυρίου[70] Τό αὐτό θά ἔλεγεν ἀσφαλῶς σήμερον καί γιά τούς νομιμοποιήσαντες τήν ὁμοφυλοφιλίαν, τούς ὁποίους οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ «Δυνητιστές» δέχονται εἰς κοινωνίαν, ἀναμένοντες Σύνοδον ν’ ἀποφασίσει, ἐάν ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι κανονικότης καί δή «θεόσδοτος» (ὅπως αἱρετικά καί ἀντορθόδοξα δήλωσε ὁ Ν. Ἰωνίας Γαβριήλ)! Σημειωτέον, ὅτι δέν εἶχε προηγουμένως καταδικασθεῖ Συνοδικῶς ἡ «μοιχιανική αἵρεσις»! Λέγει ἐπίσης ὁ Ἅγιος: «Οἱ μέν [σ.σ. αἱρετικοί] τέλεον περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν· οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθησαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται»[71]· καί «ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»[72]

Ὁ Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός συνοψίζει ἄριστα τό ὑποχρεωτικόν τῆς ἀποτειχίσεως ὡς ἑξῆς: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι»[73].

Οἱ προαναφερθεῖσες βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ νομιμοποίηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας καί τά ἄλλα διεστραμμένα πού λαλοῦν, εἶναι τόσον προφανεῖς αἱρέσεις, ὥστε δέν χρειάζεται Σύνοδος γιά ν’ ἀποφασίσει, ποῖοι εἶναι οἱ «ἑτερόφρονες». Συνεπῶς, ἡ ἀποτείχισις ἀπό αὐτούς εἶναι ὑποχρεωτική.

 

Ἡ κοινωνία "ὀρθοδόξων" ἐπισκόπων μέ Οἰκουμενιστές καί Νεοημερολογίτες ἀλλοτριοῖ τόν ἐπίσκοπον τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας

1)       Τί θα έλεγαν ο Μέγας Φώτιος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμᾶς και όλοι οι Άγιοι Πατέρες, που πολέμησαν τις αιρέσεις, αν έβλεπαν να πραγματοποιείται δημοσίως και κατ’ επανάληψιν αυτή η "αγαπητική" παρουσία καί πνευματική κοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες ἐπισκόπους;

 

2) «῾Η ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας, μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον» (ἅγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σῦρος). Βλέπεις, τί λέγει; «ἀναγκάζει», δηλαδή ἡ περηφάνεια, ἡ ματαιοδοξία, βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει μέσα του, νὰ θέλει καὶ νὰ κάνει Νεωτερισμούς, ἐπειδὴ εἶναι δοῦλος αὐτῆς τῆς περηφάνειας! Κι ἔπειτα λέγει «μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ ἐπειδὴ δὲν χωνεύει «τὸ ἀρχαῖον», ἤγουν τὴν Παράδοση, μὲ ἄλλα λόγια, ἐπειδὴ φαίνεται βαρὺ στὸν ματαιόδοξο, νὰ παραδεχθεῖ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ παραδώσανε οἱ παλαιότεροι, «οἱ πρὸ ἡμῶν».


Γιὰ νὰ παραδεχθεῖ κανένας τὴν παράδοση, πρέπει νὰ ἔχει μέσα του ταπείνωση καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ στήσει τὸ δικό του θέλημα. Δὲν ὑπάρχει Νεωτεριστής στὴν᾿Εκκλησία καὶ ἄνθρωπος ποὺ νὰ θέλει νὰ γκρεμίσει ὅ,τι παραλάβαμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ περιφρουρήσανε τὴν Πίστη μας μὲ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ τὴν ἀσάλευτη πίστη τους, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑποφέρανε κάθε κακοπάθηση, κι᾿ αὐτὸν τὸν θάνατον, ναί, δὲν ὑπάρχει Νεωτεριστής τέτοιος, ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἄπιστος.


῍Ας κρύβεται, ἂς παρουσιάζεται γιὰ εὐλαβέστατος, ἂς κάνει τὸν ταπεινόφρονα, ἂς ἀγκαλιάζει, τάχα τοὺς ἐχθρούς του, μ᾿ ἕναν λόγο: ἂς φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω σὰν ἅγιος, πρᾶος καὶ γλυκόλογος. Στ᾿ ἀληθινὰ, ὁμως, εἶναι ἕνας ὑποκριτής.

 

2)       Διδάσκει, λοιπόν, ὁ ἅγιος ‘Αναστάσιος ὁ Σιναϊτης«Ὅτι οὐ δεῖ κοινωνεῖν παντί ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ὁ θεῖος ‘Απόστολος ἡμᾶς διδάσκει λέγων. Εἷς Κύριος, τουτέστιν ὁ ἀληθής Κύριος, μία πίστις, τουτέστιν ἡ εὐσεβής. Αἱ γάρ λοιπαί οὐκ εἰσί πίστεις, ἀλλά θνήξεις. Ὥσπερ οὖν ἀποδημοῦντες τῆς ἰδίας γαμετῆς, ἐάν συγγενώμεθα ἄλλῃ, οὐκ ἔστι γάμος, ἀλλά πορνεία. Πολλῷ μᾶλλον φυλάξωμεν τήν σωφροσύνην ἡμῶν, καί τῆς ἁγίας ἡμῶν ἀμιάντου συζύγου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας μή χωρισθῶμεν»[74] .

 

3)       Δηλαδή, ὅπως τό νά ἐγκαταλείψει ὁ σύζυγος τήν γυναῖκα του καί νά προσκολληθεῖ σέ ἄλλη, αὐτό δέν εἶναι γάμος, ἀλλά πορνεία, ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς χριστιανούς ἐκείνους πού ἐγκαταλείπουν τήν ἀμίαντον Νύμφην, χωρίζονται δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί ἑνώνονται (συγκυλίονται) μέ ἄλλη «σύζυγο», ἤτοι ἐπικοινωνοῦν, χαριεντίζονται, ἀλληλλοθωπεύονται καί συγκυλίονται μέ τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τοῦ Νεοημερολογισμοῦ καί Οἰκουμενισμοῦ.

 

                                                                                                                

4)       Εἶναι φοβερόν τοῦτο καί ἀποτέλεσμα τῆς ἐκκλησιολογικῆς συγχύσεως τῶν ἡμερῶν μας, καί τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος. Εἶναι καί λυπηρόν, διότι εἶναι τόσον ἁπλά τά πράγματα καί αὐτοί δέν θέλουν νά τό κατανοήσουν. Προτιμοῦν τό σκοτάδι, παρά τό φῶς. Προτιμοῦν τό Οἰκουμενιστικόν ψεῦδος, παρά τήν ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ποτέ δέν κατενόησαν, τί σημαίνει Ὀρθοδοξία καί τί σημαίνει κακοδοξία; Ποτέ δέν κατενόησαν, ὅτι ἡ μόνη Κιβωτός σωτηρίας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ‘Αποστολική Ἐκκλησία.

     5) «Εκείνοι που θα αποσκιρτήσουν από την ευσέβεια και θα αφήσουν τα πάτρια και ορθά δόγματα της πίστεως και τις κοινές παραδόσεις της Εκκλησίας, αλλά περιπέσουν και παρεκτραπούν σε Νεωτερισμούς και αλλόκοτες δοξασίες και συνήθειες ετερόδοξες και παραχαράξουν και νοθεύσουν την αλήθεια της ευσεβείας, αυτοί ούτε είναι πλέον ούτε ονομάζονται αληθώς Χριστιανοί, αλλά κόπτονται και χωρίζονται από το σύνολο των μελών της Εκκλησίας και των Χριστιανών σαν ετερόδοξοι και Νεωτερισταί και εκβάλλονται από την ιερή μάνδρα σαν πρόβατα ψωριασμένα και μέλη σαπισμένα».


Η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1724.

 

«Τοῖς βάλλουσι κατὰ τῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διδάσκουσιν, ὅτι ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία μεμέρισται ἐν οὕτω καλουμένοις ῾῾κλάδοις᾿᾿, οἵτινες διαφέρουσιν ἀλλήλων ἐν διδασκαλίᾳ καὶ τρόπῳ ζωῆς, ἢ ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία οὐχ ὑφίσταται ὁρατῶς, ἀλλ᾿ ἀπαρτισθήσεται ἐν τῷ μέλλοντι, ὅταν ἅπαντες οἱ “κλάδοι” ἢ τμήματα ἢ ὁμολογίαι ἢ προσέτι καὶ θρησκεῖαι ἑνωθῶσιν ἐν ἑνὶ σώματι· καὶ οἵτινες οὐ διακρίνουσι τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὴν ἱερωσύνην καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ λέγουσιν ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ ἡ εὐχαριστία τῶν αἱρετικῶν εἰσὶν ἱκανὰ πρὸς σωτηρίαν· ὡσαύτως, τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς προμνημονευθεῖσιν αἱρετικοῖς ἢ συνηγοροῦσι, διαδίδουσι, ἢ ὑπεραμυνομένοις τῆς καινοφανοῦς αὐτῶν αἱρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἐν προσχήματι ἀδελφικῆς ἀγάπης, ἢ ὑποτιθεμένης ἑνώσεως τῶν διαχωρισθέντων Χριστιανῶν, ΑΝΑΘΕΜΑ».

Ἁγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Νέας Ὑόρκης καί Προέδρου τῆς Ἐκκλησίας

τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς μετά τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Ρωσσικῆς Συνόδου.

 

 

Ἐπαναλαμβανόμενες οἱ αἱρετικές

κινήσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη

0.       Τόν προηγούμενον χρόνο ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἔκανε τά ἴδια, ὅπως μέ πληροφόρησε δικός μας ἐπίσκοπος, (βλ. καί ἐπισυναπτόμενη σχετικήν δημοσίευση), δηλ. λιτανεία, συνάντηση, ἀσπασμόν μετά τοῦ Νεοημερολογίτου “ἐπισκόπου” Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα καί ἀνταλλαγή βαΐων, ἀλλά δέν ἔδωσε δημοσιότητα μέ φωτογραφίες στίς αἱρετικές του κινήσεις. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε, ὅτι δέν ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, ἐφέτος προχώρησε σέ δημοσιοποίηση τῶν αἱρετικῶν του κινήσεων καί μάλιστα μέ πλῆθος φωτογραφιῶν στήν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του. Ὁπότε ποιά δίκη πρέπει νά ὑπάρξει; Γιά νά ἀποδειχθεῖ τί; Ἀφοῦ ἀποδεικνύονται ὡς ὁμολογούμενα πού ἀποτελοῦν πλήρη ἀπόδειξη, πασίδηλα καί κοινά τοῖς πᾶσι τά ὑπ’ αὐτοῦ αἱρετικῶς πραχθέντα;

 

Ποιά; Τά ἀναλύουμε στήν συνέχεια:

1.Ὅτι τήν Κυριακή τῶν Βαϊων 2024 ὑπῆρξε ὀργανωμένη καί σχεδιασμένη συνάντηση μέ τόν Οἰκουμενιστή Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” κ. Ἀθηναγόρα καί δή ἐπισήμως ἐν πλήρει ἱερατική στολῇ, μέ τήν θεσμική του ἰδιότητα ὡς ἐπισκόπου τῶν ΓΟΧ, πρᾶγμα πού εἶναι ἀναμφισβήτητο!

2.Ὅτι ἡ συνάντηση ἔγινε ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τῶν Βαΐων καί ἄρα συνεόρτασαν πανηγυρικά, ὁ μέν ἕνας μέ πλήρη ἱερατική στολή, ὁ δέ ἄλλος μέ ἐγκόλπιο καί μέ τούς “ἱερεῖς” του 1 παρατεταγμένους καί πλῆθος κόσμου, νά τούς ἐπεφημεῖ, καί μάλιστα:

3.νά ἀνταλλάσσουν τά κατ’ ἐξοχήν σύμβολα τοῦ ἑορτασμοῦ τά βαΐα τῶν φοινίκων καί δή μέ περίτεχνη σύνθεση, δῶρο πρός τόν Οἰκουμενιστή καί Νεοημερολογίτη “ἐπίσκοπο” ἐκ μέρους τοῦ κ. Μανιώτη, ἀφοῦ ἔλαβε ἀπό τόν Οἰκουμενιστή ὡς δῶρο, κάτι τό ἀντίστοιχο... Ὅλα αὐτά εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ συνεορτασμοῦ μετά αἱρετικῶν! Συνεορτασμός, λοιπόν, ἔγινε τοῦ κ. Μανιώτη μέ τόν αἱρετικόν Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηγόρα, μέ ὅλην τήν σημασίαν τῆς λέξεως! Τά στοιχεῖα τοῦ συνεορτασμοῦ εἶναι τά ἑξῆς:

α. Ἀνταλλαγή τῶν συμβόλων, (βαΐα τῶν Φοινίκων), τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἡμέρας τῶν Βαΐων,

β. Ἐναγκαλισμός μετά τοῦ αἱρετικοῦ καί ψευδοποιμένος-ψευδεπισκόπου, κατά τόν ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄ σέ συνδυασμόν μέ τόν ΛΑ΄τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων! Ἐπευφημίες τοῦ συγκεντρωθέντος λαοῦ.

γ. Ἀνταλλαγή δώρων (λήψη καί ἀντίδοση), ἐν τῇ ἐννοία τοῦ Ἱεροῦ Κανόνος.

4. Στήν συνέχειαν ἔγινε ὀργανωμένη συμμετοχή στό ἄνομον συνέδριον τῶν Οἰκουμενιστῶν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου παρκάθεται ὁ κ. Μανιώτης στήν πρώτη σειρά μετά τῶν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ τόν 2 ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄, Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν, πού μνημονεύουν κατευθεῖαν τόν οἰκτρόν καί βδελυρόν Βαρθολομαῖον!

5. Καί δή ἄνευ ἐγκολπίου, πρᾶγμα πού συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ἐπισκοπικῆς του ἰδιότητος! Καί ἐδῶ ὑπάρχει ὀργάνωση καί σχεδιασμός, καθότι τόν προσφωνεῖ ὁ “Θεσσαλονίκης” κ. Φιλόθεος, νά παρακαθήσει μετά τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν στήν πρώτη σειρά.

6. Στήν συνέχεια δίνει τμῆμα ἁγίου Λειψάνου τοῦ ἁγίου Ἀργυρίου στόν τῆς “Ἐπανωμῆς”, πού καί αὐτός μνημονεύει κατευθεῖαν τόν βδελυρόν ἀρχιοικουμενιστήν Βαρθολομαῖον, καί πού τόν εὐχαριστεῖ ἐπίσημα καί ἐπώνυμα γιά τήν δωρεάν. Γιά νά ἀτιμάζεται ὁ Νεομάρτυς καί Ἅγιος κάθε φορά πού θά μνημονεύεται ὁ ἀρχιοικουμενιστής Βαρθολομαῖος ἀπό τόν τῆς Ἐπανωμῆς. Ἔστω καί ἄν δέν ἔγινε συμπροσευχή, ὅπως μας διαβεβαίωσε ὁ σεβ. κύριος Φώτιος γιά λογαριασμόν τοῦ κ. Μανιώτη. Ἐρωτήματα:

7. Εἶχε ἐντολήν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιά νά τά κάνει αὐτά ὁ κύριος Μανιώτης;

8. Τί δουλειά εἶχε νά πάει ἀπό τήν Ἀθῆνα στήν Θεσσαλονίκη;

9. Νά παρακαθήσει μετά τῶν ἀντικειμένων σέ ἐπίσημη σύναξη τῶν Οἰκουμενιστῶν καί νά ἐπιβεβαιώσει μέ τόν 3 τρόπον αὐτόν καί τήν ἀπαγόρευση τοῦ κ. Ἱερωνύμου τῶν διαμαρτυριῶν μέ διαδηλώσεις κατά τοῦ ἐπαίσχυντου Νόμου, πού ἀναγνωρίζει τόν γάμον τῶν ὁμοφιλοφύλων. Ἡ ἀπαγόρευση ἔγινε, γιά νά μήν ἔχει πολιτικό κόστος ἡ κυβέρνηση, πού θά τό προκαλοῦσαν οἱ διαδηλώσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ, πού θά στρεφόταν κατά τοῦ κολοφῶνος τῶν αἱρέσεων, τῆς ὁμοφιλοφυλίας! Οἱ πασιφανεῖς παραβάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων εἶναι αὐταπόδεικτες. (Βλέπε καί τό ἐπισυναπτόμενον πρός τόν Μακαριώτατόν μας κείμενον μέ τήν παράθεση τῶν Κανονικῶν Διατάξεων καί τίς προεκτάσεις τῶν τοιούτων αἱρετικῶν συμπεριφορῶν). Ὁ αὐτοαναθεματισμός τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη ἀπορρέει ἀπό τά κείμενα τῶν ἀναθεματισμῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τό 1983 ἐπί Ἁγίου Φιλαρέτου καί τοῦ 1998 τῆς ἡμετέρας Συνόδου.

10. Σημειωτέον, ὅτι ἡ ἐν τῇ πράξει κήρυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ τόν συνεορτασμόν, μέ τούς ἐναγκαλισμούς μέ τούς αἱρετικούς, μέ τόν συναγελασμόν μέ αὐτούς, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί μέ τήν ἀνεπίτρεπτη δωρεά ἁγίου Λειψάνου σέ Οἰκουμενιστές, εἶναι ἀσυγκρίτως βαρύτερη ἀπό τήν προφορικήν διακήρυξη τῆς βδελυρῆς αὐτῆς αἱρέσεως, γιατί πρόκειται γιά ὑλοποίηση αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Xρυσοστόμου Μανιώτη, πού δέν ἐπιδέχονται ἀνταπόδειξη, λόγῳ τῆς πανηγυρικῆς καί δημόσιας διακήρυξης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν δική του ἱστοσελίδα!

11. Ἡ κοινωνία μέ τοιούτους ἐπισκόπους ἐπισύρει καί γιά μᾶς πού κοινωνοῦμε μέ τόν σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη τίς ἴδιες ποινές κατά τούς Ἱερούς Κανόνες. Καθαίρεση καί ἀφορισμόν!

Τά σχετικά κείμενα τά ἔστειλα στούς ἐπισκόπους σεβ. κ. Ἀμβρόσιον, σεβ. κ. Κυπριανόν καί σεβ. κ. Φώτιον, γιά νά μήν ἀναγκαστεῖ ἡ Σύνοδος, νά τόν εἰσαγάγει κατευθεῖαν σέ δίκη ἐπί αἱρέσει, ὅπως θά γινόταν, ἄν ἔκανα ἄμεση καί ἐπίσημη καταγγελία στήν γραμματεία τῆς Συνόδου. Ἔτσι προτίμησα αὐτόν τόν ἔμμεσο τρόπο περιγραφῆς του, ὥστε νά τόν νουθετήσουν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας καί οἱ ἐπίσκοποί μας καί νά τόν προτρέψουν νά ζητήσει συγγνώμην γραπτῶς δημοσίως καί νά ἀποπτύσει τίς αἱρετικές συμπεριφορές του, συντάσσοντας δημόσια Ὀμολογία καί καταδικάζοντας τούς Οἰκουμενιστές καί τόν Οἰκουμενισμόν ἐπισήμως καί ὄχι νά διατηρεῖ στήν ἱστοσελίδα του τά τεκμήρια τῆς ἐνοχῆς του, πού ἀποτελοῦν διαρκές πνευματικόν αὐτοφώρως διωκόμενον ἔγκλημα στόν βαθμόν τοῦ κακουργήματος (Ἐν τῷ μεταξύ «κατέβασε» ἀπό τήν ἱστοσελίδα του τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις ὁ σ. Ἀττικῆς,  ὁπότε ἡ Σύνοδός μας θά τοῦ ὑποδείξει τόν τρόπον τῆς μετανοίας καί τῆς σχετικῆς δηλώσεως, τήν ὁποίαν θά πρέπει νά κάνει, κατά τά συμφωνηθέντα).

 

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς:                            περί ἐπισκόπων

«…Δεν πηγαίνω ποτέ σε Ιερατικά συνέδρια ως ομιλητής. Διαπίστωσα ότι οι εκασταχού Μητροπολίτες πλην ενίων εξαιρέσεων, με βλοσυρότητα Σουλτάνων προσπαθούν να κατατρομοκρατήσουν τους Ιερείς, κυρίως αυτούς που σέβονται την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση και να επιβάλλουν την αθεολόγητη ιδεοληψία τους, τον αδογμάτιστο κοινωνισμό τους ή ακόμη και τα πάθη της ατιμίας τους… Με τέχνη και τρομοκρατία προσπαθούν να τα επιβάλλουν και αυτά…

 

Οι γαστρίμαργοι λένε: «Δεν βλάπτουν τα φαγητά και τα ποτά! Τα εξερχόμενα βλάπτουν». Φανερή η Δεσποτική σοφιστεία στην παρερμηνεία του Ευαγγελίου. Σε όλο το μεγαλείο της!

  

Οι ηθικιστές λένε: «Δράση θέλει ο Χριστός». Εννοείται ποιμαντική δράση, χωρίς αγώνα εσωτερικής κατάστασης. Δράση, δράση… Βράση, βράση… Και στο τέλος εξατμίζονται όλα και μένει άδεια η κατσαρόλα.  

 

 

Οι αμοραλιστές, εκεί να ακούσετε φωνές…

<Δεν ασχολείται ο Θεός, με το πώς λειτουργούν οι γενετήσιες ορμές μας αλλά με την καρδιά μας>.

 

«Καλά, είπα σε κάποιον, ακρωτηριασμένοι θα μπούμε στη Βασιλεία του Θεού; Τα γεννητικά όργανα, δεν συντονίζονται λειτουργικά με την καρδιά; Αν είναι καθαρή η καρδιά, όλος ο άνθρωπος έχει την άκτιστη Χάρη του Θεού, διότι δεν εκφεύγει λειτουργικά από την αρχή και το ατέλεστον τέλος της υποστάσεως, δηλαδή το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν του Αρχετύπου Συνανάρχου Λόγου. Στα ευαίσθητα σημεία του σώματος δεν πηγαίνει η Θεία Κοινωνία; Δεν θεούται όλος ο άνθρωπος; Υπάρχουν σημεία που επικρατεί ο Χριστός και άλλα που διαφεντεύει ο διάβολος; Τί είδους πίστη έχετε; Τί δυαλισμό εισάγετε στην Εκκλησία;» 

 

- “Μα εσείς, απάντησε με κομμένη ανάσα, είστε ενάντια στην ηθική. Πώς τα λέτε αυτά;” 

- “Στη στείρα ηθική της επιφάνειας του εξήγησα. Όχι στην ψυχοσωματική ηθική του βάθους που στην ορθόδοξη γλώσσα λέγεται Ασκητική”.

  
Κατάπιε την γλώσσα του ο τυραννίσκος… 

 

Άλλος με κόλλημα στα λεφτά: “θέλω λεφτά για να κάνω έργο”.  Βαρέθηκαν οι παπάδες του να ακούνε για λεφτά, επιχειρήσεις, επενδύσεις, ιδρύματα, οικονομικά προγράμ-ματα… Αυτά τα βαπτίζει <έργο>, <διαποίμανση>! Χρειάζονται και αυτά σε ένα βαθμό αλλά δεν είναι αυτά το ποιμαντικό έργο…

Άλλος βρίζει τους Αγίους.

Είπε κάποιος:

“επιβάλλω να οικοδομούν Ναούς επ’ ονόματι των Αγίων των πρωτοχριστιανικών χρόνων. Τους νεώτερους δεν τους εμπιστεύομαι”.

 

Δεν ήθελε την Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου και τον Άγιο Νεκτάριο. Και ποιος είσαι εσύ που νομίζεις, πως το εγκόλπιό σου λειτουργεί σωστά, όταν δεν έχεις εγκολπωθεί με νοερά προσευχή το φρόνημα των θεουμένων μέσα στην καρδιά; Τότε μπορείς να ξεχωρίζεις απλανώς. Τώρα συγχύζεις…

Τί το φοράς αυτό το στρογγυλό στο στήθος πάνω στην καρδιά; Δεν έμαθες ποτέ, ότι ο «έσω άνθρωπος τοις έξωθεν σχήμασι διατυπούται;»

Εσύ τί νομίζεις άσχετε; Το εγκόλπιό σου, πρέπει να ξέρεις, που το λανσάρεις επιδεικτικά ως έμβλημα εξουσίας, έχει μία συνάρτηση με το βαθύτερο φρόνημά σου. Με το ήθος της καρδιάς σου. Γι’ αυτό το φοράς στο στήθος σου. Αντανακλά προς τα έξω «τον φερόμενον εν τη καρδία».

Αν δεν το ξέρεις και το φοράς για να λιτανεύεις μια Κολωνακιώτικη εκκλησιαστική αριστοκρατία ως δείγμα ποικίλης υπεροχής, είσαι ένας μασκαρεμένος απατεω-νίσκος, που εκμεταλλεύεσαι την Αποστολική εξουσία, αλλά μισείς την Αποστολική αξία… Τελείς μυστήρια αλλά δεν θεραπεύεις ψυχές. Απεναντίας διαφθείρεις περισσότερο τις ήδη πάσχουσες και αρρωσταίνεις και τα υγιή μέλη της Εκκλησίας. Είσαι επικίνδυνος. Έπρεπε να είσαι στις τάξεις των κατηχουμένων. Το εγκόλπιο στο στήθος σημαίνει: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Βέβαια, αν και είναι ανούσια τα εξωτερικά δείγματα χωρίς καρδιακή συνάρτηση, υποστηρίζω ακράδαντα, ότι πρέπει να διατηρηθεί το ορθόδοξο σχήμα περιβολής των κληρικών στην Ελλάδα. Είναι το μόνο που απομένει να θυμίζει, ότι είναι θεραπευτές και φοράνε και ειδική ιατρική ποδιά που μαρτυρεί την ιδιότητά τους αυτή… 

 

Ο άλλος φωστήρας λέει σε πανορθόδοξες διασκέψεις (το επέβαλε αργότερα στο Μπαλαμάντ):  

«Παπικοί και ορθόδοξοι έχουν την ίδια Ιερωσύνη!!! Οδηγούν δηλαδή στη θέωση ταυτοτρόπως. Οι διαφορές τους είναι ιδεολογικές και δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα της δουλειάς τους…».

 

Φταίω τώρα που ονομάζω ειδωλολατρική την ευχαριστία του και βδελυρή την εσχατολογία του; Μεγάλη πληγή αυτός ο άνθρωπος…

 
Δεν θα παύσω να λέω, ότι ο διάβολος σήμερα πήγε διακοπές γιατί το έργο του το συνεχίζουν οι Επίσκοποι. Τρομοκράτες των αγωνιζομένων και εκπαιδευτές των αλλοτριωμένων… Τα έχω ζήσει… Είπα κάποτε στον Αμερικής Μιχαήλ που μου είπε, ότι είμαι ανεξέλεγκτος αντάρτης: «Άλλο υπάκουος και άλλο δουλοπρεπής».  

Το μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημα είναι οι Αρχιερείς.

Τί πίστη έχουν…

Έχει υποχρέωση ο Επίσκοπος να διδάσκει με έμπνευση τον κλήρο πρωτίστως και το λαό έπειτα, αλλά όχι με όσα εκφράζουν και βολεύουν τον ίδιο.

Κάποτε, στη χειροτονία του, μπήκε ανοιχτό το Ευαγγέλιο πάνω από το κεφάλι του… Δεν είναι, λοιπόν, αυτόβουλος. Δεν έχει ίδιον θέλημα.

Είναι φερέφωνο του Χριστού.

Θα μου πεις πώς να είναι τέτοιος, αφού δεν έχει καρδιακά γευθεί την Χάρη και τον πνίγουν τα πάθη, που τρέφονται σαν γιγαντιαία παράσιτα μέσα στην καρδιά του; Τότε να έχει τον ανδρισμό να ακολουθεί αυτούς για τους οποίους ορκίσθηκε, ότι θα έχει οδηγούς, λίγο πριν την χειροτονία του. Πάνω στο Ευαγγέλιο ορκίσθηκε. Και Ευαγγέλιο σημαίνει όλη την παράδοση των θεουμένων.

Δεν χωρίζουν αυτά.

  

Ένας σε μία συνάντηση μου είπε:

«Πουθενά στο Ευαγγέλιο δεν μίλησε για σαρκικά και αρσενοκοίτες ο Χριστός. Για αγάπη μίλησε, τους πλούσιους ήλεγξε».

«Αυτό δείχνει την πονηριά σου, απάντησα, την ασχετοσύνη σου. Ποιος σου είπε, ότι ο ευαγγελικός λόγος έκλεισε; Και αν χαθούν όλα τα αγιογραφικά κείμενα, όσο υπάρχει η δύναμη της Πεντηκοστής ενεργουμένη στις καρδιές των θεουμένων, πάλι το Άγιο Πνεύμα θα τα υπαγορεύσει… Στόμα Χριστού ήταν και ο Παύλος και καθένας, που μετέχει εμπειρικά στο θεμελιακό αυτό γεγονός, που συνιστά «πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».

 

Ποιά είναι η «πᾶσα ἀλήθεια;» 

Ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και ομιλεί επομένως ο Χριστός μέσω Αυτής;

Μέσω ποίων όμως;

Των υγιών μελών του σώματος, των τεθεραπευμένων.

 

Σε σκότος μπορεί να είσαι εσύ του είπα, ο διαχειριστής της Χάριτος και να σου βάλλει τα γυαλιά μια απλή γιαγιούλα ή ένας τσομπάνος από τα Άγραφα…

Έπειτα, επειδή λες ότι ο Χριστός στο Ευαγγέλιο δεν τα καυτηριάζει αυτά, μάλλον δεν ξέρεις να το διαβάζεις σωστά.

Δεν έχεις ερμηνευτικά κλειδιά.

Δεν αναφέρει ο Χριστός «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ». Τί σημαίνει το «ἀνεκτότερον ἔσται»; Ότι η σοδομιτική αμαρτία ήταν μέτρο σύγκρισης και αξιολόγησης για κάθε άλλη πνευματική ασθένεια!

«Τῶν Σοδομιτῶν ἡ θεήλατος κόλασις φοβερωτέρα πάσης ἐδόκει πᾶσιν…» ερμηνεύουν οι Άγιοι Πατέρες. Τι ήταν αυτό; Ότι «ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας» (Ιούδα 7) ασελγούσαν άνδρες μεταξύ τους, επέκτειναν την ανώμαλη λύσσα και στις γυναίκες τους και έκαναν και με αυτές την ίδια παρά φύση σιχαμερότητα, και το φοβερότερο, ακόμη και τα παιδιά μόλυναν με αυτές τις ορέξεις, κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Αυτή η φοβερή αμαρτία, ασθένεια της ψυχής, επιφέρει καυστικότερη την Άκτιστη ενέργεια του Θεού πάνω τους. Αυτό είναι η κόλασις. Ακαθαρσία, αρρώστια νοός, πληγή βαθιά, που επεκτείνεται στον όλον άνθρωπο. Και η παρουσία του Θεού βιώνεται ως αφόρητη καύσις… Καίγεται ο άρρωστος νούς, και κατά προέκταση όλος ο άνθρωπος που συντονίζεται απ΄ αυτόν. Το Άκτιστο Φως γίνεται «πῦρ καταναλίσκον». 

 

Άρα ο υποκτηνώδης σοδομισμός είναι μέτρο σύγκρισης για όλες τις άλλες πνευματικές ασθένειες. Μόνο που το κακό αρχίζει μέσα από την καρδιά, γι’ αυτό όλα τα τοποθέτησε στην αρχή, στη γένεση του κακού. «ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον», και το πράγμα δεν συμ-μαζεύεται… 


Γι’ αυτό πηγαίνω μόνο στα συνέδρια που δεν επικρατεί δεσποτική συμπεριφορά. Δεσποτική ξενία, οικοδομή και παράκληση γεύεσαι… Τον ευχαριστώ, τόν κάθε αληθινό επίσκοπο, που μου θυμίζει, ότι λειτουργεί ακόμη η Αρχιερωσύνη ως ήθος Χριστού…

Όποιος είναι σίγουρος για τον εαυτό του διαλέγεται ειρηνικά και εμπνέει…

Ο φοβικός και ανασφαλής, μοιάζει με την κουρούνα που είναι πιασμένη σε παγίδα. Βγάζει απεγνωσμένες κραυγές μπας και φοβίσει κάποιους και γλυτώσει έστω την υστάτη…». 


Από ιδιόχειρη επιστολή του π. Ιωάννη Ρωμανίδη στον αείμνηστο αγωνιστή και ομολογητή Θεολόγο Διονύσιο Μπατιστάτο, πρωτανεψιό του Ιωσήφ του Ησυχαστού.
 

 

Κυπριανισμός: Κρυπτο-Οικουμενισμός – Η αίρεση των ημερών μας από τον Πρωτοπρεσβύτερο Βίκτωρα Μελέχοφ

Ημερομηνία δημοσίευσης στον ιστότοπο: 01.02.2013

«Η αμφίβολη Ορθοδοξία της Ομάδας του Μητροπολίτη Κυπριανού»
του Επισκόπου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γκράμπε

(Μετάφραση από *Church News* [στα Ρωσικά], Νο. 5, Σεπτ. – Οκτ. 1994, σελ. 2-4.)

Ευτυχώς, ο Μητροπολίτης Vitaly είχε ζήσει αρκετά, για να δει το λάθος του στην απόφαση του 1994, και κατήγγειλε τον Κυπριανισμόν αρκετά διεξοδικά το 2001. Το γεγονός, ότι ο Μητροπολίτης Vitaly επέλεξε να το κάνει αυτό ως μία από τις πρώτες του αποφάσεις μετά την αποχώρηση από τους ψεύδαδελφούς του υπό την νέαν ROCOR Σύνοδον τῆς Μετροπόλια δέν ἀναιρεῖ τήν ἀξίαν τῆς ἀπόφασης. Ο Laurus χρησιμεύει περαιτέρω, για να υπογραμμίσει τον κίνδυνο αυτής της εκκλησιολογίας ως αίρεσης και όχι μιας απλής «θέσεως». Η απόφασή του περιλαμβάνει τα εξής:

15/01/Μ
16/29 Δεκεμβρίου 2001

Το Ψήφισμα της Ποιμαντικής Συνδιάσκεψης του Καναδικού και Αμερικανικού Κλήρου σχετικά με το ζήτημα της λήξης της ευχαριστιακής κοινωνίας με τον Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής Κύπριανό: Κατωτέρω παρατίθενται αποσπάσματα αυτού του ψηφίσματος.

{«οι πάσχοντες στην πίστη» δεν μπορούν να είναι μέλη της Εκκλησίας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων. «Χωρίς αμφιβολία», λέει ο σεβάσμιος Ιωάννης Κασσιανός ο Ρωμαίος, «όποιος δεν ομολογεί την πίστη της Εκκλησίας είναι έξω από την Εκκλησία». Το ίδιο επιβεβαιώνει και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄: «Τα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού είναι εξ ολοκλήρου αφοσιωμένα στην αλήθεια, και όσοι δεν είναι πλήρως αφοσιωμένοι στην αλήθεια δεν είναι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού». Και ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας διδάσκει: «Όπως ο διάβολος δεν είναι Χριστός, αν και εξαπατά στο όνομά Του, έτσι και τέτοιος δεν μπορεί να θεωρηθεί Χριστιανός καθώς δεν μένει στην αλήθεια του Ευαγγελίου και της Πίστεώς Του». Σε συμφωνία με όλους τους Πατέρες, ο Μέγας Ιεράρχης Γρηγόριος ο Θεολόγος, στη Δεύτερη Επιστολή του κατά Απολλιναρίου, διδάσκει επίσης: «Αποφύγετε αυτούς που κρατούν άλλο δόγμα και θεωρήστε τους ξένους προς τον Θεό και την Παγκόσμια Εκκλησία». Η Επιστολή των Ανατολικών Πατριαρχών για την Ορθόδοξη Πίστη αναφέρει: «Πιστεύουμε, ότι όλοι ανάμεσά μας είναι μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, ακόμη και οι ίδιοι οι πιστοί, δηλαδή όσοι ομολογούν άνευ όρων την αγνή πίστη του Σωτήρος Χριστού». Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εξηγεί επίσης: «Όσοι είναι της Εκκλησίας του Χριστού, οι ίδιοι είναι της αλήθειας. και όσοι δεν είναι της αλήθειας, δεν είναι και της Εκκλησίας του Χριστού…}

η Εκκλησία, έχοντας διαιρεθεί, θα έπαυε να είναι Εκκλησία. Μπορεί να υπάρξει μόνο μια απομάκρυνση από την Εκκλησία - μια απομάκρυνση από αυτήν ατόμων - ή ολόκληρων ομάδων που δεν έχουν το ίδιο πνεύμα με Αυτήν» «Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αίρεση δεν είναι απλώς μια μορφή πνευματικής πάθησης. Η αίρεση είναι πνευματικός θάνατος. Οι ιεροί κανόνες μας καθοδηγούν ξεκάθαρα να απορρίψουμε και να αποφύγουμε κάθε μορφή αίρεση».}

{Αυτός ο «ορθόδοξος» κρυπτοοικουμενισμός, ας πούμε έτσι, ακόμη και ως ανοιχτός Οικουμενισμός, εμπίπτει στο ανάθεμα του 1983 κατά της αίρεσης του Οικουμενισμού, το οποίο κήρυξε η Σύνοδος των Επισκόπων ROCOR υπό την προεδρία του τρίτου Ιεράρχη της Εκκλησίας τῶν Ρώσσων τῆς Διασπορᾶς Μητροπολίτης Φιλάρετος. Αυτό το ανάθεμα επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από το ROCOR Sobor of Bishops το 1998:

«Και σε όσους έχουν κοινωνία με αυτούς τους αιρετικούς, ή που τους βοηθούν και τους συνηγορούν, ή που υπερασπίζονται τη νέα τους αίρεση του Οικουμενισμού, υποθέτοντας, ότι αυτό είναι η αδελφική αγάπη και η ένωση των χωρισμένων Χριστιανών: Ανάθεμα!».}

 

Πῶς πρέπει νά εἶναι ὁ ἐπίσκοπος;

ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α΄ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

Αρχαίο κείμενο

Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

1 Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ.

1 Αξιόπιστος και αληθινός είναι ο λόγος, που θα σας πω· εάν κανείς επιθυμή πολύ το αξίωμα του επισκόπου, καλόν έργον επιθυμεί (εφ όσον πράγματι ποθεί το έργον του υψίστου τούτου λειτουργήματος και όχι την τιμήν του αξιώματος).

1 Ο λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπω, εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδιά του. Ἐὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ.

2 Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν,

2 Αλλ' ας έχη υπ' όψιν του, ότι το καλόν έργον ταιριάζει εις εκλεκτούς ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, ο επίσκοπος να είναι άμεμπτος και ακατηγόρητος· να είναι, σύζυγος μιας μόνης γυναικός και να μην έχη συνάψει δεύτερον γάμον· να είναι εγκρατής και προσεκτικός, σώφρων, σεμνός, φιλόξενος, ικανός να διδάσκη τους άλλους τον λόγον του Θεού·

2 Ἀλλὰ τὸ καλὸν καὶ ὑψηλὸν ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται εἰς καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὥστε κανεὶς να μὴ μπορῇ να εἴπῃ τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει να εἶναι σύζυγος μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ να μὴ ἔχῃ ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός.

3 μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ’ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον,

3 να μη είναι μέθυσος και οργίλος, να μη εκτρέπεται εις χειροδικίας, να μη είναι αισχροκερδής, αλλά να είναι επιεικής, αφιλόνεικος και φιλειρηνικός, αφιλάργυρος.

3 Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος, οὔτε να βιαιοπραγῇ καὶ να δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους, οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας, ἀφιλάργυρος.

4 τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος·

4 Να προΐσταται δε και να κυβερνά με σύνεσιν το σπίτι του, να έχη τέκνα καλώς παιδαγωγημένα, ώστε να υποτάσσωνται με κάθε σεμνότητα.

4 Νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιά, ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε σεμνότητα.

5 - εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται; -

5 Εάν δε κανείς δεν γνωρίζη να κυβερνά καλά το σπίτι του, πως θα ενδιαφερθή και θα φροντίση ορθώς δια την Εκκλησίαν του Θεού;

5 Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾷ καλὰ τὸ σπίτι του, διότι, ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;

6 μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρίμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου.

6 Πρέπει ακόμη να μην είναι νεοφώτιστος και νεοπροσήλυτος εις την πίστιν του Χριστού, δια να μην υπερηφανευθή από το αξίωμα και πέση έτσι εις την ιδίαν καταδίκην, που έπεσε δια την αλαζονείαν του ο διάβολος.

6 Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ να εἶναι νεοκατήχητος, διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν ἐξ ὑπερηφανείας καταδίκην, ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος.

7 δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ποχρεωτική διακοπή το μνημοσύνου                                                     το κηρύσσοντος αρεση

Α. 1. Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΟΥΝΤΑΣ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥΣ ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΜΗΣ
(νάλυση του ΙΕ΄ ερο Κανόνος τς ΑΒ΄                                                                                                  πί γίου Μεγάλου Φωτίου Συνόδου το 861 μ.Χ.)

              ΙΕ΄ ερός Κανόνας τς ΑΒ΄ Συνόδου παγορεύει τήν διακοπήν τς κοινωνίας πρεσβυτέρου πρός τόν προϊστάμενόν του, πίσκοπον, μητροπολίτην Πατριάρχην καί γενικότερα το κατωτέρου κληρικο πρός τόν νώτερόν του, γιά λόγους, τούς ποίους γιος Νικόδημος νομάζει κανονικά γκλήματα, δηλ. γιά πορνείαν, εροσυλίαν, σιμωνίαν καί λλα παρόμοια γκλήματα.[75]

              πιβάλλεται, μως, διακοπή τς κοινω-νίας πρός τούς ηθέντας προέδρους, άν εναι αρετικοί καί κηρύσσουν τήν αρεσή τους παρρησί, κόμη καί πρίν γίνει συνοδική κρίση γιά τήν αρεση ατή. Πρόκειται περί διακοπς το μνημοσύνου τν κηρυσσόντων αρεση προέδρων, πρίν κν γίνει ποιαδήποτε κρίση γιά την ναφυεσαν αρεση, κατά τόν γιον Νικόδημον, πως ρητά ξάγεται πό τήν ρμηνείαν, χι μόνον το ιε΄ τς ΑΒ΄ Συνόδου, λλά καί πό τήν ρμηνείαν του στόν λα΄ ποστολικόν (31ον  ποστολικόν Κανόνα), που καί πάλιν μέγας γιος κάνει διάκριση νάμεσα στήν διακοπήν τς κοινωνίας γιά κανονικά γκλήματα καί γιά κηρυσσόμενη αρεση!

              Τονίζει μεγάλος ρμηνευτής στόν 31ον ποστολικόν: "σοι δέ χωρίζονται πό τόν πίσκοπόν τους πρό συνοδικς ξετάσεως, διατί ατός κηρύττει δημοσί καμμίαν κακοδοξίαν καί αρεσιν, ο τοιοτοι χι μόνον ες τά νωτέρω πιτίμια δέν πόκεινται, λλά καί τήν πρέπουσαν ες τούς ρθοδόξους τιμήν ξιώνονται κατά τόν ιε΄τς Α΄ καί Β΄."[76] 

πό τήν νωτέρω ρμηνείαν το γίου Νικοδήμου συνάγονται                                                        τά ξς δύο σημαντικά συμπεράσματα:
              1ον:
τι παντο, καί στόν παρόντα Κανόνα, Μέγας γιος Νικόδημος κάνει διάκριση νάμεσα σέ κανονικά παραπτώματα καί σέ κηρυσσόμενη αρεση, γιά τήν πέλευση καί διαφοροποίηση τν κανονικν συνεπειν. πως σημειώνει γιος, καί στήν περίπτωση το 3ου ποστολικο, ναφερόμενος στήν ρμηνείαν τν κανονικν πιτιμίων, τά ποα πρέπει ξ νάγκης νά πιβληθον πό β΄ πρόσωπον, τοι τήν Σύνοδον τν πισκόπων, διά νά νεργηθον, τρίτου προσώπου ντα, προστακτικο μή παρόντος, ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ![77]  ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΤΙΜΙΑ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.

2ον: τι πιβάλλεται διακοπή το μνημοσύνου τν κακοδόξων προϊστα-μένων, σχετα πό προηγούμενη συνοδικήν καταδίκην μις κακοδοξίας, πολύ δέ περισσότερον, δηλαδή χωρίς καμμίαν πιφύλαξη, μετά πό συνοδικήν πόφανση, γιά μία αρεση πού κηρύχθηκε στό παρελθόν καί κηρύσσεται καί πάλιν σήμερα.

2. Πο βρίσκεται τ κέντρον βάρους το Κανόνος;

              Στό σπούδασαν στό ρύσασθαι βρίσκεται τό κέντρον βάρος το ιε΄ ερο Κανόνος τς ΑΒ΄ Συνόδου στήν φράση «ο γάρ δι’ αρεσιν τινα παρά τν γίων Συνόδων, Πατέρων, κατεγνωσμένην, τς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας αυτούς διαστέλλοντες ... ο σχίσματι τήν νωσιν τς κκλησίας κατέτεμον, λλά σχισμάτων καί μερισμν τήν κκλησίαν σπούδασαν ρύσασθαι»;

              Τ «ρύσασθαι» το ερο Κανόνος σημαίνει, γι τος ποτειχίζοντες τούς ψευδεπισκόπους ατούς, τι ο γωνιζόμενοι ρθόδοξοι σώζουν, λυτρώνουν τν κκλησίαν π σχισμάτων κα μερισμν. Στό ρύσασθαι, λοιπόν, βρίσκεται τό κέντρον βάρους το Κανόνος. Τό σπούδασαν δέν χει τήν ννοιαν, τι τάχα μελέτησαν, ρεύνησαν, ξέτασαν, πως δοκίμως καί πονηρά ρμηνεύουν κάποιοι τόν κανόνα, λλά, τι σπευσαν μετά σπουδς, γωνίσθηκαν συντονισμένα, νά λευθερώσουν τήν κκλησίαν πό τά σχίσματα πού δημιουργον ο ψευδεπίσκοποι καί ο ψευδοποιμένες, κηρύσσοντας αρέσεις καί φαρμόζοντας καινοτομίες.   

              φο ο ποτειχίζοντες τούς αρετικούς ψευδο-ποιμένες σώζουν, λυτρώνουν, ύονται τν κκλησίαν πό σχισμάτων καί μερισμν, ο παραμένοντες σ κοινωνίαν μ τν ψευδεπίσκοπον οδόλως βλάπτονται; 

              Δέν εναι δυνατόν ο γωνιζόμενοι γιά τήν διατήρηση τς νότητος τς κκλησίας καί πο-τειχίζοντες τούς ψευδοποιμένες νά τιμνται διαίτερα ς ρθόδοξοι καί νά διώκονται μάλιστα γιά τήν μολογίαν τους ατήν, στερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, νά γίνονται θέατρον στόν κόσμον καί γγέλοις καί νθρώποις, ο μωροί διά Χριστόν, καί ο λλοι νά πολαμβάνουν τν τιμν τν ψευδοποιμένων, τύπου Βαρθολομαίου, λπιδοφόρου κλπ. καί νά μήν βλάπτονται πό τήν ξακολούθηση τς κοινωνίας μαζί τους!!! Μολύνονται θανασίμως! Κυρίως μολύνονται καί μεταφέρουν τόν μολυσμόν στά ποίμνιά τους ο διάφοροι μεγαλόσχημοι πίσκοποι, ρχιμανδρίτες, γούμενοι καί διάφοροι «πνευματικοί», ντες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, νεκροφόροι!

            ταν, βέβαια, πάρχει θεσμικ, διαχρονική, δημόσια καί πασίδηλη λλοίωση τς παραδόσεως καί τν ερν θεσμίων, πως στν περίπτωση τς πάρατης Νεοημερολογιακς λλαγς, λλοίωση τς πίστεως διαχρονικά  καί  νωση μ προκαταδικασμένους αρετικος, (Λατίνους, Μονοφυσίτες), ναγνώριση το Οκουμενισμο πισήμως στό Κολυμπάρι, δηλ. κκλησιοποίηση τς αρέσεως, νεκροποιονται ατές ο συναγωγές το Σαταν, φο ο ψευδεπίσκοποι πού τίς κπροσωπον κπίπτουν τς ερωσύνης, κατά τούς κανόνες α΄ καί β΄ τς Γ΄ Οκουμενικς Συνόδου.

          Μέ τόν διον τρόπον ντιμετωπίζονται μέν ς πρός τόν πιβαλλόμενον ποτειχισμόν τους καί ο  μεμονωμένοι πισκοποι, πρεσβύτεροι, ψευδοποιμένες, πού κηρύσσουν κάποιαν αρεση. Στίς περιπτώσεις ατές, σοι μένουν μέσα στήν συναγωγήν τν πονηρευομένων ατν ψευδεπισκόπων ν γνώσει τς κηρυσσομένης αρέσεως, κπίπτουν τς ερωσύνης, λλά δέν πέρχεται, καί μάλιστα ατομάτως, δι’ λην τήν τοπικήν κκλησίαν νεκροποίηση.

προσταγή το ιε΄ ερο Κανόνα φαρμόζεται, χι μόνον γιά τήν δυνατότητα καί τήν ποχρέωση τς ποτειχίσεως, πού εναι πέρα γιά πέρα δικαιολογημένη καί πιβαλλόμενη, παρέχοντας παρκ βάση ποτειχισμο λων ατν τν ψευδεπισκόπων, λλά  ποτελε καί τράνταχτο κανονικόν θεμέλιον, το γνα γιά τήν παλλαγήν τς κκλησίας πό τήν λυτ-τσαν αρεσιν.

3. κ τς κοινωνίας μέ τήν αρεση το Νεοημερολογιτισμοκουμενισμο μολυσμός λων, τν ερέων, τν διακόνων,                                   τν μοναχν καί τν λαϊκν

              Εναι δυνατόν ο αρετικοί νά παρέχουν τήν σωτηρίαν σέ σους παραμένουν σέ θανάσιμη κοινωνίαν μέ ατούς, μετά τά σα χουν δη καταστε πασίδηλα -(ΓΝΩΣΤΑ σέ λους)- στήν παγκόσμια ρθοδοξίαν καί ο πάντες πλέον εναι ν πλήρει συνειδήσει τν διαδραματιζομένων, γιά τούς ποίους σχύει τό: «ε καί τος λογισμος ο κατεποντίσθησαν», μως, «τ κοινωνί τς αρέσεως συνόλλυνται», κατά τόν μέγαν μολογητήν γιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην; [78]

άν, καί κατά τόν γιον Θεόδωρον τόν Στουδίτην, πως καί κατά τούς γιορετες Πατέρες, τούς πί το Λατινόφρονος ατοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες γιορετες Πατέρες, πρός τόν ποον γραφαν: "...καί πς τατα νέξεται ρθοδόξου ψυχή, καί οκ ποστήσεται τς κοινωνίας τν μνημονευσάντων ατίκα, καί ς καπηλεύσαντας τά θεα τούτους γήσεται; ... Πλήν τι μολυσμόν χει κοινωνία, κ μόνου το ναφέρειν ατόν, κν ρθόδοξος εη ναφέρων"[79]. χει μολυσμόν κοινωνία μέ τήν ναφοράν το νόματος το αρετικο, κονο-μάχου πισκόπου τότε καί Οκουμενιστο - Νεοημερολογίτου σήμερα), στω καί ν εναι ρθόδοξος ναφέρων,[80] τότε, τί «βάπτισμα» καί τί «μυστήρια» παρέχει αρετικός πίσκοπος ερεύς, πού τόν μνημονεύει, καί ποιά χάρη παίρνουν ο πιστοί πό τόν μολυσμόν ατόν;

πομένως, διακόπτων τήν κοινωνίαν μέ τούς αρετικούς καί προσ-ερχόμενος στήν κκλησίαν τν Πατέρων, προσέρχεται καί ποκηρύσσει τήν αρεση -(σήμερον το Νεοημερολογιτισμοκουμενισμο)- μέ λίβελλον καί μυρώνεται, σύμφωνα μέ τούς ερούς Κανόνες, κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, (47ος ερός Κανών), καί κατά τόν γιον Νικόδημον τόν γιορείτην (σέ πολλά μέρη το ερο Πηδαλίου). άν δέ δέν χει τηρηθε τριττή κατάδυση, βαπτίζεται καί, ν εναι ερωμένος, χειροθετεται[81].

              γιος, διαίτερα, ναφερόμενος στίς χειροτονίες τν αρετικν Εκονομάχων, πού γιναν δεκτοί πό τήν Ζ΄ Οκουμενικήν Σύνοδον γράφει:

                      «Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τς αρέσεως καί τούς μπαθς γκειμένους καί μή γνησίως καί ληθς μετανοοντας, πως επεν θεος Ταράσιος. Δέχθηκε κείνους πού κολούθησαν τούς πρωτάρχας τν αρέσεων καί πού μετανόησαν ελικρινά, καί κείνους πού χειροτονήθηκαν πό τούς αρετικούς Εκονομάχους δέν ναχειροτόνησεν, φο μολόγησαν τήν ρθοδοξίαν, πως φαίνεται πό τήν α΄ πράξη τς Ζ΄ Οκουμενικς. πίσης, μερικν αρετικν δέχθηκε τό βάπτισμα δι οκονομίαν», πως σημειώνει γιος. Τήν περιστατικήν καί καιρικήν οκονομίαν δέν τά κανεν ρον γία Ζ΄ Οκουμενική. Καί πό τήν Σύνοδον ατήν πορρέει βιάστως, τι φειλαν ο πίσκοποι νά χουν διακόψει τήν κοινωνίαν μέ τούς Εκονομάχους καί πρίν πό τήν τήν Ζ΄Σύνοδον. ποχρεωτικότητα τς διακοπς τς κοινωνίας εναι ατονόητη καί γιά τήν Ζ΄Οκουμενικήν! Γιά λόγους ποιμαντικούς καί πειδή πιπόλαζαν (=κυριαρχοσαν κόμη) ο Εκονομάχοι, δέχθηκε κάποιους Ζ΄ Οκουμενική καί πάντως μετά τήν πόπτυση τς βδελυρς αρεσης, τς μπρακτης μετανοίας καί τήν σύνταξη λιβέλλου.

              βιογράφος, πίσης, το γίου Μαξίμου το μολογητο ναφέρει, τι κοινωνία μέ τόν αρετικόν Σέργιον, πρίν γίνει κάποια συνοδική κρίση, ταν ατία τς φυγς το γίου Μαξίμου πό τήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά μή μολυνθε!

              Περί μολυσμο πό τήν κοινωνίαν μέ τήν μονοθελητικήν αρεση γράφει π λέξει:"πεί δ ώρα, ( γιος Μάξιμος), ς νωτέρω φαμεν, τν τν Μονοθελητν τηνικατα αρεσιν ες τέλειον μλλον κτεινομένην, κα δεινς καθ μέραν π τν τς σεβείας προστατν αξανομένην, στενε μν κα πένθει βαρυτάτ συνείχετο, οκτιζόμενος μάλιστα κα τος τ παράνομα δρντας, οκ εχε δ ,τι κα πράξοιεν αυτ, οτω το κακο ες μετρον κχυθέντος, κα ώαν μικρο πσαν καταλαβόντος κα σπέριον. θεν κα ν τοσούτοις δεινος, τοθ' ερίσκει μόνον αυτ τ λυσιτελον, κα τος πράγμασιν. πεί γρ γίγνωσκε τν πρεσβυτέραν Ρώμην το τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους, (σ.σ. = το μολυσμο) κα σον ν φρικ, κα σον ν λλοις τόποις κα νήσοις κείναις τας πέριξ, λιπν τ νταθα, κεσε πιφοιτ, συνηγορίαν δώσων τ λόγ κα τος κε συνεπόμενος ρθόδοξοις∙"

              Τος γίους Πατέρες κα Διδασκάλους μιμήθηκαν κα ο γιορετες σιομάρτυρες πού μαρτύρησαν π Βέκκου το Λατινόφρονος κα γραψαν τν περίφημη κείνη πιστολν πρς τν Ατοκράτορα Μιχαλ τν Παλαιολόγον, ποία εναι θεολογικώτατη κα πλήρης θείων ληθειν, που περί το μολυσμο κ τς αρέσεως. διαλαμβάνονται τά ξς:

              "μπεριέχεται δ κα στν ΙΕ΄ Κανόνα τς γίας κα μεγάλης Α΄ κα Β΄ πονομασθείσης Συνόδου, τι χι μόνον νεύθυνοι εναι, λλ κα τι πρέπει ν παινονται ατο ο ποοι ποσχίζονται π ατος πο εναι προφανς αρετικο κα διδάσκουν δημόσια, αρετικ διδάγματα, κα πρν ν πάρξη συνοδικ καταδίκη τους, κριβς, πειδ ρθόδοξος το Χριστο κκλησία τν ναφορν το νόματος το ρχιερέως, κατ τν τέλεσιν τς ναίμακτου θυσίας, τν θεωροσεν πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μ τν μνημονευόμενον ρχιερέα κα τ φρόνημά του. Διότι χει γραφε στν ξήγησιν τς Θείας Λειτουργίας, τι ναφέρει ερουργν κα τ νομα το ρχιερέως ... κα τι εναι κοινωνς ατο κα τς πίστεως κα διάδοχος τν Θείων μυστηρίων... (καί) τι μολυσμν χει κοινωνία μ μόνην τν ναφορν ατο, στω κα ν εναι ρθόδοξος ναφέρων".[82]

Μέγας Φώτιος ες τόν λόγον του «Περί τς το γίου Πνεύματος μυσταγωγίας» ναφέρει τά ξς: «Καί οδέ τν το θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι φωνήν, ν ατοί κατά τν Πατέρων ατν μετά πολλς πορρίπτουσι τς κακουργίας. Καί γάρ οτος τήν ξουσίαν λαβών δεσμεν καί λύειν καί το δεσμο φοβερόν μα καί κραταιόν (μέχρι γάρ ατς ναφέρεται τς βασιλείας τν ορανν), οτος δή μεγάλη καί διαπρυσΐ κέκραγε τ φων“Κν μες γγελος ξ ορανο εαγγελίζηται μν παρ’ εαγγελιζόμεθα μν, νάθεμα στω”.

»Παλος σίγητος τς κκλησίας σάλπιξ τοσοτος καί τηλικοτος τούς παρά τό Εαγγέλιον τερόν τι τολμντας φρόνημα λαβεν καί παρεισάγειν τ ναθέματι παραπέμπει, καί ο τούς λλους μόνον, οτινες τοτο τολμήσειαν, ρας νυπερβλήτοις πάγει, λλά καί αυτόν, νοχος ε φθείη, πρός τήν σην συνωθε δίκην. Καί οδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τς ποφάσεως περιγράφει, λλά καί τόν ορανόν ατόν ρευν∙ κν γγελον ερ τος πί γς κεθεν πιστάντα καί τερόν τι παρά τό εαγγελικόν εαγγελιζόμενον κήρυγμα, τος μοίοις δεσμος ποβάλλει καί τ διαβόλ παρα-πέμπει»[83]

δ, μολογε κατ’ ρχάς Μέγας Φώτιος τι πόστολος Παλος λαβε τήν ξουσία το δεσμεν καί λύειν καί χι, πως ο ντιφρονοντες τό ννοον τήν ξουσία το νά παραπέμπει στήν Σύνοδον τούς αρετικούς. Μάλιστα ναφέρει Άγιος, ξουσία του πεκτάθηκε καί στόν ορανό, φ’ σον δηλαδή ναθεματίζει καί γγέλους, ν κηρύττουν κάτι ντίθετο στό εαγγελικό κήρυγμα. ναφέροντας ν συνεχεί τό χωρίον το ποστόλου Παύλου (Γαλατ. 1,8) τό ρμηνεύει λέγοντας τι «τούς παρά τό Εαγγέλιον τερόν τι τολμντας φρόνημα λαβεν καί παρεισάγειν, τ ναθέματι παραπέμπει».

              ρα λοιπόν, λους ατούς, π. Παλος τούς παραπέμπει ες τό νάθεμα, σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιο καί χι στήν Σύνοδον. Τά λόγια το ποστόλου Παύλου Μέγας Φώτιος τά ναφέρει ς καταδικαστικήν πόφαση: «Καί οδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τς ποφάσεως περιγράφει». ν συνεχεί πεκτείνει τήν ξουσίαν το ποστόλου Παύλου στόν ορανόν: «λλά καί τόν ορανόν ατόν ρευν». Στήν ρευναν το ορανο ξετάζει τό φρόνημα τν γγέλων: «κν γγελον ερ τος πί γς κεθεν πιστάντα καί τερόν τι παρά τό εαγγελικόν εαγγελιζόμενον κήρυγμα...». Ατούς τούς γγέλους, ο ποοι θά χουν λλο φρόνημα πό τό εαγγελικόν «τος μοίοις δεσμος ποβάλλει καί τ διαβόλ παραπέμπει».

π’ ,τι φαίνεται λοιπόν, περιορίζουν φελς τήν ξουσίαν το ποστόλου Παύλου μλλον τήν καταργον καί τήν ποδίδουν στήν Σύνοδον, πργμα τό ποον σημαίνει γιά τίς μέρες μας, τι τήν ξουσίαν το ποστόλου Παύλου τήν ποδίδουν στούς διους τούς Αρετικούς.

Στο ργον το Μεγάλού Φωτίου «Σύνταγμα τν Κανόνων[84] ναφέρονται και τά ξς: «παντα τά παρά τήν κκλησιαστικήν παράδοσιν καί τήν διδασκαλίαν καί ποτύπωσιν τν γίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα μετά τοτο πραχθησόμενα, νάθεμα»[85] Ο Πατέρες ατοί, συνοδικς διασκεψάμενοι, ναθεματίζουν πέραν τν λλων καί κάθε μελλοντικήν καινοτομίαν.

Ο λέγοντες τι, γιά νά χει σχύν ναθεματισμός το ποστόλου Παύλου, πρέπει νά πιληφθε Σύνοδος, ποία θά κρίνει καί θά καταδικάσει τόν αρετικόν πίσκοπον, σφάλλουν. ν εναι τσι τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερον δέν σχύει μελλοντικός ναθεματισμός τν Πατέρων ατν καί μάλιστα, γιά καινοτομίες πού φορον τήν διδασκαλίαν τν γίων Πατέρων καί τήν κκλησιαστικήν Παράδοση. Τότε στήν περίπτωση ατή, στό Συνοδικόν τς Ζ΄ Οκουμενικς ναθεματισμός αυτός, κατ’ ατούς, θα πρέπει να εναι λάθος!

Καί π. Παλος χει ατήν τήν ξουσία νά ναθεματίζει τούς αρετικούς λων τν ποχν, καί ο Πατέρες τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου χουν τήν ξουσίαν νά ναθεματίζουν τούς μελλοντικούς αρετικούς, λλά κόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες.

γ. Θεόδωρος Στουδίτης ν προκειμέν ναφέρει τά ξς: «λλ κα λλος ε τις εη τοτοις μνυμος, μως αρετικς κατ τν κενων αρεσιν τραν, κν πσκοπος, κν σκητς, κν στισον, νθεμα στω. λλ κα ε τις μ ναθεματζοι εκαρως κατ τ ναγκαον πντα αρετικν, εη τς ατν μερδος»[86] Καί σέ λλην, πίσης, πιστολή, σιος ναφέρει: «πειδή πς ρθοδοξν κατά πάντα, πάντα αρετικόν δυνάμει κν ο ρήματι, ναθεματίζει»[87] Σημειωτέον, τι καί τά δύο ατά χωρία το σίου Θεοδώρου το Στουδίτου εναι πό πιστολές, πού τίς πέστειλε κατά τήν χρονική περίοδον τς μοιχειανικς αρέσεως.

4. Τί προκύπτει πό τόν 15ον Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου :

 διακοπή το μνημοσύνου το κηρύσσοντος αρεση αρετικο πισκόπου ρχικά πιβάλλεται πό τόν 15ον Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861) το Μ. Φωτίου, ταν  πίσκοπος δημο- σίως κηρύσσει «γυμν τ κεφαλ», δηλαδή φανερά, προκάλυπτα, αρεση, καταδικασμένη πό Συνόδους  γίους  Πατέρες[88]πό τόν ερόν ατόν Κανόνα ατόν προκύπτουν τά ξς:

(α)  διακοπή μνημοσύνου δέν φορ μόνον τόν οκεον πίσκοπον, λλά καί λους τούς πισκόπους, πού εναι κοινωνικοί πρός αύτόν. Περί τούς δεκαπέντε (15) Ιεροί Κανόνες πιστηρίζουν τήν οσιώδη κκλησιολογικήν ατήν ρχήν, « κοινωνν κοινωνήτ κοινώνητος στω», (νδεικτικς ναφέρουμε τόν Ι΄ (10ον) τν γίων ποστόλων καί τόν Β΄ (2ον) τς ντιοχείας).

(β) Οτε συνιστται οτε πιβάλλεται διακοπή μνημοσύνου νά εναι συντεταγμένη, νά γίνει δηλαδή πό πολλούς, γιά νά μήν εναι, δθεν, μεμονωμένη. Μπορε καί νας πλός πρεσβύτερος καί διάκονος νά προχωρήσει σέ διακοπήν μνημοσύνου, πως καί κάθε μοναχός καί ναγνώστης καί λαϊκός, φόσον εναι μέλος τς κκλησίας, που μνημονεύεται αρετικός, φείλει νά μήν κοινωνε μέ τόν Πρεσβύτερον, Διάκονον πνευματικόν, γέροντα, πού κοινωνον μέ τούς λεγομένους ατούς κανονικούς, κληρικούς[89].

(γ)  πίσκοπος, το ποίου τό μνημόσυνον διακόπτεται, πρέπει νά κηρύσσει δημόσια τήν αἵ-ρεσή του.

(δ) Τήν διακοπήν ατήν το μνημοσύνου ερός Κανόνας τήν χαρακτηρίζει ς ποτείχιση· «τς πρός τόν καλούμενον πίσκοπον κοινωνίας αυτούς ποτειχί-ζοντες». Δέν εναι λλον πργμα ποτείχιση καί λλον διακοπή μνημοσύνου. Δέν πάρχει λλη ποτείχιση πό τήν διακοπήν μνημοσύνου, στε νά νομίζουν μερικοί, τι ποτειχίζονται, χωρίς νά προβον σέ διακοπήν μνημοσύνου.

(ε)  ποτείχιση ατή δέν προκαλε σχίσμα, διότι δέν ποτειχίζεται κανείς πό τήν κκλησίαν, λλά πό τήν αρεση[90]. Δέν ποτειχίζεται πό ρθόδοξον πίσκοπον, λλά πό δθεν πίσκοπον, πό «τόν καλούμενον πίσκοπον αυτούς ποτειχίζοντες», τόν ποον ερός Κανόνας ποκαλε ψευδεπίσκοπον καί ψευ-δοδιδάσκαλον.

(στ) Ο διακόπτοντες τό μνημόσυνον το αρε-τίζοντος πισκόπου δέν διαπράττουν κανονικόν παράπτωμα· γι΄ ατό καί δέν πόκεινται σέ καμμίαν κανονικήν δίκην καί πιτίμηση, δηλαδή δέν εναι δυνατόν  νά παραπέμπονται σέ πισκοπικά συνοδικά δικαστήρια.

(ζ) Καί χι μόνον δέν πρέπει νά παραπέμπονται σέ δικαστήρια καί νά τιμωρονται, λλά ντίθετα πρέπει νά τιμνται διαίτερα, διότι προφυλάσσουν τήν κκλησίαν πό σχίσματα καί διαιρέσεις, δέν προκαλον σχίσμα. Τά σχίσματα τά προκαλον ο αρετικοί πίσκοποι.

(η) Δέν εναι παραίτητον αρετικός πίσκοπος νά χει καταδικασθε πό Σύνοδον, στε μετά τήν συνοδικήν καταδίκην του νά γίνει διακοπή μνημοσύνου, (πού τότε εναι ατονόητη ποχρέωση ποτειχίσεως). Ατό πιτρέπεται καί πιβάλλεται νά γίνει κυρίως πρό τς συνοδικς καταδίκης του, «πρό συνοδικς διαγνώσεως»[91].

ερός Κανόνας εναι σαφής καί μόνον γράμματοι καί διάβαστοι δυσκολεύονται νά τόν κατανοήσουν κάποιοι τόν παρερμηνεύουν, γιά νά μήν ποστον σα παγορεύει: «Ο τοιοτοι, (ο διακόπτοντες τήν μνημόνευση), ο μόνον τ κανονικ πιτιμήσει οχ πόκεινται, πρό συνοδικς διαγνώσεως αυτούς τς πρός τόν καλούμενον πίσκοπον κοινωνίας ποτειχίζοντες, λλά καί τς πρεπούσης τιμς τος ρθοδόξοις ξιωθήσονται. Ο γάρ πισκόπων, λλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί ο σχίσματι τήν νωσιν τς κκλησίας κατέτεμον, λλά σχισμάτων καί μερισμν τήν κκλησίαν σπούδασαν ρύσασθαι».

(θ) Εναι παραλογισμός λογικός, θεολογικός, κκλησιολογικός, νομικός, τό νά δεχθε κανείς, τι διακοπή μνημοσύνου προκαλε σχίσμα. Εναι δυνατόν δια κκλησία μέ Κανόνα πίσημης καί περιφανος συνόδου, στήν ποίαν μάλιστα προήδρευε Μέγας Φώτιος, μεγαλειώδης διδάσκαλος, θεο-λόγος, κανονολόγος, νομικός, φιλόσοφος, καί πλεστοι λλοι πίσκοποι, νά συνιστον τήν τέλεση σχίσματος καί μάλιστα χι μόνον ναντίον τς κκλησίας, λλά καί ναντίον τν δίων ς πισκόπων; κκλησία μέ τίς συνόδους προσπαθε νά κρατήσει τά μέλη της μέσα στά ριά της, προφυλάσσοντάς τα πό τίς αρέσεις καί τά σχίσματα. Εναι δυνατόν νά τούς λέγει «διακόψτε τό μνημόσυνον το πισκόπου καί βγτε κτός κκλησίας»;

(ι)  διακόπτων τό μνημόσυνο φαρμόζει τήν κανονικήν σύσταση τήν ραν πού τελε τήν Θείαν Εχαριστίαν, τήν ραν πού λειτουργε· ατό σημαίνει, πώς ερός Κανόνας πιτρέπει τήν τέλεση τς Λειτουργίας, χωρίς νά μνημονεύεται πίσκοπος· δέν ρίζει, τι διακόπτων τό μνημόσυνον πρέπει νά παύσει νά λειτουργε, διότι δθεν Λειτουργία τελεται «ες τό νομα το πισκόπου», (φε τς βλσφημίας), καί που δέν μνημονεύεται πίσκοπος τάχα τά μυστήρια εναι κυρα, κατά τήν πρωτοφαν καί πεπλανημένην γνώμην το καί σωματικά νεκρο βδελυρο αρετικο νοήτου καί βλασφήμου ψευδομητροπολίτου Περγάμου ωάννου Ζηζιούλα, πέρ τς ποίας δέν πάρχει καμμία γιογραφική καί πατερική μαρτυρία, παρά μόνον αρετικός δεσποτικοκεντρισμός, καί αρεση τς  δεσποτοκρατίας.

Θά συνιστοσαν ποτέ νά γίνονται κυρα μυστήρια Μ. Φώτιος καί ο λοιποί θεοφόροι Πατέρες τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πού συνιστον τήν δια-κοπήν το μνημοσύνου; Τά μυστήρια λα καί Θεία Λειτουργία τελονται ες τό νομα τς γίας Τριάδος ες τό νομα το Χριστο καί χι ες τό νομα το πισκόπου. Δέν χρειάζεται νά πεκταθομε περισσότερον γιά ατονόητα πράγματα.

Μνημονεύουμε πλς νδεικτικά ατό πού λέγει πόστολος Παλος στούς Κορινθίους, πού εχαν διαιρεθε σέ μάδες παδν πί κεφαλς τν ποίων βαζαν κάποιους ποστόλους-διδασκάλους καί χι τόν Χριστόν. Διδάσκει Μέγας πόστολος Παλος λέγοντας, τι Χριστός εναι ρχηγός τς σωτηρίας, πού σταυρώθη πέρ μν, καί ες τό νομα το Χριστο τελονται τά Μυστήρια. «Μεμέρισται Χριστός; Μή Παλος σταυρώθη πέρ μν;  ες τό νομα Παύλου βαπτίσθητε; Εχαριστ τ Θε, τι οδένα μν βάπτισα»[92] ν, λοιπόν, ορανοβάμων καί θεόπτης Παλος ρνεται, τι τελε ες τό νομά του τό Μυστήριον το Βαπτίσματος, πόσον γωισμόν καί παπικήν περηφάνειαν κρύπτει Ζηζιούλεια γνώμη καί λλων νοήτων ψευδεπισκόπων, τι Θεία Εχαριστία τελεται «ες τό νομα το πισκόπου» κηρυσσόντων τήν βδελυρή αρεση τς Δεσποτοκρατείας;

διος Κύριος ποστέλλων τούς μαθητάς νά μαθητεύσουν πάντα τά θνη τούς δωσεν ντολήν, νά βαπτίζουν ες τό νομα τς γίας Τριάδος: «Πορευθέντες ον μαθητεύσατε πάντα υά θνη, βαπτίζοντες ατούς ες τό νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος» [93]

Συνιστντας δέ καί δρύοντας τό Μυστήριον τς Θείας Εχαριστίας, κατά τήν τέλεση το Μυστικο Δείπνου, δέν επεν, τι ατό θά τό τελετε στό νομά σας, λλά γιά νά θυμσθε μένα· «Τοτο ποιετε ες τήν μήν νάμνησιν»[94]

Θεία Λειτουργία καί ο λλες κολουθίες ρχίζουν μέ τριαδολογικήν πίκληση «Ελογημένη βασιλεία το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος» καί «Ες τό νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος»  «Ελογητός Θεός μν πάντοτε …». Δέν ρχίζουμε μέ πίκληση το νόμα-τος κάποιου πισκόπου.

ς κάνουν τόν κόπον ο διάφοροι καί νόητοι αρετικοί καί σίγουρα διάβαστοι «πίσκοποι», μερικοί τν ποίων οτε τίς μιλίες πού τούς γράφουν λλοι μπορον νά ναγνώσουν, καί νά δον σέ κάποιο λεξικόν τς Κ. Διαθήκης (Concordantia) στήν λέξη «νομα», γιά νά δον τό νομά ποίου πεκαλοντο ο γιοι πόστολοι, γιά νά πιτελέσουν θαύματα; Τό νομα κάποιου ξ ατν λα γίνοντο «ν τ νόματι το Κυρίου μν ησο Χριστο», «νομάζοντες τό νομα Χριστο», σέ μέτρητα γεγονότα καί περιστάσεις. Μνημόνευση το πισκόπου γίνεται γιά λλους λόγους πού ναλύουμε κτεταμένα στήν μελέτην μας Θεμελιώδεις ρχές τς ρθόδοξης Δογματικς καί χι γιατί ποτελε οσιδες στοιχεον το Μυστηρίου, χωρίς τό ποον τό μυστήριον εναι δθεν κυρον. Σέ ποιά ρθόδοξη Δογματικήν διδάσκεται ατή κακόδοξη διδασκαλία;

ρθοδοξία μέχρι καί σήμερα κδέχεται τήν κκλησίαν ς μίαν Εχαριστιακήν κοινωνίαν, πού ξωτερική της ργάνωση, σον ναγκαία κι ν εναι, ρχεται σέ δεύτερη θέση, σον φορ στήν σωτερικήν, μυστηριακήν ζωήν της. ρθοδοξία τονίζει τήν τεράστιαν σημασίαν πού χει τοπική κοινότητα στήν δομήν τς κκλησίας. Ο νθρωποι χουν τήν τάση νά βλέπουν τήν κκλησίαν ς κάποιαν διοικητικήν ργάνωση, στήν ποίαν κάθε τοπικό σμα σχηματίζει μέρος νός ερύτερου καί πιό περιεκτικο λου... τοπική ρθόδοξη κοινότητα, μως, γιά τήν ρθοδοξίαν εναι κκλησία, φο κκλησία εναι μία Εχαριστιακή κοινωνία, πού πραγματώνει τήν ληθινήν της φύση, ταν τελε τόν Μυστικόν Δεπνον καί κοινωνε στό τελούμενον μυστήριον τό Σμα καί τό Αμα το Χριστο. Εχαριστία τελεται τοπικά σέ κάθε συγκεκριμένην κοινότητα, πού εναι συναγμένη γύρω πό τόν ρθόδοξον πίσκοπόν της τόν ερέα της, άν πίσκοπος κακοδοξήσει. Πολύ περισσότερον, ταν πίσκοπος κοινωνήσει μέ αρετικούς καί κοινότητα μέ τόν ερέα της ποτειχιστε πό τόν τοιοτον πίσκοπον μητροπολίτην πατριάρχην, κατά τούς ιε ΄ ερόν Κανόνα τς ΑΒ ́ ερς Συνόδου σέ συνδυασμόν μέ τόν 31ον ποστολικόν, καί διαίτερα κατά τούς α ΄καί β ́ τς Γ ́ Οκουμενικς Συνόδου, κατά τούς ποίους κπίπτουν τς ερωσύνης ο νούμενοι μέ τούς αρετικούς τοιοτοι πίσκοποι. Γι' ατό κάθε ρθόδοξη κοινότητα, καθώς τελε τήν Θείαν Εχαριστίαν κάθε Κυριακή, εναι κκλησία στήν πληρότητά της. Εναι Καθολική κκλησία, πειδή σέ κάθε τοπικήν τέλεση τς Εχαριστίας παρίσταται λόκληρος Χριστός!

κκλησία μέ τόν ρθόδοξον ερέα της καί τούς ρθοδόξους πιστούς εναι, πομένως, Καθολική κκλησία στήν πληρότητά της καί χωρίς τόν κπεσόντα αρετικόν καί κακόδοξον ψευδεπίσκοπον, άν δηλ. καλούμενος πίσκοπος κηρύξει π’ κκλησί αρεση, πειδή σέ κάθε τοπική τέλεση τς Εχαριστίας παρίσταται λόκληρος Χριστός, ποος νώνει τά ρθόδοξα μέλη της, πού συγκροτον τό Σμα Της μέ τήν Κεφαλήν πού εναι Ατός Χριστός!

τέλεση τς Θείας Λειτουργίας, πομένως, γίνεται στό νομα το Χριστο καί χι το πισκόπου, πως κακόδοξα δίδαξαν διάφοροι ψευδεπίσκοποι, κυρίως Νεοημερολογίτες, τά τελευταα χρόνια. εσοδος στήν Βασιλείαν το Θεο, κατά τήν ναρξη τς Θείας Λειτουργίας, πως σημειώσαμε, γίνεται μέ τήν πίκληση το περ πάντων νόματος τς Παναγίας Τριάδος πό τόν ερέα, πού μετέχει τς μις ερωσύνης το Χριστο, στήν ποίαν μετέχει κατά τρόπον, στε κάθε ερεύς νά μήν κατέχει να τμμα της, λλά τό λον, καί ερεύς καί πιστοί ποτελον τήν τοπικήν Καθολικήν κκλησίαν, χοντας διακόψει κάθε κοινωνίαν πρός τόν αρετικόν πίσκοπον. Καί κατ’ ξοχήν περφυής μεταβολή τν Τιμίων Δώρων δέν γίνεται στό νομα το πισκόπου, λλά πικαλουμένου το ερέως: «πίβλεψον π' μ τν μαρτωλν κα χρεον δολόν Σου, κα καθάρισόν μου τν ψυχν κα τν καρδίαν π συνειδήσεως πονηρς, κα κάνωσόν με τ δυνάμει το γίου Σου Πνεύματος, νδεδυμένον τν τς ερατείας χάριν, παραστναι τ γί Σου ταύτ τραπέζ κα ερουργσαι τ γιον κα χραντόν Σου Σμα κα τ τίμιον Αμα. Σο γρ προσέρχομαι, κλίνας τν μαυτο αχένα, κα δέομαί Σου. Μ ποστρέψς τ πρόσωπόν Σου π’ μο, μηδ ποδοκιμάσς με κ παίδων Σου· λλ' ξίωσον προσενεχθναί Σοι π’ μο το μαρτωλο κα ναξίου δούλου Σου τ δρα τατα. Σ γρ ε προσφέρων κα προσφερόμενος κα προσδεχόμενος κα διαδιδόμενος, Χριστ Θες μν».

ερεύς, ρχόμενος τς γίας ναφορς, πεύ-χεται μυστικς πρός τόν Θεόν Πατέρα: «ξιον κα δίκαιον σ μνεν, σ ελογεν, σ ανεν, σο εχαριστεν, σ προσκυνεν ν παντ τόπ τς δεσποτείας σου. Σ γρ ε Θες νέκφραστος, περινόητος, όρατος, κατάληπτος, ε ν, σαύτως ν, σ κα μονογενής σου Υἱὸς κα τ Πνεμά σου τ γιον. Σ -(σ.σ. Πατήρ)- κ το μ ντος ες τ εναι μς παρήγαγες, κα παραπεσόντας νέστησας πάλιν, κα οκ πέστης πάντα ποιν, ως μς ες τν ορανν νήγαγες κα τν βασιλείαν σου χαρίσω τν μέλλουσαν. πρ τούτων πάντων εχαριστομέν σοι -(σ.σ. τ πατρί)- κα τ μονογενε σου Υἱῷ κα τ Πνεύματί σου τ γί, πρ πάντων ν σμεν κα ν οκ σμεν, τν φανερν κα φανν εεργεσιν τν ες μς γεγενημένων. Εχαριστομέν σοι κα πρ τς Λειτουργίας ταύτης, ν κ τν χειρν μν -(σ.σ. το ερέως καί το βασιλείου ερατεύματος)- δέξασθαι κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες ρχαγγέλων κα μυριάδες γγέλων, τ Χερουβεμ κα τ Σεραφείμ, ξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά.» (κφώνως:) «Τν πινίκιον μνον δοντα, βοντα, κεκραγότα κα λέγοντα. λαός: γιος, γιος, γιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ορανς κα γ τς δόξης σου, σανν ν τος ψίστοις. Ελογημένος ρχόμενος ν νόματι Κυρίου. σανν ν τος ψίστοις. ερες συνεχίζει πευχόμενος μυστικς: Μετ τούτων κα μες τν μακαρίων δυνάμεων, Δέσποτα φιλάνθρωπε, βομεν κα λέγομεν: γιος ε κα πανάγιος Σ -(σ.σ. πατήρ)- κα μονογενής σου Υἱὸς κα τ Πνεμά σου τ γιον. γιος ε -(σ.σ. πατήρ)- κα πανάγιος κα μεγαλοπρεπς δόξα σου. ς τν κόσμον σου οτως γάπησας, στε τν Υόν σου τν μονογεν δοναι, να πς πιστεύων ες ατν μ πόληται, λλ' χ ζων αώνιον. ς λθν κα πσαν τν πρ μν οκονομίαν πληρώσας, τ νυκτ παρεδίδοτο, μλλον δ αυτν παρεδίδου πρ τς το κόσμου ζως, λαβν ρτον ν τας γίαις ατο κα χράντοις κα μωμήτοις χερσίν, εχαριστήσας κα ελογήσας, γιάσας, κλάσας, δωκεν τος γίοις ατο μαθητας κα ποστόλοις, επν (κφώνως:) Λάβετε, φάγετε, τοτό μού στι τ σμα, τ πρ μν κλώμενον, ες φεσιν μαρτιν. λαός: μήν. ερεύς (μυστικς): μοίως κα τ ποτήριον μετ τ δειπνσαι, λέγων (κφώνως:) Πίετε ξ ατο πάντες, τοτό στι τ αμά μου, τ τς Καινς Διαθήκης, τ πρ μν κα πολλν κχυνόμενον, ες φεσιν μαρτιν. λαός: μήν. ερες ξακολουθε πευχόμενος μυστικς: Μεμνημένοι τοίνυν τς σωτηρίου ταύτης ντολς κα πάντων τν πρ μν γεγενημένων, το Σταυρο, το Τάφου, τς τριημέρου ναστάσεως, τς ες ορανος ναβάσεως, τς κ δεξιν Καθέδρας, τς δευτέρας κα νδόξου πάλιν Παρουσίας. -(Σ.σ. ερεύς κφώνως:) Τ σ κ τν σν σο προσφέρομεν κατ πάντα κα δι πάντα. λαός: Σ μνομεν, σ ελογομεν, σο εχαριστομεν, Κύριε, κα δεόμεθά σου, Θες μν. ερεύς (μυστικς): τι προσφέρομέν σοι -(σ.σ. ερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό θνος τό γιον)- τν λογικν ταύτην κα ναίμακτον λατρείαν, κα παρακαλομέν σε κα δεόμεθα κα κετεύομεν· κατάπεμψον -(σ.σ. Σύ Πατήρ)- τ Πνεμά σου τ γιον φ' μς, κα π τ προκείμενα Δρα τατα. πειτα ερες κα διάκονος προσκυνοσι τρς μπροσθεν τς γίας Τραπέζης, εχόμενοι καθ’ αυτος κα λέγοντες: Θες λάσθητί μοι τ μαρτωλ κα λέησόν με. διάκονος: Ελόγησον, δέσποτα, τν γιον ρτον. ερεύς -(σ.σ. νιστάμενος σφραγίζει τρς τν γιον ρτον κα λέγει μυστικς): Κα ποίησον τν μν ρτον τοτον, τίμιον Σμα το Χριστο σου. διάκονος: μήν. Ελόγησον, δέσποτα, τ γιον Ποτήριον. ερεύς: Τ δ ν τ Ποτηρί τούτ, τίμιον αμα το Χριστο σου. διάκονος: μήν. Ελόγησον, δέσποτα, μφότερα τ για. ερεύς: Μεταβαλν τ Πνεύματί σου τ γί. διάκονος: μήν· μήν·  μήν. (Κα λαβν τν δεδιπλωμένον έρα, ιπίζει δι' ατο τ για, ς κα πρότερον). ερες ξακολουθε μυστικς πευχόμενος: στε γενέσθαι τος μεταλαμβάνουσιν ες νψιν ψυχς, ες φεσιν μαρτιν, ες κοινωνίαν το γίου σου Πνεύματος -(σ.σ. ερεύς μέ τόν πιστόν λαόν, τό θνος τό γιον)- ες Βασιλείας ορανν πλήρωμα, ες παρρησίαν τν πρς σέ, μ ες κρμα ες κατάκριμα. τι προσφέρομέν σοι τν λογικν ταύτην λατρείαν, πρ τν ν πίστει ναπαυσαμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πα-τριαρχν, Προφητν, ποστόλων, Κηρύκων, Εαγγελιστν, Μαρτύρων, μολογητν, γκρατευτν κα παντς πνεύματος δικαίου ν πίστει τετελειωμένου.»                                                                          

Καί φο γίνει καθαγιασμός ( μεταβολή) τν τιμίων δώρων σέ Σμα καί Αμα Χριστο καί ψωθε τό ντίδωρον καί ελογηθε στό νομα τς Παναγίας Τριάδος, τότε μόνον ερεύς λέγει, ναφερόμενος στόν πίσκοπον, ς σημεον ναφορς νότητος καί προσδιορισμο τς ρθοδοξίας του, -πό τήν βασικήν δηλ. προϋπόθεσιν, τι πίσκοπος ρθοδοξε κατά πάντα-, νά μνησθε Κύριος πρτα το ρχιεπισκόπου (κφώνως:) «ν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, το ρχιεπισκόπου μν (δενος), ν χάρισαι τας γίαις σου κκλησίαις ν ερήν, σον, ντιμον, γι, μακροημερεύοντα κα ρθοτομοντα τν λόγον τς σς ληθείας.»

πίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως, γιά νά φανε, τι μνημονεύων καί μνημονευόμενος χουν τήν δια πίστη, τι εναι μφότεροι ρθόδοξοι, τι μνημονευόμενος χει τήν δια πίστη μέ τόν μνημονεύοντα[95], εναι ταυτογνωμονοντες καί ταυτοπιστεύοντες καί γιαυτό, κριβς, ταν κακοδοξήσει πίσκοπος καί ποδεικνύεται ψευδοδιδάσκαλος τόν ποτειχίζουν ο ρθόδοξοι πιστοί κλρος καί λαός καί παύουν τό μνημόσυνόν του.

            πειδή κριβς ο Πατέρες μς διδάσκουν καί πάλιν:

'' παντες ο τς κκλησίας διδάσκαλοι, πσαι α Σύνοδοι, πσαι α θεαι γραφαί, φεύγειν τούς τερόφρονας παραινοσι καί τς ατν κοινωνίας διΐστασθαι'' κατά τόν Μέγαν γιον Μρκον τόν Εγενικόν.[96]

''... Πέπεισμαι γάρ κριβς, τι σον ποδιΐσταμαι τούτου καί τν τοιούτων, γγίζω τ Θε καί πσι τος πιστος καί γίοις Πατράσι, καί σπερ τούτων χωρίζομαι, οτως νομαι τ ληθεί καί τος γίοις Πατράσι τος Θεολόγοις τς κκλησίας...''[97]

''Φεύγετε ον καί μες, δελφοί, τήν πρός κοινωνήτους κοινωνίαν καί τό μνημόσυνον τν μνημονεύτων...''[98]

Δέν παραγνωρίζουμε τήν σημαντικήν, τήν σπουδαίαν, τήν πρωτεύουσαν θέση πού χει πίσκοπος στήν κκλησίαν, σύμφωνα καί μέ σα λέγει γιος γνάτιος ντιοχείας. λλά λα ατά σχύουν, ταν πρόκειται περί ρθοδόξου πισκόπου καί χι περί ψευδεπισκόπου.

πομένως, διακόπτων τό μνημόσυνον συνεχίζει νά λειτουργε καί δέν πόκειται «ες κα-νονικήν κατάγνωσιν», σύμφωνα μέ τόν ερόν Κανόνα, ν δέ το πιβληθε ποιαδήποτε ποινή ργίας καθαιρέσεως πό τά ρμόδια «κκλησιαστικά» δικαστήρια, ατή ς ντικανονική εναι κυρη, οσιαστικά νυπόστατη, πιβληθεσα πό ψευδεπίσκο-πον καί πομένως μή φαρμόσιμη. λλοίμονον, ν ο διωκόμενοι καί καθαιρούμενοι πό αρετικές συνόδους γιοι Πατέρες πειθαρχοσαν καί πά-κουαν στίς ποφάσεις τν αρετικν πισκόπων. Θά εχεν καταλυθε ρθοδοξία.

Ο νθρωποι λεγαν στόν γιον Μάξιμον καί στούς μαθητές του:

              σαστε τρελλοί. Πραγματικ θέλετε ν μς πτε, τι Ατοκράτωρ, ο Πατριάρχαι, λοι ο πίσκοποι κα ο κληρικο κα λος λας εναι στν αρεσιν κα μόνον σες εσαστε ρθόδοξοι, σες πού οτε κν ερες δν εσαστε λλ πλο μοναχοί;"

Κα γιος Μάξιμος τος παντοσε πολ σωστά:

              "Πραγματικ τσι εναι."Κα τσι ταν... νάμεσα σ' ατος πο καταδικάστηκαν ργότερα π τν ΣΤ' Οκουμενικν Σύνοδον ς αρετικο σαν: Τέσσαρες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, νας πάπας Ρώμης, νας Πατριάρχης λεξανδρείας, δυ Πατριάρχαι ντιο-χείας κα πλθος λλοι. Γι πολλ χρόνια, ατς πλς μοναχς κα ο δυό του μαθητς εχαν δίκαιο κα λοι ατο ο φημισμένοι, δυνατο κα σεβαστο Πατριάρχες κα Πάπες σαν σ θανάσιμο σφάλμα κα στν αρεση.[99] γιος Μάξιμος δν κοινωνοσε μ κανένα Ρωμαίικο Πατριαρχεον. Γι να διάστημα μάλιστα, π Πάπα νωρίου, συμμετεχεν κα Δύση στν αρεση.[100] πευθύνθηκαν πρός τόν γιον καί τόν ρώτησαν:

"...Δν κοινωνες μετ το θρόνου τς Κωνσταντινουπόλεως;

              Κα επεν: " Δν κοινων."[101]

Μνημονεύουμε πό τά πάμπολλα χωρία καί τό το ποστόλου Πέτρου κατά τήν μιλίαν του νώπιον το συνεδρίου τν ουδαίων, τν ρχιερέων καί θεολόγων τς ποχς: «Καί οκ στιν ν λλ οδενί σωτηρία· οδέ γάρ νομά στιν τερον πό τόν ορανόν τό δεδομένον ν νθρώποις ν δε σωθναι μς»[102] Ατό δέν λέγει καί τό Σύμβολον τς Πίστεως τς Α΄Οκουμενικς Συνόδου ναντίον τς αρέσεως το ρείου, ναφερόμενον ες τόν Θεάνθρωπον ησον Χριστόν καί τήν δι΄ Ατο σωτηρίαν; «Τόν δι΄ μς τούς νθρώπους καί διά τήν μετέραν σωτηρίαν κατελθόντα κ τν ορανν …». Ατό τό θεμελιδες δόγμα τς μοναδικότητος καί ποκλειστικότητος τς ν Χριστ σωτηρίας προσβάλλει Οκουμενισμός, σχυριζόμενος, τι καί στίς λλες θρησκεες σώζονται ο νθρωποι καί πομένως, τι κάνει λάθος πόστολος Πέτρος, λη γία Γραφή καί σύμπασα Πατερική Παράδοση, πού διδάσκουν τι «οκ στιν ν λλ οδενί σωτηρία».

κόμη καί τό δόγμα τς γίας Τριάδος προσβάλλει Οκουμενισμός, μολονότι δέν τολμ πισήμως νά τό διακηρύξει, μέ τά διδασκόμενα πό πολλούς Οκουμενιστές καί τήν Β΄ Βατικάνεια Σύνοδον, τι ο τρες μονοθεϊστικές θρησκεες, ο τρες βρααμικές θρησκεες, δηλαδή ουδαϊσμός, Χριστιανισμός καί τό σλάμ πιστεύουμε στόν διον Θεόν. Μόνον μες, μως, πιστεύουμε στήν γία Τριάδα, ο λλες δύο θρησκεες ρνονται τήν θεότητα το Υο καί το γίου Πνεύματος, εναι ρειανικές καί πνευματο-μαχικές, γι΄ ατό οτε καί στόν ληθινόν Θεόν πιστεύουν, διότι ποιος δέν πιστεύει στόν Υόν δέν πιστεύει καί στόν Πατέρα[103].

Καί πως ψάλλουμε σέ κάθε Λειτουργίαν στό τέλος: «Εδομεν τό Φς τό ληθινόν, λάβομεν Πνεμα πουράνιον, ερομεν πίστιν ληθ διαίρετον Τριάδα Προσκυνοντες». πιβάλλεται νά προσθέσουμε, τι τό δόγμα τς γίας Τριάδος προσβάλλει καί αρεση το Filioque, διδασκαλία δηλαδή το Παπισμο καί το ξ ατο προελθόντος Προτεσταντισμο, τι τό γιον Πνεμα κπο-ρεύεται χι μόνον κ το Πατρός, πως διδάσκει γία Γραφή διά στόματος το δίου το Χριστο μας[104], καί δογμάτισεν κκλησία στήν Α΄ Οκουμενικήν Σύνοδον, λλά κπορεύται «καί κ το Υο» (Filioque), κατά τήν πίσημη ντικυριακήν καί ντιπατερικήν διδασκαλίαν τν Παπικν καί τν Προτεσταντν, τούς ποίους, μως, Οκουμενισμός καί οκουμενιστική ψευδοσύνοδος τς Κρήτης ποδέχεται ς κκλησίες, παρά τό πλθος τν αρέσεων πού διδάσκουν, κτός το Filioque.

πιό κραυγαλέα, μως, πλάνη το Οκουμενισμο καί τς ψευδοσυνόδου τς Κρήτης εναι προσβολή καί λλοίωση το κκλησιολογικο δό-γματος, τό ποον δέχεται, τι κκλησία εναι μία καί χι πολλές, καί τι ατή μία κκλησία χει μίαν πίστη καί να Βάπτισμα, κατά τό Παύλειον «ες Κύριος, μία πίστις, ν Βάπτισμα»[105]

 

Β. Οκουμενισμός ὡς καταδικασμένη αἵρεση

 

     Αρεση εναι ν τινι παρεκκλίναι τν κειμένων μν δογμάτων, περ τς ρθς πίστεως" κατ τν Μ. Βασίλειον.

     κηρυσσόμενος Οκουμενισμς εναι μεγίστη αρεσις, πειδή μέ τήν αρεση ατή νατρέπεται Πίστις στν Μίαν γίαν Καθολικν κα ποστολικν κκλησίαν καί νατρέπεται τό μυστήριον τς Θείας νανθρωπήσεως το Σωτρος μας Χριστο.

      Ατ δν κήρυξαν μέ λόγους καί μέ ργα ο ποστάτες θηναγορας, Δημήτριος κα Βαρθολομαος πανειλημμένως καί συστηματικά κα χι σποραδικά, πως συσκότιζαν τν λήθειαν μοναχοί τς Μονς Γρηγορίου το γίου ρους καί λλοι Οκουμενιστές σέ διάφορα κείμενά τους;

     Κατ πόσον εναι σποραδικς κα νευ οδεμις σημασίας ο πίσημες δηλώσεις, τά ονιτικά συλ-λείτουργα καί ο πανθρησκειακές συμπροσευχές λων τν πατριαρχικν καί μέτρητων λλων Οκουμενιστν, ποδεικνύεται π τ στοιχεα πο παρατίθενται συνεχς τά τελευταα χρόνια πό τούς ρθοδόξους πού γωνίζονται κατά τς φοβερς θέου αρέσεως το Νεοημερολογιτικοκουμενισμο, λλά καί στό μέτερον περιοδικόν,  «γιοι Κολλυβάδες». 

 

 

1.Τό οκουμενιστικόν δόγμα το πελλ καταδικασμένον δη πό τήν Ε΄ Οκουμενικήν Σύνοδον!

 

            πελλής θέλησε νά ερηνεύσει καί νά νώσει λες τίς παραφυάδες τς αρέσεως το Μαρκίωνος πό μίαν ρχήν καί ξουσίαν. Γιά τόν σκοπόν ατόν σκησε λην του τήν πιρροήν, ρχόμενος σέ παφήν μέ τούς πικεφαλς τν διαφόρων Μαρκιωνιστικν μάδων. Δέν ργησε, μως, νά ντιληφθε, τι ταν δύσκολον νά τούς πείσει, νά γκαταλείψουν τίς στήρικτες δογματικές διδασκαλίες τους καί νά υοθετήσουν κενες τν λλων. Σταμάτησε, λοιπόν, τίς καρπες διαμεσολαβήσεις. Τό συμπέρασμά του ταν, τι πρεπε νά κτισθε μία νοχή τς "ποικιλίας" στήν "πίστη".

      Ξεκινντας πό τήν δέαν ατήν, διατύπωνε να θεον νωτικόν δόγμα, πού πό τό νομά του ποκλήθηκε "τό θεον δόγμα το πελλ", μέ τό περιβόητον σύνθημα: "Δέν εμαστε ποχρεωμένοι νά ψιλοκοσκινίζουμε τά πράγματα, καθένας μπορε νά μμένει στήν πίστη του, κενοι πού λπίζουν στόν σταυρωμένον, φ' σον χουν καλά ργα θά σωθον." πιό πλά: "Δέν εναι καθόλου παραίτητο νά ξετάζουμε τίς μεταξύ μας διαφορές. καθένας μπορε νά διατηρε τίς πεποιθήσεις του, διότι λοι σοι λπίζουν στόν σταυρωμένον καί χουν καλά ργα, θά σωθον."

     Θά ταν περιττόν νά πομε, τι τό δόγμα ατό το πελλ, πρωτοδιατυπώθηκε πό τόν διον τόν Μαρκί-ωνα, πού γιος Πολύκαρπος, μαθητής το γίου ποστόλου ωάννη, ποκαλοσε "πρωτότοκον το Σαταν", καί εναι παντελς λλότριον γιά τούς Χριστιανούς.

     Τό δόγμα το πελλ καταδικάσθηκε στήν Ε΄ Οκουμενικήν Σύνοδον, λλά, πως λες ο ρχαες αρέσεις, μφανίσθηκε καί πάλι μεταγενέστερα.

     τσι τό 384, Σύμμαχος, εδωλολάτρης γέτης τς Ρωμαϊκς Συγγλήτου, γραψε στόν ατοκράτορα Μεγάν Θεοδόσιον, κάνοντας κκληση νά εναι νεκτικός μέ τόυς εδωλολάτρες, διότι, καθώς λεγε, πάρχουν πολλοί δρόμοι πού δηγον στόν Θεό ...

     πίσης, τόν 12ον αἰῶνα, ραβας φιλόσοφος καί ατρός βερρόης, κδηλώθηκε πέρ μις νώσεως Χριστιανν, βραίων, Μωαμεθανν καί εδωλολατρν, πρόταση πού συζητήθηκε μέ θέρμη στούς Δυτικούς σχολαστικούς κύκλους.

     Παραλλαγές το πελλιανισμο πανεμφανίσθηκαν στήν Δ΄ Σύνοδον το Λατερανο τό 1215. Τοτο προετοίμασε τό δαφος γιά νώσεις πί βάσεως μή δογματικς, χι μόνον μέ τούς ρθοδόξους, λλά καί μέ τούς Μονοφυσίτες καί τούς Νεστοριανούς. τσι, ταν Κόπτης Πατριάρχης Μακάριος νώθηκε μέ τούς Λατίνους, χι μόνον δέν τόν ποχρέωσαν νά ποδεχθε τό filioque,  λλά καί το πέτρεψαν νά παλείψει λόκληρη τήν φράση "τό κ το Πατρός καί κ το Υο κπορευόμενον" (βλάσφημία καί αρεση φοβερή!), ρκε μόνον νά ναγνώριζε τήν ξουσίαν το Πάπα...

     πως βλέπουμε στά πιό πάνω κείμενα Οκουμενισμός εναι καταδικασμένη αρεση δη πό τήν Ε΄ Οκουμενικήν Σύνοδον. κήρυξή της κ νέου στίς μέρες μας δικαιολογε πέρα γιά πέρα τήν διακοπήν τς κοινωνίας μέ τούς ψευδεπισκόπους πού τήν κηρύσσουν, κατά τόν ΙΕ΄ Κανόνα τς ΑΒ΄ Συνόδου! Ψευδεπισκόπους μέ τούς ποίους κοινωνε σήμερα παγκοσμίως Νέα «κκλησία» πού χει κλίνει γόνυ στόν Βάαλ το Οκουμενισμο!

 

Τό δόγμα ατό τς Μις κκλησίας μέ τήν ταυτότητα τς Πίστεως, μέ τήν δια δηλαδή ποστολικήν καί πατερικήν διδασκαλίαν, πού ξικνεται μέχρι καί τά πιό μικρά, τά ποα πρέπει νά μένουν παραχάρακτα καί παρασάλευτα, τό διεφύλαξεν κκλησία διά τν αώνων πό τούς ποστολικούς δη χρόνους. πό τήν ρχήν τς ζως τς κκλησίας, πως φαίνεται μέσα στά κείμενα τς Καινς Διαθήκης, καί μέχρι σήμερα, μφανίζονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφτες, ς καί ψευδεπίσκοποι καί ψευδοκληρικοί, ο ποοι προσπαθον νά λλοιώσουν, νά διαστρέψουν τήν νιαίαν Πίστη τς Μις κκλησίας, εσάγοντας δικές τους αρετικές διδασκαλίες, οσιαστικά κηρύσσοντας λλον εαγγέλιον, «τερον εαγγέλιον»[106] καί δημιουργντας αρετικές παρασυναγωγές πού τίς νομάζουν κκλησίες.

Μέ πολλήν αστηρότητα ο γιοι πόστολοι καί ο γιοι Πατέρες καταπολεμον τίς αρέσεις καί τίς καταδικάζουν, διότι σοι μπλέκονται ες ατές χάνουν τήν σωτηρίαν τους, στερούμενοι τς σωτηριώδους Χάριτος, ποία νεργε μόνον ντός τς κκλησίας· κτός τς κκλησίας δέν πάρχει σωτηρία (extra Ecclesiam nulla salus), κατά τήν ποφθεγματικήν καί κοινά παραδεκτήν ρήση το γίου Κυπριανο.

Σέ λες τίς περιόδους τς ζως τς κκλησίας καί στό σύνολον τς πατερικς γραμ-ματείας, πως καί στά μνολογικά μας κείμενα, βλέπει κανείς τό νύστακτον, τό γρυπνον νδιαφέρον τς κκλησίας γιά τήν καταπολέμηση τν αρέσεων, καί τούς κοπιώδεις καί μαρτυρικούς γνες τν γίων Πατέρων, πολλοί τν ποίων γιναν μάρτυρες καί μολογηταί, στύλοι τς ρθοδοξίας, προκειμένου νά διασωθε ρθότης τν δογμάτων, ρθοδοξία, καί νά μή κυριαρχήσουν αρεση καί πλάνη. ρκε νά διαβάσει κανείς τό «Συνοδικόν τς ρθοδοξίας», που κατ-ονομάζονται καί ναθεματίζονται λοι ο αρετικοί. Γιά νά μή μείνει δέ καμμία αρεση χωρίς καταδίκη, στό τέλος ναθεματίζει κκλησία γενικς λους τούς αρετικούς: «Πσι τος αρετικος νάθεμα».

Δέν θά μποροσε κανείς πό τούς γίους ποστόλους καί τούς γίους Πατέρες νά σκεφθε, τι θά φθάναμε σήμερα ς κκλησία κ τν νδον διά πολλν πισκόπων, λλων κληρικν καί θεολόγων, νά γκρεμίσουμε τά σύνορα τς κκλησίας, «τά ρια θεντο ο Πατέρες μν»[107] καί νά εσαγάγουμε μέσα στήν κκλησίαν λες τίς πλάνες καί τίς αρέσεις, θεωρντας καί νομάζοντας τίς αρέσεις ς κκλησίες, πως κανε ψευδοσύνοδος τς Κρήτης. Ατό ποτελε νατροπή το Εαγγελίου καί τν γίων Συνόδων, πού κατεδίκασαν τίς αρέσεις, καί προσβολήν τν γίων Μαρτύρων καί μολογητν.

ν μάλιστα προσθέσει κανείς καί τήν συνοδικήν ποδοχήν τν κοινν κειμένων τν Θεολογικν Διαλόγων, στά ποα ναγνωρίζουν ο Νέο-ημερολογίτες καί Οκουμενιστές στούς αρετικούς Μονοφυστες, Παπικούς καί Προτεστάντες γκυρον Βάπτισμα καί ποστολικήν Διαδοχήν, πως καί τήν συνοδικήν γκριση νά συμφύρονται μέ τούς Προτεστάντες στό λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον κκλησιν (το Σαταν)», ετελίζοντας τήν Μίαν, γίαν, Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν καί καθιστντας την μία μικρή ψηφίδα στό κακότεχνον ψηφιδωτόν τν αρέσεων, δέν θά δυσκολευθε ν συμπεράνει, τι ψευδοσύνοδος τς Κρήτης προσέβαλεν τό κκλησιολογικόν δόγμα καί εσήγαγεν νέαν αρετικήν κκλησιολογίαν.

Κατά τόν π. Θεόδωρον Ζήσην, μ. καθηγητήν τς Θεολογικς Σχολς Θεσσα-λονίκης:

«πάρχει, λοιπόν, ναμφίβολα κατεγνωσμένη αρεση στίς μέρες μας, πάρατος Οκουμενισμός, στω καί ν πολλοί προσποιονται, τι δέν τόν βλέπουν, γιατί ντιμετώπισή του συνεπάγεται κόπους, θυσίες, συκοφαντίες, διωγμούς, ξεβόλεμα.

Εναι πολλές ο αρετίζουσες, οκουμενιστικές πλάνες καί ρήσεις το (ψευδοπατριάρχη) θηναγόρα, ο ποες δκαιολογημένα δήγησαν τίς περισσότερες Μονές το γίου ρους, λλά καί κελλιτες μοναχούς κατά τήν τριετία 1969-1972, στήν διακοπήν το μνημοσύνου του, ς οκείου πισκόπου, κατά τόν 15ον Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861). πείρως περισσότερες εναι ο οκουμενιστικές κτροπές το ρετικο) πατριάρχη Βαρθολομαίου, συλλογές τν ποίων κατά καιρούς χουν δημοσιευθε σέ καταγγελτικά ναντίον του κείμενα, πως π.χ. τό κείμενον τς «Συνάξεως ρθοδόξων Κληρικν καί Μοναχν», μέ τίτλον « νέα κκλησιολογία το Οκουμενικο Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου», τό ποον κτός πό τά μέλη τς Συνάξεως πέγραψαν κατοντάδες κληρικν καί μοναχν καί χιλιάδες πιστν, λλά πρωτίστως ννέα ρχιερες (το Νέου μερολογίου), ο Καλαβρύτων καί Αγιαλείας  μβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως  νδρέας, ντινόης  Παντελεήμων, Πειραις  Σε-ραφείμ, Γλυφάδας  Παλος, Ζιχνν καί Νευροκοπίου  ερόθεος, Κυθήρων Σεραφείμ, Ατωλίας καί καρ-νανίας Κοσμς καί Γόρτυνος ερεμίας[108]

Σημαντική εναι συλλογή πού δημοσίευσε σχάτως ρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Πχος, Καθηγούμενος τς .Μ. Ζωοδόχου Πηγς Λογγοβάρδας Πάρου μέ τί-τλον, «Κατάγνωσις τεροδιδασκαλιν τς Α.Θ.Π. το Οκουμενικο Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου», νώπιον τς . Συνόδου τς εραρχίας τς κκλησίας τς λλάδος[109]. ρκετοί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί χουν συγκεντρώσει πίσης πλθος πολύ οκουμενιστικν λεχθέντων καί πρα-χθέντων το Οκουμενικο Πατριάρχου κ. Βαρθο-λομαίου, τά ποα, ταν δημοσιευθον καί σχολιασθον, θά κπλήξουν τούς πληροφόρητους ποστηρικτές του.

πρεπε, λοιπόν, διακοπή μνημονεύσεως το πατριάρχου Βαρθολομαίου νά εχεν γίνει δ καί πολλά χρόνια πό τά γιορειτικά Κοινόβια καί τούς Κελλιτες ερες πού τόν μνημονεύουν καθημερινά στίς κολουθίες ς οκεο πίσκοπο, σύμφωνα μέ τήν κανονική καί πατερική παράδοση, λλά καί τήν γιορειτική, παλαιά καί πρόσφατη.

Τό διον φειλαν νά χουν πράξει καί ο ρχιερες τν λεγομένων «Νέων Χωρν», κολουθντας τήν μολογητική, θαρραλέα στάση τν τριν ρχιερέων τν «Νέων Χωρν», πού διέκοψαν μαζί μέ τίς γιορειτικές Μονές κατά τά τη 1969-1972 τό μνημόσυνον το θηναγόρα, δηλαδή τν μακαριστν λευθερουπόλεως  μβροσίου, Φλωρίνης  Αὐ-γουστίνου  καί Παραμυθίας Παύλου.

ν ατό εχεν γίνει, ο προοπτικές γιά τήν ψευδοσύνοδον τς Κρήτης θά σαν διαφορετικές. πατριάρχης θά δίσταζε νά συγκαλέσει τήν «Σύνοδον» καί θά πέφευγε νά τήν συγκαλέσει, διότι θά μφανιζόταν ς πέυθυνος τς ναταραχς στό κκλησιαστικόν πλήρωμα καί οσιαστικς ς κατηγορούμενος, καί τσι Οκουμενισμός θά παρέμενε προσωπική πιλογή καί πλάνη κάποιων κληρικν καί θεολόγων.

Τώρα, μετά τήν τολμίαν, τούς δισταγμούς, τίς δθεν ποιμαντικές δυσκολίες καί συνέπειες αρετίζων πατριάρχης μεινε στήν πράξη τρωτος καί λώβητος, καί μέ τήν ξουσιαστικότητα καί δύναμη πού χει συνεκάλεσε, χωρίς πολλά μπόδια, τήν ψευδοσύνοδο καί, ν πρεπε νά μφανισθε ς κατηγορούμενος σέ μία ρθόδοξη σύνοδο, μφανίσθηκε ς κατήγορος σων γωνιζόμαστε ναντίον το Οκουμενισμο, χοντας μάλιστα τώρα μεγαλύτερο θράσος στήν σκηση διωγμν καί στήν σπίλωση καί συκοφάντηση τν γωνιστν, φ΄ σον σα πλανεμένα λεγε καί πραττε, χουν τώρα καί συνοδική κατοχύρωση.

μες δέν εμαστε πλέον ο μφισβητοντες πλς τίς προσωπικές του γνμες, πως χουμε ποχρέωση καί δικαίωμα, λλά εμαστε ο «πείθαρχοι, ο σχισματικοί, ο ντάρτες, ο γωιστές καί λάθητοι, πού δέν δεχόμαστε ατά πού ποφασίζει κκλησία ν συνόδ», πως παναλαμβάνουν τά παπαγαλάκια το Φαναρίου, μαθες καί μιμαθες πίσκοποι καί νεοχειροτόνητοι θεολόγοι, πού ς γρια θηρία κατασπαράσσουν τόν λόγο τς ληθείας, κατά τήν εκόνα το γίου Γρηγορίου το Θεολόγου[110]. Ξεχνον, τι γκυρότητα τς συγκλήσεως καί λειτουργίας μις συνόδου δέν ξαρτται πό τό τι συνάγονται πατριάρχες καί πίσκοποι καί συζητον, λλά πό τήν ρθότητα τν δογμάτων καί τν ποφάσεων καί πό τήν κατακολούθηση τν προηγουμένων συνόδων[111].

κκλησία ερίσκεται στίς συνόδους τν πισκόπων, ταν ατοί κολουθον τήν λήθειαν καί τήν ρθοδοξίαν. ταν κολουθον καί ποστηρίζουν τήν αρεση καί τήν πλάνην, κκλησία πουσιάζει, δέν ερίσκεται κε[112]. Ερίσκεται κε πού φυλάσσεται καί κηρύσσεται λήθεια, καί πομένως εναι σαφές ποιοί εναι ντός καί ποιοί κτός τς κκλησίας. Πολυάριθμες Σύνοδοι στήν κκλησιαστικήν στορίαν ποκηρύχθηκαν καί καταδικάσθηκαν ς ληστρικές, ς ψευδοσύνοδοι καί ς συνέδρια παρανόμων. Μεταξύ ατν θά συναριθμηθε καί ψευδοσύνοδος τς Κρήτης.

Δώσαμε, λοιπόν, μέ τήν πραγίαν, τήν δειλίαν, τήν ποιμαντικήν δθεν φροντίδα, καί φοβίαν, τήν δυνατότητα στόν Οκουμενικόν πατριάρχην καί στούς μόφρονές του προκαθημένους καί πισκόπους, νά συγκαλέσουν τήν «Σύνοδον», νά κατοχυρώσουν τόν Οκουμενισμόν μέ συνοδικήν βούλαν καί συνοδικές πογραφές. Ατό κάνει τά πράγματα χειρότερα, πολύ χειρότερα, διότι τώρα Οκουμενισμός κηρύσσεται «γυμν τ κεφαλ», χι μόνον πό πέντε-δέκα εκοσι πατριάρχες καί πισκόπους, λλά πό σους λαβαν μέρος στήν «Σύνοδον» καί πεκύρωσαν μέ τίς πογραφές τους τίς ποφάσεις, πως καί πό σους ποδέχονται τίς ποφάσεις καί τίς νακοινώνουν στό ποίμνιον, κόμη καί πό σους σιωπον καί οτε τίς καταδικάζουν οτε τίς ποδέχονται. λλά «ποιον τήν νσσαν», κατά τό λεγόμενον.

νδεδειγμένη στάση τν πισκόπων, πέναντι τς «Συνόδου» εναι να ξεκάθαρον «ναί» να ξεκάθαρον «χι». Οτε «ναί καί χι», λλά οτε σιωπή, διότι κτός το τι σιωπή σημαίνει συγκατάθεση[113]καί ποτελε κατά τόν γιον Γρη-γόριον τόν Παλαμν τό τρίτον εδος τς θεΐας[114], δη τό βιβλίον τς ποκαλύψεως μς λέγει, τι στά θέματα τς Πίστεως δικαιολογεται νά εναι κανείς ετε ψυχρός ετε θερμός· κόμη καί τούς ψυχρούς τούς νέχεται Θεός, τούς ντέχει· τούς χλιαρούς, τούς προσαρμοσμένους, τούς διπλωμάτες, τούς «ναί καί χι», δέν τούς ντέχει· τούς ποβάλλει, τούς ξερν: «Οδά σου τά ργα, τι οτε ψυχρός ε, οτε ζεστός· φελον ψυχρός ς ζεστός· οτως τι χλιαρός ε, καί οτε ζεστός οτε ψυχρός μέλλω σε μέσαι κ το στόματός μου»[115]

Καί πειδή καί  Οκουμενιστές δέν ρνονται τό  ψηλό πίπεδο αθεντίας τς             «Συνόδου», πί τ βάσει το ποίου θεωρον τίς ποφάσεις της δεσμευτικές γιά λους, εναι πο-χρεωμένοι νά δεχθον, τι πάνω σ’ ατό τό ψηλό πίπεδο τς «Συνόδου», «π΄ρους ψηλο καί πρμένου», πί παγκοσμίου,  πανορθοδόξου πιπέδου, κηρύχθηκε καί πικυρθηκε λοφάνερα  παναίρεση το Οκουμενισμο «γυμν τ κεφαλ».

ξακολουθητικά δέ κηρύσσεται πάλιν καί πολλάκις πό σους ποδέχονται καί προβάλλουν τίς ποφάσεις τς «Συνόδου». Κατά συνέπειαν, τώρα, δέν εναι μόνον Βαρθολομαος, πού πόκειται στήν διακοπή τς μνημονεύσεως το νόματός του στίς ερές κολουθίες, λλά καί σοι πίσκοποι συνήργησαν καί συνεργον στήν ποδοχήν, διάδοση καί φαρμογήν τν ποφάσεών της.

Γιά τόν λόγον ατόν πραξαν ριστα ο γιορετες Κελλιτες Μοναχοί, δυστυχς χι ο μεγάλες Μονές, ο ποοι διορθώνοντας τήν προηγούμενη πραγίαν καί διστακτικότητα καί διασώζοντας τό κρος το γίου ρους ς κιβωτο τς ρθοδοξίας, διέκοψαν σχεδόν μέσως μετά τήν (ληστρικήν) «Σύνοδον» τό μνημόσυνον το πρωτεργάτη το Οκουμενισμο καί τς συνοδικς του πικύρωσης, ρχιοικουμενιστ «πατριάρχη»  Βαρθολομαίου.

 

2. Συμπέρασμα

Συνοψίζουμε, πικυροντες καί μες ς συγγραφεύς πλείστων συγ-γραμμάτων-συστημάτων στό διωτικόν Δίκαιον, λλά καί ναγνωρισμένων διεθνν μελετν στήν λλάδα καί στό ξωτερικόν, το στικο καί ν γένει το διωτικο Δικαίου, ς θεράπων καί καθηγητής τς Νομικς πιστήμης σέ διάφορα πανεπιστημιακά δρύματα πί τριακονταετίαν καί πλέον, καί ς ταπεινός διά-κονος τς ψίστης πιστήμης τς Θεολογίας, τά τν μεγάλων ρμηνευτν το ιε΄ ερο Κανόνος τς ΑΒ΄ πί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου:

" Ἐὰν τυχν πατριάρχης, μητροπλίτης, πίσκοπος εναι αρετικός, κα ντας αρετικς κηρύσση τν αρεσιν δημοσί, κα γυμν τ κεφαλ, ντ ν διδάσκη τν λήθειαν, συνεχς κα διάντροπα, μ θρασύτητα, διδάσκει τ αρετικ δόγματα, ατο πο ποσχίζονται π’ ατόν, ποιοι κα ν εναι, χι μόνον δν τιμωρονται γι ̓ ατν τ λόγον, λλ ντιθέτως θ ξιωθον κάθε τιμς, πειδ χωρίζουν π τν κοινωνίαν τν αρετικν· ατ δηλώνει τ ποτειχίζοντες (το κανόνος)· (τ γρ τεχος, τν ντς ατο πρς τος κτός, χωρισμς στιν)· διότι κριβς δν πομακρύνθηκαν π πίσκοπον, λλ π ψευδεπίσκοπον κα ψευδοδιδάσκαλον· οτε σχίσμα κατ τς κκλησίας καναν, λλ μλλον πήλλαξαν τν κκλησίαν π σχίσματα, σον ταν δυνατν π τν πλευράν τους". Ατά γράφει ρμηνεύοντας τν ΙΕ' ερν Κανόνα τς ΑΒ' Συνόδου Ζωναρς .

 

Τ δια διδάσκει κα Βαλσαμών:

" άν κάποιος χωρισθ π τν πίσκοπόν του, τν μητροπολίτην του τν πατριάρχην του, χι λόγ κάποιου προσωπικο μαρτήματός του λλ λόγ αρέσεως, πειδ κενος διδάσκει π ̓ κκλησίας νερρυθριάστως κάποια διδάγματα ξένα το ρθο δόγματος, κα πρν κόμη πάρξει τελεσίδικη καταδικαστικ πόφασις γι τν αρετικόν, κα πολ περισσότερον μετ τν διάγνωσιν, άν ποτειχισθ, δηλαδ χωρίση π τν κοινωνίαν το πισκόπου του, χι μόνον δν θ τιμωρηθ, λλ κα θ τιμηθ ς ρθόδοξος· διότι κριβς δν ποσχίσθηκε π πίσκοπον, λλ π ψευδεπίσκοπον κα ψευδοδιδάσκαλον κα ατ τ ποον κάνει εναι ξιον παίνου, διότι δν τέμνει τν κκλησίαν, λλ μλλον τν νώνει κα τν παλλάσσει π τ σχίσμα".

 

δ ριστηνς τονίζει πίσης:

" Ἐὰν μερικο πομακρυνθον π τν κηρύσσοντα αρεσιν, (πίσκοπον κλπ.), πού χει καταδικασθε π σύνοδον π τος γίους Πατέρες κα χι γι κάποιον προσωπικν γκλημα, εναι ξιοι κάθε τιμς κα ποδοχς ς ρθόδοξοι".[116]

γιος Νικόδημος γιορείτης, ρμηνεύει τ σχετικν χωρίον στ ερόν Πηδάλιον, πως ναλύσαμε ντωτέρω, κατ τν διον τρόπον:


"Ἐὰν ο ρηθέντες πρόεδροι, (πίσκοποι), εναι αρετικοί, κα κηρύσσουν τν αρεσίν τους δημόσια, κα γι’ ατ χωρίζονται ο ποκείμενοι σ’ ατούς, κα πρν ν γίνη κόμα συνοδικ κρίσις γι’ ατν τν αρεσιν, ο χωριζόμενοι ατοί, χι μόνον γι τν χωρισμν δν καταδικάζονται, λλ κα τιμς τς πρεπούσης, ς ρθόδοξοι εναι ξιοι, πειδ δν προξένησαν στν κκλησίαν σχίσμα μ τν χωρισμν ατόν, λλ μλλον λευθέρωσαν τν κκλησίαν π τ σχίσμα κα τν αρεσιν τν ψευδεπισκόπων ατν." [117]

 

Ο γιορετες σιομάρτυρες πού μαρτύρησαν π Βέκκου το Λατινόφρονος στήν πιστολν τους πρς τν Λατινόφρονα Ατοκράτορα Μιχαλ τν Παλαιολόγον, μεταξ λλων περιλαμβάνονταν κα τ ξς:


" μπεριέχεται δ κα στν ΙΕ' Κανόνα τς γίας κα μεγάλης Α' κα Β' πονομασθείσης Συνόδου, τι χι μόνον νεύθυνοι εναι λλ κα τι πρέπει ν παινονται ατο ο ποοι ποσχίζονται π ατος πο εναι προφανς αρετικο κα διδάσκουν δημόσια, αρετικ διδάγματα, κα πρν ν πάρξη συνοδικ καταδίκη τους, κριβς, πειδ ρθόδοξος το Χριστο κκλησία τν ναφορν το νόματος το ρχιερέως, κατ τν τέλεσιν τς ναίμακτου θυσίας, τν θεωροσε πάντοτε συγκοινωνίαν τελείαν μ τν μνημονευόμενον ρχιερέα κα τ φρόνημά του. Διότι χει γραφε στν ξήγησιν τς Θείας Λειτουργίας, τι ναφέρει ερουργν κα τ νομα το ρχιερέως ... κα τι εναι κοινωνς ατο κα τς πίστεως κα διάδοχος τν Θείων μυστηρίων ... (καί) τι μολυσμν χει κοινωνία μ μόνην τν ναφορν ατο, στω κα ν εναι ρθόδοξος ναφέρων".[118]


ρμηνεύει, τέλος, καί μεγάλος Σέρβος κανονολόγος Νικόδημος Μίλας:


"Ἐὰν μως πίσκοπός τις μητροπολίτης πατριάρχης ρξηται ν διακηρύττη δημοσὶᾳ π’ κκλησίας αρετικν τινα διδαχήν, ντικειμένην πρς τν ρθοδοξίαν, τότε ο προαναφερθέντες κέκτηνται τ δικαίωμα μα κα χρέος ν ποσχισθσι πάραυτα το πισκόπου, μητροπολίτου κα πατριάρχου κείνου, δι’ ο μόνον ες οδεμίαν θέλουσιν ποβληθ κανονικν ποινήν, λλ θέλουσι κα παινεθ εσέτι, καθ’ σον δι τούτου δν κατέκριναν κα δν παναστάτησαν ναντίον τν νομίμων πισκόπων, λλ’ ναντίον ψευδεπισκόπων κα ψευδοδιδασκάλων, οτε κα δημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα, ν τ κκλησί, λλ’ ντιθέτως, πήλλαξαν τν κκλησίαν ν σ δυνήθησαν μέτρ το σχίσματος κα τς διαιρέσεως".[119]


Ατ, λοιπόν, διδάσκουν ο ληθες διδάσκαλοι τς ρθοδοξίας, καί γιος Νικόδημος γιορείτης στήν ρμηνείαν του, στος ερος Κανόνες, ΛΑ' ποστολικόν κα ΙΕ' τς ΑΒ' ερς Συνόδου, -(πως πικυρώθηκε καί γνώμη του, πό τόν γιον Μακάριον τόν Νοταρν, τόν πολύν θανάσιον τόν Πάριον, τόν γιον Γρηγόριον τόν Ε΄ καί πό λην τήν Σύνοδον το Πατριαρχείου τό 1802)-  πί Μεγά-λου Φωτίου. Ατά διδάσκουν καί λοι ο Κανο-νολόγοι. χι μόνον δύνανται ο λεγόμενοι κανονικοί καί ο λαϊκοί, νά διακόπτουν τήν κοινωνίαν τν αρετικά, δημοσίως κηρυττόντων αρεση πού χει καταδικασθε πό Συνόδους πό τούς Πατέρες, καί πρό συνοδικς διαγνώμης, παινούμενοι πό τόν ερόν Κανόνα γιά τήν στάση τους ατήν, λλά καί ποχρεονται στήν διακοπήν το μνημοσύνου το ψευδοδιδασκάλου καί ψευδεπισκόπου. Καθότι, πς εναι δυνατόν νά μήν ποχρεονται νά διακόψουν ο ληθες ρθόδοξοι τό μνημόσυνον τν κακοδόξων καί τν ψευδεπισκόπων κατά τήν προηγηθεσαν κτεν νάλυση, φο ρθοδοξία ταυτίζεται μέ τήν λήθειαν καί λήθεια μέ τήν Χριστόν; 

 

Συμπύκνωση τς κκλησιαστικς νδεδειγμένης στάσεως γιά τήν διακοπήν το μνημοσύνου τν κηρυσσόντων αρεσιν λων τν Μεγάλων Πατέρων καί ρμηνευτν ποτελε τό ξαίρετον κείμενον το γιωτάτου Μαξίμου το μολογητο πού συμπεριλαμβάνει τήν διδασκαλίαν τν πρό ατο Πατέρων καί καθοδηγε δεσμευτικά τούς πομένους, πού μέ συνέπειαν τόν κολούθησαν. Τό παραθέτουμε ατούσιο καί λόκληρο μέ ναγκαες ξηγήσεις:

Ρώτησαν, λοιπόν. ο δικτες, ερες κα πεσταλμένοι το Πατριάρχη Κωσταντινου-πόλεως, τν γιώτατον Μάξιμον:

-Ο κοινωνες τ θρόν Κωνσταντινουπόλεως;

ν χεις κκλησιαστικν κοινωνίαν -κα σχέση μ τ Οκουμενικν Πατριαρχεον Κωνσταντινουπόλεως;)

Κα επεν:

κοινων (όχι, δν χω κκλησιαστικν κοινωνίαν κα σχέση) {πως ο διωκόμενοι σφιγμενίτες, κοψαν τν κοινωνίαν μ τ Οκουμενικν Πατριαρχεον Κων-σταντινουπόλεως, πό το 1965, μέχρι σήμερα, γι λόγους Πίστεως κα ρθοδοξίας}.

-Δι ποίαν, ο κοινωνες, ατίαν; επον.

πεκρίθη, ( γιος Μάξιμος), τι τς γίας Τέσσαρας Συνόδους ξέβαλον δι τν ν λεξανδρεί γενομένων ννέα κεφαλαίων.

Κα διά τς ν ταύτ τ πόλει γενομένης παρ Σεργίου κθέσεως, κα δι τοτο προσεχς π τς κτης νδικτινος κτεθέντος Τύπου.

Κα τι περ δογμάτισαν δι τς κθέσεως, δι το Τύπου κύρωσαν.

Κα καθελον αυτος πολλάκις (καί ατοκαθαιρέθηκαν πολλς φορές).

Ο τοίνυν φαυτών κατακριθέντες

το λοιπόν, πο καθαιρέθηκαν μόνοι τους ξ ατίας τς αρετικς μολογίας τους)

κα π τν Ρωμαίων (και πίσης καθαιρέθηκαν κα π τν κκλησία τς Ρώμης),

κα ο μετ τατα π τς γδόης νδικτινος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν πιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ποον Πνεμα,τος παρ τν τοιούτων πιτελου-μένοις πιφοιτ;

(Ποιά μυσταγωγία, λοιπόν, θ πιτελέσουν ατο πο πεσαν στν αρεση ποιό γιο Πνεμα πιφοιτ σ ατος πο εροπρακτον μ ατν τν τρόπον;)

Κα λέγουσιν ατ:

(μι ρώτηση πο κα σήμερα τν κάνουν μ ργν κα χλευασμν ο μοντερνιστς χριστιανοί, αρετικο αρετίζοντες, πρς τος ρθόδοξους:)

μόνος σώζη, κα πάντες πόλλυνται;

(σ μόνος θ σωθες κα λοι ο λλοι θ χαθον;)

Κα επεν (στούς Δικτες του, γιος Μάξιμος):

δένα κατέκρινον ο τρες Παδες, μ προσκυνήσαντες τ εκόνι πάντων νθρώπων προσκυνούντων, (νώ τν προσκυνοσαν πάντες ο νθρωποι).

Ο γρ σκόπουν (διότι δν πρόσεχαν)

τ τν λλων, (τί καναν ο λλοι)

λλ' σκόπουν (φρόντιζαν)

πως ν ατο μ κπέσωσι τς ληθος εσεβείας (πς ατο ο διοι -ο Τρες Παδες, δηλαδή- δν θ ξεπέσουν π τν ληθινὴν εσέβειαν).

Οτω (τσι) κα Δανιλ βληθείς ες τν λάκκον τν λεόντων,

ο κατέκρινέν τινα (δν κατέκρινε κάποιον)

τν μ προσευξαμένων τ Θε (πό ατος πο δν προσευχήθηκαν στ Θεό)

-κατ τ θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα μ τν διαταγή του Δαρείου)

λλ τ διον σκόπησεν

(λλ κοίταγε, τί θ πράξει διος, πς δηλαδή, διος, δν θ παραβε τ Θέλημα το Θεο)

Κα ελετο (προτίμησε) ποθανεν (ν πεθάνει) κα μ παραπεσεν τ Θε (παρά ν μαρτήσει νώπιον το Θεο)

καί, π τς δίας μαστιγωθναι συνειδήσεως ( κα ν μαστιγώνεται π τν δικήν του συνείδηση)

π τ παραβάσει (ξ ατίας τς παράβασης ) τν φύσει νομίμων.

Κμ ον (κα μένα, λοιπόν)

μ δ Θες (νά μν πιτρέψει Θεός)

κατακρναι τινά, (ν κατακρίνω ποιονδήποτε)

επεν ( ν π)

τι γ μόνος σώζομαι.

Αρομαι δ ποθανεν (προτιμ δ ν πεθάνω)

θρόησιν χειν περ τ συνειδός

(παρ ν χω ταραχν στν συνείδηση)

τι περ τν ες Θεν πίστιν

παρεσφάλην,

καθ’ οονδήποτε τρόπον!

(τι σφαλα γύρω π τν πίστη -τν πρς τν Θεόν- κατ ποιονδήποτε τρόπον).

...Τ Πνεμα τ γιον δι το ποστόλου, κα γγέλους ναθεματίζει, παρ τ κήρυγμά τι νομοθετοντας

(φόσον νομοθετον ντίθετα μ τ κήρυγμα τν ποστόλων).

πειλές καί κολακεες προσπάθησαν ο νακριτές πό τόν Θεοδόσιον Καισαρείας νά κάμψουν τό φρόνημα το γίου Μαξίμου, γιά νά ποταχθε στήν Μονοθελητικήν αρεση, λλά κενος μεινεν στερρός στήν μολογίαν τς Πίστεως, «κλινής, στερρός λος καί τό φρόνημα τρεπτος». Πονηρά προσπάθησε Θεοδόσιος νά πείσει τόν Μέγαν μολογητήν, τι συμφωνον μαζί του, δέν λλάζουν τό δόγμα, λλά πλς οκονομον μέ τόν «Τύπον» τά πράγματα, γιά νά ερηνεύσει «κκλησία» καί χώρα: «λλά τό δι’ οκονομίαν γεγενημένον ο δέον ς κύριον δόγμα λαμβάνειν, καθά καί νν παρ’ μν προτεινόμενος τύπος, οκονομικς γεγένητο, λλ’ ο δογματικς». Πάνω στήν πάντηση το μεγάλου Μαξίμου θεμελιώθηκε καί στάση τν λλων μεγάλων γίων στήν συνέχειαν, το γίου Γρηγορίου το Παλαμ καί το γίου Μάρκου το Εγενικο. Σέ θέματα πίστεως δέν χωρε συγκατάβαση καί οκονομία συμβιβασμός. αρεση ταυτίζεται μέ τό ψεδος καί σοι προσπαθον νά τήν ξωρραΐσουν μέ οκονομίες εναι ψευδοδιδάκαλοι καί πατενες. Ατούς δέν φείλουμε νά τούς πακούουμε, λλά ντιθέτως νά τούς ποστρεφόμαστε καί νά πομακρυνόμαστε πό ατούς, γιά νά μήν φανομε, τι μέ τήν συναναστροφή μας μετέχουμε στήν αρεσή τους καί στήν κακίαν τους: «Ψευδοδιδασκάλων τό τοιοτον καί πατεώνων, ος οδέ πείθεσθαι χρή, λλ’ κκλίνειν, ς γχωρον, καί ποδιϊσταστασθαι, να μήν καί δόξωμεν κακόν τι τς τούτων συνουσίας παραπολαύειν».

 

 

Παράρτημα συνημμένων.

Στά ἐδῶ συνημμένα προστίθενται καί τά ἐν φωτοαντιγράφῳ συνημμένα, πού ἀκολουθοῦν τήν ἐπί ἀποδείξει συστημένην ἐπιστολήν πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπόν μας κ.κ. Καλλίνικον.

 

 

 

Πρός πατέρα Νικηφόρον, ερομόναχον, Θεολόγον!

Μερικές διευκρινίσεις στά συζητηθέντα:

Τό σχίσμα τό δημιουργεῖ πάντα ὁ αἱρετικος καί ὄχι ὁ χωριζόμενος ἀπό αὐτόν (τόν αἱρετικόν) γιά δημόσια, θεσμικά καί ἐπίσημα κηρύσσοντα αἵρεση (καί δή προκαταδικασμένη ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου καί ἀπό τόν Ἅγιον Φιλάρετον), ὅπως εἶναι τό σχίσμα ὡς πρός τήν ἑνιαίαν γραμμήν καί Πίστη ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἐπί ἑκατό χρόνια, αὐτό πού δημιούργησε ὁ ἐνεργῶν Οἰκουμενιστικά-αἱρετικά καί κινούμενος κατ’ ἐπανάληψη στόν χῶρο τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ σ. «Ἀττικῆς» κ. Χρυσόστομος Μανιώτης, πού τώρα καλεῖται διά τῆς δηλώσεως μετανοίας, ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ἀπό τήν Σύνοδόν μας, νά διορθώσει καί νά παρακαλέσει γιά τήν ἀποκατάστασή του.

Τό σχίσμα νοεῖται ὡς πρός τήν καθόλου Παράδοση καί Πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς πρός τήν προσωρινή διοικητική ἕνωση, πού γίνεται καί μέ πολλούς κοσμικούς συμβιβασμούς, γιά τόν ἔλεγχο τῶν ἐκκλησιῶν, τῶν κτημάτων καί τῶν κτηρίων καί τῶν λοιπῶν περιουσιακῶν στοιχείων καί κυρίως τῶν χρημάτων.                                            

Οὔτε ἔργον τῆς Πίστεως εἶναι τά πανηγύρια καί οἱ Ποντιακοί χοροί καί οἱ «πολιτιστικές ἐκδηλώσεις» καί τά θέατρα τῶν ἀκατήχητων ἀπό τόν σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομον Μανιώτη ἀδελφῶν μας Ποντίων, πού δέν ἄκουσαν ποτέ ἕνα ὁμολογιακό κήρυ-γμα.                                                                            

Ἀλλά, ἀντιθέτως, βλέπουν αἱρετικές κινήσεις, ἐναγκαλισμούς μέ αἱρετικούς Νεοημερολογίτες-Oἰκουμενιστές, ἀνταλλαγή δώρων, συναγελασμόν μέ τούς ἀντικειμένους καί δωρεές λειψάνων στούς Οἰκουμενιστές... στάσεις καί κινήσεις πού ἐπιβραβεύουν καί ἐγκρίνουν τήν πορείαν τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενστῶν πρός τήν ἀπώλειαν... ἀφοῦ δι’ ὅλων τῶν ἀνωτέρω συγχέεται ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας καί νομιζουν οἱ πιστοί, ὅτι εἴμαστε τό ἴδιο μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές[120]. Αὐτά λένε τά γράμματα πού μάθαμε ἐμεῖς, οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅλοι οἱ ἑρμηνευτές καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μελετᾶμε μέρα καί νύχτα! Ἀλλό Εὐαγγέλιο δέν γνωρίζουμε!  Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ!

«Εἰ δὲ καὶ πάνυ ὁλίγοι ἐν τῇ εὐσεβείᾳ καὶ Ὀρθοδοξίᾳ διαμείνωσιν, οὗτοί εἰσιν Ἐκκλησία καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται, κἄν αὐτοῖς ὑπέρ τῆς εὐσεβείας κακοπαθῆσαι δεήσοι»

 

(«ἄν ὅμως ἐλάχιστοι ἀπομείνουν στήν εὐσέβεια καί τήν ὀρθοδοξία, τότε αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί σ’ αὐτούς ἐναπόκειται ἡ ἐγκυρότητα καί ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, ἀκόμη κι ἄν χρειαστεῖ νά δεινοπαθήσουν ὑπέρ τῆς  εὐσέβειας»)

Ἅγιος Νικηφόρος ὁ μονάζων. P.G. 99, 1049

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ὅταν διδάσκει ἐπίσκοπος τήν ἀσέβειαν, κοινωνῶν συμπροσευχητικῶς, πνευματικῶς ἤ διά λείψεως δώρων καί παροχῆς τοιούτων -(ὅπερ τό μέν ἰσάξιον τῆς συμπροσευχῆς τό δέ βαρύτερον καί πλέον ἀξιοκατάκριτον, καθότι πρόκειται περί λειτουργικῆς-τελετουργικῆς συμπράξεως ἐν ἱερατικῇ ἀμφιέσει, μετά ψαλμῶν καί ἀνταλλαγήν βαΐων τήν Κυριακή τῶν Βαΐων)- στούς αἱρετικούς, ἔχουν ἐφαρμογή τά λόγια τοῦ Ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, πού εἶπε: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[121].

Κατά τόν ἅγιον Μέγαν ἡγούμενον τῆς τοῦ Στουδίου Μονῆς ἡ ὑπεράσπιση τῆς παραδεδομένης πίστης δέν εἶναι ἔργον μόνον τῶν ἐπισκόπων, τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν. Κάθε χριστιανός, ὅσο ἀσήμαντος καί ἄν εἶναι, ὀφείλει νά συμμετέχει στόν ὑπέρ Πίστεως ἀγῶνα. Ὁ Κύριος ἔδωσεν ἐντολήν «μή σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως». Ἐάν ἡ πίστη κινδυνεύει, ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός δέν μπορεῖ νά ἐπικαλεστεῖ, ὅτι εἶναι ἕνας φτωχός λαϊκός, πού δέν ἔχει λόγον καί ἐνδιαφέρον γιά τό θέμα αὐτό. Ἐάν δέν μιλήσουν οἱ ἄνθρωποι, τότε θά βγάλουν φωνή οἱ πέτρες, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος: «ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται». Ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός θά δώσει λόγον στόν Θεόν γιά ὅσα ἀνωφελῆ εἶπε καί γιά ὅσα χρήσιμα δέν εἶπεν.

Κανένας δέν ξεφεύγει ἀπό τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, εἴτε βρίσκεται πολύ χαμηλά στήν κοινωνίαν εἴτε εἶναι βασιλιάς[122].

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅμως, μᾶς διδάσκει νά προσέχουμε λέγοντας «μήποτε συλλέγοντες τά ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τόν σῖτον» Ματθ. 13, 29!

Γιαὐτό ἀποτειχίζουμε τόν αἱρετικόν καί τόν κηρύσσοντα ἐπανειλημμένα ἐν τῇ πράξει τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ - Οἰκουμενισμοῦ, ἐκπεσόντα σύμφωνα μέ τήν διδα-σκαλίαν τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, «Ἀττικῆς κ. Χρ. Μανιώτην», τοῦ ὁποίου ἀναμένουμε τήν μετάνοιαν, ὅπως θά τοῦ ὑποδειχθεῖ ὑπό τῆς Συνόδου μας κατά τά ἀνωτέρω καί δέν ἀποτειχιζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, κατά τόν Μέγαν Ἀθανάσιον, Ἅγιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον, καί δι’ αὐτῶν διά πάντων, δηλ. σύμφωνα μέ τήν σύνολη ὑμνολογίαν καί διδασκαλίαν τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

 

Μητροπολίτης Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος. Ο Θεός να μας ελεήσει από τέτοιους ψευδοδιδασκάλους!

3-11-24  https://www.triklopodia.gr/%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%af%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%bd%cf%8c%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b5%ce%bb%ce%b5%ce%ae%ce%bc%cf%89%ce%bd-%ce%bb/

+Ο Μητροπολίτης Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος

Με έκπληξη και τρέμοντας άκουσα λόγια βλάσφημα από τον ιερέα-Πρεσβύτερο π. Ευάγγελο Παπανικολάου, ο οποίος αυθαίρετα διακήρυξε βλάσφημα εναντίον της Θείας Κοινωνίας.

Ο εν λόγω κληρικός, εμφανίζεται ως “σούπερ θεατρίνος”, προκαλώντας το κοσμικό ενδιαφέρον των ακροατών του.
Πρέπει να τονίσουμε ότι :
η Θεία Κοινωνία λαμβάνεται κατόπιν κατάλληλης προετοιμασίας,  με νηστεία, ιερά εξομολόγηση και καλά έργα. Δεν μεταδίδεται με το ζόρι. Πρέπει κανείς να το θέλει.
Ούτε μπορεί να δοθεί, εάν εκείνος που θα κοινωνήσει δεν γνωρίζει το τι λαμβάνει. Πολύ περισσότερο, δεν λαμβάνεται μέσω ενός σαρκικού “φιλήματος”, “φιλογλωσσίας”!
Εάν κανείς δεν θέλει να κοινωνήσει, είναι καθαρά δικό του ζήτημα. Αλίμονο, εάν δεχθούμε την βλάσφημο γνώμη του αθεολόγητου π. Παπανικολάου!
“Φρίκσον ήλιε και στέναξε η γη!”
Αγαπητοί μου, μην παρακολουθείτε ανθρώπους που δεν έχουν Πνεύμα Θεού, αλλά επιδιώκουν την αυτοπροβολή τους και γίνονται θεατρίνοι.
Ο ΘΕΟΣ να μας ελεήσει και να μας προστατεύει από τέτοιους ψευδοδιδασκάλους.

Με πατρική αγωνία.
+Ο Μητροπολίτης Αντινόης Παντελεήμων Λαμπαδάριος
Κάλυμνος.
Άκτιστον

 


-------- Weitergeleitete Nachricht --------

Betreff:

Fwd: Εάγγελος Παπανικολάου συμβουλεύει λαϊκό, ν μεταδώσει τν Θεία Κοινωνία μ γλωσσόφιλα!!!

Datum:

Sun, 27 Oct 2024 00:11:27 +0200

Von:

π. Νικόλαος Δημαράς Dr. Jur. N. Dimaras, <dikaio@otenet.gr>

Antwort an:

dikaio@otenet.gr

An:

Θεοφ. Φώτιος <bishopphotios@gmail.com>, Bishopclement <BishopClement@hsir.org>, BG Markopoulos <bishopbigr@gmail.com>, Σεβ. κ.κ. Καλλινικος <ahaiasks@gmail.com>, Mitropolitis Kyprianos <metr.cyprian.diakonia@imoph.org>

 

Περί το χαρακτηρισμο γλοιώδης το π. Βαγγέλη Παπανικολάου

Μέ τά προηγούμενα μέιλ ποδείξαμε, 

1. τι μς κατηγορε ς αρετικούς, παρασυνάγωγους καί σχισματικούς

2. καθώς καί τι βλασφημε λέγοντας νέκδοτα γιά τόν Κύριον ησον Χριστόν πού τόν ντιπαραβάλλει μέ τόν Μωάμεθ μέ ασχρόν νέκδοτον. 

3. Τώρα φαίνεται καί ξεκάθαρα, πό τά πιό κάτω κείμενα, κτός τν προηγουμένων ναφορν, τό σιχαμερόν,τό σημαίνει τό γλοιώδης) τν κινήσεων καί τν λεγομένων του.



-------- Weitergeleitete Nachricht --------

Betreff:

Εάγγελος Παπανικολάου συμβουλεύει λαϊκό, ν μεταδώσει τν Θεία Κοινωνία μ γλωσσόφιλα!!!

Datum:

Sat, 26 Oct 2024 14:57:50 +0300

Von:

Jim Loukas <jim.loukas@gmail.com>

An:

Dr.Jur. N. Dimaras <dikaio@otenet.gr>

 

https://eugenikos.blogspot.com/2024/10/blog-post_93.html?m=1&sfnsn=mo&fbclid=IwY2xjawGJtSlleHRuA2FlbQIxMQABHb-RU0ABF5w2MpDaDi23Jkz1KURjXgLZOAPwhWX2e5FpFRYwqGrQnm7VyA_aem_H_0Ai5WbU0xtGkV2cQp4Pg

 

π τ λεπτό 30:36

https://www.youtube.com/watch?v=F1to9DE1wiI

 

Φρίξον ήλιε, στέναξον γη. Η τραγική κα βλάσφημη προσπάθεια του π. Ευάγγελου Παπανικολάου να φανεί κατηχητής της Εκκλησίας διδάσκοντας ασεβέστατες πρακτικές μ γλωσσόφιλα.

π. Εάγγελος Παπανικολάου συμβουλεύει λαϊκό, ν μεταδώσει τν Θεία Κοινωνία μ γλωσσόφιλα!!!

Ατ εναι, δυστυχς, κατάληξη, π. Εάγγελε, ταν βάζεις τν διδασκαλία σου πάνω π τν διδασκαλία τν γίων κα συμπορεύεσαι μ καραμπινάτους αρετικος Οκουμενιστς πως Δημητριάδος γνάτιος γι ν χεις δημοσιότητα. 

π. Εάγγελος Παπανικολάου πο χει ξελιχθε σ κατηχητικ στρ τς κκλησίας στ μέσα μαζικς κα λεκτρονικς νημέρωσης κλήθηκε ν μιλήσει ς κατηχητς στν . Μητρόπολη Δημητριάδος. Φυσικ δν πείραξε τν γνωστ ερέα καθόλου τ γεγονός, τι κλήθηκε ν μιλήσει σ μία Μητρόπολη πο πρωτοστατε στν αρεση, στν μεταπατερικ θεολογία, στν κκοσμίκευση κα στν ποστασία. Δν τν  πείραξε πο τόσες ναγνωρισμένες πνευματικς μορφς τν τελευταίων δεκαετιν χουν καταδικάσει τν μητροπολίτη γνάτιο κα τν μεταπατερικ σχολή του. ρκε γι τν π. Εάγγελο ν χει βμα κα ν παρουσιάζει τ σώου του, πο θ τ ζήλευαν πολλο Προτεστάντες.

Στν μιλία του κα παρουσί το Οκουμενιστο μητροπολίτου γνατίου, πο φυσικ δν προέβη σ καμία διόρθωση π. Εάγγελος επε (βλ. https://www.youtube.com/watch?v=F1to9DE1wiI) π τ λεπτό 30:36 τ ξς πίστευτα :

"Μ παίρνει νας ταξιτζς ν μ πάει κάπου. Μο λέει, εσαι π. Εάγγελος, το λέω ναί. Π. Ευάγγελε, μο λέει, γυναίκα μου δν χει κοινωνήσει π τότε πο τν παντρεύτηκα... Τί ν κάνω; γ πάω στν κκλησία κάθε Κυριακ φέρνω αντίδωρο, λλ ατή "δν θέλω", λλ εναι καλ γυναίκα... Π. Εάγγελε δν θ κοινωνήσει ατ γυναίκα ποτέ; Λέω, θ κοινωνήσει. Αριο το λέω, θ ρθε ν κοινωνήσει. Πάτερ, μο λέει, εσαι μ τ καλά σου; Πς θ τν κοινωνήσω αριο; Θ σο π γώ, το λέω. μα δν λθει ατ πάμε μες... Θ 'ρθες σύ, θ κοινωνήσεις, θ καταπιες τν Θεία Κοινωνία, λλ τ σάλια θ τ κρατήσεις. Θ πς στ σπίτι κα μόλις τν δες θ τς πες: Κουκλάρα μου! Κα θ τς κάνεις να ρθόδοξο γλωσσόφιλο!!! Κα τν κοινώνησες βρ ελογημένε, μ στεναχωριέσαι. Κύριος εναι δ. Γι νομα το Θεο ν εστε ξυπνοι."

Γιατ ν πρωτοκλάψει κανείς, γι τς "ξυπνες" "συμβουλές" το π. Εαγγέλου  γι τ γέλια το "εσεβος" κροατηρίου, στ ποο δν βρέθηκε κανες ν το πε, τί λς βρ θεόφοβε! 

Μάλιστα π. Εάγγελος θέλησε ν τεκμηριώσει τν βλασφημία του συγκρίνoντάς την μ τ παράδειγμα τν γίων πο λάμβαναν τν Θεία Κοινωνία μέσα σ σταφίδες.

Ναί, π. Εάγγελε, λλ πρτον ο γιοι πιθυμοσαν ν κοινωνήσουν, δν ξαπατήθηκαν κα δεύτερον λαβαν τν Θεία Κοινωνία, πως σες διηγεστε μ κάθε ελάβεια κα χι, ν εναι δυνατόν, ντρέπεται κα μόνο πο τ γράφει κανείς, μ γλωσσόφιλα!!! γυναίκα το κυρίου δν πιθυμοσε ν κοινωνήσει. Ατ πρεπε ν γίνει σεβαστό ν λλάξει μ λλο τρόπο. Κι σες συμβουλεύετε τν σύζυγο ν ξαπατήσει τν γυνακα του κα ν τν "κοινωνήσει" μ τ ζόρι. Πο κούστηκε πάτερ, νθρωπος ν πρέπει ν κοινωνήσει παρ τν θέλησή του; Ο Χριστς δν ξαναγκάζει πάτερ, οτε ξαπατ. Θυσιάζεται γι λους, λλ κοινωνοί Του γίνονται μόνον σοι Τν κολουθον.

Πο κούστηκε ν κοινωνάει κάποιος π τ σάλια το λλου. Ξέρετε, τί λέτε κα  σ ποις πρακτικς προωθετε τ ποίμνιο; Δηλαδ θ πηγαίνουν λοι τώρα μετ τν Θεία Κοινωνία στ σπίτια τους κα θ κοινωνον μ τ σάλια τους (!!!), σους δν θέλησαν ν λθουν στν κκλησία δίνοντας γνωσσόφιλα!!! φτύνοντας σ ποτήρια ν  πίνει τ σάλια λλος!!!

Γι τν δ μητροπολίτη πο κουγε λα ατ κα δν πενέμβη, ατ δείχνει σ ποι σημεο ναισθησίας κα πομάκρυνσης π τν Θε χει φθάσει. Ατ φέρνει κοινωνία μ τν αρεση.

Εναι πι ξεκάθαρο. σοι κολουθον κα παινον τέτοιους νθρώπους φέρουν τεράστια εθύνη. 

μες θέλουμε ν μείνουμε "χαζοί" πως μς θέλει Χριστς κα χι "ξυπνοι" πως μς θέλει  π. Εάγγελος. 

δαμάντιος Τσακίρογλου

 

https://www.youtube.com/watch?v=k2g5kM4fo6I

 

Από το 1:18:24 έως το 1: 22:30

 

Στην αρχή ὁ κληρικός κ. Βαγγέλης Παπανικολάου λέει, ότι οι παλαιοημερολογίτες δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή.

Μετά αναφέρει, ότι ο προβληματισμός τους τότε - και του Ιωσήφ του ησυχαστή - δέν ήταν αν κάνανε λάθος που πηγαίνανε με το παλιό ημερολόγιο, αλλά αν κάνανε λάθος που δεν μνημονεύανε τον αιρετικό Πατριάρχη.

Έπειτα κάνανε σαρανταλείτουργο, για να τους πεί ο Θεός, αν πρέπει να μνημονεύουν το αιρετικό Πατριάρχη, το όνομα του οποίου ούτε καν θυμάται.

Την τεσσαρακοστή ημέρα, τους είπε ο Κύριος να πάνε με την Εκκλησία, αλλά αυτοί κατάλαβαν, ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι αυτή της οποίας ηγείτο ο Παναιρετικός Πατριάρχης!

Αποφάσισαν, λοιπόν, να πάνε με την αίρεση και παρότι δεν είχαν Αποστολική διαδοχή, ο Ψευδοπατριάρχης δεν θεώρησε απαραίτητο, να τους ξαναχειροτονήσει. Αρκούσε τους είπε, να πάνε να λειτουργήσουν με τους Δανιηλαίους και αυτό ήταν αρκετό, για να ενταχθούν στην ψευδεκκλησία τους, - δηλαδή εκκλησία ''μπακάλικο''…

Έτσι, λοιπόν, ο παπα Εφραίμ, έκανε την ''ευλογημένη'' υπακοή, να συλλειτουργεί με τους αιρετικούς και να μνημονεύει τον Οικουμενιστή Ψευδοπατριάρχη για 20 χρόνια ή και όσα ακόμη αν χρειάζονταν, έστω και αν στο μεταξύ υπήρχε η πιθανότητα να πέθαινε και να κολαζόταν.

Κατά λέξη λέεει: «20 χρόνια ήξερε το σωστό και έκανε το λάθος, για την υπακοή. Πως να μην πάρει χάρη ο άνθρωπος, πώς να μην τον ευλογήσει ο Θεός».

Διάγνωσις: Βαρειά σχιζοφρένεια και απόλυτη αντιστροφή της αλήθειας.

 

 

https://trueorthodox.eu/try-to-hide-your-beliefs-metropolitan-chrysostom/

 

Ο σ. Ἀττικής κ. Χρυσόστομος ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΠΡΙΝ ΠΕΝΤΕ (5) ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΩΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ

Κανείς δεν το παρατήρησε;; Κανείς δεν τον παρατήρησε;;;;;;;

 

 

Λέτε, στό πιό πάνω κείμενό σας, σεβασμιώτατε, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα χωρίστηκε σέ παλαιοημερολογίτες καί νεοημερολογίτες», «τραυμάτισε τήν ἑνότητα», δηλ. ὑπάρχουν δύο ἐκκλησίες; Δηλ. ὄχι ἡ Καινοτομία-αἵρεση καί ἡ Ἐκκλησία, πού συνέχισε τήν ἱστορία καί τήν Παράδοση, καί πού εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία! Καί μόνον τραυμάτισε τήν ἑνότητα καί ὄχι ὅτι ἔγινε ὀλέθριο σχίσμα, τό ὁποῖο προκάλεσαν οἱ Καινοτόμοι Οἰκουμενιστές-Νεοημερολογίτες;

 

 

Ζήσης Τσιότρας <tsiotranzisin@gmail.com>

Καλό!!! Αυτό μου άρεσε πολύ.

 

Στις Σάβ 12 Οκτ 2024, 1:35 μ.μ. ο χρήστης π. Νικόλαος Δημαράς <dikaio@otenet.gr> έγραψε:

 

Θέμα:

Παραβίαση θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί ἀτομικῶν δικαιωμάτων τοῦ Συντάγματος καί τέλεση αὐτεπαγγέλτως διωκομένων καί ποινικά κολάσιμων πράξεων

Ημερομηνία:

Sat, 12 Oct 2024 06:12:51 +0300

Από:

π. Νικόλαος Δημαράς <dikaio@otenet.gr>

Προς:

Μακαριώτατος Kallinikos <ahaiasks@gmail.com>, Θεοφ. Φώτιος <bishopphotios@gmail.com>, Bishopclement <BishopClement@hsir.org>, Σεβασμιώτατος κύριος Κυπριανός <metr.cyprian.diakonia@imoph.org>, επίσκοπος Αμβρόσιος <episkoposamvrosios@gmail.com>

 

Π.Ο.Ε. 28.09.2024, Ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωητοῦ

Μακαριώτατε, εὐλογεῖτε καί ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ χαίρετε πάντοτε!

Συμβουλεύω ταπεινά, ὡς νομικός, πού ἔμαθα κάποια πράγματα, νά ἀνασταλεῖ κάθε προσπάθεια οἱασδήποτε «δικαστικῆς» διώξεως οἱουδήποτε, γιατί εἶναι πέρα γιά πέρα παράνομη καί ἀντισυνταγματική γιά τούς ἀκολούθους λόγους καί διώκεται ποινικῶς σέ βαθμόν κακουργήματος:

-Ὑπάρχει συνεχόμενη παραβίαση θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν καί ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος (διαρκές ἔγκλημα).

-Ὑπάρχει ἀσύστολη προσβολή τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων κατά τήν ἄσκηση παράνομης «δικαστικῆς» ἐξουσίας.

-Ὑπάρχει ἀντιποίηση τῆς ἰδιότητος δικαστικοῦ λειτουργοῦ, (διαρκές ἔγλημα, διωκόμενον σέ βαθμόν κακουργήματος), καθότι δέν συντρέχουν οἱ νόμιμες καί ἐκ τοῦ συντάγματος ἐπιβαλλόμενες προϋποθέσεις τῆς λειτουργικῆς καί προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν φερομένων ὡς δικαστῶν!!!

-Οἱ ὡς «δικαστές» ἑκάστοτε παρουσιαζόμενοι εἶναι παντελῶς ἄσχετοι τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί παιδείας, καθώς οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει σπουδάσει τήν νομικήν ἐπιστήμην.

-Ὑπάρχει σύσταση παράνομη οἰονεί «δικαστηρίου» - ἱεροδικείου χωρίς νά συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ Νόμου καί τοῦ Συντάγματος καί μπορεῖ νά ὑπάρξει δίωξη ἀκόμη καί γιά σύσταση συμμορίας.

-Ὑπάρχει σέ ὅλες τίς μέχρι τώρα περιπτώσεις ταύτιση καί σύγχυση τῆς δῆθεν «δικαστικῆς» καί τῆς δῆθεν «κατηγορούσας ἀρχῆς».

Διά τῆς συγκροτήσεως τοιούτων παρανόμων καί ἀντισυνταγματικῶν ἱεροεξεταστικῶν «δικαστηρίων», ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἔγκριτους νομικούς καί δικαστές, καί κατά τήν ἄσκηση τῆς παράνομης αὐτῆς «ἐξουσίας», ὑπάρχει κατά συρροήν παραβίαση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος, ἤτοι τῆς προστασίας ἀνθρώπινης ἀξίας (Menschenwürde)  καί τῆς θεμελιώδους διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν.

Γιατί κάθε ἔξουσία πηγάζει ἀπό τόν λαόν καί ὑπάρχει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους (δημοκρατική ἀρχή-Demokratisches Prinzip). Καί οἱ ἐξουσίες εἶναι τρεῖς, ἡ νομοθετική, ἡ  ἐκτελεστική καί ἡ δικαστική, ὅπως τίς ὁρίζει τό Σύνταγμα καί ὁ Νόμος. Ὁ σφετερισμός-ἀντιποίηση δέ μιᾶς τῶν Τριῶν ἐξουσιῶν (Eckpfeiler der Verfassung) διώκεται σέ βαθμόν κακουργήματος.

Τά ἀνωτέρω ὑπῆρξαν ἀντικείμενον τῆς ἐρεύνης μου καί τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, καθώς καί τῆς διδασκαλίας μου ἐπί τριάντα χρόνια σέ διάφορα πανεπιστήμια καί συνέδρια. Σχετικά ἔχω γράψει ἀρκετές μελέτες, πού ἔχουν τύχει ὄχι μόνον ἐθνικῆς ἀλλά καί διεθνοῦς ἀναγνώρισης.

Ἤδη εἶναι ἐνήμερη ἡ Εἰσαγγελία τοῦ Ἀρείου Πάγου, καί τό Ὑπουργεῖον Παιδείας, ἀπό ὅ,τι διαβάζω στά νομικά περιοδικά καί βλέπω στίς διάφορες δικαστικές ἀποφάσεις. Ἡ κυβέρνηση ἑτοιμάζει καί ρητή σχετική νομοθετική ἀπαγόρευση, μέ ἐξαίρεση πρός τό παρόν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἡ λειτουργία προστατεύεται ρητά καί συνταγματικά ἀπό τόν Καταστατικόν Χάρτην, (ἀλλά καί αὐτές οἱ διατάξεις θά τελοῦν ὑπό ἀναθεώρηση σέ μελλοντικήν ἀλλαγήν τοῦ Συντάγματος).

Συμβουλή: Νά περιοριστοῦμε στά πνευματικά μας καθήκοντα, καί τά κανονικά λεγόμενα προβλήματα, νά ἐπιλύονται ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς του ἐξουσίας ἐν ἀγάπῃ καί φόβῳ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ὁ ὁποῖος οὐδένα ἐδίωξε ποτέ.

Ὅλα τά ἀνωτέρω, λαμβανόμενα ὑπ’ ὄψιν θά ἔχουν καί ὡς ἀποτέλεσμα κατ’ ἀρχήν τήν διάλυση ἀπό τόν εἰσαγγελέα τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας συγκεκριμένου προσώπου.

Ὁπότε κατανοεῖτε, γιατί εἶναι ἀδύνατον εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά συμμετέχω σέ μία τέτοια παράνομη καί πέρα γιά πέρα ἀντίθετη πρός τό Σύνταγμα «δίκη», καθότι θά θεωρηθῶ ὡς συνεργός σέ τέλεση τῶν ἀνωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων, ὅπως θά θεωρηθεῖτε καί Ὑμεῖς, καθότι:

τά ἀνωτέρω ἐγκλήματα διώκονται οὐχί κατ’ ἔγκλησιν, ἀλλά αὐτεπαγγέλτως.

Τά ἀνωτέρω ἐγράφησαν μέ πολύν πόνον καί προσευχήν, ἀλλά καί ἀγάπην, γιά προστασία ὅλων Ὑμῶν, ἐξαγγέλλων μόνον τά ἐκβησόμενα, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί δέν συνιστοῦν σέ καμμίαν περίπτωση ἀπειλήν, ὅπως τονίζει ὁ πολύς τῇ θεολογική παιδείᾳ δάσκαλός μας ἀείμνηστος Ρωμανίδης.

Ἐκζητῶν τά θεοπειθεῖς Σας εὐχάς,

εἰλικρινά μέ πολύν πόνον καί ἀγάπην διά τόν Ἱερόν Ἀγῶνα

ταπεινῶς ἀσπαζόμενος τήν Ὑμετέραν δεξιάν,

π. Νικόλαος Δημαρᾶς

 

dikaio@otenet.gr

 

sbladis@gmail.com

Ἀξιότιμε κύριε καθηγητά, κ. Βλάντη!

Δέν μποροῦν ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους νά συγκροτοῦν δικαστήρια, νά κλητεύουν, νά συνέρχονται σέ σῶμα, νά ἐπιβάλουν ποινές κλπ. Εἶναι ἀντισυνταγματικό καί παράνομο!

Ἄν συνεχίσουν, θά πᾶνε ὅλοι μέσα μέ μία ἁπλῆ καταγγελία ἀπό κάποιον θιγόμενον. Καί μάλιστα γιά κακούργημα καί ἴσως γιά συγκρότηση συμμορίας! Ἡ ἔρευνα θά περιλαμβάνει ἀναδρομικά τά τελευταῖα εἶκοσι χρόνια, ὅσος εἶναι ὁ χρόνος παραγραφῆς τῶν σχετικῶν κακουργημάτων.

Δέν εἶναι γνώμη μου αὐτό, εἶναι ἡ ξεκάθαρη νομική πραγματικότητα. Τόν ὅρο δικαστήριο, ἐκκλησιαστικό ἤ συνοδικό ἤ ὅτι ἄλλο, πρωτοβάθμιο  ἤ δευτεροβάθμιο κλπ. ὅποιος τόν χρησιμοποιήσει, μέ ἁπλῆ καταγγελία στόν εἰσαγγελέα θά κινηθεῖ ἡ ποινική διαδικασία ἐναντίον του, ἄν ὑπάρξει καταγγελία ἤ καί αὐτεπαγγέλτως. 

Γιατί τό δικαστήριο σημαίνει ἐξουσία, σημαίνει δύναμη, σημαίνει καταναγκασμό! Τά μέλη του παρουσιάζονται ὡς δικαστές μέ "ὑπεροχική " ἐξουσία καί δύναμη, ἀσκοῦν φόβο καί τρόμο καί δημιουργοῦν ἐνοχικά συμπλέγματα στούς καλουμένους, πού ἔχουν ἄμεσο ἀντίκτυπο στήν τιμή, στήν ὑπόληψη, στήν ἀνθρώπινη ἀξία καί προσβάλλουν τήν προσωπικότητα, τήν οἰκογενειακή ζωή καί κάθε ἔκφραση τοῦ προσώπου στήν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς του καί στήν λειτουργία του ὡς μέλος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Ἐπέρχονται δραματικές συνέπειες στόν κοινωνικό βίο τοῦ προσώπου καί στά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας του!

Χωρίς Νόμο, λοιπόν, ἀπαγορεύεται ρητά καί κατηγορηματικά οἱαδήποτε ἀναφορά σέ ὅρους καί σέ λειτουργίες τῶν Νομικῶν Προσώπων τοῦ Ἰδιωτικοῦ δικαίου ὡς δικαστηρίων ἤ ὥς δικαστῶν, (καί δή αὐτόκλητων καί αὐτοοριζόμενων, πού συμπίπτει ἡ κατηγοροῦσα ἀρχή μέ τήν δικαστική)! Οὔτε κἄν πειθαρχικά συμβούλια, γιατί πρόκειται περί Νομικοῦ Προσώπου Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, σωματείου…

 Ἡ ἄμεση ἐπίκληση καί ἐφαρμογή τῶν Ἱερῶν Κανόνων, χωρί δηλ. Νόμον πού νά ὁρίζει τά τῆς λειτουργίας τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἤ συνοδικῶν δικαστηρίων καί τά προσόντα τῶν δικαστῶν, (ὅπως στούς Νεοημερολογίτες πού εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καί κάτοχοι πανεπιστημιακῶν πτυχίων Θεολογίας καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἔχουν σπουδάσει Νομικά) εἶναι παράνομη καί ἀντισυνταγματική καί ἐπισύρει ποινές, ὄχι ἁπλῶς φυλάκισης ἀλλά κάθειρξης, γιατί ὑπάρχει ἀντιποίηση τῆς ἰδιότητος τοῦ λειτουργήματος τοῦ δικαστοῦ καί τοῦ εἰσαγγελέως!

π. Νικόλαος Δημαρᾶς Δρ.Ν.

 

Γνωμοδότηση

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Νικολάου Δημαρᾶ

Δρος Νομικῆς (Dr.Jur. Universität Bielefeld), τ. Ἐπίκουρου Καθηγητοῦ στό Ἀστικό Δίκαιο τοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν καί διευθυντοῦ τοῦ Ἰνστιτούτου Ἀστικοῦ καί Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου, Μagister Artium Theologie, Philosophie und Kirchenrecht, Universität Frankfurt

Μοῦ ἐτέθη τό ἐρώτημα:

Στόν χῶρον τοῦ Παλαιοῦ λεγομένου Ἡμερολογίου οἱ διάφορες Σύνοδοι πού ἔχουν τήν μορφήν τοῦ Σωματείου, (Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου), μποροῦν ἄραγε νά συγκροτοῦν «Δικαστήρια» οἱασδήποτε μορφῆς ὡς Νομικά Πρόσωπα Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, νά κάνουν «κλητεύσεις», νά συνέρχονται σέ "σῶμα δικαστῶν", νά ἐπιβάλλουν "ποινές"[123], νά συμπίπτει μάλιστα "ἡ κατηγοροῦσα ἀρχή" μέ τούς "δικάζοντες δικαστές", οἱ ὁποῖοι δέν κέκτηνται κἄν νομικῆς παιδείας καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει σπουδάσει νομικά οὔτε κἄν θεολογίαν oἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν, ὥς ἅπαντες οἱ τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἐκκλησίας πού κέκτηται τήν μορφήν τοῦ Νομικοῦ Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) καί οἱ ἀρχιερεῖς εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι[124];

Μέ μόνην τήν ιδιότητά τους ως επισκόπων, ενίων των οποίων μάλιστα αμφισβητείται και η διαδοχή, καθότι δεν εξελέγησαν υπό πάντων των μελλόντων ποιμαίνεσθαι, κατά την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, δύνανται νά συγκροτήσουν δικαστήριον; 

Συνεπείᾳ όλων αυτών, τών παρανόμων καί αντισυνταγματικών συστάσεων οιουδήποτε τύπου τοιούτων «δικαστηρίων» από φυσικά πρόσωπα, που ανήκουν σέ Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικοῦ Δικαίου, δύνανται οι αὐτόκλητοι καί αυτοδιοριζόμενοι τοιούτοι «δικαστές», νά επιβάλλουν "ποινές" με τα χαρακτηριζόμενα υπό εγκρίτων καθηγητών της Νομικής, αλλά καί από τήν Νομολογίαν, «Ιεροεξεταστικά Ιεροδικεία»;

Δύνανται οἱ τοιοῦτοι, χωρίς τά εχέγγεια της λειτουργικής καί προσωπικής ανεξαρτησίας τών αυτοοριζομένων ως "δικαστών", απαγορευομένης μάλιστα της δημοσιότητος της σχετικής "δίκης", καί της παραστάσεως συνηγόρου[125]να συνέρχονται σε σώμα «δικαστών» καί νά δικάζουν καί καταδικάζουν ως «δικαστές»;

 Προσβαλλομένων βάναυσα καί κατ' ἐξακολούθηση τῶν ἀτομικῶν καί θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῆς προστασίας τῆς προσωπικότητας[126], τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν παράνομη ἐξουσία τῶν αὐτοκλήτων αὐτῶν «δικαστῶν», καί στερουμένων πάσης νομιμοποιήσεως, ἀλλά καί προσβαλλομένης ἀσυστόλως  κατ’ εξοχήν της θεμελιώδους αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, είναι δυνατή ἡ σύσταση «ιεροεξεταστικῶν ιεροδικείων»;

Δέν είναι ποινικά κολάσιμη πράξη ο σφετερισμός - αντιποίηση της εξουσίας των δικαστών;

Τα επιτρέπει όλα αυτά η Συνταγματική μας Τάξη, η κοινή Νομοθεσία και ο σύγχρονος νομικός μας πολιτισμός, και κατά πόσον συνιστούν κολάσιμες πράξεις και σε ποιόν βαθμόν;

 

Εἰσαγωγικά:

Στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, ἡ συγκρότηση τῶν «ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων» καί ἡ ἀντίστοιχη ἐξουσία τῶν «δικαστῶν» κατοχυρώνεται συνταγματικά μέ Νόμον, {5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110)} καί τόν Καταστατικόν Χάρτην. Κατά τήν πάγια ὡστόσον Νομολογίαν τοῦ ΣτΕ τά ἐκκλησιαστικά λεγόμενα δικαστήρια δέν θεωροῦνται δικαστήρια, κατά τήν ἔννοιαν τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου, παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος κέκτηται τήν νομικήν μορφήν τοῦ ΝΠΔΔ καί οἱ ἀρχιερεῖς εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι.

Κατά τον 9ον Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου «Εἴ τις κληρικὸς πρὸς κληρικὸν πρᾶγμα ἔχει, μὴ ἐγκαταλιμπανέτω τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, καὶ ἐπὶ κοσμικὰ δικαστήρια μὴ κατατρεχέτω, ἀλλὰ πρότερον τὴν ὑπόθεσιν γυμναζέτω παρὰ τῷ ἰδίῳ ἐπισκόπῳ, ἢ γοῦν, γνώμῃ αὐτοῦ τοῦ ἐπισκόπου, παρ᾿ οἷς ἂν ἀμφότερα τὰ μέρη βούλωνται, τὰ τῆς δίκης συγκροτείσθω· εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα ποιήσοι, κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω. Εἰ δὲ κληρικὸς πρᾶγμα ἔχει πρὸς τὸν ἴδιον, ἢ καὶ πρὸς ἕτερον ἐπίσκοπον, παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας δικαζέσθω.»

Κατά δέ τούς Καρθαγένης 14, και Καρθαγένης 104 (115), εφόσον κάποιος Επίσκοπος ή εν γένει Κληρικός αιτηθεί να παρουσιαστεί σε κοσμικόν, αντί για Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον, αυτός να καθαιρείται.

Ο 6ος Κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου αφαιρεί από αυτόν που προσέφυγε στις πολιτειακές Αρχές, για Κανονικά θέματα, το δικαίωμα να παρουσιαστεί ως κατήγορος και μάρτυρας στα αρμόδια Εκκλησιαστικά Δικαστήρια, επειδή με την πράξη του αυτήν προσέβαλε/υποτίμησε τους Ιερούς Κανόνες.

Ὁπότε, βέβαια, κατά τά ἀνωτέρω ὀφείλει νά συσταθεῖ Κανονικόν Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον, τό ὁποῖον ὅμως θά πρέπει νά πληροῖ τούς Νόμους τῆς Πολιτείας καί νά τηροῦνται οἱ προδιαγραφές πού θέτει τό Σύνταγμα γιά τήν σύστασή του.

Τήν νομιμοποίησή του ἕνα τέτοιο Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον θά τήν ἀντλεῖ ἀπό τό Σύνταγμα, ἤτοι ἀπό τό ἄρθρο 1 τοῦ Συντάγματός μας καί ἐπιβάλλεται νά συσταθεῖ μέ Νόμον[127] πού ἔχει ψηφισθεῖ ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων καί μέ τίς αὐστηρές προϋποθέσεις τῆς διασφάλισης τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος[128].

Το Κράτος Δικαίου καί ὁ νομικός μας πολιτισμός κατοχυρώνουν όλες εκείνες τις αρχές που διασφαλίζουν μια ουσιαστικά δίκαιη μεταχείριση του πολίτη από την Πολιτείαν.[129]

Το Σύνταγμα μας περιλαμβάνει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που ανήκουν παραδοσιακά στην έννοια και προκύπτουν από το νόημα του Κράτους Δικαίου:

α) Την αρχήν της νομιμότητος της διοικήσεως (αρθρ. 95 παρ. 1 στοιχ. α  και αρθρ. 50),

β) Το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας (αρθρ. 20)

γ) Την αρχήν της διακρίσεως των λειτουργιών (αρθρ. 26)

δ) Το δικαίωμα της προηγουμένης ακροάσεως πριν από κάθε δυσμενή για τον διοικούμενον διοικητικήν ενέργειαν (αρθρ. 20 παρ. 2)

ε) Την κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών (αρθρ. 4 επ.)

Πέρα όμως από αυτές τις παραδοσιακές αρχές και εγγυήσεις, το Σύνταγμά μας εισάγει αρχές ουσιαστικής δικαιοσύνης με το άρθρο 2 παρ. 1, το οποίον θεσπίζει την προστασία της αξίας τον ανθρώπου. Ο πρωταρχικός αυτός κανόνας του Συνταγματικού Δικαίου εισάγει στο Σύνταγμα την προβληματική του φυσικού δικαίου και της ιδέας της δικαιοσύνης.

Σε ιδιαίτερα στενή σχέση με αυτήν την αρχή βρίσκεται και το άρθρο 25 παρ. 1: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου «ως ατόμου και ως μέλους τον κοινωνικού συνόλου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, πάντων των οργάνων αυτού υποχρεωμένων να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους.»

Με βάση αυτές τις διατάξεις πραγματώνονται πλέον, οι εγγυήσεις της ουσιαστικής δικαιοσύνης των θεμελιωδών δικαιωμάτων-ατομικών ελευθεριών, γιατί δημιουργούνται οι προϋποθέσεις παρεμβολής αξιολογικών κριτηρίων κατά την υλοποίηση και την ερμηνείαν τους.

Κυρίως δεσμεύονται όλες οι πολιτειακές λειτουργίες να προσαρμόζουν την δράση τους στον αξιολογικόν κώδικα που περιέχουν τα θεμελιώδη δικαιώματα.[130]

Το ίδιο συμβαίνει και με την παρ. 2: Η αναγνώριση και προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου υπό της Πολιτείας αποβλέπει στην πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου εν ελευθερία και δικαιοσύνη.

Στο άρθρο 85 παρ. 2 αναγνωρίζεται στους δικαστές το δικαίωμα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

Στο άρθρο 8 παρ. 1 ορίζεται ότι κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέληση του τον δικαστή που τον έχει ορίσει ο νόμος.

 

 


Θα απέβαινε, επομένως, αλυσιτελής η συνταγματική προστασία όχι μόνον της προσωπικής ασφάλειας, αλλά και γενικότερα των ατομικών ελευθεριών, αν ήταν δυνατόν να αποστερηθεί κανείς -οποιοσδήποτε, είτε Έλληνας είτε αλλοδαπός- τον νόμιμο δικαστή του, και, μάλιστα, τον περιβεβλημένον με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας καί νά κρίνεται ἀπό παρανόμως συγκροτούμενον «δικαστήριο», προσβαλλομένων βαναύσως τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν.[131]  .

Νόμιμος δικαστής είναι εκείνος πού, οριζόμενος από τους ουσιαστικούς ή δικονομικούς νόμους, που εκάστοτε ισχύουν, είναι -καθ' ύλην ή κατά τόπον, ή βάσει οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου- αρμόδιος να δικάσει και κάθε άλλη υπόθεση όμοια, από άποψη περιεχομένου ή προσώπου, με την συγκεκριμένη υπόθεση, για την οποία πρόκειται κάθε φορά.

Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την αφαίρεση του, ακριβώς για να αποτρέψει το ενδεχόμενο η αφαίρεση να αποβεί είτε επιζήμια είτε επωφελής για ορισμένα πρόσωπα. Έτσι αποκλείεται η υπαγωγή ορισμένης υποθέσεως στην δικαιοδοσία διαφορετικού δικαστηρίου από εκείνα πού έχει προβλέψει ο Νόμος.

   Η αρχή του νόμιμου δικαστή έγκειται ειδικότερα στα εξής:

   α) Το δικαστήριο που δικάζει μία υπόθεση πρέπει αφ' ενός μεν να έχει καθοριστεί από το Νόμο εκ των προτέρων, και όχι εν όψει του αντικειμένου ή των διαδίκων ορισμένης δίκης, αφ' ετέρου δε ο καθορισμός αυτός να έχει γίνει βάσει αφηρημένων και γενικών κριτηρίων. Και δεν επιτρέπεται αλλαγή του εκάστοτε αρμοδίως δικάζοντος δικαστηρίου.

β) Η εκάστοτε σύνθεση ενός δικαστηρίου, δηλαδή τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα το συγκροτήσουν, πρέπει να ορίζονται επίσης με αντικειμενικά κριτήρια, βάσει γενικών προγραμματικών μεθοδεύσεων σειράς κατανομής υπηρεσίας, και όχι κατά βούληση από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή αντίστοιχα της εισαγγελίας, (πόσον μᾶλλον ἀπό παντελῶς ἀσχέτους - μή νομικούς, φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου!!!), σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Και δεν επιτρέπεται η μεταβολή της σύνθεσης του συγκεκριμένου δικαστηρίου, με την αντικατάσταση των κατ' ιδίαν δικαστικών λειτουργών που το αποτελούν, παρά μόνον στις νόμιμες και αντικειμενικά συντρέχουσες περιπτώσεις υπηρεσιακών κωλυμάτων ή αναγκών της υπηρεσίας.

2. Μολονότι η ιστορική καταγωγή της διατάξεως για τον νόμιμον δικαστήν συνδέεται με την ποινικήν δίκην, ωστόσο σήμερα αυτή έχει ευρύτερη σημασία: θεσπίζει ένα γενικότερο κανόνα που απαγορεύει την εν γένει στέρηση τον νόμιμου δικαστή, και όχι μόνον τοῦ ποινικού. Έχει, λοιπόν, εφαρμογήν και στις ποινικές και στις πολιτικές (αστικές) και στις διοικητικές, ακόμη και στις πειθαρχικές δίκες.[132]

Η παρ. 2 του άρθρου 8 του Συντάγματος που ορίζει, ότι δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν, συγκεκριμενοποιεί την απαγόρευση της παρ. 1 του ιδίου άρθρου.

Δικαστικές επιτροπές είναι οι αποτελούμενες από πρόσωπα -είτε δικαστικούς ή άλλους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους, (πολιτικούς ή στρατιωτικούς ή εκκλησιαστικούς), είτε ιδιώτες, που ορίζονται ειδικά, για να δικάσουν μια ορισμένη υπόθεση (και ιδίως συγκεκριμένα άτομα, με σκοπό να καταδικάσουν ή, αντίστροφα, να τα αθωώσουν). Η διαφορά μεταξύ των δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων έγκειται βασικά στο ότι τα δεύτερα είναι πάντως από κάθε άποψη -οργανώσεως, συνθέσεως, λειτουργίας-δικαστήρια, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις «δικαστικές επιτροπές».[133]

3. Υπό το ισχύον καθεστώς του Συντάγματος μετά από ευρεία κριτική που ασκήθηκε σε παλαιότερες αποφάσεις του ΣτΕ από διαπρεπείς Νομικούς, όπως ο καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας Κώστας Μπέης και οι μεγάλοι Έλληνες Συνταγματολόγοι, Γεώργιος Κασιμάτης και Αριστόβουλος Μάνεσης, άλλαξε την Νομολογία του, η οποία δέχεται πλέον παγίως, ότι οι διοικητικές πράξεις των εκκλησιαστικών αρχών πού ἔχουν δημοκρατική νομιμοποίηση, (εἶναι συνεστημένες μέ Νόμον καί τά μέλη τους εἶναι Δημόσιοι Ὑπάλληλοι), υπόκεινται στον ακυρωτικόν έλεγχον του ΣτΕ. [134]

Έτσι η απόφαση του ΣτΕ 825/1988 υποστήριξε τον πειθαρχικό χαρακτήρα ακόμη και των ποινών των νομίμων Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, ώστε να παρέχεται το δικαίωμα ακυρωτικού ελέγχου ακόμη και στις εκκλησιαστικές ποινές.


 

Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός, ότι τα εκκλησιαστικά «δικαστήρια» αυτά, (πόσον μᾶλλον τά παρανόμως συγκροτούμενα ἀπό φορεῖς τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέως), δεν χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αντικειμενικότητα σε ό,τι αφορά την υπαγωγή σ' αυτά ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων ή προσώπων και οι εκκλησιαστικοί «δικαστές» δεν απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.

Η εκάστοτε σύνθεση ενός «εκκλησιαστικού δικαστηρίου», δηλαδή τα συγκεκριμένα πρόσωπα που θα το συγκροτήσουν, δεν ορίζονται με αντικειμενικά κριτήρια ούτε βάσει γενικών προγραμματικών μεθοδεύσεων σειράς κατανομής υπηρεσίας, αλλά συνήθως κατά βούληση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση καί ἀπό πρόσωπα πού δέν κέκτηνται οὔτε τήν νομικήν παιδείαν ούτε κάν πανεπιστημιακόν πτυχίον ένιοι εξ αυτών! Συμπίπτει δε στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του κατηγόρου και του δικαστή επισκόπου, που καλείται να εκδώσει την απόφασή του επί της κατηγορίας, που ο ίδιος πολλές φορές κατασκεύασε!

Έτσι ο σύγχρονος νομικός μας πολιτισμός επιβάλλει, ουδείς να στερείται του νομίμου δικαστή κατά το άρθρο 8 του Συντάγματός μας, που σημαίνει, ότι καθένας έχει αναφαίρετο δικαίωμα να ζητήσει δικαστική και έννομη προστασία και να ακουστεί πριν εκδοθεί οποιαδήποτε δικαστική ή διοικητική απόφαση σε βάρος του από νόμιμα συγκροτημένο δικαστήριο με δικαστές που είναι περιβεβλημένοι με τις συνταγματικές εγγυήσεις, (άρθρα 87, 95, 20 παρ. 1 και 2 σε συνδυασμόν με το άρθρο 8 του Συντάγματος).

Αυτό απορρέει και από την θεμελιακή αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 που θεσπίζει την προστασία της αξίας του ανθρώπου (Menschenwürde), την αρχή του ουσιαστικού Κράτους Δικαίου και παροχής ουσιαστικής δικαιοσύνης, που σημαίνει δέσμευση όλων των πολιτειακών λειτουργιών, να προσαρμόζουν την δράση τους στον αξιολογικόν κώδικα που περιέχουν οι ατομικές ελευθερίες[135]. Διαφορετικά, βεβαίως, δεν εξασφαλίζεται η παροχή ουσιαστικής δικαιοσύνης και η αρχή του Κράτους Δικαίου προσβάλλεται βάναυσα, ο άνθρωπος υποβαθμίζεται σε ανδράποδο η δε Πολιτεία παραβιάζει την πρωταρχική της υποχρέωση που είναι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. (Ἀκόμη καί στά «δικαστήρια» πού συγκροτοῦνται μέ βάση τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος! Πόσον μᾶλλον στά συγκροτούμενα άνευ Νόμου από ιδιώτες, πού συγκροτούν «δικαστήρια» με πρόσωπα μη έχοντα ούτε κάν τις ελάχιστες προϋποθέσεις της νομικής παιδείας καί του αντίστοιχου πτυχίου, ή στερουμένων παντελώς πανεπιστημιακής παιδείας, καί τούτων όντων μελών νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου!!! Αυτό συμβαίνει κατ' εξοχήν, όταν ο πολίτης στερείται του νόμιμου δικαστή του, που απολαμβάνει τις εγγυήσεις του Συντάγματος καί προλαμβάνει άλλος φορέας παράνομα καί αντισυνταγματικά νά «αποδώσει δικαιοσύνη», αντιποιούμενος τόν όρον «δικαστήριον» καί συγκροτούμενον τό τοιοῦτον από εντελώς αναρμόδια, ακατάρτιστα νομικώς καί θεολογικώς πρόσωπα καί διαπράττοντα σειράν ποινικώς κολάσιμων πράξεων καί δή σε βαθμόν κακουργήματος, λόγῳ σφετερισμού καί ἀντιποιήσεως τῆς δικαστικής λειτουργίας, κατά τήν ἔννοιαν τοῦ Συντάγματος καί τῶν Νόμων.

4. Το Σύνταγμα (άρθρο 20) δίνει σε κάθε άνθρωπον την δυνατότητα να υπερασπίσει τα δικαιώματα του ενώπιον τακτικού δικαστηρίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι κανόνες θ' της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ια' καί φ' της Αντιοχείας, γ' της Σαρδικής, ιδ' και ιε' της Καρθαγένης απαγορεύουν στους ιερείς να προσφεύγουν σε κοσμικά δικαστήρια εναντίον των αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας, (πού εἶναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Τά ἔκτακτα «δικαστήρια» πού συγκροτοῦνται ἀπό ἰδιῶτες-φυσικά πρόσωπα φορέως τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου κατά τά ἀνωτέρω εἶναι παντελῶς παράνομα καί οἱ ἀποφάσεις τους ὄχι μόνον ἄκυρες, ἀλλά ἀνυπόστατες).

Είναι όμως συντακτικοί οι ιεροί κανόνες, ώστε να είναι ίσου τυπικού κύρους προς το άρθρο 20 του Συντάγματος;

Το γεγονός, ότι το Σύνταγμα παραπέμπει σ' αυτούς δεν είναι ικανό επιχείρημα για να εξομοιωθούν με τις διατάξεις του Συντάγματος, ακριβώς, διότι όπως κάθε άλλη πηγή δικαίου, (π.χ. τυπικός νόμος) εισάγεται στην ελληνική έννομη τάξη, επειδή ακριβώς το Σύνταγμα παραπέμπει σ' αυτήν, δίχως αυτό, βέβαια, να σημαίνει, ότι και κάθε πηγή δικαίου παράγει κανόνες συνταγματικού κύρους.   

Μόνον το Σύνταγμα ισχύει πρωτογενώς, επειδή έτσι το θέλησε ο Συντακτικός νομοθέτης, οι άλλοι κανόνες ισχύουν δευτερογενώς, επειδή έτσι το ορίζει το Σύνταγμα (93 παρ. 4, 111 Σ που καθιερώνουν την αρχή του αυστηρού Συντάγματος). Έτσι δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί η έννομη προστασία από κανέναν ιερόν κανόνα. Και ο νόμος 1877/1990 που έδωσε στους ιερείς το δικαίωμα της νομικής προστασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά αποφάσεων των οργάνων της Εκκλησίας δεν αποτελεί παρά υλοποίηση του άρθρου 20 Σ.[136] Ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐκτάκτων «δικαστηρίων»-ἱεροδικείων νομικῶν προσώπων τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου εἶναι κατά τά ἀνωτέρω παντελῶς ἀνυπόστατες καί οἱ πράξεις τῶν μελῶν πού ἀντιποιοῦνται τήν ἰδιότητα τοῦ δικαστικοῦ λειτουργοῦ πληροῦν τό πραγματικόν τῶν ἀντιστοίχων διατάξεων ἄσκησης ποινικῆς δίωξης σέ βαθμόν κακουργήματος (καθεαυτήν ἡ ἀντιποίηση), ἀλλά ἰδιαιτέρως, ὅταν ἐκδίδουν «ἀποφάσεις» μέ περιεχόμενον πού προσβάλλει τήν προσωπικότητα, τήν  τιμή καί τήν ὑπόληψη προσώπων εὐηπολήπτων, ἱερέων καί ἀρχιερέων καί γενικῶς κληρικοῦ παντός βαθμοῦ.

5.    Με    βάση    τα    ανώτερω    επιχειρήματα    καταλήγουμε    στα    εξής συμπεράσματα:

Τα αρμόδια νομοθετικά όργανα της Πολιτείας δεν έχουν την εξουσία να επέμβουν ρυθμιστικά στη διοίκηση της Εκκλησίας και μάλιστα σε αντίθεση με τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες, καθώς και τις ιερές παραδόσεις, όμως με την επιφύλαξη, ότι δεν παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις, όπως είναι το άρθρο 20 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος.

Η άποψη πώς τα άρθρα 20 και 8 του Συντάγματος δεν έχουν έδαφος εφαρμογής, αφού αυτά τάχα απαγορεύουν να στερείται κανείς έννομης προστασίας άκων, και εφόσον κανείς προσχωρεί στη χριστιανική πίστη, προσχωρεί στο σύνολο των ιερών κανόνων, που την εκφράζουν, συνεπώς και σε αυτούς που απαγορεύουν την προσφυγή εναντίον τῶν ὀργάνων της Εκκλησίας σε δικαστήρια διαφορετικά από τα Εκκλησιαστικά. -(ἀναφερόμαστε μόνον στά νομίμως συγκροτούμενα, ὅπως τά διά τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος και του ν. 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110) ὁριζόμενα και των άλλων αναφερομένων ανωτέρω σχετικῶν νόμων - δεν είναι πειστική και αυτό για τους ακόλουθους λόγους:

α) Δεν αντέχει σε καμμία λογική και σε απλή κριτική η άποψη, ότι όταν κάποιος απευθύνεται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, με το αίτημα της δικαστικής ακροάσεως και προστασίας έναντι ορισμένου διοικητικού νομίμου οργάνου της Εκκλησίας που ενδεχομένως παρανομεί, τάχα στρέφεται εναντίον της Εκκλησίας ὡς Θεοϋποστάτου Ὀργανισμοῦ.

β) Δεν είναι πειστικό να λέγεται, ότι η κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Σ αξίωση για δικαστική ακρόαση και προστασία είναι δεκτική ελευθέρας διαθέσεως. Η αξίωση αυτή δεν παρέχεται μόνο για να διασφαλίσει την προστασία του συγκεκριμένου δικαιώματος ή συμφέροντος εκείνου που προσφεύγει στο δικαστήριο, αλλά παραλλήλως να κατοχυρώσει την απρόσκοπτη λειτουργία του Κράτους Δικαίου, που είναι θεμέλιο του πολιτεύματός μας και συνακόλουθα θεσμός που ενδιαφέρει την Δημόσια Τάξη, έτσι ώστε η ιδιωτική βούληση να μην μπορεί να αναπτυχθεί αντιθέτως.

   Η ενδεχόμενη παραίτηση του θιγομένου από την αξίωση, με την οποία τον εφοδιάζουν το  Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι αυτοδικαίως άκυρη.[137]

γ) Δεν είναι πειστικό να λέγεται ότι τα «εκκλησιαστικά δικαστήρια» είναι μέσα στην έννομη τάξη μας κατά κυριολεξίαν δικαστήρια (καί τοῦτο μόνον γιά τά νομίμως συγκροτούμενα κατά τόν Καταστατικόν Χάρτην καί ὄχι γιά τά ἔκτακτα τῶν ὁποίων τά μέλη στεροῦνται παντελῶς κάθε νομιμοποιήσεως ὡς «δικαστές» κατά τά ἀνωτέρω. Κατά το Σύνταγμα (άρθρο 87 παρ. 1) «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια, συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Τα λεγόμενα, λοιπόν,«εκκλησιαστικά δικαστήρια» -(τά συγκροτούμενα κατά τόν Καταστατικόν Χάρτην τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μόνον, ἀφοῦ τά ἔκτακτα εἶναι παράνομα ἐντελῶς καί ἀνυπόστατες οἱ οἱεσδήποτε ἐκδιδόμενες ἀπό αὐτά «ἀποφάσεις» καί θεμελιώνουν ἄσκηση ποινικῆς διώξεως σέ βαθμόν κακουργήματος)- μέσα στην έννομη τάξη μας έχουν χαρακτήρα απλώς πειθαρχικών συμβουλίων. Και οι βλαπτικές κυρώσεις, που επιβάλλουν αυτά τα πειθαρχικά συμβούλια, είναι δεκτικές δικαστικού ελέγχου, αναφορικά με την νομιμότητα και το κύρος τους.

6). Συμφωνά και με την διάταξη του άρθρου 13 Σ. «Κανένας δεν μπορεί εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή να συμμορφωθεί προς τους νόμους». Στο ίδιο μήκος κύματος η παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι «οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας». Από αυτές τις συνταγματικές διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια η θεμελιακή δικαιική αρχή, ότι οι εσωτερικοί κανόνες, που αυτονόμως ρυθμίζουν την λειτουργία «αδιακρίτως» κάθε θρησκευτικής κοινότητας και κάθε εκκλησίας, δεν επιτρέπεται να αντιστρατεύονται τους νόμους της Πολιτείας.[138]

7). Εάν, τέλος, εμποδιζόταν η προσφυγή στα δικαιοδοτικά όργανα της Πολιτείας, τότε θα παραβιαζόταν και η διάταξη του Συντάγματος μας που επιβάλλει στο Κράτος να εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, εγγύηση που καλούνται να διασφαλίσουν όλα τα κρατικά όργανα κατά το άρθρο 25 παρ. 1 και η πραγμάτωση της κοινωνικής ειρήνης μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη (25 παρ. 2) θα καθίστατο γράμμα κενό περιεχομένου.

8). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που τέθηκε σε ισχύ στις 03.09.1983 και κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα το 1953 με το ν. 2329/1953, και για δεύτερη φορά μετά την πτώση της δικατατορίας με το ν.δ. 53 της 19.09.1974, διασφαλίζει επίσης, ότι "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα."  (άρθρο 6 παρ. 1). Εάν αυτό δεν συμβεί ο προσβαλλόμενος σε θεμελιώδες δικαίωμά του έχει δυνατότητα προσφυγής και ενώπιον του Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.[139]

9). Ιδιαίτερα μετά από αυθαίρετες διαδοχικές αποφάσεις Μητροπολίτου ή άλλου εκκλησιαστικού διοικητικού οργάνου με τις οποίες επιβάλλονται επαχθείς εκκλησιαστικές ποινές σε Ιεροκήρυκα, Ιερομόναχο ή μοναχό της Ι. Μητροπόλεως και αγνοούνται ουσιαστικές δικαιοκρατικές αρχές, προβλεπόμενες τόσο από τους Ιερούς Κανόνες, όσο και από την ισχύουσα διαδικασία για την κρίση των κληρικών και μοναχών ἐξασφαλίζεται τό δικαίωμα της προσφυγής στον θιγόμενο στο νόμιμο δικαστή, που είναι περιβεβλημένος με τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του Συντακτικού Νομοθέτη καί νά ζητήσει τήν ἄσκηση ποινικῆς δίωξης κατά τῶν συγκροτούντων ἔκτακτα δικαστήρια-ἱεροδικεῖα παντελῶς παράνομα καί ἀντισυνταγματικά λειτουργοῦντα καί δή παραβιάζοντα ἤδη ἐπί ἔτη τά ἀτομικά δικαιώματα καί τίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ Συντάγματος, γιά συγκεκριμένα ἤδη τετελεσμένα (πλῆθος) ἐγκλήματα καί γιά ἄλλα στά ὁποῖα ὑπάρχει ἀρχή τελέσεως ἐγκλήματος.

10). Ο έλεγχος της νομιμότητας ή της εγκυρότητας μιας εκκλησιαστικής-πειθαρχικής αποφάσεως γίνεται από τα τακτικά δικαστήρια στόν χῶρον τῆς ἐκκλησίας (ΝΠΔΔ). Αυτή η δυνατότητα του ελέγχου δίνεται βεβαίως καί κυρίως  καί γιά τόν χῶρον τοῦ ἰδιωτικοῦ δικαίου, ὅπου κατ’ ἐξακολούθηση καί κατά συρροήν ἐκδίδονται «ἀποφάσεις» ἀπό παράνομα λειτουργοῦντα «δικαστήρια»-ἔκτακτα-ἱεροδικεῖα, πού καταρρακώνουν τήν προσωπικότητα, τήν τιμήν καί τήν ὑπόληψη, τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἀλλά καί προσβάλλοντα τήν ἀνθρώπινη ἀξία, εφόσον από την συγκεκριμένη «απόφαση» εξαρτάται και η επέλευση πολλῶν παραπέρα έννόμων συνεπειῶν. Κυρίως ἀπό μία τέτοια «απόφαση», καίτοι ἀνυπόστατη καί παντελῶς ἄκυρη, δημιουργεῖ, ὡστόσο, ἀποτελέσματα στόν κοινωνικόν καί στόν ἐκκλησιαστικόν χῶρον, μέσω τῶν ὁποίων προσβάλλεται βάναυσα ἡ ἀνθρώπινη ἀξία καί ἡ προσωπικότητα, ἡ ψυχική καί σωματική ὑγεία, ἡ ἴδια τήν ἀνθρώπινη υπόσταση ὑφίσταται δυσθεράπευτο πλῆγμα, ἡ ύπαρξη, και ἡ ζωή τοῦ προσώπου τίθεται σέ πραγματικόν μεγάλον κίνδυνον[140].


11). Η ανάδειξη ή έκπτωση ενός κληρικού η πειθαρχική ή διοικητική ποινή που του επιβάλλεται, από την στιγμή που η Πολιτεία και η Εκκλησία είναι κατά τέτοιον τρόπον συνδεδεμένες με κανόνες Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου (βλ. άρθρον 1 παρ. 2 και 4 ν. 590/1977), μολονότι αναμφίβολα ρυθμίζεται από τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες, καθώς και τις ιερές παραδόσεις δεν είναι ένα νομικώς αδιάφορο πραγματικό γεγονός, αλλά στην έκταση που η έννομη τάξη την αναγνωρίζει ως έγκυρη ή άκυρη, δηλ. παραγωγική περαιτέρω εννόμων συνεπειών, και έχει ως συνέπεια λ.χ. την οικονομική στέρηση, ανεπανόρθωτη προσβολή της προσωπικότητας ή απαξίωση της ανθρώπινης αξίας του κληρικού, συνιστά γνήσια έννομη σχέση και συνακόλουθα αντικείμενο γνήσιας δικαστικής διαγνώσεως. Η δικαστική αυτή διάγνωση εξασφαλίζεται με το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας και προηγουμένης ακροάσεως από νόμιμα κατά το Σύνταγμα συγκροτούμενο τακτικό δικαστήριο, αφού κανένας δεν στερείται άκων τον νομίμου (φυσικού) δικαστού.[141] Τά ἔκτακτα καί παράνομα συγκροτούμενα ὑπό φυσικῶν προσώπων Νομικοῦ Προσώπου Ἰδιωτικοῦ Δικαίου «ἐκκλησιαστικά δικαστήρια» στεροῦνται παντελῶς νόμιμης βάσης καί ἐπισύρουν τίς νόμιμες συνέπειες, αλλά καί θεμελιώνουν τήν αὐτεπάγγελτη δίωξη ἀπό τόν εἰσαγγελέα τῶν ἐμπλεκομένων προσώπων.

 

Ἔξι κριτήρια  διατύπωσε νομολογιακά τό Δικαστήριο τῆς Ε.Ε. γιά τήν ἔννοια τοῦ Δικαστηρίου και λειτουργικά χαρακτηριστικά του οργάνου, τα οποία εναρμονίζονται με τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά ενός τακτικού δικαστηρίου με βάση τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, που όμως μπορεί να μην πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ένα κράτος, για το τί αποτελεί δικαστήριο στην εσωτερική έννομη τάξη του:

 

1)Ίδρυση του οργάνου με νόμο.

Το κριτήριο της ίδρυσης του οργάνου με νόμο μνημονεύεται σε αρκετές αποφάσεις του ΔΕΚ.

2)  Μονιμότητα του φορέα/μελών του οργάνου

3) Δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του οργάνου

4) Κατ’ αντιμωλία διεξαγωγή της διαδικασίας

5)  Εφαρμογή κανόνων δικαίου εκ μέρους του οργάνου

6)  Ανεξαρτησία του φορέα/μελών του οργάνου.

 

Β. Δικαιώματα Κληρικῶν καί Μοναχῶν στά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια.  (Αφορά βέβαια την κρατούσα εκκλησία της Ελλάδος).

 

Tό σύνολο τῶν κανόνων καί τῶν ἀρχῶν τοῦ Δικαίου, πού ρυθμίζουν συστηματικά τήν Ἐκκλησιαστική πειθαρχία τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν σέ μία Ἐκκλησία, ὀνομάζεται Ἐκκλησιαστικό Πειθαρχικό Δίκαιο. Παρά τό γεγονός, ὅτι ὑπάρχει πλούσια νομολογία, ἰδιαίτερα τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἡ ἐπιστήμη τοῦ δικαίου δέν ἔχει διατυπώσει μία σαφῆ δογματική θεώρηση ἀκόμη καί τοῦ τεθεσπισμένου δικαίου αὐτοῦ γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού ρυθμίζεται μέ τόν Νόμο 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110).

Ὁ νόμος 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110), ρυθμίζει πειθαρχικά ζητήματα στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, μέ ἡμερομηνία οὐσιαστικῆς ἰσχύος του, τήν 1η Ἀπριλίου 1932. Τά ἄρθρα 55 ἕως 72 τοῦ Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτη Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ  Α΄ 41) μέ ἰσχύ ἀπό τήν 16 Μαρτίου 1961 περιέχουν πειθαρχικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Οἱ Μητροπόλεις τῶν Δωδεκανήσων καί ἡ Ἐξαρχία τῆς Πάτμου διέπονται ἀπό Προεδρικό Διάταγμα, πού ἐκδίδεται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 342 τοῦ Ν. 4957/2022 (ΦΕΚ A 141 - 21.07.2022).

 

Μέ τήν γνωμοδότηση αὐτή ἐπιχειρεῖται μία κριτική θεώρηση τῶν ρυθμίσεων τῶν Νόμων, καταδεικνύονται οἱ βασικότερες στρεβλώσεις, πού προκαλοῦν οἱ νομικές διατάξεις τους καί προτείνονται λύσεις, πού θά ἐναρμονίζονται μέ τίς ἀπαιτήσεις ἑνός σύγχρονου Κράτους Δικαίου, ὥστε νά ὑπάρχει μία δίκαιη ἰσορροπία ἀνάμεσα στήν ἀνάγκη εὔρυθμης λειτουργίας τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης καί τήν προστασία τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τῶν κληρικῶν καί τῶν μοναχῶν.

Ἀρχικά, ὁ ὅρος «κατηγορούμενος» κληρικός ἤ μοναχός, πού συναντᾶται στούς νόμους, τά διατάγματα, τίς ἐγκυκλίους καί τούς κανονισμούς τῶν Ἐκκλησιῶν, γιά τά πρόσωπα εἰς βάρος τῶν ὁποίων ἀσκήθηκε πειθαρχική δίωξη, θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ μέ τόν ὅρο «ἐγκαλούμενος» κληρικός ἤ μοναχός. Ἡ ἰδιότητα τοῦ κατηγορουμένου ἀποδίδεται στό σύγχρονον Κράτος Δικαίου μόνον σέ ὅσους τέλεσαν κάποιο ἔγκλημα σέ βαθμό κακουργήματος ἤ πλημμελήματος καθ’ ὅτι τά πταίσματα καταργήθηκαν στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη τό 2010. Ὅμως, ὁ κληρικός ἤ ὁ μοναχός πού τέλεσε ἐκκλησιαστικόν παράπτωμα δέν εἶναι ἐγκληματίας, ἄλλο δέ εἶναι τό ζήτημα, ἄν πολλές φορές τό πειθαρχικό παράπτωμα μπορεῖ νά εἶναι καί ποινικό ἀδίκημα. Γιά παράδειγμα, ἡ τέλεση μιᾶς «παρ’ ἐνορίαν πράξεως» ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικό παράπτωμα, ἀλλά δέν ἀποτελεῖ ποινικό ἀδίκημα. Ὅπως τόνιζε ἕνας ἐκ τῶν πατέρων τοῦ Ἑλληνικοῦ διοικητικοῦ δικαίου, ὁ Καθηγητής Γεώργιος Παπαχατζῆς, στή πειθαρχικήν διαδικασίαν χρησιμοποιοῦμε τίς λέξεις «δικαστήριο», «δίκη», «δίωξη», «κατηγορούμενος» δέν κυριολεκτοῦμε, διότι ἡ πειθαρχική διαδικασία εἶναι μιά διοικητική καί ὄχι μία ποινική διαδικασία[142] ( καί μόνον γιά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος πού εἶναι ΝΠΔΔ![143]. Τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια, ὅπως καί ὅλα τά πειθαρχικά συμβούλια εἶναι συλλογικά ὄργανα τῆς διοίκησης, πού δέν ὑπάγονται στή δικαστική λειτουργία.

Αὐτή ἡ θέση τῆς θεωρίας τεκμηριώνεται καί ἀπό τήν Νομολογίαν. Τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ) μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 825/1988 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας ἔκρινε, ὅτι τά πειθαρχικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας (τῆς Ἑλλάδος ΝΠΔΔ), ὅταν λειτουργοῦν συλλογικά, ἔχουν τόν χαρακτήρα πειθαρχικῶν συμβουλίων πού, γιά τήν ἐξασφάλιση τῶν ἀρχῶν τοῦ Κράτους Δικαίου καί τῆς χρηστῆς διοίκησης, πρέπει νά ἀκολουθοῦν τοὐλάχιστον ὡς πρός τή σύνθεσή τους καί τήν πειθαρχικήν διαδικασίαν τίς βασικές ἀρχές τοῦ πειθαρχικοῦ δικαίου. Οἱ ἐκδιδόμενες δέ ἀπό αὐτά ἀποφάσεις, ὡς ἐκτελεστές πράξεις διοικητικῶν ἀρχῶν, ὑπόκεινται σέ αἴτηση ἀκυρώσεως ἐνώπιον τοῦ ΣτΕ.

Τό ἐκκλησιαστικόν παράπτωμα εἶναι μιά ἔννοια αὐτοτελής, σχετιζόμενη μέ τό κανονικό ἀδίκημα δηλαδή, μιά πράξη ἀντίθετη μέ τούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἤ μιά διοικητική παράβαση, ἤτοι μιά συμπεριφορά, πού προσβάλλει τήν διοικητικήν ὀργάνωση καί τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Τό ΣτΕ τονίζει, ὅτι οἱ νόμιμες ἐκκλησιαστικές ἀρχές (ΝΠΔΔ), ἄλλοτε μέν ἐπιβάλλουν πνευματικῆς μόνον φύσεως ποινές, οἱ ὁποῖες γιά τόν λόγον αὐτόν διαφεύγουν τό δικαστικό ἔλεγχο, ἄλλοτε δέ ποινές πού ἐπηρεάζουν ἀμέσως τήν ὑπηρεσιακή σχέση κληρικοῦ - ἐκκλησίας καί τά δικαιώματα πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτή, ὅπως στέρηση μισθοῦ ἤ ἀργία (ΣτΕ 508/1983, 154/1993). Συνεπῶς, ὁ παραπτωματίας κληρικός ἤ μοναχός δέν πρέπει νά στιγματίζεται ὡς ἐγκληματίας, ἀλλά νά χαρακτηρίζεται ὡς ἐγκαλούμενος ἐνώπιον τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων.

Παρά ταῦτα, τά πρόσωπα, πού ἀπολογοῦνται ἐνώπιον τῶν ὑπό τοῦ Νόμου ἀναγνωριζομένων ὡς ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν (ΝΠΔΔ), ἤ λαμβάνονται πειθαρχικά μέτρα εἰς βάρος τους, ἔχουν δικαιώματα προστατευόμενα ἀπό τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους, γιά νά ὑπάρχει  δίκαιη δίκη.

 

1) Δικαίωμα ὑπεράσπισης μέ συνήγορο.

Οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί μποροῦν ἐφ’ ὅσον τούς ἀσκηθεῖ πειθαρχική δίωξη νά ἐκπροσωποῦνται στά νόμιμα ἐκκλησιαστικά δικαστήρια τῶν ἀνωτέρω Νόμων, κατά τήν ἀπολογίαν, ἀλλά καί σέ κάθε ἀνακριτικήν πράξη ἀπό συνήγορον τῆς ἐπιλογῆς τους.

 

2) Δικαίωμα πρόσβασης στόν φάκελο τῆς ὑπόθεσης.

Τό δικαίωμα αὐτό κατοχυρώνεται ρητά στόν Νόμον. Ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἀμέσως, μόλις κληθεῖ σέ ἀπολογίαν ἤ παρουσιαστεῖ ἐνώπιον νομίμως συγκληθησομένου δικαστηρίου, σύμφωνα μέ τούς ἀνωτέρω Νόμους, θά πρέπει νά ἔχει δικαίωμα νά μελετήσει ἐκ τῶν προτέρων τά ἔγγραφα τῆς ὑπόθεσης καί νά  νά λαμβάνει  μέ αἴτησή του καί μέ δικές του δαπάνες ἀντίγραφα αὐτῶν.

 

3) Τό δικαίωμα τῆς ἀκρόασης.

Τό δικαίωμα τῆς ἀκρόασης εἶναι σύμφυτο μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος ἀκαδημαϊκός Μιχαήλ Στασινόπουλος, τό δικαίωμα τῆς ἀκρόασης εἶναι ἕνα πανάρχαιο δικαίωμα πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο ἤδη πρό τῆς πτώσης του, ἀφοῦ πρίν τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο, πρῶτα τόν ἄκουσε[144]. Ἐπίσης, ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἤ μοναχός θά πρέπει νά ἔχει δικαίωμα νά λάβει προθεσμία γιά νά ἀπολογηθεῖ, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι βραχύτερη τῶν 48 ὡρῶν καί ἡ ὁποία θά δύναται νά παραταθεῖ ἀπό τήν ἁρμόδια νόμιμη ἐκκλησιαστική ἀρχή, ἰδίως, ἄν ὁ φάκελος τῆς ὑπόθεσης ἔχει πολυάριθμα ἔγγραφα ἤ ἄλλα στοιχεῖα πού ἀπαιτοῦν χρόνο γιά νά μελετηθοῦν, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά προετοιμάσει τήν ἀπολογία του, καί νά ὑπερασπιστεῖ τόν ἑαυτό του, ὅσο τό δυνατόν ἀποτελεσματικότερα.

 

4) Δικαίωμα προσαγωγῆς μαρτύρων ὑπεράσπισης.

 Ἄλλη μιά πτυχή τοῦ δικαιώματος τῆς ἀκρόασης καί τήν ὑπεράσπιση ἐν γένει τοῦ ἐγκαλούμενου, πού πρέπει νά κατοχυρώνεται ρητά στό νόμο, εἶναι ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἤ μοναχός νά μπορεῖ νά προτείνει συγκεκριμένον ἀριθμόν μαρτύρων ὑπεράσπισής του, γιά τούς ὁποίους, τόσον στήν προδικασίαν ἀπό τόν μητροπολίτην, ὅσον καί στήν κύρια διαδικασία, τό δικαστήριον θά πρέπει νά ἔχει ὑποχρέωση ἐξέτασής τους. Σύστοιχα, ὁ ἐγκαλούμενος κληρικός ἤ μοναχός δικαιοῦται νά προσκομίσει στό δικαστήριον ἤ στή κατηγοροῦσα ἀρχή, μέχρι ἕναν ὁρισμένον ἀριθμόν ἐνόρκων βεβαιώσεων ἤ ὑπευθύνων δηλώσεων, (σέ ὅσους δέν θέλουν νά ὁρκιστοῦν), πού θά λαμβάνονται ἀπό εἰρηνοδίκην ἤ συμβολαιογράφον.

 

5) Τό δικαίωμα τῆς σιωπῆς, τό ὁποῖον στερήθηκε ὁ δικαιοδότης Ἰησοῦς Χριστός κατά τή δίκην του ἀπό τόν Πόντιον Πιλάτον (δ΄. Ἰωάννης ιθ΄ 1-16), θά πρέπει νά παρέχεται στόν ἐγκαλούμενον κληρικόν ἤ μοναχόν, ὁ ὁποῖος παράλληλα δέν πρέπει νά ὑποχρεώνεται σέ ὁμολογίαν.

Τά παραπάνω μνημονευόμενα δικαιώματα εἶναι μόνον μερικά ἀπό τά θεμελιώδη δικαιώματα, πού εἶναι ἀναγκαῖον νά ἀπολαμβάνει ὁ κληρικός ἤ μοναχός, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά τύχει μιᾶς δίκαιης καί ἀμερόληπτης κρίσης ἐνώπιον τῶν νομίμως, μέ Νόμον δηλ. συγκροτουμένων «δικαστηρίων» ὅπως ὁ Ν. 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110) καί τῶν ἄλλων Νόμων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, γιατί κάθε ἄλλο «δικαστήριον» ἀντιποιεῖται τόν ὅρον δικαστήριον καί οἱ ἀντιποιούμενοι τόν ὅρον δικαστές, φορέως ἰδιωτικοῦ δικαίου διώκονται ποινικά.

 

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους προτείνω ταπεινά καί μέ φόβον Θεοῦ πρός τήν Σύνοδόν μας:

 Νά ἀνασταλεῖ κάθε προσπάθεια οἱασδήποτε «ἐκκλησιαστικῆς δικαστικῆς» διώξεως οἱουδήποτε, γιατί εἶναι πέρα γιά πέρα παράνομη καί ἀντισυνταγματική καί διώκεται ποινικῶς σέ βαθμόν κακουργήματος κατά τά ἀνωτέρω, τά ὁποῖα συνοψίζονται στά ἑξῆς συμπεράσματα:

-Ὑπάρχει συνεχόμενη παραβίαση θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν καί ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος (διαρκές ἔγκλημα).

-Ὑπάρχει ἀσύστολη προσβολή τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων κατά τήν ἄσκηση παράνομης «δικαστικῆς» ἐξουσίας.

-Ὑπάρχει ἀντιποίηση τῆς ἰδιότητος δικαστικοῦ λειτουργοῦ, (διαρκές ἔγλημα, διωκόμενον σέ βαθμόν κακουργήματος), καθότι δέν συντρέχουν οἱ νόμιμες καί ἐκ τοῦ συντάγματος ἐπιβαλλόμενες προϋποθέσεις τῆς λειτουργικῆς καί προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας τῶν φερομένων ὡς δικαστῶν!

-Οἱ ὡς «δικαστές» ἑκάστοτε παρουσιαζόμενοι εἶναι παντελῶς ἄσχετοι τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί παιδείας, καθώς οὐδείς ἐξ αὐτῶν ἔχει σπουδάσει τήν νομικήν ἐπιστήμην καί ἔνιοι ἐξ αὐτῶν δέν κέκτηνται οὔτε κἄν πανεπιστημιακοῦ πτυχίου!

-Ὑπάρχει σύσταση παράνομη οἰονεί «δικαστηρίου - ἱεροδικείου», χωρίς νά συντρέχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ Νόμου, (παντελῶς ἄνευ Νόμου!), καί τοῦ Συντάγματος καί μπορεῖ, ἄν στοιχειοθετοῦνται οἱ προϋποθέσεις τοῦ πραγματικοῦ, νά ὑπάρξει δίωξη ἀκόμη καί γιά σύσταση συμμορίας[145].

-Ὑπάρχει σέ ὅλες τίς μέχρι τώρα περιπτώσεις ταύτιση καί σύγχυση τῆς δῆθεν «δικαστικῆς» καί τῆς δῆθεν «κατηγορούσας ἀρχῆς».

-Διά τῆς συγκροτήσεως τοιούτων παρανόμων καί ἀντισυνταγματικῶν ἱεροεξεταστικῶν «δικαστηρίων», ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπό ἔγκριτους νομικούς καί δικαστές, καί κατά τήν ἄσκηση τῆς παράνομης αὐτῆς «ἐξουσίας», ὑπάρχει κατά συρροήν παραβίαση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Συντάγματος, ἤτοι τῆς προστασίας ἀνθρώπινης ἀξίας (Menschenwürde) καί τῆς θεμελιώδους διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν. Γιατί κάθε ἔξουσία πηγάζει ἀπό τόν λαόν καί ὑπάρχει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους, (Δημοκρατική ἀρχή-Demokratisches Prinzip). Καί οἱ ἐξουσίες εἶναι τρεῖς, ἡ νομοθετική, ἡ ἐκτελεστική καί ἡ δικαστική, ὅπωςτίς ὁρίζει τό Σύνταγμα καί ὁ Νόμος κατά τά ἀνωτέρω λεπτομερῶς ἀναφερόμενα. Ὁ σφετερισμός-ἀντιποίηση δέ μιᾶς τῶν Τριῶν ἐξουσιῶν (Eckpfeiler der Verfassung) διώκεται σέ βαθμόν κακουργήματος.

Τά ἀνωτέρω ὑπῆρξαν ἀντικείμενον τῆς ἐρεύνης μου καί τῆς διδακτορικῆς μου διατριβῆς, καθώς καί τῆς διδασκαλίας μου ἐπί τριάντα χρόνια σέ διάφορα πανεπιστήμια καί συνέδρια. Σχετικά ἔχω γράψει ἀρκετές μελέτες, πού ἔχουν τύχει ὄχι μόνον ἐθνικῆς ἀλλά καί διεθνοῦς ἀναγνώρισης, κάποιες τῶν ὁποίων παραπέμπονται στήν παροῦσα γνωμοδότηση.

Ἤδη εἶναι ἐνήμερη ἡ Εἰσαγγελία τοῦ Ἀρείου Πάγου  γιά τά θέματα αὐτά καί τίς παραβιάσεις τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί κάθε ἔννοιας δικαιοκρατικῆς διαδικασίας στά διάφορα «ἔκτακτα δικαστήρια» πού στήνονται στίς παρατάξεις τῶν «παλαιοημερολογιτῶν», χωρίς νά ὑπάρχει Νόμος, πού νά ὁρίζει τήν σύστασή τους καί πού προσβάλλονται οἱ θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ Συντάγματος. Τό Ὑπουργεῖον Παιδείας, ἀπό ὅ,τι διαβάζω στά νομικά περιοδικά καί βλέπω στίς διάφορες δικαστικές ἀποφάσεις εἶναι, ἐπίσης, πλήρως ἐνήμερον. Ἡ κυβέρνηση ἑτοιμάζει καί ρητήν σχετικήν νομοθετικήν ἀπαγόρευση, μέ ἐξαίρεση πρός τό παρόν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἡ λειτουργία προστατεύεται ρητά καί συνταγματικά ἀπό τόν Νόμον τοῦ 1932 καί τόν Καταστατικόν Χάρτην (ἀλλά καί τούς ἄλλους σχετικούς Νόμους πού ἀναφέρονται ἀνωτέρω), καί αὐτές οἱ διατάξεις, ὅμως, θά τεθοῦν ὑπό ἀναθεώρηση στήν ἑτοιμαζόμενη μελλοντικήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος.

Νά περιοριστοῦμε στά πνευματικά μας καθήκοντα, καί τά κανονικά λεγόμενα προβλήματα, νά ἐπιλύονται ἀπό τόν οἰκεῖον ἐπίσκοπον, στά πλαίσια τῆς πνευματικῆς του ἐξουσίας ἐν ἀγάπῃ καί φόβῳ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης, ὁ ὁποῖος οὐδένα ἐδίωξε ποτέ.

Ὅλα τά ἀνωτέρω, λαμβανόμενα ὑπ’ ὄψιν, ἄν δέν ὑπάρξει σύνεση, ἀγάπη καί διάκριση, θά ἔχουν καί ὡς ἀποτέλεσμα, κατ’ ἀρχήν, τήν διάλυση ἀπό τόν εἰσαγγελέα τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας συγκεκριμένου προσώπου.

Ὁπότε κατανοεῖτε, γιατί εἶναι ἀδύνατον εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά συμμετέχω σέ μία τέτοια παράνομη καί πέρα γιά πέρα ἀντίθετη πρός τό Σύνταγμα «δίκη», καθότι θά θεωρηθῶ ὡς συνεργός σέ τέλεση τῶν ἀνωτέρω ποινικά κολάσιμων πράξεων, ὅπως θά θεωρηθεῖτε καί Ὑμεῖς, καθότι: τά ἀνωτέρω ἐγκλήματα διώκονται οὐχί κατ’ ἔγκλησιν, ἀλλά αὐτεπαγγέλτως.

 

Σημείωση: Ἡ ἀνωτέρω γνωμοδότηση δημοσιεύεται προσεχῶς ὡς ἀξιόλογη, (ὅπως κρίθηκε ἀπό κριτές), νομική μελέτη

σέ ἑλληνικό νομικό περιοδικό γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα,

(χωρίς ὀνόματα καί ἄλλους προσδιορισμούς προσώπων, τόπων καί πραγμάτων. Δημοσιεύεται καί σέ ἕνα διεθνές νομικόν περιοδικόν στά γερμανικά :

Zeitschrift für Menschenrechte – zfmr

(Die zfmr ist eine interdisziplinäre Fachzeitschrift zu Menschenrechten und Menschenrechtspolitik. Sie führt aktuelle und systematische Menschenrechtsfragen der Analyse und Reflexion zu, und zwar aus Sicht der Politik-, Geschichts- und Rechtswissenschaften sowie der Philosophie, Soziologie und Pädagogik). Καί στήν ἀγγλική του ἔκδοση σέ μετάφραση στό Journal for Human rights.

 


-------- Weitergeleitete Nachricht --------

Betreff:

Re: Eρήνη στην κκλησία!

Datum:

Tue, 5 Nov 2024 19:59:35 +0200

Von:

Dimitrios Katsouras <dimitrioskatsouras@gmail.com>

An:

dikaio@otenet.gr

 

Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκα! Οι αγώνες είναι μπροστά μας έναντι των κυκλωσάντων ημάς πολεμίων. Χάρηκα. Έρρωσθε και εύχεσθε.

 

Στις Τρί, 5 Νοε 2024, 18:17 ο χρήστης π. Νικόλαος Δημαράς Dr. Jur. N. Dimaras, <dikaio@otenet.gr> έγραψε:

Μετά πό μίαν πολύωρη καί διεξοδική συνεδρίαση (πτά περίπου ρν) μετά τν κλεκτν πισκόπων μας σεβ. Λαρίσσης κ. Κλήμεντος καί σεβ. Δημητριάδος κ. Φωτίου, λλά καί μέ τίς λεπτομερες ξηγήσεις πού δόθησαν μφοτέρωθεν, πλθεν ερήνευσις στά θέματα τά κκλησιαστικά, πού μς ταλάνισαν πί τρες περίπου μνες. 

πέσυρα τίς προσωπικές καί προσβλητικές ναφορές πού ναφέρονται στόν σεβασμιώτατον κ. Χρυσόστομον Μανιώτην ζητώντας συγγνώμην γιά τίς περβολές, λλά στά θέματα τς Πίστεως πέμεινα μέχρι τέλους καί ερά Σύνοδος ζήτησε πό τόν σεβασμιώτατον ττικς 

α. νά κατεβάσει τίς πιμαχες ναρτήσεις του (πργμα πού γινε δη!!!) καί 

β. ναμένεται νά το ζητηθε, νά κάνει ντίστοιχη δημόσια δήλωση μετανοίας, πού θά το ποδειχθε πό τήν εράν Σύνοδον.

π. Νικόλαος Δημαρς

--

a.O. ass. Prof. uni. Patras

 

 

 

 

 

 

Ένα ιστορικό και συνάμα μεγαλειώδες πνευματικό γεγονός βίωσε η κωμόπολη της Επανομής, το εσπέρας του Σαββάτου του Λαζάρου.

Κλήρος και λαός, με πρώτο τον οικείο Ποιμενάρχη κ. Ιουστίνο, υποδέχθηκαν τμήμα της τιμίας Κάρας του Αγίου Αργυρίου, ο οποίος μαρτύρησε κατά τα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας (1814μ.Χ.), στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης.

Η συγκινητική υποδοχή της Αγίας Κάρας έγινε στην είσοδο της κωμοπόλεως.

Παρούσες ήταν όλες οι αυτοδιοικητικές και στρατιωτικές αρχές του τόπου, τμήματα του Στρατού Ξηράς, του Ερυθρού Σταυρού, της Πολιτικής Προστασίας, των Εφέδρων Καταδρομέων, σημαιοφόροι των Σχολείων, η Μπάντα του Δήμου Θερμαϊκού και μικρά παιδιά, τα οποία έραναν με άνθη το ιερό σέβασμα.

Κατά την άφιξη τού ιερού λειψάνου, οι εκατοντάδες λαού που ανέμεναν την έλευση του με δάκρυα στα μάτια καλωσόρισαν τον συντοπίτη τους Άγιο.

Μια μακρά πολυπληθής λιτανευτική πομπή σχηματίστηκε, η οποία διέσχισε τους δρόμους της Επανομής.

Γέροντες και γερόντισσες, αδύναμοι στο να κινηθούν ασπάζονταν από τα μπαλκόνια τους, μακρόθεν, το άγιο λείψανο, βρέφη με τις μητέρες τους, σταματούσαν την πομπή για να ασπαστούν τον Άγιό τους, νέα παλικάρια και νέες λεβέντισσες, βλαστάρια της ηρωικής Μακεδονικής γης άγγιζαν, το τμήμα της Αγίας Κάρας με βαθύ σεβασμό.

Όλοι αισθάνονταν την παρουσία του Αγίου, όλοι δοξολογούσαν τον Θεό για την μεγάλη ευεργεσία.

Στα προπύλαια του Ναού, ο οικείος ποιμενάρχης κ. Ιουστίνος, βαθύτατα συγκινημένος, απηύθυνε λόγο πανηγυρικό και δοξαστικό, για τη μεγάλη αυτή ευλογία που επιφύλαξε η πρόνοια του Θεού στον τον λαό της Επανομής. Αναφέρθηκε, αρχικώς, στο βίο του Αγίου, στον μαρτυρικό θάνατό του, στον τρόπο διασώσεως του μαρτυρικού σκηνώματος του και διαφύλαξης της Τιμίας Κάρας του, στο πώς ευδόκησε ο Άγιος να έρθει και πάλι σωματικά στην πατρίδα του, στον τόπο του, στο σπιτικό του.

Δοξολόγησε τον Άγιο Θεό, διότι εισάκουσε την φωνή της δεήσεώς του και επέτρεψε να δουν οι οφθαλμοί του την επιστροφή του Νεομάρτυρος στην Επανομή, παρακάλεσε δε ένδακρυς τον Άγιο να προστατεύει την πόλη της Επανομής και την Μητρόπολη από κάθε πειρασμό.

Τέλος, ευχαρίστησε όλους όσους συνέβαλαν στην άρτια οργάνωση της υποδοχής, με πρώτον τον προϊστάμενο του Ιερού Ναού Αγίου Αργυρίου, Πρωτοπρεσβύτερο π. Στυλιανό Τσιπούρα.

Ιδιαιτέρως και ευγνωμόνως ευχαρίστησε, τον εκ του παλαιού ημερολογίου, Μητροπολίτη Αττικής και Βοιωτίας κ. Χρυσόστομο, για την, κατόπιν παρακλήσεως του, αδελφική παραχώρηση τμήματος της Αγίας Κάρας, δεδομένου, ότι η Κάρα του Νεομάρτυρος φυλάσσεται για εκατό και πλέον χρόνια σε Μονή της Μητροπόλεώς του.

Μετά το πέρας της υποδοχής ακολούθησε ο Πανηγυρικός Εσπερινός της Κυριακής των Βαϊων, χοροστατούντος του οικείου Επισκόπου, με τη συμμετοχή του ιερού κλήρου και πλήθους λαού, ο οποίος κατέκλυσε τον Ιερό Ναό.

Κάθ´ όλη τη διάρκεια του Εσπερινού, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή του πλήθη πιστών προσκυνούσαν την Αγία Κάρα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Κάρα του Αγίου θα παραμείνει μόνιμα στην Επανομή, εις διηνεκή αγιασμό και ευλογία του ευσεβούς λαού της Επανομής αλλά και συμπάσης της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς.

 

Μακαριώτατε, ελογετε καί τήν εχήν Σας!

Μαζί θά εμαστε, βέβαια, μέχρι τέλους.

Εστε πέρα γιά πέρα ρθόδοξος καί γιατό γιά μιά φορά κόμη Σς εχαριστομε.

Βλέπετε τό συνημμένον κείμενον, παρακαλ πολύ. λπίζω νά εναι τό τελευταον...

Γιά μς εναι θέμα τς ρθοδοξίας μας εναι θέμα ναπνος, ζως καί θανάτου. Πιστεύω καί τό γνωρίζω καί γιά Σς τό διο σχύει! Δυστυχς σ. ττικς κ. Μανιώτης μς πληξε στήν πόστασή μας μέ τίς αρετικές του συμπεριφορές, μς κύρωσε οσιαστικά καί μς πονεύρωσε στόν ντιαιρετικόν μας λόγον. πότε, πρός τί τά κηρύγματα καί τά συγράμματά μας. Ο αρετικές κινήσεις καί συμπεριφορές το κ. Μανιώτη κυρώνουν κάθε μολογιακή μας συγγραφή καί λεγχον πρός τούς ντικειμένους αρετικούς Οκουμενιστές καί μς κθέτουν νεπανόρθωτα πέναντι στά πνευματικά μας παιδιά, πού εναι κατά τό πλεστον πιστήμονες καί φυέστατοι καί πολύ καλά πληροφορημένοι, καί γιαυτό μερικοί ξ ατν κοψαν τήν κοινωνία μαζί μας. φετέρου δέν εναι δυνατόν πλέον νά προσελκύσουμε λλους στήν ρθοδοξία, φο μς "κολλνε κυριολεκτικά στόν τοχο", χαρακτηρίζοντάς μας ς Ονίτες το Παλαιο καί λέγοντάς μας τι χουμε ταυτιστε μέ τούς Οκουμενιστές, δείχνοντάς μας "τά κατορθώματα" το κ. Μανιώτη. πότε ποχωρομε πό τόν διάλογον πλήρως κατησχυμένοι!

Τήν εχήν Σας,

μέτερος υός κατά χάριν,

π. Νικόλαος

 

παναλαμβανόμενες ο αρετικές κινήσεις το σ. ττικς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου

 0. Τόν προηγούμενο χρόνο σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης κανε τά δια, πως μέ πληροφόρησε δικός μας πίσκοπος, δηλ. λιτανεία, συνάντηση, σπασμός μετά το Νεοημερολογίτου πισκόπου” καί νταλλαγή βαΐων, λλά δέν δωσε δημοσιότητα μέ φωτογραφίες στίς αρετικές του κινήσεις. φο, λοιπόν, εδε, τι δέν πρξαν ντιδράσεις, φέτος προχώρησε σέ δημοσιοποίηση τν αρετικν του κινήσεων καί μάλιστα μέ πλθος φωτογραφιν στήν στοσελίδα τς Μητροπόλεώς του. πότε ποιά δίκη πρέπει νά πάρξει; Γιά νά ποδειχθε τί;

φο ποδεικνύονται πό μόνα τους ς πασίδηλα καί κοινά τος πσι τά π’ ατο αρετικά πραχθέντα καί συνιστον μολογία καί ρα πλήρη πόδειξη ο δικές του ναρτήσεις στήν στοσελίδα του; Ποιά; Τά ναλύουμε στήν συνέχεια:

1.τι τήν Κυριακή τν Βαϊων 2024 πρξε ργανωμένη καί σχεδιασμένη συνάντηση μέ τόν Οκουμενιστή Νεοημερολογίτη πίσκοπο” κ. θηναγόρα καί δή πισήμως ν πλήρει ερατική στολ, μέ τήν θεσμική του διότητα ς πισκόπου τν ΓΟΧ, πργμα πού εναι ναμφισβήτητο!

 2.τι συνάντηση γινε ξ φορμς τς ορτς τν Βαΐων καί ρα συνεόρτασαν πανηγυρικά, μέν νας μέ πλήρη ερατική στολή, δέ λλος μέ γκόλπιο καί μέ τούς ερες” του παρατεταγμένους καί πλθος κόσμου, νά τούς πεφημε, καί μάλιστα:

 3.Νά νταλλάσσουν τά κατ’ ξοχήν σύμβολα το ορτασμο, τά βαΐα τν φοινίκων καί δή μέ περίτεχνη σύνθεση, δρον πρός τόν Οκουμενιστή καί Νεοημερολογίτη “πίσκοπο” κ μέρους το κ. Μανιώτη, φο λαβε πότόν Οκουμενιστή ς δρο, κάτι τό ντίστοιχο... λα ατά εναι ρισμός το συνεορτασμο μετά αρετικν! Συνεορτασμός, λοιπόν, γινε το κ. Μανιώτη μέ τόν αρετικόν Νεοημερολογίτην καί Οκουμενιστήν κ. θηγόρα, μέ λην τήν σημασίαν τς λέξεως!

Τά στοιχεα το συνεορτασμο εναι τά ξς:                                                                                                    

α. νταλλαγή τν συμβόλων, (βαΐα τν Φοινίκων), το ορτασμο τς μέρας τν Βαΐων,

β. ναγκαλισμός μετά το αρετικο καί ψευδοποιμένος-ψευδεπισκόπου, κατά τόν ΙΕ΄τς ΑΒ΄ σέ συνδυασμόν μέ τόν ΛΑ΄τν γίων ποστόλων! πευφημίες το συγκεντρωθέντος λαο.

γ. νταλλαγή δώρων, (λήψη καί ντίδοση), ν τ ννοία το ερο Κανόνος, πότε συγχέεται Κανόνας τς κκλησίας κατά τήν Σύνοδον τς Λαοδικείας (βλ. πιστυνατπόμενον ρχεον).

4. Στήν συνέχειαν γινε ργανωμένη συμμετοχή στό νομον συνέδριον τν Οκουμενιστν στήν Θεσσαλονίκη, που παρκάθεται κ. Μανιώτης στήν πρώτη σειρά μετά τν ψευδεπισκόπων, σύμφωνα μέ τόν ΙΕ΄ τς ΑΒ΄, Οκουμενιστν-Νεοημερολογιτν, πού μνημονεύουν κατευθεαν τόν οκτρόν καί βδελυρόν Βαρθολομαον!

5. Καί δή νευ γκολπίου, πργμα πού συνιστ ρνηση τς πισκοπικς του διότητος! Καί δ πάρχει ργάνωση καί σχεδιασμός, καθότι τόν προσφωνε “Θεσσαλονίκης” κ. Φιλόθεος, νά παρακαθήσει μετά τν Οκουμενιστν-Νεοημερολογιτν στήν πρώτη σειρά.

6. Στήν συνέχεια δίνει τμμα γίου Λειψάνου το γίου ργυρίου στόν τς πανωμς”, πού καί ατός μνημονεύει κατευθεαν τόν βδελυρόν ρχιοικουμενιστήν Βαρθολομαον, καί πού τόν εχαριστε πίσημα καί πώνυμα γιά τήν δωρεάν. Γιά νά τιμάζεται Νεομάρτυς καί γιος κάθε φορά πού θά μνημονεύεται ρχιοικουμενιστής Βαρθολομαος πό τόν τς πανωμς.

στω καί ν δέν γινε συμπροσευχή, πως μας διαβεβαίωσε σεβ. κ. Φώτιος γιά λογαριασμόν το σ. ττικς κ. Μανιώτη, πρξεν τό  μεῖζον τςναγνώρισης πίσημη τς «ερωσύνης» το Οκουμενιστο-Νεοημερολογίτου ψευδεπισκόπου κατά τόν ΙΕ΄ τς ΑΒ΄ μέ τήν δωρεά σ’ ατόν το γίου λειψάνου.

ρωτήματα:

7. Εχε ντολήν τς ερς Συνόδου, γιά νά τά κάνει ατά

  σ. ττικς κ. Μανιώτης;

8. Τί δουλειά εχε νά πάει πό τήν θνα στήν Θεσσαλονίκη;

9. Νά παρακαθήσει μετά τν ντικειμένων σέ πίσημη σύναξη τν 

Οκουμενιστν καί νά πιβεβαιώσει μέ τόν τρόπον ατόν καί τήν 

παγόρευση το κ. ερωνύμου τν διαμαρτυριν μέ διαδηλώσεις κατά το

 παίσχυντου Νόμου, πού ναγνωρίζει τόν γάμον τν μοφυλοφίλων.

παγόρευση γινε, γιά νά μήν χει πολιτικό κόστος κυβέρνηση, πού θά τό προκαλοσαν ο διαδηλώσεις, μέ ποτέλεσμα τήν φύπνιση το λαο, πού θά στρεφόταν κατά το κολοφνος τν αρέσεων, τς μοφυλοφιλίας! Ο πασιφανες παραβάσεις τν ερν Κανόνων εναι αταπόδεικτες.

(Βλέπε καί τό πισυναπτόμενον πρός τόν Μακαριώτατόν μας κείμενον μέ τήν παράθεση τν Κανονικν Διατάξεων καί τίς προεκτάσεις τν τοιούτων αρετικν συμπεριφορν).

ατοαναθεματισμός του σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη πορρέει πό τά κείμενα τν ναθεματισμν το Οκουμενισμο τό 1983 πί γίου Φιλαρέτου καί το 1998 τς μετέρας Συνόδου.

10. Σημειωτέον, τι ν τ πράξει κήρυξη το Οκουμενισμο, μέ τόν συνεορτασμόν, μέ τούς ναγκαλισμούς μέ τούς αρετικούς, μέ τόν συναγελασμόν μέ ατούς, μέ τήν νταλλαγήν δώρων καί μέ τήννεπίτρεπτη δωρεά γίου Λειψάνου σέ Οκουμενιστές, εναι συγκρίτως βαρύτερη πό τήν προφορικήν διακήρυξη τς βδελυρς ατς αρέσεως, γιατί πρόκειται γιά λοποίηση αρετικν ντιλήψεων το κ. Μανιώτη, πού δέν πιδέχονται νταπόδειξη, μιά καί διος μολογε τίς εδεχθες του πράξεις προβάλλοντές τις στήν πίσημη στοσελίδα του! 

11. κοινωνία μέ τοιούτους πισκόπους πισύρει καί γιά μς πού κοινωνομε μέ τόν σ. ττικς κ. Μανιώτη Χρυσόστομο τίς διες ποινές, κατά τούς ερούς Κανόνες. Καθαίρεση καί φορισμόν! Τά σχετικά κείμενα στάλησαν στούς πισκόπους σεβ. κ. μβρόσιον, σεβ. κ. Κυπριανόν καί σεβ. κ. Φώτιον καί σεβ. κ. Κλήμεντα, γιά νά μήν ναγκαστε Σύνοδος, νά τόν εσαγάγει κατευθεαν σέ δίκη πί αρέσει, πως θά γινόταν, ν γένετο μεση καί πίσημη καταγγελία στήν γραμματεία τς Συνόδου. τσι προτιμήθηκε ατός μμεσος τρόπος περιγραφς του, στε νά τόν νουθετήσουν, ρχιεπίσκοπος καί ο κλεκτότεροι πίσκοποι τς Συνόδου καί νά τόν προτρέψουν νά ζητήσει συγγνώμην γραπτς καί δημοσίως, λλά καί νά ποπτύσει τίς αρετικές συμπεριφορές του, συντάσσοντας δημόσια μολογία καί καταδικάζοντας τούς Οκουμενιστές καί τόν Οκουμενισμόν πισήμως καί χι νά διατηρε στήν στοσελίδα του τά τεκμήρια τς πλήρως μολογουμένης νοχς του, μήν πιτρεπομένης νταποδείξεως, πού ποτελον διαρκές  πνευματικόν ατοφώρως διωκόμενον γκλημα στόν βαθμόν τοκακουργήματος.

--

a.O. ass. Prof. uni. Patras

 

πάρχει νάγκη νά γίνει καταδίκη καί ναθεματισμός καί πάλιν ατν, πό τούς ποίους χει γίνει ποτείχιση καί θεωροῦνται κτός κκλησίας;

          Στό ρώτημα ατό πρέπει νά σημειωθον τά ξς: φ’ σον πανεμφανίζονται δημόσια ο διάφοροι αρε-τικοί καί λαμβάνουν ποφάσεις πού θίγουν τήν ερή Παράδοση, τήν διδασκαλίαν καί τά δόγματα τς φιλτάτης ρθοδοξίας μας, φείλουμε, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τν γίων Πατέρων μας, τήν πράξη καί τήν Παράδοση τς κκλησίας μας, σάκις μφανίζεται τεροδιδασκαλία νά τήν καταδικάζουμε. σες φορές δηλ. μφανίζεται τεροδιδασκαλία πού συνιστ αρεση, φείλουμε νά τήν καταδικάζουμε. Νά τήν στιγματίζουμε καί νά ναθεματίζουμε χι μόνον τήν τεροδιδασκαλίαν, (λλά καί τούς κηρύσσοντες αρετικά). Μέ τόν τρόπον ατόν προ-στατεύουμε τήν κκλησίαν μας, τό ποίμνιόν μας, λλά καί φυπνίζουμε κείνους πού μένουν κόμη σέ κοινωνίαν μέ τούς αρετικούς.

              σάκις δηλ. τελεται γκλημα, ατό πρέπει νά καταδικάζεται.

              άν, γιά παράδειγμα, κάποιος τελέσει μία ποινικά κολάσιμη πράξη καί καταδικαστε, καί κάποιος λλος τελέσει τό διο γκλημα ργότερα δέν πρέπει τάχα νά καταδικαστε καί δεύτερος, πειδή δη ... κατάδικάστηκε πρτος; (!) Πόσον μλλον παιτεται πό πάντων καί νέα καταδίκη καί ναθεματισμός τν αρετικν πού διαστρέφουν τήν διδασκαλίαν τς κκλησίας, ταν τά διακυβευόμενα μεγέθη τς Παρακαταθήκης τς Πίστεως καί τν δογμάτων  εναι συγκρίτως πολυτιμότερα ς θέματα ζως αωνίου!

              παιτεται, λοιπόν, πάντοτε καταδίκη, πως πιβεβαιώνεται, πό τίς συνεχόμενες συνόδους πού καταδίκασαν, γιά παράδειγμα, τολάχιστον δεκαεπτά φορές τούς Παπικούς (Λατίνους-Φράγκους, τό 867, τό 879, τό 1009, τό 1014, τό 1054 καί στήν συνέχειαν λλες δώδεκα φορές).

              Δέν ρκοσε μόνον μία φορά καταδίκη τους;

              Γιατί πανέρχονταν συνεχς ο θεοφόροι Πατέ-ρες μας, παρά τίς συνεχόμενες προηγούμενες κατάδίκες τους;

              ποτείχισή μας, ποία εναι δικαίωμα πού παρέχεται σέ λους τούς πιστούς νεξαιρέτως, κατά τόν ιε΄ τς ΑΒ΄ πί Μεγάλου Φωτίου Συνόδου μλλον ποτείχιση, δηλ. θέση κτός τς κκλησίας τν αρετικν, πό πάντων, τν Κανονικν καί τν λαϊκν μελν το κκλησιαστικο σώματος, σφαλίζει μέν μς, λλά δέν εναι λοκληρωμένη,

              -ν δέν φυπνίσουμε καί λλους μέ τό κήρυγμα, τόν προφορικόν καί τόν γραπτόν λόγον, μέ τήν γνωστοποίηση μέ κάθε μέσον συνεχς καί διαλείπτως τν θέσεων τς κκλησίας μας καί τς διδασκαλίας τν γίων Πατέρων μας,

              -λλά καί μέ τόν στιγματισμόν τς τεροδιδασκαλίας καί τς κηρυσσομένης αρέσεως.

              Ατό φείλει νά γίνεται χι μόνον σέ τομικό πίπεδο, λλά καί συλλογικά, εκαίρως - καίρως, πό πάντων τν ρθοδόξων, κατά τόν λόγον το ποστόλου καί το γίου Θεοδώρου το Στουδίτου, πό τν ρθοδόξων Μοναστηρίων καί τν νοριν συλλογικά, καί λων τν πιστν τς κκλησίας.

              Συμπερασματικά: άν λόγος εναι περί πίστεως, μς διδάσκει γιος Θεόδωρος Στουδίτης, σύ μήν πες, τι εσαι φτωχός καί δέν εσαι πλούσιος, τι εσαι πρόβατο καί χι ποιμένας. Ο λίθοι κεκράξονται, καί σύ σιωπηλός καί φροντις;

 

 «παντες ον ο νεωτερίζοντες αρέσει σχίσματι, κουσίως νεδύθησαν, κατ τν ψαλμωδόν, "κατάραν ς μάτιον" (Ψαλμ. ρη’,18), κν τε Πάπαι κν τε Πατριάρχαι, κν τε Κληρικοί, κν τε Λαϊκο τυχον εναι ν γγελος ξ ορανο, νάθεμα στω, ε τις μς εαγγελίζεται παρ παρελάβετε". Οτω φρονοντες ο Πατέρες μν κα πακούοντες ες τος ψυχοσωτηρίους λόγους το Παύλου στάθησαν σταθερο κα δραοι ες τν κ διαδοχς παραδοθεσαν ατος πίστιν κα διέσωσαν ατν τρεπτον κα χραντον δι μέσου τοσούτων αρέσεων, κα παρέδωκαν ατν ες μς ελικριν κα νόθευτον, ς ξλθεν δολος π το στόματος τν πρώτων πηρετν το Λόγου·  οτω φρονοντες κα μες, δολον, ς παρελάβομεν, μετοχετεύσομεν ατν ες τς περχομένας γενεάς, μηδν παραμείβοντες, να σι κακενοι ς κα μες επαρουσίαστοι κα καταίσχυντοι, λαλοντες περ τς τν προγόνων μν πίστεως...  

 ...πειτα παρ μν οτε Πατριάρχαι οτε Σύνοδοι δυνήθησαν ποτ εσαγαγεν νέα, διότι περασπιστς τς θρησκείας στίν ατ τ σμα τς κκλησίας, τοι ατς λαός, στις θέλει τ θρήσκευμα ατο αωνίως μετάβλητον κα μοειδς τ τν Πατέρων ατο

 

α) Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΩΜΑΙΪΚΑ ΚΑΙ ΣΛΑΥΙΚΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

γία Σύνοδος τς ντιοχείας

πεφάσισε τά ξς:

1. Τόν πλήρη καί μοιβαο σεβασμόν τν δύο κκλησιν ς πρός τό τελετουργικόν των, τήν πνευματικότητα, τήν κληρονομίαν καί τούς γίους πατέρας καί τήν πλήρη προστασίαν τν λειτουργικν πράξεων καί τς ντιοχείας καί τς Συρίας.

2. Τήν νσωμάτωσιν τν πατέρων καί τν δύο κκλησιν καί τς παραδόσεώς των γενικς ες τά χριστιανικά πιμορφωτικά προγράμματα καί τήν θεολογίαν καθη-γητν καί μαθητν.

3. Τήν ποφυγήν το νά δέχωνται μέλη μις κκλησίας ες τήν λλην, ποιοι
καί
ν εναι ο λγοι.

4. Τήν διοργάνωσιν συνάξεων τν δύο Συνόδων ποτεδήποτε πάρξει νάγκη.

5. Νά παραμείνει κάθε κκλησία ς σημεον ναφορς διά τά μέλη της ες θέματα φορντα γάμον, διαζύγιον, υοθεσίαν κλπ.

6. άν δύο πίσκοποι δύο διαφορετικνκκλησιν συναντηθον διά πνευματικήν τελετήν, θά προσταται κενος πού θά χει τό μεγαλύτερον ποίμνιον. λλά, ν εναι ες τό μυστήριον το γάμου, θά προσταται πίσκοπος τς κκλησίας το νυμφίου.

7. Ὅ,τι χει ναφερθ προηγουμένως δέν σχύει κατά τόν συνεορτασμόν πι-σκόπων ες τήν Θείαν Λειτουργίαν.

8. Ὅ,τι χει λεχθ ες τό π’ ριθμ. 6 ρθρον, σχύει διά τούς κληρικούς καί τν δύο κκλησιν.

9. άν νας ερεύς μις κ τν δύο κκλησιν τύχη νά εναι ες κάποιαν περιοχήν, θά τελέση τά θεα μυστήρια διά τά μέλη καί τν δύο κκλησιν, συμπερι-λαμβανομένης καί τς Θείας Λειτουργίας καί το μυστηρίου το γάμου. διος ερεύς θά κρατήση νεξάρτητον ρχεον καί διά τάς δύο κκλησίας καί θά μεταφέρη τήν καταγραφήν τν μελῶν τς δελφς κκλησίας ες τήν πνευματικήν της ξουσίαν.

10. άν δύο ερες καί τν δύο κκλησιν τύχη νά ερίσκωνται ες κάποιαν κοινό-τητα, θά ναλλάσσονται, καί ες περίπτωσιν συνεορτασμο θά προσταται κενος μέ τό μεγαλύτερον ποίμνιον.

11. άν πίσκοπος πό μίαν κκλησίαν καί νας ερεύς πό τήν δελφήν κκλησίαν τύχη νά συνεορτάζουν, θά προσταται, πως εναι φυσικόν, πίσκοπος, κόμη καί ν ερίσκεται ες τήν κοινότητα το ερέως, φ’ σον θά πάρχουν λαϊκοί καί πό τάς δύο κκλησίας.

12. Χειροτονίαι ες τούς βαθμούς τής ερωσύνης γίνονται πό τήν πνευματικήν ρχήν τν ποψηφίων ες κάθε κκλησίαν, κατά προτίμησιν, μέ τήν παρουσίαν δελφν πό τήν λλην δελφήν κκλησίαν.

13. νάδοχοι καί μάρτυρες γάμου πιτρέπεται νά πιλέγωνται πό τά μέλη καί τν δύο κκλησιν χωρίς διάκρισιν.

14. Ες λας τάς κοινάς ορτάς θά προσταται ρχαιότερος τ τάξει ερεύς.

15. λοι ο ργανισμοί τν δύο κκλησιν θά συνεργάζωνται ες λα τά θέματα, μορφωτικά, παιδείαν καί κοινωνικά διά τήν νάπτυξιν το δελφικο πνεύματος.

Σς ποσχόμεθα, μέ ατήν τήν εκαιρίαν, τι θά συνεχίσωμεν νά νισχύωμεν τήν σχέσιν μας μέ τήν δελφήν κκλησίαν καί λας τάς λλας κκλησίας, μέ σκοπόν νά γίνωμεν λοι μία κοινότητα κάτω πό να Ποιμένα.

β) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων-(ἀκοινωνησίας)- ἐκ μέρους τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου

            Στὸ Φανάρι ἀπὸ τὴν Μείζονα Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ δύο ἐπιτροπές, τῶν Πανορθοδόξων καὶ Παγχριστιανικῶν ζητημάτων, καθορίστηκε ὑποεπιτροπή, ἡ ὁποία συγκροτήθηκε ἀπὸ τοὺς Μελίτωνα Ἡλιουπόλεως, Σταυρουπόλεως Μάξιμο, Μύρωνα Χρυσόστομο καὶ τοὺς καθηγητὲς Ἐμμανουὴλ Φωτιάδη καὶ Βασίλη Σταυρίδη καί ἀποδέχθηκε τὴν ἀνάγκη ἄρσης τοῦ ἀναθέματος (ἀκοι-νωνησίας), ἀλλὰ διχάστηκε σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς Ἄρσης τῶν Ἀναθεμάτων-Ἀκοινωνησίας. Τελικὰ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν τυπικῶν δια-δικασιῶν στὶς 7 Δεκεμβρίου 1965 ἔγινε ἡ τελετὴ ἄρσης τῶν ἀναθεμάτων-ἀκοινωνησίας. Ἔτσι τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων πραγματοποίησε ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίνουπόλεως ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ μασώνου καὶ τυμπανιαίου Ἀθηναγόρα.

              Ἡ Πατριαρχικὴ Σύνοδος, ποὺ ἦρε τὸν ἀφορισμό, ἦταν ἁρμόδια, κατὰ τοὺς Λατινόφρονες, γιὰ κάτι τέτοιο, ἐπειδὴ ἀποτελοῦσε ἀδιάσπαστη συνέχεια τοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1054, ὑποστήριξε ὁ μέγας μασῶνος, ἀναθεματισμένος καί τυμπανιαῖος Ἀθηναγόρας. Ἔκτοτε κηρύχθηκε ἐπισήμως καὶ θεσμικὰ ἡ αἵρεση τῶν Λατινοφρόνων πού πλέον ἐκκλησιοποιήθηκε καὶ ἐξέπεσαν ἐπισήμως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ τῆς ἱερωσύνης οἱ Παπόδουλοι, κατά τούς α΄ καί β΄ Κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν α΄ τοῦ Ἁγίου Μεγάλου Βασιλείου.

Ὁ αἱρετικός Παπόδουλος καί Λατινόφρων «Γερμανίας» Αὐγουστῖνος Λαμπαρδάκης «χρίεται» ἀπό Καρδινάλιο, ἐπισφαγίζοντας ἐπισήμως τήν ἕνωση μέ τούς Λατίνους

              ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ, ΟΜΩΣ, μὲ δεδομένο τὸ γεγονός, ὅτι τὸ ἀνάθεμα τοῦ 1054 ἐπιδοκιμάσθηκε ἀπὸ τὸν λαὸ τῆς Κωνσταντινουπολεως καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τίθεται ἀφενὸς ζήτημα ἀνεπάρκειας καὶ ἀναρμοδιότητας τῆς Συνόδου, καὶ ἀφ’ ἑτέρου καὶ κυρίως τὰ ὑπό τῶν Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἐπιβληθέντα ἀναθέματα δὲν αἴρονται ποτέ. Καὶ τὸ ἐπιχείρημα πὼς τάχα ἡ Γ΄ πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου, ἦταν ἡ πηγὴ ἐξουσιοδότησης γιὰ τὴν πράξη τῆς ἄρσης τῶν ἀναθεμάτων-ἀκοινωνησίας, δὲν εἶναι ἰσχυρό, καθὼς ἡ «πανορθόδοξη» δὲν ἦταν Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι ἀρμοδιότερη, γιὰ νὰ ἐξουσιοδοτήσει τὴν Πατριαρχικὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἐκπροσωπήσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ ἄρει τὸ ἀνάθεμα. Ἔτσι παραμένει καὶ τὸ ζήτημα τῆς δικαιοδοσίας τῆς πατριαρχικῆς συνόδου. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ Λατινοφρόνων αἴρεται, ὡστόσο, ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ τὸ ἀνέθεμα καί ἡ ἀκοινωνησία τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τοῦ 1054 καὶ ὁδηγεῖ τοὺς Παπόδουλους καὶ τοὺς πρὸς αὐτοὺς κοινωνικοὺς στὸν πνευματικὸ θάνατο.

Ἀναλυτικώτερα:

H AΡΣΗ ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ
(
Τό 1965 γινε ρση τς κοινωνησίας καί χι ρση τν ναθεμάτων)

              Γεγονότα πορείας τς παναιρέσεως το Οκουμενισμο καί το status quo ατς, συνέβησαν στό Σαμπεζύ στίς 19 κτωβρίου 2013, που παναβεβαιώθηκε ρση το σχίσματος - κοινωνησίας μεταξύ της ρθοδόξου τοῦ Χριστο κκλησίας καί τς αρέσεως το Παπισμο.

              πειδή χθρός της Πίστεώς μας εναι ἤδη ἐντός τῶν τειχῶν, παραθέτω ποσπάσματα κειμένων καί δύο σχόλια σημαντικά πού ποδεικνύουν το λόγου τό ληθές.

Νικόλαος Γ. Σαββόπουλος, τ. διευθυντής το κκλησιαστικο Λυκείου Κορίνθου.

Διαβάζουμε στή ROMFEA.GR:

« Πρύτανις το Πανεπιστημίου το Φριβούργου (Freiburg) κ. Guido Vergauwenχαιρέτισε τήν ποικοδομητικήν συμβολήν τν δύο θεσμν ες τό πό κοινο ργανωθέν Συνέδριον, μέ θέμα:

« Β΄ Βατικανή Σύνοδος καί ρθόδοξος κκλησία», διά τόν διάλογον καί διά τήν προσέγγισιν τν δύο κκλησιν, α ποαι, πό τς ρσεως τν ναθεμάτων τό 1965, δέν ερίσκονται πλέον πό καθεστώς ριστικο σχίσματος, λλά διακοπς τς κκλη-σιαστικς κοινωνίας.»

http://romfea.gr/…/mitropoleis-ex…/19770-2013-10-20-22-30-01

 

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

              Στό βιβλίο το θ. Σακαρέλλου: «γινε νωση τν κκλησιν», ναφέρεται τό Γαλλικό κείμενο τς συμφωνίας «Κοινή Δήλωσις» το 1965, που στήν παράγραφο 4 τς συμφωνίας χρησιμοποιεται λέξη excommunication, ατό σημαίνει, τι μέ τή συμφωνία ατή χει ρθε «κοινωνησία», τό «σχίσμα», δηλαδή μεταξύ τν δύο κκλησιν, σέ ντίθεση μέ τήν πίσημη λληνική μετάφραση, πού μιλε, δθεν, γιά ρση ναθεμάτων, πρός καθησυχασμό τν ρθοδόξων. νωση, δυστυχς, χει γίνει, πλά πραγματώνεται καί παρουσιάζεται, τοπικά καί χρονικά, σταδιακά, νάλογα μέ τίς ντιδράσεις.

              Καί γιά νά μήν πάρχει μφιβολία, τι Γαλλική λέξη excommunication σημαίνει «κοινωνησία» τοτο ποδεικνύεται καί πό τό διο τό Γαλλικό κείμενο τς συμφωνίας, πού χρησιμοποιήθηκε δύο φορές κφραση la communion ecclesiastique καί σημαίνει «κκλησιαστική κοινωνία», πως ρθά ποδίδεται ἀπό τήν πίσημη λληνική μετάφραση καί χι ὡς «κκλησιαστικό νάθεμα».

              Στήν πραγματικότητα, λοιπόν, κοινή δήλωση τό 1965, στό Γαλλικό κείμενο, μιλε γιά ρση τς κοινωνησίας καί χι γιά «πλ ρση το ναθέματος» μεταξύ τν κκλησιν.

              Τό γεγονός ατό ξηγε λα τά μεταγενέστερα γεγονότα, πως συμπροσ-ευχές, οὐνιτικά συλλείτουργα, μετάδοση τς Θείας Κοινωνίας σέ παπικούς λαϊκούς σέ τόπους, πού δέν πρχε ξιόλογη ντίδραση, νεώτερες κοινές δηλώσεις καί συμφωνίες, μνημόσυνο το νόματος το Πάπα Ρώμης στήν γία Πρόθεση, γεγονός πού παραδέχθηκε, τι πραττε διος ὁ ἀναθεματισμένος θηναγόρας, μνημόνευση δημόσια το Πάπα στό Φανάρι στήν τελευταία του πίσημη πίσκεψη καί λλες παρόμοιες πράξεις.

              Καί σέ λα ατά πρωτοστατοσε τό Φανάρι καί κολουθοσαν μέ παρό-μοιες πράξεις καί λλες τοπικές κκλησίες.

              Ατό ποτελε, κ τν πραγμάτων, νωση καί μπρακτη φαρμογή χι πλά τς ρσεως το ριστικο Σχίσματος, λλά ρση καί τς κοινωνησίας.

              νωση φαρμόζεται σταδιακά, τοπικά καί χρονικά, πως ρθά πι-σημάνθηκε, νάλογα μέ τίς ντιδράσεις καί κάποια κατάλληλη στιγμή θά κατα-στε νωση πλήρης, πισφραγίζοντας τό δη φιστάμενο πό τν πραγματικό καθεστώς. (πόσπασμα πό ρθρο τς Φιλορθοδόξου νώσεως «Κοσμς Φλαμι-άτος»).

              Κοινή δήλωση το Πάπα Παύλου ΣΤ΄ καί το (σ.σ. ψευδο)-Πατρι-άρχου θηναγόρου

στά Γαλλικά:

http://www.vatican.va/…/rc_pc_chrstuni_doc_19650107_athenag

ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ:

Η ΑΡΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ

Το ρχιμ. θανασίου, Προηγουμένου το Μεγάλου Μετεώρου

              Ατή «νωση στό κοινό Ποτήριο» πιχειρήθηκε μέ τήν περίφημη «ρση τν ναθεμάτων» μεταξύ Βατικανο καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη το 1965, μέ μονομερ πόφαση το Οκουμενικο Πατριαρχείου.

              Χαρακτηριστική ταν ντίδραση τς κκλησίας τς λλάδος, ποία:

«μέ πολλήν δυσμένειαν πληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν το Οκουμενικο Πατρι-άρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. θηναγόρα. Οδείς χει τό δικαίωμα νά προβαίνη ες παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα χει μόνον λόκληρος ρθοδοξία».

              Δήλωση το ρχιεπισκόπου θηνν Χρυσοστόμου, φημ. «ρθόδοξος Τῦπος»:

              Νοέμβριος 1965: Μέ τήν ρση τν ναθεμάτων ο δύο πλευρές ννοοσαν τήν ρση το Σχίσματος. τότε (σ.σ. ψευδεπίσκοπος) ρχιεπίσκοπος μερικς άκωβος, πίσημος πεσταλμένος κείνη τήν περίοδο το Πατριάρχη θηναγόρα πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ποκαλύπτει τό περιεχόμενο τν μηνυμάτων πού ντήλλασσαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι το τολμηρο πίσης μηνύματος, πού μο νέθεσε Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τς πιτροπς Σχέσεων Δύσης καί νατολς, πού ταν νας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, Αγουστνος Μπέα».  

              Καί συνεχίζει ρχιεπίσκοπος: »Λίγο καιρό μετά, πισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα όρκη. Τόν ρώτησα:

              -Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μπορομε νά φέρουμε τίς κκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ρση το Σχίσματος;

              Μο λέει:

              -Καλή δέα, δέν ξέρω, πώς θά τή δεχτον στή Ρώμη, λλά γώ νομίζω, τι πρέπει νά γίνει ρση το Σχίσματος. τσι, δέν θά χουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε νας τόν λλο.»

              ρώτηση δημοσιογράφου Γ. Μαλούχου:
              “-Τήν
ρση το Σχίσματος το ναθέματος;”
              πάντηση (σ.σ. ψευδοαρχιεπισκόπου):

              «Καί τά δύο ατά μαζί πηγαίνουνε, γιατί, ταν κατέθεσαν ο ντιπρόσωποι το Πάπα τό νάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ποο ναθεμάτιζε Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ταν τό ριστικό Σχίσμα πιά. Δέν γινε λλη πίσημος πρξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ νατολς καί Δύσεως». (Γ. Μαλούχου, «γώ άκωβος», σελ. 196-197).
             
ρση το σχίσματος ντάσσεται, λλωστε, καί στήν λογική τν ποφάσεων τς Β΄ Βατικανς Συνόδου, πού πραγμα-τοποιετο κενο τό διάστημα, γιά ρση τς κοινωνησίας καί «ναγνώριση» τν μυστηρίων τν ρθοδόξων.


              Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τ
ς «ρσεως τν ναθεμάτων» πάρχει ρος excommunicatio = κοινωνησία, ποος στήν πίσημη μετάφραση το Οκουμενικο Πατριαρχείου μεταφράζεται πονηρά καί σκόπιμα ς «ναθέματα».[146] Τό κείμενο, δηλαδή μιλοσε γιά «ρση τς κοινωνησίας».


              «Ο
«New York Times» μετέδωσαν τήν πό κοινο γγελίαν το Βατικανο καί το Φαναρίου τς 7ης Δεκεμβρίου 1965 διά τήν ρσιν το excommunicatio -(τς κοινωνησίας το Λατινικο κειμένου)- ες τήν πρώτην σελίδα, ς τό τέλος το σχίσματος το 1054 καί ς τήν πανέναρξιν τς μυστηριακς κοινωνίας, πού εχε τότε δθεν διακοπε.

              Φαίνεται πλέον σαφς, τι τό λληνικόν κείμενον, πού ναγγέλει τήν ρση τν ναθεμάτων το τεχνηέντως παραπλανητικόν.
              Φαίνεται ε
χε σκοπόν νά μβλύνη νδεχομένας ρνητικάς ντιδράσεις τν ρθοδόξων κκλησιν». (Πατρός ω. Ρωμανίδου, «ρθόδοξος καί Βατικάνειος συμφωνία περί Ονίας»,[147]

              Χαρακτηριστικόν, πίσης, εναι τι:

« Πάπας ωάννης Παλος Β΄, πρίν πισκεφθε τό Φανάρι (30-11-1979)… ξέφρασε τήν βεβαιότητά του, τι νότητα χει ποκατασταθε στήν πράξη, In der Tat war die Wiederherstellung der Einheit der Christen[148]

(σ.σ.ψευδοπατριάρχης θηναγόρας:

   «…εχομεν τό διον μυστήριον.
Τό
διον βάπτισμα, τά δια μυστήρια καί διαιτέρως τό διον γιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν ες τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν                                                         καί ες τό γιον Ποτήριον;».[149]

Συμπεράσματα:

Μακαριώτατε,

τά μεγέθη τά ὁποῖα καλούμαστε νά διαχειριστοῦμε σήμερα εἶναι ἀσύλληπτης καί αἰώνιας ἀξίας! Αφοροῦν αὐτή τήν ὑπόστασή μας ὡς προσώπων καί ὡς Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Οἱ ἐνέργειες τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου μᾶς πλήττουν καίρια στήν καρδιά τῆς Ὁμολογίας μας καί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, οὕτως ὥστε, ἄν γίνουν ἀποδεκτές, μᾶς ἀκυρώνουν ὡς Ὀρθοδόξους! Δέν εἶναι δυνατόν, ἑπομένως, νά γίνουν ἀντικείμενο διαπραγμάτευσης, οὔτε μποροῦν ἐκβιαστικές τακτικές, νά ὁδηγήσουν σέ ὑποχωρήσεις πού ἀφοροῦν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας. Ὡς γνωστόν τά τῆς Πίστεως θέματα οὐδέποτε διά μεσότητος ἐλύθησαν. Ὁ αὐτοσεβασμός καί ἀξιοπρέπειά μας ὡς ἐπί τριάντα χρόνια διακεκριμένου καθηγητοῦ καί θεράποντος τῆς Νομικῆς Ἐπιστήμης σέ διάφορα πανεπιστημιακά Ἱδρύματα τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ[150], δέν μοῦ ἐπιτρέπουν κανενός εἴδους ἀναθεωρήσεις καί διαφορετικῆς ἀξιολόγησης τῶν πλήρως ἀποδεδειγμένων καί πασιδήλων γεγονότων, κατά τά ἐκτεθέντα ἀνωτέρω λεπτομερῶς, ἀλλά καί τῶν προσχηματικῶν ἐπιχειρημάτων κυριολεκτικῶς ὡς καπνοῦ διαλυθέντων διά τῆς ἀντιπαραθέσεως τῆς συντριπτικῆς καί καταλυτικῆς Πατερικῆς Γραμματείας, τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, τῆς κοινῆς Ὀρθοδόξου λογικῆς τῆς διαμορφωθείσης ὡς ἐσωτερικῆς μνήμης τῆς Ἐκκλησίας, (Ἀποστολοπαραδότου Πίστεως), ἀλλά καί τοῦ ἡμετέρου μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου. Ἡ ὑπόληψή μου, ἡ διαχρονικά καί διεθνῶς ἀναγνωρισμένη τιμή μου ὡς καθηγητοῦ τοῦ δικαίου, ἀλλά κυρίως τόσον ἡ εὐθύνη μου ἀπέναντι στήν Ἐκκλησία μας, στόν Θεόν, στά πνευματικά μου τέκνα, στούς ἀδελφούς μου καί ἀπέναντι στήν μνήμην τῶν ἡρωικῶς καί μαρτυρικῶς ὑπέρ τῆς Πίστεως τελειωθέντων ὅσον καί ἀπέναντι στίς μελλοντικές γενεές, γιά τίς ὁποῖες σήμερα γράφουμε ἱστορία, πού θά μείνει ὡς παρακαταθήκη πολύτιμη στούς ἑπομένους, δέν μοῦ ἐπιτρέπουν κανένα δογματικόν μηνιμαλισμόν καί οὐδεμίαν παρέκκλιση ἀπό τήν ἅπαξ τοῖς Ἁγίοις παραδοθεῖσαν Πίστιν. Οἱαδήποτε οἰονεί δυσμενής διοικητική πράξη εἶναι, κατά τά ἐκτεθέντα, δυνατόν, νά προσβληθεῖ εἴτε κατ’ ἔνστασιν εἴτε δι’ ἀπευθείας προσφυγῆς μέ δραματικές συνέπειες[151].

 

Ἀσπαζόμενος τήν ἡμετέραν δεξιάν καί ἐξαιτούμενος τήν εὐχήν Σας,

ὁ ἔσχατος τῶν Ὑμετέρων πνευματικῶν τέκνων,

π. Νικόλαος Δημαρᾶς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

10 Οκτ 2021

Γράφει ο Μέτοικος 
αρθρογραφεί για katanixi.gr

“Δεν γίνεται άνθρωπε να είσαι και με τον Καίσαρα και με το Θεό!”

Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr

 

Στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο επίσκοπος Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Αθηναγόρας, εισηγήθηκε την εφαρμογή ενός «ενιαίου πλαισίου προστασίας των στελεχών της Εκκλησίας», από τις επιθέσεις εκείνων των πιστών που φρονούν: όσα οι Απόστολοι εδίδαξαν, που λαλούν όσα οι Διδάσκαλοι εδογμάτισαν, που κηρύσσουν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και τιμούν «τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι…».

Αλλοίμονο! Ο Ιλίου Αθηναγόρας μεταλλάχθηκε και, από επίσκοπος φάνηκε διώκτης τύραννος των ευσεβών;

Με εισήγησή του στην Ιεραρχία, αντί να προτείνει η «χλιαρή πίστη» των επισκόπων να γίνει ένθερμη, να σταματήσει η «ἐκκοσμίκευση τῆς συνοδικότητας», να ανακοπεί η «ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας», να πάψουν από τους επισκόπους τα φαινόμενα «ἀνυπακοής καί ἐγωιστικής αὐτοδιάθεσης», να σταματήσουν τα «ψήγματα προτεσταντισμοῦ καί αἱρετικῶν δοξασιῶν» από τους επισκόπους και, επιτέλους, να εγκολπωθούν οι επίσκοποι το «γνήσιο ὁμολογιακό πνεύμα» ώστε να ειρηνεύσει το χριστεπώνυμο πλήρωμα, προτείνει:

Τους πιστούς χριστιανούς «πού βασανίζονται ἀπό μιά περίπλοκη ψυχοπαθολογία» και, με τα κείμενά τους «καλοῦν τόν λαό σέ ἀποτείχιση ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀνυπακοή στήν Ἱερά Σύνοδο»! ή να τους «αγνοήσουμε» αφήνοντας τους «νά συνεχίσουν νά δροῦν ἀνεξέλεγκτα ἐντός κι ἐκτός Ἐκκλησίας, σκανδαλίζοντας τούς πιστούς κι ὁδηγώντας πολλούς ἐξ αὐτῶν στήν ἀπόλυτη πλάνη καί σέ πράξεις πού ἐλλοχεύουν πολυεπίπεδους κινδύνους» ή, να τους αντιμετωπίσουμε εφαρμόζοντας «ἕνα ἑνιαῖο πλαίσιο προστασίας τῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ποιμνίου μας ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν πάσης φύσεως δημαγωγῶν, συνωμοσιολόγων καί ὑβριστῶν τοῦἔργου καί τῆς προσφορᾶς μας»!!!

Ποιους καλεί, ο επίσκοπος Ιλίου Αθηναγόρας, να αποδεχθούν την εφαρμογή του σκοτεινού και, πάντως, δυσοίωνου «πλαισίου προστασίας» που προτείνει; Μα, τους συνεπισκόπους του, δηλαδή, αυτούς που εκλέγονται «μόνο με το παρασκήνιο», όσους υπέστησαν κατά τον οφικιάλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Χρήστο Γιανναρά μια «κυριολεκτικά υπαρκτική μετάλλαξη και από σερνάμενες κάμπιες μεταμορφώθηκαν σε χρυσοστολισμένες πεταλούδες» και ντυμένοι, πάντα κατά τον οφικιάλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με «Σάκο αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να τους κρατάει την «ουρά», έγιναν «σεβασμιότατοι, [που] όλοι γονατίζουν μπροστά τους και [τους] προσκυνούν».

Ποιοι πρέπει να αντιμετωπιστούν διωκόμενοι; Όσοι εγκολπώθηκαν το λόγο του Απ. Παύλου «ὅτι ὑμῖν ἐχαρίσθη τὸὑπὲρ Χριστοῦ, οὐ μόνον τὸ εἰς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ πάσχειν».

Τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτό το «ἑνιαῖο πλαίσιο προστασίας τῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας», του οποίου ο εισηγητής φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Χριστιανοί δεν πτοούνται από διώκτες τυράννους, ότι η Εκκλησία δεν αντέχει και άλλη διχόνοια, ενώ αγνοεί ότι η ουσία Της είναι η καλλιέργεια της ομόνοιας και ενότητας;

Τι μπορεί να σημαίνει, γιαυτήν την «ομόνοια και ενότητα», η απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για «Τήν λήψη τῶν ἀπαραίτητων μέτρων γιά τήν ἀνάσχεση τοῦ κύματος ἀνάδειξης «αὐθεντιῶν», οἱὁποῖες δροῦν διασπαστικά ἐντός του Σώματος τῆς Ἐκκλησίας»;

Ποια τα απαραίτητα μέτρα, που θα περιορίσουν τις «αυθεντίες», αφήνοντας το ρόλο αυτό στους «χθεσινούς «Μήτσους», «Κώτσους» ή «Παναγήδες»;

Μήπως οι αφορισμοί; Ασφαλώς, σύμπασα η Ιεραρχία όπως και ο επίσκοπος Ιλίου Αθηναγόρας, γνωρίζουν ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουν ακουσίως, βεβαίως-βεβαίως, συμμάχους τους εχθρούς της Εκκλησίας και, εδώ, δεν νοούνται οι επίσκοποι, αλλά οι δυνάμεις εκείνες που διακρίνονται για το αντικληρικό τους μένος και ελέγχουν Μέσα Κοινωνικής Αποβλάκωσης. Με τον πρώτο αφορισμό θα ξεσηκώσουν και τις πέτρες, προκειμένου να κατηγορήσουν την Εκκλησία για σκοταδισμό!

Λοιπόν, αν όχι ο φόβος του αφορισμού, ποιο μέτρο σωφρονισμού μπορεί να κρύβει αυτό «το πλαίσιο προστασίας των στελεχών», που αποδέχθηκε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος; Με ποιον τρόπο δεν θα «δοθεί χώρος στους διώκτες των επισκόπων να επεκταθούν»;

Μήπως θέτοντας σε αργία, όσους Ιερείς υπερασπίζονται φανερά την Ορθοδοξία;

Με τον τρόπο αυτό, οι επίσκοποι θα αποκαλυφθούν ως λυκοποιμένες και, δεν θα αποτειχίσουν έναν Ορθόδοξο Ιερέα, αλλά εκατοντάδες Ορθοδόξους χριστιανούς!

Είναι μια κάποια λύση τα «κέντρα αναμόρφωσης»; Το μέτρο αυτό έχει σοβαρές δυσκολίες, διότι, όπως όλα τα κέντρα «ανάπλασης» χαρακτήρων και πιστεύω, για να είναι αποδοτικά πρέπει να έχουν ένα αυστηρό σύστημα απόλυτου φυσικού και ψυχολογικού ελέγχου.

Αναμφίβολα, στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπάρχουν επίσκοποι που σπούδασαν επιτυχώς την επιστήμη της ψυχολογίας για να τα διευθύνουν, όμως, η δυσκολία βρίσκεται στο ότι πρέπει τους χριστιανούς που πιστεύουν το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις», με τη βία να τους μετατρέψουν σε τροφίμους αυτών των «κέντρων αναμόρφωσης» με ενιαύσια παραμονή για να ολοκληρωθεί η «εκπαίδευσή» τους και, μετά την «οικουμενιστική αναμόρφωσή» τους, θα πρέπει οι «ανανήψαντες» να κάνουν οπωσδήποτε μια εξάμηνη πρακτική, για να βεβαιωθούν οι «αναμορφωτές» ότι το έργο τους πέτυχε.

Η Οργουελική αυτή εκδοχή «προστασίας των στελεχών της Εκκλησίας» δεν υπάρχει στις προθέσεις του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου κρίνοντας, βεβαίως, από τις εισηγήσεις του στην Δ.Ι.Σ και στην Ιεραρχία και, λογικά, δεν πρέπει να υφίσταται ούτε και στο πίσω μέρος του μυαλού των επισκόπων που κάνουν ότι δεν άκουσαν ή, αν άκουσαν, γράφουν στα πορφυρά τους υποδήματα το λόγο του Αγίου Παϊσίου: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνει ὅ,τι θέλει»!

Λοιπόν, για τους χριστιανούς, που μοναδικό άρθρο στη ζωή τους είναι το «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸἀποθανεῖν κέρδος», προφανώς και δεν έχει καμία αξία το περιεχόμενο του «ἑνιαῖου πλαισίου προστασίας τῶν στελεχῶν τῆς Ἐκκλησίας», αξίζει όμως να ερωτηθούν οι Επίσκοποι Τι σόι «αλιείς ανθρώπων» είναι όταν αποφασίζουν ότι «πρέπει νά ἀποφεύγονται ἀκραῖες ἐνέργειες καί ἐκδηλώσεις καί τά θέματα νά ἀντιμετωπίζονται μέ σύνεση, νηφαλιότητα καί διάκριση, μέσα ἀπό τό συνοδικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας», για να «μή διαταραχθεῖἡἑνότητα μεταξύ Ἱερᾶς Συνόδου καί χριστεπωνύμου πληρώματος, μεταξύ πίστεως καί ἐπιστήμης!!, μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας!!!» και ταυτόχρονα υιοθετούν τις προτάσεις του επισκόπου Ιλίου Αθηναγόρα;

Τέλος, επίσκοπε Ιλίου Αθηναγόρα, ποιοι «ὑποσκάπτουν μεθοδικά τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας»; Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί που τιμούν «τοὺς τῆς εὐσεβείας Κήρυκας», που στοιχούνται στην πίστη των Αποστόλων, στην πίστη των Πατέρων της Εκκλησίας ή, οι επίσκοποι που συνπροσεύχονται με αλλόπιστους, που κοινωνούν Ουνίτες, που αναγνωρίζουν και συλλειτουργούν με τους σχισματοαιρετικούς της βαρθολομαίικης ψευδοεκκλησίας στην Ουκρανία, οι επίσκοποι που μεταδίδουν τη Θεία μετάληψη με πλαστικά κουτάλια και ασπάζονται το Άγιο Ευαγγέλιο και τα ιερά Εκτυπώματα του Κυρίου, της Παναγίας Μητέρας Του και των Αγίων φορώντας φίμωτρο;

Ποιοι «ὑποσκάπτουν μεθοδικά τά θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας» επίσκοπε Ιλίου Αθηναγόρα;

Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που οδοιπορούν με παρρησία το δρόμο του Θεού, ακούγοντας το λόγο του Κυρίου «ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ» ή οι επίσκοποι που επικροτούν τη δήλωση του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου ότι: «Ὁ τρόπος πού καλεῖται νά λειτουργήσει ἡ Ἐκκλησία καί οἱ ποιμένες της στήν σημερινή ἐποχή εἶναι αὐτός τῆς σχοινοβασίας»!! τουτέστιν της χλιαρότητας! Του φόβου! Του υπολογισμού! Των ίσων αποστάσεων και, πάντως, η λειτουργία της Εκκλησίας και των ποιμένων της με τον τρόπο της σχοινοβασίας, μόνο «γνήσιο ὁμολογιακό πνεύμα» δεν έχει.

Επίσκοπε Ιλίου Αθηναγόρα την κρίσιμη ώρα, θα ακούσετε τη φωνή του Κυρίου: «οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός· ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου», διότι δεν είστε επίσκοποι, αλλά σχοινοβάτες!

Δεν γίνεται άνθρωπε να είσαι και με τον Καίσαρα και με το Θεό!



[1] Τίτλος Α΄ Κεφαλ. 2

[2] ΕΠΕ 10, 30.

[3] G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae  Epistulae 34, 99, 138.

[4]  G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae  Epistulae 49, 142,85.

[5] «Ἅγιοι Κολλυβάδες», Δεκέμβριος 1995, Ἐκκλησιολογικά σέ ἁπλῆ ἑλληνική γλῶσσα, Ἀπρίλιος 1996, Οἰκουμενιστικά παραληρρήματα «συντηρητικῶν ὀρθοδόξων», Μάιος 1996, Οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ κακοδοξίες τῶν «συντηρητικῶν Ὀρθοδόξων», Ἰούνιος 1996, φράγγικη ἀντίληψις περί ἐκκλησίας, Αὔγουστος 1996, Ἔχουν οἱ Νεοημερολογίτες Ἀποστολική Διαδοχή; πρωτ. π. Νικολάου Δημαρᾶ, Εἰσαγωγή στήν Ὀρθόδοξη Δογματική, Πάτρα 2024.

[6]       Βλέπε συνημμένα

[7]       Βλέπε συνημμένα

[8]       Βλέπε συνημμένα

[9]       Βλέπε συνημμένα

[10]      Βλέπε συνημμένα στήν πιό πάνω ὑποσημείωση.

[11]      Βλέπε συνημμένα

[12]      Βλ. συνημμένα

[13]     Βλ. συνημμένα

[14]     Οἱ Ἀρχιερεῖς μας κύριοι-κύριοι Κυπριανός καί Ἀμβρόσιος, ὅπως μᾶς δηλώθηκε ἀπό τόν σ. Δημητριάδος κ. Φώτιον καί ἀπό τόν σ. Μεθώνης κ. Ἀμβρόσιον ἀπήντησαν μέ ἠλεκτρονικά τους μηνύματα τά ὁποῖα, ὡστόσον, δέν ἔφθασαν ποτέ εἰς ἐμέ, γιατί μᾶλλον «χακαρίστηκε» ὁ λογαριασμός τινῶν ἐξ ἡμῶν… Τό αὐτό συνέβη καί μέ ἀπάντησιν πρός ἐμέ τοῦ ἐκλεκτοῦ φίλου καί θεολόγου σ. κ. Κλήμεντος, τοῦ ὁποίου ἠλεκτρονικόν μήνυμα δέν ἔφθασε ποτέ εἰς ἐμέ. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μέ προτροπήν τοῦ σ. Δημητριάδος  κ. Φωτίου ἀναγκάσθηκα νά δημιουργήσω καινούργια ἠλεκτρονικήν διεύθυνση, γιατί καί ἀπό ἄλλα γεγονότα διαπίστωσα, τελικά, δυστυχῶς ἐκ τῶν ὑστέρων καί πολύ ἀργά, ὅτι ἔχει παραβιασθεῖ τό ἠλ. Ταχυδρομεῖον μου ἤ συνέβη κάτι ἀντίστοιχον στά ἠλεκτρονικά μέσα τῶν σ. Ἀρχιερέων μας!

[15]     Βλ. συνημμένα

[16]     Βλ. συνημμένα

[17]     Βλ. συνημμένα καταλυτικήν μελέτην περί τῆς διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπ’ ἐκκλησίαις κηρυσσόντων αἵρεσιν καταδεδικασμένην ὑπό Συνόδου ἤ τῶν Πατέρων. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδεδικασμένη αἵρεσις τό 1983 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς ἁγίας του Συνόδου καί ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου τό 1998 ὑπό τόν ἀείμνηστον Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην.

[18]      Νά σημειωθεῖ, ὡστόσον, ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς ἀκόμη πιστοί πού μᾶς ἀπειλοῦν καί τήν Σύνοδόν μας μέ ἐξώδικα ἀκόμη, τούς ὁποίους δέν μπορῶ νά ἐλέγξω γιά ἀπειλές καί ἐκβιασμούς τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη Χρυσοστόμου πρός αὐτούς, ὅτι θά τούς ἀφορίσει. Τό αὐτό ἰσχύει καί γιά δύο Μοναστήρια μας, πού ἀναζητοῦν νομικούς γιά τήν ὑπεράσπισή τους. Ἡ ψυχολογική ἀπειλή τοῦ ἀφορισμοῦ κατά κατάχρησιν τῆς δεσπόζουσας θέσης ἀποτελεῖ τόσον οὐσιαστικόν λόγον ἀκύρωσης τῆς δικαιοπραξίας καί οἱασδήποτε δήλωσης βουλήσεως, ὅσον καί ποινικόν ἀδίκημα, κατά τήν διεθνῆ καί ἑλληνικήν νομολογίαν. Ἀλλά εἶναι καί ἀντίθετη, κυρίως, πρός τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Εὐαγγελίου, Εἰσαγωγή εἰς τό Πηδάλιον, σελ. ιδ΄ ἑπ. καί ἰδίως ις΄ἑπ. - κ΄.

[19]     Βλ. συνημμένα

[20]     Βλ. συνημμένα

[21]     Βλ. συνημμένα

[22]     Βλ. συνημμένα       

 

[23] Ἐάν δέν ἄλλαξεν ἡ Ἐκκλησιολογία μας καί τό Ἑνωσιακόν μνημειῶδες κείμενον παραμένει ὡς ὑπεγράφη καί ἴσχυσεν, τότε ἰσχύουν καί ὅλα τά ἀναφερόμενα κατωτέρω ἐπακριβῶς, καθότι τούς Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές τούς θεωροῦμε ἐκπεσόντας τῆς Πίστεως καί τούς «ἐπισκόπους» καί «ἱερεῖς» τους ὡς ψευδεπισκόπους καί ψευδοποιμένες καί τούς συνεορτάζοντες, συντελετουργοῦντες, συναγελαζομένους, συμπνευματιζομένους καί πνευματικά συνεργοῦντες μετ’ αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν ὡς κοινωνοῦντες, (συλλειτουργοῦντες κατά τόν γνωστόν πανεπιστημιακόν καθηγητήν Δρα κ. Πέτρον Κουτσοῦκον ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ), τῇ Οἰκουμενιστικῇ καί Νεοημερολογιτικῇ αἱρέσει καί ἰδιαιτέρως, κατά τούς Κανόνες:

Ἱερός Κανών τῆς ΛΖ΄Λαοδικείας:

«Ὅτι οὐ δεῖ παρά Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς».

Ἑρμηνεία Ἁγίου Νικοδήμου στό Πηδάλιον:

«Δέν πρέπει κατά τόν Κανόνα τοῦτον νά λαμβάνῃ τινάς Χριστιανός Ὀρθόδοξος τά δῶρα ὁποῦ στέλλουσιν εἰς αὐτούς οἱ Ἰουδαῖοι καί αἱρετικοί, ὅταν ἔχουν τάς ἑορτάς των, ἀλλ’ οὔτε νά συνεορτάζει ὅλως αὐτοῖς. Ὅρα καί τόν με΄ καί ο΄ Ἀποστολικόν».

Ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης Χρυσόστομος ὄχι μόνον ἔλαβε τά ὑπό τοῦ αἱρετικοῦ Νεοημερολογίτου καί Οἰκουμενιστοῦ πεμπόμενα ἑορταστικά, ἀλλά ἐποίησεν καί τό μεῖζον, ἔδωσε δῶρα στόν Οἰκουμενιστήν Νεοημερολογίτην κ. Ἀθηναγόραν καί συνεόρτασεν τελετουργικῶς, (πρόκειται περί συντελετουργίας, ἐνεργείας μείζονος τῆς συμπροσευχῆς), μετά τοῦ Ἰλίου Ἀθηναγόρα, ὄντος κατά τούς Ἱερούς Κανόνες αἱρετικοῦ Οἰκουμενιστοῦ καί Νεοημερολογίτου ἀναθεματιζομένου ὑπό τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας:

 «....ὡς ἤδη, λοιπὸν, σεσηπόσι καὶ τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Εκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ΑΝΑΘΕΜΑ (τρις)».

Λοιπόν, ὡς ἤδη σαπισμένους ἀπό τήν Αἵρεση καί μέ τήν δικήν τους βούληση ἀποκομμένους ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ΑΝΑΘΕΜΑ (τρις).

 

Τοῖς ἐπιμένουσι τῇ εἰκονομάχῳ αἱρέσει, μᾶλλον δὲ τῇ χρι­στο­μάχῳ ἀποστασίᾳ, καὶ μήτε διὰ τῆς μωσαϊκῆς νομοθεσίας πρὸς τὴν σω­τη­ρίαν αὐτῶν ἀναχθῆναι βουλομένοις, μήτε ταῖς ἀποστολικαῖς διδασκαλίαις ἐνα­στραφθῆναι τὴν εὐσέβειαν προαιρουμένοις, μήτε [ταῖς] πατρικαῖς παραινέσεσι καὶ εἰσηγήσεσι τῆς πλάνης αὐτῶν ἐπιστραφῆναι πειθομένοις, μήτε τῇ συμφωνίᾳ τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ δυσωπουμένοις, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαξ ἑαυτοὺς τῇ τῶν Ἰουδαίων καὶ ῾Ελλήνων μερίδι καθυποβαλλομένοις· ἃ γὰρ ἀμέσως ἐκεῖνοι εἰς τὸ πρω­τό­τυ­πον βλασ­φημοῦσι, καὶ οὗτοι διὰ τῆς αὐτοῦ εἰκόνος εἰς αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν εἰκονιζόμενον τολμᾶν οὐκ ἐρυθριῶσι· τοῖς οὖν ἀνεπιστρόφως τῇ πλάνῃ ταύτῃ κατεχομένοις καὶ πρὸς πάντα λόγον θεῖον καὶ πνευματικὴν διδα­σκα­λί­αν τὰ ὦτα βεβυσμένοις, ὡς ἤδη λοιπὸν σεσηπόσι καὶ τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Εκκλησίας ἀποτεμοῦσιν ἑαυτούς, ἀνάθεμα (γ΄).

ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (§ 34 )

 

 

ΟΙ ΘΕΟΦΟΡΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ: ΠΡΟΣΟΧΗ-ΠΡΟΣΟΧΗ. ΟΣΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ-ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ ΤΟΥΣ, Μ Ο Λ Υ Ν Ο Ν Τ Α Ι ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ. ΣΚΟΤΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟ ΚΑΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΤΟ ΟΡΘΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΒΗΛΟ, ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ. ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ, ΕΞΕΛΘΕΤΕ ΕΚ ΜΕΣΟΥ ΑΥΤΩΝ, ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΘΗΤΕ ΚΑΙ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ ΜΗ ΑΠΤΕΣΘΕ.

Η ύπαρξη του μολυσμού από μαρτυρίες στην Γραφή, στις Οικουμενικές Συνόδους και στους Αγίους Πατέρες:

Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος σὲ ἐπιστολή της «Ἡ ἁγία σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν, καὶ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων Βασιλέων ἐν τῇ Ἐφεσίων μητροπόλει συγκροτηθεῖσα, τοῖς ἀγαπητοῖς, καὶ ποθεινοτάτοις συλλειτουργοῖς, τοῖς κατὰ τὴν Κπολιν διατρίβουσιν, καὶ τοῖς εὐλαβεστάτοις πρεσβυτέροις, καὶ διακόνοις τῆς αὐτῆς Κπόλεως», λέγει: «... καὶ παντοίους γενομένους ἐκκόψαι τὸν τῆς ἀσεβείας κήρυκα, τὸν ἀσεβέστατον Νεστόριον καὶ τὰς ἐκκλησίας τοῦ τοιούτου καθαρθῆναι μύσους».

Ὁ Νεστόριος πρὸ τῆς ἐκκοπῆς του ὑπὸ τῆς Συνόδου ἀποτελοῦσε «μύσος» (=ρύπος, ἀκαθαρσία) τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ προέδρου αὐτῆς ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (βλ. κατωτέρω), αὐτὸς ὁ μολυσμὸς τοῦ Νεστορίου τὸν καθιστοῦσε ἀκοινώνητο ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του, ὥστε νὰ παραμείνουν καθαροὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν κοινωνοῦσαν μαζί του.

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σὲ λόγον του ἀπολογητικὸν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, λέγει: «Ἦταν δὲ καὶ ἑτέρως χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖον, στὸ ὑμέτερον κράτος, νὰ ἀπομακρύνετε ἀπὸ τῶν θείων θυσιαστηρίων αὐτὸν ποὺ τὰ μολύνει...». Ὁ Νεστόριος πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του μόλυνε τὰ θεῖα θυσιαστήρια, ὅ,τι λέγεται ὑπὸ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς. Ὁ ἅγιος Κύριλλος σὲ ἄλλο ἀπόσπασμά του ἀναφέρεται στὸν μολυσμὸν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν αἱρετικῶν λέγοντας: «Ἑπομένως λοιπόν, εἶναι ἄνομος πράξη καὶ βεβήλωση καὶ ὑπὸ δίκην αἵματος, τοῦ νὰ ἀγαπάει κανεὶς νὰ συναυλίζεται μὲ τοὺς ἀνοσίους αἱρετικοὺς καὶ τὴν πρὸς ἐκείνους νὰ διατηρεῖ κοινωνίαν». Αὐτὸ συνεπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀμέσως ἑπομένη παράθεση, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξάγεται, ὅτι αὐτὴ ἡ βεβήλωση προέρχεται ἐκ τῆς κοινωνίας ἀκαταγνώστων αἱρετικῶν. Σὲ ἐπιστολήν του πρὸς τὸν κλῆρον καὶ λαόν τῆς Κπόλεως, πρὸ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς, λέγει: «νὰ ἀναζωπυρώνετε πάντοτε αὐτὴν τὴν πίστη καὶ νὰ τηρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας ἀσπίλους καὶ ἀμώμους, οὔτε κοινωνώντας μὲ τὸν μνημονευθέντα (τὸν Νεστόριον), οὔτε νὰ τὸν προσέχετε ὡς διδάσκαλον, ἐὰν μένει λύκος ἀντὶ ποιμένος».

Περιέχεται στὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κείμενον τοῦ Ἰουστινιανοῦ, στὸ ὁποῖο, λέγεται: «ἀπαγορεύομεν δὲ καὶ παντὶ τῷ τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ διασπᾶν ἐπιχειροῦντι, εἴτε κατὰ τὴν Νεστορίου τοῦ φρενοβλαβοῦς ὑφήγησιν, εἴτε κατὰ τὴν ἀνόητον Εὐτυχοῦς παράδοσιν, εἴτε κατὰ τὴν Σευήρου βλασφημίαν ταὐτὰ κἀκείνοις νοήσαντος, εἴτε τῶν ἐκείνοις ἀκολουθούντων ταῖς ἁγιωτάταις Ἐκκλησίαις ταραχὰς ἐμβάλλειν, καὶ φθέγγεσθαί τι περὶ πίστεως, ἀλλὰ θεσπίζομεν ἕκαστον τῶν τοιούτων τὴν ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ μηδὲ συγκαλεῖν εἰς ἑαυτόν τινας, μήτε προσιόντας δέχεσθαι, ἢ παραβαπτίζειν θαῤῥεῖν, ἢ τὴν ἱερὰν κοινωνίαν ῥυπαίνειν, καὶ ταύτης μεταδιδόναι τισίν». Τὸ ὅτι ἀφορᾶ ἀκατακρίτους-μήν διαγνωσθέντας αἱρετικοὺς ἡ συγκεκριμένη μαρτυρία φαίνεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ κείμενον, ποὺ ἀναφέρεται σὲ ὁποιονδήποτε κληρικὸν (ἢ καὶ μὴ), ποὺ κηρύττει κακοδόξως «καὶ φθέγγεσθαί τι περὶ πίστεως» εἴτε κατὰ τοῦ Νεστορίου, εἴτε κατὰ τοῦ Ευτυχοῦς, εἴτε κατὰ τοῦ Σεβήρου βλασφημία. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος στὴν Κπολη τὸ 536, τοῦ ἁγίου Μηνᾶ Πατριάρχου Κπόλεως, καθαίρεσε τὸν Ἄνθιμο Κπόλεως καὶ τοῦ ἀφαίρεσε τὴν ἱερωσύνη.

Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἀκαθαίρετοι κληρικοὶ ρυπαίνουν «τὴν ἱερὰν κοινωνίαν».

 

Ἀλλοῦ στὰ Πρακτικὰ τῶν Συνόδων λέγεται: «...καὶ ἀνιάτως πρὸς τὴν οἰκείαν ἔχειν δυσσέβειαν (ὁ Ἄνθιμος), καθαιρέσεως αὐτῷ προῆλθε ψῆφος, ἀρχθεῖσα μὲν ἀπὸ Ἀγαπητοῦ τοῦ τῆς ὁσίας καὶ ἀοιδίμου μνήμης προέδρου τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, συμπερασθεῖσα δὲ παρὰ Μηνᾶ τοῦ ἁγιωτάτου τῆς βασιλίδος πατριάρχου, καὶ τῆς παρ’ αὐτῷ συγκροτηθείσης εὐαγεστάτης συνόδου. κἀντεῦθεν οὐ τῆς Τραπεζουντίων μόνον διαπέπτωκεν Ἄνθιμος ὁ μνημονευθείς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ ἐνεργείας τοῦ παντὸς χωρισθεὶς τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας σώματος...». Καὶ κατωτέρω: «προσιέμεθα (=ἀποδεχόμαστε) τὴν ἐπὶ Ἀνθίμῳ καθαίρεσιν...ἀλλότριον τοῦτον ὁριζόμεθα πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ ἐνεργείας, καὶ αὐτῆς δὲ τῆς καθολικοῦ προσηγορίας, ὥσπερ γάρ, οὐδεμία τῷ σκότει πρὸς τὸ φῶς κοινωνία, οὕτως οὐδὲ καταῤῥυπαίνεσθαι τὰς ἱερὰς προσήκει λειτουργίας ὑπ’ ἀνδρῶν οὐκ εἰλικρινῶς τὸν Δεσπότην πρεσβευόντων Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεόν». Ὁ Ἄνθιμος χρημάτισε Πατριάρχης Κπόλεως τὸ 535-536, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς Μονοφυσίτης, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα τὸν ὤθησε πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Σεβήρου καὶ τὸν προώθησε στὸν θρόνον. Ὡς πρὸς τὴν καθαίρεση τοῦ Ἀνθίμου ποὺ κάνει ἀναφορὰν τὸ κείμενον· αὐτὴν τὴν καθαίρεση κάνει ἀποδεκτὴν ὁ Πέτρος Ἱεροσολύμων συνοδικῶς καὶ τὴν ἀποδέχθηκε, διότι θὰ κατερρυπαίνοντο οἱ ἱερὲς λειτουργίες ἐὰν παρέμενε ἀκαθαίρετος. «οὕτως οὐδὲ καταῤῥυπαίνεσθαι τὰς ἱερὰς προσήκει λειτουργίας ὑπ’ ἀνδρῶν οὐκ εἰλικρινῶς τὸν δεσπότην...».

Ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποδέχθηκε τὸν μολυσμὸν ἐκ τῆς διαμνημονεύσεως ἀκαθαιρέτου αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου! (Γιὰ τὴν τεκμηρίωσή του ὁ ἀναγνώστης ἂς ἀνατρέξει στό πόνημα τοῦ π. Εύγενίου, πρεσβυτέρου Ὁ μολυσμὸς ἐκ τῆς διαμνημονεύσεως, σσ. 172 κ.ἑ.).

Nεοημερολογίτης + Μελέτιος (Καλαμαράς) λέγει: «Ἡ αἵρεσις καὶ ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μιαίνει τὴν καθαρότητα τῶν μυστηρίων. Ἄρα, ἡ καθαίρεσις τοῦ Πάπα ἦτο χρέος ἔναντι τῆς καθαρότητος καὶ σωτηριώδους ἐνεργείας τῶν ἁγίων Μυστηρίων, ἀφοῦ αὐτὰ μιαίνονται, ὅταν κατ’ αὐτὰ μνημονεύωνται αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι...». Αὐτὰ τά τοῦ Μελετίου Καλαμαρᾶ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους στὴν Ε΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον (Βλ. Μελετίου Καλαμαρᾶ «μητροπολίτου» Νικοπόλεως, Ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια, Ἀθῆναι 1985).

Τα αναθέματα είναι επισημοποίηση και απαραίτητη γνωστοποίηση της συνειδητής αυτοαποκοπής των αιρετικών προσώπων από τον Θεόν και την Εκκλησίαν Του, ως εσχάτη παιδαγωγική μέθοδος σωφρονισμού, φωτισμού και μετανοίας, “ους παρέδωκα τω σατανά ίνα παιδευθώσιν μη βλασφημείν” (Α΄ Τιμ. 1, 20). Επίσης συναποτελούν ΘΕΜΕΛΙΑΚΗΝ και ουσιώδη ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΝ ΜΕΘΟΔΟΝ προστασίας των υπολοίπων υγειών, πιστών μελών της Εκκλησίας από αυτό το επικινδυνότατον καρκίνωμα και ΤΌΝ ΚΑΚΟΗΘΗ ΟΓΚΟΝ που λέγεται αίρεση. Ὅπως αὐτό τονίζεται καί διευκρινίζεται στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν Κείμενον. Βλ. ἀναλυτικότερα κατωτέρω, μαζί μέ τήν Ὁμολογίαν Πίστεως τῆς ἀδελφῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας.

Αρχή φόρμας

Τέλος φόρμας

 

 

Ἱερός Κανών Ο΄ Ἀποστολικός:

«Εἰ τις Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, ἤ ὅλως τοῦ καταλόγου τῶν Κληρικῶν νηστεύοι μετά Ἰουδαίων, ἤ ἑορτάζοι μετ’ αὐτῶν, ἤ δέχοιτο παρ’αὐτῶν τά τῆς ἑορτῆς ξένια, οἷον ἄζυμα, ἤ τί τοιοῦτο καθαιρείσθω, εἰ δέ Λαϊκός εἴη ἀφοριζέσθω».

Ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτης Χρυσόστομος ὄχι μόνον δέχθηκε δῶρα, ἀλλά ἐποίησεν καί τό μεῖζον ἔδωσε δῶρα στόν Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν Ἰλίου κ. Ἀθηαναγόραν.

Ὡς Ἰουδαῖοι σήμερα, σύμφωνα μέ ὅλους τούς ἑρμηνευτές, λογίζονται οἱ αἱρετικοί, (ὡς εἶναι οἱ Νεοημερολογίτες καί οἱ Οἰκουμενιστές αἱρετικοί).

Ἱερός Κανών ΜΕ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων

«Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». (Ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος ἐπέτρεψεν στόν Οἰκουμενιστήν καί αἱρετικόν Νεοημερολογίτην κληρικόν π. Βαγγελη Παπανικολάου, νά ὁμιλήσει μέσα στήν ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας Σουμελᾶ ἐπί τέσσερα περίπου λεπτά, δεχόμενος τά ἐγκώμιά του καί ἐπ’ ἀφορμῇ τῶν 25 χρόνων τῆς ἀρχιερατείας του. Μετά τήν Θείαν Λειτουργίαν, τό κήρυγμα ἐπ’ ἐκκλησίαις εἶναι ἡ σπουδαιότερη λειτουργική πράξη!).

Ἱερός Κανών ΣΤ΄ Λαοδικείας

«Περί τοῦ μήν συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς, εἰσιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει».

Ὁ Ἀττικῆς κ. Μανιώτης Χρυσόστομος ἐπέτρεψεν στόν Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν π. Βαγγέλη Παπανικολάου νά εἰσέλθει στόν Ἱερόν Ναόν καί μάλιστα ἐποίησε τό μεῖζον: ἐπέτρεψεν εἰς αὐτόν νά ὁμιλήσει καί νά τόν ἐγκωμιάσει δίδοντας εἰς αὐτόν βῆμα (μετά μικροφώνου) ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ἁγίας Κασσάνδρας συμπληρουμένης τῆς εἰκοσιπενταετίας τῆς ἀρχιερατείας του τό 2024.

Οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν καί τό ἁπλῶς συνεσθίειν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀφορίζουν καί καθαιροῦν τούς συναγελαζομένους μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἔτι περισσότερον τῶν προσφερόντων καί δεχομένων δῶρα -(καί δή ἐπισήμως ὅπως ἐποίησεν ὁ Ἀττικῆς κ. Μανιώτης ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ)- παρ’ αὐτῶν κατ’ ἐξοχήν καί πολύ περισσότερον γιά τό ἀνταλλάσσειν δῶρα καί συνεορτάζειν μετ’ αὐτῶν (ΛΖ΄ τῆς Λαοδικίας).  .

Κατά συνέπειαν, καί σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες, οἱ ποινές τοῦ «συνεύχεσθαι» μετά αἱρετικῶν ἰσχύουν καί γιά τόν συναγελασμόν Ἡ σύναξη ἄρχισε καί τελείωσε μέ τό εὐλογητός-δι’εὐχῶν, ἀλλά ὁ συμπνευματισμός καί ἡ πνευματική συνέργεια καί ὁ συναγελασμός μετά τῶν αἱρετικῶν εἶναι βαρυτέρα πράξις τῆς συμπροσευχῆς ὡς ἀπεδείξαμεν, καί πάλιν ἐκθέτομεν στό τέλος τοῦ παρόντος ὑπομνήματος.

Ἰδιαίτερα σημαντικός γιά τήν κατανόηση τοῦ, ποιά προσευχή μέ αἱρετικούς ἀπαγορεύεται εἶναι ὁ ΞΕ΄ (ἤ ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλῆ Κανόνας τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ):

                  «Εἰ τις κληρικός, ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καί καθαιρείσθω, καί ἀφοριζέσθω».

Συναγωγή αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν καί ἄνομον συνέδριον, στό ὁποῖον συνέπραξε, συναγελαζόμενος συμπνευματιζόμενος καί πνευματικά συνεργών -(ἐνέργειες ἐφάμιλλες καί μᾶλλον πλέον ἀξιοκατάκριτες ἀπό τήν συμπροσευχήν)- ὁ κ. Χρ. Μανιώτης, ἀφοῦ συνευρέθη μετά τῶν ψευδεπισκόπων τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος, τῶν Νεοημερολογιτῶν στήν Θεσσαλονίκη, ὅπως τούς χαρακτηρίζει καί τό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν μας κείμενον τοῦ 2014 (περί τοῦ ὁποίου βλ. ἐκτενῶς κατωτέρω).

                  Καί μόνον αὐτός ὁ Κανόνας καταρρίπτει τόν ἐσφαλμένο ἰσχυρισμόν, ὅτι τάχα «οἱ σχετικοί Ἀποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε τό "συνεύχεσθαι" μόνον πρός πράξεις συλλειτουργίας ἤ συνιερουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά αἱρετικῶν» (+Βλάσιος Φειδᾶς), καί τάχα «συνεπῶς, ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω Κανόνων, -(πού ἀπαγορεύουν τόν συναγελασμόν-συμπνευματισμόν καί τήν πνευματικήν συνέργειαν στήν αἱρετικήν συναγωγήν τῆς Θεσσαλονίκης)- ἀναφέρεται εἰς μόνην τήν εὔλογον καί αὐτονόητον ἀπαγόρευσιν τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι βεβαίως εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν» (ὅπως σκόπιμα καί ἐντελῶς ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Οἰκουμενιστής καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς+).

       Ὅταν ὁ ΞΕ΄ Ἀποστολικός ἀπαγορεύει τό «εἰσέλθοι ... προσεύξασθαι» ἀσφαλῶς καί δέν ἐννοεῖ μόνον τό συλλείτουργον, διότι δέν νοεῖται κοινή Θ. Λειτουργία μέ Ἰουδαίους στήν συναγωγήν τους!                  

Τό ἴδιο, ὅμως, ἀκριβῶς, συμβαίνει, καί τίς ἴδιες, ἀκριβῶς, ποινές ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία στούς λαμβάνοντας τά πεμπόμενα ὑπό τῶν αἱρετικῶν δῶρα καί πολύ περισσότερον στούς προσφέροντας ἑορταστικά, ἀλλά καί συνεορτάζοντας μέ τούς αἱρετικούς μέ τόν ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ:

«ὅτι οὐ δεῖ παρά τῶν Ἰουδαίων ἤ αἱρετικῶν τά πεμπόμενα ἑορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αὐτοῖς». Καθαιρεῖται καί ἀφορίζεται ὁ ταῦτα λαμβάνων. (Καί πόσον μᾶλλον, ὅταν ὁ ἴδιος προσφέρει δῶρα σέ αἱρετικούς «ἐπισκόπους» ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ δημόσια καί θεσμικά καί δή προβάλλοντας πάντα ταῦτα δημόσια καί ἐπιδεικτικά στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς μητροπόλεώς του).

Ἀναφέρουμε ἐπίσης ὡς σχετικούς καί τούς Ι΄ καὶ ΜΕ ΄ ἀποστολικούς, Α΄, Β΄, Δ΄, καὶ ΣΤ΄ Ἀντιοχείας, ΛΖ΄, ΛΗ΄ καὶ ΛΘ΄ Λαοδικείας, καί Θ΄ Καρθαγένης.

Ἀπὸ τούς ἀνωτέρω παραθέτουμε ἰδιαίτερα τὸν Β΄ Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια ἐπιτάσσει:

«Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις... Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐπισκόπων, ἡ πρεσβυτέρων, ἤ διακόνων, ἤ τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ράλλη Ποτλῆ, Σύνταγμα, τόμ. Γ΄, σελ. 125-126). Ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας, κατά τά ἀνωτέρω, δέν εἶναι μόνον λειτουργική, ἀλλά καί προσευχητική, πνευματική, ἤ διά τῆς ἐπισήμου, θεσμικῆς καί δημόσιας ἀνταλλαγῆς μετά τῶν αἱρετικῶν δώρων γενομένη συνεορταστική καί συντελετουργική[23].

-Ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἀλλοιώνει τόν χαρακτῆρα τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί μέ τήν ἐπαναλαμβανόμενη[23], ἀπαράδεκτη γιά τήν ἀγωνιζόμενη Ὀρθοδοξία, στάση του ἐκπληρώνει πλήρως τίς προϋποθέσεις τοῦ πραγματικοῦ τοῦ ΛΑ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, σέ συνδυασμόν μέ τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, πού δικαιολογοῦν καί ἐπιβάλλουν ὑποχρεωτικά τήν διακοπήν τῆς κοινωνίας πρός τόν καλούμενον (κατά τόν ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄) ψευδεπίσκοπον. Ὁ ΛΑ΄ Ἀποστολικός καί ὁ ΙΕ΄τῆς ΑΒ΄τόν χαρακτηρίζουν καί διδάσκαλον τῆς ἀσεβείας, ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον.

Σημειωτέον, ὅτι τίς ἴδιες ἐνέργειες κάνουν καί οἱ Οἰκουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς ἑτεροδόξους, καί γιαὐτό διακόπτουμε τήν κοινωνία μαζί τους. Δέν κάνουν κάτι διαφορετικό!

Οἱ αἱρετικοί δέν θεωροῦνται ἀξιόπιστοι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διό καί δέν δύνανται νά ἐξετασθοῦν ὡς μάρτυρες κατά ἐπισκόπων (ΟΕ΄ Ἀποστολικός Κανόνας), οὔτε ὡς κατήγοροι κατά κληρικῶν (ΡΚΘ΄ Καρθαγένης).

Κατά τήν ἐπιστολήν ΙΑ΄ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως

“οἱ κληρικοί, κοινωθέντες, λόγῳ κοινωνίας μεθ’ αἱρετικῶν καί μετανοήσαντες, οὐχ ἱερουρουργοῦσιν…”.

Ἀπαγορεύεται ἀκόμη καί τό συντρώγειν μετά αἱρετικῶν, ἐκτός ἐάν ἀπόσχουν τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας, καί ἀκόμη πιό αὐστηρός εἶναι ὁ Ἱερός Κανόνας, ἀφοῦ ἀπαγορεύει καί τό συντρώγειν μετά κληρικῶν συμφαγόντων μεθ’ αἱρετικῶν, ἐκτός ἐάν ἐπιστρέψουν “μετανοίᾳ ἀξιολόγῳ” (Θ΄ καί Ι΄ Νικηφόρου).[23]

[24]     Βλ. συνημμένα

[25]    Βλ. συνημμένα, ἀπό τήν ἡμετέραν διατριβήν, Εἰσαγωγή στήν Ὀρθόδοξη Δογματική, Πάτρα 2024:

 

 

Α. Εσαγωγή θεολογική στόν θεσμόν τς ποστολικς Διαδοχς 

1. Ἡ διαφύλαξη τς ερωσύνης, ς πηγς τς χάριτος καί τς ελογίας στήν γιωτάτην μν κκλησίαν

Δέν εναι μία νομικιστική θεώρηση νάδειξης καί παλήθευσης τς λυσίδας τν διαδοχικν χειροθεσιν ποστολική Διαδοχή. Διαδοχή ς διάσπαστοι κρίκοι μις λυσίδας πισκοπικν χειροθεσιν μπορε νά ποδεικνύεται πό χειρόγραφα καί καταλόγους μις κκλησίας, τι ντως φτάνει, χωρίς καμμίαν διακοπήν, πό τούς σημερινούς πισκόπους μέχρι τούς γίους ποστόλους. Μιά τέτοια διαδοχήν μπορε νά σχυριστε, τι χει καί δυσεβής καί αρετικός Πάπας. Δέν ρκε νά πάρχουν μόνον χειροθετν, χειροθετούμενος καί σχετική τελετουργική πράξη! ξυπακούεται, βέβαια, τι πρέπει νά πάρχει διάσπαστη λυσίδα τν πισκοπικν χειροθεσιν πό τόν προηγούμενον πίσκοπον στόν πόμενον, πού νάγουν τήν ρχήν τους στούς γίους ποστόλους.

Χωρίς, μως, νά πάρχει τό παραδιδόμενον, πνευματική παρακαταθήκη στήν διάσταση τς ρθόδοξης καθολικότητάς της, πως τήν βίωσε καί τήν προσδιόρισε διαχρονικά Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία, μέ τήν μολογίαν, τήν σκηση, τόν γνα καί τήν ρθόδοξη μυστηριακήν ζωήν τς χάριτος καί τς ληθείας, σύμφωνα μέ τήν ποστολικήν Παράδοση, ποστολική Διαδοχή δέν πάρχει!

Τό παραδιδόμενον καί μεταβιβαζόμενον εναι πολύτιμη παρακαταθήκη τς καθολικς διαχρονικά καί διατοπικά σκητικς, μολογιακς καί μυστηριακς μπειρίας τς Πίστεως τς κκλησίας! Εναι θησαυρός τίμητος τς  δωρες το Παναγίου Πνεύματος, πού διαφυλάσσεται ς κόρη φθαλμο στό πνευματικόν θησαυροφυλάκιον τς ρθόδοξης κκλησίας! Εναι ποστολική Πίστη, ρθόδοξη πνευματική μπειρία καί ζωή! ποστολική διαδοχή καί ποστολική Πίστη συγκροτον τήν ποστολικήν Παράδοση.

Πνευματική Παρακαταθήκη εναι σωτερική μυστική μνήμη τς κκλησιαστικς ζως καί μπειρία τς Χάριτος τς Καθολικς κκλησίας. πνευματική ατή μπειρία καί Χάρις ποκτήθηκε μέ τήν μετοχήν στήν λήθειαν καί στήν μολογίαν τς Πίστεως, τόσον το χειροτονοντος σον καί το χειροτονομένου. Πιστοποιεται μέ τήν συμμετοχήν το βασιλείου ερατεύματος καί το κλήρου ς ληθής στήν κλογήν το πισκόπου, τι χειροτονούμενος εναι ντως μέτοχος ατς τς θεοπτικς μπειρίας τς Χάριτος καί φορέας τς παρακαταθήκης τς καθολικς διαχρονικά καί διατοπικά σκητικς, μολογιακς καί μυστηριακς μπειρίας τς Πίστεως τς κκλησίας! πνευματική κατάσταση τν μελλόντων πισκόπων μαρτυρεται μέ τήν σκητικήν τους ζωήν καί τήν γκράτειαν, μέ τήν νιδιοτελ γάπην καί τήν θυσιαστικήν προσφοράν, νεργουμένου σ’ ατούς, πρό τς χειροτονίας τους, το μυστηρίου το Σταυρο καί συνεχιζόμενου κατά τήν διακονίαν τους, μετά τήν  χειροτονίαν τους.

ς πνευματική παρακαταθήκη ρίζεται μετοχή στό μυστήριον το Σταυρο, πού νεργεται δη στήν Παλαιάν Διαθήκην, λλά φανερώνεται πλήρως στήν Καινήν, μετά τόν δοξασμόν το Κυρίου μας μέ τήν Σταύρωση καί τήν τριήμερη νάστασή Του! Εναι μετοχή στήν θέαν το κτίστου φωτός τς ναστάσεως το Χριστο μας πνευματική παρακαταθήκη, πού δηλοποιε ς Προφήτην τόν πίσκοπον, ς ληθ διάδοχον τν γίων ποστόλων.

Ατή μυστική ντίληψη τς μυστηριακς μπειρίας καί τς πνευματικς γνώσης, λλά καί πίγνωση τς καθολικότητας το μυστηρίου τς συνέχειας τς κκλησιαστικς ζως καί τς Παραδόσεως ν γί Πνεύματι στό πρόσωπον το πισκόπου, εναι βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν κλογήν νός προσώπου ς διαδόχου τν γίων ποστόλων!

Μετοχήν στήν θέαν το ναστημένου Χριστο ν δόξ καί ντίληψη τς μυστηριακς μπειρίας το πνευματικο πυρός τς Πεντηκοστς εχαν ο πόστολοι, χουν ο γιοι καί ο διάδοχοι τν γίων ποστόλων, ο Προφτες, πως τούς εραρχε Μέγας Παλος!

 

2. Ὁ πίσκοπος ς θεόπτης

Τοιαύτην μπειρίαν τς θέας το Χριστο μας ναστημένου εχαν ο γιοι καί θαυματουργοί Νικόλαοι καί Σπυρίδωνες, χωρίς νά χουν τήν θύραθεν σοφίαν. Θεωρίαν Θεο καί παράλληλα θεολογικήν πιστημονικήν γνώση εχαν ο Γρηγόριοι ο Θεολόγοι καί ο Βασίλειοι, ο Χρυσόστομοι, ο νατόλιοι καί ο Ταράσιοι, ο Φώτιοι καί ο Παλαμάδες, ο Μρκοι ο Εγενικοί, ο Μελέτιοι Πηγάδες καί ο Νεκτάριοι Πενταπόλεως. Στούς σχατους δέ καιρούς ωάννης Μαξίμοβιτς καί Μέγας γιος Φιλάρετος τς Ρωσσικς Διασπορς καί γιος πρώην Φλωρίνης, γιος ερώνυμος Αγίνης καί γιος ωάννης τς μφιάλης, γιοι πού φτασαν μέχρις μν. Τοιοτοι φείλουν νά εναι ο πίσκοποι.

γνώση καί πίγνωση, στόσον, τς καθολικότητας τς πνευματικς ζως τς θεόπνευστης Βίβλου καί τν ερν Κανόνων τν Οκουμενικν καί Πανορθοδόξων Συνόδων, πού τήν διασφαλίζουν, ποκτται πό τούς πολλούς, πού μέλλουν νά χειροτονηθον πρωτίστως μέν μέ τήν σκητικοπνευματικήν ζωήν, λλά δευτερευόντως καί μέ τήν σπουδήν τς Θεολογικς πιστήμης καί τήν συστηματικήν σέ βάθος μελέτην τν Πατέρων καί τν Πρακτικν καί ποφάσεων τν Οκουμενικν Συνόδων. Ο πίσκοποι φείλουν νά εναι γνστες καί ρμηνευτές τς π0κεκαλυμμένης λήθειας, γιά νά μπορον νά διδάσκουν τό ποίμνιόν τους, πως ρίζουν ο εροί Κανόνες![25]

κκλησιαστική Παράδοση, σεβόμενη τούς ερούς Κανόνες ξ ρχς δρυσεν Σχολές, καδημίες Μονές, καί σ’ ατές σπούδαζαν ο μέλλοντες νά ερωθον. Τέτοιες σχολές σαν Μαγναύρα, Μονή Στουδίου, Χάλκη, θωνιάδα,   Θεολογική θηνν καί πολλές λλες πανεπιστημιακές σχολές στήν συνέχειαν. λλά καί Πολιτεία ζητοσε ξ ρχς  γιά τούς ρχιερες, νά  εναι κάτοχοι τοιούτων πτυχίων, γιά νά ποκτον κκλησιαστικήν συνείδηση, πως δίδασκεν καί είμνηστος Ποιμενάρχης μας γιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος. Καί γιατόν τόν λόγον δέν προέβη σέ χειροτονίες ρχιερέων, παρά τίς πιέσεις πού φίστατο.[25]

καθολικότητα, ποστολικότητα καί γιότητα στήν τέλεση το μυστηρίου τς χειροτονίας, δέν πιστοποιονται, πομένως, νομικά ρητορικά μέ τήν πλν βεβαίωση μις συμμαρτυρίας, νός χειροτονητήριου λόγου καί τήν χειροθεσίαν. Πιστοποιονται οσιαστικά καί μυστηριακά μέ τήν συμμετοχήν το βασιλείου ερατεύματος, το θνους το γίου, το λαο το Θεο, τόσον κατά τήν κλογήν το πισκόπου, σον καί κατά τήν χειροτονίαν του ς διαδόχου τν γίων ποστόλων, πού χει τελειωθεμέ τήν σκηση καί τήν ραση το Κυρίου ναστάντος, καί σέ δεύτερον στάδιον πό τήν ψφον καί τήν χειροτονίαν πό τό σύνολον τν πισκόπων!

ποστολική Διαδοχή, πομένως, στήν ρθόδοξη κκλησίαν δέν ννοεται οτε μφανίζεται μόνον ς μία στερα λυσίδα σειρς πισκόπων, ς διαδοχή πισκοπικν χειροθεσιν πό τόν να πίσκοπον στόν λλον, πού φθάνει μέχρι τούς ποστόλους. ποστολικότητα τς κκλησίας δέν ξαντλεται μέ τό διάσπαστον ατς τς διαδοχς πό τούς ποστόλους μέχρι σήμερα. ποστολική Διαδοχή δέν εναι δυνατόν νά χωριστε πό τήν ποστολικήν Παράδοση. διάσπαστη διαδοχή τν χειροθεσιν πό τούς ποστόλους στούς πισκόπους μέχρι σήμερα λειτουργε ς τό χημα τς μετάδοσης τς ποστολικς Παράδοσης, τς παρακαταθήκης τς μολογίας τς ρθς Πίστεως καί τς σκητικοπνευματικς ζως. ποστολική Παράδοση περιφρουρε τούς ερούς Κανόνες, τούς ρους καί τά Σύμβολα τν Οκουμενικν καί τν Πανορθοδόξων Συνόδων, πού κφράζουν, καί ξασφαλίζουν τό διάσπαστον ρεμα τς ρθόδοξης πνευματικς ζως, ποία ξεκινάει πό τό περον καί φθάνει μέχρις μν.

 

3. Ἡ ποστολική Παράδοση

ποστολική Παράδοση, δέν εναι, λοιπόν, μία στορική νάμνηση, οτε πιστότητα στήν Παράδοση σημαίνει πλά μίαν πεισματικήν μμονήν σέ ,τι εναι ρχαον. Παράδοση δέν εναι κκλησιαστική ρχαιολογία, λλά πνευματική ζωή. Εναι σωτερική μυστική καί ζσα μνήμη τς κκλησίας, πού κφράζεται ρητά πό τούς ερούς Κανόνες καί τά Σύμβολα τν Οκουμενικν καί Πανορθοδόξων Συνόδων. κκλησία ς τό Σμα το Χριστο ρμηνεύει τά Σύμβολα καί φαρμόζει τούς Κανόνες ν Πνεύματι γί, μέ τούς θεόπτες γίους Πατέρες καί τούς γωνιζομένους κείνους μολογητές τς Πίστεως καί Πατέρες, πού χουν θεωρίαν καί  μετοχήν στήν δόξαν το Θεο.

πιστότητα, στήν ποστολικήν Παράδοση δέν εναι, λοιπόν, μόνον πιστότητα στήν ρχαιότητα, λλά πρωταρχικά εναι νας ζωντανός δεσμός μέ λην τήν πληρότητα τς κκλησιαστικς ζως. πληρότητα στήν Παράδοση σημαίνει συμμετοχήν στήν Πεντηκοστήν, σημαίνει λοκλήρωση τς Πεντηκοστς –«ταν λθ κενος, τό Πνεμα τς ληθείας, δηγήσει μς ες πσαν τήν λήθειαν» (ωάν.16:13).                                                                          

Παράδοση εναι μία προοδευτική καί δηγητική ρχή - ρχή τς ζως καί τς πνευματικς ναπτύξεως. Ο ποστολικοί χρόνοι δέν εναι πλά  να ντικειμενικόν πόδειγμα γιά μίμηση καί πανάληψη, λλά εναι μία αωνίως νανεούμενη πηγή μπειρία καί ζωή μέσα στήν Χάρη το Θεο, στό φς τς Πεντηκοστς.

Παράδοση εναι ξουσία νά διδάσκει κανείς, νά μολογε, νά δίνει μαρτυρίαν καί νά κηρύσσει, στηριζόμενος στό βάθος τς μπειρίας τς κκλησίας, ποία παραμένει πάντα δια καί ναλλοίωτη. Ατή ξουσία το διδάσκειν περιλαμβάνεται στήν ποστολικήν Διαδοχήν καί στηρίζεται σ’ ατήν. ξουσία το διδάσκειν παρέχεται κριβς στούς πισκόπους. Εναι κατ’ ξοχήν ποστολική ξουσία.

Βέβαια εραρχία διδάσκει ς ργανον τς κκλησίας. πομένως, δεσμεύεται πό τήν συναίνεση τς κκλησίας, χι τόσον πό τήν ποψη το Κανονικο Δικαίου, σον πό τήν ποψη τς πνευματικς ζως καί μαρτυρίας.

Καί χι μόνον τό ξίωμα τς ερωσύνης, λλά καί ερατική δικαιοδοσία εναι νεργούμενα μέσα στήν Χάρη τς λήθειας τς ζωοποιο Παραδόσεως καί τς συνέχειας τς σωτερικς καί μυστικς μνήμης τς κκλησίας.

ερατική δικαιοδοσία εναι ναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ να πί μέρους σμα μελν τς κκλησίας. πομένως, χωρίς ατήν τήν δικαιοδοσίαν, δηλ. στηριζόμενος πίσκοπος μόνον στήν ατάρκειαν το πισκοπικο βαθμο δέν μπορε νά χειροτονήσει λλον πίσκοπον γκυρα ν γί Πνεύματι καί κατά Θεόν, χωρίς τήν κλογήν το μέλλοντος νά χειροτονηθε καί πό τόν λαόν πού θά ποιμάνει. Μία τέτοια χειροτονία εναι χι μόνον θεσμη, κατά τήν γίαν Δ΄ Οκουμενικήν Σύνοδον, λλά εναι καί μυστηριακά λλιπής. Κάθε παράβαση τς ζσας Παραδόσεως τς κκλησίας καί τν ερν Κανόνων σημαίνει καί πώλειαν τς χάριτος, δηλ. σημαίνει πομόνωση, λλοτρίωση, πόρριψη, παραμέληση τς μυστηριακς ποστάσεως τς κκλησίας, στένεμα τς ντιλήψεως περί Ατς, καί τελικά μείωση τς γάπης! Γιατί, κριβς, ποστολική Διαδοχή καθιερώθηκε γιά χάρη τς νότητας καί καθολικότητας καί δέν πρέπει ποτέ νά γίνει μέσον χωρισμο καί διαίρεσης. πειδή ατή συσσωρευμένη γνώση καί μπειρία τς Παραδόσεως τς κκλησίας παραθεωρήθηκε, καί κυριάρχησε νομικιστική θεώρηση τς ποστολικς διαδοχς καί λλειπαν ο οσιαστικές προϋποθέσεις της, σύμφωνα μέ σα ναλύθηκαν μέχρι τώρα, γιαυτό συνέβησαν πάμπολλα σχίσματα στόν χρον τς γωνιζομένης ρθοδοξίας.

εραρχία ποκτ τά διδακτικά της δικαιώματα πό τό γιον Πνεμα, ς χάρισμα ληθείας, σύμφωνα μέ τόν γιον Ερηναον, κατά τό μυστήριον τς χειροτονίας. στόσον πίσκοπος χει τήν ξουσίαν νά διδάσκει μόνον μέσα στήν κκλησίαν, μόνον μέσα στήν καθολικότητα το λαο του καί το ποιμνίου του πού τόν ξέλεξεν. Παίρνει, βέβαια, τήν ξουσίαν καί ρμοδιότητα νά διδάσκει πό τόν διον τόν Χριστόν μας, στήν διακονίαν τς διδασκαλίας το ποίου συμμετέχει διά μέσου τς χάριτος τς ποστολικς Διαδοχς. λλά ξουσία νά εναι καρδιά το λαο του, δίνεται σ’ ατόν πό τό σμα τς κκλησίας, τόν λαόν καί τόν κλρον, καί πομένως, καί λαός χει δικαίωμα καί καθκον νά μαρτυρε, νά συναινε λλά καί νά ρνεται τήν συναίνεσή του, στήν ναζήτηση τς πλήρους μοφωνίας καί τς πληρότητας τς καθολικότητας. άν δέ πίσκοπος παρεκκλίνει πό τό καθολικόν δόγμα καί δέν κφράζει τήν καθολικήν πίστη καί μπειρίαν, λαός καί κλρος τόν καθαιρε, ποδεικνύοντας ατόν ς ψευδεπίσκοπον καί ψευδοδιδάσκαλον, ποτειχίζοντάς τον καί διακόπτοντας τήν κοινωνίαν μαζί του, κατά τόν ιε΄ερόν Κανόνα τς ΑΒ΄ Συνόδου![25]

Μέ βάση ατές τίς γενικά καί διαχρονικά παραδεδεγμένες θεολογικές ρχές εναι δυνατόν νά  προχωρήσουμε καί νά δομε τήν ποστολικήν Διαδοχήν στήν πραγματικήν της θεολογικήν καί πνευματικήν της διάσταση, παίρνοντας ς βάση τούς ρους, τούς Κανόνες καί τά Σύμβολα τν Οκουμενικν Συνόδων καί τήν διαχρονικήν συνείδηση τς ζως τς κκλησίας.

Χειροτονεται, πομένως, ς πίσκοπος, διάδοχος τν γίων ποστόλων, Προφήτης[25], κενος πού μετέχει στήν δόξαν το Θεο. κενος ποος χει θέαν Θεο, Θεόπτης, πού κφράζει τήν καθολικότητα τς Παραδόσεως καί τό πλήρωμα τς Πεντηκοστς!

κενος πού πέρασεν πό τό στάδιον τς κάθαρσης καί φτασεν τολάχιστον στό στάδιον το φωτισμο καί, ε δυνατόν, στήν θέαν τς Δόξης το Θεο, τς θεώσεως!

 

Ο γιοι Φιλάρετος, Νέας όρκης καί νδρέας, Νέου Ντιβέγιεβο

στό                                                                                                                        Ατοί πού χουν ξιωθε τς θέας το κτίστου φωτός βρίσκονται τολάχιστον στό στάδιον το φωτισμο ναγνωρίζονται πό τό πλήρωμα τς κκλησίας, κλεγόμενοι πό τόν λαόν το Θεο, τό βασίλειον εράτευμα, πού θά ποιμάνουν.χουν, πρτον, τό σύμψηφον το λαο καί δεύτερον το κλήρου καί τν πισκόπων τς κκλησίας. κολουθε χειροτονία τους ς πισκόπων καί γκατάστασή τους στήν πισκοπήν, γιά τήν ποίαν ξελέγησαν.

                                                                                                              πίσκοποι, κατά τά κτεθέντα, φείλει νά γίνονται κενοι πού συμμετέχουν στήν πληρότητα τς Πεντηκοστς. κενοι πού εναι ληθινοί θεολόγοι μέ τήν οσιαστικήν ννοιαν το ρου, κενοι πού χουν θέαν Θεο, πού δέν θέτουν θεμέλιον τς θεολογίας τους καί τς διδασκαλίας τους κάποιαν μεταφυσικήν σκέψη κάποιον φιλοσοφικόν στοχασμόν περί Θεοῦ ἤ φθαίρετες κτιμήσεις καί σκέψεις περί «σωτηρίας» τς κκλησίας, λλά εναι κφραστές τς σκητικς καί θεοπτικς μπειρίας τς κκλησίας, πειδή, κριβς, γνωρίζουμε, τι «Θεόν φράσαι δύνατον, νοσαι δέ δυνατότερον» κατά τόν γιον Γρηγόριον τόν Θεολόγον. πόστολος εναι ωρακώς τόν Χριστόν ναστημένον ν δόξ καί διάδοχός του εναι Προφήτης, χων θέαν Θεο, πίσκοπος μέ τήν πνευματικήν καί τήν πλήρη θεολογικήν ννοιαν, πού εναι φορέας τς λότητας τς Παραδόσεως[25], τς ρθόδοξης Πίστεως καί  τς πνευματικς ζως τς κκλησίας, πού δέν ἔχει ὡς περιεχόμενον συνεορτασμούς – συντελετουργίες - συμπνευματισμούς καί πνευματικές συνέργειες μετά αἱρετικῶν Φράγγων, Μονοφυσιστν ἀλλά καί Οκουμενιστν καί Νεοημερολογιτν.

 

4. Ὁ πίσκοπος ς θεολόγος

Θεούμενος, βρισκόμενος τολάχιστον στό στάδιον το θείου φωτισμο δέν χει, βέβαια, κωλύματα ερωσύνης, λλά δέν χει καί κωλύματα, λόγ λλείψεως θεμελιωδν θεολογικν γνώσεων καί ρχν τς ρθόδοξης Θεολογίας, πως τίς διατύπωσαν ο Πατέρες ο μεγάλοι Θεολόγοι τς κκλησίας μας καί ο Οκουμενικές καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι:

-τι, τό κακόν δέν προέρχεται πό τόν Θεόν.

-τι τό προπατορικόν μάρτημα δέν συνίσταται στήν κληρονομίαν τς νοχς τν Πρωτοπλάστων.

-τι δέν πλήγει δικαιοσύνη το Θεο μέ τήν παρακοήν τν Πρωτοπλάστων.

-τι Θεός δέν εναι τιμωρός, δέν κδικεται, δέν ργίζεται καί δέν εναι χθρός το νθρωπίνου γένους.

-τι δέν εναι Θεός δημιουργός το θανάτου.

-τι δέν κανοποιεται Θεός οτε μέ δρα, οτε μέ τά ργα τς πεπτωκυίας νθρωπίνης φύσεως, μέ τά ποα δθεν ποκαθίσταται τρωθεσα πό τήν ποστασίαν δικαιοσύνην του.

-τι ντίκειται στήν φύσιν το Θεο δημιουργία τς κολάσεως.

-τι δέν πάρχει καθαρτήριον πρ.

-τι στήν παλιγεννεσίαν θά ποκατασταθε νθρώπινη φύσις, λλά χι καί θέληση.

-τι σκοπός τς ζως το νθρώπου εναι Χριστοποίησή του, μέ τήν μετοχήν στήν δόξαν το Χριστο.

-τι καδημαϊκή θεολογική σκέψη τν ρχν το 19ου μέχρι καί τν μέσων το 20ου αἰῶνα ταν βαθιά πηρεασμένη πό τήν Παπικήν θεολογίαν[25].

- φείλει κάθε μελλοντικός πίσκοπος, πίσης, νά γνωρίζει σέ βάθος τήν ρθόδοξη Δογματικήν διδασκαλίαν τν γίων καί Οκουμενικν Συνόδων, γιά τό Μυστήριον τς Παναγίας Τριάδος, γιά τήν μοουσιότητα το Υο πρός τόν Πατέρα, γιά τήν Θεότητα το Παναγίου Πνεύματος, γιά τήν θέση τς Δεσποίνης μν Θεοτόκου στήν κκλησίαν, γιά τήν διάκριση τν δύο φύσεων στόν Χριστόν μας, γιά τήν παρξη δύο θελήσεων καί δύο νεργειν ν Χριστ, γιά τήν θεολογίαν τν γίων εκόνων καί τήν θεμελιώδη διάκριση κτιστν καί κτίστων νεργειν, τίς προϋποθέσεις μετοχς στό κτιστον φς, λλά το δυνάτου προσπελάσεως τς οσίας το Θεο. φείλει νά γνωρίζει τήν διδασκαλίαν τς κκλησίας μας γιά τό βάπτισμα, γιά τό μυστήριον τς Μετανοίας καί γιά τίς προϋποθέσεις τς μετοχς στήν Θείαν Εχαριστίαν, τίς κανονικές καί οσιαστικές προϋποθέσεις τς χειροτονίας το πισκόπου καί το ερέως, γιά τό μυστήριον τς κουρς τν Μοναχν, τίς διακρίσεις το μικρο καί το Μεγάλου γιασμο, τό ρθόδοξον Τυπικόν τς ξοδίου κολουθίας καί γενικότερον νά γνωρίζει τό αώνιον Τυπικόν καί τά το Πασχαλίου καί ορτολογίου τς κκλησίας.

 

Β. Ἡ κλογή τν πισκόπων

κλογή τν πισκόπων πό τόν κλρον καί τόν λαόν τς πισκοπς, τήν ποίαν πρόκειται νά ποιμάνoυν, θεσπίζεται πό πολλές Συνοδικές διατάξεις Οκουμενικν καί πανορθοδόξων Συνόδων, λλά κυρίως πό τήν ζσαν παράδοση τς κκλησίας μας.

Κατ’ ξοχήν θεσπίζεται πό τήν γίαν Τετάρτην Οκουμενικήν Σύνοδον, τό 451 στήν Χαλκηδόνα, καί μάλιστα βασική διδασκαλία γιά τήν κλογήν καί τήν χειροτονίαν τν πισκόπων ναπτύσσεται πό τόν γιον ρχιεπίσκοπον τς Κωνσταντινουπόλεως, νατόλιον, (πρόεδρον τς Δ΄ Οκουμενικς), πού στηρίζεται στήν εράν Παράδοση καί στίς διατάξεις τν ερν Κανόνων καί τν λλων Συνόδων!

νατόλιος ελαβέστατος ρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας Ρώμης επεν:

Τούς θέσμως αυτούς ρμόσαντας τ το Χριστο νύμφ, τ κατά φεσον φημί γιωτάτ κκλησί, τούτους εκότως ννόμως αυτς πέβαλεν (…) δοθήσεται δέ τ φεσίων μητροπόλει πίσκοπος παρά Θεο ναδεδειγμένος καί παρά πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι ψηφιζόμενος ες τήν τς κκλησίας τς κε[25] χειροτονίαν (…)

γία Σύνοδος επεν: Ατη δικαία ψφος. Ατη δικαία κρίσις.”[25]

Ατή βασική παραδοχή τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου, τι πίσκοπος κλέγεται, “παρά πάντων τν μελλόντων ποιμένεσθαι ψηφιζόμενος”, εναι κφραση τς Κανονικς τάξεως τν Συνόδων καί τς ζσας ερς Παραδόσεως, πως διαμορφώθηκεν πό τήν κκλησιαστικήν συνείδηση το Σώματος το Χριστο μας, πού σχυεν πό τούς ποστολικούς χρόνους!

δ θά πρέπει νά ξετασθε στό φς τς ερς Παραδόσεως καί τς στορίας τς κκλησίας μας καί πολυπροβαλλόμενος πό τόν θρόνον τς Πόλεως ΚΗ΄ ερός Κανόνας τς Δ΄ Οκουμενικς[25].

πως γνωρίζουμε πό τήν διδασκαλίαν τν γίων Συνόδων καί τήν εράν μας Παράδοση εναι δύο τά πίπεδα κλογς τν πισκόπων[25].

ΙΣΤ΄ ερός Κανόνας τς Συνόδου τς ντιοχείας (341) ρυθμίζει τά δύο πίπεδα κλογς, ταν ρίζει:

α) τι σέ πρτον πίπεδον κλογς πισκόπου συμμετέχει λος λαός (“κν πς λαός λοιτο ατόν”), καί

β) σέ δεύτερον πίπεδον, τι δέν πιτρέπεται γκατάσταση πισκόπου “δίχα συνόδου τελείας”. Τέλεια δέ εναι κείνη σύνοδος, στήν ποίαν συμπαρέστη καί τς μητροπόλεως, μητροπολίτης, ποος ς πίσκοπος χει καί ατός πρότερον κλεγε παρά πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι.

Στό πρτον πίπεδον κλογς τν πισκόπων σημαντικοί εναι ο εροί Κανόνες Ε΄ καί ΙΓ΄ τς Συνόδου τς Λαοδικείας, πού γινεν τό 380 μ.Χ.

κλογή τν πισκόπων, γιά νά εναι γκυρη, φειλε νά γίνεται ξάπαντος ντός τς πισκοπς.

πιμονή τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου στήν ρχήν πού θέτουν λες ο ρθόδοξοι Σύνοδοι, τι πίσκοπος κλέγεται “παρά πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι ψηφιζόμενος”, πηχε τήν ποστολικήν παράδοση καί τήν πό τν πρώτων χρόνων τς ζως τς κκλησίας διαμορφωθεσαν συνείδηση.

Μέ τήν πόφαση τς Δ΄ Οκουμενικς Συνόδου ρίζεται, τι μαζί μέ τόν κλρον καί τόν λαόν τς Μητροπόλεως ψηφίζουν καί ο πίσκοποι, ο ποοι καί ατοί πρότερον χουν ς πίσκοποι κλεγε πό λους κείνους πού πρόκειται νά ποιμάνουν καί τούς λλους τούς πρό ατν κανονικς καί ποστολικς χειροτονηθέντες πισκόπους.

ΚΗ΄ ερός Κανόνας τς Δ΄ Οκουμενικς θεσπίζει, τι πίσκοπος κλέγεται πό τόν κλρον καί τόν λαόν τς πισκοπς, τήν ποίαν θά ποιμάνει, καί ατό θά συνεχίσει νά σχύει γιά τούς πισκόπους τς παρχίας. Γιά τούς μητροπολίτες, ποκλειστικά καί μόνον γι’ ατούς, τά ψηφίσματα το κλήρου καί το λαο θά πευθύνονται, ναφορικά μέ τίς συγκεκριμένες μητροπολιτικές περιφέρειες Πόντου, σίας καί Θράκης, στόν ρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως:

κάστου μητροπολίτου τν προειρημένων διοικήσεων μετά τν τς παρχίας πισκόπων καθώς τος θείοις κανόσι διηγόρευται. Χειροτονεσθαι δέ, καθώς ερηται τούς μητροπολίτας τν προειρημένων διοικήσεων παρά το Κωνσταντινουπόλεως ρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά τό θος γινομένων, καί π’ ατόν ναφερομένων”.

Στά ψηφίσματα ατά ποκλείονται ο κροώμενοι καί ο χλοι κατά τούς Ε΄καί ΙΓ΄ ερούς Κανόνες τς Λαοδικείας (380 μ.Χ.), λλά:

“ψηφίζεσθαι μέν παρά τν κάστης μητροπόλεως κληρικν καί κτητόρων καί λαμπροτάτων νδρν τι μήν καί παρά τν κατά τήν παρχίαν ελαβεστάτων πισκόπων πάντων τν πλειόνων, καί πιλέγεσθαι νπερ ν ο προειρημένοι ξιον εναι τς κατά τήν μητρόπολιν κκλησίας πίσκοπον δοκιμάσοιεν”.[25]

 

Γ. Ἡ ποστολική Παράδοση καί Διαδοχή

νεπίληπτοι φείλουν νά εναι ο ερες καί ο ρχιερες πού πρόκειται νά χειροτονηθον.

Μέ τίς εχές τους θά πικαλονται τήν εμένειαν[25] το Θεο γράφουν καί διδάσκουν σφαλμένα διάφοροι θεολογοῦντες, σάν νά ταν Θεός χθρός το νθρωπίνου γένους, πού πρέπει νά ξευμενισθε, γιά νά δε τάχα μέ λαρότερον βλέμμα τούς μαρτωλούς νθρώπους! Δυστυχς, τά δια παναλαμβάνουν καί κάποιοι, λίγων γραμμάτων «πίσκοποι» πό τόν μέτερον χρον τς γωνιζομένης ρθοδοξίας.

Τήν παράδοση τς κκλησίας, ναφορικά μέ τήν χειροτονίαν τν πισκόπων μαρτυρε καί τό πλθος τν διατάξεων το γίου ατοκράτορος ουστινιανο! 

«Μέ τόν παρόντα νόμον θεσπίζουμε, σες φορές καί σέ ποιαδήποτε πόλη ερατικός θρόνος μείνει κενός, νά γίνονται κλογές πό τούς κατοίκους τς πόλεως ατς καί νά κλέγονται δύο τρες, πού νά χουν τήν πίστη ρθήν, νά διακρίνονται πό  τήν σεμνότητα το βίου καί νά μαρτυρεται, τι βίος τους κοσμεται πό κάθε γαθήν πράξη, καί πό ατούς νά κλέγεται πιτηδειότερος καί νά προχειρίζεται ς πίσκοπος στήν πισκοπήν[25]». 

Καί μέ τήν Νεαράν το ουστινιανο ΡΚΓ΄ θεσπίζεται, πίσης, τι ταν παραστε νάγκη, νά χειροτονηθε πίσκοπος, νά κλέξουν

α) ο κληρικοί καί

β) ο πρτοι τς πόλεως

μέ τά ψηφίσματά τους τρία πρόσωπα,

προκειμένων τν γίων Εαγγελίων … καί νά διαβεβαιον, ρκιζόμενοι μέ τά ψηφίσματα ατά, τι τούς πέλεξαν οτε λόγ κάποιας δωρες, οτε δεσμευόμενοι πό κάποιαν πόσχεσιν λόγ φιλίας γιά κάποιαν λλην ποιανδήποτε ατίαν, λλά πειδή γνωρίζουν, τι διακρίνονται γιά τήν ρθότητα τς πίστεως καί τήν σεμνότητα το βίου τους καί νά χουν συμπληρώσει τό τριακοστόν τος τς λικίας τους[25]. 

Στήν πιστολήν τς Α΄ Οκουμενικς Συνόδου Πρός τήν μεγάλην κκλησίαν τν λεξανδρέων καί τος κατ’ Αγυπτον καί Λυβίην καί Πεντάπολιν γαπητος δελφος ρίζεται ξεκάθαρα κλογή το πισκόπου πό τόν λαόν το Θεο, συνεπιψηφίζοντος μέ τόν λαόν καί πιδοκιμάζοντος το ρχιεπισκόπου τς λεξάνδρειας.

… «Ε δέ τινας συμβαίη ναπαύσασθαι τν ν τ κκλησί, τηνικατα προσαναβαίνειν ες τήν τιμήν το τετελευτηκότος, τούς ρτι προσληφθέντας, μόνον ε ξιοι φαίνοιντο, καί λαός αροτο, συνεψηφίζοντος ατ καί πισφραγίζοντος το τς λεξανδρείας πισκόπου.»[25]

Β΄ Οκουμενική Σύνοδος μαρτυρε, πίσης, τήν παράδοση τς κκλησίας: «Νεκτάριον πίσκοπον Κων/πόλεως κεχειροτονήκαμεν… ΠΑΝΤΟΣ ΤΕ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΠΙΨΗΦΙΖΟΜΕΝΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ»[25]

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τούς ερούς Κανόνες τν ρθοδόξων Συνόδων καί τήν διαμφισβήτητη Παράδοση τς κκλησίας μας, ποτελε θεμελιώδη κανονικήν κτροπν, τό ν κλέγει τούς πισκόπους μόνη της ερά Σύνοδος καί νά ναπαράγει ντικανονικά τόν αυτόν της, πως, κριβς, λλοτε δέχετο διορισμν εραρχν π τν Πολιτείαν. Τ δέχθη ατ κ­κλησία κατ’ οκονομίαν σέ χαλεπούς καιρούς, «ποιουμένη τν νάγκην φιλοτιμίαν», ταν, μως, λλοτε ξαίρεση καθίσταται σύστημα, τότε προκύπτουν τεράστια προβλήματα πού πτονται αρετικν πρακτικν: ετε τς αρέσεως τς Πολιτειοκρατείας, που τ Κράτος διοικε τν κκλησίαν, ετε τς αρέσεως τς Δεσποτοκρατείας, που ο ρχιερες διοικον τν κ­κλησίαν, ρήμην το πληρώματος πού δέν τους ξέλεξεν. ερά Παράδοση τς κκλησίας καί ο Κανόνες τν Οκουμενικν καί Πανορθοδόξων Συνόδων εναι σαφες, ρίζοντας μοφώνως τ «ψήφ κλήρου κα λαο», τ ποον σχυεν π’ ρχς ως κα τς θωμανικς κατακτήσεως καθολικς, ς μαρτυρον τ στορικά τεκμήρια[25]:

«Μαρτυρίας περ τούτου, (δηλ. τς συμμετοχς το λαο στήν κλογν), παρέχει μν κ τς ΙΔ΄ κατονταετηρίδος τ Πατριαρχεον Κωνσταντινουπόλεως, ξ ν διάταξις το πατριάρχου Φιλοθέου, κδοθεσα κατ τν Νοέμβριον το τους 1370, περ τς χειροτονίας το μοναχο νθίμου ες μητροπολίτην Ογγροβλαχίας, γενομένης τς ΕΚΛΟΓΗΣ ΨΗΦ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΟΥ, διάταξις το πατριάρχου Ματθαίου το Α΄ κδοθεσα κατ Φεβρουάριον το 1400, δι’ ς ρίζεται, τι πρς συμπλήρωσιν τς χηρευσάσης ρχιεπισκοπς γχιάλου δέον ΝΑ ΠΡΟΒΗ Ο ΤΕ ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ ΕΙΣ ΕΚΛΟΓΗΝ κατ τ διατεταγμένα, ατς δ ετα ξετάσας τς σχετικάς μαρτυρίας μέλλει ν γκρίν τν κλογν ες πίσκοπον το μάλιστα ξίου κ τν τριν προταθησομένων ατ ποψηφίων».[25]

Εθύς ξ ρχς πόστολος Πέτρος στίς Πράξεις, α΄, 21 π. ζητε πό τό πλθος νά πδείξει τόν ντικαταστάτην το ούδα. Καί γιος ωάννης Χρυσόστομος, ρμηνεύοντας τό σχετικόν χωρίον, σημειώνει: «Τ πλήθει τήν κρίσιν πιτρέπει, τούς τε γενομένους αδεσίμους ποιν καί ατός παλλαττόμενος πεχθείας τς πρός τούς λλους». ργότερα ο πόστολοι ζητον πό τό πλθος νά κλέξει πτά διακόνους Πράξεις, στ΄, 2-3. Οκ οκεί γνώμ πράττουσιν, λλά πρότερον πολογονται τ πλήθει… Καί τήν κρίσιν ατος πιτρέπουσιν καί τούς πσιν ρέσκοντας καί πό πάντων μαρτυρουμένους, κείνους προβάλλονται. Τό μέν ρίσαι τόν ριθμόν καί χειροτονσαι καί τό ν τ χρεί ατν ν, τό δέ λέσθαι τούς νδρας κείνοις πιτρέπουσιν, να μή δόξωσιν ατοί χαρίζεσθαι». «Τί ον λέσθαι ατόν οκ νν;» «Καί πάνυ γε! λλ’ να μή δόξ χαρίζεσθαι, τοτο ο ποιε».[25]

Καί γιά τήν κλογήν τν πτά Διακόνων διδάσκει: «Διό καί ο κλήρω ατό πέτρεψαν, οδέ πάλιν δυνάμενοι ατοί κλέξαι πνεύματι κινούμενοι, τοτο ποιοσι. πό τς τν πολλν μαρτυρίας, τό δοκον μλλον στσιν».[25]

γιος Νικόδημος γιορείτης ρμηνεύοντας τόν Γ΄ποστολικόν Κανόνα παρατηρε: «τι δέ καί ο Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι ψηφίζοντο ς ο πίσκοποι, πρόδηλον πό τόν Γ΄ τς Ζ΄ (Οκουμενικς) καί τόν Ζ΄ Θεοφίλου. Καί λεξανδρείας Κύριλλος ρμηνεύων ες τό Η΄ κεφάλαιον τν ριθμν τό ρητόν κενο: «Καί προσάξεις τούς Λευίτας ναντι Κυρίου, καί πιθήσουσιν ο υοί σραήλ τάς χερας ατν πί τούς Λευΐτας (δαφ. 1) λέγει τούς πί ερουργίαν διά Χριστόν καλουμένους, ψηφίζοντο λαοί».[25]

Τά ατά σημειώνει γιος Νικόδημος στήν ρμηνείαν το Γ΄ τς Ζ΄ ρμηνεύοντας: «τι δέ καί ο Χριστιανοί πρέπει νά συμψηφίζουν μετά τούς ρχιερες, τούς μέλλοντας ερωθναι, δηλο ρμηνεία στόν ΞΑ΄ ποστολικόν».[25]

Στήν δέ ρμηνείαν το ΞΑ΄ ποστολικο Κανόνος γράφει γιος, τι « Α΄ διάταξη το Α΄ τίτλου τν Νεαρν[25], ρίζει τι α χειροτονίαι, τοι α ψφοι τν πισκόπων καί κληρικν, πρέπει νά γίνονται μπροσθεν ες λον τόν λαόν τς κκλησίας, διά νά χει δειαν ποιος θέλει νά λέγη.

δέ ΙΖ΄ διάταξις, τις στί ΡΛΖ΄ ουστινιανο Νεαρά κειμένη ν βιβλί Γ΄ τν Βασιλικν, τίτλ. Α΄ κεφ. Η΄, λέγει: ποιος θελε κατηγορήση τόν μέλλοντα γενέσθαι πίσκοπον πρεσβύτερον, λλον κληρικόν καί γούμενον, διά κάθε λογς κατηγορίαν, ς ναβάλλεται χειροτονία, καί ς κάμνη ξέτασιν μέλλων χειροτονσαι τούτους ρχιερεύς, ως τρες μνας μέ πολλήν κρίβειαν, καί ε μέν ερεθ κατηγορούμενος πεύθυνος ες τάς κατηγορίας, ς μποδίζηται χειροτονία, χι καί ερεθ νεύθυνος, ς γίνηται. Ε δέ πρό ξετάσεως θελε χειροτονήση ατόν, νά καθαίρηται καί χειροτονήσας καί χειροτονηθείς»[25]

Στόν Ε΄ Κανόνα τς ν Λαοδικεί «Περί το μή δεν τάς χειροτονίας πί παρουσί κροωμένων γίγνεσθαι» ποσημειώνει γιος Νικόδημος:

 «Σημείωσαι, τι μέν Ζωναρς καί Βαλσαμών, ρμηνεύοντας τόν παρόντα Κανόνα λέγουσιν, τι χειροτονίας δ νομάζει Κανών τάς ψήφους καί κλογάς τν ερωμένων, α ποαι, ταν γίνωνται, δέν πρέπει νά εναι παρόντες τινές λαϊκοί, κροώμενοι τν λεγομένων, να μή κούοντες τινάς κατηγορίας κατά τν ψηφιζομένων σκανδαλίζωνται καί παρακινονται πρός τήν κακίαν».

Συμφωνντας γιος Νικόδημος μετά τν νωτέρω ρμηνευτν λέγει: «… κατά λήθειαν δέν συμφέρει νά εναι παρόντες πολλοί κροώμενοι ες τά ψήφους τν πισκόπων, μέ τό νά συμβαίνουσι πολλαί λογοτριβαί μεταξύ τν ψηφιζόντων καί μέχρι σήμερον, ν καί καθώς πρέπει δέν γίνεται τό πργμα, γίνονται, μως, μυστικά. δέ χειροτονία γίνεται παρρησία, διά νά λαμβάνωνται ς μάρτυρες καί συνεργοί ο παρόντες καί συμψάλλοντες τό ξιος, κατά τόν Ζ΄ Θεοφίλου το λεξανδρείας… ν μως καί προηγουμένως α ψφοι τν ερωμένων πρέπει νά γίνωνται παρά τν πισκόπων, λλ’ πομένως πρέπει καί ο φρονιμότεροι καί ελαβέστεροι τν λαϊκν νά ρωτνται, ν συναινον ες ατάς. Καί ρα καί τόν Λ΄ καί ΞΑ΄ ποστολικόν καί τόν Γ΄ τς παρούσης».

Στήν δέ ρμηνείαν το ΙΓ΄ Κανόνος τς ν Λαοδικεί «Περί το μή τος λλοις πιτρέπειν τάς κλογάς ποιεσθαι τν μελλόντων καθίστασθαι ες ερατεον» γράφει γιος: «μποδίζει παρών Κανών, τό νά κάμνουσιν ο χλοι καί τά τακτα πλήθη τν πόλεων τάς ψήφους καί τάς κλογάς κείνων πού μέλλουν νά χειροτονηθον ερες ( καί ρχιερες),

α) τι κατά προηγούμενον μέν λόγον ο τοιοτοι πρέπει νά ψηφίζονται πό τούς ρχιερες καί συνιερες, πομένως δέ, (δηλαδή στήν συνέχειαν), νά συμψηφίζονται καί πό τόν λαόν, καί

β) τι σως καί ο φρονημώτεροι καί ελαβέστεροι λαϊκοί πρέπει νά συμψηφίζουν μέ τούς πισκόπους καί ερες, τόν μέλλοντα χειρτοτονηθναι ες ατούς ερέα ( καί ρχιερέα), λλ’ χι καί χύδην καί τακτος χλος, διά τάς ριδας καί μάχας που μπορον νά γεννηθον ες τάς ψηφοφορίας ατν, λλων μέν λλον ψηφιζομένων, καί λλων λλον. [25]

πό τούς πρώτους, λοιπόν, αἰῶνες το Χριστιανισμο κφράζεται τό πνεμα τς κκλησίας, τι ο πίσκοποι φείλει νά κλέγονται ψήφ κλήρου καί λαο:

Διά το ποστολικο Πατρός Κλήμεντος Πάπα Ρώμης[25] μαρτυρεται: «τούς κατασταθέντας (πισκόπους) π’ κείνων ν ποστόλων) μεταξύ φ’ τέρων λλογίμων νδρν συνευδοκησάσης τς κκλησίας πάσης τούτους ε δικαίως νομίζομεν ποβάλλεσθαι τς λειτουργίας». πό μαρτυρίαν το γίου Κυπριανο βεβαιώνεται, τι Κορνήλιος τς Ρώμης γένετο πίσκοπος κ κρίσεως Θεο καί Χριστο, κ μαρτυρίας πάντων σχεδόν τν κληρικν καί κ ψήφου παντός το τότε παρόντος λαο. Εσέβιος τό 338 μ.Χ. ναφέρει περί το μαρτυρήσαντος πί Δεκίου πί δεκατρία τη ρχιερατεύσαντος πισκόπου Φαβιανο τά κατωτέρω: «Τόν πάντα λαόν, σπερ φ’ νός πνεύματος θείου κινηθέντα μόσε προθυμί πάσ καί μι ψυχ Φαβιανόν ξιον πιβοσαι καί μελήτως πί θρόνον τς πισκοπς λαβόντα πιθεναι». Ο ποστολικές Διαταγές, πίσης, πως σημειώθηκε νωτέρω, ρίζουν: «πίσκοπον χειροτονηθσθαι ν πσιν μεμπτον, ριστον δή πέρ παντός το λαο κλελεγμένον. Ο νομασθέντος καί ρέσοντος, συνελθών λαός μα τ πρεσβυτερί καί τος παροσιν πισκόποις ν μέρ Κυριακ συνευδοκήτω. δέ πρόκριτος τν λοιπν (πισκόπων) ρωτ τό πρεσβυτέριον καί τόν λαόν, ε ατός στίν, ν ατοσιν ες ρχοντα».

«Ψήφ το λαο παντός καί Μέγας θανάσιος «πί Μάρκου πάγεται θρόνον», κατά τόν γιον Γρηγόριον τόν Ναζιανζηνόν[25]. «Ψήφ το λαο καί μβρόσιος Μεδιολάνων καί Μέγας Βασίλειος καί Εσέβιος προκάτοχός του καί θεος Χρυσόστομος, Εστάθιος ντιοχείας, Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως, Φλαβιανός ντιοχείας, Σισίνιος Κωνσταντινουπόλεως, γκαθίστανται πί τν θρόνων τν πισκοπικν».

πως ξηγε Χρυσορρήμων Πατήρ[25], πόστολος Πέτρος (Πράξ. α΄ 13-26) λαμβάνει τόν λόγον καί πευθύνεται πρός τούς 120 παρισταμένους ποστόλους καί πιστούς καί ζητε τήν ψφον καί τήν γκρισή τους στήν κλογήν το Ματθία, τονίζοντας, τι πρέπει νά κλεγε κάποιος πού ταν συνοδοιπόρος τους καί παρακολούθησε μαζί τους τόν Κύριον. Καί κλογή τν πτά διακόνων γινε π’ εθείας πό τόν παριστάμενον λαόν (Πράξ. στ΄, 1-6): «πισκέψασθαι ον, δελφοί νδρας ξ μν μαρτυρουμένους πτά, πλήρεις Πνεύματος γίου καί σοφίας, ος καταστήσομεν πί τς χρείας ταύτης. μες δέ τ προσευχ καί τ διακονί το λόγου προσκαρτερήσομεν…». Στήν δέ ποστολικήν Σύνοδον τν εροσολύμων (48-49 μ.Χ.), που ξετάσθηκε τό μφισβητούμενον θέμα τς τηρήσεως μή τν Μωσαϊκν διατάξεων στήν καθημερινήν ζωήν τν πιστν, σχετικά μέ τήν ναγκαιότητα τς περιτομς καί τν εδωλοθύτων. «Παραγενόμενοι δέ ες ερουσαλήμ ( Παλος καί Βαρνάβας) πεδέχθησαν πό τς κκλησίας καί τν ποστόλων καί τν πρεσβυτέρων… Τότε δοξε τος ποστόλοις καί τος πρεσβυτέροις σύν λ τ κκλησί κλεξαμένους νδρας ξ ατν πέμψαι ες ντιόχειαν σύν τ Παύλ καί Βαρνάβ, ούδαν τόν πικαλούμενον Βαρσαββν καί Σίλαν, νδρας γουμένους ν τος δελφος, γράψαντες διά χειρός ατν τάδε: Ο πόστολοι καί ο πρεσβύτεροι καί ο δελφοί τος κατά ντιόχειαν καί Συρίαν καί Κιλικίαν δελφος τος ξ θνν χαίρειν…», ὅπου ξεκάθαρα φαίνεται ἡ συμμετοχή τῶν Πρεσβυτέρων καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐκλογήν τῶν Ἀποστόλων: «… δοξεν μν γενομένοις μοθυμαδόν, κλεξαμένους νδρας πέμψαι πρός μς σύν τος γαπητος μν Βαρνάβ καί Παύλ, νθρώποις παραδεδωκόσι τάς ψυχάς ατν πέρ το νόματος το Κυρίου μν ησο Χριστο.»[25] 

ατοκράτωρ ουστινιανός, προλαμβάνοντας ταξίες κατά τήν συμμετοχήν το λαο περιόρισε κάπως τό δικαίωμα τοτο μέ τήν Νεαράν 137, ναθέσας τήν σύμπραξη στήν κλογήν τν πισκόπων «ες τούς κληρικούς καί ες τούς πρώτους τς πόλεως, ς μέλλει χειροτονσθαι κλογησόμενος».

κόμη καί εροκρατική Ρώμη ξ γκυκλίων πιστολν τν Παπν, Κελεστίνου Α΄, Λέοντος Α΄ το Μεγάλου ποφαίνονται πιγραμματικά «qui praefuturus est omnibus ad omnibus eligatur», κενος πού θά προΐσταται λων, πό λους ς κλέγεται.  

πατριάρχης Μηνς ξελέγη πί ουστινιανο ψήφ βασιλέως, κλήρου καί δήμου, Κυζίκου Γερμανός μετέπειτα ξελέγη Πατριάρχης «ψήφ καί δοκιμασί τν πρεσβυτέρων καί παντός το εαγος κλήρου καί τς ερς Συγκλήτου καί το φιλοχρίστου λαο». πολύς γιος Ταράσιος «κοιν κλογ παντός το λαο» ξελέγη, καθώς καί τό 1059 κλεγείς Κωνσταντνος Λειχάδης. Καί ατός Γεώργιος Σχολάριος ξελέγη πατριάρχης ψήφ προκρίτων το Γένους.

Κατά τόν ΙΒ΄ ερόν Κανόνα τς ν Λαοδικεί ρίζεται: «Τούς πισκόπους κρίσει τν Μητροπολιτν καί τν πέριξ πισκόπων καθίστασθαι ες τήν κκλησιαστικήν ρχήν». Ατό φέρνουν ς πιχείρημα μαθς διάφοροι ψευδεπίσκοποι καί αθαιρετον. ρος «καθίστασθαι» (κατάστασις) ποσαφηνίζεται πλήρως μέ τόν ΣΤ΄ ερόν Κανόνα τς ν Σαρδικ Συνόδου, ποος ναφέρει: «άν συμβ ν μι παρχί, ν πλεστοι πίσκοποι τυγχάνουσιν, να πίσκοπον πομεναι, κακενος κατά τινα μέλειαν μήν βουληθ συνελθεν καί συναινέσαι τ κατάστάσει τν πισκόπων, τά δέ πλήθη συναθροισθέντα παρακαλοεν γενέσθαι τήν κατάστασιν το παρ’ ατν πιζητουμένου πισκόπου, χρή πρότερον κενον τόν πομείναντα πίσκοπον πομιμνήσκεσθαι διά γραμμάτων το ξάρχου τς παρχίας, λέγω δή το πισκόπου τς Μητροπόλεως, τι ξιο τά πλήθη ποιμένα ατος δοθναι… Ε δέ μήν διά γραμμάτων ξιωθείς παραγένηται… τό κανόν τ βουλήσει το πλήθους χρή γενέσθαι».

κατάστασις, λοιπόν, προϋποθέτουσα τήν πό το λαο κλογήν περιλάμβανε τήν μετά κρίσιν πό τν πισκόπων, καί δή το πρώτου, πικύρωση τς κλογς καί τήν πακολουθοσαν χειροτονίαν. ντεθεν ρος κατάστασις συνδέεται στενά, τόσον πρός τήν χειροτονίαν, σον καί πρός τήν προηγηθεσαν κλογήν, ποία, νευ τς πικυρώσεως, μενεν κκρεμής καί πό κρίσιν, μή οσα ριστική.

Πρόσφατον παράδειγμα κλογς ρθοδόξου ρχιερέως στήν λλάδα, σύμφωνα μέ τήν εράν Παράδοση καί τούς ερούς Κανόνες, τυγχάνει κλογή το μακαριστο ρχιεπισκόπου τς γωνιζομένης κκλησίας τν ρθοδόξων, Χρυσοστόμου το Β΄ Κιούση, ποος μαζί μέ τούς πισκόπους κάκιον Παππν καί Χρυσόστομον Νασλίμην ξελέγησαν μέ πόφαση κλήρου καί λαο, λαμβανομένου π’ ψιν, τι ο πλεστοι τν ψηφισάντων καί κλεξάντων ατούς ερες, κπρόσωποι 120 παραρτημάτων - νοριν, εχαν καί τήν ξουσιοδότηση το ποιμνίου τους[25].

1.Ὁ πίσκοπος ννοιολογικά καί ς διάδοχος τν ποστόλων

ρος πίσκοπος παντ ρχικ στν γίαν Γραφν κα ποδίδεται στν διον τόν Θεόν, ποος βλέπει κα πισκοπε τ πάντα κατ τ ώβ 18, 20:29: «ατη μερς νθρώπου σεβος παρ Κυρίου, κα κτμα παρχόντων ατ παρ το πισκόπου (δηλαδ το Θεο)» κα πάλιν κατά τ Ἰὼβ 10:12 «ζων δ κα λεος θου παρ’ μοί, δ πισκοπή σου φύλαξέ μου τ πνεμα». νας κ τν πρωτοκορυφαίων ποστόλων, Πέτρος, λέγει γι τν Χριστόν, «τε γρ ς πρόβατα πλανώμενα, λλ’ πεστράφητε νν π τν ποιμένα κα πίσκοπον τν ψυχν μν»[25].

Κατ' πέκταση κα κατ χάριν, πίσκοποι νομάζονται ο πό το Θεο ψηφισθέντες. Στν Παλαιν Διαθήκην ξουσία πισκόπησης, δηλαδ ποπτείας το λαο το Θεο χορηγεται μεσα διά στόματος το διου το Θεο. Θες λέγει στν λεάζαρ: «πίσκοπος λεάζαρ, υἱὸς αρν το ερέως· τ λαιον το φωτς κα τ θυμίαμα τς συνθέσεως κα θυσία καθ ̓ μέραν κα τ λαιον τς χρίσεως, πισκοπ λης τς σκηνς κα σα στν ν ατ ν τ γί, ν πσι τος ργοις»[25].

Στό βιβλίον το σαΐα Θες πευθύνεται στν προφήτην: «κα δώσω τος ρχοντάς σου ν ερήν κα τος πισκόπους σου ν δικαιοσύν»[25].

Στήν Παλαιν Διαθήκην πίσκοποι νομάζονται ο πιτηρητς κα φύλακες τν θρησκευτικν πραγμάτων, πως γι παράδειγμα προαναφερθείς λεάζαρ, ποος εχεν τν πισκοπήν, δηλαδ τν ποπτείαν, λης τς σκηνς[25], ρχιερέας ωδάε, πο κατέστησεν πισκόπους στν οκον το Κυρίου[25].

Στ παλαιοδιαθηκικν πλαίσιον, πίσκοποι νομάζονται καί ο πιτηρητές, ο πόπτες τν πολιτικν πραγμάτων, πως φαίνεται πό τ χαρακτηριστικν χωρίον: «κα ργίσθη Μωυσς π τος πισκόποις τς δυνάμεως, χιλιάρχοις κα κατοντάρχοις τος ρχομένοις κ τς παρατάξεως το πολέμου»[25].

Στν Καινν Διαθήκην οδες π τος ποστόλους νομάστηκεν πίσκοπος πρν τν νάληψη το Κυρίου μν ησο Χριστο. Μετά τν κ νεκρν νάσταση κα νάληψη το Διδασκάλου τους, ο μαθητές Του, κατ τν ντολήν Του, νέλαβαν τν ποστολν τς διαδόσεως το Εαγγελίου στ πέρατα τς Οκουμένης κατ τ πρότυπον τς ποστολς, πο νέλαβεν Υἱὸς κα Λόγος το Θεο π τν Πατέρα Του[25].

Κατ τν μέραν τς Πεντηκοστς λαβαν λα τ χαρίσματα το Παναγίου Πνεύματος, κα τ νόματα «πόστολος» κα «πίσκοπος». Σν τ χρόν, ο χριστιανικς κοινότητες διατήρησαν τ νομα «πόστολος» «τος ληθς ποστόλοις», ν «τος πάλαι καλουμένοις ποστόλοις πέθησαν» τ νομα πίσκοπος. Κατ τος χρόνους τς διασπορς τν ποστόλων στν οκουμένην, ο πόστολοι χειροτονοσαν πισκόπους. Ο τελευταοι, κατ τν προσφυ κφραση το ωάννη Ζωναρ, δέχοντο τν χειροτονίαν τους «ες τύπον τν δώδεκα ποστόλων»[25].

2. Συμπληρώνοντας τά περί τν προϋποθέσεων κλογς πισκόπου στήν ρθόδοξη κκλησία μας,

φείλει νά τονιστε διαίτερα, τι κάθε μελλοντικός πίσκοπος πρέπει νά γνωρίζει σέ βάθος τήν ρθόδοξη Δογματικήν διδασκαλίαν τν γίων καί Οκουμενικν Συνόδων, γιά τό Μυστήριον τς Παναγίας Τριάδος, γιά τήν μοουσιότητα το Υο πρός τόν Πατέρα, γιά τήν Θεότητα το Παναγίου Πνεύματος, γιά τήν θεολογίαν τν γίων εκόνων. πίσης πρέπει νά γνωρίζει τήν διδασκαλίαν τς κκλησίας μας γιά τό βάπτισμα, γιά τό μυστήριον τς Μετανοίας καί γιά τήν μετοχήν στήν Θείαν Εχαριστίαν, γιά τίς προϋποθέσεις τς χειροτονίας το πισκόπου καί το ερέως καί γιά τό μυστήριον τς κουρς τν Μοναχν.

πό τόν γιον Μητροπολίτην Φιλάρετον Σύνοδος τν Ρώσσων τς Διάσπορς νέκρινεν τίς χειροτονίες τν ρθοδόξων το Πατρίου ορτολογίου στήν λλάδα.


                 

ποστολικότητα τς κκλησίας, πως ναλυτικά ξετέθη, δέν ξαντλεται στό διάσπαστον τς λυσίδας τς ερατικς Διαδοχς πό τούς ποστόλους μέχρι σήμερα. Μία τέτοια διαδοχήν μπορε νά σχυριστε, τι χει καί Πάπας. ποστολική Διαδοχή νοεται μόνον μέσα στήν πιστότητα τς ποστολικς Πίστεως καί Παραδόσεως, χωρίς τίς ποες δέν πάρχει ποστολική Διαδοχή, στω καί ν λυσίδα τν πισκοπικν χειροθεσιν φτάνει μέχρι τούς ποστόλους.

 

κανονικ λεγόμενη χειροτονία, διαδοχική δηλ. πίθεση τν χειρν πί τν χειροθετουμένων ς πισκόπων, ς στορικ συνέχεια τς ποστολικότητας, δν ρκε γι ν καταστήσει Κανονικν οσιαστικά, πνευματικά καί θεολογικά τν σχέση το πισκόπου μ τν κκλησίαν, κα τν πίσκοπον ξιον διάδοχον τν ποστόλων. ποστολικ Διαδοχ δν εναι στερα διαδοχικ χειροτονία προσώπων, λλ στορικ συνέχεια τς Πεντηκοστς, μεταβίβαση τς Χάριτος, πόκτηση τς θέας τς ποκαλυπτικς λήθειας, ναγέννηση κα μετοχ στν δωρεν το γίου Πνεύματος ς θεωρίας κα ς τρόπου ζως, μοιου μ ατν τν γίων ποστόλων, ο ποοι εδαν τν Χριστόν ν δόξ ναστάντα· «εναι τ χαρισματικν ργανον τς συνέχειας τς μπειρίας τς κκλησίας στν ζω τς χάριτος» τς Πεντηκοστς, κατά π. ωάννην Ρωμανίδην.

 

Χαρακτηριστικν εναι τ πολυτίκιον πο φανερώνει στν λότητά της τν χαρισματικν διότητα το πισκόπου «Κα τρόπων μέτοχος, κα θρόνων διάδοχος, τν ποστόλων γενόμενος, τν πρξιν ερες θεόπνευστε, ες θεωρίας πίβασιν· δι τοτο τν λόγον τς ληθείας ρθοτομν, κα τ πίστει νήθλησας μέχρις αματος…». χων τν ποστολικν Διαδοχν, «πραγματικ» εναι μολογητς τς Πίστεως, μάρτυρας τς ληθείας, συνεχιστής τς Προφητικς ποστολικς Παραδόσεως κα συμμέτοχος τς γίας Πεντηκοστς, τς ψιστης μορφς τς Θείας ποκαλύψεως, τς θέας το Θεο, πο καθιστ τος μετέχοντες σ ατήν ποστόλους. «Στ τροπάριον ατ πο ψάλλεται γι τος γίους Πατέρας, γίους πισκόπους, φαίνεται τι προηγεται τ ν εναι κανες μέτοχος το τρόπου τν ποστόλων, πού εδαν τόν Χριστόν ναστάντα κα κολουθε τ ν εναι διάδοχος τν θρόνων τν ποστόλων», πως χαρακτηριστικ δίδασκεν π. ωάννης Ρωμανίδης[25].

 

οσία, πομένως, τς ποστολικς Διαδοχς εναι ρρηκτα συνδεδεμένη μ τν οσίαν τς ποστολικς, πνευματικς -κατ Θεν- Παραδόσεως καί ρθοδόξου Πίστεως κα μ τ βίωμα τς οσιαστικς ποστολικς ζως τς μπειρίας τς Χάριτος καί τς μετοχς στήν σωτερικήν, μυστικήν μνήμην τς ζως τς κκλησίας, κείνων πού χουν θέαν Θεο καί βλέπουν τόν Χριστόν ναστημένον ν δόξ τολάχιστον φτασαν τό στάδιον το πνευματικο φωτισμο.

 

πευθυνόμενοι, τώρα, σ ατος πο προπαγανδίζουν ναντίον μας μφισβητντας φενός μέν τν ποστολικήν Διαδοχν τν ρθοδόξων τς διωκομένης κκλησίας, καί φετέρου θεωρντας αυτος ξιους διαδόχους τν γίων ποστόλων, παράλ-ληλα δέ ναγνωρίζοντας, ο σεβες καί αρετικοί ατοί Νεοημερολογίτες καί Οκουμενιστές, τος αρετικος Λατίνους ς συνεχιστς τν γίων ποστόλων, μέ ποστολικήν δθεν διαδοχήν, τονίζουμε, μ στόχον νά παρουσιάσουμε τήν βιωμένην λήθειαν καί πραγματικότητα, πς ναφορ στν ποστολικν Διαδοχν συνδέεται μ τν διατήρηση καί μεταλαμπάδευση τς καθολικς ποστολικς Παραδόσεως, ζως καί ρθοδόξου Πίστεως, τς σωτερικς, μυστικς μνήμης τς κκλησίας, καί δέν εναι μία πλ λληλλοδιάδοχη πίθεση τν χειρν τν πισκόπων πό τόν να στόν λλον. Συνδέεται μ τν διατήρηση τς παξ παραδοθείσης Πίστεως καί τς διαφύλαξης τν ερν Παρακαταθηκν ς τρόπου ζως καί ς βιώματος, πού δηγε στήν μετοχήν στήν δόξαν το Θεο. Τοιοτοι, ληθες πίσκοποι, εναι ο κλεγμένοι ψήφ κλήρου καί λαο πίσκοποι, πού μετέχουν στήν θέαν τς δόξης το Θεο τολάχιστον βρίσκονται στό στάδιον το φωτισμο τς καρδις.

ποιος ποκόπτεται π τν γίαν ρθόδοξη Παράδοση κα τ ρθόδοξον ατό βίωμα τς θέας το Θεο το φωτισμο ς τρόπου ζως τς κκλησίας, δέν εναι μέλος Της κα συνεπς δέν εναι ς πίσκοπος φορέας τς ποστολικς Διαδοχς.

 

ποστολικ Διαδοχ σημαίνει, πομένως:

-διάκοπη σειρν πισκοπικν Χειροθεσιν τς κκλησίας π τος ποστόλους ως σήμερα μ τν διάσπαστη λληλλοδιάδοχη πίθεση τν χειρν πό τούς προηγούμενους πισκόπους

-στούς πόμενους κλεγμένους ψήφ κλήρου καί λαο παντός πισκόπους, κατά τά κελεύσματα τν Οκουμενικν καί Πανορθοδόξων Συνόδων καί τς ζώσας Παραδόσεως

-σέ κείνους πού διατηρον τν ρθόδοξη Πίστη, Διδασκαλίαν καί Παράδοση καινοτόμητη, τν ποίων κάθαρση καί τολάχιστον φωτισμός ναγνωρίστηκε καί πιβεβαιώθηκε ναμφισβήτητα, δημόσια καί πίσημα, μέ τήν κλογήν τους πό τήν τοπικήν κκλησίαν, τόν κλρον καί τόν λαόν, πού πρόκειται νά ποιμάνουν

-σέ κείνους πού εναι διάδοχοι, Ατς τς κκλησίας, πο θεμελιώθηκε π τος γίους ποστόλους πάνω στν κρογωνιαον λίθον, πο εναι Κύριός μας ησος Χριστός!

 

Συνοπτικά, συνεχιστές τς ποστολικς Παραδόσεως εναι κενοι ο πίσκοποι πού κολουθον τήν Προφητικήν καί ποστολικήν Παράδοση στήν καθολικήν της κφραση καί πόσταση κατά τήν νάλυσή μας, λλά κυρίως εναι μέτοχοι στήν γίαν Πεντηκοστήν, δηλ. στήν ψιστη μορφήν τς Θείας ποκαλύψεως, στήν θέαν το Θεο, πο καθιστ τος μετέχοντας σ ατήν ποστόλους καί ποδεικνύουν τό διάσπαστον τς λυσίδας τς ερατικς Διαδοχς διά τς πιθέσεως τν χειρν πό τούς ποστόλους μέχρι σήμερα.

«Ταύτης δ τς καλς πόλεως ο προεσττες κριτα κα σύμβουλοι ρχν μν π τν ποστόλων κα Μαθητν το Σωτρος μν ελήφασιν, κ δ τς κείνων διαδοχς εσέτι κα νν σπερ κ σπέρματος γαθν φύντες διαλάμπουσι πρόεδροι τς το Θεο κκλησίας καθεσττες» (κατά τόν Εσέβιον).

Στήν συνέχειαν κολουθε τελετουργική νθρόνισή τους στν πισκοπικν δραν.[25]

Ατήν, τν Μίαν γίαν Καθολικήν κα ποστολικν κκλησίαν, τν νότητα, τν συνοχήν, τν διάκοπη λυσιδωτ συνδεδεμένην συνέχειάν Της στν χρόνον π τν ποχν τν ποστόλων μέχρι σήμερα, μαρτυρε κα διασφαλίζει ποστολικ Διαδοχή ς μπειρία τς Χάριτος καί ς μετοχή στήν σωτερικήν μυστικήν μνήμην τς κκλησίας καί στήν θέαν τς δόξης το Θεο τν κλεγμένων ψήφ κλήρου καί λαο παντός καί τολάχιστον τν κεκαθαρμένων καί φωτισθέντων, παρά πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι κλεγέντων καί χειροτονουμένων πισκόπων.

τυπική ξακρίβωση τς συνέχειας τς ποστολικς Διαδοχς ποτελε μέρος τς στορίας κα συνεπς τς κεραιότητας, τς γνησιότητας κα τς λήθειας τς κάστοτε τοπικς κκλησίας καί γι’ ατ τηρεται κατάλογος πο παρουσιάζει τν Διαδοχν κα τν διάκοπη συνέχειαν τν γίων νδρν στος πισκοπικος θρόνους.

 

 

Δ. Ἡ ποστολικ Διαδοχ τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τςλλάδος

στορικ ναδρομ

Τό πνευματικόν καί θεολογικόν πόβαθρον τς ποστολικς Διαδοχς κτενέστερα.                                                                   Χειροτονίες. Κριτήρια πατερικά, θεολογικές καί πνευματικές προϋποθέσεις καί Συμπεράσματα.

 

 

Στ σημεον ατ πρέπει νά γίνει μία ναλυτικότερη στορικ ναδρομ στ γεγονότα, πο πιστοποιον τν ποστολικν Διαδοχν τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας τς λλάδος, λλ κα μι περιγραφ το ερύτερου στορικο πλαισίου κα τν συνθηκν τς ποχς κείνης, πο σέ μεγάλον βαθμόν δικαίωσαν τν δράση κα τς πρωτοβουλίες τν γωνιζομένων καί διαφυλασσόντων τήν Καθολικότητα τς ποστολικς Πίστεως τς κκλησίας καί τό ρθόδοξον βίωμα τν ν σκήσει καί προσευχ χόντων θέαν Θεο μολογητν τς ρθοδοξίας Πατέρων μας, ς το γίου πρώην Φλωρίνης καί πολλν λλων Ποιμένων τς διωκομένης κκλησίας τν ρθοδόξων.

 

Καθολική κκλησία μπορε, σέ συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, νά ποδειχθε, τι εναι τό μικρόν ποίμνιον. πάρχουν πιθανς περισσότεροι αρετικοί παρά ρθόδοξοι πιστοί μέσα στόν κόσμον μας καί μπορε νά ποδειχθε, τι ο αρετικοί εναι παντο καί ληθινή κκλησία ξαναγκάζεται νά ζε στό περιθώριον τς στορίας, μέσα στήν ρημον. Ατό συχνά συνέβη κάι μπορε νά συμβε καί πάλιν. λλά ατός μπειρικός περιορισμός καί ατή κατάσταση μέ κανένα τρόπον δέν καταστρέφει τόν καθολικόν χαρακτρα τς κκλησίας κατά τόν πολύν π. Γεώργιον Φλωρόφσκυ[25].

 

Ατό συνέβη μέ τήν εσαγωγήν τς Καινοτομίας το Νέου Καλενδαρίου, τό 1924, που τό μικρόν ποίμνιον κλήθηκε νά σηκώσει τό βάρος τς μολογίας καί τς ρθοδόξου Μαρτυρίας, στερούμενον, μως, ρχικά πισκοπικς γεσίας.

 

Γιά νά εναι μία χειροτονία κανονική, γκυρη καί ποστατή, τηρουμένων λων τν οσιαστικν, θεολο-γικν καί πνευματικν προϋποθέσεων, πού ναλύθηκαν νωτέρω, δέον νά τελεται ντός τν κόλπων τς Μις, γίας, Καθολικς καί ποστολικς κκλησίας. λες ο χειροτονίες πού τελονται κτός τς κκλησίας εναι ντικανονικές, κυρες καί νυπόστατες, καί μόνον γιά λόγους οκονομίας κκλησία, κινούμενη πό τό γενικόν συμφέρον ναγνώρισε κάποιες χειρο-τονίες αρετικν καί σχισματικν, ο ποοι προςλθαν ν μετανοί στήν κκλησία, κατά τά κτεθέντα νωτέρω κτενς.

 

εσαγωγή το Οκουμενισμο πό τό Πρυτανεον τς ρθοδοξίας, τό Οκουμενικόν Πατριαρχεον, γινεν τό τος 1920 μέ τήν γνωστήν Οκουμενιστικήν γκύκλιον. Τό δεύτερον βμα ταν εσαγωγή το Νέου ορτολογίου στήν Θείαν Λατρείαν, ποία διέσπασεν τό δόγμα τς νότητας στήν ξωτερικήν Λατρείαν,ς νότητας το συνεορτασμο τν ορτν τν κκλησιν στήν Παγκόσμια ρθοδοξίαν). «Καθόσον δέ ν γένει λατρεία εναι κφρασις μα καί βεβαίωσις τς πίστεως, εναι προφανές, τι καί τήρησις τς ατς λατρείας, φ’ σον ατη στηρίζεται πί δογματικν βάσεων, εναι τερον γνώρισμα μα καί στοιχεον τς νότητος τς πίστεως».[25]

Γιά τόν συνεορτασμόν το Πάσχα, πως ναφέρει Μέγας θανάσιος, καί γιά τήν αρεση το ρείου συνλθεν Α΄ Οκουμενική Σύνοδος. Α΄ Οκουμενική Σύνοδος θέσπισε τόν συνεορτασμόν καί τήν νηστείαν τν γίων ποστόλων: «καί μετά τάς το Πάσχα μέρας τας ρισμέναις κδεδόσθαι νηστείαις».[25]

πίσης, εσαγωγή το Νέου ορτολογίου, οσα ναντίον τς γίας Γραφς καί τς ερς Παραδόσεως καταδικάστηκε πό τρες Παν-ορθόδοξες Συνόδους κατά τά τη 1583-1587-1593. κτοτε δέν πάρχει λλη Σύνοδος, αρουσα τό κρος τν ποφάσεων ατν. λλά καί ατός δημιουργός τς Καινοτομίας ατς καί τοῦ φοβεροῦ σχίσματος Χρυ-σόστομος Παπαδόπουλος μέ τήν συνελθοσαν πιτροπήν τό τος 1923, τς ποίας ταν μέλος, ποφάνθηκε, τι δέν δύναται νά δεχθε κκλησία τς λλάδας Νέον ορτολόγιον, διότι θά καταστε Σχισματική.

 

Ατό διακήρυξαν καί σ΄ ατό στηρίχτηκαν ο τρες ρχιερες, Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καί Ζακύνθου Χρυσόστομος, κατά τήν ξοδον ες τόν ερόν γνα ν τει 1935, τι κκλησία τς λλάδος κήρυξεν αυτήν Σχισματικήν διά τς μερολογιακς Καινοτομίας, καί νέλαβον τήν πνευματικήν διοίκηση τν μμενόντων στό Παλαιόν ορτολόγιον, γιά νά συνεχίσουν τήν πορείαν τς ρθόδοξης κκλησίας στόν λλαδικόν χρον καί νά διατηρήσουν τήν ρθοδοξίαν λύμαντον:

 

α) Πρός τήν λληνικήν Θρησκευτικήν Κοινότητα τν Γνησίων ρθοδόξων Χριστιανν                                                                       καί πρός τά παραρτήματα στήν λλάδα

δήλωσαν:

«Προαγόμεθα δηλσαι πασι τος ρθοδόξοις λλησι Χριστιανος τος χομένοις στερρς το Πατροπαραδότου μερολογίου, τι διεκόψαμεν πσαν σχέσιν καί ναφοράν πρός τήν διοικοσαν εραρχίαν, κηρύξασαν αυτήν Σχισματικήν διά τς μερολογιακς καινοτομίας πέναντι τς καθόλου ρθοδοξίας καί ναλαμβάνομεν τήν πνευματικήν διοίκησιν καί κκλησιαστικήν ποιμαντορίαν τν Γνησίων ρθοδόξων Χριστιανν, να συνεχίσωμεν τήν νδοξον στορικήν σταδιοδρομίαν τς ρθοδόξου λληνικς κκλησίας».

Δημητριάδος Γερμανός,

πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος

καί Ζακύνθου Χρυσόστομος.

 

β) Πρός τήν εράν Σύνοδον τς κκλησίας τς λλάδος:

 

…«πειδή, τέλος, δι’ λους τούς νωτέρω λόγους Διοικοσα εραρχία τς λλάδος πέσχισε καί πετείχισεν αυτήν κατά τό πνεμα τν ερν Κανόνων, το καθόλου κορμο τς ρθοδοξίας καί κήρυξεν κατ’ οσίαν αυτήν Σχισματικήν, καθ’ πεφάνθη καί πρός μελέτην το μερολογιακο ζητήματος ρισθεσα πιτροπή ξ εδικν Νομομαθν καί Θεολόγων καθηγητν Πανεπιστημίου, ς μέλος πετέλει τότε καί Μακαριώτατος, ς καθηγητής το Πανεπιστημίου. Διά τατα, ποβάλλοντες ες τήν Διοικοσαν Σύνοδον τήν πισυνημμένην διαμαρτυρίαν μν, δηλομεν, τι κόπτομεν το λοιπο πσαν σχέσιν καί κκλησιαστικήν πικοινωνίαν μετ’ Ατς, μμενούσης ες τήν μερολογιακήν Καινοτομίαν».[25]

 

Τν Σεπτέμβριον το 1955 γιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης κοιμήθηκε. νέος ατς μολογητς κα γιασμένος Πρωθιεράρχης, πως εναι γνωστόν, εελπιστοσε, τι θά γίνει παναφορ τς κανονικς τάξης καί το κκλησιαστικο ορτολογίου  καί ἡ ἐπιστροφή στν Παράδοση τς κκλησίας, στε ν μν παγιωθε διχασμς στ σωτερικόν τς κκλησίας τς λλάδος, λπίδα τν ποίαν διατηροσε, κόμη τότε καί Κλρος κα λας τν ρθοδόξων.

 

Μετ τν σιακήν του κοίμηση, λοιπόν, παρουσιάστηκε νάγκη νάδειξης διοικήσεως τς κκλησίας τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μ προσωρινν χαρακτρα γι λόγους τάξεως, τν ποίαν κα νέλαβε δωδεκαμελς ρετ π το ερο Κλήρου- κκλησιαστικ πιτροπή. Στν πλειοψηφίαν τους τ μέλη τς πιτροπς σαν ρχιμανδρίτες μ Πρόεδρον τν κάκιον Παππν.

 

πιτακτικ νάγκη κα συνεπς προτεραιότητα τς πιτροπς ταν ντικατάσταση τς προσωρινς διοίκησης μ τν μόνιμη κείνην κα κανονικν ρχιερατικν γεσίαν, πο θ ναλάμβανεν πνευματικ τν διακονίαν καί διαποίμανση τς κκλησίας μας.

 

ρχικά, κα προτο δρομολογηθε οαδήποτε νέργεια, γι τν κανοποίηση τς πιτακτικς ατς νάγκης, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες πικοινωνίας, μέσ διαβημάτων, γι τν παναφορν το Πατρίου ορτολογίου π τν τότε κκλησίαν τς λλάδος, φο ατ ταν μεγαλύτερη πιθυμία κα λπίδα τς Γνήσιας Ἐκκλησίας, ποία κα δυστυχς ποδείχθηκε καρπη. πόδειξη τς προθέσεως ατς παρουσιάζεται σ γγραφον, πο κοινοποιεται στ μερολόγιον τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας το τους 1959.

 

κολούθησαν νέργειες, γι τν προσχώρηση μεμονωμένων ρχιερέων, πως το Μητροπολίτη Κορυτσς Ελόγιου Κουρίλα, π τν τότε κρατοσαν κκλησίαν, ο ποοι ναγνώριζαν τν δίκαιον γνα τν ρθοδόξων, νέργειες πο, μως, δν τελεσφόρησαν.

 

Ν σημειωθε, πς εραρχία τς τότε Νεοημερολογιτικῆς Ἐκκλησίας τς λλάδος, πως λλωστε κάνει κα σήμερα, ασθάνονταν τν παρξη κα τν προσπάθειαν τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας γι διατήρηση τν Πατρώων Παραδόσεων ς πειλν, γι τν μεθοδευμένην μελλοντικν οκουμενιστικήν της κατεύθυνση κα κατέβαλε πίμονες κα πρς πσαν κατεύθυνση προσπάθειες νακοπς κα ναστολς τς συνέχειας κα τς διατήρησης τς Γνήσιας κκλησίας στν λλαδικν χρον.

 

κφοβισμς, σ συνδυασμν, μ τν δημιουργίαν ξεπέραστων μποδίων πρς οονδήποτε εράρχην κατανοοσε κα πιθυμοσε τν στήριξη κα τν νίσχυση τν γωνιστν τς ποστολικς Πίστεως καί τν ερν Παραδόσεων, πέκλειαν κάθε νδεχόμενον νάληψης τς ερς ατς εθύνης π λληνα ρχιερέα. Εναι γεγονς, πς τ γχείρημα παιτοσε προσωπικότητες μ διάθεση ατοθυσίας, γενναες καί γιασμένες. Τν στήριξη το ερο γνα, πως στορία πέδειξε, τν ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία, ντως, π γιασμένες προσωπικότητες, πως γιος ωάννης Μαξίμοβιτς καί γιος Φιλάρετος, Πρόεδρος τς κκλησίας τν Ρώσσων τς Διασπορς.

 

Τν κτώβριον το 1957 πραγματοποιήθηκε τ Β΄ Πανελλήνιον ερατικν Συνέδριον τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τς Ἑλλάδος στν θνα. Στ πλαίσιον το Συνεδρίου ατο γιναν κατά τούς ερούς Κανόνες π Πρεσβυτέρους κα ρχιμανδρίτες ς κπροσώπους τν 107 -(κατ΄ λλους 103-120)- κκλησιαστικν Παραρτημάτων τς λλάδος ρχαιρεσίες κλογς ποψηφίων Κληρικν γι τν ρχιερωσύνην.

Ο κλογς εχαν ς ποτέλεσμα τν νάδειξη καταλλήλων πρός χειροτονίαν τν ρχιμανδριτν Χρυσόστομου Νασλίμη, κάκιου Παππ κα Χρυσόστομου Κιούση, ο ποοι κα θεωρήθησαν κτοτε κλεγμένοι ποψήφιοι πίσκοποι τς κκλησίας μας[25].

Μ ναδεδειγμένα κα αρετ πλέον πρόσωπα π τν βάση τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας γι τος πισκοπικος θρόνους, κα μ δεδομένην τν καμπτη κα σκληρ στάση τς κκλησίας τς λλάδος, πο ποδείκνυε τ μάταιον τν προσπαθειν τς ληθινς κκλησίας γι παναφοράν της στν κανονικν ρθόδοξη Πίστη καί τάξη, πευθύνθηκε ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σ κκλησίαν το ξωτερικο, ποία διατηροῦσε τό ορτολόγιον τν Πατέρων καί τήν νιαίαν ρθόδοξη Πίστη, κα συγκεκριμένα στ Πατριαρχεον εροσολύμων. Σκοπς ταν νταξη τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στν Σύνοδον το Πατριαρχείου εροσολύμων, μ βασικν προϋπόθεση, στόσον, τν παύση τς κοινωνίας τν εροσολυμιτν μ λους, σοι κολουθοσαν τν Καινοτομίαν το Νέου μερολογίου. προσπάθεια, μως, πέβη καρπη.

 

Δρομολογήθηκε τότε, πικοινωνία - κκληση βοηθείας, μέσ ατήσεων καί παρακλήσεων, π κκλησιαστικς ρχς το ξωτερικοῦ, γι νά χειροτονηθον ο κλεγμένοι δη γιοινδρες κα ν δυνάμει πίσκοποι τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, μ πώτερον πλέον στόχον τν σύσταση Συνόδου.

πευθυνθήκε ἡ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σ Συνόδους κα ρχιερες γνησίου ρθοδόξου φρονήματος, μ ναμφισβήτητη τν ποστολικν Διαδοχν κα τν διατήρηση νόθευτης κα ναλλοίωτης τς Πίστης  τς πατρώας εσεβείας καί τς ερς Παραδόσεως. Ο ρχιερες ατο σαν ο Σέρβοι τς «Μετροπόλια» κα ο εράρχες τς «ρθόδοξης κκλησίας τν Ρώσων τς Διασπορς».

Κα ο δύο Σύνοδοι σαν γκατεστημένες στν μερικήν.

 ρθόδοξη κκλησία τν Ρώσων τς Διασπορς, εδικς, τηροσε ξεκάθαρη ντιοικουμενιστικν στάση, διαιτέρως δ, μετ τν κλογν ς ρχιεπισκόπου τς λληνορθόδοξου ρχιεπισκοπς μερικς το Νέου μερολογίου, το Μασόνου καί βλασφήμου, παναιρετικο  άκωβου Κουκούζη, πο ταν μέγας Οκουμενιστής.

 

λληνορθόδοξη ρχιεπισκοπ το Νέου μερολογίου στν μερικήν, σ θεσμη συμφωνίαν μ τν σχισματική καί Καινοτόμον κκλησίαν τς λλάδος, βρίσκονταν σ μόνιμη γρήγορση, προκειμένου ν ποτρέψει νδεχόμενη χειροτονίαν λληνος πισκόπου στς Η.Π.Α. π ποιαδήποτε Κανονικν Δικαιοδοσίαν.

πικρατοσεν -πως λλωστε κα στν λλάδα- να εδος «τρομοκρατίας» π τς «κρατοσες / πίσημες κκλησίες». ς κ τούτου ο ρθόδοξες στ φρόνημα κκλησίες διώκονταν κα φίσταντο πόλεμον π τν Νεωτεριστν, πο στόχον εχε τν διχασμν το ποιμνίου τους, τν ναστάτωση στ σωτερικν κα τελικς τν διάλυσή τους. Παρ τ γεγονς, τι ρθόδοξη κκλησία τν Ρώσων τς Διασπορς δν βρίσκονταν σ κοινωνία μ τος Νεωτεριστς τς ρχιεπισκοπς, στόσον, δίσταζε ν θέσει σ κίνδυνον τς σχέσεις κα τν θέση της, γραμμ προσωπικ το τότε Μητροπολίτη τς κκλησίας τν Ρώσων τς Διασπορς, ναστασίου.

 

βοήθεια, λοιπν, λθεν π μεμονωμένους ρχιερες, ο ποοι φενός μέν ς μονάδες δν θεταν σ κίνδυνον τν μπερίστατον Σύνοδον κα τν κκλησίαν τους, φετέρου δέ διέθεταν τ σθένος, πως τ ερν -κ τς θέσεως κα τς Χάριτος- καθκον πέβαλεν στν συνείδησή τους, ν ναλάβουν τν Χειροτονίαν τν πισκόπων χάριν τς συνέχειας τς Παραδόσεως στν μόδοξη τότε ρθόδοξη λλάδα.

 

Τν Μάιον το 1958, Γνήσια κκλησία πικοινώνησεν μ τν μόπιστον συναγωνιστήν δελφόν, ρχιεπίσκοπον Σικάγου κα Ντιτρόιτ Σεραφείμ, εράρχην τς Συνόδου τν Ρώσων τς Διασπορς. Γι τν πικοινωνίαν ατν μεσολβησεν Ρσος γιοσαββαΐτης Μοναχός, ντώνιος[25].

ρχιεπίσκοπος Σεραφεμ κδήλωσεν τ μπρακτον νδιαφέρον του ν νισχύσει τν δίκαιον γνα τν μοδόξων λλήνων. Γι τς νάγκες τς Χειροτονίας, στόσον, πρεπε ο κλεγμένοι λληνες ρχιμανδρίτες ν ταξιδέψουν στς Η.Π.Α. Ο συνθκες τς ποχς, μως, δν τ πέτρεπαν, κι μόνος ποος κατάφερε ν περβε τ τεράστια μπόδια ταν  ρχιμανδρίτης κάκιος Παππς.

              Γι τν στορίαν πρέπει ν ναφερθε, τι τότε ρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κιούσης, νας κ τν τριν ν δυνάμει πισκόπων, (κλεγείς πό πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι), κατ τν πίσκεψή του στν μερικανικν Πρεσβείαν, γι τν κδοση τς παραίτητης γι τ ταξίδι βίζας, πληροφορήθηκεν π τος ρμόδιους τς πηρεσίας, πς εναι δύνατον ν το δοθε σχετικ δεια, φο τ νομά του ναγράφεται μ κόκκινον χρμα στος καταλόγους, ς νδειξη παγορευτικ, γι τν κδοση βίζας.

 

Τν κτώβριον το 1960  ρχιμανδρίτης κάκιος Παππς ταξίδεψε στν Νέαν όρκην, συνοδευόμενος π τν νιψιν κα συνονόματόν του ρχιμανδρίτην κάκιον. Γι τς νάγκες τς Χειροτονίας το λληνορθοδόξου πισκόπου, ρχιεπίσκοπος Σικάγου κα Ντιτρόιτ Σεραφεμ συλλειτούργησε μ τν κ Ρουμανίας πίσκοπον Σεβρν, Θεόφιλον ονέσκου, ποος διατηροσεν νοριακος ερος Ναος ντός τς παρχίας το ρχιεπισκόπου Σεραφείμ καί παγόταν μέν στήν Σύνοδον τν Ρώσσων τς Διασπορς, λλά εχεν νορίες στήν δικαιοδοσίαν του, πού κολουθοσαν τόν Νέον Καλενδάριον.

 

Στς 9/22 Δεκεμβρίου 1960 τελέσθηκε Χειροτονία το πισκόπου Ταλαντίου, κακίου, στν ερν Ναν γίου Νικολάου, στ Ντιτρόιτ. Παρόντες σαν ο ρχιμανδρίτες Πέτρος στυφίδης κα κάκιος νεώτερος, μετέπειτα Διαυλείας. Στ πλαίσιον τς συμφωνίας τς κκλησίας μας μ τν Σεβασμιώτατον Σεραφείμ γινε σαφς, πς δύο χρόνια μετ τν Χειροτονίαν το πισκόπου κακίου Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τς Ἑλλάδος θ δρομολογοσεν τν Χειροτονίαν κι λλων πισκόπων, πο θ κανοποιοσεν πλέον τν σύσταση τς εραρχίας τς Γνήσιας Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τς Ἑλλάδος, μ τν βοήθειαν τέρου ρχιερέως π τν δίαν Σύνοδον, ατν τν Ρώσων τς Διασπορς. τσι κα γινε.

 

Στς ρχς το 1962, δύο χρόνια μετ τν Χειροτονίαν το πισκόπου κακίου, κδηλώθηκε, πίσης, μπρακτον νδιαφέρον κα πιθυμία π τν ρχιεπίσκοπον Χιλς κα Περο Λεόντιον Φιλίπποβιτς, τς ερς Συνόδου τν Ρώσων τς Διασπορς, γιά τόν σχηματισμόν Συνόδου, στήν κκλησίαν τς λλάδος. ρχιεπίσκοπος Λεόντιος προθυμοποιήθηκε, ν νισχύει τν τίμιον γνα τν Γνησίων λληνορθοδόξων κα προσφέρθηκε μάλιστα ν ταξιδέψει στν λλάδα. παφ μ τν ρχιεπίσκοπον Λεόντιον, πρέπει ν σημειωθε, τι πραγματοποιήθηκε στ πλαίσιον τς πικοινωνίας πο ξακολουθοσε ν φίσταται μεταξ το πισκόπου κακίου μ τν ρχιεπίσκοπον Σεραφείμ.

 

Στς 7/20 Μαΐου το 1962 φίχθη στν λλάδα ρχιεπίσκοπος Χιλς κα Περο Λεόντιος, ποος κα προέβη μαζ μ τν πίσκοπον Ταλαντίου κάκιον στς Χειροτονίες τν πισκόπων

α) Κυκλάδων, Παρθενίου Σκουρλ,

β) Γαρδικίου, Αξεντίου Πάστρα κα

γ) Μαγνησίας, Χρυσοστόμου Νασλίμη, (κλεγέντος πό πάντων τν μελλόντων ποιμαίνεσθαι).

 

κολούθως χειροτονήθηκαν καί λλοι μή κλεγέντες, ψήφ κλήρου καί λαο παντός ς πίσκοποι ο:

                  α΄ Σαλαμνος, Γερόντιος Μαριόλης κα

                  β΄ Διαυλείας, κάκιος Παππς νεότερος[25]

 

ξαιρετικς σημασίας γεγονότα ποτελον τ ξς:

 

1) π τ 1957 πρχεν πικοινωνία τς Γνήσιας λλαδικς ρθόδοξης κκλησίας μ τν γιον εράρχην ωάννην Μαξίμοβιτς, ρχιερέα τς ρθόδοξης κκλησίας τν Ρώσων τς Διασπορς στν Δυτικν Ερώπην. κατ πάντα μόδοξος γιος ρχιερέας κατανοοσε τν νάγκην τν καιρν κα ασθανόταν τν εθύνην γι τν στήριξη τν Γνησίων ρθοδόξων Χριστιανν τς λλάδος. Ατός, μαζ μ τν Ντιτρόιτ Σεραφεμ -πο δρομολόγησεν τν πρώτην Χειροτονίαν, ατν το κακίου Παππ- κα τέσσερις κόμη ρχιερες τς Ρωσσικῆς Συνόδου, εχαν προβε σ διάβημα πρς τν Σύνοδόν τους πρ τς Χειροτονίας λλήνων πισκόπων.[25] Μητροπολίτης, μως, ναστάσιος, δεδομένης τς τότε γραμμς του, δν  νταποκρίθηκε στν κκληση τν λλήνων. Ν σημειωθε, πίσης, πς μ τν γιον ωάννην Μαξίμοβιτς, ταν καί συνδεόμενος μ γκάρδια φιλίαν ρχιεπίσκοπος Περο κα Χιλής, Λεόντιος, πο, μαζ μ τν πίσκοπον κάκιον Παππν, προέβησαν στς λοιπς Χειροτονίες λλήνων ρθοδόξων πισκόπων.

 

2) Τ Μάϊον το 1964 νέλαβεν ς νέος Πρωθιεράρχης τς κκλησίας τν Ρώσων τς Διασπορς Μητροπολίτης γιος Φιλάρετος, ποος σ ντίθεση μ τν Μητροπολίτην ναστάσιον, κολούθησε διαφορετικήν, μολογιακήν, γραμμήν. Ατς ταν μάλιστα, πο λίγα χρόνια ργότερα, τ τος 1969,  προέβη στν  πίσημη Συνοδικν ναγνώριση τν πισκοπικν Χειροτονιν τν ρχιερέων τς κκλησίας τν ρθοδόξων, ναγνωρίζοντας τν εραρχίαν τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ς «δελφος ν Χριστ, σ πλήρη κοινωνίαν, μετ' λλήλων».  νέργεια ατ γινεν στερα π πικοινωνίαν του μ τν τότε ρχιεπίσκοπόν Αξέντιον κα προκειμένου ν πάψει πλέον πισήμως κα δι παντς οαδήποτε μφισβήτηση περ τς κανονικότητος τν Χειροτονιν κα τς ποστολικς Διαδοχς τν εραρχν τς κκλησίας τν ρθοδόξων στήν λλάδα.

 

Συγκεκριμένα:

 

«Στς 15/28 Δεκεμβρίου το 1967 γιος Μητροπολίτης Φιλάρετος βεβαιώνει, τι ρχιεπίσκοπος κάκιος χειροτονήθηκε π δύο ρχιερες τς ερς Συνόδου του, νομαστικ, πό τν ρχιεπίσκοπον Σικάγου κα Ντητρόϊτ Σεραφεμ κα τν πεύθυνον τν Ρουμανικν Κοινοτήτων πίσκοπον Θεόφιλον, γι΄ ατ κα π τν ερν Σύνοδον τς ΡΟΕΔ δν πάρχει καμμία μφιβολία, ναφορικά μέ τ κρος τς χειροτονίας το πισκόπου Ταλαντίου κακίου» [25]

«Τν Μάιον-ούνιον το 1969 γιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, πευθυνόμενος κα πάλιν πρς τν ρχιεπίσκοπον τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας Αξέντιον, τονίζει, τι ερ Σύνοδος τς ΡΟΕΔ ναγνωρίζει τ κρος τν πισκοπικν χειροτο-νιν το Σεβ. ρχιεπισκόπου κακίου κα σων χειροτονιν πισκόπων πακολούθησαν γι τν Γνήσια ρθόδοξηκκλησίαν. δ λληνικ εραρχία θεωρεται "δελφ ν Χριστ, ν πλήρει κοινωνί μετ τς Ρωσικς Διασπορς".[25]

«Στς 18/31 Δεκεμβρίου το 1969 κδόθηκε πίσημη Πράξη Συνοδικς ναγνωρίσεως τν πισκοπικν χειροτονιν τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας κα τι ρχιερατικ Σύνοδος τς ΡΟΕΔ θεωρε τν εραρχίαν τς κκλησίας τν ρθοδόξων ς δελφος ν Χριστ, σ πλήρη κοινωνίαν μετ΄ λλήλων. Συνοδικ Πράξη πογράφεται π τν γιον Μητροπολίτην Φιλάρετον κα δέκα κόμη ρχιερες τς ΡΟΕΔ».[25]

ξιοσημείωτη εναι, πίσης, μυστικότητα, κάτω π τν ποίαν πραγματοποιήθηκαν κα ο δύο στορικς Χειροτονίες, τόσον πρώτη το 1960 στν ερν Ναν το γίου Νικολάου, στ Ντιτρόιτ τν Η.Π.Α., κατ τν διάρκειαν νυκτερινς Θείας Λειτουργίας, σον κα δεύτερη Χειροτονία το 1962 στν ερν Μονν γίου Νικολάου Παιανίας στν ττικήν, κα συγκεκριμένα στ παρεκκλήσιον το γίου Μην, που μετέβη ρχιερέας τν Ρώσων τς Διασπορς Λεόντιος[25]. Τ μέτρα προστασίας πο λήφθησαν, προκειμένου ν διαφυλαχθε μυστικότητα το γεγονότος π τν κρατοσαν κκλησίαν, θύμιζαν τς ποχς τν παράνομων κα πάνθρωπων διωγμν ναντίον τς Γνήσιας ρθοδοξίας το παρελθόντος καί τίς ντίστοιχες το κόκκινου θηρίου τς ποκαλύψεως τν θέων Κομμουνιστν.

 

Χωρς προηγούμενον χαρακτηρίζεται κα πόλεμος τν ποον πέστησαν ο δύο ρχιερες τόσον Ταλαντίου κάκιος, σον κα εράρχης Λεόντιος. ταν Ταλαντίου κάκιος πέστρεψεν π τν μερικήν, κτς π τν νθουσιασμν μ τν ποον τν ποδέχθηκεν τ ποίμνιον τς Γνήσιας ρθόδοξης κκλησίας, φοβερς πιθέσεις τόσον οσιαστικς σον κα πικοινωνιακς περίμεναν τν γηραιν πλέον γωνιστήν, π τος ντίστοιχους τότε μέ τούς σημερινος πικριτές τς Γνήσιας ρθοδοξίας. Ο συκοφαντίες κα ο πικοινωνιακς πιθέσεις δν λλειψαν κα στν περίπτωση το εράρχη τν Ρώσων τς Διασπορς, πο μ πλήρη συνείδηση το καθήκοντός του νέλαβεν τν εθύνην τς Χειροτονίας τν πισκόπων τς Γνήσιας ρθοδοξίας στήν λλάδα.

 

να κόμη σημεον πο φανερώνει τν ντιξοότητα κα τς δυσκολίες τς ποχς, πο ο γωνιστς Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ποιμένες τότε, φειλαν ν ντιμετωπίσουν, ταν ο οκονομικς συνθκες, ο ποες δν πέτρεπαν τ περατλαντικ ταξίδια τν Κληρικν, πο τελικς πραγματοποιήθηκαν μ οκονομικν βοήθειαν προερχόμενη π τν γουμένην τς ερς Μονς γίας Ερήνης Χρυσοβαλάντου στ Λυκόβρυση, είμνηστη Γερόντισσαν Μελετίαν, καθς καί π τν λαϊκν κ Θήβας, πέρμαχον το ερο γνα, Κωνσταντνον Τουτουζαν[25], λλά καί πό τόν μακαριστόν Θεολόγον καί Γυμνασιάρχην Σταρον Καραμτσον.

κτοτε κα ς πρς τν ποστολικν Διαδοχν ως σήμερα χειροτονήθηκαν ο ξς ρχιεπίσκοποι:

- μή κλεγμένος ψήφ κλήρου καί λαο παντός, Αξέντιος Πάστρας,

- κλεγείς δίς πό το λαο καί τς εραρχίας μακαριστός ρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Κιούσης, κα

- νν διάδοχος το μακαριστο ρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου το Β΄, γωνιστής καί μολογητής ρχιεπίσκοπος τςκκλησίας κ. κ. Καλλίνικος Σαραντόπουλος.

 

Ατ εναι ποστολικ Διαδοχ κα συνέχεια γι τν νεότερη στορίαν τς Γνήσιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας π τ 1960 κα μετά, τς κκλησίας τν ρθοδόξων παλαιοημερολογιτν», πως ο Νεωτεριστς καί Καινοτόμοι νόμασαν τούς ληθινούς ρθοδόξους μολογητές)· τν «Γνησίων» ρθοδόξων Χριστιανν λλάδος, προσωνυμία, τήν ποίαν ναγκαστικς χρησιμοποιήσε Γνήσια ρθοδοξία, προκειμένου ν διαχωρίσει τν θέση της π τν παράνομη κα αταρχικν Καινοτομίαν τς μερολογιακς μεταρρυθμίσεως το 1924 κα τς λέθριες συνέπειες, πο ατ πέφερε, διχάζοντας τν ρθοδοξίαν ν γένει, λλ κα εδικς διχάζοντας τν κκλησίαν στν Πατρίδα μας καί δημιουργντας τό μέγα αρετικόν Οκουμενιστικόν σχίσμα.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΩΝ ΓΟΧ

Scribd

https://id.scribd.com › document › ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ-ΓΙ...

 

EG- Recht. Direktor: Dr. Jur. Nikolaos Dimaras a.o. Prof. f. Zivil- Handels u. Arbeitsrecht Midias 9, 26332. Patra-Hellas ... - (Tel. u. Fax): 2610-334086 ...

 

[26] Βλ. ἐν φωτοαντιγράφῳ τό ἐπισυναπτόμενον ἡμέτερον, κλασσικόν πλέον ἔργον, Δημαρά Ν. «Προβλήματα δικαστικής ακρόασης» Δίκη τ. 3/1984, σελ. 179 ἑπ. στά ἑλληνικά,  καί στά γερμανικά “Probleme des rechtlichen Gehörs im Zivilprozess” καί ὅπως παραπέμπονται οἱ ἐργασίες μου μέ χιλιάδες παραπομπές στήν Ἑλλάδα καί  διεθνῶς, (ἐνδεικτικά παρακάτω), σέ σημαντικά ἐπιστημονικά ἄρθρα, περιοδικά καί δημοσιεύματα, ἀναφορικά μέ τό δικαίωμα τῆς προηγούμενης ἀκρόασης σέ σχέση μέ τό ἀντικείμενο τῆς δίκης:

Normkonkretisierung jstor https://www.jstor.org › stable

Nikolaos Dimaras: Die enge Beziehung des Zivilrechts zum Zivilprozessrecht und der Einfluss der Verfassung auf das Zivilprozessrecht. (291) ...
Die Bindung Dritter an Prozessergebnisse

Soldan.de

https://www.soldan.de › media ›

... Dimaras, Anspruch „Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung, 1987, S. 3; Ferrand, in: FS Gottwald, 2014,. S. 143, 147 Fn. 41; Gottwald, in: FS Musielak, 2004, S ...47 pages

Verbandsklage im deutschen und österreichischen ... Deutsche Nationalbibliothek

https://d-nb.info › ...

by MA Max — Dimaras, Anspruch „Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung (1987). ... Streitgegenstand bezieht. Gegen die gesetzlichen Voraussetzungen in § 8b .. Die Aufklärungs- und Mitwirkungspflicht der Parteienbei ... ResearchGate https://www.researchgate.net › 30...

... Dimaras, Anspruch »Dritter« auf Verfahrensbeteiligung, 1987, S. 9–17; Baur, AcP 153. (1954), 394 (404–408). 72 Über die allgemeine Rolle der Drittinteressen ...

 Das niederländische Mahnverfahren ...Universiteit Utrecht https://research-portal.uu.nl › files › sujecki

by B Sujecki — ... Streitgegenstand die persönliche. Zustellung aus Sicht des ... Dimaras, Die enge Beziehung, S. 295; Matscher, Der Einfluß der EMRK auf den ...LA SUCCESSIONE A TITOLO PARTICOLARE NEL ...iris@unitn https://iris.unitn.it › retrieve

by P Widmann — ... Streitgegenstand im Zivilprozess, Heidelberg, 1961, pag. 139 (per l ... DIMARAS, op. cit., pag. 87 ss.;. W. GRUNSKY, Grundlagen des Verfahrensrecht ...

580 pages

La successione a titolo particolare nel diritto controverso UniTrento

http://eprints-phd.biblio.unitn.it › Paola_Widmann

by P. Widmann · 2013 — ... DIMARAS, N., op. cit., pag. 42; PAWLOWSKY H. M., op. cit., pag. 684, che propongono di attribuire all'avente causa intervenuto, in ogni caso ...

354 pages

Zivilprozessordnung und Nebengesetze: Band 2/1 §§ 50- ...

dokumen.pub https://dokumen.pub › ...

Unter Streitgegenstand versteht man hier den materiellrechtlichen Streitgegenstand ... Dimaras, Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung (1987); Häsemeyer …

Zivilprozessordnung und Nebengesetze: Band 2 §§ 50 ... dokumen.pub

https://dokumen.pub › ...

... Dimaras Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung (1987); Häsemeyer Drittinteressen im Zivilprozess ZZP 101 (1988) 385; Jauernig Subjektive Grenzen der ...Die Drittwiderklage

dokumen.pub https://dokumen.pub › download

Henckel, Parteilehre und Streitgegenstand im Zivilprozeß, S. 17 ... Dimaras, Nikolaos: Anspruch „Dritter“ auf Verfahrensbeteiligung, Pfaffenweiler 1987.

 

[27] Ο αρετικο εναι νεκροί. Δν μπορον ν νεργον ν νόματι τς Καθολικς κκλησίας, γιατί βλασφημον τ Πανάγιον Πνεμα. Ατ μᾶς διδάσκουν ο γιορετες Πατέρες ο π Βέκκου το Λατινόφρονος Μαρτυρήσαντες. Ατ μᾶς διδάσκει Μέγιστος τν Θεολόγων γιος Νικόδημος γιορείτης, ναφορικ μ τος Εκονομάχους, πρ τς τελείας κατακρίσεώς τους π τν Ζ΄ Οκουμενικν Σύνοδον: 

  ποσημείωση στν γ΄ ποστολικόν, πού παιτε τ δεύτερο πρόσωπο, γι ν νεργοποιήσει τν ποιν το κανόνα, ν πέλθει δηλ. ννομη συνέπεια το ερο Κανόνος, ναφέρεται σ μεμονωμένους πισκόπους, πού κατ' ξοχν διαπράττουν Κανονικς παραβάσεις κα χι σ θέματα πίστεως! πειδ πρόκειται γι μεμονωμένον πίσκοπον, παιτεται δίκη κα καταδίκη π τν κκλησία, Ἱερόν Πηδάλιον, ὑπος. 1 στόν Γ΄ Ἀποστολικόν Κανόνα, σελ. 4-5, Θεσσαλονίκη 1982, ἀκριβής ἀνατύπωσις τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ 1864: «Οἱ Κανόνες προστάζουσι τήν Σύνοδον τῶν ζώντων Ἐπισκόπων, νά καθαίρουν τούς ἱερεῖς, νά ἀφορίζουν, νά ἀναθεματίζουν τούς λαϊκούς, ὅπου παραβαίνουν τούς Κανόνας. Ὅμως, ἄν Σύνοδος δέν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τήν καθαίρεσιν τῶν ἱερέων, τόν ἀφορισμόν, ἀναθεματισμόν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί, καί οἱ λαϊκοί, οὔτε καθηρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφορισμένοι ἀναθεματισμένοι. Ὑπόδικοι, ὅμως ἐδῶ μέν εἰς τήν καθαίρεσιν καί ἀφορισμόν ἀναθεματισμόν, ἐκεῖ δέ εἰς τήν θείαν δίκηνὍθεν σφάλλουσιν μεγάλως, ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι ὅπου λέγουσιν, ὅτι εἰς τούς παρόντας καιρούς ὅλοι οἱ παρά κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι, εἶναι ἐνεργείᾳ καθηρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ τά  τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μήν νοοῦσα, ὅτι προσταγή τῶν Κανόνων, χωρίς τήν ἔμπρακτον ἐνέργειαν τοῦ β΄ προσώπου, ἤτοι τῆς συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καί πρό κρίσεως, μήν ἐνεργοῦσα καθἑαυτήν. Αὐτοί οἱ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι φανερά ἐξηγοῦσι τόν ἑαυτόν τους μέ τόν μς. Κανόνα τους, ἐπειδή δέν λέγουσι, πῶς ἤδη εὐθύς ἐνεργείᾳ εὑρίσκεται καθηρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος δεχθῆ τό τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα, ἀλλά καθαιρεῖσθαι προστάζομεν, ἤγουν νά παρασταθῆ εἰς κρίσιν, καί ἄν ἀποδειχθῇ, πῶς τοῦτο ἔκαμε, τότε ἄς γυμνωθῇ μέ τήν ἐδικήν σας ἀπόφασιν ἀπό τήν ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν.» Στίς συγκεκριμένες, ὅπως παραβάσεις τοῦ σ. Ἀττικῆς θεωροῦνται ὡς πλήρως ἀποδεδειγμένα τά ὑπ’ αὐτοῦ πραχθέντα, ἀφοῦ ἡ δημσίευση τῶν πεπραγμένων του ἔγινεν ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου καί συνιστοῦν ὁμολογίαν, πού σημαίνει πλήρη ἀπόδειξη, μήν ἐπιτρεπομένης ἀνταποδείξεως!  Ὁπότε τό ἄν ἀποδειχθεῖ εἶναι τελείως ἀποδεδειγμένον καί δέν ἀπαιτεῖται κάποια δίκη περί τοῦ «πῶς τοῦτο ἔκαμε»! Αὐτό πού ἀπομένει εἶναι ἡ ἀξιολόγηση τῶν τελείως ἀποδειχθέντων γεγονότων, γιά τό ποιά κανονικά ἐπιτίμια θά ἐπιβληθοῦν, συνεκτιμῶντας ἡ Σύνοδος τήν ὅλην στάση καί τό ἔργον τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου.

 Δν εναι, μως, τσι τ πράγματα, ταν χουμε θεσμικὴν κτροπήν, νατροπὴν τς παραδόσεως τς διαίρετης κκλησίας μ συνοδικς ποφάσεις νωση μ αρετικούς, μετ π συνοδικς ποφάσεις! Δηλ. ὅταν ἔχουμε κκλησιοποίηση τς αρέσεως.

 Στν 68ον ποστολικὸν ξεκαθαρίζει ατὴν τν θέση του γιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κα συμφωνε σύμπασα κκλησία:

 Κα πρ συνοδικς διαγνώμης, ο αρετικο δηλ. πού δν χουν καταδικασθε, βρίσκονται κτς κκλησίας. Κα κανονικ θ πρεπε ν χειροτονηθον ξ ρχς, ταν προσέρχονται στν κκλησία. 

 Γιατί δν τ κανε ατ κκλησία, κατ τν Ζ΄ Οκουμενική;

                  παντ κοινς διδάσκαλος, Μέγας Νικόδημος γιορείτης:

                  Δι τ πλθος τν πιπολλαζόντων (κυριαρχούντων) Εκονομάχων.  Τος δέ-χθηκε Ζ΄ Οκουμενικ μ μολογία κα ποκήρυξη τς αρέσεως κα σύνταξη μ τν ρθοδοξίαν.

                  Ατ σημαίνει, τι κκλησία τος σχυροποίησε στς ερατικς θέσεις. 

                  Πρόσωπον κκλησίας πέχει Οκουμενικ Σύνοδος.

                  Δι πολλν μεγάλην οκονομίαν, πού χρησιμοποίησε κκλησία, (οκονομικς κα ξ νάγκης), τος δέχθηκε. Κανονικά δηλ. θά ἔπρεπε νά τούς χειροτονήσει ἐξ ἀρχῆς, κατά τόν 8ο Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς.

                   Αὐτό, λοιπόν, σημαίνει καί «τό δέν διαβεβαιοῖ» τοῦ μνημειώδους Ἑνωτικοῦ κειμένου. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τούς δέχεται, τούς ἁγιάζει, τούς ἰσχυροποιεῖ, τούς παρέχει τήν πληρότητα τῆς Χάριτος καί τῆς πλουσίας καί ἀκώλυτης ἱερωσύνης. Τό δέν διαβεβαιοῖ δέν σημαίνει, ὅπως ἐσφαλμένα τό ἑρμηνεύουν μερικοί, ὅτι τάχα διαβεβαιοῖ περί τῆς ὑπάρξεως τῆς Χάριτος στούς προσερχομένους αἱρετικούς Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές, πρίν αὐτοί προσέλθουν ἐν ταπεινώσει καί μετανοίᾳ, συντάσσοντας μάλιστα καί ἀναθεματιστικούς τῆς αἱρέσεως λιβέλλους καί Ὁμολογίαν Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ταμειοῦχος τῆς Χάριτος καί τοῦ Πληρώματος τῆς Πεντηκοστῆς, πού οἰκονομεῖ τούς προσερχομένους.

 

[28]   Βλ. τίς σχετικές διατάξεις τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ κειμένου:

Γ΄ 8.  Οἱ ἔχοντες ὑγιᾶ Δογματικὴν καὶ Κανονικὴν Συνείδησιν εὐσεβεῖς, Κλῆρος καὶ Λαός, ἔναντι φαινομένων καὶ κινήσεων ἐχόντων ἐκκλησιολογικὴν καὶ σωτηριολογικὴν σημασίαν, ὡς ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ Σεργιανισμός, ὀφείλουν νὰ τηρήσουν μίαν γνησίαν Πατερικὴν στάσιν, ὅταν μάλιστα αὐτὰ ἑδραιώνωνται συστηµατικῶς καὶ διαδίδωνται εὐρέως, ἔστω καὶ ἄν δὲν ἐπιδιώκουν πάντοτε µίαν σαφῆ δογµατικὴν ἔκφρασιν, ἀλλ’ εἰσχωροῦν καὶ ἐνσπείρονται εἰς τὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας µὲ ὕπουλον καὶ διαβρωτικὸν τρόπον, δηλαδὴ υἱοθετοῦνται ἐνεργῶς ἢ ἐπιτρέπονται παθητικῶς ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων µιᾶς ἢ περισσοτέρων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, Ὅπως, δυστυχῶς, ἔκανε καί ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης καί δέν τήρησε, ὅπως ἔχει καί ὁ ἴδιος ὑπογράψει καί ὀφείλει νά κάνει, κατά τά ἀνωτέρω, μίαν γνησίαν Πατερικήν στάση ἀπέναντι στόν Οἰκουμενισμόν καί Σεργιανισμόν τῶν Νεοημερολογιτῶν-Σεργιανιστῶν, μέ τούς ὁποίους συναγελάσθη στήν Θεσσαλονίκην, συνεόρτασε καί ἀντάλλαξε δῶρα τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων, δεξάμενος τά πεμπόμενα ἑορταστικά παρά τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα καί ἀντιπροσφέροντας εἰς αὐτόν ἐπισήμως καί θεσμικῶς πολύτιμον δαφνοστέφανον.

 

Στήν δέ παράγραφον 9 σημειώνεται:

9. Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς, ἡ οὐσία τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν ἀντιευαγγελικῶν, ἀντορθοδόξων καὶ ἐκφυλιστικῶν αὐτῶν φαινοµένων δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία δυνητικὴ στάσις ἐν τῷ πλαισίῳ μιᾶς δῆθεν οἰκονομίας, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν…

 

-ἄν δέν καταδικάστοῦν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς τοιαῦτες αἱρετικές συμπεριφορές καί αἱρετικές πράξεις ὥς τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσοστόμου Μανιώτη ἐφαρμόζεται ἐπακριβῶς ἡ παράγραφος 9 τοῦ Ἑνωσιακοῦ κειμένου.

 

ἡ ὁποία εἰσάγει (μάλιστα συνοδικῶς) {ἄν δέν καταδικασθεῖ ρητά ἡ τοιαύτη συμπεριφορά ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου} τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε κηρύττουσα αὐτήν, εἴτε συµβάλλουσα εἰς τὴν διάδοσιν αὐτῆς διὰ µέσου τῆς σιωπῆς, τῆς παθητικότητος ἢ τῆς ἀδιαφορίας. Τοῦτο θά συμβεῖ, ἐάν σιωπήσει ἡ Σύνοδός μας μπροστά στίς καταγγελόμενες αἱρετικές κινήσεις καί στήν ἐν τῇ πράξει κηρυσσομένην αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ-Οἰκουμενισμοῦ ὑπό τοῦ σ. Ἀττικῆς κ. Μανιώτη- (θά ἐφαρμοστεῖ ὅπως ἤδη ἐφήρμοσαν ἀρκετοί ἐναντίον μας  (ΙΕ΄ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας).

 

Τό ἀνωτέρω κείμενον καί ἡ κατωτέρω παράγραφος 10 τοῦ μνημειώδους Ἑνωσιακοῦ Κειμένου δέν ἀφήνει καμμίαν ἀμφιβολίαν, γιά τήν ὑποχρέωση τῆς Συνόδου καί ὅλων τῶν πιστῶν καί τῶν λεγομένων Κανονικῶν, νά διακόψουν τήν κοινωνίαν μέ τόν κηρύσσοντα αἱρετικά, ἀφοῦ κατά τό μνημειῶδες κείμενον ἐπιβάλλεται πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν σέ τοιαῦτες περιπτώσεις:

10. Ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τοὺς ἐκπεσόντας ποιμένας, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «ψευδεπίσκοποι» καὶ «ψευδοδιδάσκαλοι», ἀποτελεῖ ἀναγκαιοτάτην ὑποχρέωσιν τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, πρὸς διαφύλαξιν τῆς Μοναδικότητος, τῆς Ἑνότητος καὶ τῆς Καθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς ὁμολογιακὴν Μαρτυρίαν Πίστεως, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἱεραποστολικὴν σωτήριον Κλῆσιν Μετανοίας πρὸς τοὺς ἐκτρεπομένους καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μετ’ αὐτῶν.

 

ΣΤ΄. Ἡ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν

1. Εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν µετανοούντων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, αἱ Οἰκουµενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀκριβείας, ἐφήρµοσαν κατὰ καιροὺς καὶ τὴν λεγομένην ἀρχὴν τῆς Οἰκονοµίας, μίαν δηλαδὴ Κανονικὴν καὶ Ποιµαντικὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται πρόσκαιρος ἀπόκλισις ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἄνευ παραβιάσεως τοῦ πνεύµατος Αὐτῶν.

2. Ἐν τούτοις, ἡ Οἰκονοµία δὲν δύναται ποτὲ, βεβαίως, καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁµαρτίας ἢ οἱουδήποτε συµβιβασµοῦ σχετικῶς µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», ἐφ’ ὅσον ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρῶς καὶ μοναδικῶς, ἐν πνεύματι φιλανθρώπου συγκαταβάσεως, εἰς τὴν διευκόλυνσιν τῆς σωτηρίας ψυχῶν, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν.

3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας κατὰ τὴν εἰσδοχὴν τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν εἰς Ἐκκλησιαστικὴν Κοινωνίαν, οὐδόλως σηµαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸν τῶν μυστηρίων αὐτῶν, τῶν τελεσθέντων ἐκτὸς τῶν Κανονικῶν καὶ Χαρισματικῶν Ὁρίων Αὐτῆς.

Δηλ. τῶν Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, ἐάν θελήσουν νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησίαν, καθότι ὅπως σημειώνεται στό μνημειῶδες Ἑνωσιακόν κείμενον ὁ Νεοημερολογιτισμός καί ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι καταδικασμένες αἱρέσεις, τόσον στίς Συνόδους τοῦ 1583, 1587 1592 καί ὁ Οἰκουμενισμός τό 1983 ὑπό τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου καί τῆς Συνόδου του, ὑπό τῆς ἡμετέρας Συνόδου ὑπό τόν ἀείμνηστον Ἀρχιεπίσκοπόν μας κυρόν Χρυσόστομον Κιούσην καί ὑπό τῆς ἀδελφῆς Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας τό 2013.

 

Ἡ ἀδελφή Ρουμανική Σύνοδος ὁρίζει πατερικῶς

https://www.manastireaslatioara.ro/stiri/marturisire-de-credinta

 

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

 

Εμείς, οι χριστιανοί της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας, πιστεύουμε, ομολογούμε και δοξάζουμε έναν Θεό σε τρεις υποστάσεις: Ο Πατέρας είναι αγέννητος, γεννά τον Υιό πριν από την αιωνιότητα και γεννά το Άγιο Πνεύμα πριν από την αιωνιότητα- ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από την αιωνιότητα και το Άγιο Πνεύμα γεννήθηκε από τον Πατέρα πριν από την αιωνιότητα. ΟΜΟΛΟΓΟΎΜΕ, ΚΗΡΎΤΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΕΧΌΜΑΣΤΕ:

ΑΠΟΡΡΊΠΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΆΖΟΥΜΕ:

- Κάθε συνοδική ή ατομική απόφαση που παραβιάζει τους ορθόδοξους κανόνες και τη διδασκαλία.


- Την ανάμειξη του εκκοσμικευμένου κράτους σε θέματα πίστης και διοίκησης της Εκκλησίας, παραβιάζοντας έτσι την ελευθερία της Εκκλησίας….

- Στον Οικουμενισμό που είναι η αίρεση όλων των αιρέσεων και θεωρούμε, ότι όλες οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων που έχουν καταδικάσει αυτή την αίρεση είναι σε ισχύ- η σημαντικότερη είναι το ανάθεμα της Συνόδου του 1983 της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Εξωτερικού (ROCOR) υπό την ηγεσία του Αγίου Μητροπολίτη Φιλάρετου και η επανάληψή του από τη Σύνοδο της Παλαιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας το 2013. Ως αποτέλεσμα της αίρεσης του Οικουμενισμού, θεωρούμε, ότι οι «εκκλησίες» που έχουν υιοθετήσει, υποστηρίζουν (ή εξακολουθούν να υποστηρίζουν) ή δεν είναι πρόθυμες να καταδικάσουν τον Οικουμενισμό, καθώς και όσοι βρίσκονται σε κοινωνία μαζί τους (κληρικοί ή λαϊκοί) έχουν πέσει από την Μία Εκκλησία και την Αληθινή Πίστη και η διακονία τους στερείται της Αγίας Χάριτος. Όλες τις κρίσεις τους, λοιπόν, τις θεωρούμε ως μη ανήκουσες στην Εκκλησία και τα μέλη τους θεωρούμε αιρετικούς, λόγω του Οικουμενισμού, και σχισματικούς, λόγω της αποκήρυξης του Ιουλιανού ημερολογίου των Αγίων Πατέρων. 

Καί

- Τήν αίρεση που είναι γνωστή ως «Θεωρία του άρρωστου μέλους», καθώς και το έργο με τίτλο «Εκκλησιολογικές Θέσεις», οι συγγραφείς και αμετανόητοι υποστηρικτές του οποίου ουσιαστικά ισχυρίζονται, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί είναι μέλη της Μίας, Αγίας, Κυρίαρχης και Αποστολικής Εκκλησίας, μέχρις ότου προκηρυχθεί Μεγάλη Σύνοδος. Έτσι και όλες οι μορφές αυτής της αίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της έκφρασης της ιδέας, ότι οι Οικουμενιστές αιρετικοί (ή οι αιρετικοί γενικά) μπορούν να είναι στη Μία, Αγία, Κυρίαρχη και Αποστολική Εκκλησία. μέχρι να συγκληθεί Μεγάλη Σύνοδος για να εκφωνήσει.

Ἑπομένως καί ἡ προσέγγιση, κατά τόν ἀνωτέρω συνεορτασμόν μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων καί κατά τόν συναγελασμόν στήν Θεσσαλονίκην, ὅπου παρευρέθη ὁ σ. Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος μετά τῶν ἀνιέρων καί ἐκπεσόντων τῆς πίστεως εἶναι κατακριτέα. Σέ ποιόν βαθμόν καί μέ ποιές κανονικές συνέπειες εὑρίσκεται στήν δικαιοδοσίαν καί στήν ἀπόλυτον κρίσιν τῆς Συνόδου μας.

 

4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν, οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήρια ἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος.

 

Οἱ ἀνωτέρω παράγραφοι 3 καί 4 εἶναι ξεκάθαρες, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν ἀναγνωρίζει οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήρια, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος τῶν Νεοημερολoγιτῶν καί Οἰκουμενιστῶν.

 

Καί, ἑπομένως, κατά τίς ρητές αὐτές διατάξεις, ὁ Ἀττικῆς κ. Χρυσόστομος Μανιώτης ἀνεγνώρισε ἐν τῇ πράξει μέ τούς ἐναγκαλισμούς του, μέ τήν ἀνταλλαγήν δώρων, (δεχόμενος τά πεμπόμενα ἑορταστικά δῶρα) καί τήν συντελετουργίαν-συνεορτασμόν μετά τοῦ Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα ὡς «ἀρχιερέα» τόν κ. Ἀθηναγόραν, πού παραμένει, κατά τά ἀνωτέρω, ἀμετανόητος στούς κόλπους τῆς ἰδίας αὐτοῦ αἱρετικῆς καί σχισματικῆς Κοινότητος. Οἱ κανονικές συνέπειες θά ἐπιβληθοῦν, ὅπως κρίνει ἡ ἡμετέρα Σύνοδος.

 

5. Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον κατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν μετανοίᾳ τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς, μεμονωμένων προσώπων ἢ Κοινοτήτων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται μὲν μόνον τὸν τύπον τοῦ ἐξ αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν μυστηρίου, ἐὰν, βεβαίως, οὗτος ἔχῃ τηρηθῆ ἀνόθευτος, εἰδικῶς μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάπτισμα, ζωοποιεῖ δὲ τοῦτον τὸν τύπον διὰ τῆς ἐνυπαρχούσης εἰς Αὐτὴν Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῶν φορέων τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χριστοῦ πληρότητος Αὐτῆς, ἤτοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.

6. Εἰδικώτερον περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν «ἐν γνώσει» μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν Αὕτη δὲν ἐπαναλαμβάνῃ ὁπωσδήποτε τὸν τύπον αὐτῶν εἰς τοὺς ἐν μετανοίᾳ εἰσερχομένους εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ἤδη γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον.

7. Εἶναι βέβαιον πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐξασθενῇ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμος Ὁμολογίας-Καθολικότητος-Κοινωνίας ἢ καὶ διαρρηγνύεται ἐντελῶς, τότε αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται, προβλεπόμεναι σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολικήν, Πατερικὴν καὶ Συνοδικὴν Παράδοσιν.

8. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν, ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ τὴν χρῆσιν τῆς Οἰκονομίας ἔναντι αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν τινων (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸν νὰ ἀναφέρωμεν, ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς Οἰκονομίας εἰς «τοὺς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὡς ἐμφαίνεται μάλιστα εἰς τὸν περίφημον 95ον Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὡς οἱ καταδεδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖται, εἴτε διὰ Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.

 

Πῶς, λοιπόν,

-ἐδέχθη καί ἀγκάλιασε δημόσια, ἐν πλήρει ἱερατικῇ στολῇ ὁ σ. Ἀττικῆς κύριος Xρυσόστομος Μανιώτης τόν Νεοημερολογίτην καί Οἰκουμενιστήν Ἰλίου κ. Ἀθηναγόραν τήν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων

-συνεόρτασε μετ’ αὐτοῦ,

-ἐδέχθη τά πεμπόμενα ἑορταστικά,

καί

-τόν στεφάνωσε μάλιστα, δίνοντάς του δαφνοστέφανο

-ἀναγνωρίζοντάς τον ὡς ἐπίσκοπον, μ’ αὐτόν τόν τρόπον, αὐτόν πού δέν εἶναι οὔτε ἐν μετανοίᾳ, οὔτε ἐγκαταλείπει τήν αἵρεση τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά ἀντιθέτως μέ τίς τέσσερις οὐνιτικές παλαιοημερολογίτικες ἐνορίες πού ἀκολουθοῦν τό Παλαιό, ἀλλά μνημονεύουν τόν μέγαν Οἰκουμενιστήν κ. Ἀθηναγόρα Ἰλίου, γιά νά ἐξαπατῶνται οἱ ἁπλούστεροι ἀδελφοί μας κυρίως Πόντιοι;

* * *

9. Ἐν γνώσει πάντων τῶν ἀνωτέρω,  ὡς καὶ τῶν ἰδιαιτέρων καταστάσεων εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει µετὰ ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἐκ τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, φροντίζουσα -κατὰ τὴν ἄσκησιν ὑπ’ Αὐτῆς τῆς ποιµαντικῆς προνοίας δι’ αὐτοὺς- διὰ τὸ λίαν οὐσιῶδες, ἤτοι νὰ προβοῦν οὗτοι εἰς τὴν ἐπιλογὴν αὐτῶν ἐλευθέρως, συνειδητῶς καὶ ὑπευθύνως.

10. Κατὰ γενικὸν κανόνα, οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἐκ τούτων, οἱ ἔχοντες, βεβαίως, βαπτισθῆ κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν διὰ Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, συνδεδεμένης πάντοτε πρὸς τὸ Μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως, οἱ δὲ Κληρικοὶ ὑποβάλλουν γραπτὴν αἴτησιν καὶ ἐφ’ ὅσον αὕτη ἐγκριθῇ, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ διὰ µιᾶς εἰδικῆς Τάξεως Χειροθεσίας, συντεταγµένης πρὸς τοῦτο, εἰδικῶς διὰ τοιαύτας περιπτώσεις.

 12. Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

 …

Ζ’. 5. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆς ἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου, διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν.

 

Οἱ Νεοημερολογίτες καί Οἰκουμενιστές, κατά τά διαλαμβανόμενα στό ἀνωτέρω Ἑνωσιακόν Κείμενον, ἔχουν ἤδη ἐκπέσει, «ὑφίσταται ἡ ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν», κατά τήν ἀκριβῆ περιγραφή τοῦ Κειμένου, ὁπότε μία μελλοντική Σύνοδος δέν θά κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά διαπιστώσει τήν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωση τῶν αἱρετικῶν, κατά τό Μνημειῶδς Κείμενον, καί σύμφωνα μέ τήν σύνολη διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων Πατέρων!

Καί ὁ Ἀττικῆς κύριος Χρυσόστομος Μανιώτης, μέ τόν συναγελασμόν του μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Νεοημερολογιτῶν στήν Ἀθῆνα καί στήν Θεσσαλονίκην, μέ τήν ἀποδοχήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενιστοῦ-Νεοημερολογίτου Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρα, τῶν πεμπομένων ἑορταστικῶν ἔδειξε, καί δή μέ τήν προσφοράν ἐκ μέρους του δαφνοστεφάνου στόν Οἰκουμενιστήν αὐτόν, τόν ἐκπεσόντα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κατά τό Ἑνωσιακόν Κείμενον, καί κατά τούς Πατέρες, ὅτι φρονοῦσε τά ἴδια, συγχέοντας τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας καί δίνοντας παράδειγμα στούς ἄλλους ἐπισκόπους, ἱερεῖς καί πιστούς, ὅτι δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Οἰκουμενιστῶν-Νεοημερολογιτῶν καί πώς τό ἴδιο εἴμαστε, παραθεωρῶντας τούς ἀγῶνες, τούς διωγμούς, τούς ἀποσχηματισμούς τῶν ἁγνῶν λευιτῶν, τίς ἐξορίες καί τίς φυλακίσεις τῶν ἱερέων μας καί τῶν ἀρχιερέων μας καί τό αἷμα πού χύθηκε στήν Μάνδρα γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν Πατρίων καί τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου.

 

Ἀφοῦ, μάλιστα, παρέμενεν ἀμετανόητος γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, διακηρύσσοντας διά τοῦ ἠλεκτρονικοῦ τύπου ἐν τῇ πράξει τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ-Νεοημερολογιτισμοῦ, διατηρῶντας γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἀνηρτημένες στήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα του τίς πράξεις, γιά τίς ὁποῖες κατηγορήθη, ἴσχυε καί γιαὐτόν τό τοῦ Θεορρήμονος Ἀποστόλου Παύλου:

 

Πρός (Τίτον 3, 8-15), 10 αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, 11  εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ  ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος! («ἐξέστραπται ο τοιοῦτος» ἀπό τό ρῆμα ΕΚΣΤΡΕΦΩ=ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΩ, ΔΙΑΣΥΡΟΜΑΙ... ἐξεστραμμένος εἶναι ο διασυρόμενος... ἐξηγεῖ τό λεξικόν τοῦ Παπύρου τόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου).

Ὡστόσοn, κατεβάζοντας ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεώς του τίς ἐπίμαχες ἀναρτήσεις κατ’ ἀπαίτηση τῆς Συνόδου μας ἔδειξεν μετάνοιαν, διοργανώνοντας μάλιστα καί ὁμολογιακές συνάξεις, γιά τά ἑκατόν χρόνια ἀπό τήν Καινοτομία τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Ἀναμένονται καί οἱ γραπτές δηλώσεις του, μέ τίς ὁποῖες θά ζητάει συγγνώμην, γιά τόν σκανδαλισμόν τοῦ ποιμνίου καί ὅτι θά παραλείψει στό μέλλον παρόμοιες συμπεριφορές, κατά τά συμφωνηθέντα, καί ὅπως θά ὁρίσει ἡ Σύνοδός μας.

 

[30] Ὅπως καί κατά τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες τούς ἐπί τοῦ Λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου Μαρτυρίσαντες, πρός τόν ὁποῖον ἔγραφαν: "Καί πῶς ταὖτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύσαντας τά θεῖα τούτους ἡγήσεται; ... Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων". V. Laurent-Darrouzes, Dossier Grec de l' Union de Lion, (1273-1277, p. 376-403, Paris 1976).

[31] PG 99, 1669 A.

[32] Ὁ Ἅγιος, ἰδιαίτερα, ἀναφέρεται στίς χειροτονίες τῶν αἱρετικῶν Εἰκονομάχων, πού ἔγιναν δεκτοί ἀπό τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο γράφει:

              "Πάντως δέν δέχθηκε τούς πρωτάρχας τῆς αἱρέσεως καί τούς ἐμπαθῶς ἐγκειμένους καί μή γνησίως καί ἀληθῶς μετανοοῦντες, ὅπως εἶπε ὁ θεῖος Ταράσιος. Δέχθηκε ἐκείνους πού ἀκολούθησαν τούς πρωτάρχας τῶν αἱρέσεων καί πού μετανόησαν εἰλικρινά,[32] καί ἐκείνους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τούς αἱρετικούς Εἰκονομάχους δέν ἀναχειροτόνησε, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν α΄ πράξη τῆς Ζ΄ Οἰκουνενικῆς. Ἐπίσης μερικῶν αἱρετικῶν δέχθηκε τό βάπτισμα δι᾽ οἰκονομίαν, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος. Τήν περιστατική καί καιρική οἰκονομία δέν τά ἔκανε ὅρον ἡ Ἁγία Ζ΄ Οἰκουμενική.

           

[33] Ρ.G. 90, 73, 76.

[34] Δοκίμιον Ἱστορικόν, περὶ τοῦ σχίσματος τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς - καὶ τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ συνόδῳ γενομένων δολιοτήτων καὶ ἐκβιασμῶν εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων - συγγραφὲν ὑπὸ τοῦ Ἁγιορείτου Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, Ἅγιον Ὅρος 1895, ἐπανέκδοσις 1991, σελ. 106-107.

[35] Στάση καί θέση πού ἔχει ἀναθεματισθεῖ ἀπό τήν ἀδελφήν Ρουμανικήν Ἐκκλησίαν, κατά τά ἀνωτέρω!

[36]Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαῖος, σελ. 90-96, 118-130, Σημάτη Παναγιώτη.

[37] Μελετίου «Νικοπόλεως», Πέμπτη Οκουμενικ Σύνοδος, σελ. 23-24.

[38] Μελετίου «Νικοπόλεως», Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 355, ὑποσ. 77

[39] Μελετίου «Νικοπόλεως», ὅπ. παρ. σελ. 355

[40] Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν.

[41] Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ.

[42] Ρωμανίδη Ἰωάννη, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. 2ος, σελ. 533 ἑξ..

[43] Θεοδώρου Ἀνδρέα, Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορ. Κεφ. Ε΄» Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σ. 47, ἔκδοση Στάχυ, 2001.

[44] Περὶ ἀρετῆς κεφάλαια δέκα, κεφ. ηʹ.

[45] {Contra Julianum (lib. 1-20}.

[46]Callinicus Biogr., ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΥΠΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΡΟΥΦΙΝΙΑΝΑΙΣ.

[47] Μελετίου «Νικοπόλεως», Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 358.

[48] Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας.

 

[49] Ἑρμηνεία Περὶ τοῦ θείου ναοῦ, κεφ. κη΄.

[50] Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολαί, 552, Λύσεις διαφόρων κεφαλαίων.

[51] Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, Περὶ τῶν ἁγίων καὶ ἀχράντων … μυστηρίων, κεφ. ιγ΄

[52] Ἐπιστολή κδ΄, Ἰγνατίῳ τέκνῳ, l. 9-10

[53] Σχεδίασμα περὶ τῆς Ἀνεξιθρησκείας, σελ. 43-44.

[54] Κεφαλαια τῶν κατὰ Πλάτος Ὅρων, Ἐρώτησις κηʹ.

[55] Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστολή σξβ΄.

[56] Περὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείας.

[57] Ἑρμηνεία περί τε τοῦ θείου ναοῦ..., κεφ. ογ΄, P.G. 155, 725B.

[58] Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σ. 342 καὶ ὑποσ. 56α.

[59]Μουρατίδου Κ., Οἰκουμενικὴ Κίνησις, σελ. 66-67.

[60]Ἐπιστολαί, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, P.G. 99, 1224Β.

[61] P.G. 160, 1097AB, 105C.

[62] Ἐπιστολή πρὸς Ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ Λιβύης, Κατὰ Ἀρειανῶν, κεφ. 5.

[63]  Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Ὀρθόδοξοι;. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους.

[64] ΕΠΕ 35, 74.

 

[65] Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων, τόμ. β΄, Αθήνα 1852, σελ. 651-652.

[66] Ἰωαννίδη Νικολάου, πρωτοπρεσβυτέρου, Ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος, σελ. 81.

 

[67] Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄.

[68] Ἅγιος Ἰγνάτιος Θεοφόρος, P.G, 5,657.

[69] P.G. 160, σ. 101

[70] Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου Ἔργα, τ. 3, Ἐπιστολαί, Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Κυψέλης, Θεσ/νίκη 1987, σ. 109.

[71] P.G. 99, σ. 1164 Α.

[72] P.G. 99, σ. 1049.

[73] P.G. 160, σ. 101.

[74] Αναστασίου τοῦ Σιναϊτου, Ἐρώτησις ριγ. PG 89, 765

[75] Βλ. ρμηνεία το γίου Νικοδήμου το γιορείτου στόν ΙΕ΄ τς ΑΒ΄ ερς Συνόδου, ερόν Πηδάλιον, σελ. 358).

[76] ερόν Πηδάλιον, Σελ. 34.

[77] Σελ. λθ΄, καί ποσ. στόν 3ον ποστολικόν, σελ. 4-5 ερο Πηδαλίου.

[78] «...το τε γίου θανασίου προστάσσοντος μηδεμίαν κοινωνίαν χειν μς πρς τος αρετικούς, λλ μν μηδ πρς τος κοινωνοντας μετ τν σεβν» (πιστολαί, 466, l.17-18). «χθρούς γάρ το Θεο, Χρυσόστομος, ο μόνον τούς αρετικούς, λλά καί τούς τος τοιούτοις κοινωνοντας μεγάλ καί πολλ τ φων πεφήνατο». (P.G. 99. 1049 Α). Καί σέ λλον σημεον διδάσκει: «Ο μέν τέλεον περί τήν πίστιν ναυάγησαν˙ ο δέ, ε καί τος λογισμος ού κατεποντίσθησαν, μως τ κοινωνί τς αρέσεως συνόλλυνται» (P.G. 99, 1164 Α).

[79] V. Laurent-Darrouzes, Dossier Grec de l' Union de Lion, 1273-1277, p. 376-403, Paris 1976.

[80]PG 99, 1669 A.

[81] κκλησία οδέποτε νεγνώρισε ερωσύνην στούς αρετικού, πως γιά παράδειγμα στούς Εκονομάχους, πως συναγεται καί πό τά Πρακτικά τς Ζ΄ Οκουμενικς Συνόδου, ναφορικά μέ τούς πισκόπους πού κατ’ ξαίρεσιν καί κατ’ οκονομίαν δέχτηκε. Δέν δέχτηκε Ζ΄ Οκουμενική τι εχαν ερωσύνην καί τι τελοσαν σωστικά μυστήρια. Κάτι τέτοιο οδέποτε διετύπωσε κανείς πό τούς γίους Πατέρες καί καμμία Οκουμενική Σύνοδος, πού πέχει πρόσωπον κκλησίας, δέν τό επε! Μία ντίθετη διατύπωση θά συνιστοσε βλασφημίαν κατά το Παναγίου Πνεύματος! πό τήν Ζ΄ Οκουμενικήν Σύνοδον γιναν δεκτοί κ τν Εκονομάχων πισκόπων:

-σοι πό ατούς μετενόησαν,  καί πάντως                                                                                                            

 -χι ο διδάσκαλοι καί πρώταρχοι τς αρέσεως, σοι

-ναθεμάτισαν τήν εκονομαχικήν αρεση,                                                                                                             

-συνέταξαν γραπτς καί προσκόμισαν στήν Σύνοδον ναθεματιστικούς τς αρέσεως λιβέλλους,

-μολόγησαν, τι σαν κτός κκλησίας καί χωρισμένοι π' ατήν καί                                                             

 -δήλωσαν πανηγυρικά καί δημόσια, τι πιθυμον νά νωθον μέ τήν Καθολικήν κκλησίαν, πό τήν ποίαν σαν χωρισμένοι καί κυρίως, φο                                                                                                                    

 -πραν καί φρικτόν ρκον, ναθεματίζοντας μάλιστα αυτούς, άν πέστρεφαν στό διον ξέραμμα καί

-διαβεβαιώνοντας, τι δέν κινονται μέ πουλότητα καί στεροβουλίαν!

 Ατό τό τελευταον τό πιστοποιον λέγοντας: "άν μή μολογμεν καθώς καθολική κκλησία, νάθεμα χωμεν πό το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος".                                                                                     

γία σύνοδος επεν: λπίζομεν, τι μετά τήν σύνοδον οδείς διαστραφήσεται, καθότι ν τας καταθέσεσιν ατν αυτούς ο πίσκοποι νεθεμάτισαν, τι άν πιστρέψωμεν πί τήν προτέραν αρεσιν, ναθεματισμένοι καί καθηρημένοι σμέν”.

Στήν συνέχειαν ζητεται πό τήν Σύνοδον νά πιδοθον ο λίβελλοι το ναθεματισμο τς αρέσεως καί τςμολογίας τς πίστεως τς κκλησίας. Καί, ν δέν χουν συντάξει τέτοιους λιβέλλους, νά τούς φτιάξουν καί νά τούς προσκομίσουν στήν Σύνοδον. Καί κατόπιν λων ατν θά κρίνει τήν πόθεσή τους Σύνοδος! "Κωνσταντνος θεοφιλέστατος πίσκοπος Κωνσταντίας τς Κύπρου επεν: πανίερε δέσποτα, ε μέν πιφέρονται λιβέλλους, πιδότωσαν. ε δέ μή, ποιήτωσαν. καί εθ' οτως κρινε γία σύνοδος π' ατος. Ο δέ φασαν: «χομεν τούς λιβέλλους τοίμους, καί δώσομεν ατούς.» πολύς γιος Ταράσιος ρώτησε τήν Σύνοδον, πς πρέπει νά γίνει εσδοχή τν πό τς εκονομαχικς αρέσεως προσερχομένων αρετικν: "τήν ναφυεσαν αρεσιν, πς φείλομεν δέξασθαι;"

Σύνοδος συμφώνησεν μέ τόν ωάννην, τόν θεοφιλέστατον τοποτηρητήν το ποστολικο θρόνου τς νατολς, πού επε, τι αρεση χωρίζει κάθε νθρωπο πό τήν κκλησία, πιβεβαιώνοντας, τι ατό εναι εδηλο (ξεκάθαρο):

ωάννης θεοφιλέστατος τοποτηρητής το ποστολικο θρόνου τς νατολς επεν:                                            « αρεσις χωρίζει π τς κκλησίας πάντα νθρωπον.»
γία Σύνοδος επεν: «Τοτο εδηλόν στιν.»                                                                                                                                        Ο μοναχοί επαν τι, γιά νά γίνουν δεκτοί ο Εκονομάχοι, πρέπει νά χειροθετηθον:  "χειροθετουμένους επεν (8ος ν Νικαί) κανών δεχθναι".

 

[82]Δοκίμιον στορικόν, περ το σχίσματος τς δυτικς κκλησίας π τς ρθοδόξου νατολικς - κα τν ν Φλωρεντί συνόδ γενομένων δολιοτήτων κα κβιασμν ες βάρος τν ρθοδόξων - συγγραφν π το γιορείτου Μοναχο Καλλίστου Βλαστο, γιον ρος 1895, πανέκδοσις 1991, σελ. 106-107.

[83] ΕΠΕ 4, 396, 30.

[84] Τίτλος Α΄ Κεφαλ. 2

[85] ΕΠΕ 10, 30.

[86] G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae  Epistulae 34, 99, 138.

[87]  G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae  Epistulae 49, 142,85.

[88] 15ος Κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Ο γάρ δι΄ αρεσίν τινα, παρά τν Συνόδων Πατέρων κατ-εγνωσμένην, τς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας αυτούς διαστέλλοντες, κείνου δηλονότι τήν αρεσιν δημοσί κηρύττοντος καί γυμν τ κεφαλ πκκλησίας διδάσκοντος, ο τοιοτοι ο μόνον τ κανονικ ποτιμήσει οχ πόκεινται, πρό συνοδικς διαγνώσεως αυτούς τς πρός τόν καλούμενον πίσκοπον κοινωνίας ποτειχίζοντες, λλά καί τς πρεπούσης τιμς τος ρθοδόξοις ξιωθήσονται. Ο γάρ πισκόπων, λλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καί ο σχίσματι τήν νωσιν τς κκλησίας κατέτεμον, λλά σχισμάτων καί μερισμν τήν κκλησίαν σπούδασαν ρύσασθαι».

 

[89] πως εναι ατονόητον, πολύ περισσότερον φείλει πίσκοπος νά διακόψει τήν κοινωνίαν πρός τούς λλους πισκόπους, κηρύσσοντας αρετικά δόγματα πρός τόν μητροπολίτην καί τόν πατριάρχην.

[90] Βλ. σχετικς μ. καθηγητο τς θεολογικς το Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ, «ποτείχιση πό τήν αρεση, χι πό τήν κκλησία», «Θεοδρομία», 19 (2017) 3-13.

[91] Γιατί πς λλις θά φανε διαφορά, ποιοί δηλ. εναι κενοι πού θλησαν καί δικαιονται τούς στεφάνους τς δόξης πό κείνους πού πρόδωσαν καί συντάχθηκαν μέ τήν αρεση σιώπησαν, κατά τόν Μέγαν μολογητήν Θεόδωρον τόν Στουδίτην;                                                                                                                                                                                                                

Καί ο γιορετες Πατέρες, πως σημειώσαμε, γράφουν πρς τν Λατινόφρονα ατοκράτορα Μιχαλ Παλαιολόγο: «Κα πς τατα νέξεται ρθοδόξου ψυχή, κα οκ ποστήσεται τς κοινωνίας τν μνημονευσάντων ατίκα, κα ς καπηλεύσαντας τ θεα τούτους γήσεται; Πλν τι μολυσμν χει κοινωνία, κ μόνου το ναφέρειν ατόν, κν ρθόδοξος εη ναφέρων» (Κριτικ κδοσις τς πιστολς ν: V. Laurent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277, P. 376-403 Paris 1976).

[92] Α΄ Κορ. 1, 11-17

[93] Ματθ. 28, 19

[94] Λουκ. 22, 20

[95] Βλ. πάντηση το γίου Μάρκου φέσου το Εγενικο πρός τούς Λατινόφρονας: «Ο ψιλός λόγος, περί μνημοσύνου λόγος»! «Κθε κληρικν το ποου πστη, ο λγοι κα τ ργα δν συμφωνον μ τς διδασκαλες τν γων Πατρων ν μν τν δεχμαστε στν οκαν μας. λλ ν τν ποστρεφμεθα κα ν τν μισομε ς δαμονα, στω κι ν ναστανει νεκρος κα κνει μρια θαματα» διδάσκει γιος Συμεν Ν. Θεολγος. «Ο μν αρετικο τλεον περ τν πστιν ναυγησαν, ο δ ε κα τος λογισμος ο κατεμποτσθηκαν, μως τ κοινωνίᾳ τς αρσεως συνλλυνται».  γου Θεοδρου το Στουδτου, P.G. 99, 1116A. «Ος τ μνημσυνον κα κοινωνα πωλεας πρξενα, τοτοις πασις κα διστασις γνεται σωτηρας πθεσις». (ωσφ Βρυννιος).«Κοινωνομεν ος μνημονεομεν κα μνημονεομεν ος κοινωνομεν». (Δοσθεος ερο-σολμων). « ξωτερικ κοινωνησα προστατεει π τν σωτερικν λλοτριτητα». (γου Νεκτριου Αγνης, Περ σχσεως μ αρετικος, κδ. Νεκτάριος Παναγπουλος). «ν τ φρνημα ποστρεφμεθα τοτων τν κοινωναν πρoσκει φεγειν». Μ. θανασου, P.G. 26, 1188BC. διδασκαλία το γίου Σωφρονίου στς ξαγγελίες του γι τν ποχρεωτικν διακοπήν το μνημόσυνου κα τν πομάκρυνση τν ρθοδόξων π τος αρετικος ποιμένες εναι, πίσης, καθοριστική, γιατί διατυπώνει σχεδν ατολεξε τ περιεχόμενον το ΙΕ΄ ερο Κανόνος τς ΑΒ' Συνόδου (πολ πρν τν ΑΒ΄ Σύνοδον το 861). Τ τί φρονε γιος περ τς διακοπς το μνημοσύνου τν αρετικς φρονούντων καταφαίνεται στς ξαγγελίες το γίου Σωφρονίου "Περ ξαγγελιν"G 87, 3, 3369-3371), που γράφει: δ τινς ποσταταέν τινος ο δι πρόφασιν γκλήματος, λλ δι' αρεσιν π συνόδου γίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμς κα ποδοχς ξιοι, ς ο ρθόδοξοι." Κα μάλιστα λίγο πι πάνω στς ξαγγελίες του γράφει κριβς τ δια μ τν γιον Μ. θανάσιον: μ δυνατν ν κκλησί προιέναι, κατ' οκον συνάξεις, πίσκοπε, να μ εσέρχηται εσεβς ες κκλησίαν σεβν, οχ τόπος γρ τν νθρωπον γιάζει, λλ' νθρωπος τν τόπον∙ φευκτέον σο στω δι τ βεβηλσθαι π' ατν∙ ς γρ σιοι ερες γιάζουσιν, οτως ο ναγες μιαίνουσιν∙ ε δ μήτε ν οκ μα μήτε ν κκλησί δυνατν συναθροισθναι, καστος αυτ ψαλλέτω, ναγινωσκέτω, προσευχέσθω, μα δύο τρες. που γρ ἐὰν σι, φησν Κύριος, δύο τρες συνηγμένοι ν τ μ νόματι, κε εμ ν μέσ ατν." Τν διδασκαλίαν το γίου Σωφρονίου περ τς ποχρεωτικς ποτειχίσεως κα διακοπς τς κοινωνίας τν αρετικν ποιμένων κα το γνος μέχρι θανάτου δι τν ρθοδοξίαν τν βλέπουμε ν πραγματώνεται ξεκάθαρα στν στάση ζως το γίου Μαξίμου το μολογητο, μαθητο κα πνευματικο τέκνου το γίου Σωφρονίου, τν ποον, ντως, ποκαλε γιος Μάξιμος προϊστάμενον, πατέρα κα διδάσκαλον. Βλ. ΘΗΕ, Μάξιμος μολογητής, τ. 8ος, σελ. 614 κα Στεφανίδου, κκλησιαστική στορία, πέμπτη κδοση, ναθεωρημένη καί διορθωμένη κείνης το 1959, σελ. 244. γιος ρνήθηκε ν ποδεχθε τν νέαν τακτικν τν αρετικν, κφρασθεσαν δι το "Τύπου" το ατοκράτορος Κώνσταντος το Β', γγονο το ρακλείου. Δία το "Τύπου" πεβάλλετο σιωπ στ θέματα τς Πίστεως! Τότε γιος Μάξιμος μ τν μολογιακν στάση του δίδασκε τος πιστος ν μ κοινωνον μετ τν αρετικν Μονοθελητν, πως κα διος δν κοινωνοσε." Βλ. σελ. 8 (τ. 27 «γιοι Κολλυβάδες»): « γιος Σωφρόνιος, ποος πολ πρν συγκληθε ΑΒ' σύνοδος, τ 861 π Μ. Φωτίου, κα πρν τεθε ΙΕ΄ ατς Κανών, πιβάλλων τν π τν αρετικν κα σχισματικν ποτείχισιν, διατυπώνει σχεδν ατολεξε τ περιεχόμενον το Κανόνος: Ε δ τινες ποστάταέν τινος, ο δι πρόφασιν γκλήματος, λλ δι' αρεσιν (χι μόνον) π συνόδου (λλ κα) γίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμς κα ποδοχς ξιοι, ς ο ρθόδοξοι… Κα πως εδαμε στς "ξαγγελίες" το γίου, γιος προτρέπει τος πισκόπους ν συνάγονται σ οκους κα ν κτελον τ τς λατρείας τους, πειδ κριβς δν πιτρέπεται ν εσέρχονται ο εσεβες ρθόδοξοι σ οκους πο μολύνουν ο σεβες (αρετικοί), κα ν οτε σ κκλησίες οτε σ σπίτια μπορον ν συνάγονται, τότε κάθ' νας κάθ' αυτν ς ψάλλη, ς ναγιγνώσκη, ς προσεύχεται, γιατί που δυ τρες -(ρθόδοξοι, ατ ννοε σαφέστατα γιος)- μαζεμένοι στ νομα το Κυρίου μας, κεί βρισκεται κα κενος ν τ μέσ ατν.»

«Πολ συχνά, τ μέτρον τς ληθείας εναι μαρτυρία τς μειοψηφίας. Εναι δυνατν ν εναι Καθολικ κκλησία τ «μικρν ποίμνιον». σως πάρχουν περισσότεροι τερόδοξοι, παρ ρθόδοξοι. Εναι δυνατν ν ξαπλωθον ο αρετικο παντο κα ν καταλήξ κκλησία ες τ περιθώριον τς στορίας, ν ποσυρθ ες τν ρημον. Ατ συνέβη κατ’ πανάληψιν ες τν στορίαν κα εναι  πολ πιθανν ν συμβ κα πάλιν…» (Γεώργιος Φλωρόφσκυ, γία Γραφή, κκλησία, Παράδοσις, Θεσσαλονίκη. 1977, σσ. 71, 75).

[96] PG 160, 105 C.

[97] γίου Μάρκου το Εγενικο,  PG 160, 536.

[98] γίου Μάρκου το Εγενικο,  PG 160, 1097 D-1100 Α.

[99]  . Καλόμοιρου, Σύγκριμα", 1976, κείμενον π. φραίμ, (πισκόπου), τς ερς Μονς Μεταμορφώσεως Βοστώνης, σελ. 86.

[100] Βλ. Βαφείδου, στορία, τόμ. Α΄, σελ. 251

[101]"Μαξίμου το μολογητο διήγησις της κινήσεως γενομένης μεταξ το κυρο ββ Μαξίμου κα τν σν ατ κα τν ρχόντων π σεκρέτου. 2) Πρς ναστάσιον μονάζοντα. 3) Περ τν πραχθέντων ν τ πρώτ ατο ξορί, τοι τ ν Βιζύ παρ το Θεοδοσίου πισκόπου Καισαρείας Βιθυνίας κα ατο διαλεχθέντα", π Εθυμίου ερομονάχου, ερν Κελλίον, γιος Γεώργιος, Κερασιά, γίου ρους, 1997, σελ. 19,  Ρ.G. 109, 129.

[102] Πράξ. 4, 12

[103] Α΄ ω. 2, 23: «Πς ρνούμενος τόν Υόν οδέ τόν Πατέρα χει». ω. 5, 22-23: «να πάντες τιμσι τόν Υόν καθώς τιμσι τόν Πατέρα. μή τιμν τόν Υόν ο τιμ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα ατόν».

[104] ω. 15, 26: «ταν δέ λθ Παράκλητος ν γώ πέμψω μν παρά το Πατρός, τό Πνεμα τς ληθείας παρά το Πατρός κπορεύεται, κενος μαρτυρήσει περί μο».

[105] φ. 4, 5

[106] Β΄Κορ. 11, 4: «Ε μέν γάρ ρχόμενος λλον ησον κηρύσσει ν οκ κηρύξαμεν πνεμα τερον λαμβάνετε οκ λάβετε, εαγγέλιον τερον οκ δέξασθε». Γαλ. 1, 6: «Θαυμάζω, τι οτω ταχέως μετατίθεσθε πό το καλέσαντος μς ν χάριτι Χριστο ες τερον εαγγέλιον, οκ στιν λλο, ε μή τινές εσιν ο ταράσσοντες μς καί θέλοντες μεταστρέψαι τό εαγγέλιον το Χριστο».

[107] Παροιμίες 22, 28: «Μή μέταιρε ρια αώνια, θεντο ο πατέρες σου».

 

[108] Βλ. τό κείμενον στήν «Θεοδρομίαν» 16 (2014) 557-570, πως σημειώνει π. Θεόδωρος Ζήσης.

[109] Βλ. πίσης τό κείμενον στήν «Θεοδρομίαν» 19 (2017) 18-29.

 

[110]  Λόγος 28, Θεολογικός 2, 2, PG 36, 28, ΕΠΕ 4, 36: «Ε δέ τις θηρίον στί πονηρόν καί νήμερον καί νεπίδεκτον πάντη λόγων θεωρίας καί θεολογίας μή μφωλευέτω τας λαις κακούργως καί κακοήθως, να τινός λάβηται δόγματος ρήματος, θρόως προσπηδσαν, καί σπαράξ τούς γιαίνοντας λόγους τας πηρείαις· λλ΄ τι πόρρωθεν στηκέτω καί ποχωρείτω το ρους· λιθοβοληθήσεται καί συντριβήσεται καί πολεται κακς κακός· λίθοι γάρ τος θηριώδεσιν ο ληθες λόγοι καί στερροί».

[111] ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τν πραχθέντων ν τ πρώτ ξορί12, PG 90, 148: «κείνας οδεν γίας καί γκρίτους συνόδους εσεβής τς κκλησίας κανών, ς ρθότης δογμάτων κρι-νεν». ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, πιστολή 24, Θεοκτί-στΜαγίστρG. Fatouros (Ed.), Theodori StuditaeEpistulae, τόμ. 1, σελ. 66: «λλ΄ το Θεο κκλησία μεμένηκεν πήμαντος, κν πολλος βλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι δου κατισχσαι ατς ο δεδύνηνται. Οδέ παρά τούς κειμένους ρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν νέχεται, κν πολλοί πολλαχς ποιμένες φρονεύσαντο καί κκλησίας Θεο αυτούς νο-μάκασιν καί πέρ κανόνων φρόντισαν τό δοκεν, κατά κανόνων τό ληθές κινούμενοι … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, ο τό πλς συνάγεσθαι εράρχας τε καί ερες, κν πολλοί σιν (κρείσσων γάρ, φησίν, ες ποιν τό θέλημα το Κυρίου μύριοι παραβαίνοντες), λλά τό ν νόματι Κυρίου ν τ ρεύν καί φυλακ τν κανόνων … Οκ στιν ον, οκ στιν, δέσποτα, οτε τήν καθ’ μς κκλησίαν οτε τέραν παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεν τι. πεί ε τοτο δοθείη, κενόν τό εαγγέλιον, εκ ο κανόνες, καί καστος κατά τόν καιρόν τς οκείας ρχιερωσύνης, πειδή ξεστιν ατ ς δοκε μετά τν σύν ατ πράσσειν, στω νέος εαγγελιστής, λλος πόστολος, τερος νομοθέτης. λλ΄ οδαμς· παραγγελίαν γάρ χομεν ξ ατο το ποστόλου, παρ΄ παρελάβομεν, παρ΄ ο κανόνες τν κατά καιρούς συνόδων καθολικν τε καί τοπικν άν τις δογματίζ προστάσσ ποιεν μς, παράδεκτον ατόν χειν μηδέ λογίζεσθαι ατόν ν κλήρ γίων».

[112] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, ναίρεσις Γράμ-ματος γνατίου ντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καί γάρ ο τς το Χριστο κκλησίας τς ληθείας εσί καί ο μή τς ληθείας ντες οδέ τς το Χριστο κκλησίας εσί, καί τοσοτον μλλον, σον ν καί σφν ατν καταψεύ-δοιντο, ποιμένας καί ρχιποίμενας ερούς αυτούς καλοντες καί π΄ λλήλων καλούμενοι· μηδέ γάρ προσώποις τόν Χριστιανισμόν, λλ΄ ληθεί καί κριβεί πίστεως χαρακτη-ρίζεσθαι μεμνήμεθα».

 

[113] ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ, πιστολή 43, ωσήφ δελφ καί ρχιεπισκόπνθ’ νωτ. (G. Fatouros (Edition), Theodori Studitae  Epistulae,), τόμ. 1, σελ. 125: « δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως».

[114] Πρός τόν ελαβέστατον ν Μοναχος κύρ Διονύσιον 5, στό Γρηγορίου Παλαμ Συγγράμματα, κδ. Π. Χρήστου, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σελ. 482: «Τρίτον δέ εδος (θεΐας), ο πόρρω τς νωτέρω πονηρς ξυνωρίδος, τό παραιτεσθαί τι λέγειν τν δεδογμένων περί Θεο π’ νευλαβος ελαβείας … ».

[115] ποκ. 3, 15-16

 

[116] Ράλλη-Ποτλ, "Σύνταγμα ερν Κανόνων". τόμ. Β΄, σελ. 694.

[117] ερν Πηδάλιον, κδ. 1886, σελ. 292.

[118] Δοκίμιον στορικόν, περ το σχίσματος τς δυτικς κκλησίας π τς ρθοδόξου νατολικς - κα τν ν Φλωρεντί συνόδ γενομένων δολιοτήτων κα κβιασμν ες βάρος τν ρθοδόξων - συγγραφν π το γιορείτου Μοναχο Καλλίστου Βλαστο, γιον ρος 1895, πανέκδοσις 1991, σελ. 106-107. Ο γιορετες ο π Βέκκου μαρτυρήσαντες κηρύσσουν, τι παινονται σοι, πρ συνοδικς διαγνώμης, ποσχίζονται π ατος πο εναι προφανς αρετικο.

 

[119] ρμηνεία το Νικοδήμου Μίλας, τν ποίαν μς μετέφερεν στ λληνικ Σέρβος Θεολόγος καθηγητής τς Θεολογικς Σχολς το Πανεπιστημίου το Βελιγραδίου Ερηναος Μπούλοβιτς,ν Μητροπολίτης το Σερβικο Πατριαρχείου), εναι σ πλήρη συμφωνίαν μ τν ρμηνείαν το γίου Νικοδήμου το γιορείτου κα τς κκλησίας λης καί λων τν λλων ρμηνευτν.

[120] Βλ. συνημμένα.

[121] Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: Ἐπιστολή 15, 1-34, σσ. 45-46, PG 99, 957D-960A καί Γαλ. 1, 8-9

[122] Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Ἐπιστολή 425, 12-32, σ. 595, PG 99, 1321BC καί Λουκ. 19, 40.

[123] Νά ἐκδίδουν ἀποφάσεις; «Jede gerichtliche Entscheidung wirkt, gleichgültig ob sie der wahren Rechtslage entspricht oder nicht, auf die Rechtslage der Beteiligten ein. Es ist also in jedem gerichtlichen Verfahren mit der Möglichkeit eines Rechtsverlustes oder einer Beeinträchtigung der Persönlichkeits-Vermögenssphäre der Beteiligten zu rechnen». «Κάθε δικαστική απόφαση, ανεξάρτητα από το αν ανταποκρίνεται στην πραγματική νομική κατάσταση ή όχι, έχει αντίκτυπο στη νομική κατάσταση των εμπλεκομένων. Σε κάθε νομική διαδικασία πρέπει να αναμένεται η πιθανότητα απώλειας δικαιωμάτων ή προσβολής της προσωπικής και οικονομικής σφαίρας των εμπλεκομένων». Mes, Der Rechts-schutzanspruch, S. 71, βλ. ἐπίσης Schwartz, Gewährung und Gewährleistung des Rechtlichen Gehörs, S. 11 u. 17. Βλ., ἐπίσης, τήν ἡμετέραν μονογραφίαν, Dr. Jur. N. Dimaras, Anspruch Dritter auf Verfahrens-beteiligung, S. 10.

[124] Ὁ νόμος 5383/1932 «Περί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας» (ΦΕΚ Α΄ 110), ρυθμίζει πειθαρχικά ζητήματα στήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, μέ ἡμερομηνία οὐσιαστικῆς ἰσχύος του, τήν 1η Ἀπριλίου 1932. Τά ἄρθρα 55 ἕως 72 τοῦ Ν. 4149/1961 «Περί καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτη Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἄλλων τινῶν διατάξεων» (ΦΕΚ  Α΄ 41) μέ ἰσχύ ἀπό τήν 16 Μαρτίου 1961 περιέχουν πειθαρχικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Οἱ Μητροπόλεις τῶν Δωδεκανήσων καί ἡ Ἐξαρχία τῆς Πάτμου διέπονται ἀπό Προεδρικό Διάταγμα, πού ἐκδίδεται δυνάμει τοῦ ἄρθρου 342 τοῦ Ν. 4957/2022 (ΦΕΚ A 141 - 21.07.2022).

[125] Das Bundesverfassungsgericht hat das rechtliche Gehör ursprünglich als Folgerung des Rechtsstaatsgedankens betrachtet BverGE 1, 322, Dürig in Maunz-Dürig, Art. 103, Abs. 1, Rd. 5 u. 6. Vergleich auch Schwarz, aaO S. 17. Erst später hat es die gerichtliche Anhörung und die Rechsschutzgewährung als Ausfluß der Würde der menschlichen Person angesehen (Τό ἀνώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο τῆς Γερμανίας μόνον αργότερα είδε την δικαστικήν ακρόαση και την παροχήν νομικής προστασίας ως έκφραση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου) BverfGE 7, 275 (295), BverfGE 9, 89 (95), vgl. auch Benda-Weber. Der Einfluß der Verfassung im Prozeßrecht ZZP 96, 300 und Dr. Jur. N. Dimaras, Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung, S. 9.

[126]Dr. Jur. N. Dimaras, Das Persönlichkeitsrecht und Beschränkungngen durch den Gesetzgeber, «Forschung im Recht- Ἔρευνα στό Δίκαιο», S. 25. Vergl. BverfG NJW 1992, 1439, 1440 f. Dimaras, Anspruch "Dritter" auf Verfahrensbeteiligung, 1987 aaO καί στό Probleme des rechtlichen Gehörs im Zivilprozeß, (griechisch), Dike-International, 15,  S. 185, 186, und "Forschung im Recht" 1, 1998 5ff. 

[127] MEPOΣ TPITO - Oργάνωση και λειτουργίες της Πολιτείας > TMHMA E΄ - Δικαστική Eξουσία >   KEΦAΛAIO ΠPΩTO - Δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι

'Αρθρο 88: (Εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, αποδοχές, μετατάξεις)

1.Oι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι.

2. Oι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους.

Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών.
3. Mε νόμο μπορεί να προβλεφθεί εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδος των δικαστικών λειτουργών, διάρκειας έως τριών ετών, πριν διοριστούν ως τακτικοί. Kατά την περίοδο αυτή μπορούν να ασκούν και καθήκοντα τακτικού δικαστή, όπως νόμος ορίζει.

4. Oι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93.

5. Oι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Iουνίου του έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού.

6. Μετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η μετάταξη μεταξύ παρέδρων σε πρωτοδικεία και παρέδρων σε εισαγγελίες, ύστερα από αίτηση των μετατασσομένων, όπως νόμος ορίζει. Oι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προάγονται στο βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος ορίζει.

7. Στα προβλεπόμενα ειδικώς από το Σύνταγμα δικαστήρια ή συμβούλια, στα οποία μετέχουν μέλη του Συμβουλίου της Eπικρατείας και του Aρείου Πάγου, προεδρεύει όποιος από τα μέλη τους είναι ο αρχαιότερος στο βαθμό.

 

[128] Η δημοκρατική αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρον 1 §1Σ καί αποτελεί την βάση του πολιτεύματός  μας, σύμφωνα με το άρθρο 110 §1 Σ ορίζει ότι:                                                                                        

«Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν την βάση και την μορφή του πολιτεύματος..». (Θεμελιώδεις Αρχές). To πολίτευμα της Δημοκρατίας, ορίζεται ως το πολίτευμα εκείνο, στο οποίον άρχει, εξουσιάζει ο δήμος και σήμερα ο λαός. Στο πολίτευμά μας, η δημοκρατική αρχή κατοχυρώνεται με τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας στο άρθρο 1 §2 Σ: «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Αυτό σημαίνει, ότι στο δημοκρατικόν πολίτευμα, τα όργανα εκλέγονται κατά τέτοιον τρόπον ώστε να εκφράζεται η θέληση του λαού. Το εκλογικόν σώμα είναι το ανώτερον όργανον του πολιτεύματος.
Έτσι: Σύμφωνα με το άρθρον 51 §3 Σ, οι βουλευτές εκλέγονται με καθολικήν, άμεση και μυστικήν ψηφοφορίαν από το εκλογικόν σώμα. Σύμφωνα με το άρθρον 37 §2 Σ, Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει στην Βουλήν την απόλυτη πλειοψηφίαν των εδρών. Σύμφωνα με το άρθρον 84 §1 Σ, Πρωθυπουργός διορίζεται αυτός που διαθέτει στη Βουλήν την απόλυτη πλειοψηφίαν των εδρών. Σύμφωνα με το άρθρο 32 §1 Σ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από την Βουλήν. Η λαϊκή κυριαρχία, παρά το γεγονός, ότι αποτελεί το θεμέλιον του πολιτεύματος ΔΕΝ ασκείται απεριόριστα, αλλά σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο πλαίσιο των διαδικασιών που ειδικότερα θέτουν οι συνταγματικές διατάξεις και οι συνταγματικές διαδικασίες.

Τον περιορισμόν αυτόν προβλέπει το άρθρον 1 § 3 Σ, στο οποίον  ορίζεται ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».


Αυτό σημαίνει, ότι ο λαός δεν έχει την δυνατότητα να μεταβάλλει τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, ούτε κάποιος ιδιώτης ούτε κάποιο νομικό πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου ή ντίστοιχος ιδιωτικός φορέας μπορεί νά  υποκαταστήσει τήν  δικαιοσύνην. Ουσιαστικές συνέπειες της κατοχύρωσης της Δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμά μας, είναι:

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΣΕ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ, ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ.

 

Η ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ των κρατικών οργάνων.

                                                            

Το ΣΥΝΤΟΜΟ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΟ χρονικό διάστημα της θητείας των οργάνων του κράτους.

[129] Τσάτσος, Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, 1981, τομ. Α', σελ. 222.

 

[130] Δεσποτόπουλος, Η έννοια του Κράτους Δικαίου, ΝοΒ 1975, σελ. 577 επ. Ρώτης, Ν., Στρατιωτικός νόμος και δικτατορία, (η κατάσταση πολιορκίας στα πλαίσια του νέου Συντάγματος), ΤοΣ, 1976, σελ. 1 επ.

[131] Μάνεσης, Α., Ατομικές Ελευθερίες, τόμ. α', έκδ. β', Θεσσαλονίκη, 1979, σελ. 211.

[132] Μάνεσης, Α., Ατομικές Ἐλευθερίες, τόμ. α', σελ. 213-214.

[133] Βλ. Μαγκάκης, Α. Ο φυσικός και αφύσικος δικαστής, Δ 11, 1980, σελ. 337 επ., Παραράς, Π. Σύνταγμα 1975, (1985), σελ., 8, Παραράς, Π. Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, (1996), σελ. 39.

Κ. Μπέης, Εκκλησία και κράτος, «Καθ' οδόν», Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 25 επ. και ιδίως 35 επ. και «Δικανικοί Διάλογοι», Αφιέρωμα στον Αριστόβουλο Μάνεση, Αθήνα 1994, σελ. 202-203 και «Ελευθεροτυπία» 21.07.93.

 

[135] Nur mit Hilfe der zur Wertungsjurisprudenz fortentwickelten Interessenjurisprudenz kann man zu einer positiven Wertordnung gelangen. Vgl. Georgiades, Die Anspruchskonkurenz im Zivilrecht und im Zivilprozeßrecht, S. 5. Damit ist die Einheit eines Wertszstems gemeint (BverfGE 30, 193), dem das Bekenntnis zu bestimmten allgemein-menschlichen Werten, wie vor allem der Menschenwürde und des Wertes der menschlichen Persönlichkeit, zugrunde liegt Larenz, Methodenlehre der Rechtswissenschaft, S. 327 f. Im Rahmen der Wertungsjurisprudenz dienen vor allem die Grundrechsnormen als Wertungsmaßtäbe. Das Bundesverwaltungsgericht hat wiederholt von einer dem Grundgesetz imanenten Wertordnung gesprochen, die gelegenntlich sogar als eine Wertrangordnung bezeichnet wurde (BverfGE 7, 198, (215), 27, 1 (6), 30, 173 (193), an deren Spitze die Grundrechte stehen. Aufgrund dieser verfassungsrechtlichen Wertrangordnung sollen auch die uns beschäftigten Fragen beantwortet werden.

[136] "Οι ιεροί κανόνες εμφανίζουν ηυξημένη υπερνομοθετική τυπική ισχύ αλλά όχι συντακτική" βλ. σχετικά Τσάτσο, Θ. Εισήγηση επί των άρθρων 1-2 του Συντάγματος 1952, Μελέται Συνταγματικού Δικαίου, (1958), σελ. 36 επ., Παναγόπουλο,  Νομοκανονικαί παρατηρήσεις περί της ισχύος των κανόνων της Εκκλησίας έναντι των νομοθετημάτων της Πολιτείας, "Θεολογία" 21, (1950), σελ 466 επ., Μπούμη, Π. Η κανονικότητα και η νομιμότητα των περί τους 12 Μητροπολίτας λόγων, αποφάσεων, πράξεων (Το ζήτημα της απολογίας) Δ 2, σελ. 52 επ. Την ίδια άποψη υποστηρίζουν και οι Θηβαίος, Περί θρησκείας και Εκκλησίας, Αρχείο Εκκλησιαστικού Δικαίου, 2, σελ. 258 επ., Σβώλος, Α.-Βλάχος, Γ. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Α' (1954), σελ. 60. Βλ. και τις σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ 139/30, 500/32, 824/49, 609/67, 2260/77, 878/78. Παραλλαγές της ιδίας απόψεως υποστηρίζουν και οι Χριστοφιλόπουλος, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, (1965), σελ. 83-84, Μαρίνος, Α., Η συνταγματική κατοχύρωσις των ιερών κανόνων, ΝΔ 36 (1974), σελ. 534, Τρωγιάνος, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, σελ. 50, Μπέης, Δικανικοί Διάλογοι, 1994, σελ. 201)

 

       [137] Δημαράς, Ν. Προβλήματα δικαστικής ακροάσεως στην Πολιτική δίκη, Δ 14, 177 επ. 184 και 187, Beys, K. Prozessuales Denken aus Attika, (2000), Grundgedanken des Hellenischen Zivilprozessrechts, in ihren Fortentwicklung durch die EMRK, σελ. 174-175, Dr. jur. Dimaras, N. Anspruch Dritter auf Verfahrensbeteiligung, (1987), σελ. 17 επ.) Ασφαλώς η εκάστοτε άσκηση της αξιώσεως για δικαστική ακρόαση και προστασία ανήκει στην ελεύθερη βούληση ενέργειας του ενδιαφερομένου προσώπου (Handlungswille). Αλλά αυτό δεν σημαίνει, ότι αναγνωρίζεται εδώ αυτονομία και στην ιδιωτική βούληση για παραγωγή εννόμων συνεπειών (Rechtsfolgewille).

      [138] Μπέης, Εκκλησία και κράτος, σελ. 31.

[139] Beys, K. Prozessuales Denken aus Attika, (2000), σελ. 181 επ.

[140][140] Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ: «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται».

Κατά το άρθρο 59 δε του ίδιου Κώδικα «στις περιπτώσεις των άρθρων 57 και 58 το δικαστήριο με απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί» και ειδικότερα να τον υποχρεώσει, (τον υπαίτιο), σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009).

Με τις διατάξεις αυτές προστατεύεται το απόλυτο δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίον αποτελεί το πλέγμα των αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση ενός προσώπου, με το οποίον αναπόσπαστα είναι συνδεδεμένα, τα οποία συνιστούν εκφάνσεις του επί της προσωπικότητας ενιαίου και αυτοτελούς δικαιώματος. Δηλαδή περιλαμβάνεται σε αυτήν κάθε στοιχείο που αποτελεί τη σωματική, ψυχική, πνευματική και κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου.

Το δικαίωμα στην προσωπικότητα είναι απόλυτο καί αναπτύσσει την ενέργειά του εναντίον κάθε τρίτου προσβολέα, απολύτως προσωπικό, αφού βρίσκεται σε αναπόσπαστο σύνδεσμο με το πρόσωπο του φορέα ενιαίο και αυτοτελές και ενώ είναι τέλος, συν τοις άλλοις, δημοσίας τάξης, καθόσον ενδιαφέρεται γι’ αυτό άπασα η δημόσια τάξη.

Τα κυριότερα από τα αγαθά που εμπίπτουν στην προστασίαν του άρθρου 57 είναι: α) τα σωματικά αγαθά (η ζωή, η υγεία, η σωματική, πνευματική καί ψυχική υγεία καί ακεραιότητα ), β)  τα ψυχικά αγαθά, όπως ὁ συναισθηματικός κόσμος, ο οποίος προσβάλλεται κατά κανόνα δευτερογενώς συνεπεία άλλης παράνομης πράξης που στρέφεται κατά του προσβαλλόμενου και προκαλεί σε αυτόν σωματικό ή ψυχικό πόνο, γ) η εξωτερική τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι για αυτόν, ή αλλιώς στην αποδιδόμενη σε αυτόν ηθική αξία λόγω της δικανικής του ικανότητας και του ανεπίληπτου ήθους, δ) η ελευθερία και ειδικότερα η ελευθερία για ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου και επιχείρηση κάθε ενέργειας, ε) το άσυλο της κατοικίας, που διασφαλίζεται και συνταγματικά και ποινικά.

Τέτοια προστατευόμενα αγαθά ιδωμένα υπό το γενικότερο πρίσμα της προσωπικότητας είναι, όπως προεκτέθηκε, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του και της ορθοδόξου πίστεως εν προκειμένῳ.

Για την εφαρμογή της 57 ΑΚ, δηλαδή την παροχή προστασίας σύμφωνα με τους ορισμούς της στο δικαίωμα επί της προσωπικότητας πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις δηλαδή προσβολή, προσβολή παράνομη, προσβολή από τρίτο. Προσβολή της προσωπικότητας υφίσταται σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής, από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συντελούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής, πνευματικής-θρησκευτικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενου κατά το χρονικόν σημείον της προσβολής. Σε κάθε έκφανση αντιστοιχεί και ιδιαίτερος τρόπος προσβολής, που μπορεί να συντελεστεί και με παράλειψη. Ακόμη μπορεί να αφορά ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής θρησκευτικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του ανθρώπου. Βλ. Δημαρᾶ, Ν., Εἰσαγωγή στό Ἐργατικό, Ἔκδοση Γ΄, Πάτρα 2007, σελ. 21.

Αξιώσεις απορρέουσες από την προσβολή του απόλυτου δικαιώματος και κορυφαίου έννομου αγαθού της προσωπικότητας είναι οι εξής: 1. Αξίωση για άρση της προσβολής (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ.α΄): η προσβολή πρέπει να είναι παράνομη και υφιστάμενη. Προκειμένου να θεωρηθεί η προσβολή υφιστάμενη αρκεί είτε να προηγήθηκε και να υπάρχει κίνδυνος επανάληψής της στο μέλλον είτε να επίκειται για πρώτη φορά στο μέλλον, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα. Αίτημα της αγωγής είναι η επαναφορά στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την προσβολή. 2. Αξίωση για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ α’): σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης, προϋποθέσεις της αξιώσεως αυτής είναι προηγούμενη παράνομη προσβολή και ύπαρξη βάσιμου κινδύνου επανάληψης της στο μέλλον. 3. Αξίωση προς αποζημίωση (ΑΚ 57 παρ. 2): κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δηλαδή η προσβολή να συνιστά παράνομη συμπεριφορά, να υπάρχει υπαιτιότητα και περιουσιακή ζημία, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με την προσβολή. Η αξίωση περιεχόμενο της οποίας είναι η καταβολή αποζημιώσεως ενώ ειδική περίπτωση αξίωσης αποζημιώσεως από προσβολή προσωπικότητας αποτελεί η ΑΚ 920. 4. Αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης: είναι βλάβη μη περιουσιακή, η οποία συνίσταται στον ψυχικό πόνο που αισθάνεται κανείς, λόγω της προσβολής της προσωπικότητάς του. Η αξίωση προϋποθέτει παράνομη προσβολή και κατά την νομολογία, και πταίσμα. Βλ. Δημαρᾶ, Ν., Εἰσαγωγή στό Ἀστικό Δίκαιο, Ἀθῆνα-Πάτρα, Ε΄ ἔκδοση, 2008, σελ. 82.      

 

[141] Schwab K.H. Gottwald, P. Effektiver Rechtsschutz und Verfassungsmässige Ordnung, Würzburg, 1983, σελ. 28 επ.

[142] Κατά την παλαιότερη νομολογίαν του, το Ανώτατον Ακυρωτικόν Δικαστήριον, ἔκρινε
πως οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων δεν αποτελούν εκτελεστές
διοικητικές πράξεις, καθώς τα εκκλησιαστικά αυτά όργανα δεν ρύθμιζαν, μέσω των
αποφάσεών τους, σχέσεις δημοσίου δικαίου αλλά αποσκοπούσαν στήν ορθήν εφαρμογήν των εκκλησιαστικών καθηκόντων των κληρικών και μοναχών της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αρμενόπουλος 1994, 83-86

Περισσότερα για την νομικήν φύση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων βλ. σε Παπαγεωργίου Κ., Θεωρία και Πράξη του Εκκλησιαστικού Δικαίου Ι, ό.π., σελ. 46-50, 299.


Ανατροπήν, ωστόσο, της νομολογιακῆς αυτῆς κατεύθυνσης ἔφερεν η ΟλΣτΕ
825/1988. Με την απόφαση αυτή, το σκεπτικό της οποίας υιοθέτησαν και πολλές
μεταγενέστερες αποφάσεις, κρίθηκε πως οι αποφάσεις των συλλογικών
πειθαρχικών οργάνων της Εκκλησίας, τα οποία φέρουν χαρακτήρα πειθαρχικών
συμβουλίων, υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης, όταν με τις αποφάσεις τους
επιβάλλουν ποινές, οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στην υπηρεσιακή θέση των
κληρικών με την Εκκλησία και με τα δικαιώματα, που πηγάζουν από την σχέση αυτή.
Ιδιαίτερος, τέλος, πρέπει να είναι ο προβληματισμός της νομικής θεωρίας όπως καί της νομολογιακής πρακτικής, ως προς το ζήτημα της αντίθεσης των
συγκεκριμένων δικαστηρίων με τις επιταγές του Συντάγματος. (Τά δικαστήρια αὐτά συγκροτοῦνται ἀπό πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι, μέ πανεπιστημιακήν μόρφωση, πού ἅπαντες διαθέτουν πτυχία Θεολογίας καί ἀρκετοί ἐξ αὐτῶν πτυχία νομικής. Οἱ ἐνέργειές τους ὡς δικαστῶν κατοχυρώνονται μέ εἰδικούς Νόμους, ψηφισμένους ἀπό τήν Βουλήν τῶν Ἑλλήνων. Ὡς ἀντικείμενον δίκης ἔχουν θέματα πνευματικῆς φύσεως. Ἡ δέ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ΝΠΔΔ). Πόσον μᾶλλον δέν εἶναι δυνατή ἡ συγκρότηση «ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων» ἀπό ΝΠΙΔ καί μάλιστα μέ πρόσωπα πού πλεῖστα ἐκ τῶν ὁποίων δέν συγκεντρώνουν καμμία ἀπό αὐτές τίς Προϋποθέσεις.

 Είναι σαφές πώς τα εν λόγῳ πειθαρχικά όργανα δεν τηρούν τις απαραίτητες συνταγματικές εγγυήσεις, οι οποίες περιβάλλουν το σύνολο των πολιτειακών δικαστικών οργάνων, με
αποτέλεσμα, να μην διασφαλίζεται η διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης, κατά το άρθρο 8
τοῦ Συντάγματος.
Βλ. ἐνδεικτικά: ΣτΕ 3356/1980, 1530/1992, 2739/1997, 2440/2001, 4120/2005.
13 Λαζαρίμος, Δ., «Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν είναι δικαστήρια», ΝοΒ 1960, ς. 1257-1259, Παπαγεωργίου Κ., {Αρχή της δίκαιης δίκης και «Εκκλησιαστικά Δικαστήρια», με αφορμή την ΣτΕ 686/2011},

https://www.arthro-13.com/products/papageorgioy-g-konstantinos-epikoyros-kathigitis -
ekklisiastikoy-dikaioy-apth2/

[143] Βλ. Γ. Παπαχατζῆς, Σύστημα τοῦ ἐν Ἑλλάδι ἰσχύοντος Διοικητικοῦ Δίκαιου, ἔκδ. δ΄, ἰδιωτική, Ἀθήνα, 1965, σελ. 389-390.

[144] Βλ. Μ. Στασινοπούλου, Τό δικαίωμα τῆς ὑπερασπίσεως ἐνώπιον τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν, ἰδιωτική ἔκδοση, 1974, σελ. 50-54.

[145]Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 5 εδ. α' του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Εξάλλου, κατά την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 εδ. α' του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου ΠΚ, "όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Σύμφωνα με τη σχετική αιτιολογική έκθεση στον Νόμο 4619/2019, "Στην τρίτη παράγραφο τυποποιείται το έγκλημα της συμμορίας. Ενόψει των ερμηνευτικών προβλημάτων που είχε δημιουργήσει η παρ. 5 του άρθρου, όπως ισχύει, δεν αναφέρεται πλέον η "ένωση" με άλλον για τη "διάπραξη" κακουργήματος και προβλέπεται ρητά, ότι το έγκλημα τελείται όταν ο δράστης "οργανώνεται" με άλλον ή άλλους για να διαπράξει κακούργημα. Διευκρινίζεται με τον τρόπο αυτό, ότι για να υπάρχει συμμορία δεν αρκεί απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απαιτείται σύσταση οργάνωσης, με στοιχειώδη έστω δομή, ενώ απαιτείται και η ύπαρξη συμφωνίας για την από κοινού τέλεση των αξιόποινων πράξεων"

Οἱ παράγραφοι 1, 2, 3, 4 ὁρίζουν:1. Όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

2. Αυτός που διευθύνει την εγκληματική οργάνωση τιμωρείται με κάθειρξη.

3. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο υπαίτιος αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ανηλικότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας.

 

[146] Βλ. σχ. Τόμος γάπης, Vatican-Phanar (1958-1970), Rome - Istanbul 1971, σελ. 286-287.

[147]http://www.romanity.org/…/rom.e.14.orthodoxi_kai_vatikania_…

[148] Ἀντ. Παπαδόπουλου, Θεολογικός Διάλογος ρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικν {στορία – Κείμενα – Προβλήματα}, κδ. οκος δελφν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη-θνα, 1996, σελ. 40)

[149] προσλαλιά το θηναγόρου, Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ο διάλογοι χωρίς προσω-πεον, σελ. 4-5. π. Γεώργιος μεταφέρει τά λόγια τοῦ ψευδοπατριάρχη Ἀθηναγόρα, πού λέει, ὅτι ἤδη κοινωνεῖ τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες καί ἐπαινεῖ ἐκείνους πού κάνουν τό ἴδιο, ὅ.π. ἀνωτέρω.

[150] Βλ. πισυναπτόμενον βιογραφικόν μέ τήν διεθν καί θνική ναγνώρισή μου ς διακεκριμένου καθηγητο το δικαίου.

[151] Βλ. τήν ἐπισυναπτόμενη ἀκατάρριπτη γνωμοδότηση καί τήν ἑπομένην, πού ἐλπίζουμε νά μήν ἀναγκασθοῦμε νά δημοσιεύσουμε, σέ συνεργασία μέ τούς συνεργάτες μου, καθηγητές τῆς Νομικῆς, Δρες Κωνσταντῖνο Βαθιώτη καί Κωνσταντῖνο Παναγόπουλο.