Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου

Επιστολή  4η

Εν  Αθήναις τη 11 Ιανουαρίου 1905

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά χαίρετε εν Κυρίω.
Εις Αίγιναν.

Έλαβον την επιστολήν σας και εχάρην δια την υγείαν σας και την υπομονήν σας. Χάριτι θεία και εγώ είμαι καλά. Εύχομαι να μας διαφυλάττη όλους ο Θεός ημών εν υγεία και να κατευθύνη τα διαβήματα υμών εις εργασίαν των θείων Αυτού εντολών. Δεν έχω να σας γράψω τι, διότι δεν μετέβην εις ιερουργίαν και δεν ωμίλησα δια να σας δώσω περίληψιν της ομιλίας μου. Εάν το πνεύμα δεν κινήση τον νουν μου μένει αργός και αδυνατώ να γράψω τι, ώστε δεν έχω τι να σας γράψω. Εγκλείστως πέμπω υμίν Ωδήν τινα προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον την οποίαν εποίησα εκ των χαιρετισμών της Κυρίας Θεοτόκου, εντείνας τα διάφορα μέτρα αυτών εις εν ιαμβικόν, όπως ψάλληται εις ήχον α΄. πιστεύω ότι θα σας αρέση. Ψάλλονται και αργώς και γοργώς. Προτίθεμαι να εκτυπώσω όλους τους ύμνους εις μικρόν σχήμα, το ήμισυ του προσευχηταρίου, και να το ονομάσω «Θεοτοκάριον μικρόν», όπως διαδοθή και υμνείται η Κυρία Θεοτόκος υπό των ευσεβών. Θα προέβαινον ευθύς εις την τύπωσιν, αλλά οφείλω ακόμη εις τον τυπογράφον, ευθύς ως οικονομήσω τα οφειλόμενα, θα προβώ εις την τύπωσιν του Θεοτοκαρίου και μετ΄ αυτό θα τυπώσω εν έργον μοναχού τινος Αντιόχου, περί ου λόγον ποιούμαι εις την αναγγελίαν της 267 σελίδος του «Γνώθι σαυτόν», είναι έργον εξαίσιον. Ο συγγραφεύς λέγει, ότι εν αυτώ πάσαν συνέστειλε την Αγίαν Γραφήν, Παλαιάν και Καινήν. Χρήματα δεν έχω, διότι εδαπάνησα ό,τι είχον εις την εκτύπωσιν του «Γνώθι σαυτόν», εκ του οποίου δεν θα εισπράξω παρά ελάχιστα πράγματα, διότι μόλις εγράφησαν 90 έως 100 συνδρομηταί, των οποίων τας συνδρομάς θα εισπράξωμεν μετά μήνας και κατά μικρά ποσά, τα οποία χάνονται, αλλά καίτοι δεν έχω, εν τούτοις θα προσπαθήσω να το τυπώσω τη βοηθεία του Θεού εκ των περισσευμάτων των μισθών μου. Εύχεσθε και σεις, όπως ο Θεός με φωτίζη, με ενισχύη και με διευκολύνη εν τη εργασία μου.  Ο Κύριος Δήμαρχος δεν μοι απήντησεν εισέτι, όταν μοι απαντήση θα σας στείλω την επιστολήν του. Την επιστολήν μου ταύτην πέμπω υμίν δια της κυρίας Ελένης Ζαρβουλάκου προς ην έστειλα και χαρτί, μελάνι, και πένας. Εάν τινος στερήσθε να μοι γράφητε ελευθέρως. Εάν κρυώνητε, γράψατέ μοι να σας στείλω δύο μικρά αντεριά (ζωστικά) όπου έχω. 
                               
Σας εύχομαι πατρικώς και διατελώ προς Θεόν ευχέτης.   
                                                          
 + Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.

Υ.Γ.  Τα ζωστικά σας τα στέλλω.
Ο ίδιος.

Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. ερμηνεία του 15ου Κανόνος

ρχόμενοι τώρα ες τόν πό ξέτασιν Κανόνα τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, πρέπει νά ρευνήσωμε ν πότειχισις, διά τς διακοπς τς μνημονεύσεως λόγ αρέσεως, ποτελε τήν κρίβεια καί μή ποτείχισις ( παγωγή ες τόν αρετικό πίσκοπο) ποτελε τήν οκονομίαν. Διότι ατοί ο δύο τρόποι νεργείας διδάσκονται ες τούς ερούς Κανόνες καί πως εδαμε εναι καθορισμένοι πό τούς Πατέρες. Τό νά κλάβη κάποιος ναν ερό Κανόνα καί μάλιστα δογματικό, δυνητικά (δηλαδή ν θέλη δύναται νά τόν φαρμόση), ατό νομίζω δέν πάρχει σάν διδασκαλία στό Πηδάλιο οτε σάν Παράδοσι στήν κκλησία. Διότι, ν πρχε τέτοια Παράδοσις καί διδασκαλία, καθένας θά νεργοσε ατοβούλως καί θά πρχε τέτοια διαφωνία καί σύγχυσις σέ σημεο πού νας νά ντιτάσσεται καί νά πομακρύνεται πό τόν αρετικό πίσκοπο καί λλος νά ποτάσσεται καί νά τόν κολουθ, καί συγχρόνως καί ο δύο νά φαρμόζουν ( καθένας μέ τόν τρόπο του) τούς ερούς Κανόνες. Δηλαδή ες τά θέματα τς πίστεως νά εμεθα σέ διαφορετικά στρατόπεδα καί συγχρόνως νά πηρετομε τόν διο σκοπό. Εναι μως φανερό τι κε πού νήκεις, ατόν πηρετες καί στηρίζεις.
Δυστυχς (δι’ ατούς), ν ο Πατέρες καί ο Σύνοδοι φαρμόζουν, πως εδαμε, μεγάλες οκονομίες στήν περίπτωσι τς πιστροφς τν αρετικν στήν καθολική
κκλησία, (φ’ σον ατοί μετανοον), εναι αστηρότατοι καί δέν διδάσκουν καμμία οκονομία, ες τήν περίπτωσι τν σχέσεων, τς κκλησιαστικς πικοινωνίας, τς
ναγνωρίσεως καί τς ξαρτήσεως, σο ο αρετικοί εναι μετανόητοι καί μμένουν στήν πλάνη των. Δηλαδή ες τήν περίπτωσι ατή ο Πατέρες μοθυμαδόν διδάσκουν
μακριά πό τήν αρεσι καί τούς φορες της. ρα λοιπόν ες τήν περίπτωσιν το πό ξέτασι Κανόνος τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, δέν πάρχει χι περίπτωσι δυνητικς φαρμογς, βασισμένη στήν διδασκαλία τς κκλησίας, λλά οτε περίπτωσι νομίμου οκονομίας. Εναι βεβαίως λλο θέμα τό νά περιμένω, κάποιο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα, μέχρι νά βεβαιωθ διά τήν διδασκαλία καί τά φρονήματα το πισκόπου καί τελείως διαφορετικό τό νά συνεχίσω π’ όριστον ατήν τήν ναμονή, θεωρώντας την διάκρισι, ποφυγή σχίσματος κλπ. Προφανς ες τήν περίπτωσιν ατή ντάσσομαι καί συντάσσομαι μέ τήν αρεσι διά μέσου τν φορέων της. λλά καί ν κόμη ποτεθ (πργμα διανόητο) τι καί στήν περίπτωσι το ν λόγ ερο Κανόνος πιτρέπεται οκονομία, θά πρέπει ατή κάπου νά στηρίζεται, δηλαδή σέ κάποια δεδηλωμένη νάγκη. Στήν περίπτωσι π.χ. το Κανόνος το Μ. Βασιλείου, πού προαναφέραμε, γιος δέχεται τήν οκονομία ες τό θέμα τς βαπτίσεως τν σχισματικν πού μετανοον, δηλώνοντας καί τήν ατία τς οκονομίας περίφραστα: «φορμαι γάρ μήποτε, ς βουλόμεθα κνηρούς ατούς περί τό βαπτίζειν ποισαι μποδίσωμε τος σωζομένοις διά τό τς προστάξεως αστηρόν». ρα λοιπόν ες τήν περίπτωσι κάθε οκονομίας πάρχει σοβαρός καί μφανής λόγος. Ποος μως λόγος οκονομίας πάρχει, στε νά μήν προχωρήσωμε ες τήν ποτειχίσι διά τς διακοπς τς μνημονεύσεως, ταν διος ερός Κανών ποκαλε τόν αρετικό πίσκοπο «ψευδεπίσκοπο, ψευδοδιδάσκαλο καί καλούμενο πίσκοπο» καί τό κυριώτερο μς διαβεβαιώνει τι χι μόνο δέν δημιουργομε διά τς ποτειχίσεως σχίσμα, λλά γινόμεθα ατία πουλώσεως καί θεραπείας το σχίσματος; Δέν θά πρέπει λοι ο ρθόδοξοι νά θεωρον ποχρέωσί των τό νά γίνουν ατιοι πουλώσεως το σχίσματος καί νά μήν τό κλάβουν ς μία δυνητική προτροπή; Προφανς, κ το ντιθέτου, μόνος λόγος οκονομίας (καί χι δυνητικς ρμηνείας το Κανόνος) θά το ποφυγή σχίσματος. Τώρα μως μέ τή δυνητική ρμηνεία, σύμφωνα μέ τόν καθένα, μλλον γινόμεθα ατιοι σχίσματος, φ’ σον ποσχιζόμεθα πό τήν λήθεια, καί πιπλέον δίδομε σχύ καί ξουσία ες τόν αρετικό πίσκοπο, διά τς ποταγς μας ες τήν πλάνη καί τήν αρεσι πού κολουθε καί, βεβαίως, διαιωνίζομε τήν σθένεια καί τήν καθιστομε θεράπευτον, συμμετέχοντας καί μες ες ατήν, διά τς κκλησιαστικς πικοινωνίας.

ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Άγ. Ιουστίνος (Πόποβιτς)

Ο Θεάνθρωπος Πανευαγγέλιον

Ολόκληρον το μυστήριον της χριστιανικής πίστεως είναι η Εκκλησία, ολόκληρον το μυστήριον της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος, ολόκληρον το μυστήριον του Θεανθρώπου έγκειται εις το ότι ο Θεός έγινε «σαρξ», ότι δηλαδή εις το ανθρώπινον σώμα κατώκησεν όλον το πλήρωμα της Θεότητός Του με όλας τας θείας δυνάμεις και τελειότητας, δηλαδή όλον το μυστήριον του Θεού. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου Χριστού  συνοψίζεται εις το εξής παγχαρμόσυνον μήνυμα: «Μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α΄Τιμ. 3, 16). Το ελάχιστον ανθρώπινον σώμα εχώρεσεν μέσα του ολόκληρον τον Θεόν με το άρρητον και άπειρον μεγαλείον Του! Ούτω ο Θεός έγινε άνθρωπος, πλήρης και τέλειος άνθρωπος, παραμένων, όμως, πλήρης και τέλειος Θεός. Εδώ δεν πρόκειται απλώς περί ενός μυστηρίου, αλλά περί όλων των μυστηρίων του ουρανού και της γης, τα οποία συνηνώθηκαν εις εν μυστήριον: εις το μυστήριον του Προσώπου του Θεανθρώπου, δηλαδή εις το μυστήριον της Εκκλησίας. Τα πάντα, γνωστά και άγνωστα, ρητά και άρρητα, συνοψίζονται και συνενούνται εις το σώμα του Θεού Λόγου, εις την σάρκωσιν και ενανθρώπησιν του Θεού. Η αλήθεια αυτή περί της σαρκώσεως περιέχει μέσα της και όλην την θεανθρωπίνην ζωήν του σώματος της Εκκλησίας, και δι΄ αυτής και μόνον γνωρίζομεν «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της Αληθείας» (Α΄Τιμ. 3,15). Εις το «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί», λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος, συνίσταται όλη η Οικονομία της σωτηρίας, η οποία αποκαλύπτεται εις τους ανθρώπους και εις τους Αγγέλους δια της Εκκλησίας. Όντως το μυστήριον αυτό είναι μέγα: ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος Θεός. Δια τούτο πρέπει να ζώμεν οι άνθρωποι αξίως αυτού του Μυστηρίου.(Ιερού Χρυσοστόμου, Ομ. 11,1  PG. 62, 553-556).

Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου

Επιστολή 3η

Εν Αθήναις τη 8 Δεκεμβρίου 1904

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά χαίρετε!

Ετέραν επιστολήν σας της από 10 Νοεμβρίου γεγραμμένης ήτοι της προ μηνός ακριβώς δεν έλαβον και αγνοώ πως έχετε. Εγώ από του χρόνου της λήψεως της επιστολής σας και επιστολήν σας έγραψα και φύλλα του «Γνώθι σαυτόν» σας έστειλα και ωδήν τινα προς την Κυρίαν Θεοτόκον. Πιστεύω ότι τα ελάβατε, σήμερον σας πέμπω εγκλείστως ετέραν ωδήν, ήτις πιστεύω να σας τέρψη πνευματικώς. Σήμερον δια της παρούσης μου σας γράφω εν σκιαγραφία την ομιλίαν την οποίαν εξεφώνησα εις τον ιερόν ναόν της Μητροπόλεως την εορτήν του αγίου Νικολάου, έλαβον το θέμα εκ της περικοπής του αναγνωσθέντος Αποστόλου «πεποίθαμεν γαρ, ότι καλήν συνείδησιν έχομεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι» και ωμίλησα περί αγαθής συνειδήσεως. Είπον λοιπόν, ότι η αγαθή συνείδησις είναι των αγαθών το μέγιστον, διότι βραβεύεται ημίν την ειρήνην της ψυχής, την γαλήνην της καρδίας, την αταραξίαν της συνειδήσεως, την ηρεμίαν τω πνεύματι. Αύτη εκχέει εν τη καρδία την χαράν, αύτη παρρησίαν δίδωσι προς τον Θεόν, αύτη τας αιτήσεις ημών ευπροσδέκτους καθιστά, αύτη κρούοντος ανοίγει ημίν τας πύλας του ουρανού, αύτη φορεύς γίνεται των θείων δωρεών, αύτη τους καρπούς του αγίου Πνεύματος δαψιλεύει, αύτη τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος δωρείται, αύτη τους πόθους του άκρου αγαθού πληροί, αύτη εις ευδαιμονίαν και μακαριότητα άγει, αύτη προμνηστεύεται ταις ψυχαίς την των ουρανών βασιλείαν τη ταύτη εχούση ψυχή. Ταύτα διδασκόμεθα εξ αυτών των αγίων Γραφών, εξ αυτού του στόματος του Σωτήρος και αυτών των Αυτού αγίων Αποστόλων. Ο Σωτήρ εντέλλεται λέγων, «αιτείτε και δοθήσετε, ζητείτε και ευρήσητε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματ. 7,7). Ναι χριστιανοί αδελφοί ανοίγει, διότι υιοθετήθημεν δια του Θεού και εγενόμεθα τέκνα Θεού, όστις ως Πατήρ αγαθός εστιν έτοιμος, να δώση ημίν τα προς σωτηρίαν αιτήματα και ζωήν την αιώνιον, διότι ο Μονογενής Αυτού Υιός εξηγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του Νόμου, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν, διο και ο Παύλος γράφων προς Γαλάτας λέγει: «ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το πνεύμα του Υιού Αυτού εις τας καρδίας ημών κράζων Αββά ο Πατήρ, ώστε ουκέτι εστέ δούλοι, αλλ΄ υιοί, ει δε υιοί και κληρονόμοι Θεού δια Ιησού Χριστού» (κεφ. Δ, 4). Τα αυτά γράφει και ο επιστήθιος φίλος, παρθένος, ηγαπημένος Ευαγγελιστής Ιωάννης εν τη α’ Καθολική αυτού επιστολή λέγων: «εάν η καρδία ημών μη καταγινώσκη ημών παρρησίαν έχομεν προς τον Θεόν, και ο εάν αιτώμεν λαμβάνομεν απ’ Αυτού ότι τας εντολάς Αυτού τηρώμεν και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούμεν» (γ’ 21-22). Εκ των λόγων του επιστηθίου Ευαγγελιστού μανθάνομεν, ότι οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν, έχουσι παρρησίαν προς τον Θεόν, διότι τας εντολάς Αυτού τηρούσι και τα αρεστά ενώπιον Αυτού ποιούσιν. Οι έχοντες αγαθήν συνείδησιν, ούτοι έχουσι καρδίαν μη καταγινώσκουσαν αυτούς αμαρτίαν και παράβασιν θείων εντολών, ούτοι έχουσι καρδίαν καθαράν και πνεύμα ευθές, και περί τούτων διαλέγεται ενταύτα ο Ευαγγελιστής. Όθεν διδασκόμεθα, ότι ο καθαράν έχων καρδίαν, ο μη καταγινωσκόμενος υπό της καρδίας του, ο ποιών το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον ενώπιον του Θεού, ο ακριβής τηρητής των εντολών του Κυρίου, ούτος έχει παρρησίαν προς τον Θεόν και παν ό,τι ζητεί λαμβάνει παρά Θεού. Ώστε ο αγαθήν έχων καρδίαν, ως υιός του Θεού αγαπητός, ως έχων ένοικον το πνεύμα του Υιού Αυτού εις την καρδίαν αυτού, έχει παρρησίαν προς τον Θεόν και αιτών λαμβάνει, και ζητών ευρίσκει, και κρούων γίνεται δεκτός. Τις του τοιούτου ανθρώπου μακαριώτερος; Τίνος αγαθού δύναται να μείνη εστερημένος ο τοιούτος; Ουχί πάντα τα αγαθά, πάντα τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος συνέδραμον εν τη μακαρία αυτού ψυχή; Τίνος πλέον επιδέεται; Ουδενός! Αληθώς ουδενός. Ναι χριστιανοί αδελφοί ουδενός, επειδή είναι ο έχων αγαθήν συνείδησιν, διότι έχει ένοικον το άκρον αγαθόν. Αληθώς άρα η αγαθή συνείδησις είναι το κράτιστον των αγαθών, διότι εν εαυτή υπάρχει η μακαριότης. Μακάριος και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο αγαθήν κεκτημένος συνείδησιν. Πόσον πλανώνται οι άνθρωποι, οι αναζητούντες την εαυτών ευτυχίαν, την εαυτών ευδαιμονίαν, την εαυτών μακαριότητα εκτός εαυτών, εν τη δόξη, εν τη πολυκτημοσύνη, εν ταις απολαύσεσιν, εν ταις τρυφαίς, εν ταις ηδοναίς και εν πάσαις ταις χλιδαίς και ματαιότησι, ων το τέλος πικρία! Πόσον πλανώνται, οι οικοδομούντες την εαυτών ευτυχίαν επί πραγμάτων φθαρτών και αλλοιωτών ουδεμίαν κεκτημένων ηθικήν αξίαν και ηθικήν ευχαρίστησιν, διότι η αληθής ευτυχία, η αληθής ευδαιμονία, η αληθής μακαριότης εδράζεται επί της ηθικής απολαύσεως. Πάσα ετέρα απόλαυσις μόνον τα χείλη ηδύνει, την καρδίαν όμως πληροί πικρίας. Η εκτός της καρδίας οικοδομουμένη ύλη προς ανέγερσιν πύργου ευτυχίας οικοδομείται επί σαλευομένου υπό διηνεκών σεισμών εδάφους, εφ΄ ου ουδέ λίθος επί λίθου δυνατόν να μείνη επί μακρόν χρόνον, ώστε μάταιοι και δείλαιοι οι τοιούτοι δομήτορες. Χριστιανοί! Η ευτυχία κείται εν ημίν αυτοίς και ευδαίμων και τρισμακάριος ο άνθρωπος, ο κατανοήσας τούτο. Εξετάσατε την καρδίαν υμών και μάθετε την ηθικήν αυτής κατάστασιν. Οίδατε μη απώλεσε την παρρησίαν αυτής προς τον Θεόν, μη καταγινώσκει υμών επί παραβάσει νόμων ηθικών, μη ελέγχει υμάς επί αθετήσει θείων εντολών, μη διαμαρτύρεται η συνείδησις υμών δια την καταπίεσιν αυτής, μη εγκαλεί υμάς επί αδικία, επί ψεύδει, επί παραμελήσει των θείων καθηκόντων, επί αμελεία, των προς τον πλησίον υμών καθηκόντων. Ερευνήσατε μη κακίαι και πάθη επλήρωσαν τας καρδίας υμών, μη επιποθώσι τοις κακοίς, μη δουλεύωσι τοις κακοίς συγκατατιθέμεναι. Ίδωμεν μη αποκλίνει η καρδία υμών του αγαθού, ετράπη δε εις οδούς σκολιάς, εις τρίβους αβάτους, εν οις ελοχεύουσιν οι φίλοι της απωλείας. Δυστυχείς οι άνθρωποι, οι την εαυτών εγκαταλείψαντες καρδίαν, και μακαριότητα ή ευδαιμονίαν ή ευτυχίαν ονειρευόμενοι τα τάλαντα του Κροίσου, ό,τε υπό γην και ο επί γης χρυσός εισιν ανίσχυρα, να παράσχωσιν αυτώ ευτυχίαν τινα. Τι λέγω, ευτυχίαν; Αλλ΄ ουδέ της κακοδαιμονίας αυτών ν’ απαλλάξωσιν δύνανται, ουδέ να μετριάσωσι τον τάραχον της εαυτού ψυχής, της ταρασσομένης, ως θαλάσσης, υπό της πληθύος των κακών, ως υπό σφοδροτάτων πνεόντων ανέμων. Δυστυχώς, χριστιανοί αδελφοί, ο την εαυτού καρδίαν αμελήσας και μη ταχέως επιμεληθείς, ου μόνον των αγαθών πάντων εστέρηται, αλλά και εν συμφορά κακών παντοίων ενέπεσε, εξ ων ουκ έστι σωτηρία. Απέβαλε την χαράν και εισεπήδησεν εν αυτή η λύπη και η πικρία, η θλίψις και η στενοχωρία. Απέβαλε την ειρήνην και εισώρμησεν εν τη καρδία ο τάραχος και ο πόλεμος και ο θόρυβος και ο τρόμος. Απέβαλε την αγάπην, και το μίσος εισδύσαν εν αυτή, κατέστησεν αυτήν έρημον πάσης αρετής, δυναμένης να περιέπη την πάσχουσαν ψυχήν του. Απέβαλε τέλος άπαντα τα χαρίσματα και τους καρπούς του αγίου Πνεύματος, α έλαβεν εν τω βαπτίσματι, τα καθιστώντα τον άνθρωπον μακάριον και προσέλαβεν απάσας τας κακίας, τας καθιστώσας τον άνθρωπον κακοδαίμονα, άθλιον και ελεεινόν. Η κόλασις και ο Άδης προμνηστεύονται την ψυχήν αυτού. Χριστιανοί αδελφοί! Ο Θεός πλούσιος ων εν ελέει, πλάσας ημάς κατ΄ εικόνα ιδίαν, ίνα καταστήση ημάς κοινωνούς της ιδίας αγαθότητος, θέλει, ίνα πάντες αξιωθώμεν του μακαρίου βίου εν τε τω παρόντι και τω μέλλοντι. Η ίδρυσις της αγίας ταύτης Εκκλησίας προς τούτο υπό του Τριαδικού Θεού επήχθη επί γης εν μέσω ημών, όπως απολούη, αποκαθαίρη ημάς αμαρτιών ημών, αγιάζη και φιλιοί προς το θείον, χαρίζηται ημίν την παρρησίαν προς τον Θεόν και ανοίγη τας πύλας του Ουρανού, όπως ημάς εισαγάγη εν αυτώ, όπως χαρίζηται ημίν τας ευλογίας του Ουρανού, όπως κατάγη εφ΄ ημάς τα θεία δώρα. Η Εκκλησία ιδρύθη, ίνα τους αμαρτωλούς αγιάζη. Τας αγκάλας αυτής έχει ανοικτάς προς υποδοχήν. Δεύτε σπεύσωμεν οι βεβαρυμένην έχοντες την συνείδησιν, σπεύσωμεν εστιν ετοίμη, ίνα άρη το βαρύ φορτίον, το βαρύνον την συνείδησιν ημών και χαρίσηται ημίν την προς τον Θεόν παρρησίαν, όπως πληρωθή η καρδία ημών μακαριότητος και αξιωθώμεν και της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.
Τοιαύτα τινα είπον, έγραψα δε προς χάριν σας, όπως σας ευχαριστήσω. Τας ευχάς μου εις την κυρίαν Ευτυχίαν, εις την Φιλιώ και εις σας. Εύχομαι υμίν υπομονήν και φρόνησιν.

Διατελώ προς Θεόν ευχέτης

+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.