Το αίτημα «να ξαναγραφεί η Ιστορία» κυριαρχεί από ετών σε
κύκλους διανοουμένων και πολιτικών με αφορμή τα πολιτικά προβλήματα της χώρας
με τους γείτονές της. Αυτό σημαίνει την εισαγωγή, μέσα από την εκπαίδευση, μιας
κολοβωμένης Ιστορίας για την επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων. Με την επιλεκτική
στάση απέναντι στις πηγές επιτυγχάνεται η σκόπιμη αναπαραγωγή θέσεων που
ευνοούν και προωθούν εθνομηδενιστικούς στόχους.
Τη σκέψη των επιβουλευομένων την Ιστορία μας, αλλά και
των ιστοριογράφων συνεργατών τους κατευθύνει ένα πνεύμα «ειρηνισμού», που
υποστασιώνει την άποψη ότι αρκούν η απάλειψη των διαιρούντων και ο τονισμός των
ενούντων για να αρθεί το «μεσότειχον» (Εφ., 2, 14) μεταξύ εθνών που βρίσκονται
σε διάλογο για την επίλυση προβλημάτων στις σχέσεις τους. Η μέθοδος δε αυτή της
προβολής των ενούντων και της αποσιώπησης των διαιρούντων εφαρμόζεται και στον
Οικουμενισμό, στον διαχριστιανικό διάλογο. Λίγοι όμως μπορούν να κατανοήσουν
ότι και στις δύο πλευρές του Οικουμενισμού, Πολιτικού και Θρησκευτικού, το
επιδιωκόμενο είναι η εξυπηρέτηση των στόχων και των σχεδίων της αληθινής
Υπερδύναμης και της πλανητικής πολιτικής της.