1. Εισαγωγή
Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἑλλάς βάλλονται πανταχόθεν, κυρίως ἐκ τῶν
ἔσω καί δή ὑπό τῶν Οἰκουμενιστῶν «ψευδεπισκόπων» (ὅρος τοῦ ΙΕ' Κανόνος τῆς ΑΒ'
Συνόδου) καί τῶν ψευδο-πολιτικῶν. Τά κτυπήματα εἶναι σφοδρά καί ἀλλεπάλληλα, ὅπως
π.χ. ἡ προώθησις τῶν θανατηφόρων «ἐμβολίων», ἡ νομιμοποίησις τοῦ «γάμου» τῶν
ὁμοφυλοφίλων (πού συνιστᾶ αἵρεσιν), ἡ ἐπιβολή τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως «γκανζούφ»
(πρβλ. τά πρόσφατα γεγονότα εἰς τήν «ἀντεθνικήν τερατοθήκην»), ὁ ψηφιακός
ὁλοκληρωτισμός, ἡ ἀντικατάστασις τοῦ πληθυσμοῦ μέ ἰσλαμιστάς «πρόσφυγας» κ.ἄ.
Ἄν ὑπῆρχεν Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τίποτε ἀπό αὐτά
δέν θά συνέβαινεν. Ἐάν π.χ. τό 2024 συμπεριεφέρετο προληπτικῶς (preemptive
behavior), ὅπως ὑπαγορεύει ἡ Θεωρία Παιγνίων, καί ἠπείλει ὅτι θ’ ἀφώριζε τούς
βουλευτάς πού θά ἐψήφιζον τόν «γάμον» τῶν ὁμοφυλοφίλων, αὐτός δέν θά ἐψηφίζετο!
Ὄχι μόνον δέν τό ἔπραξεν, ἀλλά δέχεται καί εἰς κοινωνίαν αὐτούς τούς αἱρετικούς,
θέτουσα ἑαυτήν ὑπό τό ἀνάθεμα τῶν Οἰκ. Συνόδων, κατά τό γνωστόν «ὁ μή λέγων ἀνάθεμα
τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα ἔστω» (Ε' Οἰκ. Σύνοδος). Ἐκτός τούτου, κηρύσσει παλαιάς
καί νέας αἱρέσεις, συντάσσεται δέ ἀναφανδόν -- κατά τήν αἵρεσιν τοῦ
Σεργιανισμοῦ -- μέ τούς Φασίστας πού ἐξουσιάζουν τόν κόσμον καί ἀφαιροῦν συνεχῶς
θεμελιώδεις ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἐπιβολήν τῆς ψηφιακῆς ταυτότητος
καί τοῦ «προσωπικοῦ ἀριθμοῦ», μέ τήν ἐπικειμένην κατάργησιν τῶν μετρητῶν καί
τήν ἐπιβολήν τοῦ ψηφιακοῦ εὐρώ κ.λπ. δῆθεν χάριν ... τῆς «εὐκολίας τῶν
συναλλαγῶν», ἀλλ’ εἰς τήν πραγματικότητα διά νά ἐλέγχουν πλήρως τούς πάντας καί
ν’ ἀποκλείουν ἀπό παντοῦ ὅσους δέν εἶναι «καλοί μαθηταί» τοῦ Σατανισμοῦ, τόν
ὁποῖον αὐτοί ἐπιβάλλουν! Μία Ὀρθόδοξος Ἱεραρχία θά συνετάσσετο μέ τό Παύλειον «τιμῆς ἠγοράσθητε·
μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων» (Α' Κορ. 7:23) καί θ’ ἀνέτρεπε ὅλ’ αὐτά τά δεινά.
Δυστυχῶς, ὁ λαός δέν ἀντιδρᾶ
εἰς τήν ἀποστασίαν τῶν «ἡγετῶν» του ἀπό τόν Θεόν, ἀπό τά Ἑλληνικά ἰδεώδη καί
ἀπό αὐτήν ταύτην τήν λογικήν. Παρακολουθεῖ τά γεγονότα μέ ἀπορίαν καί, εἰς τήν
καλυτέραν περίπτωσιν, προβαίνει εἰς συλλαλητήρια, ἀρθρογραφίαν καί ἄλλας
ἀναποτελεσματικάς διαμαρτυρίας, ὄχι ὅμως καί εἰς τήν ἁγιοπατερικήν καί σωτήριον
ἀντίδρασιν, πού εἶναι ἡ ἀποτείχισις ἀπό ψευδεπισκόπους τοῦ τύπου Βαρθολομαίου,
Ἱερωνύμου κ.ἄ. Διότι κατά τά τελευταῖα 100 περίπου ἔτη, εἷς ἑσμός ψευδολόγων
καί αἱρετικῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἔχουν κατορθώσει νά πείσουν τόν ἀκατήχητον
λαόν ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό αὐτούς εἶναι σχίσμα καί αἵρεσις! Ἡ φοβερά αὐτή
διαστροφή τῆς Ἀληθείας ἐπανελήφθη κατά κόρον μετά τήν ἐκθρόνισιν τοῦ κ. Τυχικοῦ
ἀπό τήν Ἱ. Μητρόπολιν Πάφου καί οἱ Οἰκουμενισταί ζητοῦν πλέον λιβέλλους κατά
τοῦ «ἀποτειχισμοῦ» [sic]! Μέ τήν τερατώδη αὐτήν διαστροφήν οἱ Οἰκουμενισταί ἀπορρίπτουν
τό Ὀρθόδοξον δόγμα τῆς ἀποτειχίσεως!
2. Οἱ Οἰκουμενισταί ἀπορρίπτουν ὅλα τά
δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας!
Ἀλλ’ οἱ Οἰκουμενισταί δέν ἀπορρίπτουν μόνον τό δόγμα τῆς
ἀποτειχίσεως, ἀλλά τήν Ὀρθοδοξίαν ἐν τῷ συνόλῳ
Της! Ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἴδιοι εἰς τά ἐπίσημα ἔγγραφά των (βλ. Πατριαρχικάς
Ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καί τοῦ 1920), εἰς ὁμιλίας, δηλώσεις, ἄρθρα καί βιβλία των,
καί βεβαίως μέ τάς πράξεις των, ἀπορρίπτουν ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, τό Σύμβολον
τῆς Πίστεως, τό ὁποῖον λέγει ὅτι Μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ὀρθόδοξος.
Αὐτό προκύπτει ἀπό τάς βλασφήμους πράξεις των, ὅπως: (1) αἱ
συμπροσευχαί καί τά συλλείτουργα μέ αἱρετικούς· (2)
αἱ συμφωνίαι ἑνώσεως μέ τούς Μονοφυσίτας (Σαμπεζύ, 1991) καί τούς παπικούς (Μπαλαμάντ,
1993)· (3) ἡ
συμμετοχή των εἰς τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), ὅπου ἔχουν
εἰσαγάγει τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς ἰσότιμον μέλος, δεχόμενοι ὅτι ἀπό μόνη Της
δέν εἶναι πλήρης καί μόνον ἐν τῇ ἑνώσει Της μέ τάς ἑκατοντάδας τῶν αἱρετικῶν
«ἐκκλησιῶν» θά καταστῇ πλήρης («Διακήρυξις τοῦ Τορόντο», 1950)· (4) ἡ ἐπίσημος ἀναγνώρισις
τῶν ψευδο-εκκλησιῶν αὐτῶν «μέ τήν ἱστορικήν των ὀνομασίαν» (Κολυμβάρι, 2016),
π.χ. ἡ ἀναγνώρισις τοῦ Παπισμοῦ ὡς «Καθολικῆς ’Εκκλησίας», ἐνῷ τοιαύτη λέγεται
καί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· (5) ἡ «ἄρσις» τοῦ σχίσματος τοῦ
1054 (βλ. παρ. 4Β τοῦ ἐπισήμου ἀνακοινωθέντος μέ τίτλον Joint Catholic-Orthodox Declaration of His Holliness Pope Paul VI and the Ecumenical Patriarch Athenagoras I, https://w2.vatican.va/content/paul-vi/en/speeches/1965/documents/hf_p-vi_spe_19651207_common-declaration.html, 7-12-1965,
καθώς καί New York
Times τῆς 8-12-1965, ἡ ὁποία ἀναφέρει ὅτι «ἡ Ἀκοινωνησία ἐκμηδενίζεται», τοὐτέστιν
ὅτι τό σχίσμα αἴρεται)· κ.ἄ. Διό καί ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει καταγνωσθῆ καί καταδικασθῆ ὡς
παναίρεσις ὑπό τοπικῶν τινων Συνόδων, ὅπως ὑπό τῆς ὑπό τόν Ἅγιον Φιλάρετον
Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ, 1983), ὑπό συγχρόνων ἁγίων,
ὅπως τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979), ὑπό πολλῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων κ.ἄ.
Παρά ταῦτα, οἱ ἐξ Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί
συνεχίζουν νά ἐγκληματοῦν ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας! Διδάσκουν π.χ. ὅτι
ὅλαι αἱ θρησκεῖαι ἀποτελοῦν
διαφορετικά «μονοπάτια» πού ὁδηγοῦν εἰς τόν Θεόν (Ἀθηναγόρας, Βαρθολομαῖος, Ἐλπιδοφόρος
κ.ἄ.), καθυβρίζοντες ἔτσι ἐμμέσως, πλήν σαφῶς, ὡς ψεύτην καί ἀπατεῶνα τόν
Χριστόν, ὁ Ὁποῖος ἐδίδαξεν ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ μόνη Ὁδός διά νά φθάσῃ ὁ ἄνθρωπος
εἰς τόν Θεόν (Ἰω. 14:6). Διδάσκουν ἐπίσης καί ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε δῆθεν τήν ἀναμαρτησίαν
εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλά τήν κατέκτησε: «ἡ ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου ἔπρεπε
νά βιωθεῖ κατά τόν πιό ὑπαρξιακό τρόπο ἀπό τούς πιστούς ὡς ἠθική νίκη τοῦ
Θεανθρώπου πού κατακτήθηκε βῆμα πρός βῆμα μέσα ἀπό τόν ἀγῶνα καί τήν πάλη τῶν δύο φύσεων καί τῶν δύο θελήσεων» (Στυλιανός «Αὐστραλίας», περ. τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς
Αὐστραλίας Φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας, τ. 9,
ἀρ. 12, Δεκ. 1988, ἡ ἔμφασις εἰς τό πρωτότυπον). Διδάσκουν καί ὅτι πρέπει νά καταργηθοῦν τά «πεπαλαιωμένα Ἑλληνικά
ἐνδύματα» (‘old Greek garments’), ἤτοι τά δόγματα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του
κ.ἄ., καί ν’ ἀντικατασταθοῦν μέ νέα, πού νά εἶναι περισσότερον πιστευτά ἀπό τόν
σύγχρονον ἄνθρωπον! (Ἰάκωβος «Ἀμερικῆς», New York Times, 25-9-1967, σελ. 40.) Διδάσκουν ἀκόμη
ὅτι «στά ἱερά τζαμιά λατρεύεται ἀπό τό
Κοράνι ὁ Θεός» (Θεόδωρος «Ἀλεξανδρείας», 2020, βλ. ἄρθρον μέ τίτλον «Μεγαλύτερη βλασφημία από
Αρχιερέα δεν ακούστηκε ποτέ! Περισσότερο Κόπτης και υιός της Πανθρησκείας ο
Πατριάρχης Αλεξανδρείας»,
https://katanixi.gr/perissotero-koptis-para-orthodoxos-o-p/). (Σημείωσις: Τά εἰσαγωγικά εἰς τούς ὡς ἄνω τίτλους σημαίνουν ὅ,τι
σημαίνει καί ἡ λέξις «ψευδεπίσκοπος» εἰς τόν ΙΕ' Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου.)
Αὐτά ἀποτελοῦν μικρόν μόνον δεῖγμα κηρυττομένων αἱρέσεων καί βλασφήμων
πράξεων συγχρόνων «προκαθημένων» Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον δέν
ἐδιώχθησαν, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἐφρόντισαν νά διωχθοῦν ὅσοι τούς ἤλεγξαν δι’ αὐτά τά
κακουργήματά των! Οἱ δέ «ὀρθοφρονοῦντες συντηρητικοί» συνεχίζουν νά κοινωνοῦν
μετά τῶν ὡς ἄνω αἱρετικῶν, συνεχίζουν νά εἶναι μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.», νά μή
καταγγέλλουν ἐμπράκτως (δι’ ἀποτειχἰσεως) τήν ψευδο-σύνοδον τοῦ Κολυμβαρίου
κ.λπ. Ἀλλ’ ὡς γνωστόν, ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αἱρετικούς σημαίνει συμμετοχήν
εἰς τήν πίστιν καί τά κακουργήματά των κατά τῆς Ὀρθοδοξίας. Συνεπῶς, ὅλοι οἱ
κοινωνοῦντες μετ’ αὐτῶν εἶναι ὑπόδικοι διά σχίσμα καί αἵρεσιν ἐνώπιον
Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀληθοῦς βεβαίως καί ὄχι ψευδοῦς, ὅπως ἐκείνης τοῦ Κολυμβαρίου.
Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἕπεται ὅτι ψεύδονται ἀσυστόλως οἱ ἐξ
Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, ὅπως ὁ «Κύπρου» Γεώργιος, πού, ὡς ἄλλος Καϊάφας,
διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του ὅτι κρατεῖ δῆθεν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί ἄρα δέν
δικαιολογεῖται ἡ ἀποτείχισις ἀπό αὐτόν!
3. Ἡ ἀποτείχισις ἀπό μή κεκριμένους αἱρετικούς εἶναι δόγμα
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀποτείχισιν ἀπό μ ή κ ε
κ ρ ι μ έ ν ο υ ς Πανορθοδόξως αἱρετικούς
«ἐπισκόπους», ἀκόμη καί ἀπό «ἑτερόφρονας»(!), συνοψίζεται ἄριστα ὑπό τοῦ Ἁγίου
Μάρκου Εὐγενικοῦ ὡς ἑξῆς:
«Ἅπαντες
οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ
θεῖαι Γραφαί φεύγειν τούς ἑ τ ε ρ ό φ ρ ο ν α ς παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν
κοινωνίας διΐστασθαι» (Patrologia Graeca
ἤ, ἐν συντομίᾳ, P.G., τ. 160, σ. 101). Διότι εἶναι ἐντολή Κυρίου: «Ὁ δὲ εἰσερχὸμενος
διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρὸβατα
τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει ... καὶ τὰ πρὸβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν
αὐτοῦ· ἀ λ λ ο τ ρ ί ῳ δ ὲ ο ὐ μ ὴ
ἀ κ ο λ ο υ θ ή σ ω σ ι ν, ἀλλὰ φ ε ύ ξ ο ν τ α ι ἀ π' α ὐ τ ο ῦ, ὅ τ ι ο ὐ κ ο ἴ δ α σ ι τ ῶ ν ἀ λ λ ο
τ ρ ί ω ν τ ὴ ν φ ω ν ή ν» (Ἰω. 10:2-5). Ὁ Κύριος ἔχει
προικίσει τούς πάντας νά διακρίνουν τόν ἀληθῆ ἀπό τόν ἀλλότριον ποιμένα: «Πᾶς ἄνθρωπος, τό διακρίνειν παρά Θεοῦ
εἰληφώς, κολασθήσεται, ἐξακολουθήσας
ἀπείρῳ ποιμένι, καί ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ
δεξάμενος· τίς γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος;» (Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, σ. 1321). Ὅποιος, λοιπόν, προσποιεῖται ὅτι δέν ἀντιλαμβάνεται τάς
αἱρέσεις πού διδάσκει ὁ «ποιμήν» του, ἔστω καί ἀπό ἀπειρίαν ἤ ἀμάθειαν, καί ἀντί
ν’ ἀκούσῃ τήν φωνήν τῆς συνειδήσεώς του καί τούς Πατέρας πού πάντοτε ἀποστέλλει
ὁ Θεός διά νά διαφωτίσουν τόν πιστόν λαόν καί ν’ ἀποτειχισθῇ ἀπό αὐτόν, ἐπιλέγει
νά παραμείνῃ εἰς κοινωνίαν μέ αὐτόν, ἐπειδή δέν ἔχει ἀκόμη καταδικασθῆ Συνοδικῶς,
θά κολασθῇ. Δηλαδή, ἡ ἀποτείχισις ἀπό μή καταδικασθέντας αἱρετικούς «ποιμένας» εἶναι
ὑποχρεωτική. Διό
καί ὁ Ὁμολογητής Ἅγιος Μελέτιος Γαλησιώτης, ὁμοῦ μετά τοῦ
συν-ομολογητοῦ του Γαλακτίωνος, ἐνώπιον τοῦ ἑνωτικοῦ αὐτοκράτορος Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος τούς ἐβασάνιζε διά νά δεχθοῦν τόν «πάπαν» καί νά κοινωνήσουν
μέ τούς ἑνωτικούς (τούς τότε Οἰκουμενιστάς), «τρανῶς ὡμολόγουν τοῦ τῶν πατέρων
εἶναι δ ό γ μ α τ ο ς καί μ ή κ ο ι ν ω ν ε ῖ ν α ἱ ρ έ
σ ε ι, πρός τῶν πατέρων ἀριδήλως καί π ρ
ό τοῦ γενέσθαι ἀπελεγχθείσῃ» (Δοσιθέου Ἱεροσολύμων,
«Τόμος Χαρᾶς», σελ. 573, ἡ ἔμφασις προσετέθη). Ὑπάρχουν, βεβαίως, πάμπολλα ἀκόμη ἁγιογραφικά
καί ἁγιοπατερικά χωρία, πού διδάσκουν ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό μή κεκριμένους ἑτερόφρονας
εἶναι δόγμα, ἄρα ὑποχρεωτική. Ἄς ἀναφέρωμεν ἄλλα δύο:
(i) «Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις
Χριστῷ πρός Βελίαλ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου; ... διό ἐ ξ έ λ θ ε τ ε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀ φ ο ρ ί σ θ η τ ε, λέγει
Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6:14-18, ἡ ἔμφασις προσετέθη).
(ii) «Οἵτινες τήν ὑγιῆ πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν,
κοινωνοῦσι δέ τοῖς ἑ τ ε ρ ό φ ρ ο σ ι,
τούς τοιούτους, εἰ μετά παραγγελίαν μή ἀποστῶσι, μή μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν,
ἀλλά μηδέ ἀδελφούς ὀνομάζειν» (Μ. Βασίλειος, P.G., τ. 160, σ. 101, ἡ ἔμφασις
προσετέθη). Σημειωθήτω ὅτι καί ὁ Μ. Βασίλειος δέν ὁμιλεῖ ἐδῶ διά κεκριμένους
αἱρετικούς, ἀλλά διά «ἑτερόφρονας»!
Τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό μή κεκριμένους Πανορθοδόξως
αἱρετικούς εἶναι δόγμα ἔχει δύο σοβαράς συνεπείας. Πρῶτον, ὁ ἐκ
μέρους τῶν Οἰκουμενιστῶν χαρακτηρισμός τῆς ἀποτειχίσεως ὡς «αἵρεσις» καθιστᾶ αὐτούς
αἱρετικούς κ α ί διά τόν ἐπιπλέον αὐτόν λόγον. Δεύτερον, ὁ ἐκ
μέρους τῶν «Δυνητιστῶν» χαρακτηρισμός τῆς ἀποτειχίσεως ὡς δῆθεν «δυνητικῆς»
καθιστᾶ καί αὐτούς αἱρετικούς.
4. Ἡ αἵρεσις τοῦ «Δυνητισμοῦ»
Διά τήν αἵρεσιν τοῦ «Δυνητισμοῦ», τό «δεκανίκι» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχομεν γράψει ἀρκετά εἰς
προηγούμενα ἄρθρα μας. Ἐν συντομίᾳ, ἡ αἵρεσις αὐτή ἀρνεῖται τό Ὀρθόδοξον δόγμα
τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς μή κεκριμένους Π α ν ο ρ θ ο δ ό ξ ω ς Οἰκουμενιστάς καί διδάσκει τό ἀλλόκοτον δόγμα,
ὅτι δ ύ ν α ν τ α ι δῆθεν οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν ταυτοχρόνως καί
μέ τήν Ὀρθοδοξίαν (Χριστόν) καί μέ τόν Οἰκουμενισμόν (Διάβολον) ἕως ὅτου
κατακριθοῦν οἱ Οἰκουμενισταί ὑπό Πανορθοδόξου Συνόδου! Σχεδόν ὅλοι οἱ «ἐπίσκοποι»
καί «θεολόγοι» ἀσπάζονται τόν «Δυνητισμόν». Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού ἔχουν καμφθῆ
αἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιστάσεις καί ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει κατακυριεύσει σχεδόν ὁλόκληρον
τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Οἱ «Δυνητισταί» ἑστιάζουν εἰς τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ' Συνόδου, τόν ὁποῖον
θεωροῦν «δυνητικόν», καί παραθεωροῦν τήν ὡς ἄνω κρυσταλλίνην διδασκαλίαν τοῦ
δόγματος τῆς ἀποτειχίσεως! Ὁ ἐν λόγῳ Κανών ἀσχολεῖται μέ
δύο κατηγορίας ἀποτειχιζομένων κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους των π ρ ό συνοδικῆς διαγνώσεως: (α) μέ αὐτούς πού
ἀποτειχίζονται προφάσει ἐγκλήματός τινος πού φέρεται νά ἔχῃ διαπράξει ὁ
προϊστάμενός των, χωρίς ὅμως καί νά ἔχῃ κηρύξει δημοσίως κάποιαν αἵρεσιν· καί
(β) μέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται ἐπειδή ὁ προϊστάμενός των ἐκήρυξε δημοσίως αἵρεσίν
τινα κατεγνωσμένην ὑπό Συνόδων ἤ Πατέρων. Ὁ Κανών λέγει ὅτι οἱ μέν
πρῶτοι κάμνουν σχίσμα, οἱ δέ δεύτεροι εἶναι ἄξιοι τιμῆς. Δέν ἀσχολεῖται μέ τούς
μή ἀποτειχιζομένους. Αὐτοί δέν ἐμπίπτουν εἰς τό θέμα του, τό ὁποῖον δ έ ν
εἶναι τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ
κηρυσσομένης αἱρέσεως. Ὅστις νομίζει ὅτι αὐτό εἶναι τό θέμα τοῦ Κανόνος καί
προσπαθεῖ νά τόν χαρακτηρίση εἴτε ὡς δυνητικόν εἴτε ὡς ὑποχρεωτικόν, ἐνῷ δέν
εἶναι οὔτε τό ἕν οὔτε τό ἄλλο, τόν παρερμηνεύει. Δύναται κάποιος νά ἐπικαλεσθῇ τόν
Κανόνα προκειμένου ν’ ἀποτειχισθῇ, ἀλλά δ έ ν δύναται νά τόν ἐπικαλεσθῇ διά νά μ ή ἀποτειχισθῇ!
Ὅπως ἀναφέρουν οἱ ἱστορικοί (βλ.
π.χ. Ἀρχιμ. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία: ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον,
Ἐκδ. Παπαδημητρίου, Β՛ ἔκδ., Ἀθῆναι, 1959, σ. 345-349), ἡ ΑΒ՛ Σύνοδος (861)
συνεκλήθη διά δύο λόγους. Πρῶτον, διότι εἶχεν ἀναβιώσει ἡ ἤδη καταδικασθεῖσα ὑπό τῆς Ζ՛ Οἰκ. Συνόδου (787) αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας
καί οἱ εἰκονομάχοι ἐδίωκον τούς Ὀρθοδόξους, φθάσαντες εἰς τό σημεῖον νά τούς
φονεύουν διά μαχαίρας κατά τήν Α՛ συνεδρίαν τῆς Συνόδου (Πηδάλιον, σ.
344). Δεύτερον, διότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν τότε διῃρημένοι εἰς δύο ἀντιμαχομένας,
ἀλληλοϋβριζομένας, ἀλληλοκαθῃρουμένας καί ἀλληλοαναθεματιζομένας μερίδας: τούς
«Ζηλωτάς», οἱ ὁποῖοι ἐστήριζον τόν Ἰγνάτιον, καί τούς «Πολιτικούς», οἱ ὁποῖοι
ἐστήριζον τόν Φώτιον. Οἱ μέν ἦσαν ἐχθροί τῆς ἀρξαμένης ἀναγεννήσεως τῶν
γραμμάτων, οἱ δέ θιασῶται αὐτῆς· οἱ μέν ἐπολέμουν τάς ἐπεμβάσεις
τῆς πολιτείας εἰς τά ἐκκλησιαστικά, οἱ δέ ἦσαν ὑπέρ αὐτῶν ἤ τοὐλάχιστον
ἠνείχοντο αὐτάς· οἱ μέν ἐστιγμάτιζον δημοσίως τάς ἠθικάς παρεκτροπάς, οἱ δέ
ἦσαν ἐπιεικεῖς. Διά τούς λόγους αὐτούς, ὑπῆρχε μέγας διχασμός καί πολλαί
ἀλληλοκαθαιρέσεις καί ἀλληλοαναθεματισμοί, ἄρα καί πολλαί ἀποτειχίσεις.
Συνεπῶς, ὑπῆρχε τότε ἡ ἀδήριτος ἀνάγκη ν’ ἀποφανθῇ ἡ ΑΒ՛ Σύνοδος πότε
ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτείχισις (ὅταν ἐγίνετο λόγῳ τῆς εἰκονομαχίας) καί πότε ὄχι (ὅταν
ἐγίνετο διά λόγους ἀναγεννήσεως τῶν γραμμάτων, ἠθικῆς κ.λπ.).
Αὐτός ἀκριβῶς ἦτο ὁ σκοπός τοῦ ΙΕ՛ Κανόνος:
διέκρινε τούς ἀποτειχιζομένους εἰς δύο κατηγορίας καί τούς μέν ἐπῄνεσε τούς δέ
κατέκρινε. Δέν ἠσχολήθη μέ τούς μή ἀποτειχιζομένους,
καθότι τό θέμα του δέν ἦτο τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ὁ «Δυνητισμός»,
ὅτι δηλαδή ὁ ΙΕ՛ Κανών ἐπιτρέπει δῆθεν εἰς τόν πιστόν νά μή ἀποτειχίζηται πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως ἀπό μίαν κατεγνωσμένην ὑπό Πατέρων ἤ Συνόδων αἵρεσιν πού
κηρύσσεται «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», καί ἐν γνώσει του νά κοινωνῇ μέ αὐτήν, ἀντιβαίνει
εἰς τό δόγμα τῆς ἀποτειχίσεως καί παραχαράσσει ὠμῶς τόν ἐν λόγῳ Κανόνα. Ὅσον
δέν κατανοεῖται τό οὐσιῶδες αὐτό γεγονός, ὅτι τό θέμα τοῦ Κανόνος ἦτο
ἀποκλειστικῶς καί μόνον οἱ ἀποτειχισμένοι, πρός ἐξάλειψιν τοῦ μεγάλου διχασμοῦ καί
τῶν ταραχῶν, καί ὄ χ ι τό τί δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί
γίνεται προσπάθεια νά ἑρμηνευθῇ εἴτε ὡς δυνητικός εἴτε ὡς ὑποχρεωτικός,
ἀναποδράστως θά παρερμηνεύηται.
5. Σύνοψις - συμπεράσματα
Ἡ ἀποτείχισις
ἀπό «ἀλλοτρίους ποιμένας», πρίν ἀκόμη αὐτοί κατακριθοῦν Πανορθοδόξως, εἶναι
δόγμα Πίστεως καί, ὡς ἐκ τούτου, ὑποχρεωτική, ἐνῷ ὁ «Δυνητισμός» εἶναι αἵρεσις.
Οἱ Οἰκουμενισταί, οἱ ὁποῖοι ἐσχάτως διατείνονται ὅτι ἡ ἀποτείχισις εἶναι «αἵρεσις»,
καθίστανται αἱρετικοί κ α ί διά τόν ἐπιπλέον αὐτόν λόγον. Αἱ προϋποθέσεις
πού θέτει ὁ ΙΕ' Κανών τῆς ΑΒ' Συνόδου διά τήν ἀποτείχισιν, ὅτι δηλαδή ἡ αἵρεσις
πρέπει νά κηρύσσηται δημοσίως καί νά ἔχῃ ἤδη καταγνωσθῇ ὑπό Συνόδων ἤ Πατέρων, ὑπάρχουν
διά τόν Οἰκουμενισμόν. Διότι κηρύσσεται παρρησίᾳ καί ἐπισήμως ἐπί 100 καί πλέον
ἔτη ὑπό «πατριαρχῶν», «ἀρχιεπισκόπων» κ.ἄ. εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον, ἔργοις καί
λόγοις, καί ἔχει κατακριθῆ ὑπό Συνόδων καί Πατέρων, ὅπως ὑπό τῆς ΡΟΕΔ (1983), ὑπό
τοῦ Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς κ.ἄ., αἱ δέ ἐπί μέρους αἱρετικαί δοξασίαι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
ἔχουν καταδικασθῆ ὑπό Οἰκ. Συνόδων. Συνεπῶς, ψεύδονται ἀσυστόλως οἱ πολέμιοι τῆς
ἀποτειχίσεως πού ἰσχυρίζονται ὅτι πρόκειται διά μή κατεγνωσμένην αἵρεσιν.