Η Εκκλησία στα Έσχατα Χρόνια. -- Γέρων Θεοδώρητος Μαύρος (+2007)

-- Θα πρέπει όλοι οι πιστοί να καταλάβουν, ότι η Εκκλησία δεν είναι εκεί που φαίνεται. Οι Λειτουργίες θα εξακολουθήσουν να γίνονται και οι ναοί να γεμίζουν από πιστούς, όμως η Εκκλησία δεν θα έχει καμμία σχέση με τους ναούς εκείνους, ούτε με εκείνα τα ράσα κι εκείνους τους πιστούς. Η Εκκλησία είναι εκεί, όπου υπάρχει η αλήθεια. Πιστοί είναι εκείνοι, που συνεχίζουν την αδιάκοπη παράδοση της Ορθοδοξίας, το έργο αυτό του Αγίου Πνεύματος. Ιερείς είναι εκείνοι που σκέπτονται, ζουν και διδάσκουν, όπως οι Πατέρες και οι 'Αγιοι της Εκκλησίας, ή τουλάχιστον, που δεν τους αρνούνται με την διδαχή τους. 'Οπου δεν υπάρχει αυτή η συνέχεια σκέψεως και ζωής, είναι πλάνη να ομιλούμε για Εκκλησία, έστω και αν όλα τα εξωτερικά φαινόμενα μιλούν γι' αυτήν. Πάντα θα βρεθεί ένας κανονικός ιερεύς, χειροτονημένος από έναν κανονικό Επίσκοπο, που να ακολουθεί τήν Παράδοση. Γύρω σε τέτοιους ιερείς θα συσπειρώνονται οι μικρές ομάδες των πιστών που θα απομείνουν στο τέλος των καιρών. Αυτές οι μικρές ομάδες, θα είναι η κάθε μία τους και από μία τοπική «Καθολική» Εκκλησία του Θεού.

Κάθε Πέμπτη ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ὁ Ἅγιος Νικόλαος διακρίθηκε γιὰ τὴν σταθερή του πίστη, διακήρυξε καὶ ὑποστήριξε σταθερὰ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Διαπνεόταν ἀπ᾽ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀνεδείχθη κανόνας πίστεως, ἐνῶ παράλληλα ὑπῆρξε μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ μας προσφέροντας ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας,  Ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε περγαμηνὲς σπουδῶν, δὲν ἦταν ἀπόφοιτος Πανεπιστημίων τῆς ἐποχῆς, δὲν εἶχε μεταπτυχιακά, δὲν εἶχε τὴν κοσμικὴ σοφία τῆς ἐποχῆς, εἶχε ὅμως μέσα του τὴν ζέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε τὴν δύναμη νὰ ὑποστηρίξει τὴν πίστη! Ἔτσι ἀναδείχθηκε Κανόνας Πίστεως, τηρητὴς ἐπακριβῶς τῆς πίστεώς του.

Τη Ζ΄ (7η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΚΥΡΙΑΚΗΣ.

Από δύο αιτίας παρακινείται ο άνθρωπος να κάμνη εις άλλον άνθρωπον το αγαθόν. Ή εκ φύσεως, ή εκτελών την εντολήν του Θεού. Και εκ φύσεως μεν πράττει το καλόν, όταν επί παραδείγματι ο πατήρ αγαθοποιή τον υιόν του, και ο υιός τον πατέρα, και ο αδελφός τον αδελφόν, ή συγγενής τον συγγενή. Διότι ούτοι ουχί τόσον δια την εντολήν του Θεού αγαθοποιούσιν αλλήλους, όσον κινούμενοι από την αγάπην της φύσεως. Τούτον τον φυσικόν τρόπον όχι μόνον οι άνθρωποι έχουσιν, αλλά και τα άλογα ζώα, διότι και αυτά, αναγκαζόμενα υπό της φύσεως, αγαπώσι τα όμοιά των, καθώς λέγει και ο σοφός Σειράχ (Κεφ. ιγ: 15). «Παν ζώον αγαπά το όμοιον αυτώ και πας άνθρωπος τον πλησίον αυτού». Δια την εντολήν του Θεού πράττει το καλόν ο άνθρωπος, αν και δεν έχει συγγενή, όμως δια την παραγγελίαν του Χριστού, την οποίαν αναφέρει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον «Παντί τω αιτούντί σε δίδου», προσφέρει προς τον πλησίον ελεημοσύνην ή άλλην τινά συνδρομήν.

Ἀφετηρία τῆς Ἰνδουιστικῆς - Βουδιστικῆς ἱεραποστολῆς

Οἱ δοξασίες π.χ. περί γιόγκα, διαλογισμοῦ, ἐσωτερικῶν πνευματικῶν πεδίων, διαλογιστικῆς στάσης ζωῆς κ.λ.π. κ.λ.π. δέν εἶναι ἁπλῶς πρακτικές πού ὁδηγοῦν (ἄν ὁδηγοῦν) στή λύση προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου ψυχολογικῶν ἤ σωματικῶν. Εἶναι στοιχεῖα τῆς Ἀσιατικῆς "πνευματικότητας" καί ἔχουν σχέση μέ τίς θρησκευτικές τους δοξασίες περί "κάρμα" καί "μετενσάρκωσης". Καί ἔρχονται στή Δύση σάν προπομπός εἰσβολῆς διδασκαλιῶν θρησκειῶν ἀνατολικῶν χωρῶν. Ἀποτελοῦν δηλαδή ἀφετηρία τῆς Ἰνδουιστικῆς - Βουδιστικῆς ἱεραποστολῆς σ’ ὁλόκληρο τό δυτικό κόσμο.

Μυστικισμός - Ησυχασμός

Ο μυστικισμός έχει τάσιν προς την ησυχίαν και τον απράγμονα βίον. Η τάσις αύτη ενυπάρχει εν τω μυστικισμώ ολιγώτερον ή περισσότερον, αλλ’  είναι δυνατόν να επικρατήση εν αυτώ οπότε ο μυστικισμός ονομάζεται ησυχασμός. Ο μυστικός και ησυχαστής ζητεί να ενωθή μετά του Θεού εν τω κόσμω τούτω και προαπολαύση την μέλλουσαν μακαριότητα. Αλλά της μακαριότητος ταύτης στοιχείον είναι το να βλέπη τις τον Θεόν. Ήδη οι Μεσσαλιανοί (350 μ.Χ.) ως μυστική και ενθουσιαστική ομάς, ισχυρίζοντο, «και τον Πατέρα βλέπειν και τον Υιόν και το Πανάγιον πνεύμα τοις του σώματος οφθαλμοίς» (Θεοδωρήτου, Αιρετικής κακομυθίας επιτομή 4, 11). Κατά τας συνεχείς αυτών προσευχάς, συνδεδεμένας με ενθουσιαστικούς χορούς, ενόμιζον, ότι έβλεπον τον Θεόν (ως φως; ).