Αυτό από τον εκλεκτό αδελφό μας Δημήτριο Χατζηνικολάου

 

Ὁ τυφλός πρό τοῦ Σταυροῦ

Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;

Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον «πλᾶνο».

Ποιοὶ νἆν’ οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;

Κλέφτες, φονιάδες, ἅρπαγες, κακοῦργοι ξακουσμένοι!

Καὶ ποιὸς ὁ «πλᾶνος» ποὺ κι’ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;

Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἶναι δουλειὰ δικὴ τους!

Θὰ πάω νὰ δῶ.

 

Εἶπα νὰ δῶ κι’ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι

τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι

δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,

ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζῃ στὰ σκοτάδια!

Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη Αὐτός μπροστὰ μου

καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κι’ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου

κι’ ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκεῖνο,

μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωάμ τὴ στέρνα νά τά πλύνω!

 

Ὅταν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρὸς μου,

στὴν ὄψη Του εἶδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!

Μοσχοβολοῦσε κι’ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του.

Φῶς καὶ τὰ χεἰλη, κι’ ἡ φωνή, τὰ μάτια κι’ ἡ ματιά Του.

Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα.

Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κι’ εἶδα

κάθε ποὺ ζῇ καὶ ποὺ δὲν ζῇ, κι’ εἶδα παντοῦ γραμμένη

τὴν ὄψη Του, λὲς κι’ ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.

 

Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἄς πάω νὰ δῶ τὸν «πλᾶνο»

ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω.

Κόσμος, περιγελάσματα, ὀχλοβοή κι’ ἀντάρα.

Χίλιες φωνές σὰν μιὰ φωνή κι’ ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.

Ποῦ πάει; Σπρώχνει, σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,

καὶ σταματᾶ προσμένοντας, παράμερα ξανοίγει.

Τρεῖς μαυροφόρες ποὺ κρατοῦν μιὰ λιποθυμισμένη.

Θὲ νἆναι μάνα ἡ δὐστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει

τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι

πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι

σταυροί· κανείς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν

μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν

Πῶς; Σὺ ποὺ μοὔδωσες τὸ φῶς, ἐσένα «πλᾶνο» λένε;

Κι’ ἦταν γραφτό τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιά νὰ κλαῖνε;

Τὶ νὰ τὰ κἀνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;

Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοὔδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!

Ἰωάννης Πολέμης

Σημείωσις: Τό ποίημα αὐτό ἀπήγγειλεν ἡ ὀκταετής μαθήτρια Εὐαγγελία Ἀραμπατζῆ κατά τήν σχολικήν ἑορτήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἔτους 1933 εἰς τό Ἀκροβοῦνι Καβάλας, προκαλέσασα τό κλάμα τοῦ ἀκροατηρίου.

Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν Θεόν -- Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ποιος εἶναι ὁ µεγαλύτερος ἐχθρὸς τῶν κοσµικῶν καὶ ἄπιστων ἀνθρώπων; Ἤ καλύτερα ποιὸν θεωροῦν µεγαλύτερο ἐχθρό τους; Εἶναι φοβερὴ ἡ ἀπάντηση. Θεωροῦν τὸν Θεό, γιατὶ τοὺς ἐµποδίζει στὴν ἀκόρεστη ἡδονή, στὴ φιλοδοξία καὶ τὴν πλεονεξία. Δὲν θέλουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἐµπόδια στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἁµαρτωλῶν τους παθῶν, δὲν ἀναγνωρίζουν ἠθικὲς ἐντολὲς καὶ ἀρνοῦνται κάθε περιορισµὸ τῆς ἐλευθερίας τους, γι’ αὐτὸ κι ἔχουν κηρύξει πόλεµο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν κληρικῶν. Προσπαθοῦν νὰ θέσουν στὸ περιθώριο καθετί ποὺ ἔχει σχέση µὲ τὸν Θεό -ὁ ὁποῖος γι᾽ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει!- καὶ κινοῦνται χωρὶς σαφῆ προσανατολισµό. Ἄλλοι ἔχουν πολιτικὲς ἰδέες καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐπικράτησή τους, προκειµένου ὁ λαὸς νὰ εὐηµερεῖ καὶ νὰ ζεῖ µέρες εὐτυχίας, ἄλλοι ὑπερτονίζουν τὴν πνευµατικὴ ἀξία τοῦ πολιτισµοῦ, ἄλλοι µεθοῦν µὲ τὰ ἐπιτεύγµατα τῆς ἐπιστήµης καὶ τῆς τεχνολογίας καὶ γενικὰ µὲ κάθε ἐπιτυχία, ποὺ ἐντυπωσιάζει. Ὅλα αὐτὰ ὅµως ἔχουν σχετικὴ ἀξία καὶ δὲν ἐξασφαλίζουν ἐκεῖνα ποὺ κάνουν τὴ ζωὴ καλύτερη. Δὲν δίνουν νόηµα στὴ ζωή. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κατάσταση τῆς κοινωνίας εἶναι ἀποκαρδιωτική. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνυψώνονται, δὲν ἀποκτοῦν ἀρετές, δὲν πιστεύουν, στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ δὲν ἔχουν ἐµπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ δυστυχία τοὺς συνοδεύει παντοῦ. Εἶναι ἀποτέλεσµα τῆς ἀποµάκρυνσής τους ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ ἀείµνηστος γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος ἔλεγε ὅτι ἡ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἀπιστία τους. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του: «Παντοῦ θλίψη, παντοῦ στενοχώριες, παντοῦ στεναγµοί, πόνοι καὶ θάνατοι. Μεγάλη ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Νόµισαν οἱ ἀχάριστοι ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὶς βλασφηµίες, ποὺ κάθε µέρα ἐξεστόµιζαν ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα στόµατά τους. Νόµισαν ὅτι δὲν βλέπει τὶς ἀσωτεῖες, τὶς ἀδικίες, τὶς πλεονεξίες, τοὺς δόλους, τὶς συκοφαντίες. Πλανήθηκαν οἱ σκοτισµένοι, προτίµησαν περισσότερο τὸ σκότος ἀπὸ τὸ φῶς, τὸν διάβολο ἀπὸ τὸν Χριστό, τώρα πληρώνονται, λαµβάνουν τὴν τιµὴ τῶν κακῶν, τὰ ὁποῖα ἐργάστηκαν. Θερίζουν ὅ,τι ἔσπειραν. Τρυγοῦν τοὺς καρποὺς τῆς ἀσεβείας, τῆς ἀπιστίας καὶ ἀκολασίας τους. Δυστυχῶς δὲν µετανοοῦν, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀποµακρύνθηκαν. Ἔκλεισαν τοὺς ὀφθαλµούς τους, γιὰ νὰ µὴ βλέπουν, βούλωσαν τὰ αὐτιά τους, γιὰ νὰ µὴ ἀκοῦν, πωρώθηκαν, σκληρύνθηκαν, ἔπεσαν οἱ ταλαίπωροι σὲ τέλεια ἀναισθησία'» (Γνωριµία µὲ τὸν γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο, Θεσ/νίκη 2014, σελ. 150-151). Μακάρι κάποτε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐπιστρέψουν στὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνουν συνειδητοὶ χριστιανοί. Νὰ βροῦν δηλ. τὸ πραγµατικὸ νόηµα τῆς ζωῆς καὶ νὰ ἀποκτήσουν ὅλα τὰ πνευµατικὰ ὅπλα, µὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἀντιµετωπίζουν τὶς µεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καὶ τὰ προβλήµατα, ποὺ θὰ παρουσιάζονται στὴ ζωή τους.

Kαρπόν πολύν

 Μόνον οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν μπολιάσει τή ζωή τους, στήν θεανθρώπινη ἄμπελο τοῦ Χριστοῦ φέρουν «καρπόν πολύν». Ἡ ζωή ἐκτός Χριστοῦ εἶναι ἀνάξια τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ἡ μόνη ζωή πού εἶναι ἀντάξια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ χριστοειδής, ἡ θεοειδής ζωή, πού τολμᾶ ἕως θανάτου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ, ὁμολογῶντας καί ὑπερασπιζόμενη τήν Δικαιοσύνη καί τήν Ἀλήθεια.