Εις το φύλλον της
1ης Ιανουαρίου ε.ε. εδημοσιεύσαμεν το χριστουγεννιάτικον άρθρον του
π. Ιουστίνου Πόποβιτς, εις το τέλος του οποίου υπάρχει και η έκφρασις
«Αναμάρτητος-Θεοτόκος». Ο σεβαστός π. Δ. Λαζάρου εκ της Θεσσαλονίκης εις
επιστολήν του προς τον «Ο.Τ.» απορεί δια την ως άνω έκφρασιν, θεωρών ότι «τούτο
δεν είναι ορθόν», καθ΄ ότι κατά την Αγίαν Γραφήν «πάντες ήμαρτον» και ουδείς
αναμάρτητος ει μη μόνον ο Ιησούς Χριστός.
Ακολούθως
απαντώμεν εις την παράκλησίν του δια την εν προκειμένω γνώμην της εφημερίδος
μας:
Κατ΄ αρχήν, δεν
αμφιβάλλομεν δια την ορθότητα της Θεοτοκολογίας του π. Ιουστίνου, ενός μεταξύ
των πλέον διακεκριμένων δογματολόγων της συγχρόνου Ορθοδοξίας, όστις τον βίον
του κατηνάλωσεν εις την έμπρακτον μελέτην της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της
Εκκλησίας. Όθεν, ας ερμηνεύση ο ίδιος τον εαυτόν του (Βλ. «Δογματική της
Ορθοδόξου Εκκλησίας», τόμος Β΄ σ. 261, σερβιστί): «Είναι σαφές», λέγει ο π. Ιουστίνος,
«ότι κατά την Χριστόπνευστον διδασκαλίαν των θεοσόφων Πατέρων, το άσπιλον και
αναμάρτητον της Υπεραγίας Θεοτόκου δεν αναφέρεται εις την απουσίαν του
προπατορικού αμαρτήματος εν τη ανθρωπίνη φύσει αυτής, αλλ΄ εις την προσωπικήν
της σχέσιν προς τον σπίλον και την αμαρτίαν και εις τον αγώνα της και την
υπεροχήν επί του σπίλου και της αμαρτίας». Ενταύθα ο π. Ιουστίνος κάμνει
διάκρισιν μεταξύ του προπατορικού αμαρτήματος και της προσωπικής αγιότητος της
Παναγίας Θεοτόκου. Συμφώνως προς την Πατερικήν διδασκαλίαν, η Παναγία είχε το
προπατορικόν αμάρτημα (εξ ου και ο θάνατός της), προσωπικώς δε ήτο όντως
πανάμωμος και άσπιλος· μέχρι της συλλήψεως του Κυρίου ένεκα της απείρου αγάπης
Της και υπακοής εις το θέλημα του Θεού, μετά δε την σύλληψιν ένεκα της …..(σ.σ.
δεν διακρίνεται η γραμμή)… αγίου Πνεύματος και της εν Αυτή παρουσίας του πυρός
της Θεότητος. Όπως και των μεγάλων Προφητών του Θεού, των «εν κοιλία μητρός»
ηγιασμένων και πεπληρωμένων Πνεύματος Αγίου (Ιερεμ. α΄, 5· Λουκ. α΄, 15), και
της Παναγίας η αγιότης αρχίζει «εν κοιλία μητρός». Αύτη αποκορυφούται κατά την
στιγμήν της ασπόρου συλλήψεως του Θεού Λόγου και αφθαρτοποιείται εις την
Κοίμησιν και Μετάστασίν Της. Η Παναγία υπερέβη την καθαρότητα και την αγιότητα
πάντων των προφητών και ανθρώπων, ακόμη και των αγγέλων, και εφάνη ούτω, κατά
τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, «αξία του Κτίσαντος». Κατά τον αυτόν Πατέρα,
η κληρονομία του προπατορικού αμαρτήματος ήτο ανενέργητος μέσα εις Αυτήν, διότι
η θέλησίς Της και όλαι αι δυνάμεις της ψυχής Της και του σώματός Της ήσαν «τω
Δεσπότη Θεώ προσαναθέμεναι». Ασφαλώς, ουδείς αναμάρτητος, ει μη μόνον ο Θεός.
Το «πανάμωμον» και «αναμάρτητον» της Παναγίας είναι αποτέλεσμα της κοινωνίας
Της εις την θείαν αναμαρτησίαν, όπως, εξ άλλου, και η καθαρότης και η
«αναμαρτισία» του κάθε ανθρώπου, κατά το μέτρον της αρετής εκάστουθ και του
προς Θεόν έρωτος αυτού. Όθεν, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, απευθυνόμενος
προς την Παναγίαν: «Μόνη γαρ απάντων τας πάντων ετελείωσας θεωρίας, την κοινήν
απάντων υπερβαλλομένη φύσιν τη προς Θεόν συναφεία μη κατά τον απόρρητον μόνον
τόκον, αλλά και κατά προηγιασμένην εξ άκρας καθαρότητος προς εκείνον κατά παν
αγαθόν κοινωνίαν». Κατά τον αυτόν Πατέρα, η Παναγία είναι «πάσης αρετής έμψυχος
εικών, θείων τε και ανθρωπίνων χαρίτων εστία και συνδρομή». Δια την Ορθόδοξον
Παράδοσιν και εκκλησιαστικήν συνείδησιν η Παναγία Θεοτόκος είναι αδιανόητος
άνευ του Χριστού. Η Ορθόδοξος Πατερική θεολογία δεν γνωρίζει «Μαριολογίαν»,
γνωρίζει μόνον «Θεοτοκολογίαν». Τούτο δεικνύει και η ορθόδοξος εικών της
Παναγίας, η οποία ουδέποτε εικονίζεται άνευ του Χριστού. Αύτη εξελέγη δια τον
Χριστόν, ητοιμάσθη δια τον Χριστόν, εγέννησε τον Χριστόν, μακαρίζεται υπό πασών
των γενεών δια τον Τόκον Της. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, μακαρίζουσα την Παναγίαν,
ουδέν άλλο πράττει, ει μη σκιρτά και αιωνίως επαναλαμβάνει, με διαφόρους
τρόπους, τους λόγους της Ελισάβετ: «ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο
καρπός της κοιλίας σου» (Λουκ. α΄, 42). Μόνον εκείνος, ο οποίος ορθώς θα
πιστεύση το ακατάληπτον μυστήριον του Καρπού Της, δηλαδή το μυστήριον της
Σαρκώσεως του Λόγου, δύναται να προσφέρη άξιον ύμνον εις την Παναγίαν Μητέρα
Αυτού και να εννοήση το υπερβάλλον μέγεθος του μυστηρίου Της. Δια να γίνη
«καταγώγιον»της Αγίας Τριάδος και να φέρη «όλην εν μέση ψυχή την άκτιστον
Τριάδα, ης εν γαστρί τον Ένα συνείληφε ασπόρως» (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς),
δηλαδή να αξιωθή της τιμής, ης δεν ηξιώθη ουδέν των κτιστών όντων, εχρειάζετο,
ασφαλώς, να γίνη, όπως και εγένετο, «παναμώμητος» και «καθαρωτέρα λαμπηδόνων
ηλιακών». Λόγω της προαιρετικής συνεργασίας Της εις την οικονομίαν της σωτηρίας
και της εξαιρέτου προσωπικής καθαρότητός Της, ουδέν των κτιστών όντων ανέβη εις
τοιούτον ύψος, εις το οποίον ανήλθεν η Θεοτόκος· και προς ουδένα κατέβη ο θεός
τόσον εγγύς όσον προς την Θεοτόκον. Ως εκ τούτου, οι Πατέρες την ονομάζουν και
«μεθόριον» κτιστής και ακτίστου φύσεως· η εκκλησιαστική υμνολογία την ονομάζει
και «μεσίτριαν», ουχί μόνον ως πρεσβεύουσαν υπέρ ημών, αλλά και ως προσφέρουσαν
εις ημάς τον Χριστόν ωσάν δώρον και εις τον Χριστόν προσφέρουσαν την ανθρωπίνην
φύσιν: «Παντός ανθρωπίνου γένους στάσα μεταξύ,
τον μεν Θεόν εποίησεν Υιόν ανθρώπου, υιούς δε Θεού τους ανθρώπους απειργάσατο»
(Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς). Η λέξις «Θεοτόκος», λοιπόν, συμπεριλαμβάνει εν εαυτή
όλον το μυστήριον της Παναγίας και δεικνύει ότι πάσα «η εις Αυτήν τιμή εις τον
εξ Αυτής σαρκωθέντα Υιόν ανάγεται» (Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός). Αλλά δηλοί και
άλλο τι, ότι δηλαδή η περιφρόνησις Αυτής και η εις Αυτήν πάσα ατιμία και αύτη
εις τον εξ Αυτής σαρκωθέντα Υιόν ανάγεται, ως υποκρύπτουσα την άρνησιν της
πραγματικότητος της Σαρκώσεως του Λόγου. Ουδόλως τυγχάνει τυχαίον το ότι οι
Προτεστάνται δεχόμενοι την Παναγίαν (δήθεν από την αγάπην δια τον Χριστόν),
αρνούνται ταυτοχρόνως το Αίμα και το Σώμα του εξ Αυτής τεχθέντος Κυρίου. Μόνον,
λοιπόν, υπό το φως της Σαρκώσεως του Κυρίου (η οποία είναι αδιανόητος άνευ της
Θεοτόκου, όπως και η Θεοτόκος και η τιμή προς Αυτήν άνευ του εξ Αυτής τεχθέντος
Κυρίου), δύναταί τις να κατανοήση ορθώς την δόξαν και την τιμήν την υπό της
Ορθοδόξου Εκκλησίας εις την Παναγίαν προσφερομένην. Η Παναγία ούτε έχει ανάγκην
από ψευδή δόξαν (η ρωμαϊκή αίρεσις «της ασπίλου συλλήψεως» και της «ενσωμάτου»
-- άνευ προηγηθέντος θανάτου – «αναλήψεως»), ούτε πάλιν δέον να υπάρχη φόβος
από της «υπερτιμήσεως» της Παρθένου, εκ μέρους των ακολουθούντων πιστώς το
φρόνημα της Εκκλησίας και των θεοφόρων Πατέρων Της.