ΛΟΓΟΣ ΚΟΙΝΗ ΦΡΑΣΕΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΑΚΟΣΙΩΝ ΔΕΚΑ ΟΚΤΩ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ.

Τον παλαιόν καιρόν οι Έλληνες είχον συνήθειαν να τιμούν μεγάλως εκείνον όστις ενικούσεν εις τον πόλεμον και κατετρόπωνε τους εχθρούςτης πατρίδος του. Τούτου έκαμνον και ανδριάντα τον οποίον έστηνον εις το μέσον της πόλεως, δια να τον βλέπουν οι επίλοιποι άνθρωποι, να παρακινούνται εις το καλόν. Απ αυτό έγινε και η πολυθεϊα εις τους Έλληνας, διότι ολίγον κατ’ ολίγον παρασυρόμενοι οι άνθρωποι υπό του πονηρού, ενόμισαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι ήσαν θεοί και τους προσεκύνουν. Εάν λοιπόν εκείνοι οίτινες ήσαν άνθρωποι ειδωλολάτραι και πολυθεϊσταί, οι οποίοι Θεόν αληθινόν δεν εγνώριζαν, οι οποίοι μη ελπίζοντες κρίσιν και ανταπόδοσιν των έργων των εν τούτοις ετιμούσαν τόσον τους ευεργέτας αυτών, πόσω μάλλον ημείς οι ευσεβείς Χριστιανοί, οίτινες πιστεύομεν τον αληθινόν Θεόν, να μη τιμώμεν και επαινώμεν τους καλούς και Αγίους άνδρας της Εκκλησίας μας, οίτινες δεν ενίκησαν εχθρούς σωματικούς, αλλ’ αυτόν τον διάβολον, τον εχθρόν της ψυχής μας;

ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή εβδόμη από του Πάσχα, την εν Νικαία ΠΡΩΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ εορτάζομεν, των Τριακοσίων Δέκα και Οκτώ θεοφόρων Πατέρων.                                                                             

Η Αγία αύτη και Μεγάλη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος των τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων συνηθροίσθη εν Νικαία της Βιθυνίας εν έτει τκε΄ (325) μ. Χ. βασιλεύοντος Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ετάχθη δε παρά των Πατέρων της Εκκλησίας να εορτάζεται κατά την παρούσαν Κυριακήν η μνήμη αυτής δια την εξής αιτίαν. Επειδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πληρώσας άπασαν την ένσαρκον Αυτού οικονομίαν ανήλθεν εις ουρανούς και αποκατέστη εις τον θρόνον της μεγαλωσύνης Αυτού, θέλοντες οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας να δείξουν ότι αληθώς ο Υιός του Θεού τέλειος ων Θεός εγένετο και τέλειος άνθρωπος και σαρκωθείς και σταυρωθείς και ταφείς και εκ νεκρών αναστάς ανελήφθη εις ουρανούς και εκάθισεν εν δεξιά της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς και ότι η Αγία αύτη Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος πρεπόντως Αυτόν ανεκήρυξε και ωμολόγησεν ομοούσιον και ομότιμον τω Πατρί, δια τούτο ευθύς μετά την εορτήν της ενδόξου Αυτού Αναλήψεως την παρούσαν εθέσπισεν εορτήν τιμώσα ούτω τον σύλλογον των τοιούτων Πατέρων, οίτινες τον εν σαρκί αναληφθέντα Θεόν αληθινόν και εν σαρκί τέλειον άνθρωπον ανεκήρυξαν. Συνηθροίσθη δε η Αγία αύτη Α΄ Οικουμενική Σύνοδος υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου δια την εξής αιτίαν. Ευθύς ως είχον παύσει οι από των τυράννων της Ρώμης διωγμοί και οι δεινοί χειμώνες εκείνοι, οι κατά της Εκκλησίας εγερθέντες υπό του σατανά, ειρήνη δε γλυκεία επέλαμψεν εις τα Χριστιανικά πλήθη, βασιλεύσαντος εκ θείας προνοίας του αοιδίμου Κωνσταντίνου, όστις πρώτος τα σκήπτρα της Βασιλείας υπέταξεν εις τον σταυρωθέντα Ιησούν Χριστόν, με του οποίου την ακαταμάχητον δύναμιν κατέλυσε και εις το τέλος εξηφάνισε τους αθέους τυράννους, ως άλλος δε ήλιος εξαπέστειλε πανταχού τας γλυκυτάτας ακτίνας της ειρήνης και οι φυλακισμένοι απελύθησαν, οι εξόριστοι ανεκλήθησαν, οι θείοι Ναοί ηνεώχθησαν και άλλοι νέοι ανηγείροντο και ο κόσμος όλος ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν τω φιλανθρώπω Σωτήρι δια την γαλήνην και αταραξίαν της οποίας ηυδόκησε παραδόξως να αξιωθούν, ευθύς, λέγω, ως αι του Θεού Εκκλησίαι είδον τας γλυκείας ακτίνας της ειρήνης, εξαίφνης ιδού και νέα ταραχή, και ταραχή μεγάλη και φοβερά, ηγέρθη εις την Εκκλησίαν του Θεού, από της πόλεως Αλεξανδρείας της Αιγύπτου εξαπολυθείσα. Δεν υπάρχει βεβαίως σχεδόν ουδείς, όστις δεν έχει ακούσει το όνομα του δυσωνύμου Αρείου, όστις εγέννησε μεγάλην και φοβεράν αίρεσιν, διδάσκων ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι κτίσμα του Θεού και όργανον Αυτού, δια του Οποίου τον κόσμον εδημιούργησεν, ήτοι άλλης ουσίας και φύσεως από της του Πατρός.