Η βραδινή μυσταγωγία
Γιατί άραγε μού φέρνουνε βαθιά συγκίνηση καί φυλάγω κρυφά μέσα στήν καρδιά μου κάποια πράγματα πού δέν τά παρατηρεί κανένας; Κι άν βρεθεί κανείς νά τά προσέξει καί νά νιώσει κάτι απ' αυτά, ωστόσο δέν τό φανερώνει, γιά νά μήν τόν λογαριάσουν γιά άνθρωπο πού χάνει τόν καιρό μέ κάποια πράγματα πού δέν είναι σοβαρά, προπάντων στήν εποχή μας, πού θέλει νά είναι οι άνθρωποι θετικοί, δίχως αισθηματολογίες, δραστήριοι σέ χειροπιαστά πράγματα, πρό πάντων σέ ό,τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλά λεφτά!" ακούω συχνά νά λένε δίπλα μου, κι ανατριχιάζω, άν τύχει νά καθίσω σέ καμιά καρέκλα, κι άς βρίσκουμαι καί μίλια μακριά από τήν Αθήνα. Εδώ πιά, μέσα στή νέα ελληνική Βαβυλωνία, όπου νά σταθεί κανένας δέν ακούγει τίποτ' άλλο από κουβέντες γιά λεφτά. Κι άν τύχει νά ακούσει κανείς καί καμιά άλλη ομιλία, πάλι, σάν συλλογισθεί λίγο, θά δεί πώς κι εκείνη η κουβέντα στά λεφτά καταλήγει καί στά λεφτά αποβλέπει.
Τόσο πολύ έχουνε ζαλισθεί οι άνθρωποι από τό χρήμα, πού τούς βλέπω σάν νά είναι άρρωστοι τόσο πολύ, πού αυτά τά λεφτά, πού τά λατρεύουνε όπως προσκυνούσανε οι Οβραίοι τό Μαλαματένιο τό Μοσχάρι, σάν τά αποχτήσουνε, από τήν πολλή χαρά τους δέν είναι σέ θέση νά τά χαρούνε, οι δυστυχισμένοι, σάν εκείνον τόν φλογερόν εραστή, πού από τό πολύ τό αίσθημα, σάν βρεθεί τέλος πάντων κοντά στήν αγαπημένη του, τά χάνει, χλωμιάζει, καί δέν τολμά νά τής μιλήσει! Μέ πάθος μιλούνε όλοι γιά τό χρήμα, κι αυτοί πού δέν τό έχουνε καί τό ποθούνε μέρα-νύχτα, κι εκείνοι πού τό έχουνε. Οι πρώτοι παραμιλούνε κι ολοένα κάνουνε σχέδια μέ τί τρόπο νά τ' αποχτήσουνε, οι δεύτεροι κάνουνε κι αυτοί σχέδια απάνω σέ σχέδια μέ τί τρόπο θά τό πληθύνουνε καί θά τό ασφαλίσουνε. Τό χρήμα είναι ο θεός καί τών φτωχών καί τών πλουσίων, τών αρσενικών καί τών θηλυκών, τών παιδιών καί τών γέρων. Τούτη η θρησκεία είναι παγκόσμια, κι όχι ο Χριστιανισμός ή ο Βουδισμός ή ο Μωχαμετανισμός! Γιατί τό χρυσάφι τό προσκυνούνε κι οι άσπροι κι οι μαύροι κι οι κίτρινοι κι οι κάθε φυλής άνθρωποι κι οι κάθε θρησκείας. Είπε, λέγει, ο Χριστός πώς μέ τό Ευαγγέλιο θά γίνει "μία ποίμνη καί είς ποιμήν". Αυτό δέ θά γίνει ποτέ, γιατί ο Χριστός τό είπε μέ άλλη έννοια: Εννοούσε πώς όσοι πιστέψουνε αληθινά σ' αυτόν θά είναι ενωμένες οι ψυχές τους πνευματικά, κι άς βρίσκεται ο ένας εδώ κι ο άλλος στήν άλλη άκρη τού κόσμου, κι όχι πώς θά γίνουνε χριστιανοί όλοι οι άνθρωποι. Ίσια-ίσια, είπε πώς οι δικοί του θά είναι λίγοι:"τό μικρόν ποίμνιον", καί μάλιστα πώς θά είναι καταδιωγμένοι καί "μισούμενοι υπό πάντων διά τό όνομά Του". Αυτός πού έστησε κιόλας τόν θρόνο του απάνω στήν οικουμένη, κι είναι ο "είς ποιμήν", πού εξουσιάζει τήν παγκόσμια στάνη, είναι ο Θεός τού Χρυσαφιού, ο Μαμμωνάς. Μοναχά πώς η στάνη του, αντί νά έχει μέσα αθώα πρόβατα, έχει λογιών-λογιών αγρίμια καί θηρία, πού κατασπαράζουνε τό ένα τ' άλλο. Όλοι αγαπούνε πολύ τόν τσοπάνη τους, τόν Μαμμωνά, αλλά δέν αγαπούνε καθόλου τό' να τ' άλλο, γιατί όποιος αγαπά πολύ τό χρήμα, δέν αγαπά τόν αδελφό του, αλλά είναι έτοιμος νά τόν βλάψει γιά τό συμφέρον του. Κι εκείνος πού αμφιβάλλει γι' αυτά πού λέμε άς κοιτάξει τί λέγει τό Ευαγγέλιο: "Δέν μπορείτε νά δουλεύετε (νά είσαστε δούλοι) σέ δυό αφεντικά, στόν Θεό καί στόν Μαμμωνά. Ή τόν ένα θά αγαπήσετε, ή τόν άλλον". Τό χρήμα, βέβαια, είναι ένα πράγμα χρειαζούμενο γιά νά ζήσουν οι άνθρωποι, εξυπηρετώντας ο ένας τόν άλλον. Αλλά η φιλαργυρία, από υπηρέτη τού ανθρώπου, τό κάνει τύραννό του. Είναι σάν τό κρασί, πού είναι καλό σάν πίνεται μέ μέτρο, μά γίνεται φαρμάκι σάν πίνεται μέ αχορταγιά. Τό χρήμα, σάν γίνει πάθος, είναι τό πιό τρομερό καί καταραμένο πράγμα. Όλα τά εγκλήματα, όλα τά φονικά, όλες οι αιματοχυσίες καί οι άλλες αμέτρητες δυστυχίες τής ανθρωπότητας αιτία έχουνε τό χρήμα, τό συμφέρον. Πάντα οι άνθρωποι αγαπούσανε τό χρήμα. Σήμερα όμως η αγάπη αυτή έχει γίνει μιά τυραννία φρικτή. Ο βαρύς ίσκιος του σκέπασε ολότελα τήν ψυχή τών ανθρώπων, καί δέν άφησε κανένα μέρος της έξω από τόν φαρμακερόν ίσκιο του. Σπάνιο πράγμα είναι νά ακούσει κανένας κάποια συνομιλία πού νά μήν έχει σχέση μέ τό χρήμα, σάν νά μήν υπάρχει πιά τίποτ' άλλο στόν κόσμο. Τό χρήμα είναι μιά σφήνα, μπηγμένη στό μυαλό τού ανθρώπου, πού τόν βασανίζει μέρα-νύχτα. Μέσα σέ τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σέ βλέπουν όλοι σάν χασομέρη, άν τύχει νά μιλήσεις γιά κάποια αισθήματα καί γιά κάποιες συγκινήσεις πού βρίσκουνται μακριά από τήν μόνη καί μοναδική κι αδιάκοπη συγκίνηση τών λεφτών, πού τή νιώθει όλος ο κόσμος. Κι άν τύχει μάλιστα αυτά τά αισθήματα νά έχουνε σχέση μέ τή θρησκέια, εκείνον πού τά έχει καί πού θαρρεύτηκε νά τά πεί κιόλας, θά τόν πούνε, όπως είπα στήν αρχή, χασομέρη, ανόητον, ίσως καί βλαμμένον. Ωστόσο, εμένα δέν μέ φοβερίζουνε αυτές οι προσβλητικές ονομασίες, γιατί τίς συνήθισα καί γιατί τίς ακούσανε κι άλλοι πιό σπουδαίοι από μένα, αλλά καί γιατί δέν έχω πολλή εκτίμηση σέ όσα εκτιμούν οι σημερινοί άνθρωποι. Καί γι' αυτό, όπως πάντα, φανερώνω τί έχω μέσα στήν καρδιά μου, κι όποιος θέλει άς τ' ακούσει.***
Έχουμε στο σπίτι μας ένα
μικρό δωμάτιο μ' ένα εικονοστάσι, που βρίσκεται προς τη μιά γωνιά του. Απάνω
στο εικονοστάσι είναι βαλμένο, στη μέση, ένα παλιό μεγάλο Ευαγγέλιο με
ασημωμένες τάβλες, ένας αρχαίος σκαλιστός σταυρός, ένα μικρό κουτάκι με άγιο
λείψανο, ένα ασημένο χέρι, μεγάλο όσο είναι το φυσικό χέρι, που έχει μέσα άγιο
λείψανο της αγιάς Παρασκευής, και κάμποσα εικονίσματα, που ανάμεσά τους είναι
μία μεγάλη εικόνα της αγιάς Παρασκευής, παλιά κι ασημωμένη από τέμπλο. Όλα αυτά
ήτανε της οικογενειακής εκκλησιάς μας, και τα πήραμε μαζί μας τον καιρό που
φύγαμε από τη Μικρά Ασία, καταδιωγμένοι από τον Τούρκο, μαζί με λίγα
εκκλησιαστικά βιβλία. Αντί να πάρουμε άλλα πράγματα, που θα ήτανε πιό χρήσιμα
σε μας, κατά τη γνώμη του κόσμου, προτιμήσαμε να πάρουμε αυτά τα αγιασμένα
πράγματα. Περάσαμε στη Μυτιλήνη, που είναι κοντά στο μέρος που γεννηθήκαμε,
αντίκρυ στη μεγάλη στεριά της Ανατολής. Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα ακοίμητο,
μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι. Το δωμάτιο μοσκοβολά κερί και λιβάνι. Εκεί
είναι το καταφύγιο μας στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας, εκεί λέμε και
τις ευχαριστίες μας στον Θεό για ό,τι καλό μας στέλνει. Εκεί λέμε τον εσπερινό
και τον όρθρο, όποτε τύχει να μην πάμε στην εκκλησία, τις παρακλήσεις, τις
δοξολογίες. εκεί γίνουνται οι αγιασμοί και τα ευχέλαια, από αγιαμένους παπάδες
και καλογήρους. Η ψυχή μας κ' η καρδιά μας, βρίσκονται εκεί. Έχουμε τα Μηναία,
το Πεντηκοστάριο, την Παρακλητική, το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, το Αγιασματάρι,
κλπ... Εκείνο το θαλάμι είναι η κα' οίκον εκκλησία μας. Από τα δεξιά βρίσκεται
ένα παραθύρι, δίπλα στη βορεινή γωνιά. Απ' εκείνο το παραθύρι, που είναι
βορεινό, δεν μπαίνει ολότελα ο ήλιος όλον τον χειμώνα. Μονάχα κατά την αρχή του
καλοκαιριού αρχίζουν και τρυπώνουν λοξά χρυσές αχτίνες από τον ήλιο, την ώρα που
βασιλεύει.
Τρυπώνει δειλά-δειλά, αυτό το φώς, το «Φώς ιλαρόν», όπως το λέγω, και κάνει μια
στενή λουρίδα όρθια, χρυσαφένια, δίπλα στη βορεινή γωνιά, αριστερά από το
εικονοστάσι. Φανερώνεται τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, και χάνεται τις πρώτες
μέρες του Αυγούστου. Το αγιασμένο πυροτέχνημα στην αρχή βαστά λίγες στιγμές κ'
ύστερα αποτραβιέται. Κατά την αρχή Ιουλίου στέκεται ίσαμε μιά ώρα. Και στις
τελευταίες μέρες του βαστά πάλι λίγες στιγμές, ως που χάνεται, και δεν
ξαναφαίνεται πιά. Αυτό είναι το «Φώς ιλαρόν». Από μικρό παιδί το 'βλεπα το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος,
εξωτικό, χρυσοκκόκινο, να χρυσώνει τα σπίτια, τα μικρά τα βουνά, τα βράχια, τα
πανιά των καραβιών, σαν να ήτανε χρυσοκαπνισμένα. Το θέαμα ήτανε πανηγυρικό, κ'
έπεφτα σε έκσταση, σαν να ερχότανε εκείνο το φώς απο έναν άλλον κόσμο, από τη
βασιλεία των ουρανών, κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος. Πόσο ποιητικά εκφράζει ο
λαός μας τη μεγαλοπρέπεια που έχει εκείνη η ιερή ώρα, λέγοντας πως ο ήλιος
«βασιλεύει». Αληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ με τέτοια πορφύρα; Θα' λεγε
κανένας πως δεν είναι ο ήλιος αυτός ο βασιλέας, αλλά ο Χριστός, ο βασιλεύς των
βασιλευόντων. Έχω την ιδέα μαλιστα πως ο ευλαβής λαός μας, λέγοντας «ο ήλιος
εβασίλεψε», επήρε τα λόγια, γυρίζοντάς τα, από το «Προκείμενον» που λέγει ο
ψάλτης το Σαββατόβραδο στον εσπερινό: «ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν
ενεδύσατο» ίσα-ίσα την ίδια ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Εκείνη την ώρα το
χρυσορρόδινο φώς μπαίνει απο το παράθυρο της εκκλησίας, που είναι κατά το
δυτικό μέρος, και χτυπά απάνω στο σκαλιστό τέμπλο, κάνοντας το να λαμποκοπά σάν
«χρυσοπλοκώτατος πύργος». Λίγο πρίν το «Προκείμενον» λέγει ο ψάλτης, ή κανένας
καλόγερος, ή κανένανς ταπεινός αναγνώστης το «Φως ιλαρόν», εκείνον τον
θεσπέσιον εσπερινόν ύμνον.
Έχω γράψει πολλές φορές
γι' αυτή την αγιασμένη και κατανυστική ώρα: Σ'ένα τέτοιο γράψιμο μου λέγω τα
παρακάτω: «Πρός το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο
πύργο της εκκλησιάς (στον τρούλλο), σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτη την
ιερή ώρα βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος
καντηλοσβήστης...
Από κάτω, την ίδια ώρα,
λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει, και
τελειώνει η μέρα: «Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου,
μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν,
υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς
υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς. Διό ο κόσμος Σε δοξάζει».
Δάκρυα έρχουνται στα μάτια
του ανθρώπου, ακούγοντας αυτά τ' αρχαία λόγια, που είναι απλά και αιώνια σαν το
βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο που' ναι ακουμπισμένο απάνω στ' αναλόγι, γράφει
πως είναι «ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος». Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε
κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα, από δυό χιλιάδες χρόνια ίσαμε σήμερα, απλοί
άνθρωποι που βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη
καλόγερα, που είναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς».
Αλλά και τούτη την ώρα που γράφω, λάμπει απάνω στον τοίχο, κοντά στο
εικονοστάσι με τα αγαπημένα εικονίσματα που γλύτωσα από τους αλλόθρησκους και
που τα προσκυνούσαν οι πρόγονοί μου. Πόσο χαίρουμε σαν το βλέπω να μπαίνει μέσα
στο καταφύγιό μου! Η χαρά που νιώθω είναι μά κρυφή χαρά, που τη φυλάγω στην
καδιά μου, σαν ένα φως ανέσπερο, που θα την ζεσταίνει τον χειμώνα. Αυτό το
υπερκόσμιο φως είναι μιά ελπίδα που έρχεται «εξ ετοίμου κατοικητηρίου του
Κυρίου», είναι μια θεϊκή επίσκεψη που μου δίνει παρηγοριά. Κάθε βράδυ το
περιμένω με αγάπη. Δεν πηγαίνω πουθενά για να μην χάσω την ιερή αυτή επίσκεψη.
Χαίρομαι που κρατά πολλή ώρα η παρουσία του και παρακαλώ ν' αργήσει να φύγει.
Μόλις αρχίζει και φεγγίζει μυστικά λέγω: «Καλώς το! Καλώς ήρθες πάλι στο
φτωχικό μας. Κάθε βράδυ με χαρά σε περιμένουμε, και σαν φεύγεις, με ελπίδα σε
προσμένουμε να'ρθεις το άλλο βράδυ. Ας αργήσουνε να περάσουμε οι μέρες που μας
έρχεσαι».
Κάνω τον σταυρό μου και συλλογίζουμαι: «Τούτη την ώρα χρυσαφώνεις τα παλιά
τέμπλα στα μοναστήρια, στολίζεις με ακριβά πετράδια το φτωχό εικονοστάσι, που
είναι μέσα στη σπηλιά του ασκητή ή κανένα σκοτεινό κουβούκλι που κάνει την
προσευχή της καμιά ταπεινή και πικραμένη ψυχή.
Την ίδια ώρα, όμως, μπαίνεις και σε σπίτια ψυχά και δίχως πνοή, που κάθουνται
μέσα άπιστοι άνθρωποι, και δεν σε παίρνουνε είδηση, αλλοίμονο! ω χαιρέτισμα
αρχαγγελικό, ω αγιασμένη πορφύρα, που έγινες από τα αθάνατα αίματα που χύσανε
οι Μάρτυρες του Χριστού. Μπαίνεις και σε φυλακές σκοτεινές, εκεί που
βασανίζουνται οι απελπισμένοι, για να τους δώσει λίγη ελπίδα. Μπαίνεις και σε
τρύπες υγρές κι ανήλιαγες. Μπαίνεις και σε άψυχα κι άσλαχνα εργοστάσια, μα
κανένας δέν σε παίρνει είδηση, ούτε πότε μπαίνεις, ούτε πότε φεύγεις, ούτε ποιά
μέρα θα σβήσεις, φεύγοντας για πάντα, σαν τον άνθρωπο που δεν γυρίζουν να τον
δούνε. Άραγε ο Θεός σε στέλνει μονάχα σε μας για να μας φέρεις την ελπίδα του
και τον χαιρετισμό της αγάπης του, και σε περιμένουμε με αγάπη και με πόθο;...»
Αλλοίμονο! Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν, ω φως
ιλαρόν, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου