Ιωάννης ο εν Αγίοις πατήρ ημών Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Ελεήμων εγεννήθη εν έτει φνε΄ (555) εις την νήσον Κύπρον, εις την οποίαν και ανετράφη ώσπερ φυτόν ευθαλές και εστολισμένον δια της αρετής. Ο πατήρ αυτού ήτο ενάρετος άνθρωπος και επιφανής, Επιφάνιος το όνομα, όστις δια τας αρετάς του έγινεν έπαρχος εις την αυτήν νήσον. Η δε γυνή αυτού Κοσμία πρεπόντως είχε και το σωματικόν κάλλος ομού με την ψυχικήν ωραιότητα, και ωμοίαζεν εις τας αρετάς του ανδρός της. Έχων λοιπόν ο Ιωάννης τοιούτους γεννήτορας δεν παρήλλαξεν από αυτούς, αλλά μάλλον εσπούδαζε να τους στολίση με τας πράξεις περισσότερον, δια να γνωρίζεται από τον καρπόν το δένδρον και όχι απ’ εκείνο ο καρπός να στολίζεται, αλλά μάλιστα δια το παιδίον ο πατήρ να σεμνύνεται.
Αφού δε έφθασεν ο Άγιος εις μέτρον ηλικίας και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, τον ενύμφευσαν οι γονείς του παρά την θέλησίν του και δια να μη γίνη των γονέων παρήκοος επήρε γυναίκα και διήγε με σωφροσύνην και εγκράτειαν. Αναγκαζόμενος δε υπό των συγγενών, εγέννησε και παιδία, τα οποία μετ’ ολίγον ετελεύτησαν άωρα, ομοίως και η γυνή αυτού απήλθε προς Κύριον, ο δε Ιωάννης, ως ευγνώμων ψυχή, ηυχαρίστησε πολλά και εδόξασε τον Θεόν, όστις και τα έδωκε και τα έλαβεν. Έκαμνε δε αιτίαν αρετής ταύτην την υπόθεσιν, συλλογιζόμενος ότι η στέρησις των τέκνων και της γυναικός τον ελύτρωσαν από την του βίου φροντίδα και μέριμναν, και καθ’ εκάστην προσήδρευε τω Θεώ· όθεν και τα σπλάγχνα της θείας χρηστότητος διανοίγονται εις αυτόν. Δια τούτο και αυτός, εκείνα κατά το δυνατόν εκμιμούμενος, ανοίγει τα σπλάγχνα και όλας τας θύρας και δίδει χείρα βοηθείας εις τους δεομένους, διαμοιράζων αφθόνως όλον τον πλούτον του και χαρίζων εις όλους τα χρειαζόμενα. Δια την πράξιν του δε ταύτην έγινεν εις τους πάντας γνωστός και επίδηλος, ουχί μόνον εις τους ιδιώτας και τους άρχοντας, αλλά και έως εις την Κωνσταντινούπολιν και εις αυτόν τον βασιλέα Ηράκλειον έφθασεν η φήμη του, ήτο δε τότε το έτος χι΄ (610). Κατά τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο χηρεύουσα από Πατριάρχην η Αλεξάνδρεια, ο δε λαός όλος επεθύμει να αξιωθή ενός τοιούτου καλού ποιμένος· όθεν παρεκάλεσαν τον βασιλέα να ψηφίση τον Ιωάννην Αρχιεπίσκοπον, ο δε βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους εις την Κύπρον και τον έφεραν, τον παρεκάλεσε δε να δεχθή την αξίαν, αλλ’ αυτός προφασιζόμενος έλεγεν, ότι δεν ήτο άξιος τοιούτος άνθρωπος να δεχθή τόσον βάρος και μεγαλείον επάνω του. Άρχων δε τις, Νικήτας ονόματι, Πατρίκιος την αξίαν, αδελφός κατά πνεύμα του Ιωάννου και φίλος του ακριβώτατος, είχε θάρρος πολύ προς τον βασιλέα, γνωρίζων δε την μεγάλην αρετήν του ανδρός και αξιώτερον πάντων παρεκίνησε τον βασιλέα να τον αναβιβάση εις τον θρόνον βιαίως, εάν δεν θελήση να δεχθή με την θέλησίν του. Μετά βίας λοιπόν κατεπείσθη ο Ιωάννης να δεχθή την αξίαν ταύτην, δια να μη γίνη παρήκοος εις την θέλησιν του λαού και του βασιλικού προστάγματος. Γίνεται λοιπόν του θρόνου του Αποστόλου Μάρκου διάδοχος το χι΄ (610) έτος, εις μεν τον καιρόν υστερώτερος, εις δε τον βίον και εις τας αρετάς όμοιος αυτού, καθώς τα κατορθώματα άτινα έκαμεν, αφού έλαβε την αξίαν, θέλουν δηλώσει σαφέστερον. Ευθύς λοιπόν, αφού ανέβη εις τον θρόνον, ηγωνίζετο δια παντός να ανακαινίση το κήρυγμα του Αποστόλου Μάρκου, ήτοι να στερεώση την Ορθόδοξον πίστιν, τα δε ζιζάνια των αιρετικών να εκριζώση τελείως. Ήσαν δε τότε ακόμη τινές υποστηρίζοντες την αίρεσιν του μονοφυσίτου Πατριάρχου Πέτρου του Κναφέως, όστις ετόλμησε να βάλη προσθήκην τινά βλάσφημον εις τον Τρισάγιον Ύμνον, λέγων: «Άγιος αθάνατος, ο σταυρωθείς δι’ ημάς». Αλλ’ ο Άγιος εξέβαλε το βλάσφημον τούτο, δογματίζων απαθή και αθάνατον την θεότητα και εδίδαξε το ποίμνιον αυτού να φρονή και να πιστεύη ούτως. Όταν δε έλαβε το αξίωμα, εύρε μόνον επτά ορθοδόξους Ναούς, τους οποίους εδεκαπλασίασεν, ήτοι έκτισεν άλλους εξήκοντα τρεις. Είχε δε μεγάλην σπουδήν και φροντίδα να επιστρέφη προς την ευσέβειαν όσους ήσαν ηπατημένοι εις αίρεσιν τινά. Εδείκνυε δε και εις τας χειροτονίας ζήλον θερμότατον, ούτως ώστε να γίνωνται αύται χωρίς τινος πληρωμής, άνευ δε δοκιμασίας να μη χειροτονήσουν ποτέ τινα. Προ πάντων δε επεμελείτο την προστασίαν των αδικουμένων, προστάσσων τους κριτάς να μη προδίδουν δια προσωποληψίαν το δίκαιον, αλλά με ζυγόν δικαιοσύνης να σταθμίζουν τας κρίσεις, χωρίς να παρασύρωνται ούτε από φιλίαν ούτε από έχθραν προς τινα, αλλά να κρίνωσι δίκαια. Ταύτα μεν πάντα επεμελείτο ο Άγιος, εξαιρέτως όμως εσπούδαζε να σπλαγχνίζεται τους ενδεείς και να θεραπεύη τους πένητας, χωρίς να λυπήται ουδόλως τα χρήματα, αλλά εκένωνε τα ταμεία και τα έδιδεν ελεημοσύνην. Έκτισε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, πτωχοτροφεία και ευποιϊας και καλωσύνας έκαμεν αναριθμήτους, δίδων καθημερινώς σιτηρέσια δια να κυβερνώσι τους δεομένους και τόσην είχεν εις ταύτα επιμέλειαν, ώστε και των πτωχών και απόρων γυναικών, αίτινες δεν είχον καν μίαν καλύβην να γεννώσιν, ούτε προς θεραπείαν τι επιτήδειον, έδωκεν επτά οικίας εις διαφόρους τόπους της πόλεως, με κλίνας, στρώματα και τροφάς και παν άλλο χρειαζόμενον. Όσοι δε κληρικοί ήσαν πτωχοί, ελάμβανον παρ’ αυτού τα προς την χρείαν και ουχί μόνον εις αυτούς έδιδεν, αλλά και εις τους Επισκόπους, εις όσους δηλονότι δεν έφθανον αι δαπάναι να πορεύωνται. Αλλά τι ταύτα πάντα προς την μεγάλην θάλασσαν της πλουσίας αυτού προαιρέσεως και το αχανές εκείνο πέλαγος της χρηστότητος; Κατά αλήθειαν, άλλος Νείλος ήτο εις τοσούτον αναρίθμητον έλεος, όχι μόνον ποτίζων ως εκείνος την Αίγυπτον, αλλά και πάσαν την κτίσιν σχεδόν δροσίζων· διότι ποίος πτωχός και άπορος ήρχετο προς αυτόν και ανεχώρει με κενάς τας χείρας και στυγνόν πρόσωπον χωρίς να απολαύση πλουσίας χρηστότητας; Τον καιρόν εκείνον ελεηλάτησαν την Συρίαν οι Πέρσαι και ηχμαλώτισαν λαόν αμέτρητον, από τους οποίους ηδυνήθησαν και έφυγον πολλοί άρχοντες ομού και αρχόμενοι, ως και Κληρικοί και Επίσκοποι, οίτινες ακούσαντες την φήμην του Πατριάρχου έδραμον ώσπερ εις λιμένα και καταφυγήν μόνιμον, ζητούντες ικανήν ελεημοσύνην, τους οποίους όλους ο πλούσιος εκείνος και αστενοχώρητος εστιάτωρ εδέχθη με ιλαρώτατον πρόσωπον, τους παρηγόρησεν ως πατήρ φιλότεκνος και πλουσίως και δαψιλώς ηλέησεν, ουχί ως ξένους και παροίκους, αλλ’ ως αδελφούς του και τέκνα, χαρίζων εις αυτούς τα προς την χρείαν και μη αποβλέπων προς το πλήθος των δεομένων, αλλά προς τον πλουσιόδωρον Θεόν, τον ανοίγοντα χείρα και εις παν ζώον ευδοκίαν μεταδίδοντα· τους δε πληγωμένους έβαλεν εις πανδοχεία, προστάσσων τους πανδοχείς να τους επιμεληθούν με ιατρείας αναγκαίας και να μη τους βιάσουν να αναχωρήσουν χωρίς να θέλωσι μόνοι των. Εις δε τους υγιείς επρόσταξε να δίδεται καθ’ εκάστην ωρισμένον ποσόν, των δε γυναικών να δίδεται το διπλούν, λέγων ότι αι γυναίκες έπρεπε να ενισχύωνται περισσότερον, διότι δεν δύνανται να γυρίζουν εις διαφόρους τόπους χωρίς κίνδυνον και με τόσην ευκολίαν, ώσπερ οι άνδρες. Ήρχοντο δε και τινες νέαι, αι οποίαι εφορούσαν στολίδια κατά την συνήθειαν των γυναικών, ήσαν δε καλά ενδεδυμέναι, τας οποίας βλέποντες οι διανομείς του Πατριάρχου είπον προς αυτόν· «Δέσποτα Άγιε, νομίζομεν ότι δεν πρέπει να δίδωμεν ελεημοσύνην εις τας τοιαύτας γυναίκας». Ο δε Άγιος τους παρετήρησε με αυστηρόν βλέμμα λέγων προς αυτούς· «Εάν θέλετε να διαμοιράζετε του Χριστού τον πλούτον, κάμνετε με απλότητα την εντολήν αυτού την λέγουσαν· «Τω αιτούντί σε δίδου» (Ματθ.ε:42), εάν δε ερευνάτε τίνος να δίδετε και τίνος ουχί, γινώσκετε ότι μήτε ο Θεός, μήτε εγώ έχομεν χρείαν από υπηρέτας τοιούτους. Εάν ήσαν ιδικά μου αυτά τα χρήματα, τα οποία δίδετε, ίσως ήθελα τα λυπηθή· αλλ’ επειδή είναι χαρίσματα και δωρεαί του Δεσπότου, πρέπον είναι εις το πράγμα του να φυλάττεται το πρόσταγμά του απαρασάλευτα». Νουθετήσας λοιπόν αυτούς, είπε ταύτα προς εκείνους οίτινες εκάθηντο πλησίον αυτού και εθαύμαζον την εύσπλαγχνον γνώμην του. «Όταν ήμην ετών δέκα πέντε, είδα την νύκτα εις το όραμά μου μίαν ωραιοτάτην κόρην υπέρ τον ήλιον λάμπουσαν, ήτις ήτο εστολισμένη θαυμασιώτατα έχουσα εις την κεφαλήν στέφανον από κλάδον ελαίας· στάσα δε αύτη έμπροσθεν της κλίνης μου, με ήγγισεν εις το πλευρόν και εξύπνησα· ιδών δε Αύτη έμπροσθεν της κλίνης μου, με ήγγισεν εις το πλευρόν και εξύπνησα· ιδών δε αυτήν και οφθαλμοφανώς, ηγέρθην της κλίνης μου ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού και της λέγω· «Τις είσαι; Και πως ετόλμησες να έλθης εδώ να με εξυπνήσης;» Η δε εμειδίασεν ολίγον και μοι λέγει· «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του Μεγάλου Βασιλέως». Ταύτα ακούσας εγώ την προσεκύνησα με ευλάβειαν. Η δε πάλιν μοι είπε· «Εάν φιλιωθής μετ’ εμού, εγώ θα σε υπάγω έμπροσθεν του Βασιλέως, να σε αγαπήση πολλά, ότι άλλος τις δεν έχει τόσην παρρησίαν προς αυτόν, ως εγώ, ήτις τον έκαμα και κατέβη από τους ουρανούς εις την γην και έλαβε σάρκα δια να λυτρώση τον άνθρωπον». Συλλογιζόμενος δε εγώ περί του ποία να ήτο η φανείσα, εγνώρισα ότι ήτο η ελεημοσύνη, ήτις έκαμε τον Πανάγαθον Θεόν να σαρκωθή δια την ημετέραν αγάπην. Τότε λοιπόν έσπευσα προς την Εκκλησίαν, επειδή ήτο η ώρα του Όρθρου, καθ’ οδόν δε με υπήντησε πτωχός τις και παγωμένος από το ψύχος. Εγώ δε εκδύομαι ευθύς το ιμάτιον, όπερ εφόρουν, και δίδω αυτό εις αυτόν· δια να γνωρίσω δε εάν ήτο η οπτασία την οποίαν είδα αληθινή, δεν ήμουν ακόμη εις την Εκκλησίαν φθασμένος και έρχεται προς με άνθρωπος τις ενδεδυμένος στολήν λευκήν, και δίδει μοι εκατόν χρυσά νομίσματα, τυλιγμένα εις μανδήλιον, λέγων μοι· «Δέξαι ταύτα και διαμοίρασέ τα ως βούλεσαι». Μόλις εγώ έλαβα αυτά, έγινεν αφανής εκείνος όστις τα έδωκε. Τότε εγώ είπον· «Αληθής ήτο η οπτασία μου», από τότε δε και έμπροσθεν, όταν έδιδα ελεημοσύνην τινά, έλεγον προς τον εαυτόν μου· «τώρα να ιδώ, εάν μου δώση ο Κύριος εκατονταπλασίονα κατά την υπόσχεσιν». Ούτω λοιπόν δοκιμάζων τον Θεόν, εβεβαιώθην με το έργον μυριάκις και ελάμβανα περισσότερα από όσα έδιδα· όθεν καταμεμφόμενος έλεγον προς τον εαυτόν μου· «Παύσαι, ψυχή μου, και μη πειράζεις τον απείραστον, μόνον δούλευσε αυτόν εν απλότητι, επειδή τόσας φοράς επιστώθης την αλήθειαν». Λοιπόν δεν θέλω πλέον να ακροασθώ τους ολιγοπίστους υπηρέτας μου, αλλά να δίδω εκάστου ελεημοσύνην αφθονοπάροχα». Βλέπων ξένος τις την άμετρον χρηστότητα του Αγίου, ηθέλησε να τον δοκιμάση. Όταν λοιπόν επήγαινε να επισκεφθή τους ασθενείς εις το νοσοκομείον, είχε δε συνήθειαν να κάμνη τούτο ο Άγιος τρις της εβδομάδος, τον υπήντησεν ο ξένος εκείνος εις τον δρόμον, λέγων προς αυτόν· «Ελέησόν με, Δέσποτα, τον αιχμάλωτον». Ο δε Άγιος είπεν εις τον διανομέα να του δώση εξ νομίσματα. Λαβών δε αυτά ήλλαξε το ένδυμά του και προλαμβάνει εις άλλον τόπον τον Άγιον, ζητών και πάλιν ελεημοσύνην και λέγων, ότι είχε μεγάλην ανάγκην. Ο δε διανομεύς επλησίασε και λέγει εις τον Άγιον· «Εκείνος όστις έλαβε τα εξ νομίσματα είναι, Δέσποτα». Ο δε Άγιος προσεποιήθη ότι δεν τον ήξευρε και του έδωσεν άλλα εξ, τα οποία, αφού έλαβεν εκείνος επέστρεψε και πάλιν μετ’ ολίγην ώραν μετασχηματισμένος ζητών και πάλιν ελεημοσύνην. Ο δε υπηρέτης είπε προς τον Άγιον· «Εκείνος ο πρώτος είναι, όστις ήλθε δις και σε ηπάτησεν ως πονηρός». Τότε ο πραότατος Πατριάρχης δεν εσκανδαλίσθη ουδαμώς κατά του πτωχού, αλλά θέλων να νικήση τον εαυτόν του και να μη αμελήση της ελεημοσύνης το έργον, είπεν εις τον υπηρέτην· «Δος του δύο φοράς περισσότερα, από όσα του έδωσες πρότερον, μήπως είναι ο Δεσπότης μου Ιησούς και ήλθε με πτωχικόν σχήμα να με δοκιμάση». Είχε δε κάμει και τούτο ο Ιωάννης ευθύς ως έγινε Πατριάρχης· προσεκάλεσε τους οικονόμους της Εκκλησίας, όσοι είχον αξιώματα, και είπε προς αυτούς εις επήκοον πάντων· «Αδελφοί, δεν μου φαίνεται πρέπον να φροντίζωμεν δι’ άλλα πράγματα πριν ή φροντίσωμεν δια τον Χριστόν μας. Υπάγετε λοιπόν, ερευνήσατε εις όλην την πόλιν και φέρατέ μου γεγραμμένα πάντων των κυρίων μου τα ονόματα». Οι δε ακούσαντες διηπόρουν και εθαύμαζον, μη δυνάμενοι να εννοήσουν τον λόγον του, εζήτησαν δε να τους εξηγήση των λεγομένων την ακρίβειαν. Ο δε Ιωάννης είπεν· «Εκείνους τους οποίους σεις καλείτε πτωχούς, τούτους εγώ ονομάζω αυθέντας και αντιλήπτορας, ότι αυτοί δύνανται να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν βασιλείαν την επουράνιον». Πορευθέντες λοιπόν κατέγραψαν όλους τους πένητας και ευρέθησαν επτά χιλιάδες και πεντακόσιοι, εις τους οποίους προσέταξε να δίδουν καθ’ εκάστην ημέραν ικανήν ελεημοσύνην, να πορεύωνται εις τας ανάγκας των. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους να εξετάσουν όλα τα μέτρα, τα ζύγια και τα σταθμά της πόλεως, δια να είναι όλα όμοια και δίκαια, με τα οποία να πωλώσι και να αγοράζωσιν· έδωκε δε και πρόσταγμα γραπτώς, όπερ διελάμβανε ταύτα· «Ιωάννης ελάχιστος και ανάξιος δούλος των δούλων του Ιησού Χριστού, προστάσσω εις όσους είναι υπό την ποίμνην μου να μη έχωσι σταθμά και μέτρα διάφορα, διότι τα μισεί ο Κύριος, αλλά με τα αυτά και να πωλούν και να αγοράζωσιν· ει τις δε ευρεθή παραβάτης τούτου μου του προστάγματος, να είναι εστερημένος από όλα του τα υπάρχοντα, τα οποία να διαμοιράζωνται εις πτωχούς· διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος, οι προεστώτες και ποιμένες χρεωστούν να δώσουν απολογίαν δια τας ψυχάς τών υπ’ αυτών ποιμαινομένων Χριστιανών. Επειδή λοιπόν έγινα με Πρόνοιαν Θεού ποιμήν σας, θέλω δια παντός τρόπου σας εκβάλει πάσαν αιτίαν και πρόφασιν αμαρτίας και να σας φέρω εις πολιτείαν ενάρετον». Έχων δε πόθον να μετέχη όσον ηδύνατο της μοναδικής τελειότητος έκτισεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης, δύο Μοναστήρια εις τιμήν και μνήμην της Υπεραγίας Θεοτόκου και συνάξας Μοναχούς να κατοικούν εις αυτά, είπε προς αυτούς: «Εγώ θα μεριμνώ και θα φροντίζω να σας χορηγώ όλα τα αναγκαία του σώματος, δια να μη δίδεται ο νους σας εις τα βιοτικά και αμελήτε την ακολουθίαν και τον κανόνα σας· μη έχετε λοιπόν καμμίαν φροντίδα δια ζωοτροφίαν και ένδυμα, ειμή μόνον να προσεύχεσθε δια την ψυχήν μου και ας λογίζεται η κοινοβιακή Ακολουθία, την οποίαν αναγινώσκετε όλοι ομού εις την Εκκλησίαν, εις ψυχικήν μου ωφέλειαν, των δε προσευχών, τας οποίας κάμνετε κατά μόνας, ας είναι μισθός ιδικός σας». Τούτο δε είπεν ο πάνσοφος δια να τους κάμη να προσεύχωνται ακατάπαυστα και να μη δαπανώσιν άκαιρα και εν αμελεία τον βίον των. Μετά ταύτα ακούσας, ότ τινές κριταί της Εκκλησίας έκαμαν αδικοκρισίαν με χρήματα αδικούντες πρωχούς, ήλεγξεν αυτούς και τους παρήγγειλε να μη ακουσθή πλέον όμοιόν τι δι’ αυτούς και δια να τους νικήση με το καλόν και να τους εκβάλη πάσαν αιτίαν αδικίας, τους ηύξησε τον μισθόν και την πληρωμήν, την οποίαν ελάμβανον, δια να έχωσιν αυτάρκειαν, προστάσσων να μη δέχωνται ουδόλως δώρον, ενθυμούμενοι το ρητόν της Γραφής, όπερ λέγει, ότι το πυρ θέλει κατακαύσει εκείνους, οι οποίοι λαμβάνουν δώρα και κρίωουσιν άδικα. Ούτω λοιπόν διδαχθέντες υπ’ αυτού διωρθώθησαν τόσον, ώστε έστρεψαν οπίσω το ύστερον μίσθωμα. Μαθών δε ο Άγιος ότι τινές πτωχοί εδυναστεύοντο από άλλους, και θέλοντες να παρρησιασθούν έμπροσθεν αυτού να τους εγκαλέσουν, δεν τους άφηναν οι υπηρέται να εισέλθουν, αλλά τους εδίωκον έξω, διενοήθη ο τρισμακάριος να θεραπεύση την αδικίαν ταύτην τοιουτοτρόπως. Επρόσταξε να βάλλουν τον θρόνον του έξω της Εκκλησίας εις τον φόρον τρις της εβδομάδος και καθεζόμενος επερίμενεν έως την ώραν του γεύματος, δια να έρχωνται οι πτωχοί και άποροι μόνοι των, να λέγουν το δίκαιόν των· και δια να μη εντρέπωνται ούτε να φοβούνται, δεν ήθελε την ώραν εκείνην να είναι πλησίον αυτού οι υπηρέται, ειμή μόνον ευλαβής τις και ενάρετος άνθρωπος, δια να προσκαλή έκαστον να έρχεται. Έπειτα, αφού ήθελεν ακούσει την αίτησιν του πτωχού, εάν είχε δίκαιον, επρόστασσε τους υπηρέτας να κάμωσι την δικαιοσύνην, πριν έλθη η ώρα του γεύματος. Όθεν άπαντες εθαύμαζον, βλέποντες τοιαύτην νέαν συνήθειαν, την οποίαν άλλος τις δεν έκαμε πρότερον, και ηρώτων την τούτου αιτίαν· ο δε απεκρίνατο ταύτα· «Εάν ημείς οι ανάξιοι έχωμεν άδειαν να εισερχώμεθα πάσαν ώραν εις την Εκκλησίαν και να ιστάμεθα ενώπιον του Δεσπότου, δεόμενοι και παρακαλούντες αυτόν με τόσην αυθάδειαν να μας δίδη ταχέως τα αιτούμενα, πόσω μάλλον είμεθα και ημείς χρεώσται να ακούωμεν τας δεήσεις των συνδούλων μας και να τους βοηθώμεν κατά δύναμιν, ενθυμούμενοι τον δεσποτικόν λόγον· «Εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν;» (Ματθ. ζ:2). Ούτω λοιπόν ποιήσας ο αγιώτατος Πατριάρχης έτυχεν ημέραν τινά, καθεζόμενος εις τον άνωθεν διατεταγμένον τόπον έως την τρίτην ώραν της ημέρας, δεν είδε να έλθη κανείς να αναφέρη κατά τινος εγκαλέσιμον· όθεν ηγέρθη του θρόνου περίλυπος. Κληρικός δε τις ενάρετος, Σωφρόνιος το όνομα, ηρώτησε την αιτίαν της σκυθρωπότητος. Ο δε απεκρίνατο· «Διότι σήμερον δεν εκοπίασα, ούτε τινά μισθόν απέκτησα, επειδή δεν ήλθε τις να ζητήση δικαιοσύνην· δια τούτο είμαι περίλυπος, διότι δεν έκαμα ευεργεσίαν τινά εις τους αδελφούς μου». Ο δε ιερός Σωφρόνιος, πεφωτισμένος υπό Θεού, απεκρίνατο· «Μάλιστα πρέπει να χαρής, Δέσποτα Άγιε, βλέπων ότι ειρήνευσες την ποίμνην σου, και δεν ευρίσκεται μάχη ουδόλως εις το μέσον των, αλλά έκαμες τους επιγείους ανθρώπους να διάγουν πολιτείαν ισάγγελον». Ταύτα ακούων ο Άγιος παρηγορήθη και ατενίσας προς τον ουρανόν είπεν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι έκαμες εμέ τον ανάξιον Αρχιερέα του λαού σου και έδωκές μου Χάριν να κυβερνώ εν ειρήνη την Εκκλησίαν σου». Ταύτην δε την ενάρετον συνήθειαν εκράτησεν ο Κωνσταντίνος, ο υιός του Ηρακλείου, όστις ήτο κατά πνεύμα υιός του Αγίου, τον οποίον εμιμείτο και αυτός και έκρινε τα δίκαια των πτωχών με τον άνωθεν τρόπον, καθ’ όλον τον καιρόν της βασιλείας του. Έμπορός τις εκινδύνευσεν εις την θάλασσαν και απώλεσεν όλον το πράγμα του. Μόνον το πλοίον του έμεινε κενόν, όστις ακούων τας ελεημοσύνας, τας οποίας έδιδεν ο μακάριος Ιωάννης, επήγεν εις αυτόν, μετά δακρύων δεόμενος να τον βοηθήση. Ο δε Άγιος του έδωκε πέντε λίτρας χρυσίου, με το οποίον ηγόρασε πραγματείαν και απήλθεν εις το ταξίδιον. Αλλά πάλιν έχασεν ό,τι και αν είχε και μετά βίας έσωσε το πλοίον του. Έχων δε θέρρος εις την ευσπλαγχνίαν του Πατριάρχου, έδραμεν εις εκείνον και του λέγει τα συμβάντα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Πίστευσόν μοι, τα χρήματα άτινα ήνωσες με τα ιδικά μου ήσαν αδίκως κερδημένα· όθεν με δικαίαν κρίσιν του Θεού έχασες με εκείνα και αυτά τα οποία σου εχάρισα». Ούτως είπε και του έδωσεν άλλας δέκα λίτρας χρυσίου, λέγων να μη τα ενώση με άλλα χρήματα, αλλά μόνα αυτά να ενδύση εις πραγματείαν. Ο δε ούτως έκαμεν· αλλά πάλιν, ενώ ο δυστυχής αυτός εταξίδευεν, έπνευσεν εναντίος άνεμος τόσον χαλεπός, ώστε συνετρίβη το πλοίον εις τινα βράχον και έχασεν όλον το φορτίον και το πλοίον, μόνον οι άνθρωποι εσώθησαν· ο δε πραγματευτής ησθάνθη τόσην λύπην, ώστε εκινδύνευσεν εις θάνατον, ούτε ετόλμησε πλέον να υπάγη εις τον Πατριάρχην. Ο Θεός όμως, όστις οικονομεί τα πάντα προς το συμφέρον του ανθρώπου, απεκάλυψεν εις τον Άγιον την υπόθεσιν. Όθεν έστειλε και τον έφεραν, και δια να τον παρηγορήση λέγει προς αυτόν· «Μη λυπείσαι, τέκνον μου, και ελπίζω ότι από την σήμερον θα σε ελεήση ο Θεός και δεν θα ζημιωθής πλέον εις το πέλαγος, διότι ήτο από αδικίας καμωμένον το πλοίον και το έχασες». Ταύτα ειπών, έδωσεν εις αυτόν εν πλοίον της Εκκλησίας φορτωμένον πλήρες με δύο μυριάδας κιλά σίτου, και του λέγει· «Ύπαγε εις το ταξίδιον και πολύ κέρδος θέλεις κάμει με του Θεού την βοήθειαν». Εξερχόμενος λοιπόν ο πραγματευτής από τον λιμένα, εταξίδευεν είκοσιν ημερονύκτια χωρίς να ίδουν γην ούτε ήξευραν καθόλου που επήγαιναν, ουδέ τι άνεμος τους έπνεε, μόνον ο πλοίαρχος έβλεπε τον Πατριάρχην καθήμενον εις το τιμόνι και του έλεγε να μη φοβήται, ότι καλά εταξίδευον. Μετά ημέρας είκοσιν έφθασαν εις τας νήσους της Βρεταννίας, εις τας οποίας ήτο μεγάλη πείνα, μαθών δε ο άρχων, ότι ήσαν φορτωμένοι με σίτον, εδόξασε τον Θεόν και είπεν εις τον έμπορον, εάν ήθελε να του δώση ένα φλωρί εις το κιλόν ή να ζυγίσουν τον σίτον και να του δώσουν ίσον βάρος κασσιτέρου, ήτοι καλάϊ. Ο δε έμπορος επήρε το ήμισυ εις χρήμα και το έτερον ήμισυ εις κασσίτερον και ούτως ανεχώρησαν από την Βρεταννίαν και ταξιδεύοντες έφθασαν εις την Δεκάπολιν. Εκεί έγινεν ένα εξαίσιον θαύμα και εκπλήξεως άξιον και εις πολλούς ολιγοπίστους απίστευτον, ήτοι εξήλθεν ο πλοίαρχος εις την άνωθεν χώραν και επώλησεν ενός χρυσοχόου φίλου του πεντήκοντα λίτρας απ’ εκείνον τον κασσίτερον. Ο δε χρυσοχόος, θέλων να τον δοκιμάση εις την πυράν, είδεν ότι ήτο άργυρος άδολος· όθεν ενόμισεν ότι του το έδωκεν ο φίλος του δια να τον ίδη εάν ήτο πιστός και λαβών τον άργυρον επήγεν εις το πλοίον και του λέγει· «Πότε με ηύρες ψεύστην ή άδικον και ήλθες σήμερον να με δοκιμάσης, δίδων μου άργυρον αντί κασσιτέρου;» Ο δε θαυμάσας είπε προς αυτόν· «Πίστευσόν μοι, ότι δια κασσίτερον σου το έδωκα· αλλ’ εάν ο παντοδύναμος Θεός, ο ποιήσας το ύδωρ οίνον, έκαμε και αυτό το θαυμάσιον δια προσευχής του Πατριάρχου, του οποίου είναι όλον το φορτίον και το πλοίον, τι θαυμαστόν; Αλλά δια να πιστωθής την αλήθειαν, ας υπάγωμεν να σου δείξω και το υπόλοιπον». Απελθόντες λοιπόν, το εύρον αργύριον άδολον. Τούτο δεν είναι απίστευτον, επειδή εκείνος ο Θεός, όστις έκαμε πρότερον άλλα θαυμασιώτερα, ο αυτός ηδυνήθη εν ευκολία να κάμη και τούτο, δια να πλουτίση τον δούλον Του Ιωάννην και να κυβερνήση τον πτωχόν εκείνον πραγματευτήν, όστις εζημιώθη. Άλλην φοράν πάλιν επήγεν εις άνθρωπος εις τον Άγιον, δεόμενος αυτού να τον ελεήση, τον οποίον ελυπήθη πολύ διότι ήτο άρχων πρότερον και επτώχευσεν· όθεν είπεν εις τον διανομέα να του δώση δέκα πέντε λίτρας χρυσίου. Εκείνος δε πηγαίνων να φέρη τα χρήματα, συνεβουλεύθη με τον οικονόμον και άλλους και δεν έδωσαν ειμή πέντε λίτρας, διότι τους εφάνη πολύ να δώσωσι δέκα πέντε. Ήτο δε τότε ο Άγιος εις την Εκκλησίαν, διότι ήτο ημέρα Κυριακή πρωϊ και ενώ εξήλθε, τον υπήντησε χήρα τις γυνή πλουσιωτάτη και του δίδει ένα γράμμα εις το οποίον έγραφεν, ότι του εχάριζε πεντακοσίας λίτρας χρυσίου δια την ψυχήν της. Τούτο βλέπων ο Άγιος εγνώρισε με την Χάριν του προορατικού, την οποίαν είχε, την αιτίαν του πράγματος και λέγει εις τους υπηρέτας· «Πόσον χρυσίον εδώσατε εις τον πτωχόν εκείνον, όπου σας είπα;» Οι δε απεκρίθησαν· «Όσον επρόσταξες». Ο δε Άγιος εφώνησε τον πτωχόν και τον ηρώτησεν έμπροσθεν αυτών πόσον έλαβεν. Ο δε ωμολόγησε την αλήθειαν. Τότε δεικνύει ο Άγιος εις αυτούς το γράμμα της γυναικός και τους λέγει με αυστηρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση δια τας χιλίας λίτρας χρυσίου, τας οποίας ένεκα ημών έχασα σήμερον, διότι, εάν εδίδετε όσα σας είπα εκείνου του πτωχού, μου έδιδεν η γυνή εκείνη άλλας χιλίας λίτρας χρυσίου και δια να βεβαιωθήτε την αλήθειαν ειπέτε της γυναικός να έλθη εδώ». Η δε ήλθεν ευθύς βαστάζουσα το χρυσίον. Λέγει προς αυτήν ο Άγιος· «Παρακαλώ σε, ειπέ μου την αλήθειαν, είχες γνώμην να μου δώσης περισσότερα χρήματα;» Η δε μετά φόβου πολλού απεκρίνατο· «Επ’ αληθείας, Δέσποτα Άγιε, χιλίας πεντακοσίας λίτρας έγραψα με το χέρι μου εις τον χάρτην, τον οποίον σου έδωσα· έπειτα τον ανέγνωσα, εάν έχη σφάλμα τι, και βλέπω μόνον πεντακοσίας γεγραμμένας· το πως έγινε τούτο δεν γνωρίζω, ότι τον χάρτην δεν έδωσα εις χείρας άλλου· όθεν θαυμάζουσα περί τούτου, ενόμισα ότι ο Θεός δεν ήθελε να δώσω περισσότερα». Ταύτα ακούσαντες οι διανομείς του Αγίου έπεσαν εις τους πόδας αυτού ζητούντες συγχώρησιν, εκείνος δε τους προσέταξε να μη κάμουν πλέον παρακοήν, αλλά να ποιώσι το προστασσόμενον. Βλέπων ο ηγεμών της Αλεξανδρείας, ονόματι Νικήτας Πατρίκιος, την άμετρον ελεημοσύνην και την μεγαλόδωρον προαίρεσιν του Αγίου και φθονήσας, διότι εσκόρπιζεν εις τους πτωχούς τον θησαυρόν της Εκκλησίας αφθονοπάροχα, παρακινηθείς δε και από τινας κακούς ανθρώπους, απήλθεν εις το Πατριαρχείον και λέγει προς τον Άγιον· «Το βασίλειον έχει μεγάλην ανάγκην από χρυσίον, επειδή δε εξοδεύεις τοσούτον ασκόπως τον θησαυρόν της Εκκλησίας, καλύτερον είναι να τον δλωσης εις ωφέλειαν του κοινού παρά να τον διασκορπάς ματαίως». Ο δε Άγιος δεν εσκανδαλίσθη ουδόλως εις τούτο, αλλ’ απεκρίθη με πραότητα· «Δεν μου φαίνεται δίκαιον όσα είναι αφιερωμένα εις τον επουράνιον Βασιλέα να δοθώσιν εις τον επίγειον, διότι λογίζεται ιεροσυλία· αλλ’ αν σου αρέση να το κάμης δυναστικώς, εγώ δεν εναντιούμαι, ούτε με το θέλημά μου σου δίδω τι και κάμε ως βούλεσαι». Τότε ο άρχων προσέταξε τους ανθρώπους του και επήραν τα χρήματα, αφήκαν δε μόνον εκατόν λίτρας χρυσίου δια τα απαραίτητα έξοδα. Κατερχόμενοι από το Πατριαρχείον συνηντήθησαν καθ’ οδόν μετά τινων ανθρώπων, οίτινες εβάσταζον κεράμια γεμάτα μέλι, τα οποία έστελλον από την Αφρικήν εις τον Άγιον, εγράφετο δε επί του σκεπάσματος εκείνων των δοχείων: «Μέλι εξαίρετον», εις άλλα δε πάλιν εγράφετο: «Μέλι άκαπνον». Ταύτα ιδών ο Πατρίκιος και γνωρίζων ότι ο Ιωάννης δεν είχε μνησικακίαν τινά, εζήτησεν από τον Άγιον να του στείλη ολίγον μέλι, το οποίον του εχρειάζετο. Φθάσαντες εις τον Άγιον οι απεσταλμένοι, παρέδωσαν τα κεράμια, τα οποία ανοίξαντες εύρον όλα, ω του θαύματος! γεμάτα χρυσίον άδολον, ότι κατά την πλουσίαν αυτού προαίρεσιν του έδιδε και τας αντιδόσεις ο πλουσιόδωρος Κύριος, καθώς γράφεται εις την ζ΄ Ωδήν του Κανόνος αυτού: «Μέλιτος γεύσις ηδυτάτη, μετενήνεκται εις δόκιμον χρυσόν σοι· τη πλουσία σου γαρ προσέχων προαιρέσει, ο ποιητής πλουσίας σοι χορηγεί τας αντιδόσεις». Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο Άγιος μεγάλως ηυχαρίστησε τω Κυρίω και έστειλεν εις τον Πατρίκιον εν κεράμιον με επιστολήν, ήτις έγραφε ταύτα· «Ο Θεός, όστις λέγει εις την Γραφήν προς τον δούλον αυτού· εγώ δεν θέλω σε εγκαταλείψει (Δευτ. λα:6), επειδή αψευδής είναι, μου ανταπέδωκε τάχιον άλλα χρήματα, αντί εκείνων άπερ μου επήρεν η ενδοξότης σου, και από τούτο το κεράμιον να βεβαιωθής την αλήθειαν. Γίνωσκε λοιπόν ακριβώς ότι φθαρτός άνθρωπος δεν θέλει δυνηθή ποτ΄ποσώς να πτωχύνη τον Θεόν των απάντων, όστις δίδει πνοήν και τροφήν των λογικών και αλόγων ζώων». Απελθόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι εύρον τον άρχοντα εις την τράπεζαν, όστις βλέπων ότι εβαστούσαν εν κεράμιον, είπε προς αυτούς· «Εσκανδαλίσθη ο Δεσπότης, δια τούτο μου έστειλε τοσούτον ολίγον δώρημα». Αλλά ύστερα, αφού εξεσκέπασε το αγγείον και ανέγνωσε την επιστολήν, κατενύχθη τη καρδία και λέγει ταύτα μετά δακρύων· «Ζη Κύριος ο Θεός, ουδέ ο ταπεινός Νικήτας, ως αμαρτωλός και φθαρτός άνθρωπος, δεν θέλει πειράσει τον Θεόν πώποτε». Αφήνει όθεν ευθύς το γεύμα και με ζέσιν πίστεως, λαμβάνων όλα τα χρήματα, τα οποία επήρε της Εκκλησίας και το κεράμιον πλήρες, ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και από ιδικά του τριακοσίας λίτρας χρυσίου, επήγε μόνος του και πεσών εις τους πόδας του Πατριάρχου με πολλήν ταπεινότητα εδέετο να τον συγχωρήση και να τον κανονίση ως βούλεται. Ο δε Άγιος εθαύμασε πολύ εις την ταχείαν αλλοίωσιν και μετάνοιαν ταύτην του ηγεμόνος και υποδεχόμενος αυτόν ιλαρώς τον συνεχώρησε, και απ’ εκείνης της ώρας έγιναν μεγάλοι φίλοι. Αλλ’ ο Θεός, όστις επείραξε πάλαι τον Αβραάμ, δια να φανερωθή εις τον κόσμον όλον η πίστις του, ηθέλησε να πειράξη και τον δούλον αυτού Ιωάννην, δια να γνωρίσουν όλοι την αρετήν του και να τον θαυμάσουν ως νέον Ιώβ. Λοιπόν είχεν ο Άγιος πλοία δεκατρία μεγάλα, ων έκαστον εχώρει δέκα χιλιάδες μόδια, φορτωμένα δε όλα με ακριβήν πραγματείαν. Όταν λοιπόν ήσαν εις το πέλαγος του Αδρίου εσηκώθη τόσον μεγάλη τρικυμία και ταραχή ανέμων, ώστε δια να σωθούν οι άνθρωποι έρριψαν όλον το φορτίον εις το πέλαγος, το οποίον ήξιζε τρεις χιλιάδας τριακοσίας λίτρας χρυσίου. Οι υπεύθυνοι των πλοίων ωδήγησαν αυτά κενά εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας, οι δε ίδιοι κατέφυγαν εις τον Ναό του Κυρίου φοβούμενοι να μη τους βάλη ο Πατριάρχης εις φυλακήν, δια να του πληρώσουν τα χρήματα, τούτο δε έκαμαν, διότι κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου δεν συνελαμβάνοντο οι χρεοφειλέται, οίτινες κατέφευγον εις την Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος τους έστειλεν επιστολήν, γράφων ταύτα: «Αδελφοί μου αγαπητοί, εις τον Ιώβ γέγραπται ότι «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, και ούτω εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α:21). Έλθετε έξω, τέκνα μου, και μη λυπείσθε, μόνον ελπίσατε εις τον πανάγαθον Κύριον και η Χάρις του θέλει μας κυβερνήσει». Ήλθον δε και τινες φίλοι του ηγαπημένοι να τον παρηγορήσουν δια την μεγάλην ζημίαν ταύτην· αλλ’ ο Άγιος προελάμβανε τον λόγον, ώσπερ να μη ήτο ιδική του η ζημία και έλεγε· «Μη σκανδαλίζεσθε, τέκνα μου, μηδέ λυπείσθε δι’ αυτό, το οποίον μου συνέβη, ότι ιδικόν μου είναι το πταίσιμον, επειδή υπερηφανευόμην εις τα αγαθά, τα οποία ο Κύριος μου εδάνεισεν· όθεν πιστεύω, ότι θέλουσα η Χάρις του να με κάμη να μη κενοδοξώ ότι δίδω ελεημοσύνην, επαραχώρησε να μου έλθη η συμφορά αύτη, δια να ταπεινωθώ. Εγώ λοιπόν είμαι αίτιος δύο κακών, ενός μεν, διότι εστερήθην του μισθού της ελεημοσύνης δια την υπερηφάνειαν μου· άλλου δε, ότι δι’ αυτήν πάλιν έγινα πρόξενος απωλείας τοσούτων χρημάτων και τώρα είναι επάνω μου το κρίμα όλων εκείνων των πτωχών, οίτινες ήθελον κυβερνηθή με αυτά· πλην ελπίζω εις τον πανάγαθον Κύριον, ότι δια την ανάγκην των πτωχών αδελφών μου δεν θέλει μας εγκαταλείψει, ότι αυτός ο Θεός, όστις ήτο τον καιρόν του Ιώβ, και του επολλαπλασίασε τα αγαθά, εκείνος είναι και τώρα και ούτως ελπίζω να κάμη και εις ημάς». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγε προς εκείνους, οίτινες ήρχοντο χάριν παρακλήσεως, και όλοι ανεχώρουν με πολλήν ωφέλειαν ψυχικήν, δια την υπομονήν αυτού και άκραν ταπείνωσιν. Και όντως εις ολίγον καιρόν ανταπέδωκεν ο πλουσιόδωρος ευεργέτης τούτου του νέου Ιώβ δύο φοράς τόσα, όσα του επήρε, καθώς αυτός επροφήτευσεν.. όθεν ευχαριστήσας τον Κύριον έγινε προς τους ενδεείς ευσπλαγχνικώτερος, και μαθών ότι άνθρωπος τις ευρίσκετο εις πτωχείαν πολλήν και εντρέπετο να ζητήση παρρησία εις τους ανθρώπους, επήγε κρυφίως μόνος του ο Άγιος και του δίδει δύο λίτρας χρυσίου, δια το οποίον ευχαρίστησε πολλά ο πτωχός και του λέγει, ότι θα είναι χρεοφειλέτης του πάντοτε εις τοσαύτην ευεργεσίαν, επειδή κατεδέχθη να υπάγη μόνος εις την οικίαν του και ότι θα εντρέπεται πάντοτε να τον ίδη εις το πρόσωπον. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Σιώπα, μη λέγης τοιαύτα, ότι ακόμη δεν έχυσα το αίμα μου δια σε, καθώς ο Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς». Έφευγον δε τότε από την Περσίαν πλήθος πολύ δια τον διωγμόν, ως άνωθεν εόπομεν, και ήρχοντο εις την Αλεξάνδρειαν, όπου τους υπεδέχετο ο Πατριάρχης με ευσπλαγχνίαν μεγάλην. Δια τούτο εδυστύχησεν ο κόσμος ολίγον καιρόν και έγινε μεγάλη ακρίβεια, διότι ο Νείλος δεν εξεχείλισε τον χρόνον εκείνον να ποτίση την γην και έμειναν άνυδρα τα χωράφια. Αφού λοιπόν εδαπάνησεν όλον τον θησαυρόν της Εκκλησίιας ο Πατριάρχης και χιλίας λίτρας χρυσίου, το οποίον εδανείσθη και το διεμοίρασεν όλον εις τους πτωχούς, επλήθυνεν η πείνα περισσότερον και δεν εύρισκε πλέον να δανεισθή, διότι έκαστος εφρόντιζε δι’ εαυτόν. Ήτο δε τότε εκεί εις την Αλεξάνδρειαν κληρικός τις πλουσιώτατος δίγαμος, όστις είχε πόθον να γίνη Ιεροδιάκονος, αλλ’ επειδή ο νόμος δεν τον συνεχώρει να ιερωθή δια τον δεύτερον στέφανον, ενόμισεν ότι θα καταπείση τον Άγιον με αργύρια, δια την πολλήν του ανάγκην, να του δώση την ποθουμένην αξίαν. Λοιπόν έστειλεν εις αυτόν γράμμα με τον υιόν του και έλεγε ταύτα· «Δέσποτά μου παναγιώτατε, ήκουσα ότι δια την παίναν, ήτις ήλθε δια τας αμαρτίας μας, δεν έχεις να βοηθής τους πτωχούς κατά την συνήθειαν και δεν μου φαίνεται πρέπον να έχω απόλαυσιν και αφθονίαν εγώ ο ανάξιος δούλος σου, και συ ο Δεσπότης μου να ευρίσκεσαι εις απορίαν. Λοιπόν έχω σίτον πολλάς χιλιάδας μόδια, και εκατόν πενήντα λίτρας χρυσίου, τα οποία όλα σου χαρίζω, να με χειροτονήσης Διάκονον και γνωρίζεις ότι συγχωρεί ο Απόστολος να γίνη εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις». Λαβών την επιστολήν ταύτην ο Άγιος εκάλεσε τον δίγαμον και ήλεγξεν αυτόν μυστικά δια να μη τον καταισχύνη έμπροσθεν των ανθρώπων και του λέγει· «Ο πανάγαθος Θεός θέλει κυβερνήσει τους πτωχούς, καθώς τους έτρεφε πριν γεννηθώμεν εγώ και συ· μόνον ας φυλάττωμεν τας εντολάς του, και αυτός όστις ηυλόγησε τους πέντε άρτους και τους επλήθυνεν εις την έρημον, δύναται να ευλογήση και σήμερον δέκα μόδια σίτου, τον οποίον έχω ακόμη εις την σιταποθήκην μου να αρκέση εις όλον το πλήθος του λαού. Εις σε δε, τέκνον, αρμόζει ο λόγος τον οποίον είπεν ο Πέτρος προς Σίμωνα ότι· «Ουκ έστι σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω» (Πράξ. η:21). Ταύτα ειπών ο Άγιος απέπεμψεν αυτόν άπρακτον, και ευθύς έφθασαν εις τον λιμένα δύο πλοία μεγάλα της Εκκλησίας πλήρη σίτου, τα οποία είχε στείλει εις την Σικελίαν και είχον χιλιάδας πολλάς. Τότε ο Άγιος έπεσε κατά γης μετά δακρύων και αγαλλιάσεως λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι δεν αφήκες τον δούλον σου να πωλήση την χάριν της Ιεροδιακονίας. Ευλογητός ει, Κύριε, ότι οι εκζητούντές σε και τας εντολάς σου φυλάττοντες «ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (Ψαλμ. λγ:11). Τον καιρόν εκείνον της σιτοδείας εχρεώστει ικανά αργύρια ένας πτωχός και τον έπνιγαν οι δανεισταί να τα δώση· όθεν επήγεν εις πλούσιόν τινα, και τον παρεκάλεσε να του δανείση πεντήκοντα λίτρας χρυσίου με τόκον. Ο δε άρχων υπεσχέθη μεν να του δώση, αλλά μόνον με λόγον το είπεν· έπειτα παρήρχοντο αι ημέραι και οι δανεισταί δεν του έδιδαν διορίαν· όθεν απήλθεν εις τον Πατριάρχην, και είπεν εις αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος δεν τον αφήκε να τελειώση τον λόγον και του λέγει· «Εγώ, τέκνον μου, να σου δανείσω όσα χρειάζεσαι» και ευθύς του έδωσε τα αργύρια. Τοσούτον ευσπλαγχνικός ήτο, ώστε δεν ηδύνατο να ίδη τινά τεθλιμμένον κλαίοντα και να μη συγκλαύση μετ’ αυτού. Ο δε Θεός έδειξεν οπτασίαν εις τον ρηθέντα πλούσιον, δια να του φανερώση πόσον μέγαν μισθόν εζημιώθη, διότι δεν εδάνεισε του πτωχού το χρυσίον, καθώς το έταξεν. Είδε λοιπόν καθ’ ύπνον ο πλούσιος αυτός Ιερέα ιστάμενον εις το Ιερόν, εις τον οποίον έφερον πολλάς προσφοράς, δι’ εκάστην δε προσφοράν που του έδιδεν έκαστος ελάμβανεν εκατόν. Ο δε Πατριάρχης ίστατο όπισθεν του Ιερέως. Τότε του εφάνη ότι ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Λάβε τας προσφοράς εκείνας και δος αυτάς του Ιερέως, δια να λάβης και συ εκατόν εις την μίαν». Ο δε άρχων ημέλησε να υπάγη· όθεν ο Πατριάρχης έδραμε και λαβών τας προσφοράς έδωσεν αυτάς του Ιερέως, όστις του ανταπέδιδε δι’ εκάστην προσφοράν εκατόν τοιαύτας. Εξυπνήσας ο άρχων δεν ηδύνατο να εννοήση της οπτασίας την δήλωσιν, πλην ενεθυμήθη τον πτωχόν εκείνον, όστις εζήτει το δάνειον και καλεί αυτόν να έλθη εκεί. Ο δε απελθών είπεν εις αυτόν, ότι ο Πατριάρχης του επήρε τον κόπον και τον μισθόν, διότι δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη, επειδή οι δανεισταί τον εβίαζον. Ο δε απεκρίνατο· «Την αλήθειαν είπες, ότι μου επήρε τον μισθόν ο Πατριάρχης και το είδον εις οπτασίαν». Ουαί λοιπόν εις εκείνους, οίτινες δύνανται να κάμουν καλόν και αμελούσιν οι άφρονες! Ακούσατε δε και δια την ανεξικακίαν αυτού και πόσην σπουδήν είχε δια να μη είναι τις σκανδαλισμένος μαζί του και πόσον εταπεινώνετο, δια να φέρη τον αμαρτωλόν εις μετάνοιαν. Δύο από τους κληρικούς του εσκανδαλίσθησαν και εδάρησαν, τους οποίους δικαίως αφώρισε· και ο μεν εις εδέχθη κατά το πρέπον το επιτίμιον, ως ευλαβής όπου ήτο, και διορθωθείς έλαβε παρ’ αυτού την συγχώρησιν. Ο δε έτερος δεν έλαβεν υπ’ όψιν τον αφορισμόν, αλλά διήγεν αμελώς, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και ως υπερήφανος ηπείλει να ζημιώση τον Άγιον. Ούτος δε ήτο εις από εκείνους, οίτινες συνεβούλευαν τον Πατρίκιον να λάβη τα χρήματα της Εκκλησίας. Βλέπων λοιπόν ο ανεξίκακος Ιωάννης την ασέβειαν του κληρικού, ότι έμενεν εις τον αφορισμόν εκουσίως, μηδόλως δια την ψυχήν του φροντίζων, επικραίνετο πολύ, διότι ο καταχθόνιος λύκος έμελλε να φάγη το πρόβατόν του και εμελέτα να τον νικήση με την ταπείνωσιν. Κυριακήν δε τινα κατά την οποίαν ελειτούργει ο Άγιος, όταν έφθασεν εις το μέσον της ιερουργίας, ενεθυμήθη τον αφωρισμένον κληρικόν και της δεσποτικής εντολής, ήτις κελεύει να αφήσωμεν το δώρον εις το θυσιαστήριον, όταν ενθυμηθώμεν ότι έχομεν μετά τινος σκάνδαλον και να υπάγωμεν πρώτον να τον ειρηνεύσωμεν και έπειτα να προσφέρωμεν την θυσίαν. Όθεν έστειλεν ανθρώπους να εύρωσι τον κληρικόν εκείνον ταχέως, να τον φέρουν , δια να τον απαλλάξη από τας χείρας του δαίμονος. Αφού λοιπόν ήλθεν ο ζητούμενος, εξήλθεν από το Άγιον Βήμα ο Πατριάρχης ενδεδυμένος την αρχιερατικήν στολήν και πίπτει εις τους πόδας του λέγων· «Αδελφέ, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον». Ο πρώην δε ασύνετος ούτος και άνους, βλέπων την ιεράν κεφαλήν εκείνην κειμένην εις τους πόδας του, ετρομοκρατήθη φοβηθείς μήπως έλθη πυρ εκ των ουρανών και τον κατακαύση· όθεν έπεσε και αυτός μετά δακρύων επί της γης και εξομολογούμενος εζήτει την των αγνοημάτων συγχώρησιν. Ο δε Πατριάρχης είπεν· «Ο Θεός να μας συγχωρήση και τους δύο, ω τέκνον μου». Έπειτα τον επήρεν αγαλλιώμενος και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα μετά καθαράς συνειδήσεως, και τότε είπε με παρρησίαν προς τον Κύριον· «Άφες ημίν, Δέσποτα, τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. στ:12). Ο δε κληρικός μετετράπη από τούτο το παράδειγμα εις χρηστότητα, και έγινε μέτριος τόσον, ώστε εις ολίγον καιρόν ηξιώθη και της Ιερωσύνης. Αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον. Ειπέ τις των Πατέρων, ότι της φύσεως των Αγγέλων είναι ίδιον το να μη έχουν μάχην ποτέ ουδέ σκάνδαλον μεταξύ των, των δε ανθρώπων είναι ίδιον το να οργίζωνται, να σκανδαλίζωνται και ταχέως να κάμουν διαλλαγήν, των δαιμόνων δε να είναι μαχόμενοι και αγαπην ποτέ να μη έχωσι. Τούτο δε είπον, δια να δείξω την τελειότητα του Αγίου εις ολίγον σκάνδαλον, το οποίον του συνέβη με τον Πατρίκιον, όστις ήθελε να πληρώνη ο λαός όλος ωρισμένα χρήματα της βασιλείας· αλλ’ ο Άγιος δεν τον άφηνεν, έχων ζήλον δια τους πτωχούς, εις τους οποίους ερρίπτετο το βάρος του άνωθεν φόρου. Δια τούτο εφιλονίκησε και ηναντιώθη με τον φίλον του μη θέλων να τον αφήση να αδικήση τους πένητας. Ο δε άρχων ανεχώρησεν απ’ αυτού οργιζόμενος, ήτο δε ώρα Τρίτη της ημέρας, και του μεν Ιωάννου το σκάνδαλον ήτο εύλογον λίαν και δικαιότατον ως από θείον ζήλον κινουμένου. Ο δε Πατρίκιος είχεν άδικον, ως από φιλαργυρίαν νικώμενος. Όμως ο Άγιος, συλλογιζόμενος, ότι ο ενάρετος άνθρωπος ή δίκαιον έχει ή άδικον, πρέπει να μη σκανδαλίζεται, βλέπων μάλιστα ότι επλησίαζεν η ώρα του Εσπερινού, έστειλε τον πρώτον των πρεσβυτέρων να είπη του Πατρικίου, ότι ο ήλιος εβασίλευε, θέλων να του δώση είδησιν με τούτον τον λόγον, ότι δεν ήτο συγχωρημένον, κατά την εντολήν του Δεσπότου, να κρατή ο θυμός του έως την δύσιν του ηλίου. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθαύμασε την χρηστότητα του ανδρός, και ήλθεν εις τόσην κατάνυξιν ψυχής και θερμότητα, ώστε απήλθεν εις τον Άγιον, όστις τον υπεδέχθη χαροποιός, λέγων· «Καλώς ήλθες, τέκνον υπακοής, εις το της Εκκλησίας πρόσταγμα· πίστευσόν μοι, ότι εάν εγνώριζα πως δεν ήσουν τόσον σκανδαλισμένος, θα ηρχόμην να σε εύρω και δεν εντρεπόμην, ότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός επήγαινεν εις τας χώρας και πόλεις δια να επιστρέψη αμαρτωλούς προς μετάνοιαν». Ο δε Πατρίκιος είπε προς αυτόν· «Δέσποτά μου, με την ευχήν σου από την σήμερον δεν θέλω πιστεύσει πλέον εις τους λόγους εκείνων των κακών ανθρώπων, οίτινες σε διέβαλαν και με τας πανουργίας των έσπειραν ανάμεσόν μας ζιζάνια». Ο δε είπε προς αυτόν· «Εάν πιστεύωμεν, τέκνον μου, τας διαβολάς των ανθρώπων, πίπτομεν σε πολλούς κινδύνους και μάλιστα τώρα, όπου είναι ολίγοι οι πιστοί, και οι περισσότεροι δεν έχουν αγάπην ούτε δικαιοσύνην ποσώς, αλλά μόνον έχθραν πάσχουν να βάλουν ως πονηρότατοι. Τούτο πολλάς φοράς δοκιμάζων απεφάσισα να μη πιστεύω πλέον εις άνθρωπόν τινα, ούτε να κάμω απόφασιν, χωρίς να εξετάσω τα δύο μέρη επιμελέστατα, και έδωκα νόμον, ότι όποιος εγκαλέση τινά δια κανέν έγκλημα, εάν δεν το αποδείξη με μαρτυρίας και ευρεθή ψεύστης, να λαμβάνη την τιμωρίαν εκείνην, την οποίαν είχε να πάθη ο πταίστης· όθεν από τότε δεν ετόλμησέ τις να μου αναφέρη ψεύματα, την οποίαν τάξιν σε παρακαλώ να φυλάξης και συ, ειδεμή πίπτεις εις πολλάς αδικίας». Υποσχεθείς δε ο Πατρίκιος, ότι θα εκτελέση την παραγγελίαν ταύτην του Αγίου, ανεχώρησεν. Είχε δε ο μακάριος Ιωάννης ανεψιόν τινα ονόματι Γεώργιον, όστις ήλθεν εις διαφοράν μετά τινος καπήλου, όστις είχεν ενοικιάσει από τον Άγιον εργαστήριά τινα, δια τα οποία επλήρωνεν ενοίκιον. Ούτος λοιπόν ο ασυνείδητος ύβρισε τον νέον και πολλά τον κατεφρόνησεν· όθεν εντραπείς αυτός, έδραμεν εις τον Πατριάρχην κλαίων, όστις ηρώτησεν αυτόν την αιτίαν της θλίψεως. Ο δε νέος, αρχίζων να λέγη την υπόθεσιν διέκοπτε πολλάκις τον λόγον από τα δάκρυα. Τότε τινές από εκείνους οι οποίοι έτυχον παρόντες και ήκουσαν την ύβριν, την οποίαν εξεστόμισεν ο κάπηλος, είπον την υπόθεσιν, εις δε το τέλος είπον και ταύτα, δια να τον παρακινήσουν εις εκδίκησιν: «Δέσποτα Άγιε, μεγάλην αισχύνην έκαμε της Αρχιερωσύνης σου, υβρίσας τον ανεψιόν σου τοσούτον αναίσχυντα ένας αναξιώτατος άνθρωπος». Ο δε Άγιος, ως ιατρός έμπειρος, θέλων να θεραπεύση την πληγήν και τον θυμόν της καρδίας του νέου με γλυκύ φάρμακον, απεκρίνατο· «Λοιπόν ετόλμησε τις να σε υβρίση; Ευλογητός Κύριος ο Θεός, ότι έχω να κάμω τοιαύτην εκδίκησιν, ώστε να θαυμάση και να το διηγήται όλη η Αλεξάνδρεια». Ούτως είπε και εις ολίγην ώραν, αφού είδε τον νέον ότι ήτο παρηγορημένος δια τον λόγον της εκδικήσεως, τον εκάλεσε κατά μόνας και του λέγει· «Τέκνον μου ποθεινότατον, εάν θέλης να είσαι ανεψιός μου κατά αλήθειαν, ετοίμασον τον εαυτόν σου να υπομένης όχι μόνον ύβρεις, αλλά και μάστιγας, καθώς είμαι και εγώ έτοιμος και τότε να σε έχω δια συγγενή και τέκνον μου, ότι η αληθής συγγένεια δεν είναι από αίμα και σάρκα, αλλά από την της ψυχής αρετήν και ευγένειαν». Ταύτα ειπών, εκάλεσε τον έξαρχον των καπήλων και του λέγει· «Μη τολμήσης ποτέ να λάβης από τον κάπηλον, όστις ύβρισε τον ανεψιόν μου, κανέν ενοίκιον, εξ εκείνων τα οποία πληρώνει της Εκκλησίας, αλλά χάριζέ του τα πάντοτε». Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες εθαύμασαν την ανεξικακίαν και χρηστότητα αυτού και εγνώρισαν, ότι αυτή ήτο η εκδίκησις, την οποίαν είπεν ότι θα κάμη και θα την διηγήται όλη η Αλεξάνδρεια. Και όχι μόνον αυτός ήτο αμνησίκακος, αλλά και τους άλλους παρεκίνει σπουδαίως προς διαλλαγήν. Και ακούσατε. Διάκονος τις, Δαμιανός ονόματι, είχεν έχθραν με άλλον Κληρικόν και δεν ήθελε να κάμη αγάπην. Τούτο μαθών ο Άγιος παρήγγειλε του Αρχιδιακόνου να του δείξη τον ρηθέντα Δαμιανόν την Κυριακήν, όταν θα ελειτούργει· ποιήσας δε εκείνος, καθώς προσετάχθη, έδειξεν αυτόν από το Άγιον Βήμα. Όταν δε έφθασαν εις το Κοινωνικόν, επήγαν να μεταλάβωσιν οι Διάκονοι κατά την συνήθειαν. Ο δε Άγιος τους μεν άλλους εκοινώνησε, τον δε Δαμιανόν ουδαμώς, αλλά είπεν εις αυτόν εις επήκοον πάντων· «Ύπαγε πρώτον, κάμε διαλλαγήν με τον αδελφόν σου, κατά την εντολήν του Δεσπότου, και τότε να λάβης χωρίς μνησικακίαν τα Μυστήρια του αμνησικάκου Χριστού». Ο δε Διάκονος, αισχυνθείς ενώπιον τοσούτου πλήθους λαού, υπεσχέθη να εκτελέση το προστασσόμενον. Από τότε λοιπόν επήραν φόβον πολύν όχι μόνον οι κληρικοί αλλά και πάντες οι λαϊκοί και έκαστος εφυλάττετο από την μνησικακίαν, δια να μη καταισχυνθή ως ο Διάκονος. Ούτος ο αγιώτατος Πατριάρχης είχε πολλάς αρετάς και χάριτας και μάλιστα την μελέτην των Θείων Γραφών και ανάγνωσιν και τον περισσότερον καιρόν της ημέρας εδαπανούσεν εις νουθεσίαν των αδελφών. Ποτέ δεν ωμίλει μάταια και άκαιρα λόγια, αλλά καλά και ψυχωφελή εναρέτων ανδρών διηγήματα, προβλήματα δογματικά και άλλα Γραφικά ζητήματα αναγκαία της Θείας Γραφής και αποδείξεις περί της Ορθοδόξου πίστεως, δια νουθέτησιν του λαού, διότι ήσαν τότε πολλοί αιρετικοί, εις καθαίρεσιν και ανατροπήν των οποίων εψήφισε δύο, τους πλέον πεπαιδευμένους κληρικούς, Ιωάννην και Σωφρόνιον, οι οποίοι να διαλέγωνται κατά το δυνατόν περί πίστεως, να φέρουν τους αιρετικούς προς ευσέβειαν. Ομού δε με τας άλλας αρεράς εμίσει πολύ την κατάκρισιν· και όταν ήκουέ τινα να καταλαλή ή να αργολογή, τον ημπόδιζε με εύσχημον τρόπον και έφερεν άλλην διήγησιν· και ει μεν διωρθώνετο, καλώς είχεν, ει δε και ήθελε παρακούσει, έλεγε του θυρωρού να μη του επιτρέψη πλέον την είσοδον· τούτο δε έκαμνε, δια να διορθώση τόσον τον παρεκτρεπόμενον, όσον και τους άλλους με το παράδειγμα εκείνου. Ακούσας δε ποτέ ο μακάριος να λέγουν, ότι εις χώραν τινά είχον συνήθειαν, οπόταν ήθελον ψηφίσει βασιλέα, να του φέρουν τέσσαρας λίθους διαφορετικούς εις το χρώμα, λέγοντες εις αυτόν να διαλέξη, από τι είδους πέτραν ήθελε να κτίσουν τον τάφον του, δια να του ενθυμίσουν με τούτον τον τρόπον, ότι ήτο φθαρτός άνθρωπος και έμελλε να αποθάνη, αύτη η συνήθεια ήρεσε πολύ του Πατριάρχου και προστάσσει να κτίσουν το μνήμα του και να μη το τελειώσουν έως τον θάνατόν του και να πηγαίνη εις άνθρωπος να του λέγη ανά πάσαν εορτήν, όταν ήτο εις δόξαν και τιμήν πολλήν με τον κλήρον όλον· «Δέσποτα, πρόσταξον να τελειώσουν τον τάφον σου, ότι δεν ηξεύρεις ποίαν ώραν ο θάνατος έρχεται». Τούτο έκαμνεν ο αείμνηστος δια να ενθυμήται τον θάνατον, να φοβήται την μέλλουσαν κρίσιν και να λαμβάνουν παράδειγμα οι επίλοιποι από αυτόν. Όταν ο Ρασμιόζης, ο αρχιστράτηγος των Περσών, ελεηλάτησε τους σεβασμίους τόπους των Ιεροσολύμων και συνέτριψε τα Άγια, έκλαυσεν ο Ιωάννης και εθρήνει ταύτα ως ο Προφήτης Ιερεμίας. Έπειτα στέλλει τους θεοφιλείς και εμπίστους ανθρώπους του, Κτήσιππον, Θεόδωρον τον Αμαθούντος Επίσκοπον, Αναστάσιον τον Καθηγούμενον του μεγάλου όρους και Γρηγόριον άλλον Επίσκοπον, δίδων εις αυτούς χρυσίον, τροφάς και ιμάτια, δια να λυτρώσουν τους αιχμαλώτους. Του δε Αγίου Μοδέστου, όστις ήτο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ευρίσκετο εις πτωχείαν πολλήν δια την ρηθείσαν αιτίαν, έστειλεν ιδιαιτέρως, δια να δαπανήση να ανακαινίση τας Εκκλησίας, χιλίους σάκκους σίτον, χίλια βυτία οίνου, όσπρια, οψάρια, σίδηρον, και ει τι άλλο έκαμνε χρεία και εξόχως χιλίους κτίστας από την Αίγυπτον και χρήματα πολλά, γράφων προς αυτόν και την επιστολήν ταύτην· «Συγχώρησόν νοι, καλέ εργάτα του Σωτήρος Χριστού, ότι δεν σε βοηθώ, καθώς πρέπει εις τους Επισκόπους και επ’ αληθείας· εάν ήτο εύκολον ήθελον έλθει μετά χαράς και σωματικώς να υπηρετήσω εις την ανακαίνισιν του Αγίου Τάφου· δέομαι δε της αρχιερωσύνης σου, να μη δώσης την δόξαν εις εμέ, δια ταύτα τα οποία σου στέλλω, αλλ’ εις τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον ικέτευε να γράψη μετά των εκλεκτών αυτού και εμού του αναξίου το όνομα». Ήτο δε ο Ιωάννης πολύ ταπεινός, ως ουδείς άλλος, όχι μόνον εις τα λόγια και τας πράξεις, καθώς ηκούσατε, αλλά και εις την διατροφήν και ενδυμασίαν πολύ ευτελής τρ και μέτριος και εξόχως εις την στρωμνήν αυτού, ήτις ήτο ταπεινή και ευκαταφρόνητος, την οποίαν βλέπων άρχων τις εκείνης της πόλεως, όστις έτυχε και εισήλθεν εις το πενιχρόν του κελλίον και ιδών ότι δεν ήτο επάνω εις το στρώμα του άλλο τι ειμή μόνον παλαιόν σκέπασμα κατεξεσχισμένον και άχρηστον, τον ελυπήθη και του έστειλε πολυτίμητον εφάπλωμα, όπερ το ηγόρασε τριάκοντα εξ νομίσματα, παρακαλών να το δεχθή, να σκεπάζεται με αυτό δι’ αγάπην του. Kαι απεδέχθη μεν αυτό ο Άγιος δια την του ανδρός ευλάβειαν, αλλά το εσπέρας, δεν εσκεπάσθη, μη δυνάμενος να κοιμηθή, εμέμφετο και κατεφρόνει εαυτόν, λέγων ταύτα, καθώς ο υπηρέτης του εμαρτύρησεν· «Οίμοι τω αθλίω! Πως έχω τοσούτον πολυτίμητον σκέπασμα εις το στρώμα μου και οι εν Χριστώ αδελφοί μου κείνται ολόγυμνοι και τρέμουν από την ψύχραν εις τας πλατείας της πόλεως ύπαιθροι και άδειπνοι, έχοντες διπλήν τιμωρίαν της πείνας και της ψυχρότητος; Ουαί εις εμέ τον ταλαίπωρον! Πόσοι επιθυμούν να χορτασθώσι κατά τον πένητα Λάζαρον από τα ψιχία της τραπέζης μου και πόσοι ξένοι και παρεπίδημοι ευρίσκονται εις την πόλιν ταύτην πεινώντες και διψώντες και κάμνουν εβδομάδας και μήνας να φάγωσιν έλαιον ή άλλο τι φαγητόν καλόν και μη έχοντες που την κεφαλήν κλίναι κείνται εις την αγοράν διαφόρως βασανιζόμενοι; Και συ, ταλαίπωρε Ιωάννη, όστις είσαι άνθρωπος μετανοίας, πίνεις τον οίνον και τρώγεις καλά οψάρια, έχων όλας τας αναπαύσεις, ύστερον δε από όλα ταύτα εσκεπάσθης και με ιμάτιον τοσούτον πολύτιμον; Κατά αλήθειαν γνώριζε, ότι με τόσην απόλαυσιν και αυτάρκειαν δεν υπάγεις εις Βασιλείαν ουράνιον, αλλά μάλιστα θέλεις ακούσει την φοβεράν εκείνην φωνήν, την οποίαν ήκουσεν ο άσπλαγχνος πλούσιος· «Μνήσθητι, τέκνον, ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου», οι δε πένητες τα επώδυνα και δια τούτο αυτοί μεν τώρα έχουν παράκλησιν και συ οδύνην αιώνιον» (Λουκ. ιστ:25). Ευλογητός ο Θεός, να μη σκεπασθή πλέον ο ταπεινός Ιωάννης με τοιούτον ιμάτιον, αλλά με την τιμήν τούτου να ενδυθώσι τόσοι πτωχοί και πένητες αδελφοί μου». Το πρωϊ έστειλεν αυτό εις την αγοράν και με την πληρωμήν αυτού ενέδυσεν εκατόν πτωχούς, ηγόρασε δε τούτο ο άρχων, όστις το εξαναχάρισε του Αγίου και του το έστειλε και πάλιν παρακαλών αυτόν να το κρατήση δια τον Κύριον. Ο δε Άγιος το επώλησε και πάλιν και ενέδυσεν άλλους τόσους πένητας. Τούτο δε έγινε όχι μόνον δύο και τρις, αλλά πολλάκις, έως ου συνηντήθησαν με τον άρχοντα εκείνον, και του λέγει· «Ας ίδωμεν, τις έχει να νικήση από τους δύο μας εις το ύστερον· εγώ να το πωλώ ή συ να το αγοράζης και να μου το πέμπης». Ούτω λοιπόν έπαιρνε του πλουσίου εκείνου και έδιδεν εις τους πτωχούς. Έφερε δε και εις μαρτυρίαν το παράδειγμα του μεγάλου Επιφανίου, όστις έλαβε με πολλήν γνώσιν και ευσεβή μέθοδον τα χρήματα του Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Ιωάννου, όστις ήτο φιλάργυρος και τα έδωσεν όλα εις τους έχοντας ανάγκην. Ομοίως και ούτος ο αείμνηστος Ιωάννης έκαμεν εις τον Επίσκοπον Τρώϊλον, όστις ήτο πολύ φιλάργυρος και τον έφερεν εις τόσον έλεος με τούτον τον τρόπον, ώστε έγινεν ευσπλαγχνικώτατος. Αφού επήγεν ο Άγιος εις επίσκεψιν των ασθενών, κατά την συνήθειαν, εις το πτωχοτροφείον, όπερ έκτισεν εις τόπον καλούμενον Καισάρειον, επήρε μαζί του και τον ρηθέντα Επίσκοπον, γνωρίζων ότι εβάστα ο διανομεύς αυτού τριάκοντα λίτρας χρυσίου, δια ν’ αγοράσουν αργυρά ποτήρια και έτερα σκεύη δια την τράπεζαν. Φθάσαντες εις τους ασθενείς είπε προς αυτόν· «Δείξον αγάπην σήμερον, αδελφέ μου Επίσκοπε, και τίμησον τους πτωχούς αδελφούς του Χριστού, δος εις αυτούς τίποτε έλεος». Ο δε Τρώϊλος εντραπείς έμπροσθεν των ανθρώπων να παρακούση του Πατριάρχου, λέγει του διανομέως να δώση καθ’ ενός ένα χρυσόν νόμισμα. Οι δε πτωχοί ευρέθησαν τόσοι, ώστε εδαπάνησεν όλα τα χρήματα. Τότε ελυπήθη πολύ ο Επίσκοπος μεταμεληθείς δια την ακούσιον ελεημοσύνην και αποχαιρετήσας τον Πατριάρχην ανεχώρησεν εις τον οίκον του, και τόσον ενικήθη υπό της θλίψεως, ώστε έπεσεν ασθενής, συλλογιζόμενος την τοσαύτην ελεημοσύνην, την οποίαν έδωσε δι’ ανθρωπαρέσκειαν. Κατά την ώραν εκείνην ήλθεν απεσταλμένος του Πατριάρχου και τον εκάλεσε να γευθώσιν. Ο δε απεκρίνατο ότι δεν ηδύνατο να υπάγη δια την ασθένειαν. Τούτο ακούσας ο Πατριάρχης και γνωρίσας το αίτιον, απήλθεν ευθύς προς εκείνον, βαστάζων όλα τα χρήματα, και χαμογελάσας ολίγον είπε προς αυτόν· «Μη νομίσης, αδελφέ μου, ότι σου είπον να δώσης τα ιδικά σου έλεος· δι’ εμέ σου είπα να τα δώσης, διότι δεν είχον μαζί μου, αλλά τώρα σου τα έφερα και ευχαριστώ σοι». Ο δε Επίσκοπος, αφού έλαβε το χρυσίον, ιατρεύθη ευθύς από την ασθένειαν και ήλθον αι φυσικαί δυνάμεις του τόσον, ώστε φανερά εγνωρίσθη η αιτία της ασθενείας του. Τότε ο Πατριάρχης του είπε να του κάμη γράμμα, εις το οποίον να ομολογή ότι έλαβεν οπίσω τον μισθόν της ελεημοσύνης εκείνης, το οποίον έγραψεν ευθύς ο Επίσκοπος και έλεγε ταύτα· «Ο Θεός του ελέους και της φιλανθρωπίας, αυτός απόδος τον μισθόν Ιωάννη τω εμώ Δεσπότη και Πατριάρχη Αλεξανδρείας των τριάκοντα λιτρών χρυσίου, όπερ εγώ διεμοίρασα εις τους πτωχούς όπερ εγώ επληρώθηκα». Έλαβε λοιπόν τον χάρτην ο Άγιος, ως επίσης και τον Επίσκοπον δια να φιλευθώσι· και μετά το φαγείν, ο μεν Επίσκοπος εκοιμήθη, ο δε φιλάνθρωπος Θεός, δια πρεσβειών του Αγίου, θέλων να τον κάμη να γνωρίση πόσην μισθαποδοσίαν εζημιώθη δια την φιλαργυρίαν, του έδειξε ταύτην την όρασιν. Είδε λοιπόν τότε ο Τρώϊλος ότι τον επήγαν εις τον Παράδεισον, και εκεί έβλεπε παλάτιον περικαλλές και υπέρλαμπρον, του οποίου δεν ήτο άλλο μεγαλύτερον ή ωραιότερον, και εις το άνωθεν μέρος της θύρας ήτο γεγραμμένος τίτλος με χρυσά γράμματα, όστις έλεγε· «Τρωϊλου του Επισκόπου αιωνία μονή και ανάπαυσις». Ενώ λοιπόν ανεγίνωσκεν εκείνον τον τίτλον με ελπίδα να απολαύση τοιαύτην μονήν, ήλθε νέος τις του βασιλέως με άλλους εις την συνοδείαν του και κρατών εις τας χείρας αυτού χρυσίον πολύ, είπεν εις τους υπηρέτας του· «Εξαλείψατε τον τίτλον εκείνον από την θύραν και γράψατε καθώς ο βασιλεύς ώρισε· «Μονή και ανάπαυσις Ιωάννου του Πατριάρχου, όστις την ηγόρασεν από τον Επίσκοπον Τρώϊλον δια τριάκοντα λίτρας χρυσίου». Έξυπνος δε γενόμενος ο Επίσκοπος διηγήθη εις τον Πατριάρχην την οπτασίαν, ζητών των προτέρων αγνοημάτων συγχώρησιν. Από τότε απλώσας τας χείρας εις ευποιϊαν, έγινε πολύ ευσπλαγχνικός και ελεήμων εις τους πένητας. Ούτω λοιπόν ο μακάριος Ιωάννης παρεκίνει έκαστον προς έλεος και πολλάκις διηγείτο ψυχωφελή παραδείγματα περί ευσπλαγχνίας, εξόχως δε ημέραν τινά, κατά την οποίαν ήσαν συνηθροισμένος λαός πολύς, είπε το παρόν αληθέστατον και αξιοθαύμαστον διήγημα, το οποίον εβεβαίωνε μεθ’ όρκου, ότι ήκουσεν από φιλαλήθη και αψευδέστατον άνθρωπον. «Όταν ήμην εις την Κύπρον, είχα εις εργαστήριον υπηρέτην τινά πιστόν και σώφρονα, όστις έζησε παρθένος και ετελεύτησεν. Ούτος μου είπεν, ότι εις την Αφρικήν είχεν ένα κύριον τελώνην, Πέτρον καλούμενον, πλούσιον πολλά, αλλά άσπλαγχνον και προς τους πτωχούς ασυμπάθητον, του οποίου συνέβη τοιούτον θαυμάσιον. Καθεζόμενοι τινές πτωχοί εις τον ήλιον, εν ώρα χειμώνος δια θερμότητα, εμετρούσαν τας οικίας των ελεημόνων ανθρώπων, οίτινες τους ευσπλαγχνίζοντο δια τον Κύριον, και τους εμακάριζον· ομοίως δε εταλάνιζαν και κατηρώντο τους ασπλάγχνους, με τους οποίους συνηρίθμουν και τον αυθέντην μου τον άνωθεν Πέτρον, διότι ήτο τοσούτον σκληρός, ώστε δεν έδωσε ποτέ τινος ελεημοσύνην. Εις δε απ’ εκείνους τους πένητας είπε προς αυτούς· «Τι μου δίδετε, να κάμω τον Πέτρον να μου δώση ελεημοσύνην;» Εκείνοι δε, νομίζοντες τούτο αδύνατον πράγμα, εστοιχημάτισαν. Επήγε λοιπόν ο πτωχός και ίστατο εις την θύραν του Πέτρου, έως ου ήλθε, κατά τύχην δε έφερεν εκείνην την ώραν ο φούρναρης άρτους εις ένα κοφίνιον, ο δε πτωχός εζήτει ελεημοσύνην και ο πλούσιος τον εδίωκε, μη θέλων δε να αναχωρήση εθυμώθη ο Πέτρος και έρριψε κατ’ αυτού ένα άρτον δια να τον κτυπήση· ο δε πτωχός ήρπασεν αυτόν, και απελθών εις τους άλλους, ώμοσεν, ότι τον έλαβε δια χειρός του. Μετά δύο ημέρας ο Πέτρος ησθένησε και είδεν οπτασίαν, ότι τον επήγαν εις το κριτήριον του Θεού και εστάθμιζαν εις το ζύγι όλα τα έργα του καλά και κακά και εσυνάχθησαν πλήθος δαιμόνων φοβερών, φέροντες γεγραμμένας πάσας τας αμαρτίας του, τας οποίας και έβαλαν εις το ένα μέρος της πλάστιγγος, από δε το άλλο ίσταντο ολίγοι Άγγελοι φωτοφόροι, οίτινες εζήτουν να εύρουν, εάν έκαμε ποτέ αγαθοεργίαν τινά και μη ευρίσκοντες ελυπούντο βλέποντες ότι ήσαν πολλά τα αμαρτήματά του. Τότε είπεν ο φύλαξ αυτού· «Προς τους άλλους δεν έκαμεν άλλο καλόν, ειμή μόνον ένα άρτον, τον οποίον έρριψεν ενός πτωχού». Τότε βάλλοντες οι Άγγελοι εις το άλλο μέρος της ζυγαριάς εκείνον τον άρτον, εβάρυνε τόσον ώστε ήτο ίσα με όλα του τα αμαρτήματα. Είπον λοιπόν προς αυτόν οι Άγγελοι· «Ύπαγε, κάμε και άλλας ελεημοσύνας και πρόσθεσε εις τον άρτον τούτον, ειδεμή θα σε πάρουν ούτοι οι ζοφεροί και άσπλαγχνοι δαίμονες». Αναστάς λοιπόν ο Πέτρος εννόησε την οπτασίαν και εδόξασε τον Θεόν δια την τοιαύτην ευεργεσίαν, λέγων· «Αλλοίμονον εις εμέ τον σκληρόν και απερίσκεπτον! Εάν ο άρτος, τον οποίον ηκόντισα κατά του πτωχού θυμωμένος, μου έδωσε τοσαύτην ωφέλειαν, πόσην θα λάβω εάν δώσω πολλήν ελεημοσύνην με καλήν γνώμην και αγαθήν προαίρεσιν;» Από τότε λοιπόν έγινε τοσούτον ενάρετος και εύσπλαγχνος ο ευλογημένος Πέτρος, ώστε εγυμνώνετο πολλάκις και έδιδεν εις τους πτωχούς τα ιμάτιά του. Εξόχως δε μίαν πρωϊαν, ενώ απήρχετο εις το εργαστήριον, τον υπήντησε γυμνός τις, όστις εναυάγησεν εις το πέλαγος και πίπτων εις τους πόδας αυτού εζήτησεν έλεος. Ο δε Πέτρος έβγαλεν ευθύς το επανωφόριόν του και του το έδωσε, το οποίον ήτο ακριβόν πράγμα και πολυτίμητον. Ο δε πτωχός, εντραπείς να φορή τοιούτον ιμάτιον, το έδωσεν εις την αγοράν να πωληθή. Επιστρέφων δε ο Πέτρος εις τον οίκον του και ιδών αυτό επικράνθη τόσον, ώστε δεν έφαγε τίποτε, αλλ’ εσφαλίσθη και έκλαιε, συλλογιζόμενος ότι ο πτωχός επώλησε το ένδυμά του δια να κερδήση. Με την θλίψιν ταύτην απεκοιμήθη και βλέπει εις το όραμά του νέον τινά ενδοξότατον, υπέρ τον ήλιον λάμποντα, με το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις την κεφαλήν και εφόρει του Πέτρου το επανωφόριον, λέγων προς αυτόν· «Διατί κλαίεις;» Ο δε απεκρίνατο· «διότι βλέπω ότι την ελεημοσύνην, την οποίαν δίδομεν, την λαμβάνουν τινές δια κέρδος και όχι δια την ανάγκην των». Τότε του δεικνύει το ένδυμα ο φανείς και του λέγει· «Γνωρίζεις αυτό;» Ο δε είπε· «Ναι». Και ο νέος· «Ιδού ότι το φορώ από την ώραν όπου μου το έδωκες και σε ευχαριστώ, διότι ήμην γυμνός και με ενέδυσες». Έξυπνος δε γενόμενος ο τελώνης, εγνώρισε την δήλωσιν της οπτασίας και ούτως ήρχισε να μακαρίζη πολλά την πενίαν, λέγων εις εαυτόν· «Επειδή ο Χριστός λαμβάνει δια τον εαυτόν του όσα δίδονται δια τους πένητας, να μη αποθάνω, πρίν ή γίνω τελείως πτωχός και άπορος». Ευθύς δε με τον λόγον και το έργον εγένετο. Αφού λοιπόν έδωσεν ελεημοσύνην το πράγμα του, καλεί ένα αιχμάλωτον, τον οποίον είχεν αγοράσει και τον είχεν επίτροπον εις τον οίκον του, και του λέγει· «Ένα λόγον απόκρυφον έχω να σου είπω μυστικά και γνώριζε, ότι εάν τον φανερώσης τινός και δεν κάμης τον λόγον μου, θέλω σε πωλήσει εις τους βαρβάρους εξ αποφάσεως». Υποσχεθέντος δε του επιτρόπου να τελέση το προσταττόμενον, του δίδει δέκα λίτρας χρυσίου, λέγων· «Ύπαγε, αγόρασον πραγματείαν και λάβε με ως δούλον σου εις Ιερουσαλήμ, εκεί δε πώλησόν με τινός Χριστιανού και την πληρωμήν, την οποίαν θα σου δώσουν, διαμοίρασον εις τους πτωχούς, χωρίς να κρατήσης ούτε εν αργύριον». Ο δε ακούσας ταύτα, εδάκρυσε και έλεγεν ότι δεν ηδύνατο να το κάμη. Λέγει προς αυτόν ο Πέτρος· «Επ’ αληθεία θα σε πωλήσω εις τους βαρβάρους εάν παρακούσης την εντολήν μου». Ιδών λοιπόν την ευλαβή αυτού γνώμην και το αμετάθετον αυτής έκαμε καθώς τον προσέταξε και απελθών εις Ιεροσόλυμα τον επώλησε χρυσοχόου τινός φίλου του, τον οποίον έλεγαν Ζωϊλον· έπειτα υποσχεθείς μεθ’ όρκου εις τον Πέτρον ότι δεν θα είπη τινός την υπόθεσιν, επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν. Έμεινε λοιπόν ο Πέτρος αιχμάλωτος και πενιχρά ενδεδυμένος εις τον οίκον του Ζωϊλου μετά πολλής ταπεινότητος και έκαμνε τας ευτελεστέρας υπηρεσίας, εμαγείρευεν, έπλυνε τα αγγεία και τα ιμάτια, ενήστευεν, ηγρύπνει και άλλας αρετάς εσπούδαζεν. Όθεν ο Ζωϊλος βλέπων τας πράξεις του και γνωρίσας, ότι ο Θεός έστειλεν εις τον οίκον του ευτυχίαν, τον ηυλαβήθη και του λέγει· «Γνώριζε, Πέτρε, ότι θέλω να σε ελευθερώσω από την σήμερον, να σε έχω ως αδελφόν μου». Ο δε Πέτρος δεν ηθέλησε, δια να μη υστερηθή τον μισθόν της υπακοής. Οι δε άλλοι δούλοι, βλέποντες αυτόν ούτως ευτελή εις το ένδυμα, τον κατεφρονούσαν και τον ύβριζαν. Υπέμεινε δε τους ονειδισμούς ο Πέτρος μετ’ ευχαριστίας. Ο δε ελεήμων Θεός του έκαμε και την χάριν ταύτην, ήτοι, οσάκις ήθελε λυπηθή δια τας ύβρεις, τας οποίας του έκαμναν, εφαίνετο εις το όραμά του ενδεδυμένος εκείνο το επανωφόριον, το οποίον έδωκε του πτωχού και κρατών εις τας χείρας του τα αργύρια, με τα οποία τον ηγόρασεν ο Ζωϊλος, του έλεγεν· «Αδελφέ μου Πέτρε, μη θλίβεσαι. Εγώ επήρα την πληρωμήν σου, και έχε υπομονήν, έως ότου τους κάμω να σε γνωρίσωσι». Μετ’ ολίγον ήλθον έμποροι χρυσοχόοι από τον τόπον του να προσκυνήσουν τον Άγιον Τάφον, τους οποίους ο Ζωϊλος ως συντεχνίτης εφιλοξένησε και καθεζόμενοι εις την τράπεζαν τους υπηρέτει ο Πέτρος. Εκείνοι δε στοχαζόμενοι πολλάκις αυτόν, τον εγνώρισαν και είπον προς τον Ζωϊλον· «Αυτός ο αιχμάλωτός σου είναι ένας πλούσιος και μεγάλος πραγματευτής του τόπου μας και όχι μόνον ο κοινός λαός επικράνθησαν, όταν εχάθη, αλλά και αυτός ο βασιλεύς έλαβε θλίψιν ανείκαστον». Ταύτα ακούσας ο Πέτρος, φέρων το μαγείρευμα, έφυγεν ευθύς προς την θύραν του οίκου, εις την οποίαν εκάθητο κωφός και βωβός τις, όστις με νεύμα ήνοιγε και εσφάλιζε. Σπουδάζων λοιπόν ο Πέτρος να φύγη είπε προς τον κωφόν· «Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού, άκουσόν μου και άνοιξον». Ο δε απεκρίθη και ήνοιξε. Και φεύγων ο Πέτρος, έμεινεν ο κωφός υγιής και με πολλήν αγαλλίασιν έδραμεν εις την τράπεζαν λέγων· «Εγέρθητε ταχέως να φθάσητε τον υπηρέτην του μαγειρείου, ότι είναι άγιος άνθρωπος και εκείνος με εθεράπευσε· διότι καθώς μου εφώναξε ν’ ανοίξω την θύραν, είδα φλόγα πυρός εξελθούσαν από το στόμα του και ως η φλοξ αύτη εισήλθεν εις το στόμα και τα ώτα μου, ευθύς ενεμποδίστως ελάλησα και ήκουσα». Τότε έδραμον άπαντες να τον εύρουν, αλλά ο Κύριος τον εσκέπασε, δια να φυλάξη την αρετήν του έως τέλους και έφυγεν εις άγνωστον τόπον, όπου πλέον δεν τον είδε τις από όσους τον εγνώριζαν». Αυτά και έτερα έλεγεν ο Πατριάρχης, νουθετών τον λαόν, δια να ευσπλαγχνίζωνται αλλήλους. Έλεγε δε και τούτο· «Εάν δια την αγάπην του Δεσπότου και του πλησίον έχυσαν το αίμα των αναρίθμητοι Μάρτυρες, πόσω μάλλον ημείς χρεωστούμεν να δώσωμεν εις τους πτωχούς δια τον Χριστόν τον πλούτον μας, ίνα λάβωμεν μισθόν εκατονταπλάσιον εν ημέρα ανταποδόσεως, ότι όστις σπείρει ολίγον, ολίγον θερίζει και όστις σπέρνει πολύ, θέλει απολαύσει την Βασιλείαν των ουρανών να αγάλλεται αιωνίως». Ούτω λέγων παρεκίνει τους παρεστώτας εις έλεος με ψυχωφελή διηγήματα. Ανεγίνωσκε δε ποτε τον Βίον του Αββά Σεραπίωνος, όστις έδωσε το επανωφόριόν του ελεημοσύνην και αφού επήγε παρεμπρός εύρεν άλλον ολόγυμνον, όστις έτρεμεν από την ψύχραν και σπλαγχνισθείς έδωκεν εις αυτόν το έσωθεν ιμάτιον και έμεινεν εκείνος ολόγυμνος, κρατήσας μόνον το Ευαγγέλιόν του. Κάποιος δε τον ηρώτησε λέγων· «Αββά, ποίος σε εγύμνωσεν;» Ο δε είπε προς αυτόν· «Τούτο το Ευαγγέλιον». Εις ολίγον διάστημα πάλιν επώλησε και εκείνο και το εμοίρασεν εις τους πτωχούς. Ερωτώμενος δε από τον μαθητήν του, που έδωκε το Ευαγγέλιον, είπε· «Πίστευσον, τέκνον, ότι δια να κάμω του Κυρίου το θέλημα, όστις λέγει: «Πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς» (Ματθ. ιθ:21), έδωσα όχι μόνον το άλλο μου πράγμα, αλλά και αυτόν τον Δεσπότην μου διεμοίρασα εις τους πτωχούς, διότι δεν είχα άλλο να δώσω». Άλλοτε πάλιν του εζήτησε χήρα πτωχή ελεημοσύνην, ότι απέθνησκον από την πείναν τα τέκνα της. Ο δε μη έχων τι άλλο να δώση, επωλήθη εις τους βαρβάρους σκλάβος και της έδωκε τα χρήματα. Αυτός δε ηγωνίσθη τόσον με τους αυθέντας του, ώστε τους έφερεν εις θεογνωσίαν και εβαπτίσθησαν. Εκπληττόμενος ο Πατριάρχης εις ταύτην την εύσπλαγχνον γνώμην του Σεραπίωνος έκλαιε, ταλανίζων εαυτόν και νομίζων, ότι δεν είχεν αυτός ποσώς αρετήν, αλλ’ εκείνος ο Όσιος και έλεγε προς τους παρεστώτας· «Ουαί μοι τω τάλανι! Τι με ωφελεί να αναγινώσκω των Αγίων την ενάρετον πολιτείαν και τελειότητα, και να μη μιμούμαι τας πράξεις των; Έως τώρα εθάρρουν ότι έχω μισθόν, δίδων όσην ελεημοσύνην ηδυνάμην, αλλά την αρετήν ταύτην του Σεραπίωνος δεν ενόμιζα ποτέ ότι θα ευρεθή άνθρωπος να την κάμη και να νικήση τόσον τον εαυτόν του, ώστε να πωληθή αιχμάλωτος, δια να ελεήση τους πένητας». Ήτο δε άνθρωπος τις κοσμικός εκεί εις την Αλεξάνδρειαν, πολύ ελεήμων, τον οποίον ηγάπα ο Άγιος δια ταύτην την αρετήν και τον ηρώτησεν, εάν εκ φύσεως παιδιόθεν ήτο φιλόπτωχος ή ύστερον από άλλην αιτίαν εγένετο. Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ ήμην πολύ άσπλαγχνος, ημέραν δε τινα μου έτυχε συμφορά και έχασα το πράγμα μου· στοχαζόμενος όθεν την μεγάλην ζημίαν μου, με πόνον πολύν έλεγον ταύτα κατά διάνοιαν· «Επ’ αληθείας δια την ασπλαγχνίαν μου με επαίδευσεν ο Θεός ως Κριτής δικαιότατος». Και από τότε ήρχισα να δίδω εις τους πτωχούς πέντε δηνάρια και πάλιν ο δαίμων μού έβαλεν εις τον λογισμόν δια να με εμποδίση, ότι αυτά τα πέντε δηνάρια έφθαναν να παίρνω μαγείρευμα, να πορεύωνται τα τέκνα μου και δεν ηδύνατο η όρεξίς μου να δώση τι. Όθεν δια να λυτρωθώ από ταύτην την φιλαργυρίαν, είπα του δούλου μου να μου παίρνη κρυφίως καθ’ ημέραν πέντε δηνάρια, να τα δίδη εις τους πένητας. Ο δε, ως υπήκοος και αγαθός άνθρωπος, όχι μόνον πέντε, αλλά δέκα και περισσότερα έδιδεν. Εις ολίγον καιρόν εγνώρισα ότι επλήθυνε το πράγμα μου από την άνωθεν ελεημοσύνην θαυμασιώτατα· δια τούτο ήρχισα και έδιδα και εγώ περισσότερα, και είπα εις τον δούλον μου· «Πολλά με ωφέλησαν τα πέντε δηνάρια, τα οποία έδιδες ελεημοσύνην· όθεν δίδε δέκα από την σήμερον, διότι βλέπω ότι τα υπάρχοντά μου επλήθυναν». Ο δε είπε μοι· «Δόξαζε τον Θεόν δια την ελεημοσύνην που σου έκαμα και δια την οποίαν επλούτησες, γνώριζε δε ότι ελάμβανον πολλάκις κρυφίως τρεις φοράς περισσότερα από όσα μου είπες και πλείονα». Εγώ δε ευχαριστήσας αυτόν τον ηυχήθην, γνωρίζων την θεϊκήν χάριν, και ούτως έγινα ελεήμων από τότε και έμπροσθεν και όσον δίδω τόσον μου στέλλει ο Κύριος περισσότερα». Ταύτα ακούων ο Άγιος εχάρη λίαν και ηγωνίζετο έτι περισσότερον εις την άσκησιν της ελεημοσύνης. Ήτο δε νέος τις υιός πατρός φιλευσπλάγχνου και ελεήμονος, όστις ήτο εις μεγάλην πενίαν δι’ αιτίαν τοιαύτην· όταν απέθανεν ο πατήρ αυτού, τον ηρώτησε λέγων· «Γνωρίζεις, τέκνον μου, ότι δεν εξουσιάζω τίποτε άλλο, ειμή μόνον δέκα λίτρας χρυσίου; Τι θέλεις λοιπόν καλύτερα, να σου δώσω το χρυσίον, ή να το δώσω εις τους πτωχούς δια την αγάπην του Χριστού και δια σε ν’ αφήσω την Υπεραγίαν Θεοτόκον μεσίτριαν να σε βοηθή;» Ο δε νέος είπεν, ότι καλύτερον ήθελε την Παντοδύναμον Δέσποιναν, παρά όλα του κόσμου τα χρήματα. Ούτω λοιπόν ο μεν γέρων ευχηθείς αυτόν έδωκε το χρυσίον εις τους πτωχούς και απήλθε προς Κύριον, ο δε νέος έμεινεν εις την Εκκλησίαν νύκτα και ημέραν ευχόμενος. Τούτο μαθών ο Πατριάρχης τον ηυσπλαγχνίσθη και προσκαλεσάμενος ένα νοτάριον, οξυγράφον, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, γράψον εις παλαιόν χάρτην όνομα, το οποίον να λέγη ότι είναι διαθήκη τινός Θεοπέμπτου το γράμμα και να ονομάζη εμέ και τον πατέρα του παιδός, ότι είμεθα ανεψιοί του άνωθεν Θεοπέμπτου, δια να πληροφορηθή ο νέος ότι είναι ανεψιός μου, να έλθη με θάρρος προς με, να τον φιλοδωρήσω ως συγγενή μου πλουσιοπάροχα». Γράψας λοιπόν την γραφήν ο νοτάριος, την έδειξε του νέου και του είπε να υπάγουν μαζί εις τον Πατριάρχην, να γνωρισθούν δια συγγενείς. Ο δε εχάρη λίαν και απήλθεν ευθύς προς τον Άγιον, όστις ιδών αυτόν έδραμε και τον υπεδέχθη λέγων· «Καλώς ήλθες το ηγαπημένον τέκνον μου». Ούτως ειπών κατεφίλησεν αυτόν και του έδωκεν αργύρια πολλά, κτήματα και περιουσίαν άλλην, όση τον έφθανεν· ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και μίαν περιφανή και ευγενεστάτην κόρην, τον ηυλόγησε κατά τους νόμους και δι’ ό,τι άλλο ήτο ανάγκη τον ευηργέτησε πλουσιόδωρα, ούτως ώστε έγινεν εν ριπή οφθαλμού ο άδοξος ένδοξος και ο πτωχός πλουσιώτατος. Τούτον δε όλον έκαμεν ο αοίδιμος δια την ευλάβειαν του παιδός και την πίστιν, την οποίαν είχε προς την Πανύμνητον και δια να αποδείξη αληθέστατον το ρητόν του Προφήτου· «Ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον» (Ψαλμ. λστ:25) και τα λοιπά. Πάντοτε δε ενθυμούμενος ο Άγιος την Δεσποτικήν εντολήν την λέγουσαν· «Παντί δε τω αιτούντι σε δίδου» (Λουκ. στ:30), επλήρου ταύτην και ει τις του εζήτει τίποτε δάνειον, δεν τον έστρεφεν άπρακτον. Τούτο γινώσκων εις ψεύστης και κακός άνθρωπος, εδανείσθη απ’ εκείνον νομίσματα χρυσά χίλια και όταν ήλθεν ο καιρός να τα δώση τον εγέλα, καθώς έκαμε και άλλων πολλών, λέγων ότι δεν είχε να δώση τίποτε. Θέλοντες λοιπόν να τον φυλακίσουν οι επίτροποι, δεν τους αφήκεν ο Άγιος λέγων· «Γίνεσθε οικτίρμονες ότι και ο Πατήρ υμών ο ουράνιος οικτίρμων εστί και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Λουκ. στ:36 και Ματθ. ε:45). Οι δε είπον· «Δεν είναι δίκαιον να φάγη την ελεημοσύνην των πτωχών ούτος ο κακός άνθρωπος». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Πιστεύσατέ μοι, αδελφοί, ότι αν τον δυναστεύσετε να πληρώση στανικώς του, δια να δώσετε εις τους πτωχούς, γίνεσθε δύο εντολών παραβάται και πληρώνετε μίαν· ήτοι το ένα, δεν έχετε υπομονήν εις την ζημίαν την οποίαν ελάβετε· δεύτερον δεν υπακούετε του Χριστού λέγοντος· «Όστις θέλει να σου αφαιρέση τον χιτώνα, άφες αυτώ και το ιμάτιον» (Ματθ. ε:40). Το πρέπον είναι να δίδωμεν εις όλους ωφελείας υπόδειγμα. Δεν είναι λοιπόν φρόνιμον να τρέχη τις εις δικαστήρια, δια να δώση ελεημοσύνην· κάλλιον είναι η υπομονή». Ήθελον, αδελφοί μου, να τελειώσω δια βραχύτητα, αλλά πάλιν αμαρτία μού φαίνεται να σας υστερήσω τοιαύτης ηδυτάτης αναγνώσεως. Διότι, τις θα ακούση τοσαύτην ευσπλαγχνίαν και χρηστότητα ανδρός και να μη κατανυχθή η καρδία του; Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προθυμίας και μάλιστα όσοι είσθε ανελεήμονες ή κατακρίνετε τον πλησίον σας, το οποίον είναι μέγα ανόμημα. Μικρόν νομίζετε αμάρτημα να ειπήτε, ο δείνα άνθρωπος έκλεψεν ή η δείνα γυνή επόρνευσεν ή άλλο τι όμοιον; Ο Κύριος παραγγέλλει, ότι εάν ίδης τον αδελφόν σου αμαρτάνοντα, να τον σκεπάσης, όταν κάμνη την αμαρτίαν· συ δε, και χωρίς να το γνωρίζης εκ του ασφαλούς, το δημοσιεύεις εις τους ανθρώπους, αναίσχυντε; Αυτή είναι η προς αυτόν αγάπη σου; Ουαί σοι, ταλαίπωρε! Δίοτι όταν θα έλθη η ώρα να κριθής, τότε θα γνωρίσης το βάρος της κατακρίσεως. Αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν και ας έχω συγχώρησιν, εάν έκαμα ολίγην παραδρομήν προς νουθεσίαν των αδελφών και ας προσέχη έκαστος όσον δύναται να μη κατακρίνη άλλον τινά και τούτο τον φθάνει να σωθή, καθώς και εις τον Ευεργετινόν φαίνεται ότι εσώθησαν πολλοί, διότι ποτέ των δεν κατέκρινον ώσπερ και ο σημερινός Άγιος, ο οποίος δεν ήθελε να ακούση ποτέ καταλαλιάν ή κατάκρισιν και εξόχως δια τους Μοναχούς, τους οποίους ετίμα πολύ και ποτέ κακόν λόγον δεν επίστευε δι’ αυτούς, λέγων, ότι δια να πιστεύση ποτέ τινών κατακρίσεις προσέταξε και έδειραν Μοναχόν τινά αδίκως. Εγένετο δε η υπόθεσις αύτη ούτω, καθώς ο ίδιος ο Άγιος την διηγήθη εις άπαντας. «Ημέραν τινά μου ανήγγειλαν τινες, ότι Μοναχός τις περιήρχετο την χώραν ταύτην ζητών ελεημοσύνην, έχων κόρην ωραίαν εις την συνοδείαν του, την οποίαν είχε δια παλλακίδα, καθώς αυτοί έλεγον. Τούτους πιστεύσας ο άγνωστος επρόσταξα να δείρωσι και τους δύο· έπειτα την μεν γυναίκα εδίωξα, τον δε Μοναχόν εφυλάκισα και την νύκτα τον είδα εις το όραμα και μου εδείκνυε την ράχιν του πληγωμένην, λέγων· «Σου αρέσουν ταύτα, ω Δέσποτα; Πίστευσόν μοι, έσφαλες εις τούτο ως άνθρωπος». Εγώ δε μετά φόβου εξύπνησα και το πρωϊ έστειλα να φέρουν τον Μοναχόν, δια να μάθω το βέβαιον και ιδών αυτόν εγνώρισα, ότι ήτο όμοιος εκείνου όστις μου εφάνη εις την όρασιν. Επειδή δε δεν ηδύνατο να σαλεύση από τας πληγάς, εφοβήθην πολύ και επόνεσα, τον παρεκάλεσα δε να γυμνωθή από την μέσην και επάνω, να ίδω τας πληγάς του. Εκεί δε όπου τον εγύμνωναν, Θεού θέλοντος, εκόπη η ζώνη του και εφάνη όλη η σάρξ αυτού και εγνωρίσαμεν ότι ήτο ευνούχος. Εγώ δε στοχαζόμενος τας πληγάς αυτού ελυπήθην πολύ και έκλαυσα, αφορίσας εκείνους οίτινες τον διέβαλον. Αφού λοιπόν είδον ταύτα έπεσα εις τους πόδας αυτού, δεόμενος να συγχωρήση την αμαρτίαν μου· ο δε ως ενάρετος έκαμε μετάνοιαν, ώσπερ να είχε πταίσει. Ύστερον δε τον ενουθέτησα, ότι δεν έπρεπε να γυρίζη ούτω φανερά με την κόρην δια το σκάνδαλον των ανθρώπων. Ο δε απεκρίνατο· «Πίστευσόν μοι, Δέσποτα, ότι εγώ ουδόλως την εγνώριζα και προχθές εξελθών από την Γάζαν, δια να υπάγω να προσκυνήσω τους Αγίους Αναργύρους Κύρον και Ιωάννην, με υπήντησεν έξω της πόλεως και πεσούσα εις τους πόδας μου έλεγεν, ότι ήτο Εβραία και ήθελε να γίνη Χριστιανή, με παρεκάλει δε να κάμω αγάπην δια τον Κύριον και να την λυτρώσω από τας χείρας του δαίμονος. Εγώ δε φοβούμενος τον σκανδαλισμόν του λαού, δεν ήθελα να την λάβω. Και αυτή μου έλεγεν· «Ορκίζω σε εις τον Δεσπότην Χριστόν, να μη με εγκαταλείψης, ει δε να δώσης εις Αυτόν δι’ εμέ απολογίαν κατά την ώραν της κρίσεως». Ιδών λοιπόν αυτής την ευλάβειαν και θαρρών εις τον εαυτόν μου, επειδή είμαι ευνούχος, καθώς με είδετε, την επήρα και την εβάπτισα, εζητούσα δε και χρήματα, δια να δυνηθώ να την αναπαύσω εις Μοναστήριον». Ταύτα ακούσας εγώ ανεστέναξα λέγων· «Ουαί μοι, πόσους κεκρυμμένους δούλους έχει ο Κύριος και ημείς οι άθλιοι δεν τους γνωρίζομεν!» Έπειτα είπα την οπτασίαν εις επήκοον πάντων, και του έδιδα χάριν ελεημοσύνης εκατόν χρυσά νομίσματα, αλλά δεν ηθέλησε να τα λάβη λέγων ταύτα· «Ο έχων πίστιν, ου δείται χρημάτων· ει δε χρημάτων όλως ερά, πίστεως πάντως εστίν έρημος», ήτοι όστις έχει πίστιν, δεν χρειάζεται χρήματα· ει δε και αγαπά τα αργύρια, είναι τελείως έρημος πίστεως. Από ταύτα τα λόγια εκατάλαβα, ότι ο Μοναχός εκείνος ήτο κατά πολλά ενάρετος δούλος του Δεσπότου μου και ούτω λαβόντες αμοιβαίως συγχώρησιν, ο μεν Μοναχός απήλθε και συνέδραμε την γυναίκα και την έβαλεν εις Μοναστήριον, ένθα εσώθη, εγώ δε από τότε είχον τους Μοναχούς εις περισσοτέραν ευλάβειαν και έκτισα και Πανδοχείον δια να υποδέχωνται εις αυτό όσους τύχωσι. Ταύτα είπεν ο Άγιος και κατενύχθησαν άπαντες, δοξάζοντες τον Κύριον, όστις οικονομεί ποικιλοτρόπως την σωτηρίαν μας. Εις Άγιος και παλαιός ερημίτης, Βιτάλιος το όνομα, ακούων του Πατριάρχου τας αρετάς και μάλιστα ότι δεν κατέκρινε τινα, εξήλθεν από την Μονήν του Αββά Σερίδωνος, εις την οποίαν εμόναζε, και ήλθεν εις Αλεξάνδρειαν, δια να τον δοκιμάση, εάν ευκόλως εσκανδαλίζετο. Μετήρχετο λοιπόν ο Βιτάλιος μίαν πολιτείαν πολύ αισχράν και σκανδαλώδη εις το φαινόμενον, εις δε τον Θεόν τον βλέποντα τα κρυπτά της καρδίας πολλά ευάρεστον· ήτοι εισελθών εις την πόλιν, έγραψεν όλας τας πόρνας εις ένα χαρτί και δουλεύων το εργόχειρόν του, ελάμβανε δέκα οβολούς την ημέραν, από τους οποίους έδιδε τον ένα και έπαιρνε λουμπινάρια και έτρωγε, τα δε επίλοιπα έδιδε καθ’ εκάστην εσπέραν και εις μίαν πόρνην, λέγων εις αυτήν· «Δια τον Κύριον μη αμαρτήσης απόψε με τινα και λάβε αυτά τα δηνάρια». Εκείνος δε προσηύχετο δια την σωτηρίαν αυτής όλην την νύκτα και το πρωϊ ανεχώρει ορκίζων αυτήν να μη ομολογήση τινός την πράξιν του. Ούτω λοιπόν έκαμνεν ο Βιτάλιος επί ημέρας πολλάς, πηγαίνων πότε εις μίαν, πότε εις άλλην, έως ότου μία απ’ εκείνας το ωμολόγησεν. Ο δε Όσιος εσκανδαλίσθη τόσον, ώστε έκαμε προς Κύριον δέησιν και εδαιμονίσθη η πόρνη, δια να φοβηθούν αι άλλαι να σιωπήσωσι. Πολλοί δε τον κατεδίκαζαν ότι εσκανδάλιζε τους ανθρώπους. Ο δε απεκρίνατο· «Δεν έχω τάχα και εγώ σάρκα όπως και σεις ή δεν είναι και οι Μοναχοί άνθρωποι;» Τινές δε του έλεγον· «Άφες τούτο το σχήμα λοιπόν και λάβε μίαν γυναίκα, να μη δώσης απολογίαν εις τον Θεόν δια τόσας ψυχάς, που σκανδαλίζεις». Ο δε μετ’ οργής απεκρίνατο· «Πάρετε του λόγου σας, εγώ δεν παίρνω γυναίκα, να έχω φροντίδας και βάσανα πως να την τρέφω· αφήτε με και δεν είσθε σεις κριταί μου, έχομεν τον κοινόν Δεσπότην, όστις θέλει κρίνει τον κόσμον και θέλει δώσει εις έκαστον κατά τα έργα του». Βλέποντες οι επίτροποι της Εκκλησίας τούτο το σκάνδαλον, ανήγγειλαν εις τον Πατριάρχην πάντα όσα ήκουσαν εκ του στόματος του Μοναχού. Ο Θεός όμως εφώτισε τον Άγιον και δεν τους επίστευσεν, ενθυμούμενος την αδικίαν, την οποίαν είχε κάμνει εις τον ευνούχον. Όθεν είπε προς αυτούς· «Σιωπάτε· δεν γνωρίζετε τι έκαμεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εις την εν Νικαία Σύνοδον, εις την οποίαν ενεκαλέσθησαν δύο σκανδαλοποιοί Κληρικοί και έδωκαν ο εις κατά του άλλου εγγράφως κατηγορίας δι’ εγκλήματα, τας οποίας όταν εγνώρισεν ο αοίδιμος ότι ήσαν αληθείς, έκαυσεν ενώπιον πάντων τα έγγραφα, λέγων· «Επ’ αληθείας, εάν έβλεπα με τους οφθαλμούς μου τινά Ιερέα ή Μοναχόν αμαρτάνοντα, θα τον εσκέπαζα να μη τον ίδη άλλος τις;» Ούτω λοιπόν ο μεν Πατριάρχης απεδίωξεν αυτούς με όμοια λόγια. Ο δε Βιτάλιος εσπούδαζε την άνωθεν πράξιν και δια να λυτρωθή της κενοδοξίας, δεν ήθελε να φανερώση την αρετήν του, μόνον εδέετο του Θεού να την αποκαλύψη τινός μετά τον θάνατόν του. Με τον τρόπον τούτον έφερε πολλάς πόρνας προς μετάνοιαν, ότι βλέπουσαι τούτον να κλαίη και να προσεύχεται δια την ψυχήν των όλην την νύκτα, κατενύγοντο και πολλαί αφήκαν την αμαρτίαν και άλλαι μεν υπανδρεύθησαν, άλλαι δε επήγαν εις Μοναστήριον. Πρωϊαν δε τινά, εξερχόμενος ο Βιτάλιος από μίαν πόρνην, τον συνήντησεν εις κακός άνθρωπος, όστις εισήρχετο να πορνεύση και του δίδει ένα ισχυρόν ράπισμα, λέγων· «Πλάνε και απατεών ψευδομοναχέ, έως πότε δεν διορθώνεσαι, να μετανοήσης την ανομίαν σου;» Ο δε είπε προς αυτόν· «Πίστευσόν μοι, ότι εγώ θέλω σου ανταποδώσει τοιούτον ράπισμα, ώστε να συναχθή εις τας φωνάς σου όλη η Αλεξάνδρεια». Εις ολίγον καιρόν ευρισκόμενος εις το κελλίον αυτού ο Όσιος παρέδωκε την αγίαν αυτού εις χείρας Θεού και παρευθύς επήγεν εις δαίμων εις σχήμα Αιθίοπος σκοτεινού και ζοφερωτάτου και δίδει ένα φοβερώτατον ράπισμα εις εκείνον όστις εκτύπησε τον Όσιον και του λέγει εις επήκοον πάντων· «Τούτο το ράπισμα σού στέλλει ο Αββάς Βιτάλιος». Και ευθύς εδαιμονίσθη. Πεσών όθεν επί της γης ήφριζε το στόμα και εξέβαλλε τόσον μεγάλας φωνάς, ώστε συνηθροίσθη όλη η χώρα κατά την πρόρρησιν του Αγίου και ούτω βοών έμεινεν ως αποθαμένος. Ηκούσθη δε ο κτύπος του ραπίσματος μακράν εις τόξου βολήν, και μετά πολλήν ώραν εγερθείς ο δαιμονιζόμενος εξέσχισε τα ιμάτια αυτού και απελθών εις το άγιον λείψανον εβόα ταύτα· «Σπλαγχνίσου με, Αββά Βιτάλιε, δούλε του Θεού, ότι έπταισα». Τότε έπεσε πάλιν εις την γην αφρίζων και τρίζων τους οδόντας. Εισελθόντες δε τινες εις το κελλίον, εύρον αποθαμένον τον Όσιον και ίστατο γονατιστός, ώσπερ να έκαμνε προσευχήν, έχων προς ουρανόν υψωμένας τας χείρας και το πρόσωπον, και έμπροσθεν αυτού ήτο γράμμα και έλεγεν· «Άνδρες Αλεξανδρείς, μη κρίνετε προ καιρού, έως να έλθη ο δίκαιος απάντων Κριτής». Ωμολόγησε δε την αμαρτίαν του ο δαιμονιζόμενος και την του Αγίου πρόρρησιν. Έδραμον λοιπόν τινες και ανήγγειλαν ταύτα εις τον Πατριάρχην, όστις ήλθε με όλους τους Κληρικούς εις το άγιον λείψανον και ιδών εκείνο τα γράμμα, εχάρη πολύ και εβόησεν· «Ευλογητός ο Θεός, ότι δεν επίστευσα των σων κατηγόρων, ούτε σε έκρινα, ότι, εάν ήθελα τούς πιστεύσει, ελάμβανα εγώ το ράπισμα, όπερ αυτός ο δαιμονιζόμενος έλαβε». Μετά ταύτα ηκούσθη η φήμη αύτη εις όλην την πόλιν, και ήλθεν όχλος πολύς, εξόχως δε εκείναι αι πόρναι, τας οποίας είχε κάμει να μετανοήσουν, και εβαστούσαν κηρία δακρυρροούσαι και λέγουσαι· «Ουαί εις ημάς τας αμαρτωλάς, ότι την σωτηρίαν μας απωλέσαμεν». Τότε ωμολόγησαν ενώπιον πάντων, ότι εκείνος δεν ημάρτανε με αυτάς, αλλά τας εδίδασκε να αφήσουν την βδελυράν πράξιν και όλην την νύκτα μετά δακρύων υπέρ αυτών προσηύχετο. Αφού λοιπόν έθαψαν το Άγιον λείψανον, επήγεν εις το μνήμα και έκλαιεν ο δαιμονισθείς, έως ου συνεχώρησεν αυτόν ο Θεός και εξήλθεν απ’ αυτού το δαιμόνιον. Όθεν βλέπων την δικαιοσύνην και ευσπλαγχνίαν του Θεού ηρνήθη τον κόσμον και απήλθεν εις το Μοναστήριον του Αββά Σερίδωνος, ένθα καλώς αγωνισάμενος εις το κελλίον του Αββά Βιταλίου ετελείωσε τον βίον ενάρετα. Ο δε μακάριος Ιωάννης εδόξασε τον Κύριον, ότι δεν τον αφήκε να πταίση εις τοιαύτην κατά του Οσίου κατάκρισιν και δια την αιτίαν ταύτην του Βιταλίου πολλοί διωρθώθησαν και πλέον δεν κατέκρινον. Πολλά δε σημεία και θαύματα εποίησεν ο Θεός εις τον τάφον του Βιταλίου και πολλοί δια πρεσβειών αυτού από διαφόρους ασθενείας εθεραπεύθησαν. Από τότε δε και έμπροσθεν εφυλάττετο ο μακάριος Ιωάννης περισσότερον από την κατάκρισιν και ουδαμώς ήκουε τους καταλαλούντας. Τον καιρόν εκείνον έτυχεν εις νέος ασελγής και ακόλαστος, όστις επήρε μίαν καλογραίαν παρθ΄ρνον και έφυγε, δια να κάμουν τα σαρκικά των θελήματα. Αυτή η πράξις ελύπησε τον Άγιον πολύ και επικραίνετο. Καθεζόμενος δε με τους Κληρικούς, ανέφερεν εις τινας απ’ εκείνους την υπόθεσιν της Μοναχής, και όλοι εκαταρώντο τον νέον, λέγοντες ότι όχι μόνον την ψυχήν αυτού, αλλά και ταύτης απώλεσεν. Ο δε Άγιος τους κατεδίκασε λέγων· «Σιωπάτε, τέκνα μου, διότι αμαρτάνετε κατακρίνοντες, ότι δεν ηξεύρετε, εάν ευρίσκωνται εις την αμαρτίαν ή επέστρεψαν προς μετάνοιαν και ακούσατε ένα παράδειγμα, όπερ ανέγνωσα εις εν βιβλίον δια ένα Μοναχόν ενάρετον, όστις απερχόμενος εις την Τύρον, τον υπήντησε μία πόρνη, Πορφυρία το όνομά της, και του λέγει· «Δια την αγάπην του Χριστού, Πάτερ, σώσον με, ως έσωσε την πόρνην ο Κύριος και εξάγαγέ με από την αμαρτίαν». Λέγει λοιπόν εις αυτήν ο Αββάς· «Ακολούθει μοι». Έλαβε λοιπόν αυτήν, δια να υπάγη εις Μοναστήριον. Οι δε άνθρωποι εκείνης της πόλεως τους κατέκριναν. Εις ολίγας ημέρας εύρεν η Πορφυρία ένα βρέφος ερριμμένον εις τον δρόμον και ευσπλαγχνισθείσα έλαβεν αυτό και το ανέτρεφε. Τινές δε από την Τύρον, ιδόντες αυτό, ενόμισαν ότι με τον Μοναχόν το έκαμε και της έλεγον· «Καλόν τέκνον εγέννησες του Μοναχού». Τούτον τον λόγον διεφήμισαν πανταχού οι ασύνετοι, ομνύοντες, ότι το βρέφος ήτο καθ’ όλα όμοιον του Μοναχού εις τους χαρακτήρας της όψεως. Μετά καιρόν πολύν, γνωρίσας ο Μοναχός, ότι ήλθε το τέλος του, είπε της Πορφυρίας, ήτις είχε γίνει Μοναχή ονομασθείσα Πελαγία· «Ας υπάγωμεν εις την Τύρον, Πελαγία, ότι έχομεν αναγκαίαν υπόθεσιν». Επήγαν λοιπόν εις την πόλιν αμφότεροι, έχοντες και το θετόν εκείνο τέκνον. Ασθενήσας δε ο Μοναχός, έκειτο εις το Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο πρότερον και εκεί συνήχθησαν πολλοί να τον βλέπωσιν. Εκείνος δε εζήτησε να του φέρουν άνθρακας, τους οποίους έβαλεν εις το στήθος του και εκράτει ώραν πολλήν, χωρίς ποσώς να καή, ούτε αυτός ούτε τα ιμάτιά του και τότε είπεν εις επήκοον πάντων· «Ευλογητός ο Θεός, όστις εφύλαξε την βάτον από το πυρ ακατάφλεκτον, αυτός είναι μάρτυς πιστός, ότι καθώς η φλόγα αύτη δεν εγγίζει ποσώς ούτε το σώμα μου ούτε τα ενδύματά μου, ούτω και εγώ εις πράξιν σαρκός γυναίκα ποτέ δεν εγνώρισα». Τούτο πάντες ακούσαντες και ιδόντες έφριξαν τοιούτον θαυμάσιον, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις δοξάζει όσους κρυφά τον δουλεύουσιν. Ο δε Όσιος, αφού είπε ταύτα, παρέδωκε την ψυχήν εις χείρας Θεού. Πολλαί δε άλλαι πόρναι με το της Πελαγίας παράδειγμα απηρνήθησαν τα εγκόσμια και απελθούσαι μετ’ αυτής δια μετανοίας εσώθησαν. Δια τούτο σας λέγω, τέκνα μου, μη κατακρίνετε πλέον τινά, ότι πολλάκις μεν είδομεν την φανεράν αμαρτίαν του αδελφού, αλλά την κρυπτήν μετάνοιαν δεν βλέπομεν. Μόνος δε ο Θεός κρίνει τα κρυπτά της καρδίας. Ούτω λοιπόν ωφεληθέντες οι Κληρικοί, απέβαλον την καταλαλιάν και κατάκρισιν. Ένα καιρόν ήτο θανατικόν εις την Αλεξάνδρειαν. Ο δε Άγιος επήγαινε μοναχός του και επεσκέπτετο τους ασθενείς, παρέστεκε τους ψυχορραγούντας, έκλειε τους οφθαλμούς αυτών και ενεταφίαζε τους νεκρούς, λέγων προς τους περιεστώτας ότι πολλήν ωφέλειαν λαμβάνει εκείνος όστις επισκέπτεται τα μνήματα και λαμβάνει εις νουν τον θάνατον. Έκαμνε δε Μνημόσυνα και Λειτουργίας των τεθνεώτων και παρεκίνει και τους άλλους να κάμνουν τα όμοια, βεβαιών αυτούς, ότι πολλά ωφελούσιν αι Λειτουργίαι και τα Μνημόσυνα, όχι μόνον τους νεκρούς αλλά και τους ζώντας. Εις πίστωσιν δε των λεγομένων είπεν εις αυτούς τοιούτον παράδειγμα: «Ημέραν τινά ηχμαλώτισαν οι Πέρσαι έναν Κύπριον και στρέφοντες οπίσω οι σύντροφοί του είπον εις τους συγγενείς του, ότι απέθανε και τον έθαψαν· αλλ’ ελανθάνοντο, διότι ήτο άλλος όμοιός του, εκείνος δε ήτο εις την Περσίαν σιδηροδέσμιος. Οι δε συγγενείς του του έκαμναν Μνημόσυνα κατά την συνήθειαν. Μετά τέσσαρας χρόνους ήλθεν εις τον τόπον του ο αιχμάλωτος, οι δε ιδικοί του εχάρησαν, ιδόντες αυτόν ανελπίστως και του είπον· «Ημείς θαρρούντες ότι απέθανες σου εκάμναμεν τον χρόνον τρεις Λειτουργίας, την Πεντηκοστήν, τα Φώτα και την Ανάστασιν». Ο δε απεκρίνατο θαυμάσας εις τούτο και ομνύων έλεγεν, ότι κατ’ εκείνας τας τρεις ημέρας του χρόνου παρρησιάζετο εις αυτόν εις ωραιότατος άνθρωπος, εξαστράπτων υπέρ τον ήλιον και εξάγων απ’ αυτού την άλυσον, τον επήγαινε και τον περιέφερεν όπου ήθελεν, ουδείς δε τον εγνώριζε και ούτως ηδυνήθη και έφυγεν. Από τούτο το παράδειγμα, έλεγεν ο Άγιος, να πιστεύωμεν αληθέστατα, ότι από τας λειτουργίας και προσευχάς των Εκκλησιαστικών λαμβάνουν αι ψυχαί των κεκοιμημένων μεγάλην ωφέλειαν». Με τοιαύτα ψυχωφελή διηγήματα έκαμεν ο Άγιος πολλούς και πολλάς και επώλουν τα υπάρχοντά των αποστολικώς και έφεραν τα χρήματα να τα δίδη ελεημοσύνην εις πένητας. Μεταξύ των άλλων του έφερεν άνθρωπος τις επτά και ημίσειαν λίτρας χρυσίου και τον παρεκάλεσε να του κάμη δύο καλωσύνας, ήτοι να κάμη προς Κύριον δέησιν, να σωθή παιδίον, το οποίον είχε μονογενές και να έλθη το πλοίον του κατευόδιον, το οποίον έλειπεν εις την Αφρικήν με τον αδελφόν του. Ο δε Άγιος εδέχθη την προαίρεσιν του ανδρός, θαυμάζων αυτού την ευλάβειαν, ότι του έφερεν όσα και αν είχεν αργύρια και ούτως έκαμε λιτανείαν προς τον Θεόν κατά την αίτησιν του ανθρώπου. Μεθ’ ημέρας τριάκοντα απέθανεν ο υιός εκείνου του ανθρώπου, όστις του έδωσε το χρυσίον και πάλιν μετά τρεις ημέρας του έφεραν μήνυμα, ότι εκινδύνευσε το πλοίον του και έρριψαν εις το πέλαγος όλην την πραγματείαν, μόνον δε οι άνθρωποι με το πλοίον ελυτρώθησαν. Ο δε ταύτα ακούσας, έπεσεν εις τόσην θλίψιν και πόνον, ώστε δεν ήθελε να δεχθή ουδεμίαν παρηγορίαν, αλλά έλεγε προς τον Θεόν να τον βγάλη από τον κόσμον και άλλα λόγια παρόμοια. Τούτο μαθών ο Άγιος ελυπήθη ότι η προσευχή του ποσώς δεν ωφέλησε και δεν εγνώριζε τι να πράξη· πλην εδέετο πάλιν προς Κύριον, να κάμη έλεος εις εκείνον τον τεθλιμμένον, να μεταβάλη εις γαλήνην την αθυμίαν του, ότι εκείνος εντρέπετο να τον ίδη εις το πρόσωπον. Νύκτα τινά λοιπόν είδεν ο δυστυχής εκείνος εις το όραμά του σεβάσμιον τινα άνθρωπον όμοιον του Αγίου, και του λέγει: «Αδελφέ, γιατί αθυμείς τοσούτον και θλίβεσαι; Δεν μου είπες να δεηθώ του Θεού να σωθή το τέκνον σου; Γνώριζε λοιπόν ότι εσώθη και πίστευσόν μοι ότι εάν ήθελε ζήσει ακόμη, θα εγίνετο κακός και μοχθηρός και θα εκολάζετο. Περί δε του πλοίου γνώριζε, ότι εάν δεν ήθελα παρακαλέσει τον Κύριον δια την ελεημοσύνην, την οποίαν μου έδωκες, έμελλε να καταποντισθή με όλους τους ανθρώπους, να πνιγή και ο αδελφός σου. Λοιπόν μη λυπείσαι, αλλά ευχαρίστει τον Κύριον, όστις έλαβε το τέκνον σου από τούτον τον μάταιον κόσμον και το ανέπαυσεν εις την Βασιλείαν αυτού την αιώνιον. Γίνωσκε δε, ότι ποτέ δεν γίνεται τίποτε χωρίς του Κυρίου το θέλημα και όσαι θλίψεις έλθουν εις τον άνθρωπον, έρχονται με αιτίαν δικαίαν και εύλογον, αλλ’ ημείς δεν το εννοούμεν». Έξυπνος γενόμενος ο ανήρ, παρηγορήθη θαυμασίως και εγερθείς της κλίνης ταχύτερον έδραμε προς τον Άγιον και διηγούμενος την οπτασίαν τον ηυχαρίστησεν. Ο δε είπε προς αυτόν· «Μη νομίσης ότι ήμουν εγώ αίτιος της εργασίας αυτής, αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός και η πίστις σου». Τούτο είπεν ο ταπεινόφρων, δια να φύγη τον έπαινον· αλλ’ ο άνθρωπος, ως γνωστικός, ηννόησε την υπόθεσιν. Ημέραν τινά μεταβαίνων εις τον Ναόν των Αγίων Κύρου και Ιωάννου δια να προσκυνήση, τον υπήντησε γυνή τις πενιχρά ενδεδυμένη, ήτις έπεσεν εις τους πόδας του λέγουσα· «Άγιε του Θεού, δίκασον την δείνα ύβριν και αδικίαν, την οποίαν μου έκαμεν ο γαμβρός μου». Οι δε παρεστώτες είπον προς αυτόν· «Άφες τώρα, Πάτερ, και όταν επιστρέψης να ακούσης αυτής την καταγγελίαν». Ο δε Άγιος είπε· «Και πως να επακούση ο Κύριος της δεήσεως ημών, εάν εγώ δεν ακούσω αυτήν την πτωχήν; Τις μου δίδει την εγγύησιν να ζήσω έως την αύριον; Και εάν αποθάνω σήμερον, δεν έχω να δώσω περί τούτου απολογίαν;» Ούτω λοιπόν εσταμάτησε και έκαμε κρίσιν εις αυτήν την υπόθεσιν. Είχε δε ο Άγιος δύο συμβούλους γνωστικούς και γραμματισμένους, τους οποίους έστειλεν ο Θεός όντως κατά την επιθυμίαν του, Ιωάννην και Σωφρόνιον καλουμένους, και εκράτει την βουλήν αυτών πάντοτε και τους επήκουε με ταπείνωσιν. Αυτοί δε ως ενάρετοι και σοφώτατοι διελέγοντο κατά των αιρετικών καθ’ εκάστην και πολλούς ελύτρωσαν από την πλάνην και έφεραν αυτούς προς ευσέβειαν· όθεν ο Άγιος τους ηγάπα και τους είχεν εις ευλάβειαν. Όταν δε ήθελεν ακούσει ο Άγιος, ότι ήτο τις σκληρός και απάνθρωπος προς τους δούλους αυτού, τον προσεκάλει και τον παρεκίνει να είναι προς εκείνους πράος και εύσπλαγχνος, λέγων· «Τέκνον, μοι είπον ότι είσαι πολύ αυστηρός εις τους δούλους σου και παρακαλώ σε συγκέρασε τον θυμόν σου, ότι ο Θεός δεν μας έδωκε τους δούλους να τους δέρωμεν, αλλά να δουλεύουν αυτοί ημάς και ημείς να κυβερνώμεν αυτούς και να τους τρέφωμεν με εκείνα, τα οποία μας δίδει ο Πανάγαθος Κύριος. Πόσα ήθελες δυνηθή να δώσης, δια να αγοράσης ένα άνθρωπον, όστις είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος; Τάχα άλλην ψυχήν έχεις συ ή άλλο σώμα από τον δούλον σου; Όλοι είμεθα αδελφοί εν Χριστώ και μας αγαπά όλους ίσα. Ας γίνωμεν λοιπόν και ημείς όμοιοι, ότι και αυτός ο Δεσπότης, δια να μας κάμη να είμεθα ταπεινοί, έγινε δούλος, δια να λάβωμεν απ’ αυτόν παράδειγμα, να μη υπερηφανευώμεθα ο εις κατά του άλλου. Πως τολμάς λοιπόν και υβρίζεις και δέρεις αυτούς; Ήθελες να σε παιδεύη ο Θεός όσας φοράς του πταίσης; Πως προσεύχεσαι και του λέγεις· «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», έπειτα δε δεν συγχωρείς και συ το ολίγον πταίσιμον;» Με αυτά και άλλα λόγια ενουθέτει τους σκληρούς αυθέντας και όστις δεν ήθελε διορθωθή, έδιδεν ο Άγιος τα αργύρια και έκαμνε τον δούλον ελεύθερον. Τον καιρόν εκείνον είχον τοιαύτην κακήν συνήθειαν τινές ανευλαβείς άνθρωποι: αφού ήθελεν είπει ο Άγιος εις την Λειτουργίαν το Ευαγγέλιον, εξήρχοντο έξω της Εκκλησίας και ωμίλουν μάταια λόγια και εις τον Χερουβικόν Ύμνον πάλιν εισήρχοντο. Ιδών λοιπόν ο Άγιος ότι με λόγον μόνον δεν ηδύνατο να εμποδίση τοιαύτην αναίδειαν, εξήλθεν ημέραν τινά έξω της Εκκλησίας, ενδεδυμένος με την αρχιερατικήν στολήν, αφού ανέγνωσε το Ευαγγέλιον εις την Λειτουργίαν και καθίζει έξω της Εκκλησίας, εκεί που εκάθηντο και οι άνθρωποι, οίτινες ιδόντες αυτόν εξεπλάγησαν. Ο δε είπε προς αυτούς· «Μη θαυμάζετε, διότι όπου είναι τα πρόβατα, εκεί πρέπει να είναι και ο ποιμήν. Λοιπόν ή ας υπάγωμεν όλοι έσω ή ας κάθημαι και εγώ μαζί σας». Ούτω κάμνων ο αείμνηστος διώρθωσε τοιαύτην συνήθειαν και δεν άφηνε τινά να ομιλή ποσώς εις την Εκκλησίαν· ει δε και τις δεν διωρθώνετο, τον εδίωκεν έξω λέγων· «Εάν ήλθες να εργάζεσαι, πρόσεχε· ει δε ύπαγε έξω, μη κάμνης τον οίκον του Θεού οινοπωλείον και ληστών σπήλαιον». Ούτω λοιπόν ήτο εστολισμένος ο Ιωάννης με πάσας τας αρετάς και όλοι τον εθαύμαζον, διότι ήτο πρότερον κοσμικός με γυναίκα και χωρίς να είναι Κληρικός τον εψήφισαν Πατριάρχην και αυτός επερίσσευσεν εις την τελειότητα και αρετήν εκείνους, οίτινες ήσαν έτη πολλά εις την μοναδικήν πολιτείαν και Κληρικοί εκ νεότητος. Ημέραν τινά επήγε πτωχός τις θυμώδης και οργίλος κατά πολύ και εζήτησεν ελεημοσύνην του Πατριάρχου, όστις είπε του ανθρώπου του να του δώση δέκα δηνάρια, τα οποία εφάνησαν του πτωχού ολίγα και ήλθεν εις τόσην θρασύτητα, ώστε ύβρισε τον Άγιον έμπροσθεν αυτού και τον ωνείδισεν ο αναίσχυντος. Οι δε υπηρέται εσκανδαλίσθησαν και ηθέλησαν να τον ξυλίσουν, καθώς του έπρεπεν. Ο δε ανεξίκακος και πραότατος τους κατεδίκασε, λέγων· «Αφήτε τον να με υβρίζη· διότι μου πρέπει, επειδή εξήκοντα έτη είναι σήμερον όπου με την φαύλην και κακήν πολιτείαν μου βλασφημώ σχεδόν τον Δεσπότην μου και είμαι άξιος παντός ονειδισμού και κολάσεως». Ταύτα ειπών έλυσεν ένα σάκκον αργυρίου και λέγει του πτωχού· «Λάβε, τέκνον, όσα χρειάζεσαι». Ο δε έλαβεν όσα ηθέλησε και ανεχώρησεν. Όχι δε μόνον ούτος ήτο πράος και αμνησίκακος, αλλά και τους άλλους εμηχανάτο με κάθε τρόπον να ειρηνεύη δια να μη έχουν κανέν σκάνδαλον. Ακούσας δε ποτε ότι ο ηγεμών της Αλεξανδρείας είχεν έχθραν μεγάλην με άλλον άρχοντα, έστειλεν ανθρώπους, παρακαλών να κάμη αγάπην. Εκείνος όμως δεν ηθέλησεν· όθεν προσεκάλεσεν αυτόν ο Άγιος να υπάγη εις την Εκκλησίαν, όπου τον ήθελε δια κρατικήν υπόθεσιν. Απελθών λοιπόν ο άρχων, εύρεν εις την λειτουργίαν τον Άγιον και εστάθη έως τέλους. Όταν λοιπόν έλεγεν ο ηγεμών το «Πάτερ ημών», και έφθασεν εις το σημείον ένθα λέγει: «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν», στρέφεται προς αυτόν ο Άγιος και του λέγει με πολλήν πραότητα· «Βάλε εις τον νουν σου αυτόν τον λόγον, τον οποίον ελάλησες, να συγχωρήση ο Θεός σε καθώς και συ τον πλησίον σου». Τότε κατενύχθη πολύ ο άρχων και πίπτει μετά δακρύων εις τους πόδας αυτού, ζητών την συγχώρησιν, μετά δε την λειτουργίαν έκαμεν αγάπην με τον εχθρόν του και τον εσυγχώρησεν εκ καρδίας. Τον καιρόν εκείνον κατώκουν εις Αλεξάνδρειαν πλησίον αλλήλων δύο σκυτοτόμοι. Ο εις είχε πατέρα, μητέρα, γυναίκα και παίδας, τους οποίους όλους έτρεφε με το εργόχειρόν του και του έστελλεν ο Κύριος κάθε καλόν, διότι ηγάπα την Εκκλησίαν, κατά την Δεσποτικήν εντολήν, την λέγουσαν· «Αιτείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού» και τα λοιπά. Ο δε έτερος σκυτοτόμος έκαμνεν όλως το εναντίον, ήτοι εδούλευε ημέραν και νύκτα, εις την Εκκλησίαν δεν επήγαινε δια την πλεονεξίαν του και πάλιν, με δικαίαν κρίσιν του Θεού, δεν τον έφθανον τα χρήματα, τα οποία έπαιρνεν από το εργόχειρόν του, να πορεύεται. Βλέπων δε τον άλλον ότι είχε κέρδος περισσότερον, τον εφθόνει, ημέραν δε τινα του λέγει· «Θαυμάζω πολύ, να δουλεύης ολιγώτερον από εμέ και να τρέφης τόσους ανθρώπους, εγώ δε να μη κερδίζω καν την ζωοτροφίαν μου» Εκείνος δε, δια να τον κάμη να πηγαίνη εις την Εκκλησίαν, είπεν εις αυτόν· «Εγώ υπάγω εις τόπον τινά, εις τον οποίον ευρίσκω χρήματα και πλουτίζω, εάν δε και συ δεν οκνεύης να έρχεσαι καθ’ ημέραν μαζί μου, θέλομεν μοιράζει το διάφορον». Ο δε εδέχθη και επήγαιναν εις την Εκκλησίαν αμφότεροι, εις ολίγον δε καιρόν, του Θεού συνεργούντος, επλούτισε και ο άλλος σκυτοτόμος. Λέγει δε προς αυτόν ο έτερος· «Βλέπεις, αδελφέ, πόσην ωφέλειαν δίδει η Εκκλησία; Πρόσεχε λοιπόν πάντοτε, να μη αμελής την ακολουθίαν σου και ο Θεός δεν θα σε εγκαταλείψη». Αυτήν την γνωστικήν και ενάρετον συμβουλήν του καλού σκυτοτόμου μαθών ο Πατριάρχης, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, κρίνων αυτόν άξιον πάσης τιμής δια την προς τον πλησίον και την Εκκλησίαν αγάπην. Όταν δε ήθελεν ίδει τινά υπερήφανον, δεν τον ήλεγχεν εις το φανερόν, δια να μη τον καταισχύνη, αλλά καθεζόμενος μετ’ αυτού και άλλων τινών, ωμίλει περί ταπεινώσεως, και έλεγε ταύτα καθ’ εαυτού, δια να φέρη τον υπερήφανον εις ταπείνωσιν· «Απορώ, αδελφοί, και εξίσταμαι, πως η ψυχή μου δεν συλλογίζεται, ούτε μελετά του Δεσπότου την άκραν ταπείνωσιν, αλλά κενοδοξώ κατά του πλησίον, θαρρών να έχω υπέρ εκείνον περισσοτέραν αρετήν και ευγένειαν, μη βάλλων εις τον νουν μου την γλυκυτάτην αυτού διδαχήν, ήτις λέγει· «Μάθετε απ’ εμού να είσθε πραείς και ταπεινοί, δια να εύρητε εις τας ψυχάς σας ανάπαυσιν», μηδέ συλλογιζόμενος τα θαύματα και παραδείγματα των Αγίων, οίτινες ωνομάζοντο γη και σποδός, σκώληκες και όχι άνθρωποι. Διατί να υπερηφανεύωμαι ο τρισάθλιος; Δεν είμαι από τον πηλόν καμωμένος; Δεν είναι η δόξα μου όλη ως άνθος χόρτου, όστις ταχέως μαραίνεται; Διατί λοιπόν να κενοδοξούμεν; Ας συλλογισθώμεν την άπειρον ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα του Δεσπότου, όστις μας εχάρισεν όλα τα κτίσματα δια να μας υπηρετούν και να μας δουλεύωσι και άλλας πολλάς ευεργεσίας εποίησε και τελεί καθ’ εκάστην προς ημάς τους αγνώμονας. Ημείς δε τον υβρίζομεν διηνεκώς και τον σταυρώνομεν με τας πράξεις μας και δεν μας θανατώνει, ούτε μας παιδεύει, αλλά περιμένει ως μακρόθυμος, και βλασφημούμενος ευεργετεί, ανατέλλων τον ήλιον και βρέχων επί δικαίους και αμαρτάνοντας». Έλεγε δε πάλιν ο Άγιος· «Βλέπομεν πολλούς ανόμους και κακούς ανθρώπους, οίτινες κάμνουν τόσας αμαρτίας, και τους υπομένει. Πόσοι κλέπται και πειραταί ληστεύουσιν εις το πέλαγος και εκείνος τους φυλάττει και τους σκέπει, προστάσσων την θάλασσαν να μη τους πνίξη, δια να έλθωσιν εις μετάνοιαν; Ομοίως και ημείς ευρισκόμεθα εις την αμαρτίαν και μεθύομεν ή πορνεύομεν ή άλλα παρόμοια πράττομεν και Εκείνος προστάσσει τα ποιήματά του να μας δίδουν πάσαν απόλαυσιν. Αι μέλισσαι περιέρχονται όλα τα άνθη και συνάγουν το μέλι να γλυκάνουν την γεύσιν μας. Τα κλήματα κάνουν τον οίνον δια να ευφραίνεται η καρδία μας. Οι βόες δουλεύουν και βασανίζονται δια να μας τρέφωσι. Τα πρόβατα μάς ενδύουσι και απλώς όλα τα ζώα και τα αναίσθητα κτίσματα ποικιλοτρόπως μάς ευεργετούσι, δια το δεσποτικόν πρόσταγμα, μόνον ημείς οι αναίσθητοι αγνωμονούμεν προς τον Δημιουργόν και Σωτήρα μας. Ας φοβηθώμεν, αδελφοί, την αυστηροτάτην απολογίαν, την οποίαν μέλλει να δώσωμεν εις την φοβεράν ημέραν της κρίσεως. Πολύ ωφελούνται όσοι μελετώσι τον θάνατον, στοχαζόμενοι πόσην θλίψιν λαμβάνει η τάλαινα ψυχή εις εκείνον τον φοβερόν χωρισμόν, όταν συναχθώσιν οι αγαθοί και πονηροί Άγγελοι, ως υπηρέται Θεού, δια να χωρίσωσι την ψυχήν εκ του σώματος. Τότε θέλει ζητεί καιρόν προς μετάνοιαν και να μη της δίδωσι, διότι όταν είχε καιρόν ευρίσκετο εις αμέλειαν». Έπειτα έστρεφε καθ’ εαυτού τον λόγον ο Άγιος και έλεγεν· «Ω αμαρτωλέ Ιωάννη, τάχα θα περάσης αφόβως τοιούτους εχθρούς, όταν συναχθούν τα καταχθόνια θηρία να σε αρπάσωσι;» Ταύτα λέγων τους διηγήθη μίαν οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις άνθρωπος, Συμεών ονόματι, όστις ήτο εις την Κολωνίαν και έβλεπε ψυχήν τινα ανερχομένην εις τα ουράνια, την οποίαν εκύκλωσαν τα της υπερηφανείας δαιμόνια, τα της καταλαλιάς και άλλα διάφορα τάγματα των δαιμόνων. Ταύτα λέγων ο Άγιος εφοβείτο τον θάνατον, ενθυμούμενος τον Αββάν Ιλαρίωνα, του οποίου η ψυχή, όταν ήλθεν εις θάνατον, εδειλία να εξέλθη και έλεγε προς εαυτόν ταύτα· «Ω ψυχή μου, ογδοήκοντα έτη εδούλευες εις τον Θεόν και τώρα φοβείσαι τον θάνατον; Έξελθε αδιστάκτως. Ο Κύριός σου θέλει σε συγχωρήσει ως πολυέλεος». Ταύτα συλλογιζόμενος έκλαιεν, λέγων· «Εάν ο αγιώτατος Ιλαρίων, όστις υπηρέτει τον Χριστόν τόσους χρόνους, εφοβήθη τον θάνατον, ποίαν απολογίαν να δώσης συ, ταλαίπωρε Ιωάννη, προς το πνεύμα του ψεύδους και της καταλαλιάς και των λοιπών περιπτώσεων;» Τότε εμβλέπων προς τον ουρανόν έλεγε· «Κύριε ελεήμον, διασκόρπισον τους φορολόγους δαίμονας, δος μας, Δέσποτα, τους Αγίους Αγγέλους, να μας σκέπωσιν εις εκείνο το φοβερόν πέρασμα, ότι μεγάλη είναι η πανουργία και το μίσος αυτών καθ’ ημών». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγεν ο μακάριος προς νουθεσίαν του λαού, τα οποία αφήνω δια βραχύτητα. Μένει δε μόνον ν’ ακούσετε την παρ’ αυτού ποθουμένην προς ουρανούς εκ τούτου του ματαίου και επικήρου κόσμου μετάστασιν. Δια τας αμαρτίας του λαού παρεχώρησεν ο Θεός να καταλάβουν οι Πέρσαι την Αλεξάνδρειαν· όθεν ο Άγιος ητοιμάζετο να υπάγη εις την πατρίδα του. Τούτο μαθών ο Πατρίκιος Νικήτας τον παρεκάλεσε να απέλθουν μαζί εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ευλογήση τους βασιλείς. Βλέπων λοιπόν την ευλάβειαν του Πατρικίου ο Άγιος, συγκατέβη δι’ αγάπην του και εισήλθον εις το πλοίον αμφότεροι· αφού δε ολίγον έπλευσαν ηγέρθη μεγάλη τρικυμία και εκινδύνευον. Την νύκτα είδεν ο Πατρίκιος εις το όραμά του τον Πατριάρχην με τους πτωχούς και ποτέ μεν ετριγύριζε το πλοίον, βλέπων εάν εχρειάζετο τι, ποτέ δε υψώνων τας χείρας του προς τον ουρανόν, εδέετο του Κυρίου να καταπραϋνη την θάλασσαν και του εφαίνετο ότι του επήκουσεν ο Θεός και ούτω κατά αλήθειαν έγινεν. Αφού λοιπόν εκόπασεν ο άνεμος, έφθασαν εις λιμένα τινά της Ρόδου, εκεί δε βλέπει ο Πατριάρχης όχι κοιμώμενος, αλλά έξυπνος ολοφάνερα, Άγγελον εις ανθρωπίνην μορφήν, όστις έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, με σκήπτρον χρυσούν εις την χείρα, και του λέγει· «Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων σε προσκαλεί να έλθης εις εκείνην την μακαρίαν και άλυπον πόλιν, δια να συναγαλλώμεθα πάντοτε». Τότε ο Άγιος με χαράν μεγάλην ηυχαρίστησε τον Πανάγαθον Θεόν, όστις τον ηυσπλαγχνίσθη και απεφάσισε να τον εξαγάγη από την κοιλάδα ταύτην του κλαυθμώνος. Έπειτα λέγει προς τον Πατρίκιον· «Συ μεν, ω λαμπρότατε, εσπούδαζες να υπάγωμεν προς τον επίγειον βασιλέα, εμέ όμως προσεκάλεσεν ο επουράνιος Βασιλεύς των βασιλευόντων». Ο δε Πατρίκιος ελυπήθη πολύ τοιούτου ανθρώπου την στέρησιν, όμως του είπε και τον ηυλόγησε και τον ηυχήθη, ούτω δε απεχαιρέτησαν αλλήλους εν αγίω φιλήματι. Και ο μεν έπαρχος απήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε Άγιος εις την πατρίδα του την Αμαθούντα της Κύπρου. Ευθύς λοιπόν ως ήλθεν εις την πατρίδα του ο Άγιος προσέταξε τον υπογραφέα να γράψη την διαθήκην του, ήτις έλεγε ταύτα· «Ιωάννης δούλος μεν ατελής των του Θεού δούλων δια το της Αρχιερωσύνης αξίωμα, ελεύθερος δε Χάριτι Χριστού. Ευχαριστώ σοι, Κύριε, ο Θεός μου, ότι με ηξίωσας και έδωκά σοι τα ιδικά σου χαρίσματα, και δεν μου έμεινεν απ’ εκείνα τι, ειμή μόνον τρία νομίσματα, τα οποία κελεύω να δοθώσι και αυτά εις τους πτωχούς εν Χριστώ αδελφούς μου. Γινώσκεις, Κύριέ μου, ότι οπόταν με έκαμες Επίσκοπον, εύρον οκτώ χιλιάδας λίτρας χρυσίου, το οποίον όλον διεμοίρασα εις τους πτωχούς. Όχι δε μόνον αυτά, αλλά και όσας μυριάδας μου έστειλεν η Χάρις σου ύστερον, γινώσκων ότι είναι ιδικά σου, τα έδωσα εις τους αδελφούς μου δι’ αγάπην σου. Δέξαι λοιπόν την ψυχήν μου, Άγιε Δέσποτα». Ταύτα ειπών ανεπαύσατο εν Κυρίω ο μακάριος Ιωάννης εν έτει χιθ΄ (619), ετών εξήκοντα τεσσάρων. Ω αγιωτάτη ψυχή! Ω ανείκαστος ευλάβεια! Έπραξεν ως καλός δούλος και διανομεύς πιστότατος. Ωκοδόμησε Μοναστήρια και νοσοκομεία· έκτισε πανδοχεία και άλλους οίκους δια τους απόρους και πένητας· επροίκισε την Εκκλησίαν και εβοήθησε τους πτωχούς άφθονα και πλουσιοπάροχα· όθεν και ο πλουσιόδωρος ανταποδότης Θεός τον εδόξασεν εις την ζωήν του και μετά θάνατον, και ετέλεσε σημεία μεγάλα και εξαίσια θαύματα, από τα οποία να είπωμεν ένα ή δύο εις πίστωσιν των άλλων. Αφού έψαλαν κατά την τάξιν το άγιον αυτού και ιερώτατον λείψανον εις την Εκκλησίαν του Αγίου και θαυματουργού Τύχωνος, επήγαν να τον ενταφιάσουν εις τάφον τινά, εις τον οποίον ήσαν θαμμένοι πρότερον δύο Επίσκοποι· και καθώς έβαζαν τον Άγιον, εσύρθησαν τα δύο εκείνα λείψανα το μεν προς τα δεξιά, το δε προς τα αριστερά και αφήκαν εις το μέσον των τόπον και εδέχθησαν τον Άγιον· Ακούσατε δε και άλλο θαυμασιώτερον. Πέντε ημέρας πριν να τελευτήση ο Άγιος, ακούσασα γυνή τις ότι εις ολίγας ημέρας, κατά το ρήμα του Αγίου, έμελλε να υπάγη προς Κύριον, έδραμε και πίπτει μετά πολλών δακρύων εις τους πόδας του λέγουσα· «Δέσποτά μου αγιώτατε, εγώ η ταλαίπωρος έπραξα αμαρτίαν τινά τόσον μεγάλην και φοβεράν, την οποίαν δεν ετόλμησα να την εξομολογηθώ, γινώσκουσα ότι δεν θέλει υποφέρει άνθρωπος να την ακούση ποσώς· όμως γνωρίζω βέβαια και πιστεύω, ότι δια την χάριν και την παρρησίαν την οποίαν έχεις προς Κύριον, δύνασαι δια προσευχής να μου εξαλείψης το ανόμημα». Ο δε είπε προς αυτήν με πραότητα· «Εάν πιστεύης, ω γύναι, ότι δι’ εμού του αμαρτωλού θέλει σου συγχωρήσει ο Κύριος το ανόμημα, ομολόγησέ το να λάβης τελείαν άφεσιν». Η δε απεκρίνατο, ότι δεν ηδύνατο να το ομολογήση ποσώς, από την πολλήν αισχύνην του πράγματος. Λέγει τότε εις αυτήν ο Άγιος· «Ύπαγε και γράψε αυτό καν εις τεμάχιον χάρτου και φέρε μου αυτό εσφραγισμένον, σου υπόσχομαι δε εις τον Θεόν να μη το ίδη άνθρωπος τις». Η δε μετά βίας εδέχθη να κάμη το προστασσόμενον. Αφού λοιπόν έφερεν η γυνή το γράμμα γεγραμμένον και εσφραγισμένον, παρεκάλεσε τον Άγιον να το φυλάττη καλά δια να μη περιπέση εις ξένα χέρια. Υπεσχέθη όθεν να κάμη το θέλημά της ο Άγιος και η μεν γυνή ανεχώρησε και απήλθε δι’ υπηρεσίαν έξω της πόλεως, ο δε Άγιος ετελεύτησε, χωρίς να είπη τινός τίποτε περί ταύτης της υποθέσεως. Η γυνή, ως έμαθε την κοίμησιν αυτού, έλαβε τόσον πόνον και θλίψιν, ώστε εκινδύνευε σχεδόν να παραλογίση· όμως θαρρούσα εις την Χάριν του Αγίου, απήλθεν εις τον τάφον αυτού και ώσπερ να ήτο ακόμη ζων, ελάλησε προς αυτόν ταύτα κλαίουσα· «Ω άνθρωπε του Θεού, εγώ δεν ηθέλησα να σου ομολογήσω την αμαρτίαν μου δια την αισχύνην, αλλά την έγραψα, καθώς προσέταξας, και σου έφερα το γραμματείον, δια να φύγω την μέλλουσαν κόλασιν, και συ εκοιμήθης έξαφνα και δεν ηξεύρω εις τίνος χείρας ευρίσκεται· και ενώ δεν ήθελα να το ακούση άνθρωπος, τώρα θαρρώ θα το μάθη όλη η Κύπρος και θα λάβω αισχύνην και σύγχυσιν άμετρον. Ω να μη σου το έδιδα, επειδή ωφέλειαν δεν μου έκαμες! Πλην δεν απελπίζομαι η ταλαίπωρος, ούτε αναχωρώ από τον τάφον σου, έως ότου μου αποκαλύψης την αλήθειαν, και να λάβω πληροφορίαν της υποθέσεως, επειδή πιστεύω ότι δεν απέθανες, αλλά ζης εν Κυρίω και λαμβάνεις παρ’ αυτού όσα θέλεις και βούλεσαι». Θρηνούσα λοιπόν και προσευχομένη εις τον τάφον του Αγίου η γυνή εκείνη τρία ημερονύκτια χωρίς ποσώς να κοιμηθή ή να δοκιμάση ύδωρ ή βρώσιμον, την τρίτην νύκτα βλέπει οφθαλμοφανώς τον Άγιον εξερχόμενον, ω του θαύματος! ώσπερ ζώντα με τους άλλους δύο Επισκόπους και της λέγει· «Έως πότε, ω γύναι, δεν θα παύης να βοάς και να μας δίδης ενόχλησιν, και δεν μας αφήνεις να ησυχάσωμεν, καταβρέχουσα τας στολάς ημών με τα τόσα σου δάκρυα;» Ταύτα ειπών, της έδωκε το γραμματείον εσφραγισμένον καθώς το έλαβε και είπε προς αυτήν· «Άνοιξον αυτό, να ίδης εάν είναι εκείνο το οποίον μου έδωκες, και δόξαζε τον ποιούντα έργα παράδοξα». Η δε γυνή έκθαμβος γενομένη βλέπει τους Αγίους και εισήλθον εις το μνημείον· έπειτα ανοίγει το γράμμα, και βλέπει την μεν αμαρτίαν εξηλειμμένην τελείως, αντί δε εκείνων των λογίων ήσαν γεγραμμένα ταύτα· «Δια Ιωάννην τον δούλον μου σου εσυγχώρησα το μέγα αμάρτημα». Αυτά και άλλα όμοια θαύματα έκαμεν ο Παντοδύναμος Θεός δια να δοξάση τον δούλον του, όχι μόνον εις τον τάφον αυτού, αλλά και εις άλλους τόπους και με τρόπους διαφόρους. Άνθρωπός τις, Σαβίνος καλούμενος, Μοναχός εγκρατής και φιλάρετος, κατώκει εις Αλεξάνδρειαν. Ούτος γενόμενος εις έκστασιν την ώραν κατά την οποίαν ο Άγιος ετελεύτησεν, είδεν αυτόν εκ της Επισκοπής εξερχόμενον με όλους τους Κληρικούς, έχοντας λαμπάδας και κηρία εις τας χείρας των, και νέος τις λαμπρότατος προσεκάλει αυτόν προς τον βασιλέα. Τότε βλέπει και εξήλθεν από την Επισκοπήν κόρη τις ωραιοτέρα από τον ήλιον, βαστάζουσα εις την κορυφήν της στέφανον ελαίας, ήτις λαβούσα από την χείρα τον Άγιον, του έβαλεν εις την κεφαλήν τον στέφανον και επήγαιναν εις τον Βασιλέα αμφότεροι. Εις εαυτόν δε γενόμενος ο Σαβίνος ηννόησε την σημασίαν της οπτασίας και δια περισσοτέραν βεβαίωσιν της αληθείας έγραψε την ημέραν και την ώραν, κατά την οποίαν είδε την όρασιν· και όταν ήλθαν Κύπριοι, τους ηρώτησε πότε εκοιμήθη ο Άγιος και εύρεν, ότι αυτήν την ώραν, οπού είδε την όρασιν. Εγνώρισε δε, ότι η κόρη εκείνη, ήτις είχε τον στέφανον, ήτο η Ελεημοσύνη, ήτις εφάνη εις τον Άγιον και πρότερον, ως ηκούσατε, και του υπεσχέθη να τον οδηγήση εις τον Βασιλέα· όθεν ετέλεσε την υπόσχεσιν και τον επήγεν έμπροσθεν του αιωνίου Βασιλέως Χριστού με παρρησίαν και δόξαν άφραστον, διότι ήτο προς τους πτωχούς τοσούτον ελεήμων και εύσπλαγχνος. Άλλος δε τις Αλεξανδρεύς, ευσεβής και περιβόητος άνθρωπος, είδε την νύκτα, κατά την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, πλήθος πολύ ορφανών και χηρών, κρατούντων κλάδους ελαιών, οίτινες επροπορεύοντο και ηκολούθουν τον Άγιον, όταν επήγαινεν εις την Εκκλησίαν. Κατά την εορτήν του Αγίου εώρταζον την μνήμην αυτού εις τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Τύχωνος, και ήσαν συνηθροισμένοι λαός πολύς ψάλλοντες υμνωδίας και άσματα. Τότε θέλων ο Θεός να φανερώση πόσην δόξαν έδωκεν εις τον Άγιον και πόσην παρρησίαν εύρεν ο ζηλωτής της φιλανθρωπίας του, ηυδόκησε να αναβλύση το λείψανόν του μύρον πολύ ευωδέστατον εις υγείαν και σωτηρίαν πολλών,του οποίου κατατρυφήσαντες ανέπεμπον ευχαριστηρίους ευχάς προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον Θεόν, τον δοξάζοντα τους αυτόν αντιδοξάζοντας και πληρούντας αυτού τα προστάγματα. Ούτος είναι, αγαπητοί, ο Βίος και τα κατορθώματα του όντως ευσπλαγχνικού και ελεήμονος Ιωάννου. Δεν εσκόρπισε τους θησαυρούς μάταια, αλλ’ έστειλεν αυτούς ως φρόνιμος έμπορος εις την αληθή πατρίδα, να τους απολαμβάνη αιώνια. Εφύλαξε τον δεσποτικόν λόγον, όστις λέγει· «Μη θησαυρίζετε ημίν θησαυρούς επί της γης» (Ματθ. στ:19). Διότι η σκωρία και ο σάραξ αφανίζει και τρώγει τον πλούτον σας, αλλά θησαυρίζετε εις τον ουρανόν, όπου δεν φθείρεται ο πλούτος σας, ούτε τις ημπορεί να τον κλέψη· ήτοι να δώσης το πράγμα σου εις τους πτωχούς· και όσον δώσης εις την γην, θα σου το ανταποδώση εκεί εις τον ουρανόν ο αιώνιος Βασιλεύς εκατονταπλάσια. Τούτον μιμηθήτε και σεις, πλούσιοι, αυτόν ζηλώσατε και περισυλλέξατε τώρα εισοδήματα, που είναι οι χρόνοι κατάλληλοι, ίνα δικαιωθήτε εις τον καιρόν της ανάγκης και στερήσεως. Διασκορπίσατε τον πλούτον εις πένητας, θρέψατε πεινώντας, ενδύσατε γυμνούς, συνάξετε ξένους. Ασθενούντας και τους εν φυλακαίς επισκέψασθε και τους εν απορία παραμυθήσατε, καθώς έκαμε και ο σήμερον εορταζόμενος Άγιος, ο συμπαθής και εύσπλαγχνος, ο αβραμιαίος και χριστομίμητος Ιωάννης, ίνα ομού με αυτόν και πάντας τους ελεήμονας ακούσητε εκείνην την ευκταίαν και παμπόθητον φωνήν του Δικαίου Κριτού και Πανοικτίρμονος, την λέγουσαν· «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν Βασιλείαν», ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου