Νικόδημος ο αοίδιμος ούτος νέος Oσιομάρτυς
κατήγετο από το Ελβασάν, κώμην της Αλβανίας, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς·
ελθών δε εις ηλικίαν, έλαβε γυναίκα και απέκτησε τέκνα. Συναναστρεφόμενος δε με
τους Αγαρηνούς και παρακινούμενος από αυτούς, εδελεάσθη και ηρνήθη φευ! την
πίστιν του Χριστού· μετά ταύτα τόσον αφωσιώθη εις την θρησκείαν των Αγαρηνών,
ώστε βιαίως ετούρκευσε και τα τέκνα του, εκτός ενός, το οποίον έλαβον κρυφίως
μερικοί Χριστιανοί και το έστειλαν εις το Άγιον Όρος· αλλ’ εκείνος εξετάζων δια
να εύρη και εξισλαμίση αυτό, έμαθεν ότι ευρίσκεται εις το Άγιον Όρος· παρευθύς
τότε εκίνησε με πολύν θυμόν και μετέβη εις το Άγιον Όρος, έχων σκοπόν, εάν το
εύρη, να προξενήση εις τα Μοναστήρια μεγάλην ζημίαν· αλλ’ ο Θεός ο φιλάνθρωπος,
ο θέλων πάντας σωθήναι, ωκονόμησεν εις αυτόν την σωτηρίαν με τρόπον θαυμάσιον·
διότι αντί να εύρη το παιδίον και να το τουρκεύση, επέστρεψεν αυτός εις
μετάνοιαν, ελθών δε εις εαυτόν εγνώρισε το κακόν όπου έπαθε, παρήτησε δε ομού
με τον ισλαμισμόν και τον κόσμον και έμεινεν εις το Όρος και έγινε καλόγηρος,
μετονομασθείς Νικόδημος· και εις τόσην μετάνοιαν ήλθεν, ώστε έκαμε τρεις
χρόνους άκραν νηστείαν, κλαίων καθ’ εκάστην πικρώς και παρακαλών τον Θεόν να
του συγχωρήση το μέγα παράπτωμα της αρνήσεως. Τοιουτοτρόπως λοιπόν
αγωνιζόμενος, ήκουσε μερικούς Πατέρας, οίτινες έλεγον, ότι όποιος αρνηθή τον
Χριστόν έμπροσθεν των ανθρώπων, συμφέρει πολλά εις αυτόν να τον ομολογήση πάλιν
έμπροσθεν των ανθρώπων· εκ τούτου ήλθεν εις επιθυμίαν να μαρτυρήση· ακούων δε
περί του Οσίου Ακακίου, όστις ησκήτευεν εις το Καυσοκαλύβι, επορεύθη προς αυτόν
δια να λάβη την ευχήν του και να τον συμβουλευθή τι πρέπει να κάμη. Ευθύς δε ως
είδε τον Όσιον, έπεσεν εις τους πόδας του και έκλαιεν ώραν πολλήν. Ο δε Όσιος,
λαμβάνων αυτόν από τας χείρας και καλέσας αυτόν εξ ονόματος χωρίς να τον
γνωρίζη, τον ανήγειρε και τον παρηγόρησεν ικανώς δια την σωτηρίαν του· έπειτα
ανεχώρησεν ολίγον και προσηύχετο νοερώς. Οι δε ευρεθέντες τότε εκεί είδον φως,
ως αστέρα, το οποίον κατέβη από τον ουρανόν εις τον Όσιον και έλαμψε το
πρόσωπόν του· ύστερον εγύρισεν εις τον ευλογημένον Νικόδημον και του είπε λόγον
τινά μυστικόν, με τον λόγον δε, ευθύς, η μεν λάμψις έφυγεν από τον Όσιον,
κατάνυξις δε μεγάλη εγεννήθη εις τον Νικόδημον, όστις κεντηθείς από εκείνην την
θείαν χάριν, έκραξε μεγαλοφώνως. Ελθών είτα κάτωθεν του σπηλαίου έκλαυσεν εκεί
γοερώς ώραν ικανήν. Κατόπιν εγύρισε πάλιν εις τον Όσιον και εζήτει άδειαν και
ευχήν, ίνα υπάγη εις το μαρτύριον· ο δε Όσιος ευχηθείς αυτόν και λαμβάνων μίαν
ράβδον, την έδωκεν εις τας χείρας του, ειπών εις αυτόν· «Ύπαγε με αυτήν εμπρός
εις τον πασάν και με την δύναμιν του Θεού θέλεις τελειώσει καλώς το μαρτύριον».
Λαβών ο μακάριος Νικόδημος την ράβδον και περιφραχθείς με τας ευχάς του Οσίου,
κατεφλέχθη όλος από τον πόθον του μαρτυρίου. Όθεν και απεφάσισεν ευθύς να
κινήση εκείθεν δια το μαρτύριον. Πλην επειδή ήτο αδύνατος και δεν ηδύνατο να
περιπατήση τόσον δρόμον δια τας υπερβολικάς νηστείας όπου έκαμεν, εζήτει άδειαν
από τον Όσιον να καταλύση δια να ενδυναμωθή, ίνα περιπατή. Ο δε Όσιος του είπε·
«Τώρα μάλιστα, αδελφέ, σου χρειάζεται η νηστεία, όπου μέλλεις να αγωνισθής
τούτον τον δια Χριστόν τελευταίον αγώνα· όθεν περιπάτει όσον δύνασαι, και ο
Κύριος όστις είπεν «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλά και εν παντί
ρήματι του Θεού», αυτός θέλει σε ενδυναμώσει να περιπατής χωρίς κόπον». Τότε ο
Μάρτυς του λέγει· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δι’ ευχών σου, Πάτερ, να κάμη
το έλεός του εις εμέ, και να με αξιώση της καλής του ομολογίας· πλην φοβούμαι
τον δαίμονα». Ο δε Όσιος του λέγει· «τον Θεόν να φοβήσαι, αδελφέ, και όχι τον
δαίμονα, όστις δεν έχει καμμίαν εξουσίαν επάνω εις ημάς αφ’ εαυτού· έχε λοιπόν
όλον σου το θάρρος εις τον Χριστόν, Αυτός δε θέλει σε δυναμώσει και τον δαίμονα
να νικήσης και υπέρ Χριστού να μαρτυρήσης». Ταύτα ακούσας ο Νικόδημος, δάκρυσι
και χαρά περιχυθείς, έπεσε και ησπάσθη τους πόδας του Οσίου και ούτω λαβών την
ράβδον από την χείρα του και την ευχήν του, ανεχώρησεν εκείθεν χαίρων.
Ευρισκόμενος δε ακόμη εις το Άγιον Όρος, εφάνη ο Κύριος εις αυτόν (ω της πολλής
φιλανθρωπίας σου, Δέσποτα!) και τον ενεδυνάμωσε, δείξας εις αυτόν φανερά και
όλα τα μαρτύρια, άτινα έμελλε να πάθη δια το όνομά Του, έτι δε και αυτόν ακόμη
τον τόπον της καταδίκης, όπου έμελλε να αποκεφαλισθή. Όθεν νηστεύων και
εγκρατευόμενος, όσον ηδύνατο, εις όλον τον δρόμον δεν ηδυνάτησεν, αλλά
ενδυναμούμενος με την χάριν του Χριστού έφθασεν ακόπως εις την πατρίδα. Ιδόντες
τότε αυτόν οι Αγαρινοί τον ανεγνώρισαν και ευθύς τον ήρπασαν και τον ωδήγησαν
εις τον πασάν, ο οποίος δακιμάζων με διαφόρους τρόπους να τον επαναφέρη εις την
θρησκείαν των και μη δυνάμενος, επρόσταξε και τον εκρήμνισαν κάτω από το παλάτι
του, το οποίον ήτο πολλά υψηλόν, αλλ’ ω του θαύματος! τοιουτοτρόπως αβλαβής
κατέβη, ως να ήτο αετός εις τον αέρα, εστάθη δε εις τους πόδας του όρθιος.
Παρευθύς έδραμε πάλιν ο Άγιος και ανελθών εις το παλάτι ενεφανίσθη εις τον
πασάν, ο δε πασάς ιδών αυτόν ετρόμαξε πολλά και ηβουλήθη να τον απολύση, αλλά
φοβούμενος το πλήθος των Αγαρηνών, τον παρέδωκεν εις τας χείρας αυτών, οι
οποίοι, αρπάσαντες αυτόν με θυμόν, τον εβασάνιζον τρία νυχθήμερα με φρικτά και
σκληρά κολαστήρια. Ούτω οδηγούντες αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης, τον
εγονάτιζον συχνά εις τον δρόμον, τάχα απειλούντες αυτόν να τον αποκεφαλίσουν,
δια να τον κάμουν να δειλιάση· αλλ’ ο Μάρτυς έμενε στερεός εις την πίστιν του
Χριστού, έως ότου έφθασαν εις τον τόπον τον οποίον του έδειξεν ο Κύριος· εκεί
δε προσευξάμενος και κλίνας την κεφαλήν εδέχθη δια ξίφους το μακάριον τέλος·
και η μεν αγία του ψυχή ανέβη με τον στέφανον του μαρτυρίου εις τους ουρανούς,
το δε πάντιμον αυτού λείψανον έμεινε σώον έως την σήμερον αναβρύον πηγάς
ιαμάτων και ευωδίαν άμετρον εις εκείνους, οίτινες προστρέχουν εις αυτό μετά
πίστεως, εορτάζοντες την μνήμην αυτού χαρμοσύνως τη ια΄ (11η) Ιουλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου