Ανδρέας ο θείος πατήρ ημών ήκμασε περί το χπ΄ (680) από Χριστού έτος, πατρίδα έχων την περίφημον Δαμασκόν, και γεννηθείς από γονείς θεοσεβείς και εναρέτους, Γεώργιον και Γρηγορίαν ονομαζομένους. Ούτος ο εν Αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας έως του εβδόμου έτους της ηλικίας αυτού ήτο άφωνος, μη δυνάμενος να λαλήση ουδόλως. Όθεν ένεκα τούτου οι γονείς του ελυπούντο πάρα πολύ, νομίζοντες ότι θα μείνη βωβός δια παντός του βίου αυτού. Αλλά αφ’ ου παρήλθον τα επτά έτη, μεταβάς κάποτε μετά των γονέων αυτού ίνα μεταλάβη το πανάχραντον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ω του θαύματος! ευθύς ως μετέλαβεν, ελύθη η γλώσσα του και ελάλει ανεμποδίστως. Έκτοτε οι γονείς του έστειλλον αυτόν εις το σχολείον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα.
Ο δε καλός Ανδρέας, ως οξύς τον νουν, κατεγίνετο εις τα μαθήματα με πολλήν προθυμίαν και επιμέλειαν και γυμναζόμενος με πόθον υπερβολικόν εις πάσαν μάθησιν, επροχώρησε με μεγάλην σύνεσιν και εις την φιλοσοφίαν. Ίνα δε είπω συντόμως, επειδή είχε διδασκάλους καλώς κατηρτισμένους, εδιδάχθη τα καλλίτερα μαθήματα, και τοιουτοτρόπως εκαθάρισε την γλώσσαν του, δια να ομιλή μετά τέχνης και γλυκύτητος, την ψυχήν του εκαλλιέργησεν εις σημείον ώστε να αποκτήση την αρετήν και την αλήθειαν και τον νουν του εις το να προχωρήση εις τας υψηλοτέρας θεωρίας. Έπειτα μελετών επιστημονικώς τας θείας και ιεράς Γραφάς, και φωτισθείς εξ αυτών κατά την διάνοιαν, εγένετο θερμός εραστής της αληθούς και θείας σοφίας και όλως διόλου απέβλεπε προς εκείνην. Στοχαζόμενος δε εξ άλλου, ότι δεν θα ηδύνατο κατ’ άλλον τρόπον να ενωθή με εκείνην την θείαν σοφίαν, ει μη με το να ελευθερωθή από τα γήϊνα και υλικά αγαθά, παρεκάλεσε τους γονείς του να τον αφιερώσουν εις τον Θεόν, επειδή ουδεμίαν ησθάνετο κλίσιν και αγάπην προς τα του κόσμου πράγματα. Οι δε γονείς του, κινηθέντες παρά Θεού, μετέβησαν μετ’ αυτού και αφιέρωσαν αυτόν εις τον Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου, ως ευπρόσδεκτον προσφοράν. Ήτο δε τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων αγιώτατος τις άνθρωπος και πολύ ενάρετος, Θεόδωρος ονομαζόμενος, ο οποίος μετά πολλής χαράς προσδεξάμενος τον νέον έκαμεν αυτόν πνευματικόν τέκνον του, και ενδύσας αυτόν δια του Μοναχικού σχήματος εχειροτόνησε διάκονον και επεμελείτο όλως διόλου την προκοπήν του, φροντίζων να αναθρέψη αυτόν με αρετάς και να ναβιβάση εις άνδρα τέλειον, και εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Όθεν, επιτυχών γην καλήν, την ψυχήν του νέου, είχεν ελπίδας καλάς, ότι δια του θείου λόγου της διδασκαλίας του και δια του καλού παραδείγματος της αρετής, έχει να θερίση και καρπόν εκατονταπλάσιον. Αλλά προ του να απολαύση την τοιαύτην ποθουμένην του νέου τελειότητα, ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και εκδημήσας με χαράν εις χείρας του πνευματικού του τέκνου, απήλθε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια να λάβη τους λαμπρούς στεφάνους της καλής οικονομίας ην ήσκησεν εις την Εκκλησίαν Αυτού. Άφησε δε τον θείον Ανδρέαν, ομού μετά του οικονόμου της Εκκλησίας, κυβερνήτην και επίτροπον των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Διότι η νεότης του Αγίου δεν επέτρεπε να αφήση αυτόν μόνον διάδοχον του θρόνου του. Αλλ’ ο Άγιος, αν και κατά την ηλικίαν ήτο νέος, κατά την αρετήν όμως, την κοινήν πρόνοιαν, την επιστασίαν και ωφέλειαν της Εκκλησίας, δεν ήτο ελλιπέστερος ουδενός άλλου προστάτου της Εκκλησίας, διότι δια την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων υπήρξε και πατήρ και διδάσκαλος και οικονόμος και υπηρέτης και παράδειγμα λαμπρόν πάσης ιδέας καλού. Επειδή δε δια προσταγής του ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, του εγγόνου του Ηρακλείου, συνήχθη τότε εις την Κωνσταντινούπολιν η Αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος, ήτις ανήρεσε λαμπρώς την αίρεσιν των Μονοθελητών, και έγραψεν εις τόμον ιερόν τα δόγματα της ευσεβείας, εστέλλοντο εις πάσαν Εκκλησίαν γράμματα βασιλικά επισφραγίζοντα τον Συνοδικόν Τόμον και παρακινούντα πάντας τους ευσεβείς να ακολουθούν αυτόν, έφθασαν τα γράμματα ταύτα και εις την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων και επλήρωσαν αυτήν χαράς πνευματικής, διότι έβλεπεν, ότι η ευσέβεια, ήτις επολεμείτο πρότερον από τους αιρετικούς, εστερεώθη πάλιν λαμπρώς. Όθεν άπαντες οι εν Ιεροσολύμοις πρόκριτοι, σκεφθέντες ότι πρέπει να αποστείλουν εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπον και δια μέσου αυτού να δείξουν, ότι και αυτοί είναι σύμφωνοι προς τα δόγματα της ιεράς εκείνης Συνόδου, έκριναν, δια κοινής ψήφου, να αποστείλουν δια την πρεσβείαν ταύτην τον μέγαν Ανδρέαν ομού μετ’ άλλων δύο κληρικών, επειδή αυτός ήτο γεγυμνασμένος εις τα δόγματα της ευσεβείας, ενημερώτερος παντός άλλου εις τα τοιαύτα και δια της δυνάμεως του λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Όθεν συμπαραλαβών δύο ελλογίμους Κληρικούς, τους οποίους αυτός εξέλεξε, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά δεν επρόφθασεν εν ζωή τον βασιλέα, εύρε δε τον υιόν του Ιουστινιανόν τον ρινότμητον κληρονόμον της βασιλείας, προς ον, αφού ενεχείρισε την ομολογίαν της εν Ιερουσαλύμοις Εκκλησίας, τα ελλείποντα της ομολογίας ανεπλήρωσεν ο ίδιος δια της καλής αυτού γλώσσης. Θαυμασθείς δε παρ’ όλων δια την αγιότητα και την σοφίαν αυτού, και διοικήσας καλώς την πρεσβείαν, τους μεν δύο Κληρικούς τους συντροφεύσαντας αυτόν απέστειλε πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, δι να αναγγείλουν εις τους άλλους ποίον αποτέλεσμα έλαβεν η πρεσβεία των, αυτός δε παρέμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ελευθερώση τον εαυτόν του από τας Εκκλησιαστικάς υποθέσεις και να διέλθη εις το εξής ζωήν ήσυχον και μοναχικήν. Όθεν συγκεντρώσας τον εαυτόν του και εγκαταλείψας πάσαν μέριμναν εύλογον και ανεύλογον, αφωσιώθη όλος εις την θείαν μελέτην και θεωρίαν, αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και δάκρυα. Τοιουτοτρόπως εξηγνίσθη κατά το σώμα, εκαθαρίσθη κατά την ψυχήν, και εφωτίσθη έτι μάλλον κατά τον νουν, κατά πάντα δε τρόπον ανυψώθη εις τον Θεόν, ηνώθη μυστικώς μετ’ υτού, και απήλαυσε τους αρραβώνας των μελλόντων αγαθών. Διελθών δε πολύν καιρόν εις την ησυχίαν κατέστησεν εαυτόν δεκτικόν των τελείων μέτρων της αρετής, και ακολούθως επροξένει πολλήν ωφέλειαν εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν. Αλλ’ επειδή ο λαμπρός εις τα έργα και εις τους λόγους, ο θείος πατήρ ημών Ανδρέας, δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των πολλών και να κρυβή έως τέλους υπό τον μόδιον της ησυχίας, απεκαλύφθη τόσον εις τον βασιλέα, όσον και εις την Εκκλησίαν, και χωρισθείς μετά βίας από την ήσυχον ζωήν, διωρίσθη, αν και μη θέλων, εις την διακονίαν της Μεγάλης Εκκλησίας. Έπειτα ενεπιστεύθη εις αυτόν και η οικονομία και διοίκησις του ορφανοτροφείου, εις την οποίαν, φανείς ευδόκιμος, ελέγετο πατήρ και τροφεύς των ορφανών και των πτωχών, και επεμελήθη μετά ενδελεχούς φροντίδος και τα δύο ορφανοτροφεία της Κωνσταντινουπόλεως. Και όχι μόνον ηύξησε τα σιτηρέσια αυτών, αλλά και την στενότητα του χώρου, ην είχον τα οικήματά των, μετέβαλεν εις ευρυχωρίαν δια των μεγάλων οικοδομών τας οποίας κατεσκεύασεν. Όθεν, ως άξιος κατά πάντα, έλαβε και μεγαλύτερον αξίωμα, ανελθών εις τον υψηλόν θρόνον της Αρχιερωσύνης. Και εγένετο Μητροπολίτης της περιφήμου νήσου Κρήτης, ή, αληθέστερον, δια μέσου μιας νήσου, ποιμήν και διδάσκαλος απάσης της του Χριστού Εκκλησίας. Απελθών λοιπόν εις την επαρχίαν αυτού, ήρχισε να εκτελή το έργον του και να επιμελήται αόκνως της διοικήσεως της επαρχίας του, αφοσιωθείς τελείως εις την πρόοδον και την σωτηρίαν του ποιμνίου του. Και πρώτον μεν έφερεν εις πολύ σεμνήν τάξιν πανσόφως τους ιερωμένους, εκφωνήσας λόγον γλυκύτατον περί λειτουργικής τάξεως, δια του οποίου υπεδείκνυεν οποίος πρέπει να είναι ο ιερεύς, ο αξιούμενος όχι μόνον αυτός να πλησιάζη εις το πρώτον και απρόσιτον φως, ήτοι τον Θεόν, αλλά να φωτίζη και άλλους, και να συμφιλιώνη μετά του Θεού. Έλεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι λαμπρός και καθαρός αυτός, καθώς ο καθρέπτης, δια να ημπορή να δέχεται εντός εαυτού τας ακτίνας του θείου φωτός, και δια μέσου αυτού να μεταδίδη και εις άλλους τον φωτισμόν του. Κατόπιν έφερεν εις τάξιν τους Παρθενώνας και τα Μοναστήρια, ορίσας νόμους συμφώνως προς τους οποίους να πολιτεύωνται. Είτα επεμελείτο τους κοσμικούς, διδάσκων αυτούς να προσπαθούν να προσεγγίζουν προς τον Θεόν, και όχι να δεσμεύωνται εις την σάρκα και εις τα του κόσμου. Και τας μεν κοσμικάς ηδονάς να καταφρονούν, τας δε εντολάς του Θεού να φυλάττουν και να αγωνίζωνται δια την σωτηρίαν των. Επαιδαγώγει τους νέους, εσωφρόνιζε τους γέροντας, επέστρεφεν εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς, έδιδεν ελπίδ θείου ελέους εις τους μετανοούντας, παρεκίνει εις τους αγώνας της αρετής τους αγωνιζομένους, τους πολεμουμένους εβοήθει, τους κινδυνεύοντας να υποπέσουν εις την αμαρτίαν εβάσταζε, τους πεσόντας ανήγειρεν. Εις τους ασθενείς εγένετο δύναμις, εις τους λυπουμένους παρηγορία, εις τους λιποθυμούντας αναψυχή, εις τας χήρας προστάτης, εις τα ορφανά πατήρ, εις τους πτωχούς θησαυρός, εις τους πεινώντας τροφή, εις τους γυμνούς ένδυμα. Αλλά διατί να μακρηγορώ; Εις πάντας τα πάντα προσέφερεν, ίνα σώση πάντας. Και καθώς ο Κύριος μέλλει να γίνη εις τον μέλλοντα αιώνα φως εις τους Αγίους, και ζωή και δόξα και τροφή και ένδυμα και χαρά, και παν άλλο αγαθόν της μακαριότητος, ούτω και ο μέγας ούτος Ανδρέας ήτο δια τα πνευματικά τέκνα της επαρχίας του η πηγή παντός αγαθού, όχι μόνον ψυχικού, αλλά και σωματικού, δια του οποίου είναι δυνατόν να διανύση τις την παρούσαν ζωήν χωρίς λύπην. Ήνοιξε δε και τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του, και εσκόρπιζεν εξ αυτού λόγους αγαθούς, και πλατύνας το στόμα του, επλήρωσεν υτό εκ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όθεν εν σοφία και συνέσει δια της θείας εμπνεύσεως συνέθεσε βιβλία, εις τα οποία παρουσιάζεται και ρήτωρ εξαίσιος, και ιερολόγος θεόπνευστος. Διότι δια των λόγων αυτού εγκωμιάζει λαμπρώς την υπέραγνον Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, κατά τας διαφόρους Θεομητορικάς εορτάς. Εγκωμιάζει ομοίως και τον ζωοποιόν Σταυρόν του Σωτήρος, επί του οποίου, υπομείνας ο απαθής Θεός τα Άγια Πάθη και τον εκούσιον θάνατον, κατέστησεν ημάς κοινωνούς της Βασιλείας και της δόξης Αυτού. Εγκωμιάζει ακόμη και πολλάς άλλας Δεσποτικάς εορτάς, προς δε τούτοις εγκωμιάζει και μερικούς Αγίους, και δια των εγκωμίων τούτων έκαμεν ως ιδικά του τα μαρτύρια εκείνων. Αλλ’ εξαιρέτως εγκωμιάζει τον μέγαν Πρόδρομον Ιωάννην. Συνέθεσε δε και κατά μουσικήν και εναρμόνιον τέχνην πολλούς κανόνας και τροπάρια, δια των οποίων όχι μόνον λαμπρύνει τας εορτάς και παρακινεί τους Χριστιανούς εις πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν, αλλά προξενεί και κατάνυξιν, και κάμνει τους ψάλλοντας και αναγινώσκοντας να χύνουν πηγάς δακρύων. Εκτός δε των άλλων συνέθεσε και τον μέγαν εκείνον και αξιέπαινον Κανόνα, τον οποίον ψάλλομεν κατά την Πέμπτην της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών, ο οποίος όχι μόνον προξενεί μετάνοιαν και κατάνυξιν, αλλά και πολυμάθειαν παρέχει και διδάσκει τους Χριστιανούς με ποίαν διάθεσιν πρέπει να αναγινώσκουν τας ιεράς Ιστορίας της θείας Γραφής, και πως πρέπει να μεταχειρίζωνται αυτάς ως ύλην και αφορμήν υψηλοτέρων και ηθικών θεωριών. Όχι δε μόνον με τους λόγους του εκόσμησεν ο Άγιος την ποίμνην του, και ηύφρανε πάσαν άλλην Εκκλησίαν Χριστιανών, αλλά και με έργα και κατορθώματα μεγαλοπρεπή. Διότι και τους κατεστραμμένους ναούς του Θεού ανεκαίνισε με πλουσίαν και φιλότιμον βοήθειαν, και ναόν εκ θεμελίων ωκοδόμησεν ωραιότατον προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ονομάσας αυτόν Βλαχέρνας. Αλλά και ξενοδοχείον εκ θεμελίων έκτισεν, εις ανάπαυσιν των γερόντων, εις θεραπείαν των ασθενών, εις σκέπην των ξένων και πτωχών, προς τους οποίους όχι μόνον έδιδε πλουσιοπάροχα τα προς χρείαν άπαντα και τροφήν, εξοδεύων πανσόφως και θεαρέστως τα χρήματα του Θεού. Αλλ’ όπως εις τα άλλα εμιμείτο τον Χριστόν, τον ιδικόν του Δεσπότην και διδάσκαλον, ούτω και εις ταύτα εμιμείτο Αυτόν. Και υπηρέτει εις το ξενοδοχείον τους ασθενείς και τους ξένους δια των ιδίων του χειρών, περιζωννύμενος το χειρόμακτρον, και πλύνων τας χείρας, τους πόδας και τας κεφαλάς αυτών και καθαρίζων τας πληγάς των αρρώστων, και λείχων σχεδόν δια της γλώσσης του το σεσηπός πύον και τα αίματα. Τόσον εθέρμαινεν αυτόν η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη. Δεν είναι υπερβολικόν το να αναφέρωμεν εν ή δύο θαύματα υπό του Αγίου δια της χάριτος του Θεού τελεσθέντα, ίνα αποδείξωμεν την αγιότητα και την παρρησίαν, δι’ ων ήτο κεκοσμημένος ο θείος Ανδρέας. Βαρβαρικός στόλος έπλευσε μίαν φοράν εις την Κρήτην, δια να αιχμαλωτίσουν και ερημώσουν την ποίμνην του Αγίου, και περισφίγξαντες αυτήν δια φοβεράς πολιορκίας, μετεχειρίσθησαν όλας τας πολεμικάς μηχανάς εναντίον της. Ο δε Άγιος δια των ευπροσδέκτων προσευχών του όχι μόνον διεφύλαξε την ποίμνην του εκτός παντός κινδύνου, αλλά και εις τας καρδίας των βαρβάρων τόσον μεγάλον φόβον ενέβαλεν, ώστε ηνάγκασε τούτους να φύγουν, χωρίς να τους διώξη κανείς. Πό την ταχείαν και άτακτον φυγήν των πολλοί ηφανίσθησαν τόσον από τα κύματα της θαλάσσης, όσον και από τους πολεμουμένους Χριστιανούς. Και άλλοτε, ενώ ήρχιζε το θέρος και η γη εφλογίζετο εκ του καύσωνος, δεν ήτο δυνατόν να βρέξη. Όθεν τα σπαρτά εμαράνθησαν και εκινδύνευον να ξηρανθούν τελείως. Οι δε άνθρωποι εκ του φόβου του λιμού και εκ της ανομβρίας ξηρανθέντες, από δε τας θερμάς ακτίνας του ηλίου κατακαιόμενοι, ήσαν εκλελυμένοι και σχεδόν απηλπισμένοι. Εις την τοιαύτην λοιπόν δυστυχίαν, τι έπραξεν η συμπθής εκείνη και ελεήμων του Αγίου ψυχή; Μήπως παρέβλεψε την ποίμνην του, κινδυνεύουσαν να αφανισθή; Όχι. Αλλά υψώσας εις τον ουρανόν χείρας και οφθαλμούς, επεκαλέσθη τον Θεόν εξ όλης του της ψυχής, δια να δώση βροχήν εις την γην, και, ω του θαύματος! Ευθύς εκαλύφθη ο ουρανός από νέφη και έβρεξε τόσην βροχήν, ώστε και τα σπαρτά εποτίσθησαν και εκάρπισαν θαυμασίως και οι άνθρωποι έλαβον αναψυχήν και παρηγορίαν. Άλλοτε πάλιν, εις καιρόν ότε ενέσκηψεν εις την επαρχίαν του μεγάλη επιδημία πανώλους και εθανάτωνε πολλούς, ο Άγιος δια των προς τον Θεόν ικεσιών και δακρύων αυτού ημπόδισε την ορμήν της θανατηφόρου ασθενείας. Αλλά και άλλα πάμπολλα θαύματα ετέλεσεν ο μέγας Ανδρέας, τα οποία αν διηγούμην δεν θα εξήρκει όλη μου η ζωή. Διότι, ως έχων εγκάτοικον εις την ψυχήν του τον Θεόν, εις μεν τους επαρχιώτας του προσέφερε πάντα τα εκ Θεού αγαθά, λυτρώνων αυτούς από κάθε κακόν, εις δε τον Θεόν πάλιν προσέφερε τας σεσωσμένας ψυχάς των επαρχιωτών του, ως προσφοράν ευπρόσδεκτον και αξίζουσαν περισσότερον από όλον τον κόσμον. Επειδή δε παρουσιάσθη ανάγκη, ηναγκάσθη ο Άγιος να μεταβή εις την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εκεί, εγένετο δεκτός με πάσαν τιμήν και σέβας, τόσον από όλον το ιερόν σύστημα της Εκκλησίας, όσον και από τον βασιλέα και όλους τους άρχοντας. Διατρίβων δε εκεί ολίγον καιρόν διεμοίραζεν εις τους πεινώντας τον ουράνιον άρτον, ήτοι τον λόγον της διδασκαλίας, και επότιζε τους διψώντας εκ του ζωοποιού ύδατος του Αγίου Πνεύματος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και σωματικώς εχόρταινε τους πεινώντας, εβοήθει τους αδικουμένους, υπερησπίζετο τας χήρας, επροστάτευε τα ορφανά και παρηγόρει τους τεθλιμμένους. Τέλος ητοιμάζετο να επνέλθη εις την επαρχίαν του. Επειδή δε προεγνώρισεν, ότι δεν θέλει ιδεί πλέον το ποίμνιόν του, παρέδωκε τον εαυτόν του εις το Πνεύμα το Άγιον το κινούν αυτόν. Ούτω εισελθών εις πλοίον εξεκίνησε δια την Κρήτην. Αλλ’ όταν το πλοίον έφθασεν εις την Μυτιλήνην, εστάθη εκεί. Ο Άγιος τότε ηρώτησε πως ονομάζεται ο τόπος εκείνος, και μαθών ότι καλείται Ερεσσός, απεκρίθη: «Εδώ πρέπει να αποδώσω εις τον Θεόν την εικόνα ην μοι έδωκεν Εκείνος, ήτοι εδώ μέλλω να αποθάνω». Όπερ και εγένετο. Όθεν ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και ανήλθε χαροποιός προς τον ποθούμενον Θεόν, καταλαμπρυνόμενος από το απρόσιτον φως της Θεότητος και απολαμβάνων τα ανεκλάλητα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Το δε ιερόν αυτού λείψανον κατετέθη εν τω Ναώ της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος Αναστασίας, ως θησαυρός ασύλητος και πηγή ιαμάτων αέναος, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου