Ο άγιος Απόστολος Παύλος έδωκε με σαφήνειαν όλον το πνευματικόν βάθος του Σταυρού του Κυρίου, όλην την σημασίαν του δια τον βίον των πιστών: «Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Τα λόγια αυτά του αγίου Αποστόλου ακτινοβολούν τον χριστοκεντρισμόν της αγιωτάτης του ψυχής. Σταυρωμένος με τον Χριστόν, συλλυτρωμένος με τον Χριστόν, συμπάσχων με τον Χριστόν και μη ζων την ιδικήν του ζωήν, αλλά την ζωήν του Χριστού. Και η ζωή του Χριστού, ως θυσία, ως αγάπη, ως έλεος, ως άκτιστος θεία ενέργεια, ενοικεί εις την ηγιασμένην ψυχήν του. Λέγει ένας μεγάλος θεολόγος, ότι «ο φιλών τον Χριστόν μεταμορφούται εις τον Χριστόν».
Ουδέν ηγαπήθη υπό αγίων ψυχών τόσον, όσον ο Σταυρός του Κυρίου. και καμμία επιθυμία αγίας ψυχής δεν υπήρξε τόσον έντονος, όσον η συσταύρωσις μετά του Χριστού. Διότι το πρώτον έργον του θείου έρωτος, κατά τον άγιον Νικόδημον τον Αγιορείτην, είναι «να ενώνη τον φιλούντα μετά του φιλουμένου». Ως λέγει και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, «το όνομα του θείου έρωτος, δυνάμεώς εστιν ενοποιού και συνδετικής και διαφερόντως συγκριτικής εν τω καλώ και αγαθώ».
Δεύτερον έργον του θείου έρωτος είναι το «αμοιβαίον». Όπως ακριβώς συνέβη εις τον Απόστολον Παύλον, ο οποίος λέγει, καθώς ο Χριστός εσταυρώθη δι’ εμέ, ούτω και εγώ αμοιβαίως «Χριστώ συνεσταύρωμαι». Το δε τρίτον έργον του θείου έρωτος είναι «το να κάμνη τον φιλούμενον να φιλή τον φιλούντα και να εντυπώνη αυτόν εις όλα τα ορώμενα και νοούμενα». Και το τέταρτον έργον του θείου έρωτος είναι «να προξενή έκστασιν εις τους εραστάς». Δηλαδή οι ερασταί να μη ζουν την ιδικήν των ζωήν, αλλά την ζωήν των ερωμένων των, κατά τον θείον Διονύσιον. «έστι δε και εκστατικός ο θείος έρως, ουκ εών εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά των ερωμένων». Αυτή λοιπόν η διπλή ζωή του Αποστόλου Παύλου, ή μάλλον η απλή «εν Χριστώ» ζωή, εις όλην την έντασίν της και εις όλας τας παραλλαγάς των θείων βιώσεών της, τον έκαμνε να μη αισθάνεται ούτε φόβους ούτε ηδονάς ούτε κόπους ούτε ανθρωπίνην δόξαν να επιθυμή ούτε να ζη εις την γην. Αντιθέτως, έχαιρε δι’ όλας τας καταδρομάς και τας θλίψεις του μέχρι σημείου, να καυχάται εις αυτάς και να αισθάνεται άρρητον αγαλλίασιν πάσχων δια τον Χριστόν και το μυστικόν σώμα του, την Εκκλησίαν. Διότι είχε μεταβληθή εις Χριστόν, εγένετο ένα μετά του Χριστού. Αυτό παρατηρούμεν και εις τα πλήθη των πιστών, που ετρώθησαν τω θείω έρωτι του Χριστού και εμαρτύρησαν χαίροντα δια την αγάπην του. Από την αγάπην προς τον εσταυρωμένον Χριστόν, έγραφεν ο άγιος Ιγνάτιος προς Ρωμαίους, «ο εμός έρως εσταύρωται», και όλα εκείνα τα ερωτικά, πορευόμενος προς το μαρτύριον. Από την αγάπην προς τον εσταυρωμένον Κύριον, έλεγεν ο θείος Απόστολος Ανδρέας μετά την καταδίκην του εις τον δια σταυρού θάνατον, «ω Σταυρέ, τον οποίον πάλαι επόθουν, ιδού τώρα απολαμβάνω την τελείωσιν του πόθου μου». Ο πανάγιος του Κυρίου Σταυρός εγένετο σύμβολον αγάπης και έρωτος προς τον επ’ αυτού καθηλωθέντα και το μέτρον της προς τον Ιησούν αφοσιώσεως. Εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο Σταυρός του Κυρίου δεν προσέλαβε, ως εις την δυτικήν Εκκλησίαν, την σημασίαν οργάνου δικανικής υφής. Δια τους Ανατολικούς Πατέρας και τους Δυτικούς ακόμη, μέχρι του Ανσέλμου Κανταβριγίας, ο Σταυρός του Σωτήρος δεν εδόθη εις ημάς προς ικανοποίησιν της δήθεν θιγομένης θείας Δικαιοσύνης δια των αμαρτιών μας, αλλ’ ως μέσον παιδαγωγίας και «σταυρώσεως των μελών των επί της γης». Ο Απόστολος Παύλος καυχάται εν τω Σταυρώ, κατά τον Κορέσσιον, «δια πίστεως και χάριτος, ενθυμούμενος την ευεργεσίαν και δικαίωσιν, όπου έλαβεν από τον Σταυρόν». Δια τούτο έλεγε και ο θείος Χρυσόστομος: «Δια του Σταυρού και το μέγεθος της αμαρτίας και το μέγεθος της θείας φιλανθρωπίας γνωρίζεται». Εις την πρακτικήν και πνευματικήν μας ζωήν, κατά τον Ομολογητήν άγιον Μάξιμον, «ο φόβος του Θεού, Σταυρός εστι και η μνήμη των άνω, και η κυριότης κατά των παθών, ήτοι του θυμού και της επιθυμίας, και η αλλοτρίωσις από της αγάπης των συγγενών και φίλων δια τον προς Θεόν έρωτα». Κατά μεν τον Αββάν Ησαϊαν, «Σταυρός κατάργησίς εστι πάσης αμαρτίας», κατά δε τον όσιον Μάρκον τον Ερημίτην, «πάσα αρετή Σταυρός εστιν». «Η πράξις του Σταυρού, λέγει ο θείος Ησυχαστής Ισαάκ, διπλή εστι, και τούτο προς το διπλούν της φύσεως… και η μεν, προς το υπομείναι τας θλίψεις της σαρκός… και καλείται πράξις. Η δε, εν τη λεπτή εργασία του νου και εν τη θεία ευρίσκεται αδολεσχία, έτι και εν τη διαμονή της προσευχής, και καλείται θεωρία, και η μεν πράξις, το παθητικόν μέρος της ψυχής καθαρίζει εν τη δυνάμει του ζήλου, η δ’ άλλη, την ενέργειαν της αγάπης της ψυχής».Ας προσευχώμεθα, αδελφοί εν Χριστώ, ας προσευχώμεθα
αδιαλείπτως, όπως καθαρθώμεν «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», δια να
είπωμεν μετά του Αποστόλου Παύλου: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη
δε εν εμοί Χριστός, ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού,
του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Ας αγωνιζώμεθα «τον καλόν
αγώνα», δια να γίνωμεν άκτιστοι, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού, ως
λέγει ο θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Κτιστός ην ο Παύλος μέχρις αν έζη την
προστάγματι Θεού εξ ουκ όντων γεγονυίαν ζωήν, ότε δε μηκέτι ταύτην έζη, αλλά
την ενοικήσει του Θεού προσγενομένην, άκτιστος γέγονε τη χάριτι, και πας ο
ζώντα και ενεργούντα μόνον τον του Θεού λόγον κτησάμενος». Ας αγαπήσωμεν και
ημείς τον Σταυρόν του Κυρίου, όπως ο θεοφόρος Ιγνάτιος, ο οποίος υπό του ιδίου
έρωτος με τον Απόστολον Παύλον πυρπολούμενος, έγραφε προς Ρωμαίους, «…άρτον του
Θεού θέλω, άρτον ουράνιον, άρτον ζωής… και πόμα θέλω το πόμα αυτού, ο εστιν
αγάπη άφθαρτος και αέναος ζωή, ουκ έτι θέλω κατά άνθρωπον ζην. Χριστώ
συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, επειδή περ ζη εν εμοί Χριστός». Και ας
ψάλλωμεν εν κατανύξει και πόθω, «Κύριε, όπλον κατά του διαβόλου, τον Σταυρόν
σου ημίν δέδωκας, φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου