Ιστορικός τε άμα και διηγηματικός εις τον Θείον Ευαγγελισμόν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, συλλεχθείς εκ διαφόρων αντιγράφων, άμα δε και μεταφρασθείς εις την κοινήν γλώσσαν παρά του εν Μοναχοίς ελαχίστου Δαμασκηνού του Υποδιακόνου και Στουδίτου.
Συνήθειαν έχουσιν οι βασιλείς, όταν μέλλωσι να μεταβώσιν εις τόπον τινά, τον οποίον επιθυμούσι, πρώτον να στέλλωσι τους υπηρέτας των να ευτρεπίσωσι τον τόπον εκείνον. Είτε δε εις ανάκτορα μεταβαίνουσιν, είτε εις εξοχήν, το αυτό κάμνουσι. Διότι, ως βασιλείς όπου είναι, δεν αναπαύονται εις πάντα τόπον, όπως ο καθείς άνθρωπος. Αν δε ο βασιλεύς μέλλη να υπάγη εις πόλεμον, στέλλει προ αυτού όλον το στράτευμα και κατόπιν ακολουθεί και αυτός. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εποίησε και ο μέγας Βασιλεύς των βασιλέων, επειδή έμελλε να έλθη εις πόλεμον κατά του ανθρωποκτόνου διαβόλου.
Έστειλε, δηλαδή, πρώτον τους θείους και ιερούς Προφήτας, οι οποίοι προεκήρυξαν, προεσήμαναν και προανήγγειλαν την έλευσιν του Χριστού, προφητεύσαντες ότι μέλλει να έλθη ο Βασιλεύς, ο μέγας και ισχυρός. Αλλ΄ οι πεπλανημένοι άνθρωποι ούτε επίστευσαν εις τους λόγους των, ούτε δια τας αμαρτίας των τας πολλάς μετενόησαν, μάλιστα δε όλον και προς το χειρότερον εσύροντο. Σημεία πολλά εγίνοντο τον καιρόν εκείνον, πόλεις κατεκαίοντο μετά των ανθρώπων των, τείχη πόλεων έπιπτον, κατακλυσμός έγινεν εις όλον τον κόσμον, τα Σόδομα και τα Γόμορα κατεκάησαν και άλλα φοβερά σημεία εκ Θεού εγένοντο, αλλ΄ ουδέ τότε επέστρεψαν οι άνθρωποι από τας αμαρτίας των. Και πάλιν Νόμον έδωκεν ο Θεός, Προφήτας απέστειλε, Δικαίους εφανέρωσεν, Αγίους ανέδειξεν, αλλ΄ ουδέ εις εκείνων τους λόγους μετεστράφησαν. Πορνείας και ασωτίας, φόνους και μνησικακίας και όσα κακά υπάρχουν εις τον κόσμον διέπραττον και ούτω κακώς επολιτεύοντο. Το δε χείριστον όλων των κακών, επεδίδοντο εις την θεομισή ειδωλολατρίαν, λατρεύοντες ως θεούς τα κωφά και αναίσθητα είδωλα και ονομάζοντες ο καθείς θεόν εκείνον, ο οποίος εφαίνετο ικανοποιών τα πάθη του. Και οι μεν γεωργοί ωνόμαζον θεόν την Δήμητραν, δηλαδή την γην, οι αλιείς και ναύται τον Ποσειδώνα, ήτοι την θάλασσαν· οι πόρνοι και ασελγείς την Αφροδίτην· οι φρόνιμοι την Αθηνάν, οι κλέπται και οι ανδρείοι την Ήραν· οι μέθυσοι τον Διόνυσον· οι ψεύσται τον Ερμήν· οι λοίδοροι την Έριν· οι θερμοί, οι λαμπροί και οι βασιλείς τον Απόλλωνα· οι κυνηγοί την Άρτεμιν και γενικώς, πας άνθρωπος είχε και τον θεόν του, λαμβάνων τούτον όχι μόνον από τα μεγάλα του Θεού ποιήματα, αλλά και από τα ατιμότερα. Επειδή λοιπόν τοσούτον είχον πλανηθή οι άνθρωποι και ουδείς ευρίσκετο άξιος δια την Βασιλείαν των ουρανών, δια την οποίαν ούτε και οδός υπήρχε, δια τούτο ο Θεός ηθέλησε να έλθη να σαρκωθή και να φανή εις τον κόσμον. Πλην έπραξε τούτο ο Κύριος όχι με την δόξαν, με την οποίαν ευρίσκεται εις τους ουρανούς, διότι οι οφθαλμοί των ανθρώπων δεν δύνανται να ίδωσι λαμπρότητα Θεού, αλλά περιβληθείς σάρκα ανθρωπίνην, δια να νικήση τον άσαρκον δαίμονα. Εσαρκώθη δια να δελεάση τον διάβολον. Ούτως εφάνη η δύναμις, η δικαιοσύνη και η σοφία του Θεού. η δύναμις μεν διότι εκείνο το οποίον κανείς δεν ηδυνήθη να κάμη, ο Θεός το επεράτωσεν· η δικαιοσύνη δε διότι ηδύνατο ο Θεός και κατ΄ εξουσίαν να λυτρώση το γένος των ανθρώπων από την κόλασιν, αλλά δεν ηθέλησε, δια να μη έχη ο διάβολος απολογίαν και να λέγη, ότι «άνθρωπον ενίκησα και υπό Θεού ενικήθην, τι θαυμαστόν είναι τούτο;» Δια τούτο λοιπόν ηυδόκησεν ο Θεός να καταδεχθή ταύτα πάντα· και επειδή ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ εξέπεσε πάλαι, ο νέος Αδάμ, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εγένετο όμοιος εκείνου. Εκεί ήτο η Εύα, εδώ η Κυρία Θεοτόκος· τότε ο όφις υπηρέτησε την απώλειαν των ανθρώπων και τώρα ο θείος Αρχάγγελος Γαβριήλ υπηρετεί το μυστήριον της θείας οικονομίας. Εις την Εδέμ έγινεν η παράβασις, εδώ εις την Ναζαρέτ γίνεται η σωτηρία· η Εύα ήκουσε το «εν λύπαις τέξη τέκνα»(Γεν. 3: 16), η δε Θεοτόκος το «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουκ. 1: 28). Όλα δε ταύτα εγένοντο ως παράδειγμα, ίνα δείξη ο Θεός την σοφίαν Του. Επειδή δε γυνή εστάθη η πρώτη αφορμή και αιτία της απωλείας, γυνή και τώρα εξελέγη από όλα τα γένη των ανθρώπων ως κατοικητήριον του Θεού. Ως πολύ το έλεός Σου, Χριστέ μου! Ότι από το ασθενέστερον μέρος ήλθε και η δύναμίς Σου. Σήμερον λοιπόν γίνεται η απαρχή της σωτηρίας μας και το από αιώνος κεκρυμμένον μυστήριον σήμερον αποκαλύπτεται. Ο Πρωτόπλαστος Αδάμ σήμερον ελευθερούται και η Εύα την λύπην αποδιώκει· το κεφάλαιον του μυστηρίου σήμερον άρχεται και χαίρει ο κόσμος όλος, διότι βλέπουσι τον Ποιητήν ερχόμενον. Οι Άγγελοι πανηγυρίζουσι την σωτηρίαν μας, διότι χαρά γίνεται εν ουρανώ δια τους μετανοούντας. Η Βασιλεία των ουρανών ετοιμάζεται να δεχθή τας ψυχάς των ανθρώπων· ο Γαβριήλ υπηρετεί και η Παρθένος ευαγγελίζεται· η καθαρά τον καθαρόν υποδέχεται και ο Ασώματος αποστέλλεται. Επειδή παράδοξος γέννησις έμελλε να γίνη, παράδοξος σύλληψις ευτρεπίζεται, Θεού γέννησις, θεϊκή σύλληψις! Θεού μυστήριον, θεϊκή υπηρεσία! Βασιλέως παρουσία, βασιλική και η ετοιμασία. Βασιλεύς έμελλε να γεννηθή και στρατιώτης υπηρετεί. Τούτο λοιπόν πανηγυρίζομεν σήμερον, αδελφοί, τούτο εορτάζομεν άπαντες· την αγάπην δηλαδή του Θεού προς τους ανθρώπους. Του γένους ημών την σωτηρίαν, την παρουσίαν του Χριστού, την έλευσιν του Βασιλέως, την ύψωσιν της φύσεώς μας, την ταπείνωσιν της δαιμονικής υπερηφανείας. Σήμερον η γη ετοιμάζεται αναμένουσα τον Βασιλέα· σήμερον αποκαλύπτεται η ευσπλαγχνία του Θεού προς τους ανθρώπους. Σήμερον ο Πατήρ ευδοκεί, ο Υιός σαρκούται, το Πνεύμα καθαρίζει το δοχείον· δια τούτο και ο θεοπάτωρ Δαβίδ εκ Πνεύματος Αγίου επροφήτευσε λέγων· «Έλεος και αλήθεια συνήντησαν, δικαιοσύνη και ειρήνη κατεφίλησαν»(Ψαλμ. πδ: 11). Δια των λόγων τούτων ο Προφητάναξ Δαβίδ κηρύττει την ευσπλαγχνίαν του Θεού, ης ένεκεν ηγάπησεν ο Θεός και ηλέησε το πλάσμα του. Πραγματικώς δε και ουχί κατά φαντασίαν εσαρκώθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, ίνα μη κατά φαντασίαν φανή η σάρκωσις Αυτού, αλλά όπως ο Θεός είναι αλήθεια, ούτως αληθώς και εσαρκώθη. Επειδή λοιπόν έλεος και αλήθεια συνηνώθησαν πρεπόντως, δια τούτο και δικαιοσύνη και ειρήνη απεκαλύφθη, διότι η παράβασις των προπατόρων μας σήμερον, τη δικαία κρίσει του Θεού, αφανίζεται. Πόθεν; Από το ίσον προς τον Πρωτόπλαστον σχήμα, δηλαδή από την ανθρωπότητα του Χριστού· η ειρήνη δε, ήτις απεκαλύφθη, είναι η μεταξύ των Αγγέλων και των ανθρώπων γενομένη δια της οποίας κατελύθη η παλαιά έχθρα, η εκ της παραβάσεως εκείνης προκληθείσα. Ομοίως περί τούτου εν συνεχεία ο αυτός Προφητάναξ προφητεύων λέγει· «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψεν» (Ψαλμ. πδ: 12). Αλήθειαν μεν την Παρθένον ονομάζων, δια την αληθινήν παρθενίαν, διότι και προ του τόκου και εν τω τόκω και μετά τον τόκον αληθώς Παρθένος ήτο· δικαιοσύνην δε τον σαρκωθέντα Χριστόν, διότι η μεν Παρθένος Μαριάμ εκ της γης υπήρχεν ως άνθρωπος, ο δε Χριστός, ο Θεός εξ ουρανού. Τούτο και ο Απόστολος Παύλος μαρτυρεί, λέγων· «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός· ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού»(Α Κορ. ιε: 47). Θεός δηλαδή εν τω ουρανώ και εξ ουρανού· άνθρωπος επί της γης και εν τη γη· όλος εν τω Πατρί και όλος επί της γης, αχώριστος μηδαμού, ο αυτός εις τον ουρανόν, ο αυτός και εις τον κόσμον· χωρίς πατέρα εις την γην και χωρίς μητέρα εις τον ουρανόν. Η Παρθένος εις την γην και ο Θεός εις τους ουρανούς· εκτός χρόνου εγεννήθη εις τους ουρανούς εκ Πατρός· εδώ καθ΄ ωρισμένον χρόνον και χωρίς σπέρμα ανδρός. Εις την διακονίαν λοιπόν του μυστηρίου τούτου αποστελλόμενος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ήκουσε το πρόσταγμα του ανάρχου Πατρός και Θεού, λέγοντος· «Ύπαγε Γαβριήλ, υπηρέτα γνήσιε, εις την Ναζαρέτ πόλιν της Γαλιλαίας, όπου κατοικεί η Παρθένος Μαριάμ, η θυγάτηρ του Ιωακείμ και της Άννης και ετοίμασε αυτήν εις τόπον επιτήδειον και άξιον της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού· ύπαγε μετά προσοχής και μη ταράξης την ψυχήν της, διότι είναι Παρθένος καθαρά και αμόλυντος». Τούτο ως ήκουσεν ο Γαβριήλ, εθαύμαζε καθ΄ εαυτόν, τίνι τρόπω να υπηρετήση το μυστήριον· όμως θαρρών εις τον αποστείλαντα, ήνοιξε την θύραν ησύχως και είπε προς την Παρθένον· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουλ. 1: 28). «Αληθώς χαριτωμένη είσαι, διότι Σε εξέλεξεν ο Θεός. Συ ευρέθης καθαρόν και άξιον δοχείον του Παναγίου Πνεύματος. Σε οι Προφήται προεκήρυττον, αι Γραφαί εμήνυον. Χαριτωμένη αληθώς είσαι, διότι παρθενίαν ετήρησες, σωφροσύνην εφύλαξες, καθαρότητα διετήρησες. Χαίρε κήρυγμα των Προφητών και δόξα των λόγων των. Σε προσκυνούσιν οι Άγγελοι, τιμώσιν οι άνθρωποι, δοξάζουσιν οι Άγιοι. Χαίρε, Κεχαριτωμένη, διότι Σε εκήρυττον οι Προφήται, προς Χάριν Σου επροφήτευσαν, δια Σε εφωτίσθησαν εκ Πνεύματος Αγίου». «Ο Αββακούμ Σε είδεν ως όρος σύνδενδρον (Αβ. 3: 3), διότι Συ είσαι κεκαλυμμένη από του Αγίου Πνεύματος τα χαρίσματα. Σε εθεώρησεν ο Δανιήλ ως όρος, από το οποίον μέλλει να γεννηθή ο στερεός λίθος (Δαν. 2: 34), ο Βασιλεύς του κόσμου Θεός, άνευ σπέρματος ανδρός. Κεχαριτωμένη αληθώς είσαι, διότι Σε είδεν ο δίκαιος Ιακώβ ως κλίμακα (Γεν. 28: 12). Από τον ιδικόν Σου τόκον μέλλει να αναβώσιν αι ψυχαί των ανθρώπων εις την Βασιλείαν των ουρανών. Συ είσαι αιτία και αφορμή του κηρύγματος των Προφητών. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου και χόρευε, διότι από του ανάρχου Πατρός είσαι ετοιμασμένη· από των γενεών όλων είσαι εκλελεγμένη. Σε ο Θεός εύρε καθαρωτέραν από όλας τας παρθένους και δια τούτο ηθέλησε να είναι μετά Σου· προ Σου και πρωτύτερος από Σε υπάρχει, αλλά τώρα κατεδέχθη να κατοικήση εις Σε. Χαίρε λοιπόν, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου». Έτυχε δε τότε να συλλογίζεται η Κυρία Θεοτόκος, πως εξέπεσεν ο Αδάμ και η Εύα από τον Παράδεισον· και ως ήκουσε τον Άγγελον, εθαύμασε και είπε καθ΄ εαυτήν· «Πόθεν άρά γε να ήτο ο ασπασμός ούτος;» (Λουκ. 1:29). Δηλαδή, τι άρά γε είναι ο τοιούτος χαιρετισμός; Λέγει λοιπόν προς τον Άγγελον· «Πώς να σε καλέσω; Άνθρωπον; Αλλά ομιλείς ουρανίους λόγους. Άγγελον; Αλλά φαίνεσαί μοι ως άνθρωπος· φοβούμαι μήπως μου λέγεις ψεύματα· ακούω, ότι η Εύα εδέχθη τους λόγους του όφεως και εξέπεσε· φοβούμαι λοιπόν μη με δελεάσης, διότι λέγεις πράγματα αδύνατα. Θεός; Και πως θα σαρκωθή εις την κοιλίαν μου; Αχώρητος; Και πως θα χωρηθή εις Παρθένον; Βασιλεύς; Και πως θα αναπαυθή εις τόπον μικρόν; Πόθεν λοιπόν είναι οι λόγοι σου, θαυμάζω και απορώ». Είπε τότε ο Άγγελος· «Μη φοβού, Μαριάμ, (μηδέ θαύμαζε δια τον χαιρετισμόν μου, διότι πολλήν) εύρες χάριν εις τον Θεόν»(Λουκ. 1: 30) · «Μη απορής κατά ποίον τρόπον θέλει σαρκωθή ο Θεός. Πως η πέτρα έρρευσεν ύδωρ; Πως ο Μωϋσής εθαυματούργει; Θεός είναι και όσα θέλει δύναται. Μη ξενίζεσαι, με το ότι Συ θέλεις γεννήσει Αυτόν, διότι χάριν πολλή νεύρες εις τον Θεόν και δια τούτο μη φοβείσαι. Εγώ πρέπει, Παρθένε, να Σε φοβούμαι, διότι είσαι τιμιωτέρα από εμέ. Μη λοιπόν φοβείσαι, Μαριάμ· δείξον ευθύς, ότι και εάν αδύνατα Σου μηνύω, όμως ο αποστείλας με, Εκείνος θέλει φέρει εις τέλος ταύτα. Απομάκρυνε λοιπόν πάσαν απορίαν και πάντα συλλογισμόν από τον νουν σου και θέλεις συλλάβει και γεννήσει Υιόν, του οποίου το όνομα θέλει είναι Ιησούς (αυτόθι 31). Αυτός θέλει είναι μέγας. Υιός Θεού ονομάζεται και είναι και τον θρόνον του Πατρός Του θέλει κληρονομήσει και η Βασιλεία Του τέλος δεν θέλει έχει» (αυτ. 31-33). Απεκρίθη τότε η Παρθένος Μαριάμ και λέγει προς τον Άγγελον· «Πως θέλω γεννήσει Υιόν, εφόσον άνδρα δεν γνωρίζω; Αληθώς ακούω και τον Προφήτην Ησαϊαν, όστις ορίζει, ότι μέλλει μία παρθένος να γεννήση· αλλά πως θέλει γίνει αυτό, δίδαξέ με. Ο Προφήτης εκείνος είπεν ότι Εμμανουήλ καλείται ο μέλλων να γεννηθή από την παρθένον και συ πως τον ονομάζεις Ιησούν;» Απεκρίθη προς την Παρθένον ο Άγγελος· «Μη θαυμάζης, Μαριάμ, διότι παρθένος θέλει γεννήσει. Η ράβδος του Ααρών πως εβλάστησε χωρίς ποτισμόν; Η ράβδος του Μωϋσή η κρούσασα την πέτραν εις την έρημον πως εξέβαλεν εξ αυτής ύδωρ; Αι πλάκες πως ευρέθησαν γεγραμμέναι χωρίς χείρα ανθρώπων; Η Σάρρα πως εγέννησε τον Ισαάκ, αν και ήτο στείρα και γραία; Η μήτηρ σου η Άννα, πως εγέννησέ Σε, παρ΄ όλον ότι ήτο στείρα; Μη θαυμάζης λοιπόν δι΄ αυτό. Ο Θεός, όστις μέλλει να σαρκωθή, Εκείνος θέλει ποιήσει και τούτο. Η βάτος πως δεν εκαίετο, αλλά παρέμενε χλωρή; Ούτε και Συ θέλεις δεχθή το πυρ της Θεότητος και δεν θέλεις καταφλεγή· «Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί Σε και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (αυτ. 1: 35). Το Πνεύμα το Άγιον θέλει έλθει εις Σε και θέλεις συλλάβει· η δύναμις του Θεού του Υψίστου θέλει Σε επισκιάσει· το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εφώτισε τους Προφήτας, το Πνεύμα το οποίον σε εφύλαξεν έως τώρα παρθένον, αυτό θέλει κατοικήσει εις την κοιλίαν σου, δια τούτο και ο Υιός σου Άγιος θέλει ονομάζεται(αυτ. 35). Εάν δεν με πιστεύης, πήγαινε εις την Ελισάβετ την συγγενή σου, να ίδης ότι και αυτή είναι τώρα εξ μηνών έγκυος. Τότε θα πιστεύσης, ότι όσα βούλεται ο Θεός δύναται να φέρη εις πέρας· και δεν υπάρχει λόγος ανθρώπου, τον οποίον να μη δύναται να φέρη εις πέρας ο Θεός, ούτε κανέν έργον αδυνατεί εις Αυτόν. Υιόν Θεού Σου λέγω, ότι μέλλει να γεννήσης και ίστασαι και θαυμάζεις και ερωτάς πόθεν θα γεννήσης; Το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον δίδει χαρίσματα και τελειοί τους Προφήτας, αυτό το οποίον αναδεικνύει τους Διδασκάλους, και τους σοφούς καθιστά ασόφους, το οποίον φωτίζει τους τυφλούς και ποιεί εκείνα τα οποία θέλει και δύναται, αυτό θέλει ενεργήσει την γέννησιν». Απεκρίθη η Θεοτόκος· «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»(Λουκ. 1: 38). Έτοιμη είμαι, Αρχάγγελε, παρθένος είμαι καθαρά και αμόλυντος· ας γίνη καθώς μοι είπας· δούλη είμαι του Θεού, δεν παρακούω το πρόσταγμά Του· ας κατοικήση εις εμέ η Χάρις Του, ετοίμη είμαι και δια την γέννησιν. Δι΄ Αυτόν ητοίμαζα την ψυχήν μου, δι΄ Αυτόν εφύλαττον την παρθενίαν μου· γένοιτό μοι κατά τον λόγον σου». Παρευθύς τότε ανελήφθη ο Άγγελος. Και εις μεν τους σωματικούς οφθαλμούς έπαυσε να φαίνεται, κατά την φύσιν όμως την αγγελικήν εκεί ήτο αείποτε παρών. Αλλ΄ επειδή κατά την υπόθεσιν και ως ορίζει το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον είπομεν τα περί του σκοπού της εορτής δίκαιον και πρέπον είναι όπως ούτε τα μερικά ζητήματα της εορτής μας παρίδωμεν. Και πρώτον ζητούμεν να πληροφορηθώμεν, διατί ο Θεός δεν εσαρκώθη μόνος, χωρίς να ευαγγελίση ο Άγγελος την Παρθένον. Δεύτερον, διατί δεν απεστάλη άλλος Άγγελος, αλλά ο Γαβριήλ. Τρίτον, εις ποίον μήνα έγινεν ο Ευαγγελισμός και διατί δεν έγινεν εις άλλον μήνα, αλλ΄ εις τον Μάρτιον και εις τίνα καιρόν ευηγγελίσθη η Παναγία. Τέταρτον, πόσον ετών ήτο τότε η Παρθένος. Πέμπτον διατί ευηγγέλισεν ο Αρχάγγελος την Παναγίαν και όχι άλλην. Και έκτον, εάν η Παρθένος Μαριάμ ήτο ελευθερωμένη από την αμαρτίαν του Αδάμ ή όχι. Καλόν είναι και αυτό να είπωμεν, διότι πολλαί αιρέσεις ανεφάνησαν ως προς τούτο και μάλιστα μεταξύ των απλοϊκών ανθρώπων. Καιρός λοιπόν να αρχίσωμεν αποκρινόμενοι ως προς τα ζητήματα ταύτα, ίνα μη έχωμεν αμφιβολίαν ως προς την υπόθεσιν. Όθεν αρχίζομεν από το πρώτον ζήτημα, ομού δε με αυτό θέλομεν συνδέσει και το έκτον, διότι η υπόθεσις ούτως απαιτεί. Παρακαλώ όμως την αγάπην σας, ευλογημένοι Χριστιανοί, σεις οι οποίοι συνηθροίσθητε σήμερον, ίνα εορτάσετε την ιεράν ταύτην πανήγυριν, όσοι εις την Εκκλησίαν συνήλθετε χάριν της σεβασμίας αυτής εορτής, διανοίξατε τους οφθαλμούς σας, όχι μόνον του σώματος αλλά και της ψυχής, δια να εννοήσετε σαφώς τα λεγόμενα, διότι δεν πρόκειται περί πραγμάτων και υποθέσεων του κόσμου, αλλά περί του μυστηρίου της σωτηρίας των ανθρώπων· επειδή σκοπός της αγίας εορτής μας είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Διότι, δια τίνα άλλον λόγον εφάνη τόσον φιλάνθρωπος ο Θεός, ώστε να έλθη να σαρκωθή; Πόθεν άλλοθεν κατεδέχθη ο Ποιητής και Πλάστης του κόσμου να καταβή σωματικώς επί της γης; Πόθεν και δια ποίαν αφορμήν ο Βασιλεύς των αιώνων, ο άναρχος και αιώνιος, ηθέλησε να γεννηθή εις χρόνον και να ονομασθή χρονικός; Πόθεν και δια ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι τα Χερουβίμ και δοξάζουσι τα Σεραφίμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονιζόμενος; Διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, εμπτυσμούς και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι, ότι ο φιλάνθρωπος Θεός κατεδέχθη όλα ταύτα δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Δια να σώση τον Αδάμ και τους εκ του Αδάμ, δια να ελευθερώση τας ψυχάς μας από τας χείρας του διαβόλου. Τούτο δε διότι η φύσις των ανθρώπων, ένεκεν της παρακοής και εκπέσει είχε και από τον Παράδεισον είχεν εκβληθή. Όθεν δεν ηδύνατο πλέον να ανέλθη εκεί οπόθεν εξέπεσε, διότι η αμαρτία του Αδάμ, δηλαδή η παρακοή, έκλεισε την θύραν του Παραδείσου. Ηδύνατο βεβαίως ο Θεός, όπως επαναφέρη και πάλιν τον Αδάμ εις τον Παράδεισον, αλλ΄ απαιτείται μετάνοια προς διόρθωσιν της αμαρτίας. Ο Αδάμ όμως δεν μετενόησε τότε, αλλ΄ ούτε και όταν ο Θεός τον ηρώτα· «Ει μη από του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ΄ αυτού έφαγες;»(Γέν. 3: 11). «Μήπως, δηλαδή, έφαγες από το ξύλον από του οποίου μόνον σου είπον να μη φάγης;» είπε προς Αυτόν, ότι έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, Ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά Σου, δια τούτο κλαίω και θρηνώ και δέομαί Σου, δέξαι με πάλιν τον παρήκοον. Δεν είπε τους λόγους τούτους, αλλά επέρριψε την ευθύνην εις τον Θεόν και είπεν· «Η γυνή, την οποίαν μου έδωκες, εκείνη με επλάνησεν»(Γεν. 3: 12). Ισχυρίσθη δηλαδή παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ΄ ο Θεός, όστις του έδωσε σύντροφον την Εύαν. Ηρώτησε και την Εύαν ο Θεός και ούτε αυτή είπεν ότι έπταισεν, αλλά επέρριψε την ευθύνην εις τον όφιν, ότι εκείνος την επλάνησεν (αυτ. 13). Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, ούτε και ο Θεός τους ελυπήθη, ένεκεν της υπερηφανείας των. Οικονόμησεν όμως ύστερον ο Θεός, εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς, να έλθη να ενδυθή σάρκα, δια της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Αλλ΄ ας έχω συγχώρησιν, διότι ο λόγος με ηνάγκασε να απομακρυνθώ από τον σκοπόν μου. Ας αρχίσω λοιπόν την λύσιν των ζητημάτων μας. Πρώτον λοιπόν ζήτημα είχομεν το διατί ο Θεός δεν εσαρκώθη μόνος, χωρίς να ευαγγελίση ο Άγγελος την Παρθένον, έκτον δε ζήτημα είναι, αν η Παρθένος Μαρία ήτο ελευθερωμένη από την αμαρτίαν του Αδάμ ή όχι. Απαντώμεν λοιπόν εις αυτά τα δύο, όχι με ιδικούς μας λόγους, αλλά με λόγους της Γραφής μας και των Αγίων της Εκκλησίας μας· και πρώτον ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ορίζει εις τα Θεολογικά του, ότι η Παρθένος Μαρία δεν ήτο αμέτοχος από την αμαρτίαν του Αδάμ, δηλαδή Παρθένος μεν ήτο, καθαρά και αμόλυντος, πλην και αυτή εκ συνουσίας ανδρός εγεννήθη. Μόνος ο Χριστός ήτο αναμάρτητος. Αυτός εγεννήθη χωρίς αμαρτίαν, η Παρθένος όμως μετείχε της προπατορικής αμαρτίας. Επειδή λοιπόν και αυτή ήτο ανάγκη να ελευθερωθή από την αμαρτίαν του Αδάμ, δια τούτο ευηγγελίσθη. Και όπως όταν εις Βασιλεύς μέλλη να υπάγη εις οικίαν άρχοντος, στέλλει ανθρώπους προ αυτού δια να ετοιμάσωσι την οικίαν εκείνην, ούτω και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, επειδή έμελλε να κατοικήση εις την κοιλίαν της Παρθένου και επειδή ήθελε να ενδυθή σάρκα από τα πανάγια αυτής αίματα, δια τούτο στέλλεται ο καλός δούλος, ο φρόνιμος υπηρέτης του μεγάλου Θεού, ο επιτήδειος στρατιώτης του Βασιλέως των ουρανών, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ίνα ευτρεπίση και ετοιμάση τόπον άξιον και πρέποντα εις τον Θεόν. Δια τούτο λοιπόν ο θείος Αρχάγγελος ετοιμάζει πρώτον την ψυχήν της Παρθένου με τους λόγους του και δια τούτων σαρκούται ο Υιός και Λόγος του Θεού. διότι και ο Θεός τον Αδάμ δεν τον έπλασε πρώτον από όλα τα κτίσματα, αλλά τελευταίον. Διατί όμως ο Αδάμ επλάσθη μετά από όλα τα άλλα κτίσματα; Τούτο επεφύλαξεν ο πανάγαθος Θεός εις τον Αδάμ, όχι διότι αυτός ήτο ατιμότερος από τα άλλα κτίσματα, αλλά διότι ήτο τιμιώτερος όλων των άλλων και μάλιστα, διότι αυτόν προώριζεν ως βασιλέα όλων των κτισμάτων. Δια τούτο λοιπόν ητοιμάσθησαν πρώτον τα κτίσματα, ο ήλιος έφεξεν, η σελήνη ανέτειλε, τα δένδρα εβλάστησαν, η γη εστερεώθη, η θάλασσα εχωρίσθη, ο σκοτεινός αήρ εφωτίσθη και τα άστρα έλαμψαν. Όλα αυτά τα ποιήματα του Θεού έγιναν πρώτον και κατόπιν επλάσθη ο Αδάμ, εις την έκτην ημέραν. Διότι ποίος βασιλεύς μεταβαίνει εις άσχημον τόπον; Ποίος γίνεται βασιλεύς χωρίς να έχη τόπους και πόλεις και ανθρώπους να ορίζη; Δια τούτο ο Αδάμ επλάσθη ύστερον. Δια τούτο και η Παρθένος, πρώτον ευαγγελίζεται, ίνα γνωρίζη τίνα μέλλει να γεννήση, τις θέλει είναι ο Υιός Της και οποίον θα είναι το αναμενόμενον θείον Βρέφος. Διότι ο Θεός θέλει προαίρεσιν του καλού και ουδένα βιάζει να κάμη το καλόν. Διότι ο Θεός δεν καλεί τον κάθε άνθρωπον εις βάσανα, εις τιμωρίας και εις κόλασιν, αλλά εις ανάπαυσιν, χαράν και Βασιλείαν ουράνιον. Δια τούτο δεν αναγκάζει ο Θεός την προαίρεσιν των ανθρώπων, αλλ΄ αφήνει αυτήν ελευθέραν να εκλέξη ό,τι επιθυμεί, είτε το καλόν είτε το κακόν. Επειδή λοιπόν ο Θεός θέλει ελευθέραν την θέλησιν του ανθρώπου, δια τούτο και έστειλε πρώτον τον Αρχάγγελον Γαβριήλ να ευαγγελίση την Παρθένον δια να εκφράση αύτη ελευθέρως την θέλησίν της. Διότι ο Θεός δεν ήθελε να γεννηθή από την Αγίαν Θεοτόκον χωρίς την θέλησίν της. Εγνώριζε βεβαίως ο Θεός την προαίρεσιν της Παρθένου, αλλ΄ έπραξε τούτο προς ιδικόν μας παραδειγματισμόν, να ακούωμεν και να εννοούμεν, ότι η προαίρεσις των ανθρώπων κατορθώνει το καλόν. Η θέλησις εκάστου συμπληρώνει τας αρετάς. Διότι ποίος άνθρωπος ευεργετεί τινα παρά την θέλησίν του; Ποίος χαρίζει δια της βίας; Τοιουτοτρόπως και ο Θεός, χωρίς προαίρεσιν, κανένα δεν σώζει. Δια τούτο έκαμε και τον Αδάμ αυτεξούσιον, αυτοπροαίρετον, αυτοθέλητον, αυτοβούλητον, αυτόγνωμον. Δια να έχη το θέλημά του, να έχη την εξουσίαν του, να ορίζη το θέλημά του και εάν κάτι βουληθή, ή καλόν αγαπήση, ή κακόν επιθυμήση, να είναι αναίτιος εις τούτο ο Θεός. Διότι, δια μεν το καλόν ο Θεός είναι ο ενεργών, δια δε το κακόν, υπεύθυνος είναι η προαίρεσις του ανθρώπου, αιτία δε η προσβολή του δαίμονος. Δια τούτο και ο Χριστός ορίζει εις το θείον Ευαγγέλιον· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν…»(Ματθ. 16:24. Μάρκ. 8:34. Λουκ. 9: 23). Ουδένα δηλαδή βιάζω, ουδένα αναγκάζω εις το καλόν· ουδένα σύρω δια της βίας εις το αγαθόν, αλλ΄ εάν τις ζητή το καλόν, το ευρίσκει όπου θέλει και κάμνει την αρετήν. Εάν λοιπόν θέλη τις, ας έλθη οπίσω μου, ορίζει ο Χριστός. Δια τούτο λοιπόν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ευαγγελίζει και η Παρθένος δέχεται το μήνυμα· ο στρατιώτης υπηρετεί και η Βασίλισσα υπηρετείται· ο δούλος λειτουργεί και η Κυρία λειτουργείται· ο ασώματος παραστέκεται εις την γηϊνην, ο άφθαρτος εις την φθαρτήν, ο αόρατος εις την ορατήν, ο άϋλος εις την υλικήν. Άγγελος εις τον άνθρωπον, ο Γαβριήλ, λέγω, εις την Μαρίαν την Παρθένον. Δια τούτο λοιπόν εστάλη ο Αρχιστράτηγος Γαβριήλ να υπηρετήση εις το μυστήριον αυτό και μάλιστα τοιούτο μυστήριον, δια το οποίον και αυτοί οι Άγγελοι θαυμάζουν και απορούν. Μυστήριον κεκρυμμένον από των αιώνων, σήμερον αποκαλυπτόμενον και φανερούμενον. Μυστήριον θαυμαστόν, το οποίον οι Προφήται προεκήρυττον και οι Απόστολοι εβεβαίωσαν, αι Γραφαί εμαρτύρησαν, οι Διδάσκαλοι εστερέωσαν και η Εκκλησία του Χριστού το εδέχθη. Μυστήριον ένδοξον, το οποίον Άγγελοι δοξάζουσιν, άνθρωποι υμνούσι, γένη και έθνη υποτεταγμένα εις τον Θεόν προσκυνούσιν. Εις τοιούτον μυστήριον απεστάλη ο θείος Γαβριήλ από τους ουρανούς εις την γην, από του Θεού εις την Παρθένον, από του Βασιλέως προς την Βασίλισσαν, από τα ύψη εις την Ναζαρέτ, από το ουράνιον Τάγμα εις την οικίαν του Ιωσήφ, από τον ύμνον εις τον Ευαγγελισμόν, από τον φόβον εις την δειλίαν, από την υπηρεσίαν του Θεού εις την υπηρεσίαν της Παναγίας Παρθένου, δια την οποίαν και μάλιστα τον απέστειλεν. Αλλ΄ επειδή, Χάριτι Χριστού, όσον ηδυνήθημεν και καθώς το έφερεν η ώρα, ελύσαμεν τα δύο ζητήματα, το πρώτον και το έκτον, ας έλθωμεν και εις το δεύτερον, το οποίον είναι· Διατί δεν απεστάλη άλλος Άγγελος να υπηρετήση το μυστήριον, αλλ΄ ο Γαβριήλ; Λέγομεν λοιπόν και ως προς τούτο, ότι εις την Εκκλησιαστικήν μας Γραφήν τρία μόνον ονόματα των Αγγέλων είναι γνωστά· Μιχαήλ, Γαβριήλ και Ραφαήλ. Εκ των θείων τούτων Αρχαγγέλων τον μεν Μιχαήλ η Παλαιά Διαθήκη πανταχού αναφέρει εις θαύματα, εις έργα και εις υπηρεσίας του Εβραϊκού γένους. Εις αυτήν λοιπόν την υπηρεσίαν ετάχθη υπό του Θεού ο θείος Μιχαήλ. Τον δε Ραφαήλ αναφέρει η Γραφή εις την βίβλον την ονομαζομένην του Τωβίτ. Εκεί αναφέρεται εις θαύμα, το οποίον έκαμε και αυτός. Όταν δε πρόκειται να αποκαλυφθή μυστήριον, άλλος δεν υπηρετεί εις ταύτα, ει μη μόνον ο θείος Γαβριήλ. Τούτο πασιφανώς αποδεικνύεται από τα οράματα του Προφήτου Δανιήλ, διότι όλα ταύτα τα οράματα όπου είδεν ο Δανιήλ, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τα ανέλυσεν· αλλά και την γέννησιν της Παναγίας αυτός την ευηγγέλισεν εις την Άνναν και τον Ιωακείμ. Και την γέννησιν του Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, αυτός προανήγγειλεν εις τον Ζαχαρίαν τον Προφήτην. Επειδή λοιπόν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ υπηρέτει εις τα μυστήρια και τας αποκαλύψεις των Αγίων, και επειδή αυτός και εις τα Άγια των Αγίων έφερε τροφήν της Παναγίας, αυτός την υπηρέτει, αυτός και τώρα ευαγγελίζει εις αυτήν την γέννησιν του Υιού του Θεού. Δια τούτο λοιπόν και τώρα αυτός απεστάλη, ίνα εκτελέση την υπηρεσίαν του κεκρυμμένου μυστηρίου, κεκρυμμένου πριν να γίνη, αποκαλυφθέντος δε όταν ετελειώθη. Αυτός εξελέγη δι΄ υπηρεσίαν την οποίαν αυτός ηννόει, εις έργον το οποίον εθαύμαζε, πώς να το υπηρετήση. Αυτός από όλους τους Αγγέλους εξελέγη, διότι εις την εκλεγείσαν από όλα τα έθνη έμελλε να υπάγη. Δια τούτο λοιπόν απεστάλη ο Γαβριήλ. Ως συνειθισμένος δε εις τοιαύτα θεία μυστήρια δεν αμφέβαλλε, δεν απίστησεν εις το πρόσταγμα, αλλ΄ ως δούλος φρονιμώτατος, ως υπηρέτης γνήσιος, μετέβη με πάσαν προθυμίαν ίνα εκπληρώση το χρέος του, ίνα φέρη εις πέρας το πρόσταγμα, ίνα μηνύση το θέλημα του μεγάλου Βασιλέως, του Ισχυρού, του Δυνατού, του Βασιλέως των βασιλέων και Κυρίου των κυρίων. Εγνώριζε ποίος τον απέστειλεν, εγνώριζε τίνος είναι ο ορισμός· ηννόει τίνος υπηρεσίαν κάμνει και δια τούτο, χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, ευηγγέλισεν εις την Παρθένον την γέννησιν του Χριστού. Δια τούτο λοιπόν και δια ταύτα απεστάλη ο Γαβριήλ. Αλλ΄ επειδή ελύσαμεν και το δεύτερον ζήτημα, ας έλθωμεν εις το τρίτον, το οποίον τρία ερωτήματα περιέχει. Πρώτον, εις ποίον μήνα έγινεν ο Ευαγγελισμός; Τούτο όλοι γνωρίζετε, ότι έγινεν εις τον Μάρτιον. Δεύτερον, διατί έγινεν εις τον Μάρτιον και τρίτον εις ποίον καιρόν. Αυτά τα τρία ερωτήματα περιέχει το τρίτον ζήτημα. Και απαντώμεν εις το πρώτον, ότι εις τας είκοσι πέντε Μαρτίου μηνός, καθώς όλοι γνωρίζετε, έγινεν ο Ευαγγελισμός. Διατί δε εις αυτόν τον μήνα έγινεν; Ακούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, με πάσαν προθυμίαν· εξυπνήσατε νοητά, δια να εννοήσετε τους λόγους μου· ανοίξατε την καρδίαν σας, ίνα σας φωτίση η Κυρία Θεοτόκος, δια την οποίαν συνηθροίσθητε, δια την αγάπην της οποίας εκοπιάσατε σήμερον. Άρχομαι δε εντεύθεν. Ο μην Μάρτιος ονομάζεται άρτιος, ήτοι πλήρης, διότι ο με Φεβρουάριος, όστις παρήλθεν, ήτο ελλιπής, ομοιάζει δε αυτός με τον καιρόν του Αντιχρίστου, καθώς ορίζει ο Χριστός ότι· «Ει μη εκολοβώθησαν αι ημέραι εκείναι, ουκ αν εσώθη πάσα σαρξ» (Ματθ. 24: 22). Ο δε Μάρτιος ομοιάζει με την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού και την αποκατάστασιν των Αγίων, οίτινες μέλλουν να κληρονομήσουν την Βασιλείαν των ουρανών αιωνίως. Επειδή λοιπόν ο μην Μάρτιος τον καιρόν αυτόν της απονομής των βραβείων ομοιοί, δια τούτο και ο Ευαγγελισμός έγινε κατά τον μήνα αυτόν. Διότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων και δια την κληρονομίαν της Βασιλείας των ουρανών εσαρκώθη ο εύσπλαγχνος Θεός. Αλλά και εξ άλλου, τα μυστήρια της Παλαιάς Γραφής, όλα κατά τον Μάρτιον μήνα ετελέσθησαν. Και πρώτον ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον, εις αυτόν τον μήνα τον έκτισεν· ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, η γη, ο ουρανός και αυτός ο Αδάμ, τότε επλάσθη, τότε εξέπεσε, τότε εξεβλήθη από τον Παράδεισον. Εις τας είκοσι πέντε του μηνός αυτού παρέβη την εντολήν του Πλάστου Θεού. Πως δε κατ΄ αυτήν την ημέραν, ακούσατε. Η σελήνη, όταν είναι πλήρης και ακεραία, είναι δεκατεσσάρων ημερών· ο Θεός δε την τετάρτην ημέραν είπε και έγινεν αύτη πλήρης και ολόκληρος, όπως είναι εις τας δεκατέσσαρας ημέρας. Φανερόν λοιπόν είναι, ότι ο Θεός εις την δωδεκάτην ημέραν του μηνός Μαρτίου ήρχισε να δημιουργή τα ποιήματα· η δωδεκάτη λοιπόν του μηνός είναι πρώτη προς τα κτίσματα του Θεού· η δε 18η του μηνός είναι εβδόμη προς τα κτίσματα· λείπουσιν, έως τας 25, επτά ημέραι· τόσας ημέρας έκαμεν ο Αδάμ εις τον Παράδεισον, ίσας με τας ημέρας της εβδομάδος· ίσας με τα επτά χαρίσματα, τα οποία εχάρισεν ο Θεός εις τον Αδάμ· πρώτον την σοφίαν· δεύτερον την πραότητα· τρίτον την σωφροσύνην· τέταρτον την τρίχα της κεφαλής· πέμπτον την υπακοήν· έκτον την ανδρείαν· έβδομον την υπομονήν εις τους πειρασμούς. Είχον δε εις πληρότητα τα χαρίσματα ταύτα το μεν πρώτον ο Σολομών, ο υιός του Προφητάνακτος Δαυϊδ, το δεύτερον ο Δαυϊδ, το τρίτον ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος, το τέταρτον ο Αβεσσαλώμ, το πέμπτον ο Αβραάμ, το έκτον ο Σαμψών και το έβδομον ο δίκαιος Ιώβ. Κατά την ισοτιμίαν λοιπόν των χαρισμάτων του, ο Αδάμ έκαμε και εις τον Παράδεισον. Κατ΄ άλλον δε τρόπον, ότι έπρεπε κατά την ώραν εκείνην και την ημέραν, κατά την οποίαν ήκουσεν η Εύα την κατάραν, κατ΄ αυτήν να ακούση και η Παναγία την ευλογίαν· κατ΄ εκείνην την ώραν, καθ΄ ην ήκουσεν η Εύα το· «Εν λύπαις τέξη τέκνα»(Γεν. 3: 16), εις αυτήν να ακούση και η Θεοτόκος το· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου»(Λουκ. 1: 28). Αλλά και οι Εβραίοι το Πάσχα των εις αυτόν τον μήνα το ώρισαν· διότι κατ΄ αυτόν έφυγαν από την Αίγυπτον και διήλθον την Ερυθράν θάλασσαν. Ο Ευαγγελισμός λοιπόν της Παναγίας αυτόν τον καιρόν απεικονίζει. Διότι όπως οι Εβραίοι κατά τον μήνα αυτόν ηλευθερώθησαν από την κακοπάθειαν της Αιγύπτου, ούτω και ημείς ηλευθερώθημεν από την αιώνιον κόλασιν· εκείνοι από τας χείρας του Φαραώ και ημείς από τους διώκτας και από τους διαβόλους, τους πικρούς και φοβερούς τυράννους· εκείνοι διήλθον την Ερυθράν θάλασσαν και ημείς τας αμαρτίας μας· εκείνοι μετέβησαν εις την έρημον του κόσμου και ημείς εις την έρημον των αμαρτιών· εκείνοι έφαγον το Πάσχα εκεί εις την Αίγυπτον και ημείς εις την Βασιλείαν των ουρανών απολαύομεν τον Χριστόν. Ο Παύλος το ορίζει, λέγων ότι «το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (Α΄ Κορ. 5: 7). Και πάλιν άλλος λόγος. Ο κατακλυσμός κατ΄ αυτόν τον μήνα εγένετο και απεικονίζει την σημερινήν ημέραν. Εκεί έλαβε χώραν η φθορά των αμαρτωλών ανθρώπων και εδώ η φθορά των αμαρτιών μας· εκεί διεφυλάχθη ο δίκαιος Νώε μετά της οικογενείας του και εδώ όσοι λατρεύουσι και προσκυνούσι το μυστήριον· εκεί η Κιβωτός, εδώ η Παναγία, η νέα Κιβωτός του πατρικού απαυγάσματος, ήτις έσωσε τας ψυχάς των ανθρώπων και τας ωδήγησε προς το φως της θεογνωσίας. Δια τούτο λοιπόν και δια ταύτας τας αιτίας έγινεν ο Ευαγγελισμός κατ΄ αυτόν τον μήνα. Εις τίνα δε καιρόν; Έρχομαι εις το ζήτημα του τρίτου ερωτήματος. Το Θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον δεικνύει εις ημάς τον καιρόν, λέγον· «Εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο Άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας η όνομα Ναζαρέτ» (Λουκ. 1: 26). Κατά τον έκτον λέγει όχι ως προς την σειράν αριθμήσεως των μηνών, αλλά τον έκτον μήνα από της συλλήψεως της Ελισάβε· αφ΄ ότου η γυνή του Ζαχαρίου συνέλαβε τον Πρόδρομον, από τότε έως του Ευαγγελισμού της Παναγίας ήσαν εξ μήνες. Διότι έπρεπεν ο λύχνος να προδράμη του φωτός, ο στρατιώτης του βασιλέως. Δια τούτο εξ μήνας ο Πρόδρομος προέδραμε της γεννήσεως του Χριστού. Εις τον καιρόν λοιπόν αυτόν ευηγγελίσθη η Παναγία· εάν δε ερωτήσωμεν και κατά ποίον χρόνον, και τούτο διδάσκει ημάς το Ιερόν Ευαγγέλιον, λέγων· «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2: 2). Δηλαδή κατά τον καιρόν τον οποίον ηγεμόνευε της Συρίας ο Κυρήνιος. Αλλ΄ επειδή και το τρίτον ζήτημα ελύσαμεν, ας έλθωμεν και εις το τέταρτον, το οποίον υπεσχέθημεν να λύσωμεν. Ενθυμείσθε δε ποίον είναι ή μήπως από την πυκνότητα του λόγου το ελησμονήσατε; Νομίζω, ότι ολίγοι το ενθυμείσθε. Ας το είπωμεν λοιπόν. Εζητήσαμεν να πληροφορηθώμεν πόσων ετών ήτο η Παναγία ότε ευηγγελίσθη και απαντώμεν εις τούτο. Η Κυρία Θεοτόκος, αφ΄ ότου εγεννήθη, έμεινεν εις την οικίαν των γονέων της τρεις χρόνους, ακριβείς και πεπληρωμένους. Κατά το διάστημα τούτο άλλη δεν ήτο η εργασία της παρά μόνον ό,τι η μήτηρ της η Άννα την εδίδασκε καθ΄ εκάστην ημέραν. Έπειτα την έφεραν εις τα Άγια των Αγίων και έκαμεν εκεί δώδεκα χρόνους ακριβώς. Άγγελοι δε του Θεού την υπηρέτουν και την έτρεφον. Τότε ήτο Αρχιερεύς ο Ζαχαρίας, ο υιός του Βαραχίου, ο πατήρ του Προδρόμου. Ούτος εσκέφθη, ότι δεν είναι πρέπον να κάθηται η Παρθένος μέσα εις το Ιερόν τόσον καιρόν και εις αυτήν την ηλικίαν. Τούτο δε, διότι ο μιαρός διάβολος, όστις είχεν ακούσει τον λόγον του Προφήτου Ησαϊου, ειπόντος· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον μεθ΄ ημών ο Θεός» (Ματθ. 1: 23, Ησ. 7: 14), εφρόντιζεν επιμελώς να μολύνη όλας τας παρθένους ούτως ώστε να μη μένη καμμία, η οποία θα ήτο αξία να γίνη Μήτηρ του Θεού. Ο Θεός λοιπόν, δια να αποκρούση, μάλιστα δε δια να αφανίση τελείως τας τέχνας του δαίμονος, ένευσεν εις τον νουν του Ζαχαρίου να μνηστεύση με άνδρα την Παρθένον Μαρίαν, δια να αδιαφορήση ο διάβολος ως προς αυτήν. Επαναλαμβάνομεν δε, ότι τρεις χρόνους έκαμεν εις τον πατρικόν της οίκον και δώδεκα εις τον Ναόν, δεκαπέντε· τόσων λοιπόν ετών ήτο η Παναγία ότε ευηγγελίσθη. Ιδού το τέταρτον ζήτημα. Το δε πέμπτον είναι, διατί δεν ευηγγέλισεν άλλην ο Αρχάγγελος, αλλά την Παναγίαν Μαρίαν; Εις τούτο απαντώμεν. Σκοπός του Θεού ήτο να σαρκωθή δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Διότι όπως εάν ισχυρός τις βασιλεύς, έχων δούλον ηγαπημένον πολύ, εχθρός δε τις αυτού εξαπατήση και αρπάση τον δούλον όχι δια καλόν του, αλλά δια να τον τιμωρή και να τον βασανίζη, αυτός συναθροίζει το στράτευμά του όλον και επιτίθεται κατά του εχθρού του και εκείνον μεν κατανικά, τον δε δούλον ελευθερώνει, ούτως εποίησε και ο Μέγας Βασιλεύς της ειρήνης, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ηυδόκησε να έλθη εις τον πόλεμον κατά του δαίμονος, ίνα ελευθερώση τον ηγαπημένον του δούλον, τον Αδάμ. Ήλθε δε όχι ως είναι εις τους ουρανούς δεδοξασμένος και υμνούμενος παρά των Αγγέλων, αλλά ταπεινός και πένης, υπομονητικός, πράος, ήμερος, υπήκοος μέχρι θανάτου, «θανάτου δε Σταυρού» (Φιλ. 2: 8), ως λέγει ο θείος Παύλος ο Απόστολος. Ποίος αλιεύς ρίπτει εις την θάλασσαν γυμνόν το άγκιστρον ή ποίος υπάγει εις πόλεμον χωρίς όπλα; Ούτω και ο Χριστός, επειδή τον πεπονηρευμένον διάβαλον έμελλε να δελεάση, περιέβαλεν εις την Θεότητα την σάρκα· και επειδή πάλιν εις πόλεμον ήλθε κατά του εχθρού, δια τούτο είχε και την θεότητα και ήτο Θεός τέλειος και άνθρωπος τέλειος. Τοιούτον λοιπόν μυστήριον μέλλων να ενεργήση ο Χριστός, εζήτει και καθαρόν δοχείον και άξιον προς την θείαν Αυτού σάρκωσιν. Και ευρέθη τοιαύτη η Παναγία Μαρία. Πόθεν ευρέθη αξία; Από την καθαρότητά Της, διότι όσα είπον οι Προφήται δι΄ Αυτήν αρμόζουσι. Προφητεύει περί Αυτής ο Πατριάρχης Ιακώβ, λέγων ότι από το γένος του Ιούδα θα κατάγεται· και η Παρθένος δε Μαρία, από το γένος του Ιούδα κατήγετο. Ο Προφήτης Ησαϊας από του Ιεσσαί το γένος την καλεί· και αυτού ευρέθη πλήρωμα της προφητείας. Παρθένον την ονομάζει και ήτο. Ο Δαυϊδ θυγατέρα του την καλεί και ήτο αληθώς θυγάτηρ του· όχι φυσική και μονοπρόσωπος, αλλ΄ από της γενεάς του. Όσα λοιπόν επροφήτευσαν οι Προφήται δια την Μητέρα του Χριστού, όλα εις την Παναγίαν επληρώθησαν. Δεν ήτο Παρθένος, καθώς επροφήτευσεν ο Ησαϊας; Δεν ήτο κλίμαξ νοητή, ως την είδε ο Ιακώβ; Δεν ήτο ράβδος ως του Ααρών; Δεν ήτο στάμνος, πλάξ, θυμιατήριον, λυχνία, κιβωτός, τράπεζα, θρόνος και όσα προείδεν ο Προφήτης Μωϋσής; Ναι, αληθώς! Και όχι μόνον τόσα, αλλά και περισσότερα. Ο Γεδεών πόκον την ονομάζει· ο Δανιήλ, όρος αλατόμητον· ο Αββακούμ, όρος κατάσκιον· ο Ιεζεκιήλ, πύλην. Ο Δαυϊδ, βασίλισσαν· και, σχεδόν ειπείν, όσα είπον πάντες οι Προφήται, εις Αυτήν αρμόζουσιν. Επειδή λοιπόν εκ του βασιλικού γένους του Δαυϊδ κατήγετο και η Παρθένος και ευχής τέκνον ήτο και ανατεθραμμένη εις τα Άγια των Αγίων, δια τούτο εξελέγη, δια τούτο ηγαπήθη από όλας τας γυναίκας. Ποία ωσάν αυτήν επαρθένευσε; Ποία εφύλαττε τον εαυτόν της εις τοιούτον καιρόν, όταν η αμαρτία επολιτεύετο; Όταν η υπανδρεία και η σπορά του γένους επηνείτο, η δε στείρωσις και ατεκνία κατηγορείτο και ωνειδίζετο; Επειδή λοιπόν άλλη δεν ευρέθη καθαρωτέρα, δια τούτο αυτήν ευηγγέλισεν π Άγγελος, ο υπηρέτης του Θεού Γαβριήλ. Αλλ΄ επειδή ελύσαμεν πλέον τα ζητήματα, ας συμπληρώσωμεν και το υπόλοιπον. Δια ταύτην την αγίαν Εορτήν ο θεοπάτωρ Δαυϊδ προεφήτευσε, λέγων· «Ευαγγελίζεσθε ημέραν εξ ημέρας το σωτήριον του Θεού»(Ψαλμ. 95: 2) και πάλιν αλλαχού· «Γλώσσαν, ην ουκ έγνω ήκουσεν»(Ψαλμ. π:6). Ποίος; η Παναγία, όταν ήκουσε του Αγγέλου τους λόγους. Δια ταύτην ο αυτός Προφητάναξ Δαυϊδ προείπε πάλιν· «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε» (Ψαλμ. μδ : 11). Τι να ακούση; Τους λόγους και τα μηνύματα του Γαβριήλ. Ταύτην οι Προφήται προεκήρυξαν, οι θεόσοφοι και πνευματοκίνητοι. Αυτήν οι Προπάτορες επεθύμησαν να ίδουν, οι Δίκαιοι να καταλάβωσι και οι Πατριάρχαι να θεωρήσωσι. Ταύτην οι Άγγελοι θαυμάζουσιν, οι άνθρωποι πανηγυρίζουσιν, αι ψυχαί των Δικαίων εορτάζουσι. Ταύτην επεθύμησε να ίδη ο Αβραάμ και δεν κατηξιώθη. Αύτη είναι η αιτία και η αρχή της σωτηρίας των ανθρώπων. Αύτη εις τους Αγγέλους εχάρισεν εκείνο το οποίον δεν είχον. Ποίον; Οι Άγγελοι, πριν να σαρκωθή ο Θεός Λόγος, δεν ηδύναντο να ίδουν καθαρά το φως της Θεότητος. Αφ΄ ου δε εσαρκώθη, έλαβον Χάριν και βλέπουσιν αυτό ολίγον καθαρώτερον από ό,τι το έβλεπον πριν. Αύτη η Αγία και τετιμημένη εορτή ηλευθέρωσε το γένος των ανθρώπων από την κόλασιν. Διότι, δια τούτο κατέβη ο Θεός Λόγος από τους ουρανούς, δια να αναβιβάση τον Αδάμ εκεί οπόθεν εξέπεσε. Δια τούτο εφάνη ταπεινός, ίνα υψώση τον τεταπεινωμένον άνθρωπον. Εφάνη άτιμος, ίνα αυτόν τιμήση, εφάνη άδοξος, ίνα αυτόν δοξάση· εχωρήθη εις κοιλίαν γυναικός Παρθένου, δια να τον ελευθερώση από την κοιλίαν του Άδου· εδείχθη Βρέφος, ίνα νεοποιήση τον Αδάμ· νέον Παιδίον εγένετο, ίνα τελειοποιήση εις μέτρον τέλειον της θεογνωσίας τον Αδάμ, όστις ήτο ατελής μεν εις το καλόν, παλαιός δε εις το κακόν. Δια τούτο εκρατήθη εις χείρας γυναικός ο Χριστός, δια να λυτρώση τον Αδάμ από τας χείρας του διαβόλου. Δια τούτο ταύτα όλα ηυδόκησεν ο Πατήρ, εποίησεν ο Υιός, συνήργησε το Πνεύμα το Άγιον, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Δια τούτο και ημείς, ευσεβείς ακροαταί, μη φανώμεν αχάριστοι· ας μη ατιμάσωμεν την αγίαν και σεβάσιμον Εορτήν με μέθας και ασωτίας, οινοποσίας και μωρολογίας, αλλά με ευχαριστίαν και δοξολογίαν ας εορτάσωμεν, με κατάνυξιν και συντριβήν καρδίας ας πανηγυρίσωμεν, διότι ούτω λατρεύεται ο Θεός και χαίρονται οι Άγγελοι. Αν τοιουτοτρόπως ποιήσωμεν, τότε εορτάζομεν, τότε πανηγυρίζομεν, τότε δοξάζεται ι Θεός, τότε πιστεύεται το μυστήριον, τότε τιμάται η Αγία Τριάς· επειδή αύτη ηυδόκησεν, αύτη ωκονόμησεν, αύτη ηθέλησε να το πληρώση. Δεύτε λοιπόν, αγαπητοί, ας δώσωμεν ευχαριστίαν τω καταξιώσαντι ημάς Θεώ να φθάσωμεν και να ίδωμεν την παρούσαν ημέραν. Πως δε να ευχαριστήσωμεν; Ας ευχαριστήσω και ας υμνήσω τον Θεόν πρώτος από όλους εγώ δια την αιτίαν της σημερινής πανηγύρεως, ίνα ίδητε και σεις και μάθετε πως ευχαριστείται ο Θεός. «Πάτερ άναρχε και άφθαρτε, Υιέ συνάναρχε και αθάνατε, Πνεύμα Άγιον και συναϊδιον και ανώλεθρον, Τριάς Αγία και προσκυνητή, ακατάληπτε, σύνθρονε, ομόδοξε, Πάτερ αγέννητε, Υιέ και μόνε γεννητέ, Πνεύμα Άγιον εκπορευόμενον εκ του Πατρός και εν Υιώ αναπαυόμενον, Σε προσκυνούμεν, Σε δοξάζομεν, Σε έχομεν Θεόν, Σε ομολογούμεν και κηρύττομεν Βασιλέα, Κτίστην και Δημιουργόν του κόσμου. Όλοι Σε ευχαριστούμεν δια το έλεός Σου και δοξάζομεν την ευσπλαγχνίαν Σου, διότι τόσον μας ηγάπησας ώστε συνεπλήρωσας τοιούτον μυστήριον θαυμαστόν και ένδοξον και τοις Αγγέλοις ακατάληπτον». Και δια μεν των λόγων ούτως ευχαριστείται ο πανάγαθος Θεός, αγαπητοί αδελφοί. Δια δε των έργων ευχαριστείται, εάν έχωμεν πίστιν βεβαίαν, εάν έχωμεν αγάπην αληθινήν, ήτις είναι το κεφάλαιον των αρετών, εάν αγαπώμεν τον πλησίον, εάν αποκτήσωμεν ειρήνην, εάν αγαπήσωμεν με καθαρωτέραν καρδίαν, εάν ποθήσωμεν νηστείαν και εάν επιθυμήσωμεν και κερδήσωμεν την Βασιλείαν των ουρανών, τότε ευχαριστείται και χαίρεται ο Θεός. Εάν ταύτα αποκτήσωμεν, έχομεν και παρρησίαν να δεηθώμεν και να παρακαλέσωμεν την Παρθένον Μαρίαν να μας εισακούση, εάν κάτι θελήσωμεν. Αλλ΄ επειδή το θέμα μας εγγίζει προς το τέλος, ας προσθέσωμεν και το υπόλοιπον, ίνα ούτω φθάσωμεν εις πέρας. Ποίον δε είναι, ακούσατε. «Κυρία Θεοτόκε, Βασίλισσα, τιμή και δόξα των Χριστιανών, Υψηλοτέρα των ουρανών, και καθαρωτέρα του ηλίου. Παρθένε πανύμνητε και ακήρατε, ελπίς των αμαρτωλών και λιμήν γαληνέ των χειμαζομένων υπό των αμαρτιών, βλέψον εις τον λαόν Σου, ίδε εις την κληρονομίαν Σου· πρόβατα είμεθα της μάνδρας του Υιού Σου· αρνία είμεθα άκακα και πεπλανημένα· λοιπόν φύλαξόν μας από τας χείρας του νοητού λύκου, του διαβόλου, διότι Σε έχομεν ως μεσίτριαν, προστάτιν και βοηθόν. Προς Σε έχομεν τας ελπίδας μας. Αμαρτωλοί είμεθα και καταφεύγομεν υπό την σκέπην Σου· κατάδικοι είμεθα και τρέχομεν εις την αντίληψίν Σου· μη μας αποδιώξης, μη οργισθής εναντίον μας. Βλέπεις, Παρθένε, τους πειρασμούς, βλέπεις πως εβάρυναν ημάς τα κακά. Δια τούτο, Παρθένε πανύμνητε, ενθυμού την συγγένειαν, την οποίαν έχομεν, διότι όλοι από ένα γένος είμεθα και ημείς και Συ, Θεοτόκε, και μεσίτευσον και παρακάλεσε τον Υιόν Σου, τον οποίον εσωμάτωσες, τον οποίον εβάστασες, τον οποίον εθήλασες, να μας ευσπλαγχνισθή, εδώ μεν να διέλθωμεν ζωήν αβλαβή και ακίνδυνον από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε να αξιώση ημάς της αιωνίου Βασιλείας των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει δόξα και τιμή συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου