Η ΚΑΚΙΑ -- Του Φώτη Κόντογλου

Φαρμακερή νυχτερίδα που σκεπάζει τον κόσμο.

Μέσα σε τούτη την κοιλάδα του κλαυθμώνος που ζούμε, ώρες-ώρες φανερώνεται καθαρά στον άνθρωπο που ζει μέσα στην κοινωνία η σκληρή όψη της και παγώνει η καρδιά του. Αυτή η σκληρή όψη της δείχνει πως ό,τι γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους έχει αιτία και σκοπό το συμφέρον, και γι’ αυτό βασιλεύει παντού η κακία. Τότε χάνει κανείς το θάρρος του, απογοητεύεται, ζαλίζεται και πέφτει σε μελαγχολία. Αχ! Πουθενά δεν υπάρχει αγάπη. Όλα τα ΄χει σκεπασμένα με τα μαύρα και φαρμακερά φτερά της η νυχτερίδα που λέγεται κακία. Σπίτια, μαγαζιά, δρόμοι, συγγένειες, φιλίες, αισθήματα, όλα είναι μολεμένα από την κακία. Δίκες, καβγάδες, έχθρητες, πείσμα, φθόνος. Κακία! Κακία! Απονιά ανάμεσα στους ανθρώπους, σκληρότητα, αδιαφορία του ενός για τον άλλον, κι ας λένε ολοένα πως είναι αδέλφια. Τόση απονιά υπάρχει, που αν βρεθεί κανένας να θελήσει να βοηθήσει με ένα τίποτα τον άλλον, αυτουνού του άλλου του φαίνεται σαν ψέμα, και κλαίγει και φιλά τα ποδάρια εκεινού που τον βοήθησε. Ωστόσο, αυτός μπορεί, ύστερ’ από λίγο να πνίξει έναν άλλον δυστυχισμένον, για την παραμικρή αιτία, όπως λέγει ο Χριστός στη γνωστή παραβολή του πονηρού δούλου. Αν ταπεινωθείς, είσαι χαμένος άνθρωπος. Θα σε βάλει κάτω, θα σε ποδοπατήσει εκείνος που ταπεινώθηκες μπροστά του. Θα γίνει θηρίο καταπάνω σου.

Η ταπείνωση κι η συμπόνοια λογαριάζεται για αδυναμία. Όποιος ταπεινώνεται, πρέπει να είναι ατσάλινος για να αντέξει. Αν κάνεις καλό στον άλλον, αν τον συμπονέσεις, στην αρχή θα σου φιλά τα χέρια σου και τα πόδια σου, δεν θα πιστεύει τα μάτια του και τ’ αυτιά του για ό,τι λες και για ό,τι του κάνεις. Μα άμα συνηθίσει στην καλοσύνη σου, θα γίνει λυσσασμένος εχθρός σου, θα σε συκοφαντήσει, θα βρει αφορμή να σε κακολογήσει, τόσο, που να αναρωτιέσαι αν θυσιάστηκες αληθινά γι’ αυτόν ή αν είναι ψέμα. Μάλιστα, όσο τον ευεργετάς, τόσο τον ερεθίζεις καταπάνω σου. Φαίνεται πως η ανθρώπινη φύση δεν αντέχει στην πολλή καλοσύνη. Δεν αντέχει! Σε τόση κακία μπορεί να φτάξει εκείνος που παίρνει ολοένα από σένα είτε υλικά πράγματα, είτε αισθήματα, ή κι από τα δυό, που να ζαλιστεί άνθρωπος και να τα χάσει και να μην ξέρει αν αυτός είναι εκείνος που δίνει, ή ο άλλος που παίρνει και που κακολογεί. Τέτοιο τέρας ακατανόητο είναι ο κακός ο άνθρωπος!

***

Σε στιγμή που είσαι πια σίγουρος πως νίκησες τον κακόν άνθρωπο με την καλοσύνη σου, ευεργετώντας τον και σώζοντάς τον από την ανέχεια, από την αρρώστια, από κάθε τι, κάνοντας μεγάλες θυσίες στον εαυτό σου και στους δικούς σου, και συγχωρώντας τον για την αχαριστία του και για όσα κακά σου έκανε, εκείνος, όχι μοναχά δεν νιώθει καμιά συγκίνηση από τον τρόπο σου, αλλά τότε ίσια-ίσια σε δαγκάνει πιο λυσσασμένα, μηχανευόμενος κάποια σιχαμερά ψέματα που παρουσιάζουνε τα πράγματα ολότελα ανάποδα, για να δικαιωθεί αυτός. Σε τυλίγει σ’ ένα δίχτυ από τέτοιες ραδιουργίες που δεν μπορείς πια να γλυτώσεις, γιατί ο κόσμος διψά από κακία και πιστεύει τον ψεύτη και τον παλιάνθρωπο. Σε τέτοιες περιστάσεις, το μόνο καταφύγιο είναι η σιωπή κι η προσευχή! Αν δίνεις με ευκολία, ας είναι κι από το υστέρημά σου, ακόμα κι από το αίμα σου, συνηθίζει σ’ αυτό τόσο εκείνος που ευεργετάς, που σε λίγο, σαν να είσαι εσύ που παίρνεις κι όχι εκείνος, σου δείχνει πως έχεις χρέος να κάνεις ό,τι κάνεις, και μάλιστα πως πρέπει να δίνεις μοναχά σ’ αυτόν κι όχι σ’ άλλον κανέναν, ας έχει και πολύ μεγαλύτερη ανάγκη εκείνος ο άλλος. Μπορεί να του δίνεις επί χρόνια. Μια φορά δεν μπόρεσες να του δώσεις, γιατί δεν είχες, θα πει στον κόσμο πως δεν δίνεις ποτέ. Οι τέτοιοι, από σκλάβοι και κόλακες, γίνουνται λυσσασμένοι τύραννοι. Είναι κάποια τέρατα ανθρωπόμορφα, που σε κοιτάζουνε με μάτια αλλήθωρα, και τότε καταλαβαίνεις τι λογής όψη έχει ο διάβολος. Κι εγώ που τα γράφω, έχει καγεί η πέτσα μου από τέτοιους μαυρόψυχους, όχι μια και δυό φορές, μα πολλές. Ο κόσμος θαρρεί πως είμαστε ανθρώποι τέτοιοι, που ο αυστηρός χαρακτήρας μας δεν αφήνει κάτι τσακάλια να μας ζυγώσουνε. Και όμως, όχι μονάχα καταφέρνουνε να ΄ρχονται κοντά μας, στην αρχή σερνάμενοι με την κοιλιά σαν μισοπεθαμένοι, αλλά ν’ ανεβούνε κι απάνω στο κεφάλι μας. Με τον καιρό, τόσο πολύ αποθρασύνονται, αυτοί «οι σκυτοτρώκται και διφθερίαι και τρίδουλοι εκ προγόνων», που λένε στον κόσμο: «Αυτός ήτανε που τον λέγανε ζόρικο και δυνατόν; Εγώ τον έκανα μπαίγνιο!». Σ’ ένα βιβλιαράκι που τύπωσα πριν από χρόνια, να τι έγραφα, που δείχνει τι έχω τραβήξει από τα ανθρωπάρια, σε καιρό που ο κόσμος είχε την ιδέα πως ήμουνα αζύγωτος: «Καθόμουνα και δούλευα σε μια άκερδη δουλειά, στενοχωρημένος από κάθε στέρηση σε καιρό που οι άλλοι κοιτάζανε μέρα-νύχτα να μαζέψουνε χρυσάφι να καλοπεράσουνε. Στα βουνά βούιζε ο άνεμος. Περνούσανε από πάνω μου νέφελα οργισμένα. Κι εγώ τρύπωνα στο θαλάμι μου, και φχαριστούσα τον Θεό, σαν και κείνο τον στρατοκόπο που γλύτωσε από τους ληστές. Ακουμπούσα το κεφάλι μου στην απαλάμη μου κι ο νους μου πήγαινε σε τόπους αγαπημένους δίχως να γνοιαστώ πως τριγύριζε έξ’ από την πόρτα μου ο κροκόδειλος ο φθόνος κι η αλλήθωρη αλεπού, η αχαριστία. Τα γραψίματά μου είναι χαρούμενα και φτυχισμένα. Ωστόσο σου λέγω πως δεν γράφω με μελάνι, παρά με δάκρυα γράφω. Κανένας δεν με βοήθησε σε τούτον τον κόσμο, εχτός αν είναι βοήθεια τα λόγια… Καθόμουνα μέσα σ’ εκκλησιές παμπάλαιες, σε καιρό που φυσούσε η ογρή νοτιά, και πέφτανε ασβέστες από τις αρχαίες ζωγραφιές. Σε κοιμητήρια παρατημένα, μολυντήρια περπατούσανε απάνω στους αγίους, τρίζανε οι νεκρόκασες από τη ζέστη. Ωστόσο, εκεί μέσα εγώ αναπαυόμουν, καθόμουν μακριά από την κακία κι από τη δόξα, παρηγοριά εύρισκε το πνεύμα μου. Συλλογιζόμουνα: Γιατί τάχα ο ήλιος λαμποκοπά ακόμα στον ουρανό και δεν μουρκίζεται σαν ένας βώλος καρβουνισμένος, αφού η λάμψη του που κάνει παράδεισο τούτον τον κόσμο, στάθηκε ανήμπορη να αλλάξει τον τυφλοπόντικα σε πλάσμα καλό  κι ευτυχισμένο, ν’ ανοίξει τα μάτια του τα σφαλισμένα, ώστε να ζήσει μακάριος, περιζωμένος από τόσες χάρες αμέτρητες;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: