Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ -- Αλ. Παπαδιαμάντη

Ἡ σελήνη ἐπρόβαλλε, μόλις ἀρχίσασα νὰ φθίνῃ τρίτην νύκτα μετὰ τὸ ὁλογέμισμά της, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, κ᾽ ἐκείνη, ἀσπροφορεμένη, μετὰ τόσους στεναγμοὺς καὶ τόσα περιπαθῆ ᾄσματα, ἔκραξε:

― Νὰ ἔμβαινα σὲ μιὰ βαρκούλα, τώρα-δά… ἔτσι μοῦ φαίνεται… νὰ φτάναμε πέρα!

Κ᾽ ἐδείκνυε μὲ τὴν χεῖρά της πέραν τοῦ λιμένος.

Ὁ Μαθιὸς δὲν παρετήρησεν ἴσως ὅτι αὐτὴ εἶχε τρέψει τὸν λόγον εἰς τὸν πληθυντικόν, εἰς τὸ τέλος τῆς εὐχῆς της. Ἀλλ᾽ αὐθορμήτως, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῇ, ἀπήντησε:

― Μπορῶ νὰ ρίξω ἐκείνη τὴ βάρκα στὸ γιαλό… Τί λές, δοκιμάζουμε;

Καὶ αὐτὸς ἐπίσης ἔθεσε τὸν πληθυντικὸν εἰς τὸ τέλος τοῦ λόγου. Χωρὶς δὲ νὰ συλλογισθῇ, οὕτως, ὡς νὰ ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ ἂν εἶχε δυνατοὺς τοὺς μυῶνας, ἤρχισε νὰ ὠθῇ τὴν βαρκούλαν.

Ὁ νέος ἵστατο πλησίον τοῦ αἰγιαλοῦ, ὅπου ἀλλεπάλληλα μετ᾽ ἐλαφροῦ φλοίσβου προσπίπτοντα τὰ κύματα κατεπίνοντο ὑπὸ τῆς ἄμμου, χωρὶς ν᾽ ἀποκάμνωσι ταῦτα ἀπὸ τὸ αἰώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρὶς νὰ χορταίνῃ ἐκείνη ἀπὸ τὸ ἀέναον ἁλμυρὸν πότισμα. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἦτο ἐπὶ τοῦ ἐξώστου τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐνοικιάσει ὅπως δεχθῇ αὐτὴν ὁ σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα καὶ τριῶν ἐτῶν, οἰκίας κειμένης παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ κύματος, κατὰ τὴν πλημμύραν τὴν ὁποίαν θὰ ἔφερεν ὁ νότος, ἢ τὴν ἄμπωτιν τὴν ὁποίαν θὰ ἐπροξένει ὁ βορρᾶς. Ἡ βαρκούλα ἐπάτει ἐπὶ τῆς ξηρᾶς καὶ ἐταλαντεύετο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, μὲ τὴν πρῷραν χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνην σαλευομένην ἀπὸ τὸ κῦμα, βαρκούλα ἐλαφρά, κομψή, ὀξύπρῳρος, χωροῦσα τέσσαρας ἢ πέντε ἀνθρώπους.

Μεγάλη ἐντοπία σκούνα εἶχε προσεγγίσει πρὸ τριῶν ἡμερῶν φορτωμένη εἰς τὸν λιμένα, περιμένουσα εὐνοϊκὸν ἄνεμον διὰ ν᾽ ἀποπλεύσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ ναύλου της· ὁ πλοίαρχος, τρίτην ἤδη νύκτα, ἀνεπαύετο εὐφραινόμενος κατ᾽ οἶκον, πλησίον τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων· οἱ σύντροφοι, ἐντόπιοι ὅλοι, περιήρχοντο ἐν κύκλῳ τὰ καπηλεῖα, ἀποζημιούμενοι εἰς τρεῖς νύκτας δι᾽ ἀναγκαστικὴν ἐγκράτειαν ἑβδομάδων καὶ μηνῶν· ὁ μοῦτσος, ὅστις ἦτο ξένος, ἔμενε μόνος φύλαξ τοῦ πλοίου, τῶν ἀρμένων καὶ τοῦ φορτίου, καὶ μόνος φύλαξ τοῦ μούτσου ὁ καραβόσκυλος. Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ὁ μοῦτσος, ὑψηλός, δεκαοκταέτης, ἔχων ὅλας τὰς ἀξιώσεις τοῦ ναύτου πλὴν τοῦ μισθοῦ, εἶχεν ἀργοπορήσει εἰς ἓν καπηλεῖον ὀλίγον παράμερον, ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον τῆς παραθαλασσίου ἀγορᾶς, παρηγορούμενος καὶ αὐτὸς ὡς ξένος εἰς τὰ ξένα… Εἶχεν ἀφήσει τὴν φελούκαν μισοσυρμένην, μὲ τὴν πρῷραν χωμένην εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τὴν πρύμνην σαλεύουσαν εἰς τὸ κῦμα, μὲ τὰς δύο κώπας ἀκουμβημένας ἐπὶ τῆς πρύμνης, δύο ἐλαφρὰς κώπας, τὰς ὁποίας παιδίον μετ᾽ ἀπεριγράπτου χαρᾶς θὰ ἐχειρίζετο καμαρῶνον τὴν δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην ὑπὸ τῆς φευγαλέας μαλακότητος τοῦ κύματος, ἐνδοτικῆς ὡς ἡ ἀδυναμία μητρὸς πρὸς χαϊδεμένον βρέφος, φέρον αὐτὴν ὅπου θέλει μὲ τοὺς κλαυθμυρισμοὺς καὶ τὰς ἀπαιτήσεις του· κώπας ὡς δύο πτέρυγας γλάρου, αἵτινες φέρουσι τὸ λευκόπτιλον σῶμα τοῦ ὄρνιθος ἐπιπολῆς τῆς θαλάσσης, ὁδηγούσας τὴν βαρκούλαν εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ τὴν ἀμμουδιὰν τῆς ἀκτῆς, ὡς ἐκεῖναι τὸν γλάρον εἰς τὸ σπήλαιον τοῦ θαλασσοπλῆγος βράχου.

Ὁ Μαθιὸς ἐστήριξε τὰς δύο χεῖρας εἰς τὴν πρῷραν, ἀντεστύλωσε τοὺς δύο πόδας ὄπισθεν, ὤθησε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του, καὶ ἡ μικρὰ φελούκα ἐνέδωκε καὶ ἔπεσε μετὰ πλαταγισμοῦ εἰς τὴν θάλασσαν. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ τοῦ ἔφευγεν, ὑπείκουσα εἰς τὴν σφοδρὰν ὤθησιν, διότι δὲν εἶχε προβλέψει νὰ κρατήσῃ τὴν μπαρούμαν, τὸ σχοινίον τῆς πρῴρας. Ἀλλὰ πάραυτα ἐπέταξεν ἀπὸ τοὺς πόδας τὰ ἐλαφρὰ πέδιλα, δὲν ἐπρόφθασε νὰ σηκώσῃ τὴν περισκελίδα, ἐθαλάσσωσεν ὣς τὰ γόνατα, καὶ συνέλαβε τὴν βάρκαν ἀπὸ τὴν πρῷράν της. Τὴν ἔσυρε πρὸς μικρὸν πρόχειρον μῶλον. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐκείνη εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὸν ἐξώστην, καὶ μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἐπρόβαλε, μὲ τὸ λευκὸν κολόβιόν της στίλβον εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἀπὸ τὴν βορεινὴν γωνίαν τῆς οἰκίας, κατερχομένη εἰς τὸν αἰγιαλόν.

Ὁ νέος τὴν εἶδε καὶ ᾐσθάνθη χαρὰν μετὰ φόβου. Ἔπραττε σχεδὸν ἀσυνειδήτως. Δὲν ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸ κάμῃ.

Ἐκείνη, μὴ ἀγαπῶσα νὰ ἐκφράσῃ τοὺς ἐνδομύχους λογισμούς της, εἶπεν:

― Ἂς εἶναι· ἂς φέρουμε μιὰ γύρα μὲς στὸ λιμάνι, τώρα μὲ τὸ φεγγαράκι.

Καὶ μετ᾽ ὀλίγον προσέθηκε:

― Γιὰ νὰ δοκιμάσω πῶς θὰ μοῦ φανῇ, ὅταν θὰ μβαρκάρω γιὰ νὰ πάω πέρα…

Ἔλεγε πάντοτε πέρα, κ᾽ ἐννοοῦσε τὴν πατρίδα. Ὄπισθεν τοῦ πρώτου πρασίνου βουνοῦ, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου εἶχεν ἀνατείλει ἡ σελήνη, βουνοῦ μαύρου τὴν νύκτα καὶ σκοτεινοφαίου τώρα μὲ τῆς σελήνης τὸ φῶς, ὕψωνε τὴν κορυφήν του ὑψηλὸν ὄρος καὶ λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνὸν καὶ βραχῶδες. Ἐκεῖ ἦτο ἡ πατρίς, ὁ τόπος τῆς γεννήσεώς της. Κ᾽ ἐστέναζε τόσον δι᾽ αὐτήν, ὡς νὰ τὴν ἐχώριζεν ὁλόκληρος ὠκεανὸς ἐκεῖθεν, ἐνῷ μόλις ἀπεῖχε δώδεκα μίλια, καὶ ἡ μικρὰ ραχούλα τοῦ πρασίνου βουνοῦ δὲν ἴσχυε νὰ κρύψῃ τὴν ἡμέραν τὴν ὑψηλὴν ὀφρὺν τοῦ λευκοῦ ὄρους. Καὶ τὴν ἐπόθει τόσον, ὡς νὰ τὴν εἶχε στερηθῆ ἀπὸ χρόνων πολλῶν, ἐνῷ μόλις ἀπὸ ὀλίγων ἑβδομάδων εὑρίσκετο εἰς τὴν γείτονα νῆσον.

Ὣς τόσον, ἀκούμβησεν ἀφελῶς τὴν λευκὴν καὶ τόσον ἁπαλὴν χεῖρά της εἰς τὸν ὦμον τοῦ νέου, ὅστις ἀνετριχίασεν ὅλος εἰς τὴν ἐπαφήν, κ᾽ ἐπέβη εἰς τὴν μικρὴν βαρκούλαν.

Ἐκεῖνος ἠκολούθησε κατόπιν της, καὶ λαβὼν τὴν κώπην ἤρχισεν ἀδεξίως ν᾽ ἀβαράρῃ. Ἀλλ᾽ ἀντὶ ν᾽ ἀπωθήσῃ τὸν μῶλον, ἀπώθησεν ἀριστερὰ τὸν πυθμένα, καὶ οὕτως ἡ βάρκα ἐδιπλάρωσε κ᾽ ἐκτύπησεν ἐλαφρῶς εἰς μίαν τῶν πετρῶν τοῦ μώλου.

― Τί κάνεις; Θὰ σπάσουμε τὴν ξένη βάρκα.

Τοῦτο, τὴν ἔκαμε ν᾽ ἀναλογισθῇ νηφαλιώτερον τὸ πρᾶγμα, καὶ προσέθηκε:

― Καὶ τάχα δὲν θὰ τὴ γυρέψουν τὴν βάρκα; Δὲν θὰ τοὺς χρειαστῇ;… Τίνος νὰ εἶναι;

Ὁ νέος ἐν ἀμηχανίᾳ ἀπήντησεν:

― Ἀφοῦ θὰ κάμουμε μιὰ γύρα στὸ λιμάνι καὶ θὰ γυρίσουμε… Δὲν πιστεύω νὰ τὴν γυρέψουν πρωτύτερα, ὅτινος νὰ εἶναι.

 

Ἐκάθισεν εἰς τὰς κώπας καὶ ἤρχισε νὰ ἐλαύνῃ. Ἐκείνη, εἰς τὴν πρύμνην καθημένη, ἐδέχετο κατ᾽ ὄψιν τὸ ὠχρὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ ὁποῖον ἐπέχριεν ὡς μὲ ἀργυρᾶν κόνιν τοὺς ἁβροὺς χαρακτῆρας τοῦ ὡραίου προσώπου της. Ὁ νέος τὴν ἐκοίταζε δειλῶς.

Δὲν ἦτο ναύτης, ἀλλ᾽ ἤξευρε νὰ κωπηλατῇ, ὡς ἀνατραφεὶς πλησίον τοῦ κύματος. Εἶχεν ἔλθει εἰς τὸ μέσον τοῦ ἔτους, ἐγκαταλείψας τὸ γυμνάσιον τῆς πρωτευούσης τοῦ νομοῦ, ὅπου τέως ἐμαθήτευε, μὴ δεχθεὶς τὴν ἐπιβληθεῖσαν αὐτῷ ποινὴν ἕνεκα λογομαχίας τινὸς πρὸς ἕνα τῶν καθηγητῶν, ὅστις τοῦ ἐφαίνετο πλέον τοῦ δέοντος ἀγράμματος. Ἦτο μόλις δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἀλλ᾽ ἐφαίνετο δεκαεννέα ἢ εἴκοσι μὲ τοὺς πυκνοὺς ἤδη ἰούλους τοῦ καστανοῦ γενείου καὶ τοῦ μύστακος.

Ἡ νεαρὰ γυνή, ἀφοῦ ἐκάθισεν, ὡς συνέχειαν τῆς πρὸ μικροῦ ἐκφρασθείσης ἀνησυχίας της περὶ ἀναζητήσεως τῆς βάρκας ἐκ μέρους τοῦ ἰδιοκτήτου, εὐθύμως ἐξέφερε καὶ τὴν σκέψιν της ταύτην:

―Ὁ καραβοκύρης θὰ γυρεύῃ τὴ βάρκα του, κι ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης θὰ γυρεύῃ τὸ Λιαλιώ του.

Ὁ νέος ἐμειδίασε. Μπαρμπα-Μοναχάκης ἦτο τὸ ὄνομα τοῦ συζύγου της. Λιαλιὼ ἐκαλεῖτο ἡ ἰδία.

 

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, δυνατὸν γαύγισμα σκύλου ἠκούσθη ἀπὸ τὸ κατάστρωμα πλοίου. Ἦτο ὁ καραβόσκυλος τῆς ἰδίας φορτωμένης σκούνας, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκεν ἡ φελούκα. Εἶχε πηδήσει ἐπάνω εἰς τὸ ἀκρόπρῳρον, δίπλα εἰς τὴν μακεδόνα, τὸ βάναυσον κορυθαίολον ὁμοίωμα τῆς πρῴρας, καὶ κατ᾽ ἀρχὰς ἔσειε μετὰ γρυσμοῦ τὴν οὐράν, ἀναγνωρίσας τὴν βάρκαν. Ἀλλ᾽ ὅταν αὕτη ἐπλησίασε καὶ δὲν ἀνεγνώριζε πλέον τὸν μοῦτσον ἢ ἄλλον τινὰ τοῦ πληρώματος μεταξὺ τῶν δύο ἐπιβατῶν, ἤρχισε νὰ ὠρύεται καὶ νὰ ὀλολύζῃ μανιωδῶς.

Ὁ νέος σπουδαστὴς ὠρτσάρισεν ὀλίγον ἀνοικτὰ ἀπὸ τὴν σκούναν, ἀλλ᾽ ὁ σκύλος, ὅσον ἔβλεπε τὴν βάρκαν ἀπομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ὠλόλυζε.

― Τί ἔχει καὶ δὲ λουφάζει; ἠρώτησεν ἀνησύχως τὸ Λιαλιώ.

― Φαίνεται ὅτι ἐγνώρισε τὴ βάρκα.

― Αὐτὴ ἡ βαρκούλα εἶναι κεινῆς τῆς γολέτας;

―Ὡς φαίνεται.

Ὁ νέος ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν μετὰ λύπης, προβλέπων ὅτι ἡ περίστασις αὕτη ἐξ ἀνάγκης θὰ συνέτεμνε τὴν ὀνειρώδη δι᾽ αὐτὸν ἐκδρομήν, ἀλλὰ παρ᾽ ἐλπίδα ἡ Λιαλιὼ ἐκρότησε τὰς χεῖρας, ὡς ἄτακτον παιδίον τὴν μεγίστην εὑρίσκον ἡδονὴν εἰς ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἐπιμένουν νὰ τοῦ ἀπαγορεύωσι.

― Τότε, χαίρομαι, εἶπεν· ὁ σκύλος ἂς γαυγίζῃ γιὰ τὴν βάρκα του, κ᾽ ἐμένα ἂς μὲ γυρεύουνε στὸ σπίτι…

Ὁ νέος ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ ἐρωτήσῃ.

― Ποῦ ἦτον ὁ κὺρ Μοναχάκης, ποὺ κατέβηκες ἀπ᾽ τὸ σπίτι;

Ἡ Λιαλιὼ ἀπήντησεν:

―Ὅλο στὸν καφενὲ περνάει τὴν ὥρα του… Ὣς τὰ μεσάνυχτα δὲ ξεκολλάει… Ἐμένα μ᾽ ἀφήνει πάντα μοναχή μου…

Κ᾽ ἐφαίνετο ἕτοιμη νὰ κλαύσῃ. Ἀλλὰ μὲ βίαιον ἀγῶνα ἐκρατήθη καὶ δὲν ἔκλαυσεν.

Ὁ νέος ἐξηκολούθησε νὰ κωπηλατῇ. Μετ᾽ ὀλίγον ἔφθασαν οὐ μακρὰν τοῦ ἀνατολικοῦ στομίου τοῦ λιμένος, ὁπόθεν ἐφαίνετο ἀντικρύ, φράττουσα τὸν ὁρίζοντα, ἡ μακρυλὴ νῆσος, ἐφ᾽ ἧς ὑπερέκειτο τὸ λευκόν, πότε χιονισμένον, πότε γυμνὸν καὶ βραχῶδες ὄρος. Ἅμα ἔφθασαν ἐγγὺς τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ ἀποτελοῦντος ἔνθεν τὴν μίαν σιαγόνα τοῦ στομίου τοῦ λιμένος, τοῦ κλειομένου ὑπὸ δύο ἢ τριῶν νησίδων ἀνατολικομεσημβρινώτερον, ἡ νεαρὰ γυνὴ προσήλωσεν ἀτενῶς τὸ βλέμμα εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος, ὡς νὰ ἤθελε νὰ ἴδῃ ἀπώτερον καὶ εὐκρινέστερον ἢ ὅσον ἐπέτρεπε τὸ ὠχρὸν φέγγος τῆς σελήνης.

― Νὰ ἰδῶ ἐκεῖ πέρα, κ᾽ ὕστερα γυρίζουμε, εἶπε.

Κ᾽ ἐστέναξεν.

Ὁ νέος ἔλαβε τὴν τόλμην νὰ τὴν παρακαλέσῃ:

― Πῶς τὸ ἔλεγες ἐκεῖνο τὸ τραγούδι, ποὺ τραγουδεῖς κάποτε;

― Ποιὸ τραγούδι;

― Τὸ τραγούδι… ποὺ λέει γιὰ πανιά, γιὰ τιμόνι… καὶ γιὰ τὰ πέρα βουνά, ἐψέλλισεν ὁ νέος.

― Ἄ!

Καὶ πάραυτα ἤρχισε μετὰ τρυφερᾶς μεσοφωνίας, μετὰ ψιθύρου παθητικοῦ τόνου νὰ ὑποτερετίζῃ:

Πότε θὰ κάμουμε πανιά, νὰ κάτσω στὸ τιμόνι,
νὰ ἰδῶ τὰ πέρα τὰ βουνά, νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι.

Ἐπανέλαβε τὸ δίστιχον τοῦτο δὶς καὶ τρίς, εἰς γνωστὸν αὐτῇ παλαιὸν ἦχον.

―Ἰδού, τώρα τὰ βλέπεις, τὰ πέρα τὰ βουνά, εἶπεν ὁ Μαθιός· μόνον πὼς ἀντὶ γιὰ πανιὰ ἔχουμε κουπιά· καὶ μᾶς λείπει καὶ τὸ τιμόνι.

Ἡ νεαρὰ γυνὴ καὶ πάλιν ἐστέναξεν.

― Εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσουμε; ἠρώτησεν ὁ νέος.

Εἶπε τοῦτο μετὰ θλίψεως· ἐφαίνετο ὅτι αἱ λέξεις ἐξήρχοντο μαραμμέναι ἀπὸ τὸ στόμα του.

― Ἀκόμα, ἀκόμα λίγο, εἶπεν ἡ Λιαλιώ. Ὁ ἴσκιος ποὺ ρίχνουν ἐκεῖνα τὰ νησιὰ δὲν ἀφήνει νὰ φανῇ καλὰ πέρα-πέρα… Μόνο τὴ Δέρφη βλέπω.

―Ἡ Δέρφη εἶναι μέσα, εἶπεν ὁ νέος δεικνύων τὴν Εὔβοιαν, πρὸς μεσημβρίαν.

―Ἡμεῖς Δέρφη τὸ νοματίζουμε τὸ ψηλὸ βουνὸ τῆς πατρίδος μου, ἀντεῖπε τὸ Λιαλιώ, δεικνύουσα πρὸς ἀνατολάς.

Καὶ πάλιν ἐπανέλαβε τὸ ᾆσμά της, παραλλάσσον κατὰ μίαν λέξιν:

Πότε νὰ κάμουμε πανιά, νὰ κάτσω στὸ τιμόνι,
νὰ ἰδῶ τῆς Δέρφης τὸ βουνό, νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι.

Ὁ νέος ἀφῆκε βαθεῖαν πνοήν, ὁμοίαν μὲ στεναγμόν.

― Ἄ! ξεχνῶ ποὺ κοντεύω νὰ σὲ ξεπλατίσω στὸ κουπί, εἶπεν ἡ Λιαλιώ… Ἀλήθεια, ἐγὼ κάνω σὰν τρελή… Τὰ χεράκια σου δὲν εἶναι γιὰ τὸ κουπί, κὺρ Μαθιέ.

Ὁ νέος διεμαρτυρήθη:

―Ὄχι, ὄχι, δὲν ἀπόστασα… Τὰ κουπιὰ εἶν᾽ ἐλαφρούτσικα… Τέτοια κουπάκια θὰ μὲ κουράσουνε;

Ἡ Λιαλιὼ ἐπέμεινε νὰ λάβῃ τὸ ἓν τῶν κωπίων, καὶ προκύψασα ὀλίγον ἤρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰς λευκάς της χεῖρας τὸν ἕνα τῶν σκαλμῶν, θέλουσα νὰ τὸν μεταθέσῃ πρὸς τὸ μέρος της ἐγγύτερον τῆς πρύμνης. Ἀλλ᾽ ὁ νέος ἀνθίστατο, καὶ αἱ χεῖρές των συνηντήθησαν εἰς θερμὴν ἐπαφήν.

― Λὲς γιὰ τὰ δικά μου χέρια πὼς εἶναι τρυφερά; εἶπε μετὰ διακριτικοῦ παραπόνου ὁ Μαθιός.

― Τότε, ἔρχεσαι νὰ κάμουμε πανιά, καθὼς λέει καὶ τὸ τραγούδι; ἐπρότεινε παιγνιωδῶς ἡ νεαρὰ γυνή.

― Μὲ τί;

Καὶ ἀκουσίως ἐκοίταξε τὸ πάλλευκον κολόβιόν της.

Ἡ Λιαλιὼ ἐγέλασε καὶ ἀκούμβησεν ἐκ νέου εἰς τὴν πρύμνην.

 

Ἤδη εἶχον φθάσει εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ εὑρίσκοντο ἀναμέσον τοῦ κρημνώδους ἀκρωτηρίου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο σχηματισθὲν διὰ σεισμοῦ ἢ καταποντισμοῦ, ἀποτόμως διακόψαντος τὴν χλοάζουσαν τοῦ βουνοῦ ἁρμονίαν, καὶ τῶν δύο ἢ τριῶν νησίδων, αἵτινες ἔφραττον νοτιανατολικῶς τὸν λιμένα. Ἡ σελήνη ὁλονὲν ὑψοῦτο εἰς τὸ στερέωμα, ἀμαυροῦσα καὶ τὰ τελευταῖα ἀστεράκια, τὰ ὁποῖα ἀφανῆ ἔλαμπον δειλῶς εἰς τὰς γωνίας τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ θάλασσα ἐφρικία ἠρέμα ἀπὸ τὴν λεπτὴν αὔραν τὴν ἐξακολουθοῦσαν νὰ πνέῃ ὡς λείψανον τοῦ ἀνέμου, ὅστις τὴν εἶχεν αὐλακώσει ἀπὸ πρωίας. Ἦτο νὺξ τοῦ Μαΐου θερμή, καὶ ἡ λεπτὴ αὔρα ἐπὶ μᾶλλον δροσερωτέρα καθίστατο καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Δύο ἀμαυροὶ ὄγκοι, ἐπαργυρούμενοι καὶ στιλπνούμενοι ἀμυδρῶς ἀπὸ τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, διεγράφοντο ὁ εἷς πρὸς ἀνατολάς, ὁ ἄλλος πρὸς δυσμάς, χωρὶς νὰ διακρίνωνται, εἰς τὰς διαλείψεις τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σκιᾶς, αἱ λεπτομέρειαι τοῦ ἐδάφους. Ἦσαν αἱ δύο γείτονες νῆσοι. Μυστηριῶδες θέλγητρον ἀπέπνεεν ὅλη ἡ σεληνοφεγγὴς νύξ. Ἡ βαρκούλα ἔπλεεν ἐγγὺς μιᾶς τῶν νησίδων, ἐφ᾽ ἧς ἐφαίνοντο ἐναλλὰξ φωτεινὰ καὶ σκοτεινὰ σημεῖα, βράχοι στίλβοντες εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἀμαυροὶ θάμνοι ἐλαφρῶς θροοῦντες εἰς τὴν πνοὴν τῆς νυκτερινῆς αὔρας, καὶ σπήλαια πληττόμενα ὑπὸ τοῦ φρίσσοντος κύματος, ὅπου ἐμάντευέ τις τὴν ὕπαρξιν θαλασσίων ὀρνέων καὶ ἤκουε τὸ ἐναγώνιον πτερύγισμα ἀγριοπεριστέρων πτοουμένων εἰς τὸ πλατάγισμα τῆς κώπης καὶ τὴν προσέγγισιν τῆς βαρκούλας. Πέραν, βορειανατολικῶς, εἰς μίαν κλιτὺν τοῦ ὄρους ἐφαίνοντο φῶτα τρέμοντα, δεικνύοντα τὴν θέσιν ὅπου τὴν ἡμέραν ἐφαίνοντο οἱ λευκοὶ οἰκίσκοι ὑψηλοῦ ἄνω τῆς θαλάσσης χωρίου. Εἰς μικρὸν βράχον παραπλεύρως τῆς νησῖδος, κοῖλον καὶ σπηλαιώδη, τὸ κῦμα προσπῖπτον μετὰ βοῆς καὶ ρόχθου πολλοῦ ἐπλατάγιζε, κ᾽ ἐφαίνετο ἐκεῖ, θορυβοῦσα ἐν τῇ γενικῇ ἁρμονίᾳ τῆς σεληνοφεγγοῦς θαλάσσης, χωριστὴ ὀρχήστρα, ἥτις καθ᾽ ἑαυτὴν ἔκαμνε πλειότερον κρότον ἢ ὅσος ἐγίνετο εἰς ὅλας τὰς ἀγκάλας, τοὺς ὅρμους καὶ τὰς ἀμμουδιάς, εἰς ὅλας τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς σκοπέλους ὅσους ἔπληττον τὰ κύματα. Αὐθορμήτως ὁ Μαθιὸς ὕψωσε τὰς κώπας καὶ τὰς ἐκράτησεν ἐπὶ μακρὸν ἐπὶ τῆς κωπαστῆς, καὶ ἔμεινεν ἐν ἠρεμίᾳ, ὅμοιος μὲ τὸ λευκὸν πτηνὸν τῆς θαλάσσης, τὸ κῦπτον χαριέντως πρὸς τὸ κῦμα, ἀκινητοῦν ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, μὲ τὴν μίαν πτέρυγα κάτω, τὴν ἄλλην ἄνω, πρὶν ἐφορμήσῃ καὶ συλλάβῃ τὸ κολυμβῶν ὀψάριον καὶ τὸ ἀνυψώσῃ ἀσπαῖρον καὶ λαχταρίζον εἰς τὸν ἀέρα. ᾘσθάνετο γοητείαν ἄρρητον. Ἡ Λιαλιὼ ἐπίσης ὑφίστατο ἄγνωστον θέλγητρον, καὶ τὰ βλέμματά των συνηντήθησαν.

― Κάνουμε πανιά; ἐπανέλαβεν ἡ νεαρὰ γυνή.

Φαίνεται δὲν εἶχε παύσει νὰ τὸ σκέπτηται, ἀφότου πρώτην φορὰν τὸ εἶπε· καὶ τὸ ἔλεγε μὲ τόσον ἀφελῆ καὶ φυσικὸν τρόπον, ὡς νὰ ἡρμήνευε τί ἐφρόνουν καὶ οἱ δύο.

― Κάνουμε, ἀπήντησεν ἀσυνειδήτως ὁ Μαθιός.

Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε, τὴν φορὰν ταύτην οὐδ᾽ ἠρώτησε μὲ τί.

Ἀλλ᾽ ἡ Λιαλιὼ τὸν ἀπήλλαξε τοῦ κόπου τῆς ἀναζητήσεως τοῦ μέσου. Ἐσηκώθη, ἔκυψε χαριέντως, διὰ ταχείας χειρονομίας ἔβγαλε τὸ λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, καὶ τὸ ἔτεινε πρὸς τὸν Μαθιόν.

―Ἑτοίμασε σὺ τὸ κατάρτι, εἶπεν.

Ἔκπληκτος, γελῶν καὶ γοητευμένος, ὁ νεανίας ἔλαβε τὴν μίαν κώπην, τὴν ὕψωσε κάθετον ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ, ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, ἔλαβε τὴν ἄκρην τῆς μπαρούμας, καὶ ἔδεσε δι᾽ αὐτῆς τὴν κώπην ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ. Εἶτα ἔλαβε τὴν ἄλλην κώπην, καὶ λύσας τὴν ἄλλην ἄκρην τῆς μπαρούμας ἀπὸ τὸν κρίκον τῆς πρῴρας, προσέδεσεν ὁριζοντίως τὴν δευτέραν κώπην ἐπὶ τῆς πρώτης κώπης, σταυροειδῶς, ὡς κεραίαν ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ. Μεθ᾽ ὃ ἔλαβε θερμὸν ἀκόμη ἐκ τῆς προσψαύσεως τοῦ χρωτὸς τὸ πάλλευκον κολόβιον τῆς νεαρᾶς γυναικός, καὶ τὸ προσήρτησεν ἐπὶ τῆς δευτέρας κώπης, ὡς πανίον.

Ἡ Λιαλιὼ ἔμεινε μὲ τὸ μεσοφούστανον, κοντὸν ἕως τὰς κνήμας, λευκὸν ὅσον καὶ τὸ κολόβιον, καὶ μὲ τὰς λευκὰς περικνημῖδας, ὑφ᾽ ἃς ἐμάντευέ τις τὰς τορνευτὰς καὶ κομψὰς κνήμας, λευκοτέρας ἀκόμη. Ἔμεινε μὲ τὰ κρίνα τοῦ λαιμοῦ της ἀτελῶς καλυπτόμενα ἀπὸ τὴν πορφυρᾶν μεταξωτὴν τραχηλιάν της, κ᾽ ἐκάθισε συνεσταλμένη παρὰ τὴν πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ἢ ὅσον ἦτο, μὲ τὸ μέτριον καὶ χαρίεν ἀνάστημά της.

Καὶ ἡ αὔρα εἶχε δυναμώσει, καὶ τὸ αὐτοσχέδιον πανίον ἐφούσκωνε, καὶ ἡ βαρκούλα ἔτρεχε.

 

Δὲν ἔγινε πλέον λόγος περὶ ἐπιστροφῆς εἰς τὸν λιμένα. Πρὸς τί; Ἦτο προφανὲς τοῦ λοιποῦ ὅτι ἔπλεον «εἰς τὰ πέρα βουνά».

Ὁ Μαθιὸς ἐκάθισε δειλῶς ὄχι πολὺ πλησίον αὐτῆς, ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς πρύμνης, καὶ ἔβλεπε τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ μὴ κοιτάζῃ παραπολὺ τὴν συνταξιδιῶτίν του καὶ τὴν φέρῃ εἰς ἀμηχανίαν.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τοῦ ἤρχετο εἰς τὴν μνήμην ἓν ᾆσμα ἑπτανησίου ποιητοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαιξε τόσον μέρος, τὸ πάλαι, εἰς ὅλους τοὺς ρομαντικοὺς ἔρωτας τοῦ καιροῦ ἐκείνου, «Ξύπνα, γλυκιά μου ἀγάπη…» κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ δίστιχον, «Μόνον τ᾽ ἀχνὸ φεγγάρι…» ὡς καὶ τὸ ἄλλο.

Ἔχετε γειά, λαγκάδια, βρυσοῦλες, κρύα νερά,
γλυκιὲς αὐγές, πουλάκια, γιὰ πάντα ἔχετε γειά.

Ἐνθυμεῖτο τοὺς στίχους τούτους, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τοὺς τραγουδήσῃ. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔχουν πλέον τὸν τόπον των. Τοὐναντίον, τὸ ᾆσμα τῆς νυκτὸς ἐκείνης ἔκρινεν ὅτι ἦτο προσφυέστατα τὸ προσφιλὲς ᾆσμα τῆς Λιαλιῶς.

Πότε νὰ κάμουμε πανιά, νὰ πιάσω τὸ τιμόνι,
νὰ ἰδῶ τὰ πέρα τὰ βουνά, νὰ μοῦ διαβοῦν οἱ πόνοι.

 

Εἶχε καθίσει ὄχι πολὺ παράμερα ἀπ᾽ αὐτῆς, τόσον πλησίον της, ὥστε νὰ μὴ δύναται ἀνέτως νὰ τὴν κοιτάζῃ, καὶ τόσον μακράν της, ὥστε νὰ μὴ φθάνῃ νὰ αἰσθανθῇ τοῦ θερμοῦ χρωτὸς καὶ τῆς ἀναπνοῆς της τὴν γειτνίασιν. Καὶ ὅμως ἐπεθύμει νὰ τὴν βλέπῃ, ἑωσότου ἐζαλίσθη νὰ κοιτάζῃ πλέον τὰ κύματα.

Ὁ νέος ἔβγαλε τὸ λεπτὸν καὶ κοντὸν ἐπανωφόρι του, καὶ τὴν παρεκάλει νὰ σκεπασθῇ μὲ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ κρυώσῃ, διότι, ὅσον ἐπροχώρει ἡ νύξ, ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ ἀπὸ τὰ βουνὰ τὸ ἀπόγειον. Ἐκείνη ἠρνεῖτο νὰ δεχθῇ τὸ ἔνδυμα, λέγουσα ὅτι οὐδόλως ᾐσθάνετο ψῦχος· ἦτο μάλιστα πολὺ ζεστή.

Ὁ Μαθιὸς δὲν ἐπέμεινε περισσότερον, καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀναλογίζηται τὰ κατ᾽ αὐτήν, ὅσον μέρος τῆς τύχης της καὶ τῆς ζωῆς της ἦτο γνωστὸν αὐτῷ. Διότι ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε σχετισθῆ μὲ τοὺς οἰκείους του, κατὰ τὴν βραχεῖαν διατριβήν της ἐν τῇ νήσῳ. Δὲν ἦτο ἡ Λιαλιὼ εἰς τὴν πρώτην της νεότητα, καίτοι ἔσωζεν ὅλην σχεδὸν τὴν παρθενικὴν δρόσον. Οὐδ᾽ ἦτο νεόνυμφος εἰς τὸν μετὰ τοῦ κὺρ Μοναχάκη γάμον της. Ἦτο εἰκοσιπεντοῦτις καὶ εἶχε νυμφευθῆ πρὸ πέντε ἐτῶν. Ὁ κὺρ Μοναχάκης τὴν εἶχε λάβει εἰς δεύτερον γάμον, ἀφοῦ ἔθαψε τὴν πρώτην γυναῖκά του, καὶ ὑπάδρευσε τὴν κόρην του, κατὰ ἓν ἔτος πρεσβυτέραν τῆς Λιαλιῶς. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἐγίνετο αὐτὸς κατὰ εἴκοσιν ἔτη νεώτερος, νυμφευόμενος τὴν εἰκοσαετῆ ταύτην παιδίσκην… Ἀλλ᾽ ἐνόσῳ ἔμενε μακρὰν τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του, ὑπηρετῶν παντοῦ ὅπου ἡ Κυβέρνησις ἤθελε τὸν μεταθέσει ὡς οἰκονομικὸν ὑπάλληλον, τὸ Λιαλιὼ δὲν ὑπέφερε πολύ. Ἔμενε πλησίον τῶν γονέων της, ἀδυνατοῦσα ν᾽ ἀκολουθήσῃ τὸν κὺρ Μοναχάκην εἰς τὰς ἀθιγγανικὰς ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα περιπλανήσεις, ὅπου ἑκάστοτε τὸν ἐπετοῦσαν, καθὼς ἔλεγεν ὁ ἴδιος, «σὰν παλιόβαρκα, μπάτει ἀπὸ δῶ, μπάτει ἀπὸ κεῖ».

Ἄ! δὲν ἔπνεεν ἐκεῖ ἀὴρ πρόσφορος διὰ τὰ ἄνθη τὰ ἁβρά, κ᾽ ἐκεῖ αὕτη θὰ ἐμαραίνετο εἰς ἕνα μῆνα, ἂν ἐτόλμων βέβηλοι χεῖρες νὰ τὴν μεταφυτεύσωσιν. Ἡ γάστρα ἦτο ἀλαβαστρίνη, τὸ φυτὸν ἦτο εὔθραυστον καὶ τὸ ἄνθος ἀπέπνεε λεπτὴν εὐωδίαν, ἥτις δὲν ἦτο διὰ βαναύσους ρώθωνας. Ἀλλ᾽ ὅταν τελευταῖον ὁ κὺρ Μοναχάκης μετετέθη, μετὰ πολλὰς προσπαθείας, εἰς τὴν γείτονα νῆσον, τότε ἔπεισε τὸν πενθερόν του, ὅστις ἔτρεφε πρὸς αὐτὸν μεγίστην ὑπόληψιν μεταξὺ ὅλων τῶν συνομηλίκων, νὰ τοῦ στείλῃ εἰς τὴν ἕδραν του τὸ Λιαλιώ, διὰ νὰ συζῇ μετ᾽ αὐτῆς ὑπὸ τὴν ἰδίαν στέγην. Ἡ Λιαλιὼ κλαίουσα ἀπεχαιρέτισε τὴν προγονήν της, πρὸς ἣν ἔτρεφεν ἀδελφικὰ αἰσθήματα, λεχὼ οὖσαν καὶ παύσασαν νὰ ἔχῃ τὸν φόβον μὴ τυχὸν ἀποκτήσῃ μικρὸν ἑτεροθαλῆ ἀδελφόν, θεῖον τοῦ νεογνοῦ της, κ᾽ ἐπιβιβασθεῖσα εἰς πλοῖον μετέβη, ἢ μᾶλλον μετεκομίσθη εἰς τὴν γείτονα νῆσον.

Τὴν ἡμέραν τοῦ καλοῦ της ἐρχομοῦ, ὁ κὺρ Μοναχάκης ἔκαμε μεγάλην χαρὰν εἰς τοὺς φίλους του, ἀλλ᾽ ἀπὸ τῆς ἐπαύριον ἔπαυσε νὰ δέχηται κατ᾽ οἶκον. Καὶ τοῦτο οὐδὲν τὸ παράξενον εἶχε, καθότι αὐτὸς μάλιστα οὐδέποτε εὑρίσκετο κατ᾽ οἶκον. Ἦτο ἢ εἰς τὸ γραφεῖον ἢ εἰς τὸ καφενεῖόν του. Ἤναπτε τὴν ὀργυιαίαν τσιμπούκαν του, ἡ ὁποία ἔκαιεν ἀκοίμητος σχεδὸν καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τῆς κυανοβαφοῦς βράκας του, καὶ ἦτο εὔθυμος, πολύλογος πάντοτε καὶ θορυβώδης καγχαστής, μὲ τὰς παρειὰς τόσον κοκκίνας, ὅσον σχεδὸν καὶ τὸ ὑψηλὸν ἄλικον φέσι του, τὸ ὁποῖον ἔκλινε μετρίως διὰ μικρᾶς πτυχῆς πρὸς τὸ δεξιὸν οὖς, μετὰ τῆς ἁπλουμένης εἰς τὸν ὦμον μακρᾶς καὶ στρεπτῆς φούντας.

Ἀπὸ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος ἡ Λιαλιώ, ὁσάκις ἦτο ἔξυπνος κατὰ τὰς μεσονυκτίους ὥρας καθ᾽ ἃς αὐτὸς ἐπανήρχετο οἴκαδε, δὲν ἔπαυε νὰ γογγύζῃ καὶ ν᾽ ἀπαιτῇ, ὅπως τὴν στείλῃ ὀπίσω εἰς τὴν πατρίδα της. Δὲν ἠδύνατο νὰ ζήσῃ, ἔλεγε, μακρὰν τῶν γονέων της. Καὶ τῷ ὄντι, ἀπὸ τῶν πρώτων ἡμερῶν τοῦ ξενιτευμοῦ, ἡ καρδία ἤρχισε νὰ τῆς πονῇ, ἡ ὄρεξίς της ἐκόπη καὶ τὸ πρόσωπόν της ἐχλώμιαζεν. Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης αὐστηρῶς τῆς ἔδωκε νὰ ἐννοήσῃ ὅτι δὲν ἥρμοζεν, ἀφοῦ ἅπαξ ἦλθε, νὰ τοῦ φύγῃ τόσον γλήγορα. Ἀνέπτυξε μακρὰν θεωρίαν, καθ᾽ ἣν ἡ γυνὴ ὀφείλει νὰ εἶναι παντοῦ ὅπου εὑρίσκεται ὁ σύζυγός της, διότι ἄλλως ματαιοῦται ὁ σκοπὸς τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, ὅστις, κατὰ τὰς ὀρθοδοξοτέρας πηγάς, εἶναι, ὄχι ἡ πολλαπλασίασις τοῦ γένους, ἀλλ᾽ ἡ σωφροσύνη τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, διότι ἄλλως, εἶπεν, ἐν περιπτώσει ἀτεκνίας, φυσικὰ θὰ ἐθεσπίζετο τὸ διαζύγιον· καὶ πρὸς πολλαπλασίασιν τοῦ γένους ἀρκεῖ, ἐκτὸς τούτου, ὁ φυσικὸς γάμος, ὅστις εἶναι ἄλλος παρὰ τὸν θρησκευτικὸν καὶ τὸν πολιτικὸν γάμον, καὶ τῆς ἀράδιασε ρητὰ πολλὰ ἐκ τῶν Δύο Διαθηκῶν, οἷον «Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» καὶ «οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω»· καὶ «ὁ ἀνὴρ κεφαλή ἐστι τῆς γυναικός»· καὶ τὰ τοιαῦτα. Ἐκείνη, ἔπνιξε τοὺς λυγμούς της ἀνάμεσα εἰς τὰς δύο παλάμας τῶν χειρῶν της καὶ εἰς τὰς δύο πλεξίδας της, καὶ μὲ τὰ δύο κλώνια τοῦ λευκοῦ τλουπανίου ἐσπόγγισε τὰ ἴχνη τῶν δακρύων της.

Ὁ νέος, ὡς γείτων, εἶχε πληροφορηθῆ τὰ συμβαίνοντα, καὶ τὴν ἠγάπησε κρυφά. Ἡ χάρις τοῦ λιγυροῦ ἀναστήματός της δὲν ἐξηλείφετο ἀπὸ τὴν ἄνευ μέσης περιβολὴν τὴν ὁποίαν ἐφόρει. Καὶ τὰ κατσαρά, τὰ ὁποῖα ἐκόσμουν τὸ ἡδυπαθὲς μέτωπόν της, ἦσαν φυσικὰ καὶ ὄχι ἐπίπλαστα. Ἡ λάμψις τῶν βαθέων καὶ μαύρων ὀφθαλμῶν της ἔκαιεν ἀμαυρά, ὑπὸ τὰς καμαρωτὰς ὀφρῦς, καὶ τὰ πορφυρᾶ χείλη της ἐρρόδιζον ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ διαυγοῦς χροιᾶς τῶν παρειῶν της, αἵτινες ἐβάπτοντο μ᾽ ἐλαφρὸν ἐρύθημα εἰς τὸν παραμικρὸν κόπον ἢ εἰς τὴν ἐλαχίστην συγκίνησιν. Ἀλλὰ τὸ λεπτὸν καὶ ἤρεμον πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν της ἔκαιε τὴν καρδίαν τοῦ νέου.

Τέλος τὴν ἠγάπα. Ἐκείνη, συχνὰ ἐξερχομένη εἰς τὸν ἐξώστην, τὸν ἐκοίταζεν ἐπὶ μίαν στιγμήν, ρεμβὴ καὶ ἀλλόφρων. Εἶτα τὸ βλέμμα της ἀποσπώμενον ἐστρέφετο πρὸς ἓν ἀνατολικὸν σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, εἰς τὰ πέρα βουνά, μέχρι τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἥν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς σελήνης, ἀπόντος τοῦ συζύγου, εἶδεν ἱστάμενον παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τὸν νεανίσκον, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει μετὰ τὸ δεῖπνον διὰ ν᾽ ἀναπνεύσῃ τὴν θαλασσίαν αὔραν. Ὁ Μαθιός, ἰδὼν αὐτὴν ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, τὴν ἐκαλησπέρισε, καὶ ἀφοῦ ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις, τυχαίως καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκέπτηται καὶ αὐτή, ἔκαμε τὴν τόσον ἀπροσδόκητον πρότασιν περὶ θαλασσίου περιπάτου, ἐξ ἧς ἔμελλε νὰ προκύψῃ τὸ παράδοξον τοῦτο ταξίδιον. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐφαίνετο ζῶσα ὀνειρώδη ζωήν, ὕπαρξιν ρεμβώδη. Αἴφνης, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐξύπνα ἐκ τοῦ μακροῦ ὀνείρου της, κ᾽ ἐφαίνετο ἀνακτῶσα τὴν αἴσθησιν τοῦ πραγματικοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ ὀλίγαι παρήρχοντο στιγμαί, καὶ πάλιν ἔπιπτεν εἰς τὴν νάρκην τοῦ ὕπνου της, βυθιζομένη βαθύτερον ἀκόμη εἰς τὸ προσφιλὲς ὄνειρόν της.

Ἦτο ἤδη μεσονύκτιον, καὶ τὸ ρεῦμα τῆς θαλάσσης ἢ τὸ ἀπόγειον τῆς ξηρᾶς, τοὺς εἶχεν ἐξωθήσει μικρὸν κατὰ μικρόν, διότι δὲν εἶχον πηδάλιον, βορειότερον, ἀντικρὺ εἰς τὰ τρέμοντα φῶτα τοῦ ὑψηλοῦ χωρίου, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, καὶ δίπλα εἰς τὸ μεμονωμένον παρὰ τὴν βορειανατολικὴν ἀκτὴν βραχῶδες νησίδιον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἡ φυλακὴ ὀλίγων κονίκλων ριπτομένων ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς νησιώτας, καὶ τὸ ἀνάκτορον ὅλων τῶν γλάρων καὶ ἄλλων θαλασσίων ὀρνέων. Ἐκαλεῖτο δὲ Ἀσπρόνησον.

Τότε μόνον ὁ Μαθιὸς ἔλαβε τὴν μίαν κώπην (διότι ἐδέησε νὰ συστείλῃ τὸ αὐτοσχέδιον ἱστίον, ν᾽ ἀποδώσῃ εἰς τὴν Λιαλιὼ τὸ κολόβιόν της, ἀρχίσασαν νὰ κρυώνῃ, ἂν καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ, καὶ νὰ καθαιρέσῃ κεραίαν καὶ ἱστίον) καὶ τὴν μετεχειρίσθη ὡς πηδάλιον, προσπαθῶν νὰ στρέψῃ τὴν πρῷραν δεξιά, πρὸς τὸ ἀνατολικώτερον σημεῖον τῆς ἀντικρινῆς ἀκτῆς, τὸ καλούμενον Τραχήλι. Ἀλλ᾽ εἶδεν ὅτι μὲ τὸ ὑποβολιμαῖον πηδάλιον δὲν κατώρθωνε τίποτε, καθόσον δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ εὐνοϊκὸν τὸ ρεῦμα, καὶ ἠναγκάσθη νὰ καθίσῃ ἐκ νέου εἰς τὰς κώπας.

Ἀλλ᾽ αἱ νύμφαι τῶν νυκτερινῶν αὐρῶν, αἵτινες ἤρχισαν νὰ πνέωσιν ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἢ τῶν θαλασσίων ρευμάτων, τῶν διαυλακούντων τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων πέραμα, φαίνεται ὅτι πολὺ εὐνόουν τὴν Λιαλιώ. Διότι μόλις εἶχον ἀπομακρυνθῆ ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ Ἀσπρόνησον, καὶ παραπλεύρως τῶν τριῶν μεσημβρινοανατολικῶν νησίδων, ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἐπρόβαλε μεγάλη σκαμπαβία, ἥτις ἐν μεγάλῃ ταχύτητι ἔπλεεν, ἔχουσα τὴν πρῷραν πρὸς τὸ ἀκρωτήριον Τραχήλι, πλήττουσα μὲ τὰς ἓξ κώπας της τὰ ὕδατα, τρέχουσα εἰς τῆς θαλάσσης τὰ νῶτα, ὡς τρέχει εἰς τὸ λιβάδιον ἡ δραπέτις τοῦ ἱπποδρομίου φορβάς.

Ἡ Λιαλιὼ ἐξαφνίσθη. Ὁ νέος ἐστράφη νὰ ἴδῃ. Αὐτομάτως ἔπαυσε νὰ κωπηλατῇ καὶ ἔμενεν ἀναποφάσιστος.

― Γλήγορα, γλήγορα, εἶπε μὲ ψίθυρον τόνον τὸ Λιαλιώ, ὡς νὰ ἐφοβεῖτο μὴν ἀκουσθῇ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς της· πίσω ἀπ᾽ τὸ Ἀσπρόνησο, πίσω!

Ὁ νέος ἤρχισε ταχέως νὰ σιάρῃ. Ἦσαν δὲ ἀκριβῶς εἰς τὴν σκιὰν τῆς ἀκτῆς, ἀποκρυπτούσης τὴν σελήνην. Ἔκαμψαν μίαν προβολὴν βράχου, κ᾽ ἐκρύβησαν ὄπισθεν τοῦ νησιδίου.

― Τί λὲς νὰ εἶναι; ἠρώτησεν ἐν ἀδημονίᾳ τὸ Λιαλιώ.

― Χωρὶς ἄλλο, θὰ εἶναι γιὰ μᾶς, ἀπήντησεν ὁ νέος.

― Βγῆκαν νὰ μᾶς κυνηγήσουν;

―Ἐμᾶς γυρεύουν, χωρὶς ἀμφιβολία.

― Καὶ τί μεγάλη βάρκα εἶναι αὐτή;

― Αὐτὴ εἶναι σκαμπαβία, μὲ πολλὰ κουπιά, ποὺ κόβει δρόμο.

―Ὥστε, ἂν ἤμαστε μπροστὰ ἐκεῖ, θὰ μᾶς ἔπιαναν;

― Αὐτοὶ ἔχουν πλώρη τὸ Τραχήλι. Σὲ λίγο θὰ μᾶς ἔφταναν, ἂν εἴχαμε κάμει δρόμο πρὸς τὰ ἐκεῖ.

―Ὥστε καλὰ κάμαμε νὰ ᾽ρθοῦμε πρὸς τὰ ἐδῶ;

― Δὲν ἤρθαμε θεληματικῶς· μᾶς ἔφεραν τὰ ρέματα.

― Ξέρουν τί κάνουν τὰ ρέματα! εἶπε μὲ θεσπέσιον τόνον τὸ Λιαλιώ, ἥτις ὡμοίαζε μέ τινας ἀνθρώπους βλέποντας σοφὰ ὄνειρα, αὐτοσχεδιάζοντας ἀποφθέγματα κατ᾽ ὄναρ. Λέγουσα δὲ ἐπίστευεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὅτι ὑπάρχει νοῦς εἰς τὰ ἄψυχα πράγματα, καὶ ὅτι ὅλα ὑπόκεινται εἰς θεοῦ τινος τὴν ἐπιστασίαν.

Τῷ ὄντι, ἤθελε φανῆ ὅτι ἡ Νηρηὶς τῶν θαλασσίων ρευμάτων ἢ ἡ Αὔρα τῶν ἀπογείων πνοῶν εἶχον ὠθήσει ἐσκεμμένως καὶ ἐκ προθέσεως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο τὴν βαρκούλαν μὲ τὸ χαριτωμένον φορτίον της.

― Καὶ τώρα τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησεν ὁ Μαθιός, αἰσθανθεὶς ἐνδομύχως τὸν ἑαυτόν του ἀνίσχυρον ἄνευ τῆς συνδρομῆς ἀγαθοβούλου τινὸς νύμφης. Καὶ τότε ἐνόησε διατί, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι γυναικοκρατία.

― Τώρα, εἶπε τὸ Λιαλιώ, ὁμιλοῦσα τόσον ἀπταίστως καὶ μαθηματικῶς, ὡς νὰ εἶχε προβλέψει τὸ πρᾶγμα, θὰ περιμένουμε μισὴ ὥρα, καὶ ἂν δὲν μᾶς ὑποπτευθοῦν νὰ γυρίσουν πρὸς τὰ ἐδῶ νὰ ψάξουν, καθὼς αὐτοὶ θὰ τραβοῦν κάτω στὸ Τραχήλι, ἡμεῖς κολλοῦμε πέρα, στὸν Ἁι Νικόλα, ξέρεις. Ἀπὸ κεῖ ἀνεβαίνουμε πεζοὶ σὲ μισὴ ὥρα, στὴν Πλατάνα, στὸ ψηλὸ χωριό, κι ἀπὸ κεῖ, σὰ φέξῃ ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα, πεζοὶ πάλι, γιὰ τρεῖς ὧρες, στὸ μεγάλο τὸ χωριό, τὸ δικό μου. Νὰ πατήσῃ μοναχὰ τὸ πόδι μου στ᾽ ἅγια χώματα, μιὰ φορά! Ἀνίσως πάλι μᾶς ὑποπτευθοῦν καὶ γυρίσουν τὴν πλώρη τους πρὸς τὰ ἐδῶ, τότε, μιὰ καὶ δυό, στὸ δικό σας τὸ Ξάνεμο, πῶς τὸ λέτε, στὴν Κεφάλα σας· ἐκεῖ πετοῦμε τὴ βάρκα στὴν ἄμμο, καὶ γυρίζουμε στεριὰ στὸ χωριό σας. «Ποῦ ἤσουνα, Λιαλιώ;» «Πῆγα στὸ σεργιάνι, μπαρμπα-Μοναχάκη, καὶ νά με, γύρισα».

Ἐγέλασε μόνη της εἰποῦσα τοῦτο. Εἶτα ἐπειδὴ ὁ νέος ἐφαίνετο ἀνησυχῶν ἀκόμη:

― Νὰ μὴ μᾶς πιάσουν μοναχά, ἐπέφερεν ἐκείνη. Δὲ μὲ μέλει τί θὰ πῇ ὁ κόσμος, νά! οὔτε τόσο-δά, καρφὶ δὲ μοῦ καίεται! Ἡμεῖς νὰ εἴμαστε ἀθῷοι, καὶ ἄφσε τοὺς ἀνοήτους νὰ μᾶς κατηγοροῦν!

Ὁ νέος ἔκυψε περιπαθῶς καὶ τῆς ἐφίλησε τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων τῆς χειρός της, σκεπτόμενος ὅτι ἦτο ἀθῷος, ναί, ὅπως πολλοὶ οἵτινες κατεδικάσθησαν ἀδίκως, ὡς λέγει ἡ Ἱστορία, εἰς τὸν ἐπὶ τῆς πυρᾶς βραδὺν θάνατον. Ἐκείνη προσέθηκεν αὐστηρῶς:

― Ἂν ἤθελα νὰ κάμω τὸν ἔρωτα, τὸ σιγουρότερο θὰ ἦτον νὰ μένω σιμὰ στὸν μπαρμπα-Μοναχάκη. Ἀπόδειξις ὅτι δὲν θέλω, εἶναι ὅτι ἐκίνησα νὰ πάω πίσω στοὺς γονεῖς μου. Οἱ γονεῖς μου δὲ θὰ μποροῦν νὰ μὲ σκεπάσουν, ἂν τὸ κάμω, ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης θὰ μ᾽ ἐσκέπαζε, καὶ πολύ.

Ὀξεῖα μάχαιρα ἔσχισε τὴν καρδίαν τοῦ νέου. Ἐφαντάσθη ὅτι ἡ νεαρὰ γυνὴ θὰ εἶχε χωρὶς ἄλλο ἐραστὴν εἰς τὴν πατρίδα της. Δι᾽ ἐκεῖνον λοιπὸν ἔτρεχε, δι᾽ ἐκεῖνον ἐπεχείρει τὸν ἀλλόκοτον τοῦτον πλοῦν! Καὶ τότε ἡ θέσις του ποία; Αὐτὸς τί ἦτο εἰς τὴν περίπτωσιν ἐκείνην; Γέφυρα ἐφ᾽ ἧς ἐπάτουν ὅπως συναντηθῶσι δύο ἀγαπώμενα ὄντα, Χάρων τῶν καταχθονίων ἐρώτων!…

Ὤ! πόσην φλόγα εἶχε μέσα του! Καὶ πῶς ᾐσθάνετο ὅλα τοῦ τραγικοῦ ἥρωος τὰ ἔνστικτα βρυχώμενα καὶ λυσσῶντα εἰς τὰ ἐνδόμυχά του τὴν στιγμὴν αὐτήν! (Καὶ πῶς ἠδύνατο νὰ μεταβάλῃ τὸ παρὸν εἰδύλλιον εἰς δρᾶμα, ἂν μόνον τὸ ἐπέτρεπεν ἡ φιλολογικὴ τοῦ συγγραφέως συνείδησις! Φαντασθῆτε τὴν σκαμπαβίαν κυνηγοῦσαν τοὺς δύο φυγάδας ἐπὶ τῆς ἐλαφρᾶς βαρκούλας, τὸν Μαθιὸν διαφεύγοντα διὰ θαύματος κωπηλασίας τὴν καταδίωξιν, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνακαλύπτοντα ὅτι ἡ Νοσταλγὸς εἶχεν ἐραστὴν ἐκεῖ πέραν καὶ σχίζοντα τὸ στῆθός της μὲ τὸ ἐγχειρίδιον, ἢ βυθίζοντα τὴν βάρκαν καὶ πνίγοντα τὴν γυναῖκα, πνιγόμενον καὶ αὐτὸν εἰς τὰ κύματα! Τέλος τὴν σκαμπαβίαν ἐρευνῶσαν νὰ εὕρῃ τὰ δύο σώματα εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης, ὑπὸ τῆς σελήνης τὸ φῶς! Ὁποῖον θαῦμα ρομαντικότητος, ὁπόσα δάκρυα εὐαισθησίας!…)

Ἐν τούτοις μετὰ βίας μεγάλης ἐκρατήθη, καὶ προσβλέψας τὴν νεαρὰν γυναῖκα τὴν ἠρώτησεν ἁπλῶς:

― Καὶ δὲν σὲ ἀγαποῦσε κανεὶς ἐκεῖ πέρα, πρὶν σὲ πάρῃ ὁ κὺρ Μοναχάκης;

― Καὶ πολλοὶ μάλιστα, ἀκοῦς ἐκεῖ! ἐβεβαίωσεν εὐθύμως τὸ Λιαλιώ. Μόνον νά τί εἶναι· τὰ φτωχὰ κορίτσια δὲν τ᾽ ἀγαποῦν παρὰ ὅπως ἀγαποῦν τὰ λούλουδα, γιὰ νὰ τὰ μυρισθοῦν μιὰ κ᾽ ὕστερα νὰ τ᾽ ἀφήσουν νὰ μαραθοῦν, ἢ νὰ τὰ μαδήσουν· κ᾽ ἐγὼ δὲν ἤμουν καμμιὰ μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, γιὰ νὰ μὲ ἀγαπήσουν καὶ νὰ μὲ στεφανωθοῦν ἐμπομπῇ καὶ παρατάξει, μ᾽ ἐπισημότητα, ἢ κἂν νὰ μὲ κλέψουν καὶ νὰ μὲ στεφανωθοῦν κρυφὰ μ᾽ ἕναν παπά, βέβαιοι πὼς οἱ γονεῖς, εἰς ὅλον τὸ ὕστερο, θ᾽ ἀναγκασθοῦν, σὰ σκασμένοι, νὰ δώσουν τὴν προῖκα… Γι᾽ αὐτὸ δὲν εὑρέθηκε ἄλλος ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Μοναχάκη νὰ μὲ ζητήσῃ. Πάλι καλά!

Εἶτα μὲ ψίθυρον φωνὴν ἀπήγγειλε τὸ δημῶδες:

Μὲ πανδρέψαν οἱ γονιοί μου,
χωρὶς νά ᾽χουν τὴ βουλή μου…

― Τότε γιατί φεύγεις ἀπ᾽ τὸν κὺρ Μοναχάκη; ἠρώτησεν ὁ νέος, ἀναφερόμενος εἰς τὸ ἐπιφώνημα τὸ ὁποῖον ὑπῆρξεν ἡ κατακλεὶς τοῦ λόγου της.

― Δὲν τοῦ φεύγω, γυρίζω στὴν πατρίδα μου, πάω νά ᾽βρω τοὺς γονεῖς μου… Ἀνίσως ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης ἔρθῃ στὴν πατρίδα νὰ μ᾽ εὕρῃ, καλῶς νά ᾽ρθῃ! Ξέρει πολὺ καλὰ πὼς δὲν εἶμαι ἱκανὴ νὰ προδώσω τὴν τιμή του. Μὰ ξέρει καὶ τοῦτο, πὼς δὲν μπορῶ νὰ ζήσω στὰ ξένα.

Ὁ νέος δὲν ἦτο ἥσυχος. Ὑπώπτευεν ὅτι ἡ γυνὴ ἦτο δολία, καὶ ἐφαντάζετο τὸν ἑαυτόν του ὡς θῦμα. Ἀποτόμως τὴν ἠρώτησε:

― Γίνεται νὰ μὴ σ᾽ ἀγάπησε κανένας χωριστὰ ἀπ᾽ τοὺς ἄλλους;… καὶ θὰ τὸν ἤθελες καὶ σὺ… πρὶν πανδρευθῇς… ἢ ὕστερα ἀφοῦ ὑπανδρεύθης;

Ἡ Λιαλιὼ ἐστέναξε βαθέως καὶ εἶπεν:

― Ἄχ! ναί… γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινὴς μαζί σου… Ἐκεῖνος ποὺ θελὰ μὲ πάρῃ… καὶ τὸν ἤθελα κ᾽ ἐγώ… εἶναι τώρα ἕξι χρόνια ποὺ τὸν ἔφαγε ἡ Μαύρη Θάλασσα… Τὸ καράβι ἐπῆγε σύψυχο… Ἀλλ᾽ ἂν ἔχῃς ἔλεος, γιατί ἐπιμένεις νὰ μ᾽ ἐξετάζῃς γι᾽ αὐτό;…

 

Ὣς τόσον ἡ σκαμπαβία, τὴν ὁποίαν οἱ δύο φυγάδες δὲν ἔπαυσαν νὰ κατασκοπεύωσιν, ἀφοῦ ἔκαμεν ἱκανὸν δρόμον μὲ τὴν πρῷραν πρὸς ἀνατολικὴν κατεύθυνσιν, αἴφνης, ἅμα ἔφθασεν εἰς τὴν ἀπωτάτην ἄκραν τοῦ τρίτου καὶ ἀνατολικωτάτου νησιδίου, ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. Ὁ Μαθιὸς ὑπέδειξε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν συνταξιδιώτισσαν.

― Ξέρω τί εἶναι, εἶπεν αὕτη.

― Τί εἶναι;

― Τώρα θὰ ἰδῇς.

Ὁ νέος τὴν ἐκοίταζε κατάματα.

― Ἔχε ὑπομονή, καὶ θὰ σὲ βγάλω ἀπ᾽ τὴν ἀπορία. Τώρα θὰ τὴν ἰδῇς νὰ βάλῃ πλώρη τὸ Τραχήλι.

― Πῶς τὸ ξέρεις; Εἶσαι μάγισσα;

― Ναί, εἶμαι… εἶμαι μάγισσα! εἶπεν αὕτη ἐν πεποιθήσει.

Ὁ Μαθιὸς ᾐσθάνθη ἀόριστον φόβον εἰς τὸ σπινθηρίζον βλέμμα της.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ σκαμπαβία ἐστράφη ὁριστικῶς πρὸς ἀνατολάς, κ᾽ ἐπανέλαβε ταχύτερον τὸν δρόμον της.

Ὁ Μαθιὸς ἀφῆκεν ἐπιφώνημα θαυμασμοῦ.

―Ἰδοὺ τί εἶναι, ἐπανέλαβε τὸ Λιαλιώ. Ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα, ἐνενῆντα πέντε τὰ ἑκατό, εἶναι μέσα στὴ σκαμπαβία.

― Λοιπόν;

― Οἱ ἄλλοι ποὺ τραβοῦν κουπί, καὶ γιὰ νὰ γλυτώσουν τὸ ξεπλάτισμα τοῦ μεγάλου ταξιδιοῦ, καὶ γιατὶ ἔτσι τοὺς φαίνεται σωστότερο, θὰ εἶπαν νὰ ψάξουν γύρω-γύρω στὰ νησιά, ἴσως μᾶς εὕρουν πουθενὰ τρυπωμένους. Ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης ποὺ ξέρει καλὰ πὼς ἐγὼ δὲν εἶχα καμμιὰ δουλειὰ στὰ νησιά, κ᾽ ἤθελα νὰ πάω στὴν πατρίδα μου καὶ μόνο, εἶναι βέβαιος πὼς τράβηξα ἴσα πέρα γιὰ τὸ Τραχήλι, κι ἂν μὲ προφτάσῃ πρὶν πατήσω τὸ πόδι στὸν Ἀγνώντα, τὸ μικρὸ λιμανάκι τοῦ δικοῦ μας τοῦ νησιοῦ ἐκεῖ, ἐλπίζει νὰ μὲ καταφέρῃ νὰ τὸν ἀκολουθήσω πίσω στὸ χωριὸ τὸ δικό σας. Γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ ἤθελε νὰ χάσῃ καιρὸ ψάχνοντας τριγύρω, στὰ νησιά, γιὰ νὰ μὴ προφτάσω καὶ τοῦ φύγω, ἅμα φτάσω μιὰ φορὰ πέρα. Ἔτσι τοὺς κατάφερε, κείνους ποὺ εἶναι στὰ κουπιά, νὰ τραβήξουν ἐμπρός, κι ἂς βλαστημοῦν μέσα τους πλιά. Τί νὰ γίνῃ!

― Λοιπόν;

― Τώρα, σὰν προχωρήσουν κάμποσο αὐτοί, ἡμεῖς περνοῦμε πέρα. Δῶσ᾽ μου τὸ ἕνα κουπί.

Ὁ νέος δὲν ἀντέστη, καὶ μετέθεσε πρὸς τὴν πρύμνην τὴν μίαν κώπην.

Βραχεῖα παρῆλθεν ὥρα, καὶ ἡ σκαμπαβία εἶχεν ἀπομακρυνθῆ τόσον ὥστε μόλις ἐφαίνετο εἰς τὸ βάθος τοῦ ἀχανοῦς ὁρίζοντος, ὡς μέλαν κυμαινόμενον σημεῖον, καὶ ὡς μαύρη κηλὶς ἐπὶ τῆς ἐπαργύρου ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης.

― Τώρα νὰ τὸ βάλουμε στὰ κουπιά! ἀνέκραξε μετὰ φαιδρᾶς χάριτος τὸ Λιαλιώ.

 

Ὁ κὺρ Μοναχάκης ἦτο τῷ ὄντι ἐπὶ τῆς σκαμπαβίας, καὶ ἡ Νοσταλγὸς δὲν εἶχεν ἀπατηθῆ. Ἡμίσειαν ὥραν μετὰ τὴν ἐπιβίβασιν τῶν δύο φυγάδων, εἶχε τὴν δυσαρέσκειαν νὰ μάθῃ ὅτι «τὸ Λιαλιώ του» δὲν ἦτο πλέον οἴκοι. Εἰς τὸ καφενεῖον ὅπου ἐκάθητο, ζωηρῶς συζητῶν πολιτικά, μὲ τὴν μακράν του τσιμπούκαν ἀκοίμητον καπνίζουσαν πέραν τῆς πλατείας βράκας του, δεκαετὲς παιδίον εἰσελθόν, ἀνυπόδητον, μὲ ὑποκάμισον ραβδωτὸν καὶ περισκελίδα ὁμοίαν, εἶπε:

― Μπάρμπα, ἡ γ᾽ναίκα σ᾽ ἔφ᾽κι.

―Ἔφυγε; Ποῦ πάει; εἶπεν ἐξαφνισθεὶς ὁ χρηστὸς ἀνήρ.

― Δὲ ξέρου.

― Δὲ ξέρεις; Κι ἀπὸ ποῦ τό ᾽μαθες;

― Οὑ Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας ἤτανε κειδὰ στοὺ γιαλὸ κὶ τ᾽ν εἶδιι.

― Καὶ ποιὸς εἶν᾽ αὐτός, οὑ Βασίλ᾽ς τς Μάρκινας;

Τὸ παιδίον στραφὲν πρὸς τὴν θύραν εἶπε:

― Νά, κείνους ἁπ᾽ στέκιτι ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα.

Ὁ κὺρ Μοναχάκης καὶ οἱ τέως ὁμιληταί του, τῶν ὁποίων μεγάλως ἐκεντήθη ἡ περιέργεια, ἐστράφησαν ὅλοι πρὸς τὴν θύραν.

Δεύτερον παιδίον ὀκταετές, ξυπόλυτον, ξεσκούφωτον, μὲ τὴν μίαν σκελέαν ἀνασηκωμένην ἕως τὸ γαστροκνήμιον, μὲ τοὺς πόδας βρεγμένους ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ἵστατο ἔξω τῆς θύρας, κρύπτον τὸ ἥμισυ τοῦ προσώπου ὄπισθεν τῆς παραστάδος, τὸ ἥμισυ τοῦ σώματος ὄπισθεν τοῦ τοίχου, κοιτάζον μὲ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν ἔσω τοῦ καφενείου.

―Ἐσύ, βρέ, τὴν εἶδες τὴ γυναῖκά μου νὰ φεύγῃ; τοῦ ἐφώναξεν ὁ κὺρ Μοναχάκης.

― Τ᾽ν εἶδια, μπάρμπα, ἀπήντησε τὸ παιδίον.

― Καὶ ποῦ πάει;

― Ξέρου ᾽γώ;

Ὁ κὺρ Μοναχάκης ἐσηκώθη ἐν ἀδημονίᾳ, καὶ μὲ ὀργίλην χειρονομίαν ἔκαμε νὰ τινάξῃ τὸ τσιμπούκι του εἰς τὸ ἔδαφος.

Τὸ πρῶτον παιδίον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πέντε βήματα ἀπ᾽ αὐτοῦ ἐτρόμαξε, φοβηθὲν μὴ φάγῃ καμμίαν μὲ τὸ τσιμπούκι, καὶ ἔτρεξε νὰ φύγῃ.

Τὸ δεύτερον παιδίον, ἔξω τῆς θύρας, ἔγινεν ἄφαντον ὄπισθεν τοῦ τοίχου.

― Μὴ φοβᾶσαι, εἶπεν ὁ κὺρ Μοναχάκης, ἂν λὲς ἀλήθεια, δὲν τρῷς ξύλο· μὰ ἔλα δῶ… εἰπέ μου τί ξέρεις… γιατὶ…

Ἡ λέξις αὕτη ἦτο ἡ μόνη ἣν ἐπρόφερεν ὅπως ὑποδηλώσῃ τὴν θλῖψιν, τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἐντροπήν του.

― Νά, μπάρμπα, εἶπεν ἀναθαρρήσας καὶ σταθεὶς ἐγγὺς τῆς θύρας ὁ παῖς· οὑ Βασίλ᾽ς εἶδιι τ᾽ βάρκα, ἁπ᾽ μπῆκεν ἡ γ᾽ναίκα σ᾽ μαζὶ μὶ τ᾽ Καληώρ᾽ τοὺ γυιό, κὶ κάμανε κατὰ τοὺ Δασκαλειὸ νὰ σουργιανίσ᾽νε. Μὶ φώναξι κὶ μένα κὶ μὄδειξι ἀλάργα τ᾽ βάρκα, μὰ τς ἀθρῶπ᾽ δὲν τς εἶδια. Λέγαμι πὼς θελὰ γυρίσ᾽νε γλήουρα πίσου· ὕστιρα τς εἴδιαμι κὶ κάμανε πέρ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ν Πούντα κὶ βγήκανε ὄξ᾽ ἀπ᾽ τοὺ λιμάν᾽. Καρτιροῦμι νὰ γυρίσ᾽νε πίσου, δὲ γυρίσανε.

― Καὶ πόση ὥρα εἶναι ποὺ τοὺς εἴδατε;

― Νά, ὣς δυὸ ὧρις κὶ παραπάν᾽… ταπουτώρα.

― Καὶ γιατί δὲν ἤρθατε πρωτύτερα νὰ μοῦ πῆτε;

― Μὰ δὲν εἶναι πουλλὴ ὥρα… ὣς μιὰ ὥρα, μιὰ οὑρίτσα… κὶ παρακάτ᾽… λίγη ὥρα… ταπουτουρίτσα.

Ὁ κὺρ Μοναχάκης ἔκαμε νέαν ὀργίλην χειρονομίαν, διὰ ν᾽ ἀποθέσῃ παρὰ τὴν γωνίαν τὸ τσιμπούκι του. Τὸ παιδίον ἔσπευσε νὰ τραπῇ εἰς φυγήν.

 

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Βασίλης τῆς Μάρκινας, ὅστις εἶχε προπορευθῆ κατὰ τριακόσια βήματα, ἔτρεχε μὲ τὴν προθυμίαν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν δεικνύουσι τὰ παιδία ὅπως δώσωσι καλὴν ἢ κακὴν εἴδησιν, διὰ νὰ πάρουν «τὰ συχαρίκια» ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει, διὰ νὰ διασκεδάσουν μὲ τὴν ἀμηχανίαν τοῦ ἐνδιαφερομένου ἐν τῇ δευτέρᾳ. Ἔφθασεν ἀσθμαίνων ὑπὸ τὴν οἰκίαν τοῦ πλοιάρχου τῆς σκούνας, καὶ σταθεὶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ὅπου ἔβλεπε τὴν θύραν ἀνοικτὴν καὶ ἄφθονα φῶτα εἰς τὸν θάλαμον, ἤρχισε νὰ φωνάζῃ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του.

― Μπάρμπα! πήρανε τ᾽ βάρκα!

Ὁ Βασίλης δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ καφενεῖον πρίν, ὅπως δώσῃ τὴν εἴδησιν εἰς τὸν κὺρ Μοναχάκην. Ἀλλὰ τώρα, ἰδὼν ὅτι ὁ σύντροφός του ἔδωκε τὴν εἴδησιν χωρὶς νὰ φάγῃ ξύλον, καὶ ἐκτὸς τούτου, διότι ἤξευρεν ὅτι ἀπὸ τὸν ἐξώστην δὲν θὰ τὸν ἔφθανεν ἡ χονδρὴ ράβδος τοῦ πλοιάρχου, εἶχε λάβει θάρρος καὶ ἔσπευσε νὰ προλάβῃ τὸν σύντροφόν του, ὅπως ἀπολαύσῃ αὐτὸς τὴν ἡδονήν.

Ὁ καπετὰν Κυριάκος, ὅστις ἐκάθητο ἀκόμη παρὰ τὴν τράπεζαν, μὴ χορταίνων νὰ ψιλοταΐζῃ καὶ νὰ κουτσοπίνῃ, ὅπως συνηθίζει ὁ ναυτικὸς ὅταν διά τινας ἡμέρας ἐπιστρέψῃ παρὰ τὴν ἑστίαν του, παρατείνων καὶ ἀναλύων ἐπ᾽ ἄπειρον τὴν τόσον σπανίαν δι᾽ αὐτὸν ἡδονὴν ταύτην, ἐσηκώθη κ᾽ ἐξῆλθεν εἰς τὸν ἐξώστην.

― Τί ᾽ναι, βρέ;

― Νά, πήρανε τ᾽ βάρκα σ᾽.

― Ποιός;

― Οὑ Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμοῦ.

― Ποιὸς Μαθιὸς τ᾽ Μαλαμοῦ;

― Νά, οὑ γυιὸς τς Καληώρινας, πῶς ᾽νε λένε.

― Καὶ ποῦ τὴν πάει;

― Νά, ὄξ᾽ ἀπ᾽ τοὺ λιμάν᾽!

― Μονάχος του;

― Μαζὶ μὶ μιὰ γ᾽ναῖκα.

― Μαζὶ μὶ μιὰ γ᾽ναῖκα! ἐπανέλαβεν ἔκπληκτος ὁ καπετὰν Κυριάκος. Καὶ ποιά;

Δὲν ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ παιδίου, τὸ ὁποῖον, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἐπροφυλάσσετο ὑπὸ τὸν ἐξώστην.

― Καὶ πῶς δὲν ἦρθες νὰ μοῦ πῇς χαμπάρι! ἀνέκραξεν ὁ καπετὰν Κυριάκος.

Ἀλλὰ τὸ παιδίον εἶχε γίνει ἤδη ἄφαντον, ὄπισθεν τῆς γωνίας τοῦ τοίχου, καὶ μόνον τὰ βήματά του ἠκούοντο δρομαῖα ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου.

«Ὁ μοῦτσος, τοῦ διαβόλ᾽ ὁ γυιός, θὰ τό ᾽στρωσε πουθενὰ στὸ μεθύσι, ἤρχισε νὰ μονολογῇ ὁ καπετὰν Κυριάκος, κι ἄφησε τὴ βάρκα στὴν τύχη της».

Πάραυτα ἔστειλε πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ μούτσου, τὸν ὁποῖον μετὰ πολλὰς ματαίας ἐρεύνας εἰς τὰ καπηλεῖα τῆς ἀγορᾶς, εὗρον τέλος εἰς μίαν παράμερην ταβέρναν, ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον.

 

Ὁ πλοίαρχος παρήγγειλεν εἰς δύο τῶν συντρόφων του, οἵτινες ἐλάμβανον ἀναψυχὴν κατ᾽ οἶκον, νὰ δανεισθῶσι λέμβον τινά, ὅπως ἀνέλθωσιν εἰς τὴν σκούναν καὶ καταβιβάσωσιν ἀπὸ τὸ κατάστρωμα τὴν μεγάλην σκαμπαβίαν μὲ τὰ ἓξ κουπιά. Δὲν τὸν ἔμελε τόσον διὰ τὴν γυναῖκα ἥτις ἐκλάπη, ὡς φαίνεται, οὔτε διὰ τὸν τυχηρὸν νέον ὅστις τὴν εἶχε συνοδεύσει, ὅσον διὰ τὴν νεοπαγῆ, κομψὴν καὶ στερεὰν φελούκαν του. Παρήγγειλεν ἐπίσης νὰ στρατολογήσωσιν ἐκ τῆς προκυμαίας ὡς κωπηλάτας δύο ἢ τρεῖς πορθμεῖς, καὶ νὰ τρέξωσιν εἰς καταδίωξιν τῆς βαρκούλας.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ κὺρ Μοναχάκης, μαθὼν εἰς τίνα ἀνῆκεν ἡ κλαπεῖσα λέμβος, ἐπαρουσιάσθη περίλυπος εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πλοιάρχου.

― Μπορεῖς νὰ πᾷς μαζὶ μὲ τὴ σκαμπαβία καὶ τουλόγου σου, τοῦ εἶπεν ὁ καπετὰν Κυριάκος, ὅστις εἶχε μάθει τέλος εἰς τίνα ἀνῆκεν ἡ κλαπεῖσα (κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τὴν ὁποίαν φυσικὰ ἔδιδε τὸ κοινὸν εἰς τὸ συμβεβηκὸς) σύζυγος.

Ὁ κὺρ Μοναχάκης αὐτὸ ἴσα-ἴσα ἐπεθύμει, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὴν σκαμπαβίαν. Ἐφοβεῖτο νὰ μείνῃ ἐν ἀγωνιώδει προσδοκίᾳ εἰς τὴν πολίχνην, καὶ τοῦ ἐφαίνετο ὅτι, ἂν ἐλάμβανε μέρος εἰς τὴν καταδίωξιν, διὰ τοῦ ἀντιπερισπασμοῦ τούτου, ἠπιώτερον θὰ ᾐσθάνετο τὸν πόνον του. Ἔτρεφε πεποίθησιν εἰς τὴν Λιαλιὼ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανή, καθὼς εἶπεν ἡ ἰδία, νὰ προδώσῃ τὴν τιμήν του, ἀλλὰ καὶ πάλιν, τίς οἶδε! Τίς δύναται νὰ ἐξιχνιάσῃ τῆς γυναικείας ἰδιοσυγκρασίας τὰ μυστήρια; Ἐγνώριζε τὴν ἀσθενικὴν καὶ ὀνειροπόλον προδιάθεσίν της καὶ τὴν μεγάλην καὶ βαθεῖαν νοσταλγίαν της. Ἀλλὰ πῶς νὰ δώσῃ εἰς τοὺς πολλοὺς νὰ τὰ ἐννοήσωσιν αὐτά; Ἀλλοίμονον εἰς ὅποιον πέσῃ εἰς λάκκον πλήρη ὕδατος, καὶ ἂς εἶναι καθαρὸν τὸ ὕδωρ. Πιθανὸν ν᾽ ἀποφασίσουν νὰ σοῦ δώσωσι χεῖρα βοηθείας, ἀλλὰ δὲν θὰ παύσουν νὰ σὲ περιγελῶσιν. Αὐτὸς ὅμως ἦτο βέβαιος περὶ τῆς Λιαλιῶς του, ὅσον δύναται ἀνὴρ νὰ εἶναι βέβαιος περὶ γυναικός. Ἀπὸ τὸν καιρὸν καθ᾽ ὅν, στενὸς φίλος τοῦ πατρικοῦ της οἴκου, τὴν ἐφίλει καὶ τὴν ἐχόρευε τριετῆ εἰς τὰ γόνατά του, τριακοντούτης αὐτός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴν καθ᾽ ἣν πενταετῆ τὴν ἐφίλευε γλυκίσματα, ἄνευ ὑστεροβουλίας καὶ προγνωστικοῦ πνεύματος διὰ τὸ μέλλον, ἀπὸ τὸν χρόνον καθ᾽ ὃν τραυλίζουσα τὸν ἐκάλει «μπαλμπα-Μοναχάκη», ἕως τῆς ἡμέρας καθ᾽ ἥν, καὶ σύζυγός του γενομένη ἀκόμη ἐξηκολούθει νὰ τὸν ἀποκαλῇ «μπαρμπα-Μοναχάκη», τὴν εἶχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα καὶ γυναῖκα, καὶ τὴν εἶχε μελετήσει καλῶς, καὶ ἤξευρεν ὅτι, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην γυναῖκα, ἔζη μὲ τὴν κεφαλήν της καὶ μὲ τὰ νεῦρά της.

Παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα ἑωσοῦ οἱ δύο ναῦται τοῦ καπετὰν Κυριάκου πεισθῶσι νὰ ξεκολλήσουν ἀπὸ τὰ σπίτια των. Ἄλλη ἡμίσεια ὥρα ἀχρισότου εὕρωσι βάρκαν, ἀνέλθωσιν εἰς τὴν σκούναν καὶ καταβιβάσωσι τὴν σκαμπαβίαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἄλλη ἡμίσεια ὥρα μέχρις οὗ στρατολογήσωσιν ὡς κωπηλάτας πορθμεῖς ἢ ἁλιεῖς ἐκ τῆς προκυμαίας, τῶν ὁποίων αἱ λέμβοι δίκωποι ἢ τετράκωποι καὶ βαρεῖαι οὖσαι δὲν ἐκρίνοντο κατάλληλοι διὰ τὴν καταδίωξιν, ― καὶ μέχρις ὅτου συνεννοηθῶσιν ὅλοι, καὶ εἶναι ὅλοι σύμφωνοι νὰ ἐκπλεύσωσι. Τέλος ἐπέβησαν τῆς σκαμπαβίας, ὁ κὺρ Μοναχάκης ἕβδομος ἐκάθισεν εἰς τὸ πηδάλιον, καὶ ἐξεκίνησαν.

Διὰ συντόνου κωπηλασίας, ἐξῆλθον τοῦ λιμένος. Ἀλλὰ ποῦ νὰ εὕρωσι τὴν βαρκούλαν; Ἡ θάλασσα, φλύαρος καθὼς ἡ γυνή, εἶναι ὅσον αὕτη ἐχέμυθος, καὶ ποτὲ δὲν διηγεῖται τὸ μυστικόν της. Ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις τὰ ἴχνη τῶν ἀλλοτρίων φιλημάτων ἐπὶ τῶν χειλέων τῆς γυναικός, ἄλλο τόσον εἶναι δυνατὸν νὰ εὕρῃ ἐπὶ τῆς ἀχανοῦς κυανῆς ἐκτάσεως τὰ ἴχνη τῆς βαρκούλας. Τίς οἶδεν! ἐπὶ τέλους, διελογίζετο ὁ κὺρ Μοναχάκης· γυνὴ ἦτο. Ὁ ἔρως εἶναι πλάνος καὶ ἡ νεότης εὐαπάτητος. Τίς ἐγνώριζεν ἂν δὲν εἶχεν ἁμαρτήσει ἤδη; Ὤ! καλὰ τῆς τὸ ἔλεγεν αὐτός, ὅτι πλησίον του θὰ ἦτο ἀσφαλής, διότι γεραρὸς σύζυγος ἐπέχει πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τόπον πατρὸς διὰ νεαρὰν γυναῖκα. Καλὰ τὸ ἔλεγε κ᾽ ἐκείνη, ὅτι πλησίον του θὰ ἦτο ἀσφαλής, καὶ ἂν ἤθελε νὰ σφάλῃ ἀκόμη. Τώρα, χιλιάκις ἂν ἦτο ἀθῴα, ὁ κόσμος θὰ τὴν κατεδίκαζεν. Ἀλλὰ πλησίον του, χιλιάκις ἂν ἡμάρτανε, θὰ ἦτο τίμια εἰς τὰ ὄμματα τοῦ κόσμου.

Οἴμοι! καθὼς ἡ βασιλοπούλα τοῦ παραμυθιοῦ, ἂν ὑπεβάλλετο εἰς τὴν διὰ τοῦ σαγιττεύματος θεοδικίαν, μόνον τὰ ἄκρα τῶν ἁβρῶν δακτύλων τῆς μιᾶς χειρός της θὰ ἤγγιζε τὸ βέλος.

 

Εἰς τὸ πέλαγος, ἀνάμεσα εἰς τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων πέραμα, ἔπλεεν ἡ βαρκούλα. Ἡ φιλόφρων Ναϊὰς τῶν θαλασσίων ρευμάτων ἔφερε βοηθητικὸν ρεῦμα ὑπὸ τὴν τρόπιν της, καὶ ἡ εὐμενὴς Αὔρα τῶν ἀπογείων πνοῶν ἔστειλεν ἐλαφρὰν ριπὴν εἰς τὴν πρύμνην της. Ἡ δροσερὰ πνοὴ ἐδυνάμωσε τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς ὤμους τοῦ νέου κ᾽ ἔσφιγξε τοὺς ἁπαλοὺς μυῶνας τῆς νεαρᾶς γυναικός. Ἐκωπηλάτουν ὡς δύο ἠσκημένοι ἐρέται, τὰ ἐλαφρὰ κωπία δὲν τοὺς ἐκούραζον, καὶ εἶχον ὑπερβῆ ἤδη τὸ ἥμισυ τῆς ὑγρᾶς ὁδοῦ.

Ὅταν ἡ σκαμπαβία, ἡ τρέχουσα μὲ δρόμον ἀπολυτῆς φορβάδος, ἐπλησίαζεν εἰς τὸ ἀκρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οἱ ἐπ᾽ αὐτῆς ναυτικοὶ παρετήρησαν τὴν βαρκούλαν.

― Τ᾽ εἶν᾽ ἐκεῖ;

―Ἡ βάρκα!

Ὁ κὺρ Μοναχάκης ἔστρεψεν ἀριστερὰ τὴν κεφαλήν.

― Ἄ! αὐτὴ εἶναι!

― Ποιὸς ξέρει; Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι αὐτή, εἶπεν εἷς τῶν ναυτῶν, ὅστις ἐπεθύμει νὰ ἦτο τρόπος νὰ μὴν ἦτο αὐτή, διὰ ν᾽ ἀπαλλαγῇ νέου, προσθέτου καὶ λίαν ἀνιαροῦ κόπου.

― Αὐτὴ εἶναι, χωρὶς ἄλλο, εἶπεν ἄλλος, ὅστις ἐπεθύμει νὰ ἦτο ἐκ παντὸς τρόπου αὐτή, διότι μεγάλως τὸν ἐκέντριζεν ἡ περίεργος αὐτὴ θαλασσία σκηνή, ἂν κατώρθωνον νὰ συλλάβωσι τὴν βάρκαν μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ ἐραστοῦ της.

― Αὐτὴ εἶναι! ἀπεφάνθη ὁ κὺρ Μοναχάκης· νὰ τὰ γυρίσουμε κατὰ κεῖ, παιδιά· νὰ ὀρτσάρω…

― Ποῦ πάει ἀπὸ κεῖ; ἠρώτησεν εἷς ναύτης.

― Πάει στὸν Ἁι-Νικόλα· τὸ συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ᾽ ἡμεῖς ξεπλατισθήκαμε τόσην ὥρα νὰ τρέχουμε στὸ βρόντο.

― Νὰ τὰ γυρίσουμε, παιδιά! ἔκραξεν ὁ κὺρ Μοναχάκης· σᾶς παρακαλῶ, γλήγορα, νὰ τὰ γυρίσουμε· σία ἕνας, νὰ ὀρτσάρω!

Οἱ ἓξ ἐρέται εἶχον ἀφήσει τὰς κώπας, καὶ ἡ σκαμπαβία ἔβαινεν ἀκόμη μὲ τὴν «κεκτημένην ταχύτητα». Ὁ κὺρ Μοναχάκης ἐφώναξεν ἐν τούτοις, φειδόμενος τοῦ χρόνου τὸν ὁποῖον ἔχαναν:

― Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατὰ κεῖ!… ὄρτσα σκαμπαβία!

Ἀλλ᾽ οὐδεὶς προσεῖχεν εἰς αὐτόν. Συμβούλιον εἶχε στηθῆ ἐν μέσῳ τοῦ πελάγους. Ἄλλοι ἔλεγον νὰ προχωρήσωσιν ἐμπρός, ἄλλοι νὰ στραφῶσι βορείως πρὸς τὸ μέρος τῆς βαρκούλας. Τέλος ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη τῶν πλείστων, οἵτινες ἠλεκτρίζοντο ἐκ τοῦ προσδοκωμένου ἀπολαυστικοῦ θεάματος.

Ἔστρεψαν ἀριστερὰ τὴν πρῷραν, κ᾽ ἔλαβον τὰς κώπας μὲ νέαν ρώμην, οἵαν μετέδιδεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἡ φυσικὴ πρὸς τὴν νίκην φιλοτιμία καὶ ἡ προσδοκία τοῦ παραδόξου θηράματος. Ἀλλ᾽ ἡ σκαμπαβία ἀπεῖχε τώρα ἀπὸ τὸν ὅρμον, πρὸς ὃν ἔπλεε, τὸ τριπλοῦν τοῦ δρόμου ὅσον ἀπεῖχεν ἡ βαρκούλα. Καὶ ἂν ἡ πρώτη εἶχε τριπλῆν δύναμιν κωπῶν, εἶχεν ὅμως καὶ πενταπλοῦν ὄγκον καὶ τριπλάσιον βύθισμα.

Ὁ Μαθιὸς εἶδεν ἐγκαίρως τὴν στροφήν, τὴν ὁποίαν ἔκαμεν αἰφνιδίως ἡ σκαμπαβία, καὶ ὑπέδειξε τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν σύντροφόν του.

― Κοίταξε, εἶπε· μᾶς κυνηγοῦν.

― Τώρα, ἂς μᾶς πιάσουν! ἀνέκραξεν εὐθύμως τὸ Λιαλιώ. Μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι μακρύτερα ἀπὸ μᾶς.

―Ὤ! βέβαια· πολὺ μακρύτερα. Μὰ ἔχουν πολλὰ κουπιά.

― Κ᾽ ἡμεῖς ἔχουμε μεγάλη δύναμη!

Κ᾽ ἐδιπλασίασε τὴν ζέσιν της εἰς τὴν κωπηλασίαν.

Ἐπὶ μίαν ὥραν καὶ πλέον ἐπαίχθη κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς ἐκείνης, ἐνῷ ἡ ὠχρὰ σελήνη κατήρχετο ἠρέμα πρὸς δυσμάς, καὶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀλέκτορος ἠκούετο ἐκπέμπουσα τὸ δεύτερον λάλημα ἀνὰ τὰς σπαρτὰς ἐπὶ τῶν κλιτύων καὶ τῶν κοιλάδων ἀγροικίας, τὸ παιγνίδιον τοῦ φοβεροῦ καὶ μεγαλοπλοκάμου ὀκτάποδος τοῦ κυνηγοῦντος τὴν μαρίδα, καὶ τοῦ καταδυομένου καὶ φιλοπαίγμονος δελφῖνος τοῦ θηρεύοντος τὴν ζαργάναν. Ἡ σκαμπαβία ἔτρεχε μετὰ ρυθμικοῦ κρότου τῶν κωπῶν ἐπὶ τῶν σιδηρῶν διχαλωτῶν σκαλμῶν, μὲ δύναμιν ἀπαισίου καρχαρίου, πομπώδης καὶ μονότονος. Ἡ βαρκούλα ἔφευγεν ἐπὶ τοῦ κύματος ὡς ὁ φελλός, μετ᾽ ἐλαφροῦ ὡς ὁ κρότος τοῦ φιλήματος φλοίσβου, ἀπωθοῦσα μὲ τὰς μικρὰς παιγνιώδεις κώπας της τὰ ὕδατα, τὰ ὁποῖα τὴν ἐθώπευον καὶ τὴν προέπεμπον τρέχοντα μαζί της, ὡς τιμητικὴ συνοδία προηγουμένη καὶ ἑπομένη βασιλικοῦ ἅρματος, καὶ θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἀόρατοι Τρίτωνες τὴν ἔφερον ἐπιπολῆς τοῦ κύματος, διὰ νὰ μὴ χάνῃ ταχύτητα μὲ τῆς τρόπιδος τὸ βύθος.

 

Ἐν τούτοις, ὀφθαλμοφανῶς, ἡ σκαμπαβία ἐκέρδιζε δρόμον ἐπὶ τῆς βαρκούλας. Ἔτρεξαν ἀκόμη, ἔτρεξαν πολύ, καὶ πάντοτε ἡ σκαμπαβία ἐκέρδιζε δρόμον, καὶ πάντοτε πλησιεστέρα ἐφαίνετο, ἑωσότου ἡ ἀπόστασις, ἡ χωρίζουσα ἀκόμη τὴν βαρκούλαν ἀπὸ τῆς παραλίας ἦτο ἤδη μικρά, ἐλαχίστη, καὶ ὅσον καὶ ἂν ἔτρεχεν ἡ σκαμπαβία, ὁ Μαθιὸς ἐπρόλαβε κ᾽ ἔρριξε τὴν βαρκούλαν μεθ᾽ ὁρμῆς εἰς τὰ ρηχά, ἐπὶ τῆς ἄμμου.

― Πάντα κατευόδιο! ἔκραξε φαιδρῶς τὸ Λιαλιώ.

Ἠγέρθη, βλέπουσα τὸν λευκὸν τοῖχον τοῦ ναΐσκου τοῦ Ἁγ. Νικολάου στίλβοντα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, κ᾽ ἐπήδησε πρώτη εἰς τὴν ἄμμον τῆς παραλίας, βρέξασα τὰς πτέρνας, εἰς τὸ ὕδωρ.

Ὁ Μαθιὸς ἐπήδησε κατόπιν της κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ σύρῃ τὴν βάρκαν.

Ἡ σκαμπαβία δὲν ἀπεῖχεν ἤδη ἢ εἴκοσιν ὀργυιὰς ἀπὸ τοῦ ὅρμου.

Ὁ νέος ἐπροσπάθει νὰ σύρῃ ἐπὶ τῆς ἄμμου τὴν βάρκαν, σπεύδων νὰ συνοδεύσῃ τὴν Λιαλιὼ ἐπάνω εἰς τὸ χωρίον. Ὑπώπτευεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς σκαμπαβίας θὰ τοὺς ἐκυνήγουν κ᾽ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, καί, χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ διατί, ἦτο εὐτυχὴς διὰ τοῦτο. Ἡ τελευταία ἐκμυστήρευσις τῆς Λιαλιῶς, περὶ τοῦ μνηστῆρος τοῦ πνιγέντος ἐν τῷ Εὐξείνῳ, δὲν ἴσχυσε νὰ τὸν καθησυχάσῃ, καὶ ὁ πειρασμὸς τοῦ ἐνέπνεε τὴν σκέψιν, ὅτι μία γυνή, ἥτις ἐλησμόνησε τὸν ἀτυχῆ ἐκεῖνον διὰ νὰ νυμφευθῇ ἕνα γέροντα, ἦτο ἱκανὴ νὰ ἐγκαταλίπῃ τὸν γέροντα δι᾽ ἕνα τρίτον μένοντα εἰς τὴν πατρίδα της.

Ἀλλ᾽ ἂν τοὺς κατεδίωκον ὁμοῦ εἰς τὴν ξηράν, καὶ αὕτη ἐνεπιστεύετο εἰς αὐτόν, καὶ ἀπήρχοντο ὁμοῦ εἰς τὸ χωρίον της, ὤ! τότε ὁ ἔρως του θὰ καθηγιάζετο ἐπὶ τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης.

Αἴφνης, ἡ φωνὴ τοῦ κὺρ Μοναχάκη, ὅστις ἐφαίνετο ὀρθός, εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, παρὰ τὴν πρύμνην τῆς σκαμπαβίας, ἠκούσθη ἐν τῇ σιγῇ τῆς νυκτός:

― Λιαλιώ! ἔ! Λιαλιώ!

Ἡ Λιαλιὼ ἐστάθη σύννους, κάτω νεύουσα τὴν κεφαλήν, καὶ εἶτα κράξασα ἀπήντησεν:

―Ὁρίστε, μπαρμπα-Μοναχάκη!

― Θέλεις νὰ πᾷς στοὺς γονεῖς σου, ψυχίτσα μου; Καλὰ θὰ κάμῃς! Καρτέρει νά ᾽ρθω κ᾽ ἐγώ, νὰ σὲ συνοδεύσω ὣς ἐκεῖ, μήπως κακοπαθήσῃς στὸ δρόμο μοναχή σου, ἀγάπη μου!

― Καλῶς νά ᾽ρθῃς, μπαρμπα-Μοναχάκη! ἀπήντησεν ἀνενδοιάστως τὸ Λιαλιώ.

Ὁ νέος ἵστατο ἐντροπαλὸς πλησίον της, κοιτάζων αὐτήν, ἔμφοβος καὶ μὴ ἐννοῶν.

― Σύρε στὸ καλό, μὲ τὴ σκαμπαβία, Μαθιέ μου π᾽λάκι μου, τοῦ εἶπε μὲ τόνον εἰλικρινοῦς συγκινήσεως τὸ Λιαλιώ· κρῖμας ποὺ εἶμαι μεγαλύτερη στὰ χρόνια ἀπὸ σένα· ἂν πέθαινε ὁ μπαρμπα-Μοναχάκης, θὰ σ᾽ ἔπαιρνα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: