ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ, ΑΔΕΛΦΕ; -- Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση

ΖΩΝΤΑΣ μέσα στὴ λεγόμενη χριστιανική μας κοινωνία, πολλὲς φορὲς  ψάχνω  νὰ βρῶ ἕνα χριστιανό. Ψάχνω ἐπίμονα καὶ ἀγωνιωδῶς. Ἴσως κάποιος θὰ μοῦ πεῖ: «Ὅλοι γύρω σου εἶναι χριστιανοί καὶ σύ ψάχνεις; Μήπως ὑπερβάλλεις; Μήπως κρίνεις τοὺς ἄλλους σκληρά; Μήπως βάζεις ὡς μέτρο σύγκρισης τὴ δική σου πνευματικότητα, ἡ ὁποία ἐνδεχομένως νὰ εἶναι φανταστικὴ καὶ ὄχι πραγματική;». Ἀπαντῶ. Ζητῶ τὸν ἀληθινὸ χριστιανό, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ὅμοιος μὲ μένα. Αὐτὸν ποὺ χαίρεται τὴν πίστη του καὶ πρόθυμα θυσιάζει τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὸν ποὺ ταπεινὰ μοιράζει τοὺς πνευματικούς του καρπούς. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ κατέχει, ὡς τὸν πολυτιμότερο θησαυρό, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀρνεῖται νὰ βάλει νερὸ στὸ κρασί του. Ἀναζητῶ τὸν ἠθικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ἀμελεῖ στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ στὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων του. Αὐτὸν ποὺ ἔχει ὡς κύριο ἔργο του τὴν προσευχή. Ἀνυπομονῶ νὰ τὸν συναντήσω, γιατὶ εἶναι ἀξιοθαύμαστος. Ἡσυχάζει προσευχόμενος, κοιμᾶται προσευχόμενος, ὁδηγεῖ, ἐργάζεται καὶ ἀξιοποιεῖ τὸ χρόνο του προσευχόμενος.

Τὸν ἀναζητῶ ἀκόμα, γιατὶ μετανοεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμή. Τὸ «ἐλέησόν με» τῆς προσευχῆς του τὸ βιώνει ὡς ἐνεργοῦσα μετάνοια. Γι᾽ αὐτὸν προσευχὴ καὶ μετάνοια συμβαδίζουν. Ἐργάζεται μετανοώντας, βαδίζει, ἐπικοινωνεῖ, ἀγαπᾶ καὶ γενικῶς ζεῖ μετανοώντας. Προσεύχεται μετανοώντας καὶ μετανοεῖ προσευχόμενος. Ψάχνω, λοιπόν, νὰ βρῶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως νὰ περνάει δίπλα μου, νὰ μὲ βλέπει, νὰ θέλει κάτι νὰ μοῦ πεῖ, ἀλλὰ ἡ δική μου ὄψη νὰ τὸν κάνει διστακτικό. Νὰ μὴ θορυβεῖ, νὰ μιλάει κρυπτόμενος, νὰ συναλλάσσεται ραθύμως καὶ νὰ εἶναι στενοχωρημένος γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὴν κοινωνία. Νὰ βιάζεται πότε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγορά, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ θόρυβο, τὶς μάταιες ἐνέργειες τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ξοδεύουν τὸν πολύτιμο χρόνο τους ἀνωφελῶς. Νὰ ἀπομακρυνθεῖ καὶ ἀπὸ τοὺς θρασεῖς, τοὺς ἀπαιδεύτους, τοὺς ἀθεόφοβους, τοὺς ὑβριστὲς καὶ βλάσφημους.  Ὁ εὐλογημένος αὐτὸς ἄνθρωπος νιώθει ἄβολα ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς, παρόλο ποὺ τοὺς ἀγαπάει. Τὸν κουράζουν, γιατὶ δὲν ἔχουν πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα. Ἀντίθετα, ὅταν μπαίνει στὸ Ἱ. Ναὸ σκιρτάει ἡ καρδιά του, γιατὶ αἰσθάνεται ὅτι βρίσκεται στὸν οὐρανό, ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, μετέχει στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ δέχεται τὴν καλὴ ἀλλοίωση, σεβόμενος τοὺς λειτουργοὺς ἱερεῖς καὶ ὅταν ἀκόμα ἐκεῖνοι εἶναι ἀμέτοχοι καὶ ἀκατάνυκτοι. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κρατάει—μεταφορικὰ τὸ λέω—ἕνα κεράκι ἀναμμένο καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀποτρέψει τὸ σβήσιμό του, γιατὶ φοβᾶται ὅτι δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸ ξανανάψει. Δὲν θέλει νὰ μπεῖ σὲ ἕναν δύσκολο ἀγώνα ἀντιμετώπισης ποικίλων πειρασμῶν τοῦ διαβόλου. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν σταματάει ἐκεῖ. Θέλει ἀπὸ τὸ δικό του ἀναμμένο κερὶ νὰ πάρει φῶς καὶ κάποιος ἄλλος ἀδελφός, ποὺ θὰ ἤθελε. Ἐπιθυμία του εἶναι τὸ κερί του νὰ μὴ εἶναι τὸ μοναδικό. Εὔχεται τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς νὰ τὸ πάρουν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότεροι. Ψάχνω νὰ βρῶ τὸ χριστιανὸ μέσα στὴν κοινωνία, γιατὶ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ συνοδοιπόρο καὶ ἀδελφό. Ψάχνω χωρὶς νὰ ἀπογοητεύομαι. Κάπου ἐδῶ γύρω μου ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν ἐκδηλώνεται, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσω. Δικαιολογῶ τὸν ἀδελφό, γιατὶ τόσα ποὺ βλέπει καὶ ἀκούει ἀπὸ τοὺς κατ᾽ ὄνομα χριστιανούς, εἶναι φυσικὸ νὰ εἶναι διστακτικὸς καὶ νὰ μὴ ἔχει ἐμπιστοσύνη σχεδὸν σὲ κανέναν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: