ΧΩΡΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ -- του μακαριστού Φώτη Κόντογλου

Ο «εξευρωπαϊσμός» της Ελλάδος

Λένε πολλοί πως η παράδοση πέθανε, πως μάταια κοπιάζουμε όσοι πιστεύουμε σ’ αυτή κι αγωνιζόμαστε για να μη πεθάνει και πως πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως θα ζη στην Ελλάδα μοναχά το κορμί μας, ενώ το πνεύμα, η ψυχή μας, η καρδιά μας θα ζούνε με ξένα διανοήματα και με ξένα αισθήματα. Μ’ έναν λόγο, πως πνευματικά θάμαστε πεθαμμένοι, γιατί, τι το όφελος να ζη κανένας στην Ελλάδα και να μη έχει στη ζωή του τίποτα Ελληνικό; Τι το όφελος να μη σε βάλουνε στο κοιμητήριο, αλλά να σε βαστάνε με τη νεκρόκασσα στο σπίτι σου, ενώ είσαι πεθαμμένος και συγχωρεμένος; Κατά καλή τύχη, τα πράγματα δεν είναι έτσι που τα λογαριάζουνε αυτοί που δεν πιστεύουνε στην παράδοση, όπως δείχνουνε πολλά σημάδια, και ένα ανάμεσα σ’ αυτά είνε το με πόσον ενθουσιασμό διαβάζονται κάποια άρθρα όπως αυτό που έγραψα την περασμένη Κυριακή στην «Ελευθερία», «Ο Παντοκράτωρ». Αυτοί που λένε, πως δε μπορούμε παρά να χάσουμε τον πνευματικό χαρακτήρα μας και να γίνουμε πνευματική αποικία της Δύσεως, αυτοί δεν πιστεύουνε τόσο σ’ αυτή την ανάγκη, όσο θέλουνε κι επιθυμούνε να αφομοιωθούμε με τους ξένους. Αυτό είναι το ιδεώδες τους. Είνε σαν εκείνους που λέγει ο Πασκάλ πως λένε πως δεν πιστεύουνε στον Χριστό επειδή τους μποδίζει το λογικό τους, ενώ κατά βάθος δεν θέλουνε να βγούνε αληθινά όσα είπε ο Χριστός, δηλαδή η καρδιά τους δεν έχει τη θέρμη που χρειάζεται για να χαρεί κανένας για την εξαίσια επαγγελία που μας έφερε ο Χριστός. Ψυχές μικρολόγες, μικρόχαρες, υποθερμικές, θέλουνε να ζούνε όπως – όπως, με συμβιβασμούς, βολεύοντας τα πράγματα, χωρίς ευθύνες πνευματικές, χωρίς βάθος, χωρίς μεράκι (άλλη λέξη δεν βρίσκω).

Αυτοί που θέλουνε να ευρωπαϊσθούμε ομολογούνε χωρίς να το θέλουνε, πως λογαριάζονται ανάμεσα στα άλλα τόσα και τόσα ανεύθυνα όντα, που δεν έχουνε καμμιά αυτοβουλία στην ζωή, αλλά αφήνονται να τους κυλά το ρεύμα, χωρίς να κολυμπάνε παλληκαρίσια καταπάνω σ’ αυτό για να πιάσουνε απάνω στην αγαπημένη στεριά, στη γη της επαγγελίας. Δεν είνε δα καμμιά ανάγκη νάσαι γραμματισμένος και πολυδιαβασμένος για να κάνεις αυτή τη δουλειά. Αυτό το ίδιο που κάνεις, το κάνει και το μοδιστράκι, και κάθε πλάσμα που έχει δουλειά τη μόδα. Αυτά τα ανύποπτα όντα είνε κι αυτά «φορείς του πολιτισμού», του ίδιου πολιτισμού που θέλουνε να μας φορέσουνε το νεκρικό του φράκο τούτοι οι «προοδευτικοί». Μάλιστα οι μοδίστρες, οι κινηματογραφητζήδες κ’ οι άλλοι μοντερνοποιοί της Ελλάδος, κάνουνε περισσότερη δουλειά για τον εξευρωπαϊσμό μας, παρά τα βαθυστόχαστα άρθρα κ’ οι θεωρίες των σπουδασμένων που έχουνε το ίδιο ιδεώδες μ’ αυτούς. Λοιπόν, δεν είνε καμμιά μεγάλη δουλειά, ούτε καμμιά σπουδαία εφεύρεση κι ανακάλυψη του Δυτικού Πόλου αυτό που διατυμπανίζουνε σαν «αγώνα» οι τέτοιοι πνευματικοί συγχρονιστές. Εκείνο που θέλουνε να φέρουνε από το Εξωτερικό, ο «πολιτισμός», η μόδα, ο μοντερνισμός, έρχεται δα μοναχό του. Είνε σαν τη γρίππη, σαν την πανούκλα, που έρχεται άθελά μας και μας πιάνει. Κοιτάξετε γύρω σας, και θα δήτε. Το χρέος, όμως, του ανθρώπου, που αγαπά αληθινά τον τόπο του, (όχι τις πέτρες και τα δέντρα του τόπου του, αλλά τον χαρακτήρα τον πνευματικό της πατρίδας του), είνε να αγωνισθεί καταπάνω σ’ αυτό το ρεύμα που πάει να σαρώσει τα θεμέλιά μας και να μας πνίξει, ή να μας αφήσει γυμνούς. O μοντερνισμός είνε ευπρόσδεκτος σε όσους δεν έχουνε ούτε θεμέλιο για να το χάσουνε, ούτε ρούχο, ήγουν που δεν έχουνε παράδοση που τους δένει με τον τόπο τους, ούτε χαρακτήρα και χρώμα δικό τους. Αυτοί μπορούνε να ζήσουνε και μέσα σε μια σκάφη που την πηγαίνει από δω κι από κει το ρεύμα, και μάλιστα καυχιούνται πως έτσι ζη ο άνθρωπος πιο καλά και χαρισάμενα, παρά μέσα στο σπίτι του, με τους δικούς του, με τις συνήθειές του, με τις πίκρες και με τις χαρές του. Οι κήρυκες του εξευρωπαϊσμού, ό,τι είνε ελληνικό, το βλέπουνε σαν φτωχό, τιποτένιο, κι ό,τι έρχεται από έξω, το θεωτούνε θαυμαστό, εξαίσιο. Ακόμα και τον γαλάζιον ουρανό μας, βάλανε μαύρα γυαλιά και τον βλέπουνε σταχτύν, συννεφιασμένον, κατά τη μόδα, μ’ όλο που παινεύουνε τον «αίθριον ουρανόν μας», στους ίδιους που έχουνε για πνευματικά αφεντικά τους. Αλλά, οι δυστυχείς, που να πάρουνε είδηση τι είνε η Ελλάδα. Ελλάδα ακούνε, κ’ Ελλάδα δεν βλέπουνε! Όσον ελληνικόν ουρανό βλέπουνε με τα μαύρα τα γυαλιά, άλλη τόση Ελλάδα νοιώθουνε με την αντάρα που έχει το πνεύμα τους κ’ η καρδιά τους. Η Ελλάδα είνε ο πλούτος της γης, κ’ εσείς είσαστε οι φτωχοί, οι σαρακοστιανοί, οι άνθρωποι με τα στενά κολλάρα και με τις μπανέλλες, κ’ η δανεική αρχοντιά σας είνε κάποια αραχνιασμένα σκοτεινά σπίτια με σκονισμένα σερβίτσια, ή πολυκατοικίες, αρτιθισιέλ, στενές σαν ποντικόφακες, μούχλα, ανόητες κουβέντες, θεατρινίστικο ύφος, ανεκδοτάκια για την «Πομαντούρ», για τον Μέττερνιχ και για τους σκηνοθετημένους Βολταίρους, ή για τους κρονόληρους Μπέρναρ Σω, που τους έχετε για μοντέλλα της μικρολογίας σας. Η Ελλάδα δεν βγάζει μανιτάρια και ζαμπόνια και τυριά βρώμικα. Η Ελλάδα γεννά Όμηρους, Ησιόδους, Αισχύλους, Πίνδαρους, Πολύκλειους, Ικτίνους, Χρυσόστομους, Βασίλειους, Ανθέμιους, Πανσέληνους, Φερραίους, ποιητές των δροσερών βουνών, Παπαδιαμάντηδες, ανθρώπους που μοσκοβολάνε, σαν το τίμιο Ξύλο. Μικρολογίες, ανεκδοτάκια σαν αυτά που λένε στις παρέες τους οι μοντέρνοι κ’ οι ευρωπαϊσμένοι, «σπιρτόζες» βλακοσυζητήσεις και τέτοια, αυτά είνε τα πλούτη που φέρνετε στην Ελλάδα; Τις αξιομνημόνευτες ανοησίες του τάδε και τάδε έκφυλου μποέμ της Μονμάρτης και της Σάντα Λουτσίας; Και τις όπερες με τις αγριοφωνάρες που ξεταβανώνουνε το σπίτι σκούζοντας σαν τρελλοί «Πεθαίν’ απελπισμένος»! Μ’ αυτά, και μάλιστα με τα αποφάγια τους, θέλετε να θραφεί η χώρα που θράφηκε και θρέφεται με την αμβροσία και με το πρόσφορο, και που έπιε και πίνει το νέκταρ και το αίμα του Χριστού από το δισκοπότηρο της Ορθοδοξίας; Αυτόν τον τιμημένον άρχοντα, τον Έλληνα θέλετε να τον ξεγυμνώσετε από την βασιλική στολή του, και να τον ντύσετε με τα μουχλιασμένα αποφόρια των ξένων, όπως ντύνονται κάποιοι νέγροι της Αφρικής, με ξεθωριασμένες ρεντιγκότες, με μαδημένα μιραμπώ, και με επωλέττες του Νέλσον, και με τρικαντά του Ναπολέοντα! Αφήστε τον να πεθάνει άρχοντας, σαν τον Παλαιολόγο, κι όχι μασκαρεμένος. Νάχει τουλάχιστον απάνω του δυό – τρεις παλιές πατρογονικές διαμαντόπετρες, κι όχι νάνε στολισμένος με χάντρες που βάζουνε στ’ άλογα, φτάνει να είνε βγαλμένες από κάποια φάμπρικα της Ευρώπης. Αυτά είνε τα υψηλά ιδεώδη για τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν τους αρέσει ο Θανάσης Διάκος, αλλά ο Πάολο Μαλατέστα, που δεν τους αρέσει η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, αλλά το τέρας του αγίου Πέτρου, που δεν τους αρέσει ο αγιασμένος και μοσχοβολημένος Παπαδιαμάντης, αλλά ο φαμφαρρόνος ο Ντ’ Αννούτσιο. Ωστόσο, λογαριάζουνε χωρίς τον νοικοκύρη. Από στεριά κι από θάλασσα βγαίνει φωνή και βόγγος «θέλουμε να ζήσουμε Ελληνικά!». Ελλάδα χωρίς ζωή Ελληνική είνε Ελλάδα πεθαμμένη. Για πρώτη φορά η νεότητα κατάλαβε πως έχει χρέος να σώσει τον πνευματικό χαρακτήρα της φυλής της, και να μη την αφήσει στα νύχια των ανόητων και κούφιων, που θέλουνε μιά Ελλάδα χωρίς τίποτα Ελληνικό, ούτε και τη γλώσσα της την ίδια. Όλα να γίνουνε «ευρωπαϊκά», της μόδας, κ’ εμείς κάτι ανθρωπάκια, σαν αυτά που βλέπουμε πως φτάσανε σ’ αυτό το ιδεώδες, με το αυτοκίνητάκι μας, την όπερά μας, την οπερετίτσα μας, την έξυπνη παρεούλα μας, τα σόκιν μας, τις φιλεναδίτσες μας, τα μπαίν-μίξτ μας, την γκαρσονιέρα μας, τα έξυπνα ανεκδοτάκια μας, το κοτσομπολιό μας, τα χαρτάκια μας, το τσιγαράκι μας, τόνα πόδι πάνω στ’ άλλο και το χέρι μας στη μέση, όπως π.χ. κάνει ο Μωρίς Σεβαλιέ κ’ η Χαΐυ Γουόρθ, κι’ άλλα τέτοια. Εμείς οι άλλοι, οι μαγκούφηδες, οι καθυστερημένοι επαρχιώτες, οι παληομερολογίτες του πνεύματος δεν θέλουμε, αλλοίμονο, να καταλάβουμε την πρόοδο, την εξέλιξη. Μα έλα που θρεφόμαστε με τα ντόπια, και θρέφουμε κι άλλους και τους συγκινάμε με τα πατροπαράδοτα, που δεν είνε μικρολογίες φράγκικες, μα κάποια πράγματα «μέγεθος έχοντα»!                                                          
Σοβαρόν, υψηλόν, λάβε τόνον, ω Λύρα!                                                            
Ναι, υψηλόν, σοβαρόν τόνο ας πάρει η λύρα της ζωής μας.                              
Κι ας αφήσουμε τους «νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς».                      
«Η Ρωμιοσύνη είν’ φυλή, συνόκαιρη του κόσμου,                                             
κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει.                                                      
Κανένας, γιατί σκέπει την από τάψη ο Θεός μου.                                                 
Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί όντας ο κόσμος λείψει».

 

Εφ. «Ελευθερία» της 15.8.1954

Δεν υπάρχουν σχόλια: