Απάνω σε μιάν έρημη ακροθαλασσιά -- του Φώτη Κόντογλου

Κ’ εγώ δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα μακρυά  από τή ζάλη  της πολιτείας. Έβγαλα ένα «άχ!» από τό  στήθος μου,  σάν τόν άνθρωπο πού ξανάρχεται στή ζωή ύστερ’ από λιποθυμιά. Δεν πέρασε πολλή ώρα, κ’ ένοιωσα τόν εαυτό μου πολύ ευτυχισμένον, ήσυχον καί βλογημένον, όπως ήμουνα άλλη φορά, πρίν πέσω στά δόντια αυτηνής της λυσσασμένης Σκύλλας, της πολιτείας. Έδώ, σ' αυτόν τόν ξερότοπο πού ήρθα, πού δεν έχεις τίποτα απ ’ όσα φχαριστούνε τούς σημερινούς ανθρώπους, καταλαβαίνω πώς είμαι λεύτερος, ύστερ’ από τη σκλαβιά, υστερ’ από τίς χίλιες σκλαβιές, γιά νά μιλήσω καλύτερα, πού σηκώνουμε απάνω στήν καμπούρα μας όσοι ζούμε μέσα στήν αμαρτωλή τή Βαβυλώνα, πού όλο γιά λευτεριές, λογής-λογής λευτεριές μιλά, πράσινες, κόκκινες, πνευματικές, υλικές, μοντέρνες, υπαρξιστικές, αθεϊστικές λευτεριές, λευτεριά πού αποχτιέται μέ τήν άπιστία, μέ τά λεφτά, μέ την άποχτήνωση, μέ τήν άναισθησία, λευτεριά μέ τίς ψευτιές της φιλοσοφίας, λευτεριά με τό σκλάβωμα στίς μηχανές, κι άλλες τέτοιες λευτεριές... Έγώ, δόξα στόν Θεό, βρέθηκα σήμερα άπάνω σέ τούτη τή γλώσσα της ξερής γης, πού τήν τριγυρίζει η θάλασσα δίχως νά τή δροσίσει.

Τό νερό πού τή γλείφει, τήν κάνει να φαίνεται πιό στεγνή, ένας ξέρακας μέ λιγοστές αρμυρήθρες καί μέ κάτι στυφά θαλασσάγκαθα, σκληρά σάν νά ’ναι σιδερένια. Ωστόσο, σέ τούτον τον στέρφο ρημότοπο βρίσκεται, γιά μένα, κείνο πού δέν βρίσκεται στούς πράσινους κήπους της πολιτείας, πού μού φαίνουνται σάν νεκροταφεία, σάν τίς πρασινάδες πού έχουνε τά νοσοκομεία. Για μένα, η διψασμένη έρημο δροσίζει τήν ψυχή μου, σάν να ’ναι γεμάτη άπό κρύα ποτάμια κι άπό όμορφες βρύσες. Γιατί εδώ βρίσκω τήν ειρήνη, την πολυπόθητη εΙρήνη. Ή φτώχεια πού έχει τούτος ό ξερόκαβος, δέν τραβά τούς άνθρώπους, καί γι’ αύτό τον αφήσανε ξεχασμένο, αγαπημένο καταφύγιο γιά κάποιους χαζούς σάν κ’ έμένα. Μιά παλιοπαράγκα κοντά στή θάλασσα, πού κάθεται μέσα ένας ψαράς μέ τήν γυναίκα του, ένας φούρνος σάν καί κείνους πού εϊχανε τον καιρό τού Νώε, λίγα χαλάσματα, καί κάτι θεμέλια άπό δύο τρείς γκρεμισμένες καλύβες, λίγοι σκοίνοι, ένας γάϊδαρος, ένας σκύλος, μιά γάτα, λίγες όρνιθες, καί μιά παλιόβαρκα, δεμένη σ’ έναν μώλο, καμωμένον μέ κάτι παλιόπετρες, νά ποιός είναι ό παράδεισος όπου ήρθα. Ή θάλασσα είναι πιό έρημη άπό τή στεριά. Κάτι ξέρες και ρημόνησα είναι τά φτωχά κι άγρια στολίδια της.

* * *

Ήσυχία! Δέν άκούγεται τίποτα! Μονάχα τ ’ άγεράκι φυσά στ’ αύτιά μου, σάν να θέλει νά μέ καλωσορίσει. Πήγα καί βρήκα ένα μικρό βραχάκι, καί κάθησα κοντά του. Τό κοίταξα καλά-καλά. Συλλογίστηκα πώς βρίσκεται έκεί πού βρίσκεται άπό τότε πού έ'γινε ό κόσμος, κ’ ϊσως κανένας δέν τό είδε ποτέ, κανένας δέν ήρθε κοντά του. Έκεί κάθεται εκατομμύρια μέρες καί νύχτες, πρίν να πλάσει ο Θεός τόν Άδάμ, και κάθεται καί τώρα, στίς δικές μας μέρες, τίς ώρες πού εμείς καταγινόμαστε στίς δουλειές μας, τίς νύχτες πού κοιμόμαστε, τόν χειμώνα πού χιονίζει καί τό καλοκαίρι πού ψήνει ο ήλιος τήν πλάση. Καί θά στέκεται στό ϊδιο μέρος σάν θα φύγουμε άπό τόν κόσμο τούτον καί θά ’ρθουνε άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Κάθησα, λοιπόν, κοντά του, καί τό κοίταζα σάν νά ’τανε τό πιό δυσεύρετο πράγμα πού ύπάρχει στόν κόσμο. Καί καταλάβαινα, πώς καί κείνο ένοιωθε πώς το κοιτάζω, καί πώς τ ’ άγαπώ, καί πώς μέ κοίταζε καί μ’ άγαπούσε καί κείνο. Κ’ ένοιωθα, πώς μας κοίταζε καί τούς δυό μας Έκείνος πού μας έπλασε. Κοντά στό βραχάκι σιγοαφρίζανε τά κύματα, μουρμουρίζανε κάποια μυστηριώδη πράγματα. Κάτι φλούδια άπό χιβάδες καί δυό-τρία σουπιοκόκκαλα κειτόντανε εκεί κοντά, μαζί μέ κάτι μικρά κομμάτια ξύλα καί ξερόκλαδα, άσπρισμένα άπό τήν άλισάχνη κι άπό τόν ήλιο. Αύτά τά τιποτένια πράγματα παίρνανε γιά μένα μιά σημασία πού δεν έχει κανένα άπό τά σπουδαία έργα πού φτιάνουνε οί άνθρωποι μέ τίς τέχνες καί με τίς επιστήμες τους, οί φοβερές μηχανές καί τάλλα πού κάνουνε τούς πολλούς άνθρώπους, άλλοίμονο, να χαζεύουνε μπροστά τους. Τούτα τά ξεχασμένα καί καταφρονεμένα πράγματα κινούσανε τή σκέψη μου καί την καρδιά μου, μέ φέρνανε κοντά στόν Θεό, στά μυστήρια τής ζωής καί μέ κάνανε νά νοιώσω ζωντανά τήν αίωνιότητα. Ένώ, όσα βλέπει κανένας στίς πολιτείες, είναι βουβά, δίχως γλώσσα καί κολλούνε τή διάνοια τού άνθρώπου στίς μικρολογίες τού ψεύτικου μηχανικού κόσμου. Ήσυχία! Σιωπή! ’Ώ βλογημένη σιωπή, πού μέσα σέ σένα άκούγω τίς μυριάδες μυστικές φωνές τού παντός! Κι ω ταραχή καί βουή τής πολιτείας, πού μέ μποδίζεις να άκούσω τήν ύπερκόσμια αύτή καί πολύηχη σιωπή, πού την άκούω σέ τούτη τήν έρημο! Τώρα καταλαβαίνω καλά γιατί στήν έρημο άκούγανε οί άσκητές τή φωνή τού Θεού καί καταλαβαίνανε τά μυστήρια.

***

Το μάτι μου πέφτει απάνω σε μια ξέρα, σ’ έναν βράχο μαύρον και αμίλητον, που λες πως μέσα σ’ αυτόν βρίσκεται σφαλισμένη κάποια ψυχή γερασμένη, που έζησε χιλιάδες χρόνια. Στέκεται μακριά, μέσα στο έρημο πέλαγο, ολομόναχος, αζύγωτος, βουβός, αδιάφορος. Τον κοιτάζω, σαν να μην υπάρχει άλλο τίποτα στον κόσμο, σαν να ΄ναι αυτός μονάχα, αυτοκράτορας ακατάλυτος. Μυστήριο βαρύ τον σκεπάζει. Κάθεται ακούνητος από τότε που εβγήκε ο ήλιος για πρώτη φορά από την Ανατολή. Ο ίδιος ο ήλιος βγαίνει και βασιλεύει, χειμωνιάζει και καλοκαιρεύει, κι εκείνος στέκεται ανάλλαχτος. Κοιτάζοντάς τον, φόβος πιάνει τον λιγοζώητον τον άνθρωπο. Ου! Ου! Ου! Αου! Ου! Χου! Ου! Ου! Έτσι βουίζει μακριά το πέλαγο, τα ακατάλυτα νερά που σαλεύουνε και πάνε κατά κει που τα προστάζει Εκείνος, που τα έβγαλε από το χάος της ανυπαρξίας. Τα κύματα τυλίγουνται και ξετυλίγουνται, ανεβοκατεβάζουνε τις αφρισμένες κεφαλές τους, κι έρχουνται και σκορπούνε απάνω στη στεριά. Ο αφρός σκεπάζει τ’ ακροθαλάσσι, κολλά απάνω στις πέτρες, και κανένα κομμάτι του πετά στον αγέρα σαν τουλπάνι, κι έρχεται απάνω μου. Κλείνω τα μάτια μου, κι ακούγω μονάχα τον βόγγο του πελάγου και τον ακατάπαυστο ρούφουλα. Άραγε τι να θέλει να πει, και το λέγει, και το ξαναλέγει, μέρα-νύχτα, για να το καταλάβω; Ανοίγω τα μάτια μου, κι η ματιά μου πέφτει απάνω σ’ ένα δεντράκι, σ’ ένα αγριοπρινάρι, που στέκεται στην κορυφή του βραχόβουνου, που στέκεται από πίσω από την έρημη ακροθαλασσιά. Και κείνο κάθεται ολομόναχο, και συλλογίζεται, έρημο, αζύγωτο. Κανένας δεν θα το κοίταξε στον αιώνα, κανενός η ματιά δεν σταμάτησε απάνω του ποτές. Ίσως να το κοίταξα εγώ πρώτος αυτό το ρημοδέντρι, κι έγινα ένα μ’ αυτό. Ναι, εγώ ο ίδιος είμαι κείνο το δεντράκι.

***

Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω, ίσως να ποθήσεις να ΄ρθεις κατά το φτωχικό λημέρι μου. Μα, και να ΄ρθεις, θα μετανιώσεις και θα στενοχωρηθείς, αν δεν βλέπουνε τα μάτια σου και δεν ακούνε τα αυτιά σου και δεν νιώθει η διάνοιά σου όπως ακούγω και βλέπω με τα δικά μου μάτια, με τα δικά μου αυτιά, κι όπως νιώθω με τη δική μου διάνοια. Αν είσαι από τους ανθρώπους που καυχιούνται για «το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος», δηλαδή για τα έργα που κάνει ο σημερινός άνθρωπος, και που δεν σκύψανε ποτέ στον από μέσα άνθρωπο, δεν θα καταλάβεις τίποτα. Τους τέτοιους ανθρώπους τους διώχνει η αγιασμένη τούτη ερημιά, γιατί δεν καταλαβαίνουνε τη γλώσσα της, και γι’ αυτό καταγίνουνται με τους πυραύλους και με τα τέτοια. Θαρρούνε πως κάτι θα καταλάβουνε πηγαίνοντας στον Άρη, στον Κρόνο και στον Σείριο. Αλίμονο! Όποιος δεν νιώθει τα μυστήρια που του ξεσκεπάζουνται σαν απομείνει μοναχός, δεν θα νιώσει τίποτα, όπου και να πάγει, ας είναι και στον πιο ξωτικόν και χιλιομακρυσμένον κόσμο. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι».

Κανένας δέν ήρθε κοντά του. Έκεί κάθεται εκατομμύρια μέρες καί νύχτες, πρίν να πλάσει ο Θεός τόν Άδάμ, και κάθεται καί τώρα, στίς δικές μας μέρες, τίς ώρες πού εμείς καταγινόμαστε στίς δουλειές μας, τίς νύχτες πού κοιμόμαστε, τόν χειμώνα πού χιονίζει καί τό καλοκαίρι πού ψήνει ο ήλιος τήν πλάση. Καί θά στέκεται στό ίδιο μέρος σάν θα φύγουμε άπό τόν κόσμο τούτον καί θά ’ρθουνε άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι. Κάθησα, λοιπόν, κοντά του, καί τό κοίταζα σάν νά ’τανε τό πιό δυσεύρετο πραγμα πού ύπάρχει στόν κόσμο. Καί καταλάβαινα, πώς καί κείνο ενοιωθε πώς το κοιτάζω, καί πώς τ ’ άγαπώ, καί πώς μέ κοίταζε καί μ’ άγαπούσε καί κείνο. Κ’ ενοιωθα, πώς μας κοίταζε καί τούς δυό μας Έκείνος πού μας επλασε. Κοντά στό βραχάκι σιγοαφρίζανε τά κύματα, μουρμουρίζανε κάποια μυστηριώδη πράγματα. Κάτι φλούδια άπό χιβάδες καί δυό-τρία σουπιοκόκκαλα κειτόντανε εκεί κοντά, μαζί μέ κάτι μικρά κομμάτια ξύλα καί ξερόκλαδα, άσπρισμένα άπό τήν άλισάχνη κι άπό τόν ήλιο. Αύτά τά τιποτένια πράγματα παίρνανε γιά μένα μιά σημασία πού δεν έχει κανένα άπό τά σπουδαία έργα πού φτιάνουνε οί άνθρωποι μέ τίς τέχνες καί με τίς επιστήμες τους, οί φοβερές μηχανές καί τάλλα πού κάνουνε τούς πολλούς άνθρώπους, άλλοίμονο, να χαζεύουνε μπροστά τους. Τούτα τά ξεχασμένα καί καταφρονεμένα πράγματα κινούσανε τή σκέψη μου καί την καρδιά μου, μέ φέρνανε κοντά στόν Θεό, στά μυστήρια τής ζωής καί μέ κάνανε νά νοιώσω ζωντανά τήν αίωνιότητα. Ένώ, όσα βλέπει κανένας στίς πολιτείες, είναι βουβά, δίχως γλώσσα καί κολλούνε τή διάνοια τού άνθρώπου στίς μικρολογίες τού ψεύτικου μηχανικού κόσμου.

Ήσυχία! Σιωπή! ’Ώ βλογημένη σιωπή, πού μέσα σέ σένα άκούγω τίς μυριάδες μυστικές φωνές τού παντός! Κι ω ταραχή καί βουή τής πολιτείας, πού μέ μποδίζεις να άκούσω τήν ύπερκόσμια αύτή καί πολύηχη σιωπή, πού την άκούω σέ τούτη τήν ερημο! Τώρα καταλαβαίνω καλά γιατί στήν έρημο άκούγανε οί άσκητές τή φωνή τού Θεού και καταλαβαίνανε τά μυστήρια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: