Τη Λ΄ (30η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΣΑΚΙΟΥ ή ΙΣΑΑΚΙΟΥ, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων, του Ομολογητού.

Ισαάκιος ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο Σύρος το γένος, ήκμασε δε κατά τας ημέρας του βασιλέως Ουάλεντος του Αρειανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξδ΄ -  τοη΄ (364 – 378). Τότε επεκράτει η αίρεσις των Αρειανών, αι Εκκλησίαι των Ορθοδόξων είχον κλεισθή και όλοι εθρήνουν και ωδύροντο. Κατά δε το τελευταίον έτος της βασιλείας του Ουάλεντος (378) συνήχθη εις τον Δούναβιν πλήθος πολύ βαρβάρων Γότθων, οίτινες εμελέτων να ορμήσωσι κατά της Κωνσταντινουπόλεως, συνάξας δε ο Ουάλης στρατεύματα εκίνησε κατ’ αυτών. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην ο Όσιος ούτος Ισαάκιος, ευρισκόμενος εις την Ανατολήν και πληροφορηθείς τα γενόμενα, ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και απαντήσας τον βασιλέα αναχωρούντα δια τον πόλεμον, είπε προς αυτόν:

«Βασιλεύ, πρόσταξον να ανοιχθώσιν αι Εκκλησίαι των Χριστιανών, και εάν πράξης τούτο, θέλεις αναδειχθή νικητής κατά των εχθρών». Ο βασιλεύς όμως, πεπωρωμένος ων, ενόμισεν ως φλυαρίας τους λόγους του Οσίου. Όθεν την επιούσαν παρουσιάσθη εκ νέου ο Όσιος εις τον βασιλέα, και είπε και πάλιν προς αυτόν· «Βασιλεύ, άνοιξον τας Εκκλησίας, και θέλεις επανέλθει νικητής εν ειρήνη». Ο δε βασιλεύς, καταφρονήσας τον Όσιον, εξηκολούθει τον δρόμον του. Κατά την τρίτην ημέραν επήγε και δια τρίτην φοράν ο Όσιος προς τον βασιλέα, και κρατήσας τον χαλινόν του ίππου του, του ωμίλει άλλοτε μεν ελέγχων, άλλοτε δε παρακαλών αυτόν. Ομιλούντος δε εισέτι του Αγίου, έφθασαν εις βαθείαν και φοβεράν φάραγγα, η οποία ήτο πλήρης ακανθών οξυτάτων και τότε ο βασιλεύς ένευσεν εις τους στρατιώτας να ρίψωσι τον Άγιον εντός αυτής. Πεσών λοιπόν ο Άγιος επί των ακανθών, και νομίζων ότι ευρίσκεται επί απαλού στρώματος, ηυχαρίστει τον Κύριον. Και ιδού ευθύς ήλθον δύο λευκοφόροι και χαριέστατοι άνδρες, οι οποίοι ανεβίβασαν τον Άγιον από της φάραγγος αβλαβή, και στήσαντες αυτόν εις το μέσον της αγοράς και ενώπιον του βασιλέως, ανεχώρησαν. Βλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς εξεπλάγη και είπε· «Δεν είναι ούτος εκείνος, όστις ερρίφθη εις την φοβεράν εκείνην φάραγγα»; Ο δε Άγιος είπε πάλιν εις τον βασιλέα· «Άνοιξον τας Εκκλησίας, σε παρακαλώ, και θα επανέλθης χαίρων εκ του πολέμου· εάν όμως δεν πράξης τούτο, ήξευρε, ότι, όταν ο πόλεμος συγκροτηθή μετά των βαρβάρων, συ θέλεις φύγει μεθ’ ενός άλλου, και θα κρυφθής εντός αχυρώνος, όπου θα καής υπό των εχθρών». Ο δε βασιλεύς, αν και πολύ εξεπλάγη και έφριξε δια τον Άγιον τούτον, όμως όχι ολιγώτερον και κατεφρόνησεν αυτόν, καθό ασύνετος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και τον παρέδωκεν εις δύο στρατιώτας, Σατόρνικον και Βίκτωρα ονομαζομένους, προστάξας αυτούς να τον φυλάττωσιν ασφαλώς έως ου επανέλθη εκ του πολέμου, ότε, είπε, θέλει θανατώσει αυτόν δια πυρός. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν συ επανέλθης εκ του πολέμου υγιής, δεν ελάλησεν εις εμέ ο Θεός». Όταν λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος, δεν ηδυνήθη να αντιστή ο βασιλεύς, αλλ’ έφυγεν ομού με τον πραιπόσιτον αυτού, ο οποίος πάντοτε παρεκίνει τον βασιλέα κατά των Χριστιανών, και μετ’ αυτού εκρύβη εντός αχυρώνος· οι δε βάρβαροι διώξαντες αυτούς κατόπιν, έβαλον πυρ εις τον αχυρώνα και κατέκαυσαν αυτόν ομού με τον βασιλέα και τον πραιπόσιτον. Τα στρατεύματα λοιπόν του βασιλέως επανελθόντα εκ του πολέμου και θέλοντα να πειράξωσι τον Όσιον, έλεγον προς αυτόν· «Ετοιμάσθητι να δώσης απολογίαν εις τον βασιλέα, όστις έρχεται να εκτελέση ό,τι προείπεν εναντίον σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επτά ημέραι ήδη παρήλθον, αφ’ ότου εγώ ωσφράνθην την αποφοράν των κοκκάλων του, τα οποία κατεκάησαν επί του πυρός».  Ταύτα οι στρατιώται ακούσαντες επλήσθησαν φόβου, επειδή ο Θεός εφανέρωσεν εις αυτόν όλα τα συμβάντα, και πεσόντες εις τους πόδας  του Οσίου παρεκάλουν αυτόν να παραμείνη μονίμως εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο δε Άγιος είπε· «Δότε μοι καιρόν επτά ημέρας να παρακαλέσω τον Θεόν, όπως μοι φανερώση αν τούτο είναι θέλημά Του». Παρακαλέσας δε τον Θεόν, έμαθεν ότι είναι θέλημά Του να μείνη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ανήγγειλε τούτο εις τους παρακαλέσαντας. Όλοι λοιπόν οι πολίται ημιλλώντο να κτίσωσι Μοναστήριον προς κατοικίαν του Αγίου· εις δε εξ αυτών, Σατορνίλος ονομαζόμενος, φανείς προθυμότερος των άλλων, προέλαβε και έκτισε Μοναστήριον εις τόπον σεμνόν και αρμόδιον. Τότε ο Άγιος εισελθών εις αυτό, εδόξασε τον Θεόν· οι δε προρρηθέντες, οίτινες παρεκάλουν τον Άγιον, αφιέρωσαν εις το Μοναστήριον σιτηρέσια και αρκετά κτήματα. Όθεν συνήχθησαν εκεί πολλοί Χριστιανοί και έγιναν Μοναχοί σπουδάζοντες να ποιμαίνωνται υπό τοιούτου ποιμένος και διδασκάλου και να οδηγώνται εις την εργασίαν των εντολών του Θεού. Τραφείς λοιπόν ο Άγιος με γήρας καλόν, και την κοίμησιν αυτού εκ Θεού προγνωρίσας, συνήθροισεν όλους τους αδελφούς και τους κατήχησεν· είτα εκλέξας ένα εξ αυτών, Δαλμάτον ονομαζόμενον, κατέστησεν αυτόν Ηγούμενον εις αντικατάστασίν του, και ούτως απήλθε προς Κύριον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: