ΛΟΓΟΣ ΚΟΙΝΗ ΓΛΩΣΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑΝ ΤΟΥ ΑΔΑΜ.

Δαμασκηνού του Στουδίτου Υποδιακόνου                             

Όπως οιοσδήποτε φρόνιμος άνθρωπος, όταν θελήση να υπάγη εις ξένους τόπους δι’ εμπορίαν, δεν κινεί, εάν δεν ερωτήση εμπείρους ανθρώπους περί του κέρδους και της ζημίας την οποίαν θα έχη από την εμπορίαν αυτήν, τοιουτοτρόπως εποίησαν και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Επειδή έφθασεν ο καιρός της αγίας Τεσσαρακοστής, της καλής και ψυχωφελούς εμπορίας, και απ’ αύριον μέλλομεν Θεού βοηθεία να την αρχίσωμεν, δεικνύουν εις ημάς σήμερον πόσον μεν καλόν είναι η νηστεία, πόσον δε πάλιν κακόν είναι η πολυφαγία. Επειδή δε από πολλά παραδείγματα έχουν να το αποδείξουν, αφήνουν τα πολλά, και αποδεικνύουν τούτο από την παράβασιν του Πρωτοπλάστου Αδάμ, δια να γνωρίσωμεν και ημείς πόσον κακόν έπαθε δια να μη νηστεύση δι’ ολίγον καιρόν και πόση βλάβη έγινε δια την παράβασιν αυτήν εις όλον το ανθρώπινον γένος. Επειδή λοιπόν, δια να μη φυλάξη ο Αδάμ την νηστείαν, εξεβλήθη από τον Παράδεισον, δια τούτο ημείς, οίτινες επιθυμούμεν να εισέλθωμεν εις αυτόν, ας την κατορθώσωμεν, έχοντες ως παράδειγμα το τι έπαθε ο Αδάμ δια την ακρασίαν του.

Επειδή δε οι Άγιοι Πατέρες, οίτινες ενομοθέτησαν την ακολουθίαν της Εκκλησίας μας, έταξαν να ποιώμεν σήμερον την ανάμνησιν της εξορίας του Αδάμ, πρέπει και ημείς, ακολουθούντες τους λόγους των, να είπωμεν ως εν συντόμω πως επλάσθη ο Αδάμ, πως ετιμήθη εκ Θεού, και πως ύστερον εξέπεσεν, επειδή δεν εφύλαξε την εντολήν του Θεού, όστις τον διέταξε να μη φάγη από το ξύλον της γνώσεως. Ο Παντοκράτωρ Θεός, ο κτίστης και δημιουργός του σύμπαντος κόσμου, εις εξ ημέρας έκαμεν όλα αυτού τα ποιήματα. Και κατά μεν την πρώτην ημέραν έκτισε πρώτον τους Αγγέλους και όλα τα ουράνια τάγματα, ως διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος· έπειτα τον ουρανόν και την γην· ύστερον το ύδωρ, και κατόπιν το φως, ήτοι την ημέραν. Κατά δε την δευτέραν ημέραν έκαμε το στερέωμα και διεχώρισε τα ύδατα. Κατά την τρίτην ημέραν διέταξε και συνήχθη το ύδωρ όλον εις εν μέρος, και έγινεν η θάλασσα· έπειτα προσέταξε την γην να βλαστήση τα βότανα, τα χόρτα, και όλα τα δένδρα και τα σπειρόμενα. Την τετάρτην ημέραν επρόσταξε και έγιναν οι δύο μεγάλοι φωστήρες, ο ήλιος και η σελήνη ομού με τους αστέρας. Την πέμπτην ημέραν επρόσταξε και εξήλθον εκ των υδάτων τα ερπετά και τα πετεινά, και όλα τα θηρία όπου είναι εις την θάλασσαν. Την έκτην ημέραν διέταξε την γην και εξέβαλε τα τετράποδα και τα θηρία, τα οποία είναι επί της γης. Ηυλόγησε δε όλα αυτά ο Θεός και είπεν· «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α: 28). Αφού δε ετελείωσεν όλα τα άλλα ποιήματα, ηθέλησε να πλάση και τον άνθρωπον, όστις να τα εξουσιάζη όλα. Όχι ότι ηθέλησε να τον πλάση τελευταίον, ως κατωτέρας τιμής, αλλ’ ως τιμιώτερον. Διότι ηδύνατο ο Θεός και πριν να κάμη τα άλλα αυτού κτίσματα, να πλάση τον άνθρωπον, αλλά όπως όταν θέλη να υπάγη βασιλεύς τις εις τόπον τινά, πρώτον ευτρεπίζουν τον τόπον εκείνον, και κατόπιν μεταβαίνει ο βασιλεύς, ομοίως έκαμε και ο Θεός· επειδή ως βασιλέα έμελλε να καταστήση τον άνθρωπον εις όλα του τα ποιήματα, δια τούτο πρώτον ετοιμάζει τα βασιλευόμενα, και κατόπιν φέρει και τον βασιλέα. Αλλά ας ίδωμεν πως και με ποίον τρόπον επλάσθη ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος. Αφού ο Θεός ητοίμασε τα άλλα κτίσματά του και έμελλε να πλάση και τον άνθρωπον, έλαβε μέρος από τα δύο προγενέστερα ποιήματά του και τον έπλασε. Και από μεν τα αισθητά έλαβε το χώμα, και έκαμε το σώμα· από δε τα νοητά έθεσε την ψυχήν να αναπνέη και να ζη. Όχι ως λέγουσιν οι αιρετικοί Μανιχαίοι, ότι από την φύσιν του Θεού είναι η ψυχή του ανθρώπου, διότι εάν ήτο η ψυχή του ανθρώπου από την φύσιν του Θεού, όσαι ψυχαί είναι αμαρτωλαί δεν θα εκολάζοντο, επειδή πως είναι δυνατόν να παιδεύση ο Θεός την φύσιν του; Είναι δε η ψυχή του ανθρώπου κτίσμα νοητόν, όπως κτίσματα νοητά είναι οι Άγγελοι, τους οποίους έκαμεν ο Θεός και ζουν και κινούνται. Ομοίαν λοιπόν με τους Αγγέλους έκαμεν ο Θεός την ψυχήν του ανθρώπου, να ζη και να κινήται. Απ’ αυτήν την ψυχήν ωνομάσθη ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού κατά τρεις τρόπους· πρώτον μεν ότι καθώς ο Θεός είναι αυτεξούσιος, τοιουτοτρόπως είναι και ο άνθρωπος αυτεξούσιος. Ουδείς είναι εξουσιαστής του Θεού, αλλ’ ούτε και της γνώμης του ανθρώπου. Διότι ο Θεός εξ αρχής άφησε τον άνθρωπον εις την εξουσίαν του, και του είπε να λαμβάνη από όλα τα ξύλα του Παραδείσου, μόνον δε από το ξύλον της γνώσεως να απέχη. Όμως ουδείς τον εκράτει και εις τούτο, διότι αν τον εκράτει τις, δεν ήθελεν ύστερον φάγει εξ αυτού. Αλλ’ ούτε μετά ταύτα εξουσίασεν ο Θεός την γνώμην τού ανθρώπου, αλλά τον άφησεν εις την εξουσίαν του, ή το καλόν να αγαπήση ή το κακόν. Δεύτερον δε ότι, καθώς από τον Θεόν δεν λείπει τίποτε, αλλ’ είναι όλος τέλειος και πληρέστατος, ομοίως και ο άνθρωπος είναι τέλειος. Διότι όλα τα κτίσματα του Θεού ή νοητά ή αισθητά είναι, ο δε άνθρωπος είναι νοητός και αισθητός· νοητός κατά την ψυχήν, και αισθητός κατά το σώμα. Τρίτον δε ότι, καθώς ο Θεός είναι εις, και τρία πρόσωπα, ούτω είναι και ο άνθρωπος· εις μεν είναι, πλην έχει τον νουν, όστις ομοιοί τον Πατέρα· έχει και τον λόγον, όστις ομοιοί τον Υιόν· έχει και την αναπνοήν, ήτις ομοιοί το Άγιον Πνεύμα· απ’ αυτά τα τρία λέγεται ο άνθρωπος εικών και ομοίωσις του Θεού, όχι κατά το σώμα, ή κατά το φαινόμενον, αλλά κατά το νοητόν, δηλονότι την ψυχήν. Αφού λοιπόν έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, τον ωνόμασεν Αδάμ· επειδή τέσσαρα είναι τα μέρη της γης, Ανατολή, Δύσις, Άρκτος και Μεσημβρία· δια τούτο τον επωνόμασε και με τοιούτον όνομα. Διότι το αρχικόν Άλφα σημαίνει Ανατολή· το Δέλτα, Δύσις, το άλλο Άλφα, Άρκτος, το δε Μι, Μεσημβρία· ή διότι το Αδάμ σημαίνει γη, κατά την γλώσσαν των Εβραίων. Έπειτα εφύτευσε και τον Παράδεισον κατά ανατολάς εις το υψηλότερον μέρος της γης, και εκεί έβαλεν ο Θεός τον Αδάμ να τον δουλεύη και να τον φυλάττη (Γεν. β: 15). Όχι ότι είχεν εκεί δικέλλιον και αξίνην να σκάπτη και να εργάζεται, και προς τούτο τον έθεσεν εις τον Παράδεισον να τον δουλεύη και να τον φυλάττη· διότι ποίος ήτο ο κλέπτης, όστις θα εισήρχετο εκεί, αφού μόνον ο Αδάμ υπήρχεν επί της γης; Ποία δε είναι η σημασία των λόγων τούτων; Τον Παράδεισον εκείνον όπου έκαμεν ο Θεός, οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, και μέλιστα ο Θεολόγος Γρηγόριος, αισθητόν και νοητόν λέγει, όπως και τον άνθρωπον. Αισθητός μεν είναι ο άνθρωπος κατά το σώμα, ωσαύτως και ο Παράδεισος αισθητός είναι, επειδή είχε και έχει ξύλα αισθητά, και ευρίσκεται όπως είναι επί της γης. Νοητός δε είναι ο Παράδεισος κατά τα νοητά ξύλα, όπως και ο άνθρωπος κατά την ψυχήν. Ποία δε είναι τα νοητά ξύλα και ο νοητός Παράδεισος; Αυτός ούτος ο άνθρωπος είναι ο Παράδεισος· ξύλα δε είναι αι αρεταί, και τα καλά όπου του εχάρισεν ο Θεός. Η γνώσις, η σοφία, η καλλονή, η πραότης, η εγκράτεια, η νηστεία, η παρθενία, η ομιλία του Θεού, και τ’ άλλα καλά όπου του έδωκεν ο Θεός, αυτά είναι τα νοητά ξύλα. Ήσαν δε εις τον αισθητόν Παράδεισον και δύο ξύλα εκλεκτά, το ξύλον της ζωής, και το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν· όχι ότι το ξύλον εκείνο είχε τοιαύτην ενέργειαν, ώστε όταν φάγη τις εξ αυτού θα γνωρίση το καλόν και το κακόν, αλλ’ ότι ούτω κατέληξε μετά ταύτα η υπόθεσις αύτη εις τον Αδάμ. Ποία δε είναι τα νοητά δύο ξύλα; Πολλοί των Αγίων είπον πολλά και διάφορα δια ταύτα· πλην και τούτο όπου θέλω είπει δεν είναι έξω του πρέποντος. Ξύλον ζωής, και ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, η προαίρεσις του ανθρώπου είναι. Διότι ο Θεός, όταν έπλασε τον Αδάμ, τον άφησεν εις την εξουσίαν του, και του είπε τα μεν άλλα ποιήματα αυτού τα ασθητά να τα εξετάζη, και να ερευνά την αρχήν των και την φύσιν των, περί δε του Θεού και της θεϊκής φύσεως να μη εξετάζη. Αυτός όμως ως ατελής ηθέλησε να συλλογισθή πως έγινεν ο Θεός, και πως είναι, δια τούτο εξέπεσεν, επειδή δεν εχρησιμοποίησεν εις καλόν την προαίρεσίν του, αλλά εις την παρακοήν του Θεού. Επειδή λοιπόν ταύτην την παραγγελίαν του έδωκεν ο Θεός, δια τούτο λέγει η Γραφή, ότι τον έβαλεν εις τον Παράδεισον να τον δουλεύη και να τον φυλάττη· δηλαδή να τον φυλάττη από τους τοιούτους λογισμούς, οίτινες ήσαν υπέρ την δύναμίν του. Ήτο λοιπόν ο Αδάμ εις τον Παράδεισον μόνος, ουδένα έχων βοηθόν. Τι δε έκαμεν ο Θεός; Απεκοίμησε τον Αδάμ, και λαβών μίαν εκ των πλευρών του, έπλασε την γυναίκα, έπειτα την προσέφερεν εις τον Αδάμ, όχι δια να κάμνη με αυτήν την επιθυμίαν του (αιρετικός και ασεβής είναι εκείνος, όστις λέγει τοιούτον λόγον), αλλά δια βοηθόν του την έδωκε. Καθώς δε το μονοετές παιδίον, το οποίον καίτοι δεν γνωρίζει επιθυμίαν, όμως δεν του φαίνεται καλόν να είναι μόνον, αλλά μάλιστα κλαίει και λυπείται, ομοίως ήτο και ο Αδάμ. Καίτοι δεν εγνώριζεν επιθυμίαν, εν τούτοις διότι δεν είχεν όμοιόν του, ελυπείτο. Επειδή δε ο Θεός τον έβλεπεν, ότι ελυπείτο εις την ερημίαν του Παραδείσου, έπλασε και την γυναίκα ομοίαν του δια βοηθόν. Ήσαν λοιπόν και οι δύο εις τον Παράδεισον γυμνοί, και δεν ησχύνοντο, επειδή δεν υπήρχεν επιθυμία, διότι όλον καλωσύνη ήσαν αμφότεροι, δια τούτο και δεν ησχύνοντο· αλλά καθώς βλέπομεν ημείς ο εις τον άλλον εις το πρόσωπον, και δεν αισχυνόμεθα, ομοίως και εκείνοι βλέποντες αλλήλους, δεν τους έμελλε τίποτε, διότι ήσαν άκακοι και απονήρευτοι, και εδόξαζον τον Θεόν, τρώγοντες μεν από όλα τα ξύλα του Παραδείσου, μόνον δε από το ξύλον της γνώσεως δεν έτρωγον, διότι ούτω τους είχε παραγγείλει ο Θεός, να μη τολμήσουν δηλαδή να φάφωσι απ’ εκείνο το ξύλον, διότι θέλουν απολέσει την τιμήν των (Γεν. β: 16 – 17). Όμως ο διάβολος, ως προεκπεσμένος όπου ήτο δια την υπερηφάνειάν του, βλέπων ότι τους ετίμησεν ο Θεός, τους εφθόνησε, και ηβουλήθη να τους εκβάλη από τον Παράδεισον. Και αυτός μεν δεν απετόλμησε να υπάγη προς τον Αδάμ αυτοπροσώπως, δια να μη τον γνωρίση ο Αδάμ και δεν κάμη το θέλημά του· ακούσατε όμως ποίαν πονηρίαν μετεχειρίσθη δια να επιτύχη τον κακόν του σκοπόν. Ο όφις ήτο τότε το φρονιμώτερον από όλα τα θηρία της γης, και περιεπάτει ορθός εις τους πόδας του, ως τα άλλα θηρία. Εισήλθε λοιπόν εις αυτόν ο Διάβολος και περιπατών επήγεν εις τον Παράδεισον. Εκεί εύρε την Εύαν, ήτις περιήρχετο τον τόπον, και είπε προς αυτήν· «Διατί σας είπεν ο Θεός να μη φάγετε από όλα τα ξύλα του Παραδείσου»; Λέγει προς αυτόν η Εύα· «Μας επρόσταξεν από μεν τα άλλα ξύλα να τρώγωμεν, μόνον δε από το ξύλον της γνώσεως να μη φάγωμεν, ούτε να το πιάσωμεν καν με τας χείρας μας, διότι θέλομεν αποθάνει, εάν παραβώμεν τον λόγον του». Απεκρίθη ο όφις· «Δεν θέλετε αποθάνει· αλλά γνωρίζων ο Θεός, ότι ευθύς ως φάγετε απ’ αυτό, θέλετε γίνει θεοί, και θέλετε γνωρίσει το καλόν και το πονηρόν, δια τούτο σας παρήγγειλε να απέχετε, δια να μη γίνετε ως αυτόν. Δια τούτο άκουσον εμέ, και φάγε συ, και δος και εις τον άνδρα σου να φάγη, να ανοιχθούν οι οφθαλμοί σας, να γνωρίσητε το καλόν και το κακόν» (Γεν. γ: 1 – 5). Τότε, ως ήκουσεν η γυναίκα τους τοιούτους λόγους, αν και ήτο φρονίμη, αλλ’ όμως εγελάσθη προς στιγμήν, και αμέσως επήρεν από τον καρπόν του ξύλου και έφαγε, είτα έδωκε και εις τον Αδάμ. Τότε ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των, και εγνώρισαν, ότι ήσαν γυμνοί. Ο δε Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης λέγει, ότι το ξύλον εκείνο ήτο συκή· επειδή αφού εγνώρισαν τον εαυτόν των, επήραν απ’ εκείνην φύλλα και έρραψαν ενδύματα και έβαλαν εις το σώμα των· ίνα εκείνο όπερ τους έδειξε την αισχύνην, εκείνο και πάλιν να την σκεπάση. Αλλ’ όμως έχει άλλην σημασίαν ο λόγος, ως λέγει και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Διότι που εύρον εκεί βελόνας ή ράμματα και έρραψαν τα φύλλα της συκής, δια να σκεπασθούν; Ποίον δε είναι το νόημα της Γραφής; Η συκή είναι γλυκεία μεν εις τον καρπόν, τραχυτάτη δε εις τα φύλλα. Το αυτό συμβαίνει και με την αμαρτίαν· γλυκεία μεν είναι εις την αρχήν, ύστερον όμως γίνεται πικροτάτη και τραχυτάτη. Ούτως έπαθε και ο Αδάμ· όταν μεν εγεύθη τον καρπόν του ξύλου του εφάνη γλυκύς, όταν όμως εγνώρισε τον εαυτόν του, ότι είναι γυμνός όχι από ενδύματα, διότι ούτως ήτο και πρότερον, αλλά από την Χάριν του Θεού, τότε του εφώνη πικρός και υπέρπικρος, από πάσαν πικρίαν πικρότερος. Τότε απέκτησε και το σώμα τούτο το τραχύ και παχύ, όπερ πρώτον είχεν αθάνατον και λεπτότατον. Αλλ’ ο μεν Αδάμ, και η γυνή αυτού, ούτως έπαθον δια την παρακοήν των. Ο δε Θεός, ως φιλάνθρωπος, θέλων να οδηγήση αυτούς εις μετάνοιαν, τους εκάλεσε λέγων· «Αδάμ, Αδάμ, που είσαι»; Εγνώριζεν ο Θεός που είναι ο Αδάμ, αλλά δια να δώση καιρόν αποκρίσεως προς αυτόν, δια τούτο τον καλεί. Ω της συμφοράς! Πρότερον μεν κατά το δυνατόν έβλεπε και την δόξαν του Θεού, ήκουε και την φωνήν του μετά πάσης χαράς· τότε δε, επειδή ήτο παραβάτης, απεκρίθη μετά φόβου και είπεν· «Ήκουσα την φωνήν σου περιπατούντος εν τω Παραδείσω και εκρύβην, διότι είμαι γυμνός» (Γεν. γ: 8 – 10). Λέγει προς αυτόν ο Θεός· «Πως εγνώρισες ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το ξύλον, από το οποίον σου είπον να μη φάγης»; Τι έκαμε τότε ο Αδάμ; Δεν είπεν, έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον, Ποιητά μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά σου, δια τούτο κλαίω και θρηνώ και δέομαί σου, δέξου με πάλιν τον παρήκοον· αλλ’ επέρριψε την ευθύνην εις τον Θεόν, και είπεν· «Η γυνή, την οποίαν μου έδωκες, εκείνη με εξηπάτησεν». Έδειξε δηλαδή παρευθύς, ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ’ ο Θεός όστις του έδωκε σύντροφον την Εύαν. Ηρώτησε και την γυναίκα ο Θεός, ούτε όμως αυτή είπεν, ότι έσφαλεν, αλλ’ επέρριψε την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την εξηπάτησεν. Τότε κατηράσθη ο Θεός τον όφιν, και του είπεν· «Επειδή ενήργησας τοιαύτην κακίαν, να είσαι πλέον κατηραμένος από όλα τα θηρία της γης. Έως τώρα περιεπάτεις ορθός εις τους πόδας, όμως από τώρα να περιπατής δια του στήθους και της κοιλίας και γην να τρώγης καθ’ όλας τας ημέρας της ζωής σου. Και έχθραν θα βάλω ανά μέσον σου, και αναμέσον της γυναικός, και ανά μέσον του σπέρματός σας» (Γεν. γ: 14 – 15). Και προς την γυναίκα είπεν· «Επειδή ήκουσας τον λόγον του όφεως, και παρήκουσας την ιδικήν μου εντολήν, να πλεονάσουν αι λύπαι σου, και οι αναστεναγμοί σου· με λύπας να γεννάς τα τέκνα σου και δούλη να είσαι του ανδρός, και αυτός αυθέντης σου». Τότε κατηράσθη και τον Αδάμ, και του είπεν· «Επειδή έκρινας καλλίτερον τον λόγον της γυναικός από τον ιδικόν μου, να είναι κατηραμένη η γη εις τα έργα σου, με λύπας να την εργάζεσαι όλας τας ημέρας της ζωής σου, και να μη αποδίδη· ακάνθας και τριβόλους να βλαστάνη, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου να φάγης τον άρτον σου, έως να επιστρέψης πάλιν εις την γην, από την οποίαν επλάσθης· διότι γη είσαι, και πάλιν εις την γην να υπάγης». Τότε εδίωξε παρευθύς ο Θεός τον Αδάμ από τον Παράδεισον ομού μετά της γυναικός· και διέταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν να φυλάττουν την θύραν του Παραδείσου. Λέγουσιν δε τινές ότι εξ ώρας μόνον έκαμεν ο Αδάμ εις τον Παράδεισον· άλλοι δε πάλιν είπον, ότι επτά έτη, επειδή είναι τίμιος ο έβδομος αριθμός. Φιλόσοφος δε τις Εβραίος, ονόματι Φίλων, λέγει, ότι έκαμεν εκατόν έτη. Πλην οι Άγιοι Πατέρες δεν ησχολήθηκαν περί τούτου να εύρουν την ακρίβειαν, διότι δεν αποτελεί τούτο κανέν δόγμα· τόσον δε μόνον είπον, ότι έκτη ώρα εξεβλήθη ο Αδάμ από του Παραδείσου, επειδή κατά την έκτην ώραν ήπλωσε και ο Χριστός τας χείρας Του εις τον Σταυρόν, δια να διορθώση την παρακοήν του Αδάμ. Ούτω έγινεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, η παράβασις του Αδάμ, τα δε πλέον τούτων περιττολογήματα είναι λόγια αιρετικών, ήτοι ότι έπεσεν ο Αδάμ μετά της Εύας εις τον Παράδεισον, και δια τούτο εδιώχθη· ότι και ο διάβολος εξέπεσε, διότι δεν ήθελε να προσκυνήση τον Αδάμ· και άλλα πολλά φλυαρήματα, άπερ λέγουν αι γυναίκες και οι αγράμματοι άνθρωποι. Όλα αυτά είναι του πονηρού διαβόλου διανοήματα και λόγια· διότι καθώς επλάνησεν εκείνους και έφαγον, ούτω πλανά και αυτούς δια να τους κολάζη με τας βλασφημίας των. Αφού λοιπόν εξεβλήθη ο Αδάμ από τον Παράδεισον, εκάθητο απέναντι αυτού και έδερε τον εαυτόν του, έσκαπτε μετά δακρύων την γην, εδούλευε με αναστεναγμούς, βρεγμένος από τον ιδρώτα, κατακεκαυμένος από τον καύσωνα του ηλίου, κρυώνων από την ψύχραν της νυκτός, και απλώς ειπείν δεν έπαυσε κλαίων, ενθυμούμενος από ποία αγαθά εξέπεσεν. Ανεστέναζεν εξ όλης ψυχής, έχυνεν ως ποταμόν τα δάκρυα, έκρουε το στήθος του, ετάρασσε την κεφαλήν του, έτρεμεν όλος, οι οφθαλμοί του εγίνοντο βρύσεις. Ενατενίζων δε προς τον Παράδεισον, έκλαιε μεγαλοφώνως, και έλεγεν· «Ω πόσα καλά εστερήθην, γλυκύτατε Παράδεισε! Πόσην χαράν είχεν η ψυχή μου, όταν έβλεπα το κάλλος σου! Πόσην αγαλλίασιν είχα και απελάμβανα, όταν εκαθήμην εντός σου! Πως έχαιρον από τας ευωδίας των ανθέων σου! Πως ευφραινόμην από την ευωδίαν σου! Πως είχον τράπεζαν έτοιμον και ακοπίαστον! Πως εγλύκαινε την ψυχήν μου η μελωδία των Αγγέλων! Πως έλαμπεν έμπροσθέν μου το φως το υπέρλαμπρον! Όλα τα ποιήματα του Θεού ως βασιλέα με ετιμούσαν, όλα τα θηρία με εφοβούντο, όλα τα πετεινά ώριζα, όλα τα κτίσματα ως αυθέντην με είχον. Τώρα όμως εστερήθην όλα ως παραβάτης, εδιώχθην από την απόλαυσίν σου ως παρήκοος, εξωρίσθην από την ευωδίαν σου ως παράνομος. Το λοιπόν τι να κλαύσω πρώτον; Την στέρησιν του κάλλους σου; Την χαράν την ακατάπαυστον; Την αμέριμνον ζωήν; Την πολλήν τιμήν; Τον μακρυσμόν των Αγγέλων; Την στέρησιν των Αρχαγγέλων; Δια ποία να θρηνήσω πρώτον ο ταλαίπωρος; Δια την καλλονήν των δένδρων σου ή δια την γλυκύτητα των καρπών σου; Δια την λαμπρότητα την πολλήν ή δια την βασιλείαν, όπου είχα; Δια την γύμνωσίν μου να κλαύσω, ή δια την εντροπήν όπου απέκτησα; Δια την ανυποταξίαν των θηρίων να λυπηθώ, ή δια τον ονειδισμόν των Αγγέλων; Τι θρήνον να κάμω; Ποίον κλαυθμόν να κλαύσω; Με τι τρόπον να θρηνήσω την συμφοράν μου; Πως να υπομείνω τα κακά, όπου μου συνέβησαν; Εδώ φόβοι, κόποι, ιδρώτες, αναστεναγμοί, θλίψεις λύπαι, δάκρυα, άκανθαι, τρίβολοι, και κεκοπιασμένον φαγητόν, ταλαιπωρημένον ποτόν, κακοπαθημένη ανάπαυσις. Εκεί δε εις τα καταχθόνια τι θέλει με ακολουθήσει; Δεν δύναμαι να υπομείνω την αισχύνην· δεν δύναμαι να υπομείνω καθήμενος απέναντί σου και να σε βλέπω, διότι έγινα ξένος της κατοικίας σου, ξένος της απολαύσεώς σου. Μόνος μου έκαμα τον εαυτόν μου ξένον της ευφροσύνης σου· μόνος μου έπταισα. Πλέον δεν θέλω ίδει την θεωρίαν σου, πλέον δεν θέλω απολαύσει την χαράν σου, πλέον δεν θέλω απολαύσει τους ωραιοτάτους σου καρπούς. Αυτά όλα τα καλά σου έχασα· όλα ως όνειρον ούτω διέβησαν, ως σκιά, ούτω παρήλθον από τους οφθαλμούς μου τα αγαθά σου. Εάν δύνασαι, κλίνε τους κλώνους των δένδρων σου, και παρακάλεσε τον Πλάστην μου και Ποιητήν σου με την φωνήν των φύλλων σου. Δεήσου εις τον Δημιουργόν μας να μας εμβάση πάλιν εις σε, εάν δε είναι αδύνατον πλέον να σε απολαύσω, τουλάχιστον ας ελαφρυνθώ από τας θλίψεις μου». Τοιαύτα έλεγε μετά δακρύων ο Αδάμ προς τον Παράδεισον και ειργάζετο την γην να κάμη τροφήν, δια να φάγη. Έπειτα εστράφη και προς την Εύαν και μετ’ αγανακτήσεως έλεγε προς αυτήν τοιαύτα· «Διατί μου υστέρησας, ω γύναι, την αθανασίαν και τα τόσα αγαθά; Διατί εμέ τον υψηλόν έκαμες ταπεινόν; Διατί τον αυθέντην έκαμες δούλον; Διατί τον βασιλέα έκαμες αιχμάλωτον; Διατί με κατέστησες εις την τοιαύτην γύμνωσιν; Πως με παρεπλάνησας, και με κατήγαγες εις την κατηραμένην γην; Πως εμέ, τον του Παραδείσου φύλακα, έδειξες ξένον; Πως από τόσην πλουσιότητα με έφερες εις εσχάτην πτωχείαν; Τώρα πόθεν να εύρω τροφήν να σε θρέψω; Πότε να σπείρω, πότε να θερίσω, πότε να τελειώσω το φαγητόν, πότε να καθίσω να φάγω αμέριμνος; Πότε να κάμω ένδυμα να σκεπάσω την γύμνωσίν μου; Πότε να κάμω υποδήματα, να μη βλάπτωμαι από τας ακάνθας; Πότε να κάμω μανδήλιον, να σπογγίζω τον ιδρώτα του προσώπου μου, τον οποίον μοι επροξένησες από την αγνωσίαν σου; Συ κάθησαι άεργος, και δεν γνωρίζεις την συμφωράν, αλλ’ όταν θέλης γεννήσει, τότε θα εννοήσης την κατάραν του Θεού. Όταν έλθη η ώρα που θα γεννήσης, τότε θα γνωρίσης τι κακόν έπραξας εις τον εαυτόν σου. Όταν σου έλθουν οι αναστεναγμοί και οι πόνοι, τότε θα συλλογισθής πως παρήκουσες την εντολήν του Θεού, και υπήκουσας την συμβουλήν του όφεως». Τοιαύτα και πολλά άλλα έλεγεν ο Αδάμ προς την Εύαν, αλλά και δεν έπαυε κλαίων. Απ’ αυτήν την παρακοήν κατεδικάσθη τοιουτοτρόπως ο Αδάμ και μετέδωσε και προς ημάς την κατάραν, εις την οποίαν τώρα όλοι επίσης μετέχομεν, βασιλείς και δούλοι, πτωχοί και άρχοντες. Επειδή λοιπόν ο Πρωτόπλαστος Αδάμ έπαθε τοιαύτα δια να μη νηστεύση προσκαίρως, δια τούτο ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας νηστεύσωμεν προθύμως, ίνα μη πάθωμεν τα όμοια. Και πως να νηστεύσωμεν; Όχι έχοντες έχθραν και μνησικακίαν προς τινα, αλλά αγάπην και ειρήνην προς τους πλησίον μας. Διότι εάν μεν έχωμεν έχθραν μετά τινος και νηστεύομεν, ο Θεός δεν δέχεται την νηστείαν μας. Εάν όμως συγχωρήσωμεν το πταίσιμον του ομοπίστου μας Χριστιανού, τότε, εάν νηστεύωμεν, έχομεν και μισθόν. Τότε και ο Θεός συγχωρεί και τα ιδικά μας πταίσματα, ως ορίζει σήμερον εις το άγιον Ευαγγέλιον αυτός ο ίδιος ο Χριστός, λέγων· «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ: 14 – 15). Όντως δίκαιος είναι ο Θεός και δικαία είναι η κρίσις του. Δια τούτο έλεγε και ο Προφήτης Δαβίδ: «Δίκαιος ει, Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου» (Ψαλμ. ριη: 137). Όπως συμπεριφέρεσαι συ προς τον ομόδουλόν σου Χριστιανόν, ούτω θέλει πράξει και ο Θεός προς σε. Εάν μεν αφήσης συ το πταίσιμον ανθρώπου τινός, τότε θέλει αφήσει και ο Θεός το ιδικόν σου. Εάν δε δεν αφήσης συ το πταίσιμον του άλλου ούτε και ο Θεός συγχωρεί το ιδικόν σου. Που είναι οι λέγοντες, ότι θα εκδικηθούν τον εχθρόν των; Που είναι οι ζητούντες συγχώρησιν από τον Θεόν, ενώ αυτοί δεν συγχωρούν άλλον άνθρωπον; Δεν είναι αυτός, τον οποίον είπομεν ανωτέρω, λόγος του ιδίου του Χριστού; Δεν είναι αυτή η απόφασις του Κυρίου ημών και Θεού; Εάν συ, άνθρωπε, όστις είσαι δούλος και αιχμάλωτος του Θεού, δεν συγχωρής τον ομόδουλόν σου Χριστιανόν, πως συ ζητείς από τον βασιλέα και Θεόν συγχώρησιν; Δια τούτο λέγει και ο σοφός Σειράχ· «Άφες αδίκημα τω πλησίον σου και τότε δεηθέντος σου, αι αμαρτίαι σου λυθήσονται» (Σειρ. κη: 2). Και πάλιν ο Κύριος ορίζει· «Άφετε, και αφεθήσεται». Που είναι εκείνοι οίτινες λέγουν, δεν δυνάμεθα να σωθώμεν, διότι αι εντολαί του Χριστού είναι βαρείαι; Θέλεις ευκολωτέραν εντολήν να σωθής; Ούτε να σκάπτης σε επιτάσσει, ούτε να πλέης θάλασσαν, ούτε οδόν να περιπατής, ούτε άλλην βαρείαν τινά παραγγελίαν σε προστάσσει να κάμης, αλλά να συγχωρήσης το σφάλμα του εχθρού σου. Ειπέ μου, τι κόπος είναι αυτό; Τι μόχθος; Τι στενοχωρία; Ιδού έπταισεν εις άνθρωπος, ή θεληματικώς, ή χωρίς το θέλημά του, σε εζημίωσε, σε κατεξώδευσε, έκαμε τους κυρίους σου και σε έδειραν, ή ας είπω και το μεγαλύτερον, εφόνευσε τον υιόν σου, ή τον αδελφόν σου· τώρα όμως αναγνωρίζει το σφάλμα του, προσπίπτει, μετανοεί, ζητεί συγχώρησιν. Δεν δύναται να εξαγοράση την ζημίαν που σου έκαμε, μόνον με το στόμα σού λέγει, ότι έπταισε· το λοιπόν δεν θα τον συγχωρήσης; Δεν θα τον συμπαθήσης, δεν αφήνεις το σφάλμα του; Εάν ο Χριστός, όστις ήτο Θεός, και όμως εσυγχώρει τους σταυρωτάς του επάνω εις τον Σταυρόν ευρισκόμενος, συ άνθρωπος αμαρτωλός υπάρχων, δεν συγχωρείς το σφάλμα του εχθρού σου; Αλλά πως θα υπάγης εις την Εκκλησίαν να δεηθής του Θεού δια τας αμαρτίας σου; Πως θα τον παρακαλέσης να συγχωρήση τα κρίματα και τα σφάλματά σου, εάν συ δεν αφήσης του άλλου το παραμικρόν σφάλμα; Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας ακούσωμεν τους λόγους του Χριστού και ας συγχωρήσωμεν τα σφάλματα των άλλων. Αρκεί ο χρόνος και ο καιρός, όπου είχομεν το πείσμα και την έχθραν· αρκεί η κακία η πολλή. Ας ίδωμεν και ας συλλογισθώμεν, ότι εάν κακοποιήσωμεν τον εχθρόν μας, τι κέρδος λαμβάνομεν; Όταν κάμνωμεν κακόν εις τον ομόπιστόν μας Χριστιανόν, τι καλόν αποκτώμεν; Ιδού ήλθεν ο καιρός να συγχωρήσωμεν ο εις τον άλλον, έφθασεν η ώρα να συγχωρηθώμεν. Δια τούτο ουδείς ας μη μείνη εχθρευόμενος και εχθρεύων. Ουδείς ας μη φανή εναντίος της παραγγελίας του Χριστού. Ει τις είναι Χριστιανός, ας μιμηθή τον Χριστόν, ας κάμη την εντολήν του, ας συγχωρήση το σφάλμα των άλλων ανθρώπων, δια να συγχωρήση και ο Χριστός το ιδικόν του, ως ορίζει τούτο σήμερον. Ιδού και η ημέρα της αγίας Τεσσαρακοστής έφθασε· δια τούτο ας ίδωμεν, πως θα νηστεύσωμεν, ας εννοήσωμεν, πως θα αγωνισθώμεν, διότι, εάν νηστεύσωμεν αναξίως, μισθόν δεν έχομεν. Εάν μη αθλήσωμεν νομίμως, δεν στεφανούμεθα, ως ορίζει και ο Απόστολος Παύλος (Β΄ Τιμ. β: 5). Εάν θέλωμεν, αδελφοί, να δεχθή ο Θεός την νηστείαν μας, ας ακούσωμεν, πως εν συνεχεία των ανωτέρω παραγγέλλει ο Χριστός να νηστεύσωμεν· «Όταν δε νηστεύητε, λέγει, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί· αφανίζουσι γαρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες· αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών· συ δε νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο Πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (Ματθ. στ: 16 – 18). Λέγει δε τούτο, διότι οι Φαρισαίοι, όταν ενήστευον, είχον συνήθειαν να φαίνωνται εις τους ανθρώπους με ηλλοιωμένα πρόσωπα δια να τους τιμούν· δια τούτο και ο Κύριος τούς ονομάζει υποκριτάς, επειδή μόνον προς το θεαθήναι έκαμναν την νηστείαν των, και τας άλλας αρετάς των. Δια τούτο, λοιπόν, ορίζει ο Χριστός ότι, όταν σεις νηστεύετε, να μη γίνεσθε ως αυτοί, όπου μεταβάλλουν την όψιν των τεχνηέντως δια να φανούν εις τους ανθρώπους ότι νηστεύουν. Ναι, αληθώς σας λέγω, ότι οι τοιούτοι άνθρωποι έχουν λάβει τον μισθόν των· ήτοι ο Θεός εις αυτούς τίποτε δεν οφείλει, επειδή τους τιμούν οι άνθρωποι. Συ δε όταν νηστεύης, άλειψον την κεφαλήν σου με έλαιον, και νίψον το πρόσωπόν σου, δια να μη φανής εις τους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά μόνον εις τον Θεόν, όστις γνωρίζει τα κρυπτά· και τότε ο Πατήρ σου ο Θεός, όστις βλέπει τα κρυπτά, θέλει σου αποδώσει τον μισθόν της νηστείας σου εις το φανερόν. Ή δηλαδή, θα σε τιμήσουν εδώ οι άνθρωποι, ή θα σε δοξάση ο Θεός εις την Μέλλουσαν Κρίσιν έμπροσθεν των Αγγέλων και των ανθρώπων. Ορίζει δε πάλιν εν συνεχεία ο Κύριος· «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης, όπου σης και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι· θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης, ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν, ουδέ κλέπτουσιν· όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία ημών» (Ματθ. στ: 19 - 21). Δια των λόγων τούτων δεικνύει εισέτι προς ημάς ο Κύριος, ότι εις τον καιρόν της νηστείας μας πρέπει να κάμωμεν και ελεημοσύνην. Διότι και ανωτέρω, όπου ορίζει, να αλείψη ο νηστευτής την κεφαλήν του, αυτό εννοεί· και εδώ πάλιν ομοίως, εις τούτο μας καθοδηγεί λέγων· «Επειδή, αγαπάς, ω άνθρωπε, να νηστεύσης, ας μη γίνεται η νηστεία σου από φιλαργυρίαν, ήτοι διότι λυπείσαι να εξοδεύσης τα χρήματά σου και δια τούτο νηστεύεις· αλλά νήστευε μεν κατά Θεόν, τα δε χρήματά σου δίδε εις τους πτωχούς, δια να τα εύρης εις την Βασιλείαν των ουρανών. Ό,τι ήθελες εξοδεύσει δια φαγητά πολλά, δος αυτά εις τους πτωχούς και συ νήστευε, δια να γίνη ευπρόσδεκτος η νηστεία σου από τον Θεόν». Δια τούτο και ημείς, αγαπητοί, επειδή τοιαύτην παραγγελίαν έχομεν από τον Χριστόν, ας σπουδάσωμεν άλλος μεν πολύ, άλλος δε ολίγον, αναλόγως προς την δύναμίν του έκαστος, να βοηθήσωμεν τους πτωχούς εις τον καιρόν της αγίας Τεσσαρακοστής. Διότι τίποτε άλλο δεν αξιοποιεί την νηστείαν και τας άλλας αρετάς, ως η ελεημοσύνη. Μέγα όντως καλόν και ωφέλιμον εις την ψυχήν εκάστου Χριστιανού είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, η ελεημοσύνη. Τόσην δε δύναμιν έχει, ώστε και από θάνατον ελευθερώνει ψυχήν ανθρώπου, καθώς ορίζει τούτο ο σοφός Σολομών, λέγων· «Η ελεημοσύνη ρύεται ψυχήν εκ θανάτου». Τα αυτά δε είπε και ο Άγγελος Ραφαήλ προς τον Τωβίτ. Ηκούσατε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσα δύναται η ελεημοσύνη; Τι μέγα όφελος είναι εις την ψυχήν του ανθρώπου; Πως και από τον αισθητόν θάνατον ελευθερώνει την ψυχήν και από την αιώνιον κόλασιν; Δια τούτο και ημείς ας μη αμελήσωμεν, όσον επιτρέπουν αι δυνάμεις μας, να κυβερνήσωμεν τους πτωχούς, να θρέψωμεν τους πεινασμένους, να ποτίσωμεν τους διψασμένους, να ενδύσωμεν τους γυμνούς, να φιλοξενήσωμεν τους πένητας, διότι οιονδήποτε καλόν ποιήσωμεν εις αυτούς, εις τον Χριστόν ποιούμεν τούτο. Εάν άλλοτε δεν επροφθάσαμεν ορφανόν, δεν εβοηθήσαμεν πτωχόν ή ασθενή, τώρα τουλάχιστον ας κατορθώσωμεν ολίγην ελεημοσύνην, δια να έχωμεν αυτήν συμβοηθόν εις την νηστείαν μας, δια να μας ενδυναμώση εις την αδυναμίαν του σώματος, δια να φέρη και προς ημάς το έλεος του Θεού. Την ελεημοσύνην, αδελφοί, ας εκτελέσωμεν, διότι και ο Θεός τους ελεήμονας αγαπά, τους φιλοξένους δέχεται, τους φιλοπτώχους ελεεί. Όσα φαγητά μας περισσεύουν σήμερον, ας τα δώσωμεν εις πτωχούς, ας τα χαρίσωμεν εις τον Χριστόν· ας μη τα ρίψωμεν αύριον εις τους κύνας. Ας μη μείνουν πεινασμένοι οι πένητες, ενώ ημείς πολυτρώγομεν μέχρις εμετού. Ας μη μείνουν διψασμένοι οι πένητες και ημείς πολυπίωμεν με παίγνια και όργανα και άλλα δαιμονικά τεχνάσματα. Μη σκορπίζωμεν τα χρήματά μας εις τους παιγνιώντας, τους δε ομοπίστους μας Χριστιανούς αφήνομεν να είναι γυμνοί. Μη δίδωμεν δέκα και είκοσι αργύρια εις τον Αιγύπτιον, ελεημοσύνην δε δεν θέλομεν να δώσωμεν· διότι θέλει έλθει ώρα φοβερά, κατά την οποίαν θέλομεν λησμονήσει όλα αυτά, μακάριος δε τότε θα είναι μόνον εκείνος όστις εκυβέρνησε πτωχόν, όστις επρόφθασεν ορφανόν, όστις ηλέησε ξένον, όστις εχόρτασε πεινασμένον, όστις έκαμεν οιανδήποτε άλλην αγαθοεργόν πράξιν εις τους πένητας, ή εσύστησε σχολεία ή άλλα τοιαύτα αγαθοεργά ιδρύματα, διότι ο τοιούτος θέλει αξιωθή της Βασιλείας των ουρανών. Ης τύχοιμεν και ημείς πάντες εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών. Ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: