Ο ΑΘΡΗΣΚΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ -- του ιατρού κ Κυπριανού Χριστοδουλίδη

Θα πρέπει να έχουν περάσει περισσότερο από είκοσι χρόνια όταν για πρώτη φορά διάβαζα ότι «ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία». Είχα και τότε, όπως και τώρα μείνει κατάπληκτος: Τότε, διότι όντας άσχετος περί τα θρησκευτικά, εύρισκα ιδιαίτερα ευφυές αυτό το επιχείρημα, τώρα δε, διότι με τις πενιχρές γνώσεις που εν τω μεταξύ φρόντισα να αποκτήσω – για να μην δέχομαι άκριτα ό,τι ο κάθε «σοφός» μου έλεγε – είδα να επανέρχεται και πάλι στην επικαιρότητα η ίδια πρωτοφανής υπόθεση. Και μάλιστα από δύο εντελώς έγκυρους και οπωσδήποτε ορθόδοξους θεολόγους οι οποίοι, σημειωτέον, είναι κληρικοί αλλά και καθηγητές Πανεπιστημίου! Από σεβασμό προς το σχήμα τους δεν θα αναφέρω τα ονόματά τους και το ίδιο, για άλλους όμως λόγους θα πράξω και για τον πρώτο πληροφοριοδότη, που σε μένα τουλάχιστον, έδωσε την είδηση του: «Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία».
------------------------------

Ο/Η Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...
Εἶχα κι' ἐγώ παρακολουθήσει ὡς ἕνα βαθμόν τήν ἐν λόγῳ θεολογικήν διαμάχην, ἡ ὁποία, ἄν ἐνθυμοῦμαι καλῶς, ἔλαβε χώραν πρό 15-20 ἐτῶν περίπου. Ἐξ ὅσον ἐνθυμοῦμαι, ἀπό τήν μίαν πλευράν, πνευματικά ἀναστήματα ὅπως αὐτό τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Ἰωάννου Κορναράκη, ἰσχυρίσθησαν ὅτι «ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλ' ἀποκάλυψις», ἄποψις ἡ ὁποία ἑστίαζε στήν ἐξ ἀποκαλύψεως περί Θεοῦ Ἀλήθειαν, ἐν ἀντιθέσει μέ τά ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, στά ὁποῖα τρέχει ἀμέσως ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν λέξιν «θρησκεία». Ἀπό τήν ἄλλην πλευράν, ἦτο τό ἐπίσης ἀξιόλογον πνευματικόν ἀνάστημα τοῦ ἀειμνήστου Θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι ὁ ὅρος «θρησκεία» διά τόν Χριστιανισμόν ἀπαντᾶται στά ἱερά κείμενα καί ἄρα θά ἦτο καινοτομία ν' ἀποβληθῇ. Κατά τήν ἰδικήν μου, θεολογικῶς πτωχήν, γνώμην, ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπό τῶν ἰδίων τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολυτέλεια νά «διΰλίζουμε τόν κώνωπα καί νά καταπίνουμε τήν κάμηλον», ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μέ τόν Οἰκουμενισμόν. Τό ἐν λόγῳ θέμα εἶναι, κατά τήν γνώμην μου, ἀνούσιον. Τό ὀρθόν θά ἦτο νά διδάσκεται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ὀρθή Πίστις, ἐνῷ ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι ψεύτικες, ὅπως ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
-------------------------
Κυπριανός Χριστοδουλίδης είπε...
Σχετικά μέ τήν συζήτηση άν ο Χριστιανισμός (σ.Σ. Χριστιανοσύνη) είναι ή όχι Θρησκεία, ο αδελφός Δημήτριος Χατζηνικολάου γράφει :

«Κατά τήν ἰδικήν μου, θεολογικῶς πτωχήν, γνώμην, ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπό τῶν ἰδίων τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολυτέλεια νά «διΰλίζουμε τόν κώνωπα καί νά καταπίνουμε τήν κάμηλον», ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μέ τόν Οἰκουμενισμόν.»

Καί γράφω τά εξής : Άν είναι πολυτέλεια η ενασχόληση μέ τό θέμα «θρησκεία ή όχι ο Χριστιανισμός ;», γιάτί νά μήν είναι τό ίδιο «κοινωνία ή όχι μέ τόν Οικουμενισμό» ; Αμφότερα τά θέματα ερείδονται επιπέδου θεολογικού (θεωρητικού) μέ σαφώς αναμενόμενα καί προκύπτοντα πρακτικά αποτελέσματα. Δέν διυλίζουν τόν κώνωπα καί καταπίνουν τήν κάμηλο, όσοι διαβλέπουν τήν σοβαρότητα τού εν λόγω ζητήματος. Διότι είναι άκρως θεολογικό - όχι φιλοσοφικό - μέ συνέπειες εμφανείς (ενίοτε ολέθριες) στόν πρακτικό βίο τού καθενός από εμάς. Τούτο δέ λέγω, καθώς ο άνθρωπος είναι διφυής : ψυχή καί σώμα. Καί η μέν ψυχή αφορά στό θεώρημα ( : τά θεωρητικά) τής ζωής, τό δέ σώμα η πράξη αυτής.

Ούτως, λοιπόν, έχει καί η αποσαφήνιση τού τί είναι ο Χριστιανισμός (σ. Σ. Χριστιανοσύνη) ; Είναι ή όχι Θρησκεία ; Τό πώς διαπραγματεύθηκαν άλλοι αυτό τό ζήτημα δέν τό κρίνω. Η απάντηση, κατ΄ εμέ, είναι συνεπής πρός αυτά που έγραψα : Θεωρητικά είναι Θρησκεία, πρακτικά είναι Εκκλησία, χωρίς αυτά νά διχάζονται, νά απομωνόνονται, νά ξεχωρίζουν. Η πίστη είναι αυτό που τά συνδέει. Καί τελειώνοντας, συμπληρώνω πως καί οι δικές μου θεολογικές γνώσεις είναι φτωχές. Δέν κάνω Θεολογία. Καταθέτω καί εκθέτω απλά τήν γνώμη μου. Τίποτα άλλο.

Βασικοί λόγοι με κάνουν να υποπτεύομαι ότι εφευρέτης αυτής της πρωτοφανούς υποθέσεως δεν πρέπει να είναι αυτός ο, άλλοτε και τώρα, εγκάθετος των μέσεων ενημερώσεως. Διότι λησμόνησα να πω ότι τα περί άθρησκου χριστιανισμού είχα διαβάσει σε επιφυλλίδα εφημερίδας που την υπέγραφε ο από εμέ σκόπιμα μη κατονομαζόμενος εκθεμελιωτής του ορθόδοξου φρονήματος λαϊκών και ιερωμένων. Αξίζει δε για την ιστορία να πω και τούτο: Ότι ο εν λόγω γραφεύς εφημερίδων, μολονότι αρθρογραφούσε σε περίοδο όπου η λογοκρισία τα πάντα ξεσκόνιζε, αυτός είχε την μοναδική πολυτέλεια να βλέπει δημοσιευμένα ολόκληρα τα γραπτά του – υποτίθεται, διότι προέβαλε θέσεις ορθόδοξες. Τέλος πάντων. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι οι δύο κληρικοί θεολόγοι γνωρίζουν τον ατυχή εφευρέτη της υποθέσεως που θέλει να εξαιρέσει τον χριστιανισμό από τις γνωστές και από αιώνων υπάρχουσες θρησκείες. Ούτε πάλι είμαι σε θέση να μαντεύσω πότε η λέξη «θρησκεία» άρχισε να μπαίνει στην ιστορία και να αποκτά την σημασία, που όλοι σήμερα της αποδίδουμε. Δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία έχει τούτο: «Ότι η πρόταση περί άθρησκου χριστιανισμού (σημ. Αυτό σημαίνει το: «Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία») δεν μπορεί να έχει Ορθόδοξη προέλευση. Γι’ αυτό είναι όλως διόλου απαράδεκτο υψηλόβαθμοι κληρικοί, και μάλιστα καθηγητές Πανεπιστημίου, να επικαλούνται αυτό το επιχείρημα χωρίς να υποψιάζονται σε τι κινδύνους, αδιέξοδα και αυτοσχεδιασμούς, είναι υποχρεωμένοι να προσφύγουν, για να στηρίξουν, ένα πλέον, ανεστραμμένο τρίγωνο, από το οποίο λείπει η θρησκευτική βάση.                                                                                                                    
Κάθε θρησκεία έχει ένα όνομα και κάθε όνομα έχει μία συγκεκριμένη παρουσία. Αυτά τα πράγματα, αυτές οι έννοιες, είναι αλληλένδετες και τίποτα δεν προσφέρουμε αν για λόγους ποιμαντικούς, επανευαγγελισμού ή άλλους, καταργήσουμε τον παράγοντα που λέγεται: Θρησκεία. Το δε χειρότερο, η ζημιά που κάνουμε είναι ανεπανόρθωτη. Διότι, ναι μεν, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι ο Χριστιανισμός είναι εκκλησία ή το αντίστροφο. Αλλά ούτε η «χριστιανικότητα», ούτε η «εκκλησιαστικότητα» είναι έμφυτη του ανθρώπου. Ποιος όμως έχει το σθένος αυτό να το ισχυρισθεί; Και ποιος τολμά να πει ότι ένας χριστιανισμός, που δεν είναι θρησκεία, δεν είναι ούτε και εκκλησία; Επ’ αυτού διαφωνούν οι κ.κ. καθηγητές;

Μέρος ΙΙ
Στο προηγούμενο σημείωμα έγραφα για τον «χριστιανισμό, που δεν είναι θρησκεία». Ισχυρισμό τον οποίον φαίνεται ότι αποδέχονται δύο καθ’ όλα έγκυροι και κατά τεκμήριο ορθόδοξοι κληρικοί – καθηγητές Πανεπιστημίου. Έλεγα ότι ακόμη και στην περίπτωση που δεχόμαστε ότι ο Χριστιανισμός είναι Εκκλησία ή το αντίστροφο και πάλι αυτό δεν ευσταθή διότι ούτε η «χριστιανικότητα» ούτε η «εκκλησιαστικότητα» δεν είναι έμφυτα στον άνθρωπο. Αυτά τα δύο είναι ιδιώματα, όπως θα λέγαμε, επίκτητα σε αντίθεση με την θρησκευτικότητα: Δηλαδή, η προς τον Θεόν έφεση της ψυχής, πάνω στην οποία οικοδομούνται – καλώς ή κακώς, ανεξάρτητα – το χριστιανικό και το εκκλησιαστικό φρόνημα. Επί πλέον, αν τον Χριστιανισμό (όνομα) και την Εκκλησία (παρουσία ονόματος) τα αποσυνδέσουμε από την θρησκεία, για να αναδείξουμε προφανώς κάτι το «ξεχωριστό» ανάμεσα στις πολλές εκδοχές ή εκφράσεις του Χριστιανισμού και των λοιπών δοξασιών, τότε, νομίζω, παραβλέπουμε το γεγονός ότι και ο Χριστός, ένας άνθρωπος ήταν και αυτός μέσα σε άπειρο αριθμό ανθρώπων. Αυτό δε, το ότι αρνούμαστε να δεχθούμε ως θρησκεία τον Χριστιανισμό, κατ’ ανάγκη μας οδηγεί να αφήνουμε εντελώς ελεύθερο το πεδίο ώστε έκαστος να εικάζη περί θρησκείας ό,τι θέλει ή ό,τι τον βολεύει περισσότερο. Το ίδιο, φυσικά, μπορεί να εικάζη και για τον Χριστό, όπως έκαναν οι αιρετικοί Δοκήτες, που έλεγαν ότι ο Χριστός δεν ήταν άνθρωπος αλλά… φάντασμα (άνθρωπος κατά δόκησιν).                                                                    
Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι, όταν ο Χριστιανισμός παύει να είναι θρησκεία, τότε γίνεται Δοκησισοφία και η Εκκλησία, αντί να βγάζει αγίους, γίνεται άντρο εκπορεύσεως αθέων, αθρήσκων και πάντως αιρετικών «διδασκάλων». Οι οποίοι, βεβαίως, δεν αρνούνται ότι στο Πρόσωπο του σαρκωθέντος Λόγου, ενώθηκαν η θεία με την ανθρώπινη φύση. Θεωρούν όμως ανύπαρκτο και ανυπόστατο το, θείας προελεύσεως, θα έλεγα, πρόσωπο της θρησκείας, επειδή φρονούν ότι όλα τα σχέσιν έχοντα με «θρησκευτικά» και «θρησκεία» είναι ανθρώπινες επινοήσεις. Και αυτό, διότι, όπως προανέφερα, θέλουν να αναδείξουν μία ξεχωριστή θρησκεία, μία μοναδική Εκκλησία και έναν αλώβητο από αιρετικές στρεβλώσεις χριστιανισμό, που αντικαθιστά το κενό της θρησκείας με το ευφυολόγημα του «τρόπου» και της «στάσης» ζωής. Λέγουν: «Ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά τρόπος ζωής». Τίποτα όμως δεν προσφέρουν αυτά τα βερμπαλιστικά ρητορεύματα. Υπάρχουν τόσοι «τρόποι» ζωής και τόσες «στάσεις» όσοι και άνθρωποι, που αναντίρρητα «πιστεύουν»… με τον δικό τους τρόπο.                                                                                                       
Υπάρχει, λοιπόν, άλλη πρόταση για το ζητούμενο; Μπορούμε ως θρησκεία Ορθόδοξη και Εκκλησία χριστιανική να διαφοροποιηθούμε; Φυσικά και υπάρχει, αρκεί να το θέλουμε πραγματικά. Χωρίς υπεκφυγές θα έπρεπε, νομίζω, οι αξιότιμοι καθηγητές να μας πουν ότι οι σημερινές αντιλήψεις μας περί θρησκείας έχουν διαμορφωθή μέσα σε ένα αιρετικό κλίμα γι’ αυτό και δεν είναι δυνατόν να είναι αυτές που πρέπει. Το πρόβλημα δεν είναι η θρησκεία, αλλά η αιρετική θρησκεία η οποία φαλκιδεύει τον χριστιανισμό και καπηλεύεται την Εκκλησία. Ούτε, βέβαια, αποτελεί πρόβλημα ότι ο χριστιανισμός είναι μια θρησκεία μέσα σε τόσες άλλες. Μέσα σε άπειρο αριθμό ανθρώπων έζησε και ο Χριστός, αυτό δε που τον διαφοροποιούσε ήταν το όνομά του και η παρουσία του. Στο θαύμα του δαιμονιζομένου των Γεργεσηνών, βλέπουμε ότι ο Κύριος «επηρώτα αυτόν. Τι όνομά σοι; Και απεκρίθη λέγων. Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμέν». Αυτό είναι, νομίζω το διαφοροποιό στοιχείο της Ορθόδοξης Θρησκείας: Ότι δεν είναι λεγεών. Όλες αυτές οι πολλές θρησκείες, οι άφθονοι χριστιανισμοί και οι πλουραλιστικές εκκλησίες, με άλλα λόγια: «Οι πολλοί εσμέν», δεν μας καλούν να δοξάζουμε τον Παντοδύναμο. Δεν γαληνεύουν την ψυχήν μας. Δεν ηρεμούν τα πάθη μας. Και οπωσδήποτε, δεν γινόμαστε όλοι ένα (…).                                            
Εκτός όμως από αυτό και επειδή οι αξιότιμοι κύριοι καθηγητές (και ποιμένες) συχνά πυκνά αναφέρονται στους Κολλυβάδες, στον Μακρυγιάννη, στον Παπαδιαμάντη και άλλους, στους οποίους ανιχνεύουμε τα αποτυπώματα της ιστορικής προέκτασης που λέγεται ρωμηοσύνη, θα ήθελα να ρωτήσω σε τι ωφελεί αυτή η αναφορά – επίκληση των Κολλυβάδων όταν ο περισσότερος κόσμος αγνοεί παντελώς σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η «καλογερίστικη» διένεξη; Οι Κολλυβάδες, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης και άλλοι, αγωνίστηκαν για να μην εισβάλλουν «κοινά δαιμόνια» στην θρησκεία μας. Για να μη γίνει η πίστη μας μία πίστη ανάμεσα στις πολλές. Για να μην καταντήσει άθρησκος ο Χριστιανισμός. Και κάτι ακόμη. Μήπως το έργο των Κολλυβάδων δεν το συνεχίζουν σήμερα οι «ολιγογράμματοι» εκείνοι που επιμένουν ευλαβικά να τιμούν τους αγίους του Παλαιού των ημερών; Ορθά – κοφτά, λέω για τους παλαιοημερολογίτες οι οποίοι μας διαφοροποιούν ριζικά και σαφέστατα από τον εσμό της Λεγεώνος. Αυτά περιμένει να ακούσει ο κόσμος από το στόμα των κυρίων καθηγητών και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου δεν ενδιαφέρεται για τον «τρόπο» και για την «στάση» ζωής που μας προτείνουν οι λογής διανοούμενοι και δυστυχώς, οι κατά τεκμήριον ορθόδοξοι ιερωμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου.

3 σχόλια:

Δημήτριος Χατζηνικολάου είπε...

Εἶχα κι' ἐγώ παρακολουθήσει ὡς ἕνα βαθμόν τήν ἐν λόγῳ θεολογικήν διαμάχην, ἡ ὁποία, ἄν ἐνθυμοῦμαι καλῶς, ἔλαβε χώραν πρό 15-20 ἐτῶν περίπου. Ἐξ ὅσον ἐνθυμοῦμαι, ἀπό τήν μίαν πλευράν, πνευματικά ἀναστήματα ὅπως αὐτό τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Ἰωάννου Κορναράκη, ἰσχυρίσθησαν ὅτι «ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλ' ἀποκάλυψις», ἄποψις ἡ ὁποία ἑστίαζε στήν ἐξ ἀποκαλύψεως περί Θεοῦ Ἀλήθειαν, ἐν ἀντιθέσει μέ τά ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, στά ὁποῖα τρέχει ἀμέσως ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπος μέ τήν λέξιν «θρησκεία». Ἀπό τήν ἄλλην πλευράν, ἦτο τό ἐπίσης ἀξιόλογον πνευματικόν ἀνάστημα τοῦ ἀειμνήστου Θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου, ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι ὁ ὅρος «θρησκεία» διά τόν Χριστιανισμόν ἀπαντᾶται στά ἱερά κείμενα καί ἄρα θά ἦτο καινοτομία ν' ἀποβληθῇ. Κατά τήν ἰδικήν μου, θεολογικῶς πτωχήν, γνώμην, ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπό τῶν ἰδίων τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολυτέλεια νά «διΰλίζουμε τόν κώνωπα καί νά καταπίνουμε τήν κάμηλον», ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μέ τόν Οἰκουμενισμόν. Τό ἐν λόγῳ θέμα εἶναι, κατά τήν γνώμην μου, ἀνούσιον. Τό ὀρθόν θά ἦτο νά διδάσκεται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ὀρθή Πίστις, ἐνῷ ὅλες οἱ ἄλλες εἶναι ψεύτικες, ὅπως ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.

Unexpected Opponent είπε...

Bιβλιο με τίτλο ο Oικουμενισμος δίχως μάσκες , των εκδόσεων Oρθόδοξoυ Tυπου . To περιεχόμενο του είναι ε ν τ υ π ω σ ι α κ ο με διαχρονική α ξ ι α .

Κυπριανός Χριστοδουλίδης είπε...

Σχετικά μέ τήν συζήτηση άν ο Χριστιανισμός (σ.Σ. Χριστιανοσύνη) είναι ή όχι Θρησκεία, ο αδελφός Δημήτριος Χατζηνικολάου γράφει :

«Κατά τήν ἰδικήν μου, θεολογικῶς πτωχήν, γνώμην, ἐν καιρῷ διωγμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ὑπό τῶν ἰδίων τῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πολυτέλεια νά «διΰλίζουμε τόν κώνωπα καί νά καταπίνουμε τήν κάμηλον», ὅπως ἔκαμαν οἱ ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦσαν μέ τόν Οἰκουμενισμόν.»

Καί γράφω τά εξής : Άν είναι πολυτέλεια η ενασχόληση μέ τό θέμα «θρησκεία ή όχι ο Χριστιανισμός ;», γιάτί νά μήν είναι τό ίδιο «κοινωνία ή όχι μέ τόν Οικουμενισμό» ; Αμφότερα τά θέματα ερείδονται επιπέδου θεολογικού (θεωρητικού) μέ σαφώς αναμενόμενα καί προκύπτοντα πρακτικά αποτελέσματα. Δέν διυλίζουν τόν κώνωπα καί καταπίνουν τήν κάμηλο, όσοι διαβλέπουν τήν σοβαρότητα τού εν λόγω ζητήματος. Διότι είναι άκρως θεολογικό - όχι φιλοσοφικό - μέ συνέπειες εμφανείς (ενίοτε ολέθριες) στόν πρακτικό βίο τού καθενός από εμάς. Τούτο δέ λέγω, καθώς ο άνθρωπος είναι διφυής : ψυχή καί σώμα. Καί η μέν ψυχή αφορά στό θεώρημα ( : τά θεωρητικά) τής ζωής, τό δέ σώμα η πράξη αυτής.

Ούτως, λοιπόν, έχει καί η αποσαφήνιση τού τί είναι ο Χριστιανισμός (σ. Σ. Χριστιανοσύνη) ; Είναι ή όχι Θρησκεία ; Τό πώς διαπραγματεύθηκαν άλλοι αυτό τό ζήτημα δέν τό κρίνω. Η απάντηση, κατ΄ εμέ, είναι συνεπής πρός αυτά που έγραψα : Θεωρητικά είναι Θρησκεία, πρακτικά είναι Εκκλησία, χωρίς αυτά νά διχάζονται, νά απομωνόνονται, νά ξεχωρίζουν. Η πίστη είναι αυτό που τά συνδέει. Καί τελειώνοντας, συμπληρώνω πως καί οι δικές μου θεολογικές γνώσεις είναι φτωχές. Δέν κάνω Θεολογία. Καταθέτω καί εκθέτω απλά τήν γνώμη μου. Τίποτα άλλο.