Αλέξανδρος και Αντωνίνη οι άγιοι Μάρτυρες ήσαν από χωρίον ονομαζόμενον
Κροδάμων ή Καρδάμου, και η μεν Αγία Αντωνίνα διήγε την ζωήν της σεμνώς και
οσίως· συλληφθείσα δε από τον ηγεμόνα Φήστον και μη πεισθείσα να αρνηθή τον
Χριστόν και να λατρεύση τους δαίμονας, εβλήθη εις πορνοστάσιον ένθα διέμεινε
τρεις ημέρας νηστική. Φως τότε ουράνιον εφάνη εις αυτήν κατά την νύκτα, και
βροντή έγινε μεγάλη· όθεν ευθύς ήνοιξαν αι θύραι του πορνοστασίου και ήλθεν εις
αυτήν φωνή από τον ουρανόν, η οποία την παρεκίνει να σηκωθή και να φάγη άρτον.
Όθεν η Αγία ζητήσασα άρτον έφαγε, και παρευθύς εβγήκεν από εκεί, και πάλιν παρεστάθη εις τον ηγεμόνα· μη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης και εδάρη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Τότε, δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου, εισήλθεν εκεί ο Αλέξανδρος, και δια το νέον της ηλικίας του (διότι ήτο έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη ότι επήγε δι’ αισχράν πράξιν. Εμβάς όμως ο μακάριος εκείνος νέος εις τον οίκον αυτόν της ανομίας, την μεν Αγίαν κρυφίως εξέβαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε έμεινεν εις το πορνοστάσιον· μετά δε ολίγην ώραν εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή ελθόντες τινές στρατιώται δια να ατιμάσωσι την Αγίαν, είδον αυτόν εκεί μένοντα. Όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Ερωτηθείς λοιπόν δια ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν ηρνήθη, αλλ’ ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν εδάρη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Αγία, και ούτως έκοψαν και των δύο τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον έχρισαν αυτούς με πίσσαν και τους έρριψαν εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτιάν, και ούτω μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως και έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Μαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.
Όθεν η Αγία ζητήσασα άρτον έφαγε, και παρευθύς εβγήκεν από εκεί, και πάλιν παρεστάθη εις τον ηγεμόνα· μη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης και εδάρη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Τότε, δι’ αποκαλύψεως θείου Αγγέλου, εισήλθεν εκεί ο Αλέξανδρος, και δια το νέον της ηλικίας του (διότι ήτο έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη ότι επήγε δι’ αισχράν πράξιν. Εμβάς όμως ο μακάριος εκείνος νέος εις τον οίκον αυτόν της ανομίας, την μεν Αγίαν κρυφίως εξέβαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε έμεινεν εις το πορνοστάσιον· μετά δε ολίγην ώραν εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή ελθόντες τινές στρατιώται δια να ατιμάσωσι την Αγίαν, είδον αυτόν εκεί μένοντα. Όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Ερωτηθείς λοιπόν δια ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν ηρνήθη, αλλ’ ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν εδάρη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Αγία, και ούτως έκοψαν και των δύο τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον έχρισαν αυτούς με πίσσαν και τους έρριψαν εις ένα λάκκον γεμάτον από φωτιάν, και ούτω μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως και έλαβον οι μακάριοι παρά Κυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Μαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου