Δημήτριος ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού κατήγετο από την Πελοπόννησον εκ
χωρίου τινός της Αρκαδίας Λιγούδιστα καλούμενον, υιός ων Χριστιανών γονέων. Ο
πατήρ αυτού ωνομάζετο Ηλίας, η δε μήτηρ του απέθανεν, ότε ο Άγιος ήτο ακόμη
βρέφος μικρόν και δεν την εγνώρισε καθόλου, είχε δε και αδελφόν μεγαλύτερον. Ο
πατήρ του, μετά τον θάνατον της πρώτης του συζύγου, έλαβε και δευτέραν
τοιαύτην, η οποία, καθό μητρυιά, όχι μόνον δεν είχε καμμίαν επιμέλειαν δια τους
προγονούς της, αλλ’ όλως αντιθέτως, εφέρετο ως μητρυιά.
Όθεν, στενοχωρημένοι οι παίδες από την πτωχείαν και περιφρονημένοι και μεμισημένοι από την μητρυιάν, ανεχώρησαν εκείθεν και ο μεν πρώτος αδελφός μετέβη εις την Τρίπολιν και έγινεν υπηρέτης εις τουρκικήν τινά οικογένειαν, ο δε Δημήτριος προσεκολλήθη εις τινας κτίστας, οι οποίοι κατά το σύνηθες εις αυτούς περιεπάτουν από τόπου εις τόπον δια να κτίζουν οικοδομάς. Όθεν μετά καιρόν ήλθον και εις την Τρίπολιν, έχοντες μαζί των και τον Δημήτριον, όστις συνανεστρέφετο εκεί με τουρκόπαιδας. Ελθών δε ποτε εις προστριβάς μετά των ανθρώπων εκείνων, ανεχώρησεν απ’ αυτούς, δια μικράν τινα αφορμήν, και εγένετο υπηρέτης εις τουρκικήν τινά οικογένειαν. Εκεί όμως παρακινούμενος ολίγον κατ’ ολίγον από τους ασεβείς, ηπατήθη από την νηπιοφροσύνην του και ηρνήθη, φεύ! την Αγίαν Πίστιν τού Χριστού δεχθείς δε την ιδικήν των θρησκείαν και περιτμηθείς έμεινε μετ’ αυτών. Μαθών τούτο ο μεγαλύτερος αδελφός του μετέβη εις συνάντησίν του και ιδών τούτον ενδεδυμένον τουρκικά ενδύματα, αντί να λυπηθή και να τον ελέγξη και όσον ήτο δυνατόν εις αυτόν να τον ονειδίση δια το κακόν το οποίον έκαμε, να αφήση δηλαδή την αληθινήν Πίστιν του Χριστού και να δεχθή την βδελυράν εκείνην θρησκείαν και με τρόπον κατάλληλον να τον νουθετήση προς επιστροφήν και μετάνοιαν, εζήλωσε και αυτός ο δυστυχής να πέση, φεύ! εις το ίδιον φοβερόν παράπτωμα της αρνήσεως. Όθεν λέγει προς τον αδελφόν του· «Θέλω και εγώ να γίνω όπως και συ». Ο αδελφός του τότε ευρέθη πρόθυμος και του είπε να γίνη· όθεν ετούρκευσε και αυτός. Ω της δυστυχίας! Φεύ της ελεεινής συμφοράς! Αλλά ποία τα μετά ταύτα; Ο δυστυχής Ηλίας ο πατήρ αυτών επληροφορήθη την συμφοράν των τέκνων του και λυπηθείς σφόδρα ανεχώρησεν, επιθυμών να τα συναντήση· αλλά πως ήτο δυνατόν; Τι έκαμε τέλος με τον μεγαλύτερον υιόν αγνοούμεν. Ούτος δε ο Δημήτριος, όστις ήτο ο μικρότερος, ακούσας ότι τον ζητεί ο πατήρ του, εκρύβη και δεν ετόλμησε να παρουσιασθή, αφ’ ενός μεν από την εντροπήν του, αφ’ ετέρου δε από τον φόβον του αγά του. Ούτως επέστρεψεν ο άθλιος πατήρ άπρακτος, χωρίς να ίδη τον υιόν του και να του είπη τίποτε, καθώς είχεν πόθον. Είπον ότι έφυγεν άπρακτος ο πατήρ, αλλά μετέπειτα απεδείχθη ότι δεν έμεινε παντελώς άκαρπος και ανωφελής ο κόπος του. Διότι, πρώτον μεν ο καλός Δημήτριος ήρχισε να συλλογίζεται καθ’ εαυτόν τα σπλάγχνα τα πατρικά, να συλλογίζεται, λέγω, ποίαν και πόσην λύπην επροξένησεν εις τον πατέρα του δια την άρνησιν της Πίστεως και δια το ότι δεν παρουσιάσθη ούτε να τον ίδη καν, ενώ εκείνος προς χάριν του υπέμεινε τόσον μακράν οδοιπορίαν. Δεύτερον δε ήρχισε να αισθάνεται το κακόν, το οποίον έπαθε, να αρνηθή τον Χριστόν. Έτι δε και άλλους θειοτέρους λογισμούς επιστροφής και μετανοίας ήρχισε να φέρη εις τον νουν του ο μακάριος, εκ των τοιούτων δε λογισμών ήρχισε να λυπήται περισσότερον και να κατακρίνη τον εαυτόν του και δια την άρνησιν και δια την ασπλαγχνίαν την οποίαν έδειξε προς τον πατέρα του, τον οποίον, αν έβλεπεν, ίσως ήθελεν εύρει τον τρόπον να φύγη μετ’ αυτού και να λυτρωθή από την ασέβειαν. Τοιούτους λοιπόν σωτηρίους λογισμούς έχων ο αοίδιμος και ευκαιρίας τυχούσης, καθώς επόθει, έφυγεν εκείθεν κρυφίως μόνος, δια να υπάγη προς τον πατέρα του· μη γνωρίζων δε τον δρόμον, κατήντησε το βράδυ εις χωρίον τι καλούμενον Στεμνίτσα και έμεινεν εκεί κατά την νύκτα εκείνην, φιλοξενηθείς από φιλόξενον τινα γυναίκα. Εις ταύτην φανερώσας ο Άγιος τον σκοπόν του επληροφορήθη παρ’ αυτής, ότι ο δρόμος εκείνος δεν οδηγεί προς τον πατέρα του, αλλά πρέπει να επιστρέψη προς τα οπίσω και να εύρη οδηγόν, όστις να του δείξη την οδόν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση. Επέστρεψε λοιπόν εις την Τρίπολιν και μετέβη πάλιν εις την ιδίαν τουρκικήν οικογένειαν, εις την οποίαν ήτο και πρότερον και έμεινε πάλιν εις αυτήν υπηρέτης, έχων κατά νουν να μείνη εκεί, έως ότου εύρη οδηγόν. Επειδή δε εγνώριζε και την τέχνην του αγά του, όστις ήτο κουρεύς, ειργάζετο εις το εργαστήριον εκείνου, έχων όμως έσωθεν πάντοτε μαστίζουσαν δεινώς την συνείδησιν. Όθεν ευρών μετ’ ολίγον Χριστιανούς τινάς, οίτινες ήθελον να μεταβούν εις την Σμύρνην, μετέβαλε γνώμην και δεν ηθέλησε να υπάγη πλέον προς συνάντησιν του πατρός του· και τούτο ήτο ίσως οικονομία Θεού, του θέλοντος πάντας σωθήναι. Αφού λοιπόν έφυγεν εκείθεν κρυφίως, ήλθεν εις τους Μύλους του Άργους, όπου ευρών πλοίον επεβιβάσθη εις αυτό μετά των άλλων και έπλευσαν προς την Σμύρνην. Εκείθεν ο Άγιος μετέβη εις την Μαγνησίαν, διότι έμαθεν, ότι ήσαν εκεί γνώριμοί του τινές και έμεινε μετά τινος εξ αυτών, εις τον οποίον μετά καιρόν διηγήθη όλα τα συμβάντα, ακόμη δε είπε προς αυτόν ότι ποθεί και θέλει να εύρη Πνευματικόν αρμόδιον, προς τον οποίον να εξομολογηθή την αμαρτίαν του και να κάμη την πρέπουσαν μετάνοιαν. Εκείνος δε, συλλογιζόμενος το επικίνδυνον του τόπου και ότι εκεί μέσα εις τόσην ασέβειαν δεν είναι δυνατόν να κατορθωθή παρόμοιον πράγμα χωρίς κίνδυνον, εζήτει να εύρη τόπον ασφαλή να τον στείλη. Ταύτα εκείνος εσκέπτετο· επειδή όμως ηπλώθη τότε μεγάλη επιδημία πανώλους εις την Μαγνησίαν και αυτός κατέφυγε μετά του Δημητρίου εις χωρίον τι, εις το οποίον ήσαν όλοι συμπατριώται των Χριστιανοί, ανεκοίνωσεν εις τινας φιλοχρίστους τον σκοπόν τού Δημητρίου και ευρέθη, θείω ελέει, και ο τόπος και ο τρόπος, ως ήθελον. Ούτω, ευρών ο ευλογημένος Δημήτριος οδηγόν, μετέβη εις τας Κυδωνίας και εκείθεν διεπεραιώθη εις το Ιερόν Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, κείμενον μεταξύ Κυδωνιών και Μοσχονησίων εις μικράν νήσον, εις τόπον ακίνδυνον και εξομολογηθείς εις τον Ηγούμενον την αμαρτίαν του, εμυρώθη και ανέπαυσε μικρόν την συνείδησίν του. Το Μοναστήριον τούτο ήτο περίφημον εις εκείνα τα μέρη, δια τα θαύματα τα οποία ετελούντο συνεχώς εν αυτώ υπό του θείου Προδρόμου εις όσους προσέτρεχον εις αυτόν μετά πίστεως. Δια τούτο συνήγοντο εις αυτό πλήθος ανθρώπων από τα πλησιόχωρα μέρη φέροντες ασθενείς και ενοχλουμένους. Όθεν ο Άγιος δια την των πολλών συνδρομήν ηναγκάσθη να φύγη εκείθεν και να μεταβή εις τα Μοσχονήσια. Ευρών δε εις την αγοράν εργαστήριον έγινε καφεπώλης και έμεινεν εκεί περί τον ένα χρόνον· αλλά και εκεί δεν ανεπαύετο. Φαίνεται ότι άλλο τι διελογίζετο η διάνοιά του, όπερ και η καρδία του επόθει δια να αναπαυθή. Όθεν ήλθε πάλιν εις το Μοναστήριον, εις προσκύνησιν της αγίας Εικόνος του Τιμίου Προδρόμου, του οποίου επικαλούμενος την βοήθειαν έταξε να προσφέρη μίαν αργυράν κανδήλαν. Έπειτα μεταβάς εις τας Κυδωνίας έγινε κουρεύς, πριν δε εισέτι συμπληρώσει εκεί ένα χρόνον εκέρδησεν από την τέχνην του υπέρ τα διακόσια γρόσια. Χωρίς τότε αναβολήν κατεσκεύασεν εις αργυροχόον ωραίαν τινά και μεγάλην κανδήλαν, κατά την υπόσχεσίν του, δια να την προσφέρη εις τον Τίμιον Πρόδρομον, κρίνων ως θαύμα του Αγίου το ανέλπιστον εκείνο κέρδος· διότι πρότερον, οίαν δήποτε εργασίαν και αν επεχείρει, μηδαμινόν τι κέρδος απεκόμιζεν. Έκτοτε ήρχισε να γεννάται εις την καρδίαν του ο πόθος και ολίγον κατ’ ολίγον να ανάπτη η φλοξ της του Χριστού αγάπης. Συνέπεσε δε κατά τον ίδιον καιρόν να μεταβή εκεί εις συμπατριώτης του έμπορος, εις τον οποίον, αφού συνεδέθη δια φιλίας, διηγήθη όλα τα συμβάντα εις αυτόν· εκείνος δε του ανέγνωσε διάφορα Μαρτύρια Αγίων Νεομαρτύρων από το νεοτύπωτον τότε «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ακούων δε ο μακάριος τα Μαρτύρια των Αγίων Νέων Μαρτύρων και πληροφορούμενος, ότι εκείνος όστις θέλει αρνηθή τον Χριστόν έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλει τον αρνηθή και ο Χριστός έμπροσθεν του Πατρός Του του εν ουρανοίς, ήρχισε να αισθάνεται και πάλιν τον θείον εκείνον πόθον, τον οποίον είχε και πρότερον και η φλοξ της του Κυρίου αγάπης, ήτις έκαιε την καρδίαν του, ήρχισε να του προξενή τον πόθον και την αγάπην του Μαρτυρίου. Όχι δε απλώς πόθον και αγάπην, αλλά φλόγα λαμπράν του ήναψε μέσα εις την καρδίαν, να αποθάνη υπέρ της αγάπης του Χριστού. Όθεν απεφάσισε να μεταβή εκεί όπου Τον ηρνήθη πρότερον, να Τον ομολογήση και πάλιν και ούτω να πληρώση το χρέος του και να εξαλείψη την ανομίαν του. Εγκατέλειψε λοιπόν την τέχνην του και ελθών εις το Μοναστήριον εφιέρωσε την κανδήλαν εις τον Τίμιον Πρόδρομον, επικαλούμενος αυτόν να τον βοηθήση εις την ανάγκην εις την οποίαν ευρίσκετο. Έπειτα παρουσιάσθη εις τον Ηγούμενον και εξομολογούμενος εις αυτόν τον σκοπόν του, τον παρεκάλει να τον συμβουλεύση και να τον καθοδηγήση εις εκείνο το οποίον πρέπει να κάμη. Εκείνος δε τον έστειλε με επιστολήν του εις την Χίον προς τινα Πνευματικόν Πατέρα, τον οποίον εγνώριζε, και τοιουτοτρόπως ήλθεν εις την Χίον. Τότε ο Πνευματικός εκείνος τον υπεδέχθη με πάσαν ευμένειαν και αγάπην. Αφού δε επληροφορήθη αμέσως εκ του στόματος του ιδίου του Δημητρίου όλα εκείνα, τα οποία προηγουμένως άλλοι του συνέστησαν και ήκουσε και τον σκοπόν τον οποίον είχε, να παρουσιασθή και να ομολογήση Εκείνον τον οποίον παλαιότερον ηρνήθη, τον παρηγόρησεν ικανώς δια την άρνησιν λέγων προς αυτόν να ελπίζη μετά βεβαιότητος εις το άπειρον πέλαγος της ευσπλαγχνίας του Θεού, τον επήνεσε δε μετρίως δια την προθυμίαν την οποίαν είχε δια τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά δε ταύτα του λέγει και τα εξής· «Όταν, τέκνον, το καλέση η ανάγκη, πρέπει απαραιτήτως να μη λυπούμεθα την ζωήν μας δια την αγάπην του Χριστού». Αφού λοιπόν με τοιούτους και παρομοίους άλλους λόγους τον έκαμε να σκιρτήση η καρδία του από χαράν πνευματικήν και να κυριευθή όλως δι’ όλου από την αγάπην τού Πνευματικού του Πατρός ως εσαγηνεύθη η καρδία τής Πρωτομάρτυρος Θέκλης από την αγάπην και τους λόγους του θείου Αποστόλου Παύλου και αφού τον προητοίμασε εις το να αποκρεμασθή παντελώς από την γνώμην και την απόφασιν του Πνευματικού, τότε πλέον του λέγει και τα εξής: «Δημήτριε, τέκνον μου αγαπητόν εν Κυρίω, πρέπει να γνωρίζης αναμφιβόλως, ότι δεν υπάρχει καμμία αμαρτία, όσον μεγάλη και αν είναι, η οποία να νικά την ευσπλαγχνίαν του Θεού και η οποία να μη δύναται να συγχωρηθή με την ιεράν εξομολόγησιν και την μετάνοιαν. Έχομεν εν τη Εκκλησία σεσωσμένους δια της μετανοίας, ασώτους, τελώνας, πόρνας και πολλούς εξωμότας ως και αρνητάς του Χριστού κατά τον καιρόν των διωγμών. Υπεράνω δε πάντων των άλλων έχομεν τον πρωτόθρονον και κορυφαίον των Αποστόλων Πέτρον, ο οποίος, δια μετανοίας και δακρύων, εθεράπευσε την τριττήν άρνησιν, ότε ηρνήθη τον Χριστόν κατά τον καιρόν του Σωτηρίου Πάθους. Όθεν δύνασαι και συ να υπάγης εις τόπον τινά ησυχαστικόν και δια της μετανοίας να εξαλείψης την ανομίαν σου και να σωθής. Ίσως μου είπης, συνέχισε λέγων ο Πνευματικός, διατί πολλοί άλλοι δεν ευχαριστούνται να θεραπεύσουν την αμαρτίαν της αρνήσεώς των δια της μετανοίας, αλλά δια του Μαρτυρίου και του θανάτου; Άκουσον, τέκνον, η μετάνοια είναι έργον πολυχρόνιον και εκείνος, όστις θέλει να σωθή δια της μετανοίας είναι ανάγκη να έχη καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην έως ότου ζη και να λυπήται και να κλαίη καθ’ όλην του την ζωήν διότι ήμαρτεν, έστω και αν η αμαρτία του έχει συγχωρηθεί, καθώς τούτο έπραττε και ο θείος Πέτρος, όστις πικρώς εθρήνει καθ’ όλην αυτού την ζωήν, όταν ήκουε την φωνήν του αλέκτορος. Και όπως και ο Προφητάναξ Δαβίδ θρηνών έλεγεν· «Η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διά παντός» (Ψαλμ. ν:5). Επειδή λοιπόν είναι ενδεχόμενον να μη κάμνουν την απαιτουμένην μετάνοιαν ή να πέσουν και εις άλλας νέας αμαρτίας, δια τούτο τρέχουν εις το Μαρτύριον, δια να φθάσουν το συντομώτερον εις τον Παράδεισον· επειδή το Μαρτύριον είναι βάπτισμα δια του αίματος γινόμενον. Καθώς δε λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, δεν φοβείται ο βαπτισθείς δια του Μαρτυρίου να μολυνθή με δευτέρους μολυσμούς αμαρτίας. Λέγει δε και ο ιερός Κλήμης ο Στρωματεύς, ότι το Μαρτύριον είναι αποκάθαρσις αμαρτιών μετά δόξης. Όθεν καλόν είναι το Μαρτύριον, μάλιστα πολύ καλλίτερον και ενδοξότερον από την απλήν μετάνοιαν. Εγώ όμως βλέπων την νεανικήν σου ηλικίαν, σε συμβουλεύω να παραιτηθής από το Μαρτύριον, δια το άδηλον της εκβάσεως και να επιμεληθής τα έργα της μετανοίας. Διότι, κατά τον λόγον του Κυρίου, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής· και ίσως να μη δυνηθής να βαστάσης τα βάσανα του Μαρτυρίου μέχρι τέλους και να πέσης εις το ίδιον παράπτωμα, ενώ δύνασαι να εγερθής εκ του πτώματος δια της μετανοίας». Ταύτα και άλλα πολλά παρόμοια είπεν εις τον Μάρτυρα ο Πνευματικός εκείνος, εξάπτων εις αυτόν τον πόθον του Μαρτυρίου, αλλά συγχρόνως και συγκρατών αυτόν από του να ορμήση αλόγως και απερισκέπτως εις εν τόσον μέγα και επικίνδυνον έργον. Ακούων δε ο ευλογημένος Δημήτριος τας θείας εκείνας παραινέσεις και συμβουλάς του Πνευματικού και φυλάττων το πρέπον σέβας προς αυτόν, εσιώπα και δεν ηναντιούντο παντελώς εις τους λόγους του. Εσιώπα μεν, αλλά το πυρ της προς Χριστόν αγάπης ελάλει ενεργητικώτερον και δραστικώτερον μέσα εις την καρδίαν του. Όθεν ήναψε τούτο σφοδρώς την καρδίαν του και τον παρώτρυνε να αγωνίζεται αγώνας πολλούς, νηστείας δηλονότι, μεγάλας προσευχάς, αδιαλείπτους και αδικόπους αγρυπνίας σχεδόν ολονυκτίους, γονυκλισίας αμετρήτους και παρακλήσεις και δεήσεις εις την Θεοτόκον, την μεσίτριαν των αμαρτωλών, θερμάς και πολλάς. Εις τόσην δε συντριβήν και κατάνυξιν ήλθεν εκ τούτων απάντων, ώστε έκλαιε πικρώς, ως άλλος Πέτρος, ανεστέναζεν οδυνηρώς εκ βάθους καρδίας, ως ο Τελώνης, και επεκαλείτο την Θεοτόκον εις βοήθειαν. Ο μακάριος όμως Δημήτριος ταύτα πάντα ενόμιζεν ολίγα προς εξιλέωσιν του Θεού και του εφαίνοντο μικρά προς ικανοποίησιν του μεγίστου αμαρτήματος της αρνήσεως. Εκτύπα λοιπόν σφοδρώς δια των χειρών του το στήθος, το πρόσωπον και την κεφαλήν του και τόσον βαρέως, ώστε πολλάκις έτρεχον τα αίματα από τους μυκτήρας του. Ποίος ήθελεν ίδει αυτόν, ας ήτο και ο πλέον σκληροκάρδιος και να μη κινηθή εις οίκτον και συμπάθειαν; Ο ίδιος εκείνος Πνευματικός, όστις τον εξωμολόγησε και όστις και πάντα τα κατά τον Δημήτριον παρέδωκεν ημίν να γράψωμεν (ταύτα λέγει ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος) έλεγεν εις ημάς· «Ημείς μέχρι τινός, βλέποντες τα αίματα τρέχοντα, ενομίζαμεν ότι κατά συμβεβηκός αιμορραγεί εκ της ρινός, επειδή εκείνος ο μακάριος έκρυπτεν όσον ηδύνετο την αιτίαν και μόνος ο των κρυπτών γνώστης Θεός ήθελε να την γνωρίζη. Κατόπιν όμως, παρατηρήσαντες και γνωρίσαντες το πράγμα, υπερεθαυμάσαμεν και συνετρίβη η καρδία μας από την συμπάθειαν· όχι δε τούτο μόνον έκαμνε κρυφίως και δεν ήθελεν άλλος τις να το γνωρίζη, αλλά και άλλο παρόμοιον. Τόπος κεκαλυμμένος ήτο εκεί παράμερα εις την υπώρειαν του βουνού, από το οποίον έτρεχεν ύδωρ. Ήτο δηλαδή υπόγειος τις στοά, από την οποίαν ήρχετο το νερό, αυτήν δε την στοάν είχεν ο ευλογημένος Δημήτριος εργαστήριον ιερόν της πνευματικής του εργασίας και εκεί μέσα προσηύχετο μόνος προς μόνον τον ποθούμενόν του Χριστόν και δια δακρύων και στεναγμών προητοίμαζεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του δια τους αγώνας του Μαρτυρίου. Και πότε έκαμε τούτο; Ω και τι δεν κάμνει η θερμή αγάπη προς τον Χριστόν! Πότε ηγωνίζετο μέσα εις τον ψυχρότατον εκείνον τόπον; Εις εποχήν χειμώνος, ότε ήτο υπερβολικόν και ανυπόφορον ψύχος· τόσον δε σφοδρόν ρίγος εδοκίμαζεν, ώστε μη υποφέρων έκοψε μικρόν τεμάχιον από παλαιόν τι σκέπασμα, το οποίον είχε, και έρριπτεν αυτό επάνω του προς μικράν παρηγορίαν, μη θέλων να ζητήση κανέν ένδυμα, δια να μη γνωρίσωμεν ημείς την κρυπτήν του άσκησιν και τον αγώνα του. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον καλώς ετοιμασθείς, εξωμολογήθη τελευταίον και εις άλλον κυρίως και ενεργεία Πνευματικόν Ιερομόναχον, διότι ο πρώτος Πνευματικός, περί του οποίου εκάμαμεν ανωτέρω λόγον, δεν εξετέλει το της πνευματικής διακονίας έργον. Εις τον Πνευματικόν αυτόν εξωμολογήθη ο μακάριος Δημήτριος όλας τας αμαρτίας του, όσας ήμαρτεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, δια λεπτομερούς και καθαράς εξομολογήσεως. Αφ’ ου δε και ο Πνευματικός αυτός τον ενουθέτησε πατρικώς και ως έπρεπε, τον συνεβούλευσε να προτιμήση, ως ασφαλεστέραν, την εν ησυχία μετάνοιαν και να λείψη από το Μαρτύριον. Αυτός όμως πάλιν εσιώπα και ουδέν απεκρίθη· αλλ’ η προλαβούσα ησυχία και οι της μετανοίας καρποί, τους οποίους συνεχώς εξ αυτής απεκόμιζε, του ήναψαν μεγάλην φλόγα δια το Μαρτύριον, σιωπών δε άλλο τι δεν εφαντάζετο και άλλο δεν επόθει παρά μόνον το Μαρτύριον· καμμία δε δύναμις λόγων δεν ηδυνήθη να του μεταβάλη τον λογισμόν και να τον εμποδίση από του να πραγματοποιήση το υπέρ Χριστού Μαρτύριον και τον Θάνατον. Δια τούτο εσκίρτα η καρδία του και η διάνοιά του επτερούτο από την ανάγνωσιν των νέων Μαρτυρίων, τόσον ώστε δεν εζόρταινε να ακούη ταύτα όλην την ημέραν· αλλά και την νύκτα παρεκάλει αδελφόν τινα και συνηγρύπνει μαζί του, όστις κατά το περισσότερον μέρος της νυκτός τού ανεγίνωσκε τα νέα Μαρτύρια. Ούτως από ημέρας εις ημέραν και από ώρας εις ώραν «αναβάσεις» θείου πόθου και αγάπης «εν τη καρδία αυτού», κατά τον Προφήτην, «διέθετο» (Ψαλμ. πγ:6), και τέλος πάντων τόσον παρεκινήθη και εθερμάνθη εις το Μαρτύριον, από τον ζήλον και την μίμησιν των νέων Μαρτύρων και τόσον ήναψεν από τον πόθον του Ιησού Χριστού, ώστε του εφαίνετο, ότι με μόνην την ροήν του αίματός του θέλει σβύσει την νοητήν εκείνην φλόγα την καταφλέγουσαν την καρδίαν του. Ω έρως! Ω πόθος! Ω αγάπη διάπυρος! την οποίαν άλλος τις δεν δύναται να εννοήση, παρά μόνον εκείνος όστις ήθελε καθαρίσει την καρδίαν του και κάμει αυτήν αξίαν τοιαύτης αγάπης. Βεβαιότατα, αδελφοί, «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε:13), καθώς είπεν ο Κύριος. Δια ταύτα πάντα, μη δυνάμενος να αναβάλη πλέον τον καιρόν, ο Δημήτριος εζήτησε την άδειαν από τον προρρηθέντα Πνευματικόν Πατέρα να υπάγη εις την Πελοπόννησον, αφ’ ενός μεν δια να ομολογήση τον Χριστόν, εκεί όπου αφρόνως τον ηρνήθη, αφ’ ετέρου δε δια να εύρη τον αυταδελφόν του και να τον παρακινήση δια λόγων τε και έργων εις το να ομολογήση και εκείνος τον Χριστόν, ή τουλάχιστον να έλθη εις αίσθησιν του καλού, το οποίον έπραξε και να μετανοήση, δια να κάμη την πρέπουσαν διόρθωσιν· διότι τον έτυπτεν η συνείδησις δια τον λόγον τον οποίον του είπε και ήθελε να διορθώση και τούτο το σφάλμα του. Ο δε Πνευματικός, βλέπων τον αμετάθετον σκοπόν του και το στερεόν της γνώμης του, εχάρη καθ’ εαυτόν και τον Θεόν εδόξασεν εξ όλης ψυχής και καρδίας. Έπειτα συνεβούλευσεν αυτόν τα δέοντα και επευξάμενος επ’ αυτού ολοψύχως, τον απέλυσεν εν ειρήνη, εγχειρίσας εις αυτόν και επιστολήν προς τον εν Πελοποννήσω σεβάσμιον Ιεροκήρυκα (ούτος ήτο ο εν Πελοποννήσω Ιεροδιδάσκαλος Ησαϊας), δια της οποίας παρήγγειλεν εις αυτόν να ακολουθήση τας συμβουλάς του. Όθεν αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος και ευοδωθείς συν Θεώ εις την Πελοπόννησον, επήγεν εις το Άργος δια να συναντήση τον Ιεροδιδάσκαλον και να του εγχειρίση την επιστολήν. Αλλά μη ευρών αυτόν εκεί, έμεινεν εις ευλαβή τινά και φιλόξενον Χριστιανόν, εις τον οποίον εφανέρωσε τον σκοπόν του και έμενε μετ’ αυτού, έως ότου έλθη ο ειρημένος Ιεροδιδάσκαλος. Ο αδελφός δε εκείνος, φιλάρετος ων, δεν παρέλειπε νύκτα και ημέραν από του να αναγινώσκη εις αυτόν το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και να του εξάπτη ζωηρώς τον έρωτα και την προθυμίαν εις το Μαρτύριον. Αλλά τας προσευχάς, τας νηστείας και τα θερμά δάκρυα και όλην την άλλην κακουχίαν όπου ο Μάρτυς έκαμνεν εις το Άργος, ποία γλώσσα δύναται να διηγηθή αξίως και τις κάλαμος να περιγράψη; Αι προσευχαί του κατά μεν την νύκτα ήσαν ολονύκτιοι, κατά δε την ημέραν ακατάπαυστοι. Η νηστεία του ήτο παράδοξος, διότι καθώς μαρτυρεί φιλαλήθως ο αιδεσιμώτατος Σακελλάριος Ιερεύς Αντώνιος μίαν μόνον φοράν ανά οκτώ ημέρας έτρωγεν ολίγον τι, κατά τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας ευρίσκετο εις το Άργος. Τα δάκρυά του ήσαν πηγή αέναος, ο δε πόθος και η προθυμία του δια το Μαρτύριον εγνωρίζετο και από τα εξωτερικά ταύτα σημεία, ποία όμως κάμινος ή ποία φλοξ πυρός ήναπτε μέσα εις την καρδίαν του, ούτε εκείνος ο ίδιος ηδύνατο να το εκθέση δια λόγων. Όταν λοιπόν παρήλθεν η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς των Παθών του Κυρίου μας, καθώς επίσης και η Διακαινήσιμος και ο ειρημένος διδάσκαλος δεν ενεφανίσθη, δεν ηδυνήθη πλέον να υπομείνη ο τρισόλβιος. Όθεν, εξαφθείς από φλόγα απροσμετρήτου προθυμίας, έλεγεν εις τον αδελφόν· «Να υπάγω, αδελφέ, να υπάγω· δεν υπάρχει πλέον καιρός αργοπορίας, ούτε καιρός στοχασμού, αλλά καιρός αποδημίας».Συνοδευθείς τότε από θεοσεβή τινα Χριστιανόν, ήλθον κατ’ ευθείαν εις την Ιεράν Μονήν, την καλουμένην Κηπιανά. Εκεί εξωμολογήθη και διήλθεν άγρυπνος όλην την νύκτα, μετά δακρύων και προσευχών, με τα οποία καλώς ετοιμασθείς, έφθασεν εις την Τρίπολιν, κατά την δευτέραν ημέραν της εβδομάδος του Θωμά, ευθύς δε μετέβη εις την οικίαν Χριστιανού τινός συντρόφου του πρώην αυθέντου του Αγαρηνού και εχαιρέτισεν πάντας τους εν αυτή με το «Χριστός Ανέστη», τον σωτήριον ασπασμόν. Γνωρίσαντες δε εκείνοι αυτόν και μαθόντες τον σκοπόν του, μεγάλως εφοβήθησαν. Κατά την ιδίαν εκείνην εσπέραν ο ευλογημένος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος συνήντησε και Ιερωμένους τινάς ευλαβείς, καθώς και τους εγκρίτους εκ των λαϊκών, προς τους οποίους ανεκοίνωσε την κατάστασίν του και την σταθεράν του απόφασιν να παρουσιασθή. Ούτοι δε πολλά ειπόντες δεν παρέλειψαν από του να προσπαθήσωσι να τον εμποδίσωσιν από του σκοπού του, επισείοντες κατ’ αυτού τους επικρεμαμένους κινδύνους. Έπραττον δε τούτο, φοβούμενοι την ανθρωπίνην ασθένειαν και τον κίνδυνον, όστις ίσως ήθελεν επακολουθήσει και εις τους άλλους Χριστιανούς. Ο δε μακάριος μετά μεγίστης ταπεινώσεως έδιδε τας αποκρίσεις του εις όσα τον ηρώτων, λέγων· «Θαρσείτε, αδελφοί μου, διότι εγώ προσήλωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον Εσταυρωμένον μου Ιησούν και ελπίζω εις την άπειρον παντοδυναμίαν Του, ότι καθώς ενεδυνάμωσεν όλους τους Αγίους Μάρτυρας, ούτω θέλει ενδυναμώσει και εμέ τον άθλιον, ίνα εξαλείψω την αμαρτίαν μου με την θυσίαν του αίματός μου». Ο ανωτέρω αναφερόμενος Ιερεύς Αντώνιος εκάλεσε και πάλιν τον Μάρτυρα και ωμίλησε προς αυτόν ιδιαιτέρως περί του ιδίου θέματος, εμποδίζων με διαφόρους λόγους τον Άγιον από το Μαρτύριον. Αλλ’ επειδή δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, τέλος του λέγει· «Ας κάμωμεν, τέκνον, την νύκτα ταύτην θερμήν δέησιν εις τον Θεόν και ό,τι μας οδηγήση, ας πράξωμεν αύριον». Υπήκουσε τότε μετά χαράς ο ευλογημένος Δημήτριος και έφυγεν ίνα διαμείνη εις την Εκκλησίαν του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου, άνωθεν της Τριπόλεως, ο δε Σακελλάριος μετέβη εις την Μητρόπολιν. Και ο μεν Δημήτριος έμεινεν άγρυπνος και προσευχόμενος καθ’ όλην την νύκτα. Ο δε Ιερεύς απεκοιμήθη και ιδού βλέπει κατ’ όναρ στράτευμα φοβερόν εκ πλήθους στρατιωτών αποτελούμενον και εν παρατάξει βασιλική παρατεταγμένον. Εις το μέσον της παρατάξεως ταύτης έβαινεν άμαξα χρυσοστολισμένη, την οποίαν έσυρον δύο λευκοί ίπποι, όλα δε αυτά εφαίνοντο ότι γίνονται εντός της Τριπόλεως. Ο αμαξηλάτης της αμάξης εκείνης ήτο ωραιότατος τις άνθρωπος, ξανθός, ολιγογένειος, δια λευκών και πρασίνων ενδυμάτων ενδεδυμένος, από δε της οσφύος αυτού εκρέματο μάχαιρα μεγάλη. Τούτον ηκολούθει ο Μάρτυς Δημήτριος, έχων εις την κεφαλήν του σινδόνα λευκήν και πλησιάσας τον Ιερέα, του είπε δύο φοράς με ταπεινήν φωνήν· «Σήκω τώρα, σήκω τώρα». Επειδή δε εκείνος συνέχιζε κοιμώμενος, λαβών αυτόν από της χειρός ο Δημήτριος του εφώναξε και δια τρίτην φοράν, λέγων με μεγάλην φωνήν· «Σήκω τώρα, διότι είναι καιρός». Ευθύς τότε έντρομος γενόμενος ο Ιερεύς εξύπνησε, τόσον δε καλά ήσαν τετυπωμένα μέσα εις την φαντασίαν του όλα αυτά, το οποία είδεν, ώστε ως ο ίδιος ωμολόγει μετά ταύτα δεν ενόμιζεν ότι είδεν όνειρον τι, αλλ’ ότι εν εγρηγόρσει είδεν όσα είδε. Μάλιστα του εφαίνετο ότι έβλεπεν ακόμη εμπρός του τα ίδια. Εξελθών ακολούθως από την οικίαν του εισήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου και έκαμε προσευχήν, ευθύς δε κατόπιν εξεκίνησε προς τον δρόμον του Αγίου Νικολάου. Ιδών ο Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος από μακράν ερχόμενον τον Πνευματικόν, έτρεξεν εις προϋπάντησιν αυτού με φαιδρόν πρόσωπον και πλήρης χαράς. Αφού δε έφθασαν εκεί όπου διέμενεν, έξω εις τινας βράχους, τον ηρώτησεν ο Πνευματικός πως διήλθε την νύκτα· εκείνος δε απεκρίθη· «Καλώς Χάριτι θεία, και με την ευχήν σου». Τον ηρώτησε κατόπιν, εάν του έδειξεν ο Θεός κανέν σημείον και εκείνος απεκρίθη· «Όχι, δεν μου έδειξεν». Αλλ’ επειδή ο Πνευματικός είχεν ίδει την ανωτέρω αναφερομένην οπτασίαν, δεν τον επίστευσε, διαλογιζόμενος ότι εκείνος μάλλον θα έπρεπε να έχη ίδη αποκάλυψιν τινά, ως άξιος. Μάλιστα εσκέπτετο, ότι εάν του έλεγε ότι είδε, θα εβεβαιούτο και αυτός ότι και η ιδική του οπτασία ήτο αληθής και θεία. Δια τούτο τον εβίασε πολύ, έως ότου ο Μάρτυς τού απεκάλυψε την αλήθειαν, λέγων· «Αφ’ εσπέρας ήρχισα να προσεύχωμαι και περί την τετάρτην ώραν της νυκτός είδον θαυμαστήν τινα λάμψιν, και παρευθύς εκυκλώθην όλος από φως ουράνιον. Μέσα δε εις το φως αυτό είδον λευκοφόρον τινά άνδρα, όστις μου έλεγε· «Χαίρε Δημήτριε, μη φοβού, τρέχε εις τον αγώνα σου με θάρρος και εγώ είμαι μετά σου». Εγώ δε, συνέχισε λέγων ο Μάρτυς, εφοβήθην από την φοβεράν εκείνην οπτασίαν, πλην όμως έλαβον και θάρρος και δύναμιν, έρρητος δε χαρά επλημμύρισε την καρδίαν μου. Τότε από την έκπληξιν έπεσον εις την γην και προσηυχόμην. Μετά παρέλευσιν δε ώρας ικανής εγερθείς, είδον πάλιν τον άνθρωπον εκείνον ιστάμενον άνωθεν εμού και μοι είπε πάλιν τους ιδίους λόγους· εγώ δε έπεσον και πάλιν εις την γην από το μέγα θάμβος και την έκπληξιν του φωτός και της θεωρίας του ανδρός εκείνου. Πάλιν δε μεθ’ ώραν ικανήν εγερθείς, είδον τα αυτά και τους αυτούς λόγους ήκουσα. Τοιουτοτρόπως έμεινα γονυπετής εις την γην μέχρι της ογδόης ώρας και τότε, όταν και πάλιν ηγέρθην, εχάθη από τους οφθαλμούς μου ο θαυμαστός εκείνος άνθρωπος ομού και το φως». Ταύτα διηγήθη εις τον Πνευματικόν ο αοίδιμος. Μετά ταύτα, εξομολογηθείς ο μακάριος Δημήτριος μετά πολλών δακρύων, εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και ενδυναμωθείς δια του ουρανίου Άρτου, εισήλθε πάλιν εις την Τρίπολιν, τρέχων ως η ασματική Νύμφη, δια να εύρη τον γλυκύν και μυστικόν Νυμφίον της, περιήλθε δε τρεις φοράς την πόλιν, με φρόνημα γενναίον και με βάδισμα υπερήφανον, δια να γνωρισθή. Αλλ’ υπό μηδενός αναγνωρισθείς, επέστρεψε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, επειδή είχεν εντολήν από τον Πνευματικόν του Πατέρα Αντώνιον, εάν δεν γίνη αντιληπτός από τους Αγαρηνούς, να μη φανερωθή μόνος. Τότε μετέβη πάλιν προς συνάντησίν του ο ευλογημένος εκείνος Ιερεύς και ευρών αυτόν κλαίοντα μετά πολλού πόνου δια την αποτυχίαν του, λέγει προς αυτόν· «Μη λυπείσαι, αδελφέ, διότι δεν επέτυχες το παρά σου ποθούμενον· ο Θεός, όστις ερευνά τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τον πόθον σου και θέλει σε ανταμείψει, ως να ωλοκλήρωσας και την πράξιν το Μαρτύριον. Τώρα βέναια συ είσαι Μάρτυς τη προαιρέσει, ώστε αρκούντως εξεπλήρωσας το χρέος σου, εις το εξής δε άλλο δεν σου χρειάζεται ή να φυλάττης ακριβώς τας εντολάς του Θεού. όθεν ύπαγε εις άλλον τινά τόπον Χριστιανικόν, εις τον οποίον θα ημπορέσης να ζήσης ζωήν αγίαν και να ευαρεστήσης εις τον Θεόν». Ταύτα και άλλα τοιαύτα είπεν ο σεβάσμιος εκείνος Πατήρ· αλλ’ ο μακάριος Δημήτριος μετά την αποτυχίαν ησθάνετο, ότι η φλοξ του θεϊκού πόθου ήναψε περισσότερον εις την καρδίαν του και απεκρίθη μετά πόνου· «Μη γένοιτο, Πάτερ, μη γένοιτο, να σταθώ έως εδώ, πρέπει να αποθάνω, Πάτερ, να αποθάνω δια τον Ιησούν μου, τον οποίον αφρόνως ηρνήθην και να τον ομολογήσω ενώπιον των τυράννων τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον και δια το όνομά του το Άγιον να χύσω το αμαρτωλόν αίμα μου, δια να μου συγχωρήση ο Κύριος τας αμετρήτους αμαρτίας μου. Και αν ακόμη πρόκειται να μου κάμουν όλα τα βασανιστήρια του κόσμου, έτοιμος είμαι να τα δεχθώ δια την αγάπην του Σωτήρος μου». Ταύτα λοιπόν και άλλα παρόμοια ακούσας ο Ιερεύς και ιδών την τοσαύτην προθυμίαν τού Μάρτυρος, είπεν· «Ιδού ότι ίσταται ενταύθα αοράτως ο Κύριος ημών, τέκνον, και σε δέχεται προθύμως· ύπαγε λοιπόν δια να εκπληρώσης τον πόθον σου». Τότε ευθύς εγερθείς μετά χαράς ο Μάρτυς, μετέβη κατ’ ευθείαν εις το εργαστήριον του κουρέως πρώην αυθέντου του και ησπάσθη τους άλλοτε συναδέλφους του, με το «Χριστός ανέστη». Ερωτηθείς δε παρ’ αυτών ποίος είναι, απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Δηνήτριος, όστις μέσα εδώ, εις το κατηραμένον τούτο εργαστήριον, ηρνήθην τον Χριστόν μου, τον αληθινόν Θεόν· ήλθον δε τώρα να Τον ομολογήσω και πάλιν εδώ, όπου τον ηρνήθην, δια να λάβω και πάλιν τον θησαυρόν της Πίστεώς μου, τον οποίον απώλεσα». Ταύτα ακούσαντες οι Χριστιανοί εφοβήθησαν και έσπευσαν να αναχωρήσουν· εις δε τουρκόπαις του αυτού εργαστηρίου, συμμαθητής πρώην του Μάρτυρος, του λέγει· «Μεχμέτ, τι είναι αυτά τα οποία λέγεις; Ετρελάθης; Έλα εις τον νουν σου· δεν λυπείσαι την ζωήν σου; Αν ακούσουν αυτά οι Τούρκοι, θα σε θανατώσουν ευθύς». Ο δε μακάριος Δημήτριος απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ δια τούτο ήλθον· δια να χύσω το αίμα μου και να αποπλύνω με αυτό την εντροπήν της κατηραμένης σφραγίδος σας». Ο δε τουρκόπαις του λέγει· «Επειδή έχεις τοιαύτην απόφασιν, έλα μέσα εις την αυλήν να σε κόψω εγώ με το ξυράφι». Τότε ο αοίδιμος Δημήτριος με χαράν μεγάλην και ταχύτητα έτρεξεν εις την αυλήν και ήπλωσε παρευθύς τον λαιμόν του, λέγων· «Κόψε με, αν είσαι παλληκάρι· θα μου κάμης μεγάλην χάριν». Ο τουρκόπαις όμως έφριξε προ του τοιούτου θανάτου και της τόλμης του Μάρτυρος και εξελθών εκείθεν με τρόπον, είπεν· «Εύρε το από άλλον». Τι δε συνέβη μετά ταύτα; Εξήλθε και ο Άγιος Μάρτυς και εκάθησεν έξω από το εργαστήριον. Μετ’ ολίγον ήλθεν ο κατηραμένος Βελής ο πρώην αυθέντης του, όστις, ως είδε τον Μάρτυρα και επληροφορήθη τον σκοπόν του, επεχείρησε με απειλάς και με κολακείας πολλάς να τον πλανήση. Βλέπων όμως την αμετάτρεπτον απόφασίν του, υπεσχέθη να του δώση αργυρά νομίσματα δια να φύγη ευθύς την ώραν εκείνην και όπου θέλει ας υπάγη και ας είναι Χριστιανός. Ο δε τρισόλβιος Δημήτριος άλλο δεν έλεγεν, ει μη ότι: «Είμαι Χριστιανός, δεν φεύγω· ήλθον να ομολογήσω την Πίστιν μου και να χύσω το αίμα μου δια τον Χριστόν μου τον Εσταυρωμένον». Εν ω δε ταύτα συνέβαινον, διεδόθη εις τους Τούρκους η είδησις, ότι εις Χριστιανός, όστις είχε τουρκεύσει ήλθε τώρα και λέγει ότι είναι και πάλιν Χριστιανός και αρνείται την πίστιν των, την οποίαν πρωτύτερα εδέχθη. Εις λοιπόν εκ τούτων αιμοβόρος και σκληροτράχηλος ελθών εύρε τον Μάρτυρα καθήμενον και του λέγει· «Συ ήσουν Τούρκος· πως τώρα φορείς Ελληνικά ενδύματα και λέγεις ότι είσαι Χριστιανός;» Εις τούτον απεκρίθη ο Μάρτυς· «Χριστιανός ήμην, Χριστιανός είμαι και Χριστανός θέλω να αποθάνω». Όθεν ο δυσσεβέστατος εκείνος ήρπασε τον ευλογημένον Δημήτριον ως ο λύκος το αρνίον, δια να τον οδηγήση προς τον ηγεμόνα· καθ’ οδόν όμως τον εισήγαγεν εις τι εργαστήριον και ηρεύνα τα ενδύματά του, μήπως είχε χρήματα δια να του τα αρπάση. Ο δε Χριστιανός, ο κύριος του εργαστηρίου, μαθών την αιτίαν, είπεν εις τον Αγαρηνόν να του δώση αργυρά νομίσματα και να απολύση τον Μάρτυρα. Αλλ’ ο Άγιος διακόψας είπε· «Χριστιανέ, αδελφέ μου, σε ευχαριστώ, πλην μη χάνης τα χρήματά σου, διότι εγώ δια τον σκοπόν αυτόν ήλθον και θέλω να τον εκπληρώσω». Τότε ο θηριόγνωμος εκείνος ήρπασε πάλιν τον Μάρτυρα και τον ωδήγησεν εις τον επίτροπον του ηγεμόνος, όστις ήρχισε πρώτον με κολακείας και πολλάς υποσχέσεις, πειρώμενος να εξαπατήση τον Μάρτυρα, κατόπιν δε τον ηπείλησε και με φρικτάς τιμωρίας δια να τον φέρη πάλιν εις την βρελυρωτάτην θρησκείαν των. Εις ταύτα όμως ο Μάρτυς άλλο δεν απεκρίνετο ει μη ότι, «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ο Εσταυρωμένος είναι ο αληθινός Θεός. Προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Το δε ανήμερον θηρίον, ο Αγαρηνός εκείνος, ιδών το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, τον απέστειλεν εις τον δικαστήν, τον κριτήν του εναγούς νόμου των, δια να τον εξετάση και να τον παρακινήση εκείνος, ελπίζων ότι ούτως θα ομολογήση ίσως και πάλιν την πλάνην των. Καθ’ οδόν δε, ενώ οι αλιτήριοι εκείνοι ωδήγουν τον γενναίον Αθλητήν εις το κριτήριον, εις εξ αυτών τον εβάσταζε σφιγκτά από την δεξιάν του χείρα, τόσον ώστε δεν ηδύνατο να κάμη το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Όθεν, ως με οργήν, του είπεν ο Μάρτυς· «Εγώ ήλθον αυτόκλητος· τι φοβείσθε; Μη φύγω; Δεν φεύγω. Λοιπόν εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού, ούτε συ ούτε άλλος τις εις την οδόν μου αυτήν να μη εγγίση επάνω μου». Ευθύς τότε εκείνος τον άφησεν και ούτε άλλος τις τον ήγγισεν. Ούτως έκαμεν ανεμποδίστως τον Σταυρόν του και με ταπεινήν φωνήν προσηύχετο ο μακάριος. Εν ω δε ταύτα συνέβαινον, ηπλώθη η φήμη μεταξύ των Χριστιανών, ότι εις αδελφός παρουσιάζεται δια την ομολογίαν της Πίστεως. Τότε άλλοι εις τα εργαστήριά των άλλοι εις τας οικίας των, ενώπιον των Αγίων Εικόνων, ασκεπείς και μετά θερμών δακρύων, παρεκάλουν τον Κύριον να ενδυναμώση τον Μάρτυρα εις την ομολογίαν της Αγίας του Πίστεως. Αφού λοιπόν ο μακάριος Μάρτυς παρουσιάσθη εις τον κριτήν, τον ηρώτησεν εκείνος με ημερότητα και κολακείαν, ποίος είναι και διατί ηρνήθη την πίστιν των, η οποία, έλεγεν, είναι λαμπρά και ένδοξος. Ο δε μακάριος Δημήτριος δεν ηθέλησε να αποκριθή με τουρκικήν διάλεκτον, διότι απεστράφη και εβδελύχθη παντελώς και αυτούς και την γλώσσαν των. Όθεν κύπτων την κεφαλήν με ταπείνωσιν απεκρίθη· «Ήμην και είμαι Χριστιανός και τον Χριστόν μου προσκυνώ ως Θεόν αληθινόν». Ταύτα ακούων ο κριτής και μη εννοών τι λέγει, ηρώτησε τους περιεστώτας Αγαρηνούς, εις δε εξ εκείνων, ως Χριστιανομάχος, απεκρίθη· «Αυτός λέγει, ότι Τούρκος ήτο και Τούρκος είναι». Ο δε Μάρτυς, μη υποφέρων να τον ακούη, εβόησε δια μεγάλης φωνής τουρκιστί· «Όχι, όχι, όχι, ω κριτά, ψεύδονται αυτοί· εγώ Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ο κριτής, απορήσας δια την πολλήν αυτού παρρησίαν και γενναιότητα και απελπισθείς, ως βλέπων το ακλόνητον του Μάρτυρος, τον απέστειλεν εις τον ηγεμόνα, χωρίς να εκδώση και την απόφασιν του θανάτου του. Παρήγγειλεν όμως, μετά την ερώτησιν, να τον φυλακίσωσιν, μήπως και μεταμεληθή είτε με κολακείας είτε με απειλάς. Εξερχόμενος δε από το κριτήριον ο Μάρτυς, απέρριψεν από την κεφαλήν του το φέσι, το οποίον εφόρει (δια να προσεύχεται ασκεπής, ή και ως σημείον της ασεβούς θρησκείας των), ούτω δε ασκεπής παρουσιάσθη εις τον ηγεμόνα παρόντων και πλείστω Αγαρηνών. Ο ηγεμών, όταν είδε και πάλιν τον Μάρτυρα, τον ηρώτησε τας αιτίας δια τας οποίας εγκατέλειψε την πίστιν των, έπειτα δε υπεσχέθη εις τον Μάρτυρα ίππους χρυσοχαλίνους, ιμάτια πολύτιμα, χρυσόν και άργυρον, πλην εις δώδεκα ερωτήσεις τας οποίας ο ηγεμών, ο γαμβρός του και έτερος συγγενής του έκαμεν εις τον Μάρτυρα, με πολλάς υποσχέσεις, κατόπιν δε μα απειλάς κολαστηρίων, άλλο δεν έλεγεν, ει μη· «Χριστιανός είμαι, προσκυνώ τον Εσταυρωμένον μου Ιησούν ως Θεόν αληθινόν, προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Ίδετε, αδελφοί, Πρόνοιαν Θεού, ότι ενώ πρότερον το τρισσόν της Θεότητος ηρνήθη από την αφροσύνην του εις τρία κριτήρια των ασεβών, λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε κατόπιν την Αγίαν Τριάδα και ιάτρευσε την άρνησίν του με την καλήν ομολογίαν του. Όθεν ο ηγεμών, ιδών το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξεν ευθύς να αποκεφαλισθή. Ταύτην την απόφασιν ακούσας ο μακάριος Δημήτριος μεγάλως εχάρη και με φαιδρόν πρόσωπον εφέρετο δέσμιος ως αρνίον εις τον τόπον της καταδίκης, ζητών και δίδων συγχώρησιν εις τους Χριστιανούς, τους οποίους συνήντα καθ’ οδόν. Ήτο δε άξιον θαυμασμού το να τον βλέπη τις, ότι ούτε εφοβήθη ούτε εδειλίασεν, ούτε η όψις του ηλλοιώθη, αλλ’ έτρεχε μετά χαράς ως η έλαφος, κατά τον Δαβίδ, «επί τας πηγάς των υδάτων» (Ψαλμ. μα:1). Όταν δε έφθασεν εις το μέσον της αγοράς, ύψωσε την μαρτυρικήν του κεφαλήν εις τον ουρανόν και εβόησε· «Δόξα σοι, Χριστέ μου Εσταυρωμένε, ότι με ηξίωσας, τον αμαρτωλόν και ανάξιον, να φθάσω εις αυτήν την αγίαν ώραν και να χύσω το αμαρτωλόν μου αίμα δια το σωτήριον όνομά Σου». Τούτο ακούσας ο δήμιος, τον εκτύπησε με ράβδον εις τον λαιμόν και μετ’ ολίγον, εκεί πλησίον της αγοράς, τον διέταξε να κύψη την κεφαλήν του, ευθύς δε ο τρισόλβιος με προθυμίαν εγονάτισε. Ο δήμιος όμως τον ανήγειρε και πάλιν και προχωρήσας προς το εργαστήριον του αυθέντου του έκαμνε και πάλιν τα ίδια, αλλά το άκακον του Χριστού αρνίον ακόμη προθυμότερον εδεικνύετο. Και εις την ιχθυαγοράν, όταν έφθασαν και εκεί, τον διέταξεν ο δήμιος να γονατίση, ο δε Μάρτυς παρεκίνει τον δήμιον να εκτελέση την εντολήν του μίαν ώραν ενωρίτερον. Πολλοί δε των Αγαρηνών, βλέποντες τον Μάρτυρα να κλίνη καθ’ εκάστην φοράν μετά τοσαύτης προθυμίας την κεφαλήν, εθαύμαζον την ανδρείαν του και έλεγον· «Τοιαύτην ανδρείαν και γενναιότητα ουδέποτε είδομεν εις άνθρωπον». Τέλος ο δήμιος με τρία κτυπήματα απέτεμε την αγίαν κεφαλήν τού Μάρτυρος, διότι τοιαύτη ήτο η απόφασις του πασά· να θανατωθή με τρία κτυπήματα. Ο δε ευλογημένος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος, όταν εδέχθη το πρώτον κτύπημα εις τον λαιμόν, έψαλλε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου». Αγανακτήσας δια τούτο ο δήμιος, έδωκεν εις τον Μάρτυρα εν ράπισμα. Όταν δε ο δήμιος εκτύπησε δια δευτέραν φοράν, πάλιν έψαλλεν ο Μάρτυς· «Μνήσθητί μου, Κύριε». Κατά δε το τρίτον κτύπημα παρέδωκε το πνεύμα· ενώ δε ήτο γονατιστός προς δυσμάς, με μίαν στροφήν θαυμαστήν έπεσε μετά την αποτομήν του κατ’ ανατολάς και ούτως εβαπτίσθη όλον το Μαρτυρικόν του σώμα εις τους ρύακας του αγίου του αίματος. Ετελείωσε δε τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου ο καλλίνικος ούτος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος εις τους χιλίους οκτακοσίους τρεις χρόνους (1803) από Χριστού, εις τας δέκα τρεις (13) του Απριλίου, ημέραν Τρίτην, ώραν εβδόμην. Χάριτι δε Θεού ο ζηλωτής εκείνος συνοδίτης του Μάρτυρος, περί ου ανωτέρω ωμιλήσαμεν, ήτο παρών εις όλα τα κριτήρια και εις την απόφασιν και εις την αποτομήν του Μάρτυρος και ιδών πάντα τα γενόμενα τα εξιστόρησεν εις ημάς. Μετά την αποτομήν της τιμίας κεφαλής του Μάρτυρος τα πλήθη των Χριστιανών, άτινα συνέδραμον εις την παράδοξον ταύτην θεωρίαν, παραμερίσαντες πάντα φόβον και υπό θερμής ευλαβείας κινούμενοι προσέτρεξαν εις τον τόπον του Μαρτυρίου και συνθλιβόμενοι και καταπατούμενοι συνέλεγον άλλοι ποσότητα τινα από το τίμιον αίμα του, άλλοι μέρη από το υποκάμισόν του, άλλοι έκοπτον δάκτυλα, άλλοι άλλα μέρη από το μαρτυρικόν του σώμα και άλλοι ελάμβανον τρίχας δι’ αγιασμόν των. Δια τούτων χριόμενοι πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν. Ομολογώ δε, αδελφοί, την αλήθειαν, ότι τοιαύτην εντροπήν και καταισχύνην ουδέποτε άλλοτε έλαβον οι ασεβείς, όπως συνέβη τούτο εις αυτούς μετά την γενναίαν ομολογίαν και την σφαγήν του Μάρτυρος Δημητρίου. Όχι δε μόνον εντροπήν έλαβον, αλλά και τόσον φόβον (και τούτο βέβαια θεόθεν εγένετο), ώστε δεν ετόλμησέ τις να είπη τον παραμικρόν υβριστικόν λόγον εις την τόσην ορμήν, την οποίαν εδείκνυον οι Χριστιανοί. Αλλά και οι Χριστιανοί, εξ άλλου, τοιαύτην χαράν και αγαλλίασιν εδοκίμασαν δια την δόξαν της Πίστεώς των, όσην πιστεύω ότι άλλην φοράν δεν εδοκίμασαν. Και δικαίως· διότι η λαμπρά νίκη του Μάρτυρος και τα θαύματα με τα οποία τον εδόξασεν η Αγία Τριάς και η ευωδία του τιμίου του Σώματος, την οποίαν ως και αυτοί οι ασεβείς ησθάνθησαν, όλα ταύτα ήσαν αίτια χαράς πνευματικής. Ολίγον μετά την μακαρίαν αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Μάρτυρος, ηνεώχθησαν, ω φρικτόν άκουσμα! ηνεώχθησαν, λέγω, οι κεκλεισμένοι οφθαλμοί της κεκομμένης τρισολβίας κεφαλής του και εφαίνετο ως ζώσα, προς θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων. Τούτο δε το θαυμάσιον ήτο πράγματι θαύμα του Κυρίου, ίνα αποδείξη ότι οι Δίκαιοι ζώσιν εις τον αιώνα (Σοφ. Σολ. ε:16) και αν προς καιρόν οι οφθαλμοί εκλείσθησαν, ηνεώχθησαν όμως και βλέπουσι καθαρώς το τρισήλιον φως της Θεότητος. Αλλά και το νενεκρωμένον πρόσωπον του Μάρτυρος χαράν ομού και θάμβος επροξένει εις τους ευσεβείς, τύφλωσιν δε μόνον και λύπην και καταισχύνην εις τους εχθρούς. Διότι τόσον λαμπρόν, τόσον ωραίον, τόσον ροδόχρουν εφαίνετο, ώστε οι βλέποντες τούτο έλεγον, ότι ωμοίαζε με κεφαλήν ζώντος ανθρώπου, εκ του λουτρού μόλις εξερχομένου. Κατά δε την νύκτα εκείνην ευλαβείς τινές Χριστιανοί, παραφυλάττοντες εις τα εργαστήριά των, είδον ιεροπρεπείς τινας άνδρας με λευκάς στολάς ενδεδυμένους, οι οποίοι δεν επάτουν εις την γην, αλλ’ εφαίνοντο ιστάμενοι περί τας δύο πήχεις υψηλότερα απ’ αυτής, οίτινες περιήρχοντο το άγιον Λείψανον, ψάλλοντες. Τούτο το θαυμάσιον εβεβαίωσαν οι ιδόντες με επιτίμια και όρκους φρικτούς, τους δε φανέντας εκείνους άνδρας, άλλοι είδον εξ τον αριθμόν, άλλοι επτά, άλλοι δώδεκα. Έμεινε δε το άγιον Λείψανον εις τον αυτόν τόπον ερριμμένον τρεις ημέρας και τρεις νύκτας και εφαίνετο λαμπρόν και λευκόν ως η χιών. Έπειτα ερρίφθη γνώμη παρά των δυσσεβών ουλεμάδων (Ουλεμάδες εκαλούντο υπό των Τούρκων οι εγκρατείς του ιερού αυτών νόμου, οι ειδικώς προς τούτο εκπαιδευθέντες), να καή το ιερώτατον Λείψανον· όμως, δια προσφοράς πολλών χρημάτων, επείσθησαν να το ρίψουν έξω του κάστρου εις τόπον λεγόμενον Κρεμάλαν, εις τον οποίον εκρεμώντο οι κατάδικοι. Εκείθεν παραληφθέν υπό των ευσεβών ενεταφιάσθη εντίμως και πανευλαβώς. Ο δε προρρηθείς Ιερεύς, απελθών κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα μετά φόβου και τρόμου, ανεκόμισε την αγίαν κάραν του Μάρτυρος και φέρων ταύτην εναπέθεσεν αυτήν εν τω Ναώ του Αγίου Δημητρίου του Μυριβλήτου, κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης, μετέβαινε δε συχνάκις και επέβλεπε τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον είχε κεκρυμμένον τον θησαυρόν. Μετά παρέλευσιν ημερών τινών μεταβάς και πάλιν είδεν επί της πλακός σταγόνα τινά αίματος. Εξιστάμενος δε και μη γνωρίζων περί τίνος να πρόκειται, το έξεσε, ευθύς δε την ώραν εκείνην εχάθη το αίμα, αλλά μετ’ ολίγον επιστρέψας εύρε και πάλιν το ίδιον εκείνο αίμα επί της πλακός, αφού δε εσπόγγισε και έξεσε την πλάκα, εχάθη η σταγών του αίματος ως και πρότερον. Τούτο δεν έγινεν άπαξ και δις, αλλά πολλάκις τοιουτοτρόπως ενεφανίζετο και εξηφανίζετο η σταγών αύτη. Εις το θαύμα δε τούτο και έτερον επηκολούθησε. Το αίμα εκείνο, αφ’ ου πολλάκις εφάνη, εχάθη πλέον, εις το εξής δε ανέβλυζεν επί της πλακός ελαιώδης τις ουσία, ολίγη μεν, αλλά ευωδεστάτη, την οποίαν και πολλοί από τους φίλους του Ιερέως, τους οποίους εκείνος ο ίδιος εκάλεσε την είδον δια των ιδίων των οφθαλμών και την περιεργάσθησαν επιμελώς. Εκ τούτου οι βλέποντες ομολόγουν, ότι και εις τον νέον τούτον Μάρτυρα Δημήτριον έδωκεν ο Θεός τα χάρισμα του παλαιού Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, να αναβλύζη δηλαδή μύρον εκ του τάφου του. Διότι και η ουσία εκείνη όχι μόνον ευωδίαζεν, αλλ’ ήτο και παντοίας νόσου ιατρικόν θαυμάσιον. Επειδή όμως οι εισερχόμενοι εις την Εκκλησίαν ηπόρουν, αγνοούντες πόθεν προήρχετο η ευωδία εκείνη και διηρωτώντο περί τούτου και επειδή ήρχισε να κοινολογήται εκείνο το οποίον ο Ιερεύς εκ του φόβου των Τούρκων δεν ήθελε να γνωρίζουν πολλοί, δια τούτο την ιγ΄ (13) του Ιουλίου, αγρυπνίαν ποιήσας ο Ιερεύς μετά τριών πιστών φίλων αυτού, έκαμεν ανακομιδήν της αγίας Κάρας και απέθεσε ταύτην εις άλλον τόπον. Το δε πάντιμον σώμα του Μάρτυρος μετεκομίσθη υπό τινων δια νυκτός εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου, την επονομαζομένην των Βαρσών και εκεί ετάφη πανεντίμως. Πολλά δε θαυμάσια ενήργησε και ενεργεί ακαταπαύστως η μαρτυρική χάρις του θείου τούτου Δημητρίου, από τα οποία ολίγα μόνον θέλομεν γράψει εδώ προς δόξαν αυτού και εις ωφέλειαν των φιλομαρτύρων Χριστιανών. Κόρη τις έπασχε δεινώς από σεληνιασμόν και προστρέχουσα συνεχώς εις ιατρούς, μετεχειρίσθη πολλά και διάφορα ιατρικά προς θεραπείαν της. Όμως δεν έλαβε την ποθουμένην υγείαν της, ακούσασα δε τα θαύματα του Μάρτυρος, προσεκάλεσε τον ευλαβέστατον Ιερέα Αντώνιον, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, ίνα ψάλη εις αυτήν αγιασμόν. Μετά δε το ράντισμα του αγιασμού, εσημείωσεν επ’ αυτής με εν δάκτυλον του Μάρτυρος το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και, ω του θαύματος! ευθύς εφώναξεν εκείνη· «Αλλοίμονον εις εμέ, με έφαγεν ο κοψοκέφαλος Δημήτριος». Ταύτα δε λέγουσα μετά φωνής ησύχασε και ιάθη πλήρως, δια της χάριτος του Αγίου Μάρτυρος και εις το εξής υγίαινε και εσωφρόνει, δοξάζουσα τον εν τοις Αγίοις Αυτού δοξαζόμενον Θεόν και τον θείον αυτής ιατρόν και ευεργέτην Άγιον Δημήτριον. Άνθρωπος τις ασθενήσας, καθώς φαίνεται, εκ συνεργείας δαιμονικής, έβλεπεν, εκείνος μόνος, αιθίοπα τινά τόσον υψηλόν και μεγάλον, ώστετου εφαίνετο, ότι έφθανεν έως των νεφών, εγίνετο δε όλος ως φοβερώτατον τι και ασχημότατον στόμα και εδείκνυεν, ότι ορμά να τον καταπίη. Φοβερόν το θέαμα! Ρώσαι ημάς, Κύριε, εκ της επηρείας των πονηρών δαιμόνων! Ο δε άθλιος ασθενής, από τον υπερβολικόν και απερίγραπτον φόβον, ο οποίος τον κατελάμβανεν, εταράσσετο και έκαμνεν όλα εκείνα τα σχήματα από τα οποία υποφέρουν οι σεληνιαζόμενοι με υπερβάλλουσαν όμως βίαν πάσχων ταύτα. Όθεν ήτο φρικτόν και ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας. Η τόσον όμως μεγάλη και φοβερά αύτη επήρεια και ενόχλησις του διαβόλου, με ολίγον αίμα του Νεομάρτυρος Δημητρίου, δια του οποίου εχρίσθη ο πάσχων, ηφανίσθη παντελώς και εις το εξής έμεινεν ανενόχλητος ο άνθρωπος, δοξάζων τον Θεόν τον ούτω δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Αλλά και παιδίον τι το οποίον εκινδύνευσεν εις θάνατον από βαρυτάτην ασθένειαν και όλοι το είχον αποφασισμένον, ευθύς ως το άχνισαν οι γονείς του δι’ ελαχίστου τεμαχίου εκ του υποκαμίσου του Αγίου ιατρεύθη, παρά πάσαν περί τούτου ελπίδα. Αλλά και άλλη τις γυνή, έχουσα τυφλόν τον ένα οφθαλμόν της και χρισθείσα δια του αγίου αίματος του Μάρτυρος, έλαβε παραδόξως το φως του οφθαλμού της. Ούτω λαμπρώς, αδελφοί, εδόξασε και δοξάζει ο Θεός τον θείον αυτού Μάρτυρα Δημήτριον, διότι και εκείνος ο αοίδιμος λαμπρώς εδόξασε τον Θεόν και καλώς εθεράπευσεν Αυτόν με τους αγώνας του Μαρτυρίου του και με τα θεία έργα της υπερθαυμάστου μετανοίας του, την οποίαν, ως και την συντριβήν και τα δάκρυα και όλα τα άλλα έργα της μετανοίας αυτού, άξιον είναι και ημείς να μιμούμεθα δια τας αμαρτίας μας, με τας οποίας καθ’ εκάστην παραπικραίνομεν και εις αγανάκτησιν κινούμεν τον Πλάστην μας. Δια του τρόπου τούτου θέλομεν φανή, ότι ελάβομεν καρπόν τινα από την διήγησιν του ιερού τούτου Μαρτυρίου, την οποίαν ηκούσαμεν, άλλως ματαία και άσκοπος θέλει γίνει δι’ ημάς η θαυμαστή αύτη διήγησις και ανάγνωσις και όχι μόνον ματαία, αλλά και εις κατάκρισιν ημών θέλει αποβή, διότι καταφρονούμεν τα καλά και δεν προαιρούμεθα να διορθώσωμεν την διεστραμμένην ζωήν μας και να εξιλεώσωμεν τον Δεσπότην δια τα πλήθη των ανομιών μας με την μετάνοιαν, την οποίαν πρέπει να κάμνωμεν αληθινήν και τελείαν, δια των ευπροσδέκτων πρεσβειών του καλλινίκου και πανθαυμάστου Νέου Μάρτυρος Δημητρίου. Αμην.
Όθεν, στενοχωρημένοι οι παίδες από την πτωχείαν και περιφρονημένοι και μεμισημένοι από την μητρυιάν, ανεχώρησαν εκείθεν και ο μεν πρώτος αδελφός μετέβη εις την Τρίπολιν και έγινεν υπηρέτης εις τουρκικήν τινά οικογένειαν, ο δε Δημήτριος προσεκολλήθη εις τινας κτίστας, οι οποίοι κατά το σύνηθες εις αυτούς περιεπάτουν από τόπου εις τόπον δια να κτίζουν οικοδομάς. Όθεν μετά καιρόν ήλθον και εις την Τρίπολιν, έχοντες μαζί των και τον Δημήτριον, όστις συνανεστρέφετο εκεί με τουρκόπαιδας. Ελθών δε ποτε εις προστριβάς μετά των ανθρώπων εκείνων, ανεχώρησεν απ’ αυτούς, δια μικράν τινα αφορμήν, και εγένετο υπηρέτης εις τουρκικήν τινά οικογένειαν. Εκεί όμως παρακινούμενος ολίγον κατ’ ολίγον από τους ασεβείς, ηπατήθη από την νηπιοφροσύνην του και ηρνήθη, φεύ! την Αγίαν Πίστιν τού Χριστού δεχθείς δε την ιδικήν των θρησκείαν και περιτμηθείς έμεινε μετ’ αυτών. Μαθών τούτο ο μεγαλύτερος αδελφός του μετέβη εις συνάντησίν του και ιδών τούτον ενδεδυμένον τουρκικά ενδύματα, αντί να λυπηθή και να τον ελέγξη και όσον ήτο δυνατόν εις αυτόν να τον ονειδίση δια το κακόν το οποίον έκαμε, να αφήση δηλαδή την αληθινήν Πίστιν του Χριστού και να δεχθή την βδελυράν εκείνην θρησκείαν και με τρόπον κατάλληλον να τον νουθετήση προς επιστροφήν και μετάνοιαν, εζήλωσε και αυτός ο δυστυχής να πέση, φεύ! εις το ίδιον φοβερόν παράπτωμα της αρνήσεως. Όθεν λέγει προς τον αδελφόν του· «Θέλω και εγώ να γίνω όπως και συ». Ο αδελφός του τότε ευρέθη πρόθυμος και του είπε να γίνη· όθεν ετούρκευσε και αυτός. Ω της δυστυχίας! Φεύ της ελεεινής συμφοράς! Αλλά ποία τα μετά ταύτα; Ο δυστυχής Ηλίας ο πατήρ αυτών επληροφορήθη την συμφοράν των τέκνων του και λυπηθείς σφόδρα ανεχώρησεν, επιθυμών να τα συναντήση· αλλά πως ήτο δυνατόν; Τι έκαμε τέλος με τον μεγαλύτερον υιόν αγνοούμεν. Ούτος δε ο Δημήτριος, όστις ήτο ο μικρότερος, ακούσας ότι τον ζητεί ο πατήρ του, εκρύβη και δεν ετόλμησε να παρουσιασθή, αφ’ ενός μεν από την εντροπήν του, αφ’ ετέρου δε από τον φόβον του αγά του. Ούτως επέστρεψεν ο άθλιος πατήρ άπρακτος, χωρίς να ίδη τον υιόν του και να του είπη τίποτε, καθώς είχεν πόθον. Είπον ότι έφυγεν άπρακτος ο πατήρ, αλλά μετέπειτα απεδείχθη ότι δεν έμεινε παντελώς άκαρπος και ανωφελής ο κόπος του. Διότι, πρώτον μεν ο καλός Δημήτριος ήρχισε να συλλογίζεται καθ’ εαυτόν τα σπλάγχνα τα πατρικά, να συλλογίζεται, λέγω, ποίαν και πόσην λύπην επροξένησεν εις τον πατέρα του δια την άρνησιν της Πίστεως και δια το ότι δεν παρουσιάσθη ούτε να τον ίδη καν, ενώ εκείνος προς χάριν του υπέμεινε τόσον μακράν οδοιπορίαν. Δεύτερον δε ήρχισε να αισθάνεται το κακόν, το οποίον έπαθε, να αρνηθή τον Χριστόν. Έτι δε και άλλους θειοτέρους λογισμούς επιστροφής και μετανοίας ήρχισε να φέρη εις τον νουν του ο μακάριος, εκ των τοιούτων δε λογισμών ήρχισε να λυπήται περισσότερον και να κατακρίνη τον εαυτόν του και δια την άρνησιν και δια την ασπλαγχνίαν την οποίαν έδειξε προς τον πατέρα του, τον οποίον, αν έβλεπεν, ίσως ήθελεν εύρει τον τρόπον να φύγη μετ’ αυτού και να λυτρωθή από την ασέβειαν. Τοιούτους λοιπόν σωτηρίους λογισμούς έχων ο αοίδιμος και ευκαιρίας τυχούσης, καθώς επόθει, έφυγεν εκείθεν κρυφίως μόνος, δια να υπάγη προς τον πατέρα του· μη γνωρίζων δε τον δρόμον, κατήντησε το βράδυ εις χωρίον τι καλούμενον Στεμνίτσα και έμεινεν εκεί κατά την νύκτα εκείνην, φιλοξενηθείς από φιλόξενον τινα γυναίκα. Εις ταύτην φανερώσας ο Άγιος τον σκοπόν του επληροφορήθη παρ’ αυτής, ότι ο δρόμος εκείνος δεν οδηγεί προς τον πατέρα του, αλλά πρέπει να επιστρέψη προς τα οπίσω και να εύρη οδηγόν, όστις να του δείξη την οδόν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση. Επέστρεψε λοιπόν εις την Τρίπολιν και μετέβη πάλιν εις την ιδίαν τουρκικήν οικογένειαν, εις την οποίαν ήτο και πρότερον και έμεινε πάλιν εις αυτήν υπηρέτης, έχων κατά νουν να μείνη εκεί, έως ότου εύρη οδηγόν. Επειδή δε εγνώριζε και την τέχνην του αγά του, όστις ήτο κουρεύς, ειργάζετο εις το εργαστήριον εκείνου, έχων όμως έσωθεν πάντοτε μαστίζουσαν δεινώς την συνείδησιν. Όθεν ευρών μετ’ ολίγον Χριστιανούς τινάς, οίτινες ήθελον να μεταβούν εις την Σμύρνην, μετέβαλε γνώμην και δεν ηθέλησε να υπάγη πλέον προς συνάντησιν του πατρός του· και τούτο ήτο ίσως οικονομία Θεού, του θέλοντος πάντας σωθήναι. Αφού λοιπόν έφυγεν εκείθεν κρυφίως, ήλθεν εις τους Μύλους του Άργους, όπου ευρών πλοίον επεβιβάσθη εις αυτό μετά των άλλων και έπλευσαν προς την Σμύρνην. Εκείθεν ο Άγιος μετέβη εις την Μαγνησίαν, διότι έμαθεν, ότι ήσαν εκεί γνώριμοί του τινές και έμεινε μετά τινος εξ αυτών, εις τον οποίον μετά καιρόν διηγήθη όλα τα συμβάντα, ακόμη δε είπε προς αυτόν ότι ποθεί και θέλει να εύρη Πνευματικόν αρμόδιον, προς τον οποίον να εξομολογηθή την αμαρτίαν του και να κάμη την πρέπουσαν μετάνοιαν. Εκείνος δε, συλλογιζόμενος το επικίνδυνον του τόπου και ότι εκεί μέσα εις τόσην ασέβειαν δεν είναι δυνατόν να κατορθωθή παρόμοιον πράγμα χωρίς κίνδυνον, εζήτει να εύρη τόπον ασφαλή να τον στείλη. Ταύτα εκείνος εσκέπτετο· επειδή όμως ηπλώθη τότε μεγάλη επιδημία πανώλους εις την Μαγνησίαν και αυτός κατέφυγε μετά του Δημητρίου εις χωρίον τι, εις το οποίον ήσαν όλοι συμπατριώται των Χριστιανοί, ανεκοίνωσεν εις τινας φιλοχρίστους τον σκοπόν τού Δημητρίου και ευρέθη, θείω ελέει, και ο τόπος και ο τρόπος, ως ήθελον. Ούτω, ευρών ο ευλογημένος Δημήτριος οδηγόν, μετέβη εις τας Κυδωνίας και εκείθεν διεπεραιώθη εις το Ιερόν Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, κείμενον μεταξύ Κυδωνιών και Μοσχονησίων εις μικράν νήσον, εις τόπον ακίνδυνον και εξομολογηθείς εις τον Ηγούμενον την αμαρτίαν του, εμυρώθη και ανέπαυσε μικρόν την συνείδησίν του. Το Μοναστήριον τούτο ήτο περίφημον εις εκείνα τα μέρη, δια τα θαύματα τα οποία ετελούντο συνεχώς εν αυτώ υπό του θείου Προδρόμου εις όσους προσέτρεχον εις αυτόν μετά πίστεως. Δια τούτο συνήγοντο εις αυτό πλήθος ανθρώπων από τα πλησιόχωρα μέρη φέροντες ασθενείς και ενοχλουμένους. Όθεν ο Άγιος δια την των πολλών συνδρομήν ηναγκάσθη να φύγη εκείθεν και να μεταβή εις τα Μοσχονήσια. Ευρών δε εις την αγοράν εργαστήριον έγινε καφεπώλης και έμεινεν εκεί περί τον ένα χρόνον· αλλά και εκεί δεν ανεπαύετο. Φαίνεται ότι άλλο τι διελογίζετο η διάνοιά του, όπερ και η καρδία του επόθει δια να αναπαυθή. Όθεν ήλθε πάλιν εις το Μοναστήριον, εις προσκύνησιν της αγίας Εικόνος του Τιμίου Προδρόμου, του οποίου επικαλούμενος την βοήθειαν έταξε να προσφέρη μίαν αργυράν κανδήλαν. Έπειτα μεταβάς εις τας Κυδωνίας έγινε κουρεύς, πριν δε εισέτι συμπληρώσει εκεί ένα χρόνον εκέρδησεν από την τέχνην του υπέρ τα διακόσια γρόσια. Χωρίς τότε αναβολήν κατεσκεύασεν εις αργυροχόον ωραίαν τινά και μεγάλην κανδήλαν, κατά την υπόσχεσίν του, δια να την προσφέρη εις τον Τίμιον Πρόδρομον, κρίνων ως θαύμα του Αγίου το ανέλπιστον εκείνο κέρδος· διότι πρότερον, οίαν δήποτε εργασίαν και αν επεχείρει, μηδαμινόν τι κέρδος απεκόμιζεν. Έκτοτε ήρχισε να γεννάται εις την καρδίαν του ο πόθος και ολίγον κατ’ ολίγον να ανάπτη η φλοξ της του Χριστού αγάπης. Συνέπεσε δε κατά τον ίδιον καιρόν να μεταβή εκεί εις συμπατριώτης του έμπορος, εις τον οποίον, αφού συνεδέθη δια φιλίας, διηγήθη όλα τα συμβάντα εις αυτόν· εκείνος δε του ανέγνωσε διάφορα Μαρτύρια Αγίων Νεομαρτύρων από το νεοτύπωτον τότε «Νέον Μαρτυρολόγιον». Ακούων δε ο μακάριος τα Μαρτύρια των Αγίων Νέων Μαρτύρων και πληροφορούμενος, ότι εκείνος όστις θέλει αρνηθή τον Χριστόν έμπροσθεν των ανθρώπων, θέλει τον αρνηθή και ο Χριστός έμπροσθεν του Πατρός Του του εν ουρανοίς, ήρχισε να αισθάνεται και πάλιν τον θείον εκείνον πόθον, τον οποίον είχε και πρότερον και η φλοξ της του Κυρίου αγάπης, ήτις έκαιε την καρδίαν του, ήρχισε να του προξενή τον πόθον και την αγάπην του Μαρτυρίου. Όχι δε απλώς πόθον και αγάπην, αλλά φλόγα λαμπράν του ήναψε μέσα εις την καρδίαν, να αποθάνη υπέρ της αγάπης του Χριστού. Όθεν απεφάσισε να μεταβή εκεί όπου Τον ηρνήθη πρότερον, να Τον ομολογήση και πάλιν και ούτω να πληρώση το χρέος του και να εξαλείψη την ανομίαν του. Εγκατέλειψε λοιπόν την τέχνην του και ελθών εις το Μοναστήριον εφιέρωσε την κανδήλαν εις τον Τίμιον Πρόδρομον, επικαλούμενος αυτόν να τον βοηθήση εις την ανάγκην εις την οποίαν ευρίσκετο. Έπειτα παρουσιάσθη εις τον Ηγούμενον και εξομολογούμενος εις αυτόν τον σκοπόν του, τον παρεκάλει να τον συμβουλεύση και να τον καθοδηγήση εις εκείνο το οποίον πρέπει να κάμη. Εκείνος δε τον έστειλε με επιστολήν του εις την Χίον προς τινα Πνευματικόν Πατέρα, τον οποίον εγνώριζε, και τοιουτοτρόπως ήλθεν εις την Χίον. Τότε ο Πνευματικός εκείνος τον υπεδέχθη με πάσαν ευμένειαν και αγάπην. Αφού δε επληροφορήθη αμέσως εκ του στόματος του ιδίου του Δημητρίου όλα εκείνα, τα οποία προηγουμένως άλλοι του συνέστησαν και ήκουσε και τον σκοπόν τον οποίον είχε, να παρουσιασθή και να ομολογήση Εκείνον τον οποίον παλαιότερον ηρνήθη, τον παρηγόρησεν ικανώς δια την άρνησιν λέγων προς αυτόν να ελπίζη μετά βεβαιότητος εις το άπειρον πέλαγος της ευσπλαγχνίας του Θεού, τον επήνεσε δε μετρίως δια την προθυμίαν την οποίαν είχε δια τον υπέρ Χριστού θάνατον. Μετά δε ταύτα του λέγει και τα εξής· «Όταν, τέκνον, το καλέση η ανάγκη, πρέπει απαραιτήτως να μη λυπούμεθα την ζωήν μας δια την αγάπην του Χριστού». Αφού λοιπόν με τοιούτους και παρομοίους άλλους λόγους τον έκαμε να σκιρτήση η καρδία του από χαράν πνευματικήν και να κυριευθή όλως δι’ όλου από την αγάπην τού Πνευματικού του Πατρός ως εσαγηνεύθη η καρδία τής Πρωτομάρτυρος Θέκλης από την αγάπην και τους λόγους του θείου Αποστόλου Παύλου και αφού τον προητοίμασε εις το να αποκρεμασθή παντελώς από την γνώμην και την απόφασιν του Πνευματικού, τότε πλέον του λέγει και τα εξής: «Δημήτριε, τέκνον μου αγαπητόν εν Κυρίω, πρέπει να γνωρίζης αναμφιβόλως, ότι δεν υπάρχει καμμία αμαρτία, όσον μεγάλη και αν είναι, η οποία να νικά την ευσπλαγχνίαν του Θεού και η οποία να μη δύναται να συγχωρηθή με την ιεράν εξομολόγησιν και την μετάνοιαν. Έχομεν εν τη Εκκλησία σεσωσμένους δια της μετανοίας, ασώτους, τελώνας, πόρνας και πολλούς εξωμότας ως και αρνητάς του Χριστού κατά τον καιρόν των διωγμών. Υπεράνω δε πάντων των άλλων έχομεν τον πρωτόθρονον και κορυφαίον των Αποστόλων Πέτρον, ο οποίος, δια μετανοίας και δακρύων, εθεράπευσε την τριττήν άρνησιν, ότε ηρνήθη τον Χριστόν κατά τον καιρόν του Σωτηρίου Πάθους. Όθεν δύνασαι και συ να υπάγης εις τόπον τινά ησυχαστικόν και δια της μετανοίας να εξαλείψης την ανομίαν σου και να σωθής. Ίσως μου είπης, συνέχισε λέγων ο Πνευματικός, διατί πολλοί άλλοι δεν ευχαριστούνται να θεραπεύσουν την αμαρτίαν της αρνήσεώς των δια της μετανοίας, αλλά δια του Μαρτυρίου και του θανάτου; Άκουσον, τέκνον, η μετάνοια είναι έργον πολυχρόνιον και εκείνος, όστις θέλει να σωθή δια της μετανοίας είναι ανάγκη να έχη καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην έως ότου ζη και να λυπήται και να κλαίη καθ’ όλην του την ζωήν διότι ήμαρτεν, έστω και αν η αμαρτία του έχει συγχωρηθεί, καθώς τούτο έπραττε και ο θείος Πέτρος, όστις πικρώς εθρήνει καθ’ όλην αυτού την ζωήν, όταν ήκουε την φωνήν του αλέκτορος. Και όπως και ο Προφητάναξ Δαβίδ θρηνών έλεγεν· «Η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστι διά παντός» (Ψαλμ. ν:5). Επειδή λοιπόν είναι ενδεχόμενον να μη κάμνουν την απαιτουμένην μετάνοιαν ή να πέσουν και εις άλλας νέας αμαρτίας, δια τούτο τρέχουν εις το Μαρτύριον, δια να φθάσουν το συντομώτερον εις τον Παράδεισον· επειδή το Μαρτύριον είναι βάπτισμα δια του αίματος γινόμενον. Καθώς δε λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, δεν φοβείται ο βαπτισθείς δια του Μαρτυρίου να μολυνθή με δευτέρους μολυσμούς αμαρτίας. Λέγει δε και ο ιερός Κλήμης ο Στρωματεύς, ότι το Μαρτύριον είναι αποκάθαρσις αμαρτιών μετά δόξης. Όθεν καλόν είναι το Μαρτύριον, μάλιστα πολύ καλλίτερον και ενδοξότερον από την απλήν μετάνοιαν. Εγώ όμως βλέπων την νεανικήν σου ηλικίαν, σε συμβουλεύω να παραιτηθής από το Μαρτύριον, δια το άδηλον της εκβάσεως και να επιμεληθής τα έργα της μετανοίας. Διότι, κατά τον λόγον του Κυρίου, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής· και ίσως να μη δυνηθής να βαστάσης τα βάσανα του Μαρτυρίου μέχρι τέλους και να πέσης εις το ίδιον παράπτωμα, ενώ δύνασαι να εγερθής εκ του πτώματος δια της μετανοίας». Ταύτα και άλλα πολλά παρόμοια είπεν εις τον Μάρτυρα ο Πνευματικός εκείνος, εξάπτων εις αυτόν τον πόθον του Μαρτυρίου, αλλά συγχρόνως και συγκρατών αυτόν από του να ορμήση αλόγως και απερισκέπτως εις εν τόσον μέγα και επικίνδυνον έργον. Ακούων δε ο ευλογημένος Δημήτριος τας θείας εκείνας παραινέσεις και συμβουλάς του Πνευματικού και φυλάττων το πρέπον σέβας προς αυτόν, εσιώπα και δεν ηναντιούντο παντελώς εις τους λόγους του. Εσιώπα μεν, αλλά το πυρ της προς Χριστόν αγάπης ελάλει ενεργητικώτερον και δραστικώτερον μέσα εις την καρδίαν του. Όθεν ήναψε τούτο σφοδρώς την καρδίαν του και τον παρώτρυνε να αγωνίζεται αγώνας πολλούς, νηστείας δηλονότι, μεγάλας προσευχάς, αδιαλείπτους και αδικόπους αγρυπνίας σχεδόν ολονυκτίους, γονυκλισίας αμετρήτους και παρακλήσεις και δεήσεις εις την Θεοτόκον, την μεσίτριαν των αμαρτωλών, θερμάς και πολλάς. Εις τόσην δε συντριβήν και κατάνυξιν ήλθεν εκ τούτων απάντων, ώστε έκλαιε πικρώς, ως άλλος Πέτρος, ανεστέναζεν οδυνηρώς εκ βάθους καρδίας, ως ο Τελώνης, και επεκαλείτο την Θεοτόκον εις βοήθειαν. Ο μακάριος όμως Δημήτριος ταύτα πάντα ενόμιζεν ολίγα προς εξιλέωσιν του Θεού και του εφαίνοντο μικρά προς ικανοποίησιν του μεγίστου αμαρτήματος της αρνήσεως. Εκτύπα λοιπόν σφοδρώς δια των χειρών του το στήθος, το πρόσωπον και την κεφαλήν του και τόσον βαρέως, ώστε πολλάκις έτρεχον τα αίματα από τους μυκτήρας του. Ποίος ήθελεν ίδει αυτόν, ας ήτο και ο πλέον σκληροκάρδιος και να μη κινηθή εις οίκτον και συμπάθειαν; Ο ίδιος εκείνος Πνευματικός, όστις τον εξωμολόγησε και όστις και πάντα τα κατά τον Δημήτριον παρέδωκεν ημίν να γράψωμεν (ταύτα λέγει ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος) έλεγεν εις ημάς· «Ημείς μέχρι τινός, βλέποντες τα αίματα τρέχοντα, ενομίζαμεν ότι κατά συμβεβηκός αιμορραγεί εκ της ρινός, επειδή εκείνος ο μακάριος έκρυπτεν όσον ηδύνετο την αιτίαν και μόνος ο των κρυπτών γνώστης Θεός ήθελε να την γνωρίζη. Κατόπιν όμως, παρατηρήσαντες και γνωρίσαντες το πράγμα, υπερεθαυμάσαμεν και συνετρίβη η καρδία μας από την συμπάθειαν· όχι δε τούτο μόνον έκαμνε κρυφίως και δεν ήθελεν άλλος τις να το γνωρίζη, αλλά και άλλο παρόμοιον. Τόπος κεκαλυμμένος ήτο εκεί παράμερα εις την υπώρειαν του βουνού, από το οποίον έτρεχεν ύδωρ. Ήτο δηλαδή υπόγειος τις στοά, από την οποίαν ήρχετο το νερό, αυτήν δε την στοάν είχεν ο ευλογημένος Δημήτριος εργαστήριον ιερόν της πνευματικής του εργασίας και εκεί μέσα προσηύχετο μόνος προς μόνον τον ποθούμενόν του Χριστόν και δια δακρύων και στεναγμών προητοίμαζεν ο αοίδιμος τον εαυτόν του δια τους αγώνας του Μαρτυρίου. Και πότε έκαμε τούτο; Ω και τι δεν κάμνει η θερμή αγάπη προς τον Χριστόν! Πότε ηγωνίζετο μέσα εις τον ψυχρότατον εκείνον τόπον; Εις εποχήν χειμώνος, ότε ήτο υπερβολικόν και ανυπόφορον ψύχος· τόσον δε σφοδρόν ρίγος εδοκίμαζεν, ώστε μη υποφέρων έκοψε μικρόν τεμάχιον από παλαιόν τι σκέπασμα, το οποίον είχε, και έρριπτεν αυτό επάνω του προς μικράν παρηγορίαν, μη θέλων να ζητήση κανέν ένδυμα, δια να μη γνωρίσωμεν ημείς την κρυπτήν του άσκησιν και τον αγώνα του. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον καλώς ετοιμασθείς, εξωμολογήθη τελευταίον και εις άλλον κυρίως και ενεργεία Πνευματικόν Ιερομόναχον, διότι ο πρώτος Πνευματικός, περί του οποίου εκάμαμεν ανωτέρω λόγον, δεν εξετέλει το της πνευματικής διακονίας έργον. Εις τον Πνευματικόν αυτόν εξωμολογήθη ο μακάριος Δημήτριος όλας τας αμαρτίας του, όσας ήμαρτεν ως άνθρωπος εις όλην του την ζωήν, δια λεπτομερούς και καθαράς εξομολογήσεως. Αφ’ ου δε και ο Πνευματικός αυτός τον ενουθέτησε πατρικώς και ως έπρεπε, τον συνεβούλευσε να προτιμήση, ως ασφαλεστέραν, την εν ησυχία μετάνοιαν και να λείψη από το Μαρτύριον. Αυτός όμως πάλιν εσιώπα και ουδέν απεκρίθη· αλλ’ η προλαβούσα ησυχία και οι της μετανοίας καρποί, τους οποίους συνεχώς εξ αυτής απεκόμιζε, του ήναψαν μεγάλην φλόγα δια το Μαρτύριον, σιωπών δε άλλο τι δεν εφαντάζετο και άλλο δεν επόθει παρά μόνον το Μαρτύριον· καμμία δε δύναμις λόγων δεν ηδυνήθη να του μεταβάλη τον λογισμόν και να τον εμποδίση από του να πραγματοποιήση το υπέρ Χριστού Μαρτύριον και τον Θάνατον. Δια τούτο εσκίρτα η καρδία του και η διάνοιά του επτερούτο από την ανάγνωσιν των νέων Μαρτυρίων, τόσον ώστε δεν εζόρταινε να ακούη ταύτα όλην την ημέραν· αλλά και την νύκτα παρεκάλει αδελφόν τινα και συνηγρύπνει μαζί του, όστις κατά το περισσότερον μέρος της νυκτός τού ανεγίνωσκε τα νέα Μαρτύρια. Ούτως από ημέρας εις ημέραν και από ώρας εις ώραν «αναβάσεις» θείου πόθου και αγάπης «εν τη καρδία αυτού», κατά τον Προφήτην, «διέθετο» (Ψαλμ. πγ:6), και τέλος πάντων τόσον παρεκινήθη και εθερμάνθη εις το Μαρτύριον, από τον ζήλον και την μίμησιν των νέων Μαρτύρων και τόσον ήναψεν από τον πόθον του Ιησού Χριστού, ώστε του εφαίνετο, ότι με μόνην την ροήν του αίματός του θέλει σβύσει την νοητήν εκείνην φλόγα την καταφλέγουσαν την καρδίαν του. Ω έρως! Ω πόθος! Ω αγάπη διάπυρος! την οποίαν άλλος τις δεν δύναται να εννοήση, παρά μόνον εκείνος όστις ήθελε καθαρίσει την καρδίαν του και κάμει αυτήν αξίαν τοιαύτης αγάπης. Βεβαιότατα, αδελφοί, «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε:13), καθώς είπεν ο Κύριος. Δια ταύτα πάντα, μη δυνάμενος να αναβάλη πλέον τον καιρόν, ο Δημήτριος εζήτησε την άδειαν από τον προρρηθέντα Πνευματικόν Πατέρα να υπάγη εις την Πελοπόννησον, αφ’ ενός μεν δια να ομολογήση τον Χριστόν, εκεί όπου αφρόνως τον ηρνήθη, αφ’ ετέρου δε δια να εύρη τον αυταδελφόν του και να τον παρακινήση δια λόγων τε και έργων εις το να ομολογήση και εκείνος τον Χριστόν, ή τουλάχιστον να έλθη εις αίσθησιν του καλού, το οποίον έπραξε και να μετανοήση, δια να κάμη την πρέπουσαν διόρθωσιν· διότι τον έτυπτεν η συνείδησις δια τον λόγον τον οποίον του είπε και ήθελε να διορθώση και τούτο το σφάλμα του. Ο δε Πνευματικός, βλέπων τον αμετάθετον σκοπόν του και το στερεόν της γνώμης του, εχάρη καθ’ εαυτόν και τον Θεόν εδόξασεν εξ όλης ψυχής και καρδίας. Έπειτα συνεβούλευσεν αυτόν τα δέοντα και επευξάμενος επ’ αυτού ολοψύχως, τον απέλυσεν εν ειρήνη, εγχειρίσας εις αυτόν και επιστολήν προς τον εν Πελοποννήσω σεβάσμιον Ιεροκήρυκα (ούτος ήτο ο εν Πελοποννήσω Ιεροδιδάσκαλος Ησαϊας), δια της οποίας παρήγγειλεν εις αυτόν να ακολουθήση τας συμβουλάς του. Όθεν αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος και ευοδωθείς συν Θεώ εις την Πελοπόννησον, επήγεν εις το Άργος δια να συναντήση τον Ιεροδιδάσκαλον και να του εγχειρίση την επιστολήν. Αλλά μη ευρών αυτόν εκεί, έμεινεν εις ευλαβή τινά και φιλόξενον Χριστιανόν, εις τον οποίον εφανέρωσε τον σκοπόν του και έμενε μετ’ αυτού, έως ότου έλθη ο ειρημένος Ιεροδιδάσκαλος. Ο αδελφός δε εκείνος, φιλάρετος ων, δεν παρέλειπε νύκτα και ημέραν από του να αναγινώσκη εις αυτόν το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και να του εξάπτη ζωηρώς τον έρωτα και την προθυμίαν εις το Μαρτύριον. Αλλά τας προσευχάς, τας νηστείας και τα θερμά δάκρυα και όλην την άλλην κακουχίαν όπου ο Μάρτυς έκαμνεν εις το Άργος, ποία γλώσσα δύναται να διηγηθή αξίως και τις κάλαμος να περιγράψη; Αι προσευχαί του κατά μεν την νύκτα ήσαν ολονύκτιοι, κατά δε την ημέραν ακατάπαυστοι. Η νηστεία του ήτο παράδοξος, διότι καθώς μαρτυρεί φιλαλήθως ο αιδεσιμώτατος Σακελλάριος Ιερεύς Αντώνιος μίαν μόνον φοράν ανά οκτώ ημέρας έτρωγεν ολίγον τι, κατά τας ημέρας εκείνας κατά τας οποίας ευρίσκετο εις το Άργος. Τα δάκρυά του ήσαν πηγή αέναος, ο δε πόθος και η προθυμία του δια το Μαρτύριον εγνωρίζετο και από τα εξωτερικά ταύτα σημεία, ποία όμως κάμινος ή ποία φλοξ πυρός ήναπτε μέσα εις την καρδίαν του, ούτε εκείνος ο ίδιος ηδύνατο να το εκθέση δια λόγων. Όταν λοιπόν παρήλθεν η Αγία και Μεγάλη Εβδομάς των Παθών του Κυρίου μας, καθώς επίσης και η Διακαινήσιμος και ο ειρημένος διδάσκαλος δεν ενεφανίσθη, δεν ηδυνήθη πλέον να υπομείνη ο τρισόλβιος. Όθεν, εξαφθείς από φλόγα απροσμετρήτου προθυμίας, έλεγεν εις τον αδελφόν· «Να υπάγω, αδελφέ, να υπάγω· δεν υπάρχει πλέον καιρός αργοπορίας, ούτε καιρός στοχασμού, αλλά καιρός αποδημίας».Συνοδευθείς τότε από θεοσεβή τινα Χριστιανόν, ήλθον κατ’ ευθείαν εις την Ιεράν Μονήν, την καλουμένην Κηπιανά. Εκεί εξωμολογήθη και διήλθεν άγρυπνος όλην την νύκτα, μετά δακρύων και προσευχών, με τα οποία καλώς ετοιμασθείς, έφθασεν εις την Τρίπολιν, κατά την δευτέραν ημέραν της εβδομάδος του Θωμά, ευθύς δε μετέβη εις την οικίαν Χριστιανού τινός συντρόφου του πρώην αυθέντου του Αγαρηνού και εχαιρέτισεν πάντας τους εν αυτή με το «Χριστός Ανέστη», τον σωτήριον ασπασμόν. Γνωρίσαντες δε εκείνοι αυτόν και μαθόντες τον σκοπόν του, μεγάλως εφοβήθησαν. Κατά την ιδίαν εκείνην εσπέραν ο ευλογημένος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος συνήντησε και Ιερωμένους τινάς ευλαβείς, καθώς και τους εγκρίτους εκ των λαϊκών, προς τους οποίους ανεκοίνωσε την κατάστασίν του και την σταθεράν του απόφασιν να παρουσιασθή. Ούτοι δε πολλά ειπόντες δεν παρέλειψαν από του να προσπαθήσωσι να τον εμποδίσωσιν από του σκοπού του, επισείοντες κατ’ αυτού τους επικρεμαμένους κινδύνους. Έπραττον δε τούτο, φοβούμενοι την ανθρωπίνην ασθένειαν και τον κίνδυνον, όστις ίσως ήθελεν επακολουθήσει και εις τους άλλους Χριστιανούς. Ο δε μακάριος μετά μεγίστης ταπεινώσεως έδιδε τας αποκρίσεις του εις όσα τον ηρώτων, λέγων· «Θαρσείτε, αδελφοί μου, διότι εγώ προσήλωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον Εσταυρωμένον μου Ιησούν και ελπίζω εις την άπειρον παντοδυναμίαν Του, ότι καθώς ενεδυνάμωσεν όλους τους Αγίους Μάρτυρας, ούτω θέλει ενδυναμώσει και εμέ τον άθλιον, ίνα εξαλείψω την αμαρτίαν μου με την θυσίαν του αίματός μου». Ο ανωτέρω αναφερόμενος Ιερεύς Αντώνιος εκάλεσε και πάλιν τον Μάρτυρα και ωμίλησε προς αυτόν ιδιαιτέρως περί του ιδίου θέματος, εμποδίζων με διαφόρους λόγους τον Άγιον από το Μαρτύριον. Αλλ’ επειδή δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, τέλος του λέγει· «Ας κάμωμεν, τέκνον, την νύκτα ταύτην θερμήν δέησιν εις τον Θεόν και ό,τι μας οδηγήση, ας πράξωμεν αύριον». Υπήκουσε τότε μετά χαράς ο ευλογημένος Δημήτριος και έφυγεν ίνα διαμείνη εις την Εκκλησίαν του εν Αγίοις Πατρός ημών Νικολάου, άνωθεν της Τριπόλεως, ο δε Σακελλάριος μετέβη εις την Μητρόπολιν. Και ο μεν Δημήτριος έμεινεν άγρυπνος και προσευχόμενος καθ’ όλην την νύκτα. Ο δε Ιερεύς απεκοιμήθη και ιδού βλέπει κατ’ όναρ στράτευμα φοβερόν εκ πλήθους στρατιωτών αποτελούμενον και εν παρατάξει βασιλική παρατεταγμένον. Εις το μέσον της παρατάξεως ταύτης έβαινεν άμαξα χρυσοστολισμένη, την οποίαν έσυρον δύο λευκοί ίπποι, όλα δε αυτά εφαίνοντο ότι γίνονται εντός της Τριπόλεως. Ο αμαξηλάτης της αμάξης εκείνης ήτο ωραιότατος τις άνθρωπος, ξανθός, ολιγογένειος, δια λευκών και πρασίνων ενδυμάτων ενδεδυμένος, από δε της οσφύος αυτού εκρέματο μάχαιρα μεγάλη. Τούτον ηκολούθει ο Μάρτυς Δημήτριος, έχων εις την κεφαλήν του σινδόνα λευκήν και πλησιάσας τον Ιερέα, του είπε δύο φοράς με ταπεινήν φωνήν· «Σήκω τώρα, σήκω τώρα». Επειδή δε εκείνος συνέχιζε κοιμώμενος, λαβών αυτόν από της χειρός ο Δημήτριος του εφώναξε και δια τρίτην φοράν, λέγων με μεγάλην φωνήν· «Σήκω τώρα, διότι είναι καιρός». Ευθύς τότε έντρομος γενόμενος ο Ιερεύς εξύπνησε, τόσον δε καλά ήσαν τετυπωμένα μέσα εις την φαντασίαν του όλα αυτά, το οποία είδεν, ώστε ως ο ίδιος ωμολόγει μετά ταύτα δεν ενόμιζεν ότι είδεν όνειρον τι, αλλ’ ότι εν εγρηγόρσει είδεν όσα είδε. Μάλιστα του εφαίνετο ότι έβλεπεν ακόμη εμπρός του τα ίδια. Εξελθών ακολούθως από την οικίαν του εισήλθεν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου και έκαμε προσευχήν, ευθύς δε κατόπιν εξεκίνησε προς τον δρόμον του Αγίου Νικολάου. Ιδών ο Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος από μακράν ερχόμενον τον Πνευματικόν, έτρεξεν εις προϋπάντησιν αυτού με φαιδρόν πρόσωπον και πλήρης χαράς. Αφού δε έφθασαν εκεί όπου διέμενεν, έξω εις τινας βράχους, τον ηρώτησεν ο Πνευματικός πως διήλθε την νύκτα· εκείνος δε απεκρίθη· «Καλώς Χάριτι θεία, και με την ευχήν σου». Τον ηρώτησε κατόπιν, εάν του έδειξεν ο Θεός κανέν σημείον και εκείνος απεκρίθη· «Όχι, δεν μου έδειξεν». Αλλ’ επειδή ο Πνευματικός είχεν ίδει την ανωτέρω αναφερομένην οπτασίαν, δεν τον επίστευσε, διαλογιζόμενος ότι εκείνος μάλλον θα έπρεπε να έχη ίδη αποκάλυψιν τινά, ως άξιος. Μάλιστα εσκέπτετο, ότι εάν του έλεγε ότι είδε, θα εβεβαιούτο και αυτός ότι και η ιδική του οπτασία ήτο αληθής και θεία. Δια τούτο τον εβίασε πολύ, έως ότου ο Μάρτυς τού απεκάλυψε την αλήθειαν, λέγων· «Αφ’ εσπέρας ήρχισα να προσεύχωμαι και περί την τετάρτην ώραν της νυκτός είδον θαυμαστήν τινα λάμψιν, και παρευθύς εκυκλώθην όλος από φως ουράνιον. Μέσα δε εις το φως αυτό είδον λευκοφόρον τινά άνδρα, όστις μου έλεγε· «Χαίρε Δημήτριε, μη φοβού, τρέχε εις τον αγώνα σου με θάρρος και εγώ είμαι μετά σου». Εγώ δε, συνέχισε λέγων ο Μάρτυς, εφοβήθην από την φοβεράν εκείνην οπτασίαν, πλην όμως έλαβον και θάρρος και δύναμιν, έρρητος δε χαρά επλημμύρισε την καρδίαν μου. Τότε από την έκπληξιν έπεσον εις την γην και προσηυχόμην. Μετά παρέλευσιν δε ώρας ικανής εγερθείς, είδον πάλιν τον άνθρωπον εκείνον ιστάμενον άνωθεν εμού και μοι είπε πάλιν τους ιδίους λόγους· εγώ δε έπεσον και πάλιν εις την γην από το μέγα θάμβος και την έκπληξιν του φωτός και της θεωρίας του ανδρός εκείνου. Πάλιν δε μεθ’ ώραν ικανήν εγερθείς, είδον τα αυτά και τους αυτούς λόγους ήκουσα. Τοιουτοτρόπως έμεινα γονυπετής εις την γην μέχρι της ογδόης ώρας και τότε, όταν και πάλιν ηγέρθην, εχάθη από τους οφθαλμούς μου ο θαυμαστός εκείνος άνθρωπος ομού και το φως». Ταύτα διηγήθη εις τον Πνευματικόν ο αοίδιμος. Μετά ταύτα, εξομολογηθείς ο μακάριος Δημήτριος μετά πολλών δακρύων, εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και ενδυναμωθείς δια του ουρανίου Άρτου, εισήλθε πάλιν εις την Τρίπολιν, τρέχων ως η ασματική Νύμφη, δια να εύρη τον γλυκύν και μυστικόν Νυμφίον της, περιήλθε δε τρεις φοράς την πόλιν, με φρόνημα γενναίον και με βάδισμα υπερήφανον, δια να γνωρισθή. Αλλ’ υπό μηδενός αναγνωρισθείς, επέστρεψε πάλιν εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, επειδή είχεν εντολήν από τον Πνευματικόν του Πατέρα Αντώνιον, εάν δεν γίνη αντιληπτός από τους Αγαρηνούς, να μη φανερωθή μόνος. Τότε μετέβη πάλιν προς συνάντησίν του ο ευλογημένος εκείνος Ιερεύς και ευρών αυτόν κλαίοντα μετά πολλού πόνου δια την αποτυχίαν του, λέγει προς αυτόν· «Μη λυπείσαι, αδελφέ, διότι δεν επέτυχες το παρά σου ποθούμενον· ο Θεός, όστις ερευνά τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τον πόθον σου και θέλει σε ανταμείψει, ως να ωλοκλήρωσας και την πράξιν το Μαρτύριον. Τώρα βέναια συ είσαι Μάρτυς τη προαιρέσει, ώστε αρκούντως εξεπλήρωσας το χρέος σου, εις το εξής δε άλλο δεν σου χρειάζεται ή να φυλάττης ακριβώς τας εντολάς του Θεού. όθεν ύπαγε εις άλλον τινά τόπον Χριστιανικόν, εις τον οποίον θα ημπορέσης να ζήσης ζωήν αγίαν και να ευαρεστήσης εις τον Θεόν». Ταύτα και άλλα τοιαύτα είπεν ο σεβάσμιος εκείνος Πατήρ· αλλ’ ο μακάριος Δημήτριος μετά την αποτυχίαν ησθάνετο, ότι η φλοξ του θεϊκού πόθου ήναψε περισσότερον εις την καρδίαν του και απεκρίθη μετά πόνου· «Μη γένοιτο, Πάτερ, μη γένοιτο, να σταθώ έως εδώ, πρέπει να αποθάνω, Πάτερ, να αποθάνω δια τον Ιησούν μου, τον οποίον αφρόνως ηρνήθην και να τον ομολογήσω ενώπιον των τυράννων τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον και δια το όνομά του το Άγιον να χύσω το αμαρτωλόν αίμα μου, δια να μου συγχωρήση ο Κύριος τας αμετρήτους αμαρτίας μου. Και αν ακόμη πρόκειται να μου κάμουν όλα τα βασανιστήρια του κόσμου, έτοιμος είμαι να τα δεχθώ δια την αγάπην του Σωτήρος μου». Ταύτα λοιπόν και άλλα παρόμοια ακούσας ο Ιερεύς και ιδών την τοσαύτην προθυμίαν τού Μάρτυρος, είπεν· «Ιδού ότι ίσταται ενταύθα αοράτως ο Κύριος ημών, τέκνον, και σε δέχεται προθύμως· ύπαγε λοιπόν δια να εκπληρώσης τον πόθον σου». Τότε ευθύς εγερθείς μετά χαράς ο Μάρτυς, μετέβη κατ’ ευθείαν εις το εργαστήριον του κουρέως πρώην αυθέντου του και ησπάσθη τους άλλοτε συναδέλφους του, με το «Χριστός ανέστη». Ερωτηθείς δε παρ’ αυτών ποίος είναι, απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Δηνήτριος, όστις μέσα εδώ, εις το κατηραμένον τούτο εργαστήριον, ηρνήθην τον Χριστόν μου, τον αληθινόν Θεόν· ήλθον δε τώρα να Τον ομολογήσω και πάλιν εδώ, όπου τον ηρνήθην, δια να λάβω και πάλιν τον θησαυρόν της Πίστεώς μου, τον οποίον απώλεσα». Ταύτα ακούσαντες οι Χριστιανοί εφοβήθησαν και έσπευσαν να αναχωρήσουν· εις δε τουρκόπαις του αυτού εργαστηρίου, συμμαθητής πρώην του Μάρτυρος, του λέγει· «Μεχμέτ, τι είναι αυτά τα οποία λέγεις; Ετρελάθης; Έλα εις τον νουν σου· δεν λυπείσαι την ζωήν σου; Αν ακούσουν αυτά οι Τούρκοι, θα σε θανατώσουν ευθύς». Ο δε μακάριος Δημήτριος απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ δια τούτο ήλθον· δια να χύσω το αίμα μου και να αποπλύνω με αυτό την εντροπήν της κατηραμένης σφραγίδος σας». Ο δε τουρκόπαις του λέγει· «Επειδή έχεις τοιαύτην απόφασιν, έλα μέσα εις την αυλήν να σε κόψω εγώ με το ξυράφι». Τότε ο αοίδιμος Δημήτριος με χαράν μεγάλην και ταχύτητα έτρεξεν εις την αυλήν και ήπλωσε παρευθύς τον λαιμόν του, λέγων· «Κόψε με, αν είσαι παλληκάρι· θα μου κάμης μεγάλην χάριν». Ο τουρκόπαις όμως έφριξε προ του τοιούτου θανάτου και της τόλμης του Μάρτυρος και εξελθών εκείθεν με τρόπον, είπεν· «Εύρε το από άλλον». Τι δε συνέβη μετά ταύτα; Εξήλθε και ο Άγιος Μάρτυς και εκάθησεν έξω από το εργαστήριον. Μετ’ ολίγον ήλθεν ο κατηραμένος Βελής ο πρώην αυθέντης του, όστις, ως είδε τον Μάρτυρα και επληροφορήθη τον σκοπόν του, επεχείρησε με απειλάς και με κολακείας πολλάς να τον πλανήση. Βλέπων όμως την αμετάτρεπτον απόφασίν του, υπεσχέθη να του δώση αργυρά νομίσματα δια να φύγη ευθύς την ώραν εκείνην και όπου θέλει ας υπάγη και ας είναι Χριστιανός. Ο δε τρισόλβιος Δημήτριος άλλο δεν έλεγεν, ει μη ότι: «Είμαι Χριστιανός, δεν φεύγω· ήλθον να ομολογήσω την Πίστιν μου και να χύσω το αίμα μου δια τον Χριστόν μου τον Εσταυρωμένον». Εν ω δε ταύτα συνέβαινον, διεδόθη εις τους Τούρκους η είδησις, ότι εις Χριστιανός, όστις είχε τουρκεύσει ήλθε τώρα και λέγει ότι είναι και πάλιν Χριστιανός και αρνείται την πίστιν των, την οποίαν πρωτύτερα εδέχθη. Εις λοιπόν εκ τούτων αιμοβόρος και σκληροτράχηλος ελθών εύρε τον Μάρτυρα καθήμενον και του λέγει· «Συ ήσουν Τούρκος· πως τώρα φορείς Ελληνικά ενδύματα και λέγεις ότι είσαι Χριστιανός;» Εις τούτον απεκρίθη ο Μάρτυς· «Χριστιανός ήμην, Χριστιανός είμαι και Χριστανός θέλω να αποθάνω». Όθεν ο δυσσεβέστατος εκείνος ήρπασε τον ευλογημένον Δημήτριον ως ο λύκος το αρνίον, δια να τον οδηγήση προς τον ηγεμόνα· καθ’ οδόν όμως τον εισήγαγεν εις τι εργαστήριον και ηρεύνα τα ενδύματά του, μήπως είχε χρήματα δια να του τα αρπάση. Ο δε Χριστιανός, ο κύριος του εργαστηρίου, μαθών την αιτίαν, είπεν εις τον Αγαρηνόν να του δώση αργυρά νομίσματα και να απολύση τον Μάρτυρα. Αλλ’ ο Άγιος διακόψας είπε· «Χριστιανέ, αδελφέ μου, σε ευχαριστώ, πλην μη χάνης τα χρήματά σου, διότι εγώ δια τον σκοπόν αυτόν ήλθον και θέλω να τον εκπληρώσω». Τότε ο θηριόγνωμος εκείνος ήρπασε πάλιν τον Μάρτυρα και τον ωδήγησεν εις τον επίτροπον του ηγεμόνος, όστις ήρχισε πρώτον με κολακείας και πολλάς υποσχέσεις, πειρώμενος να εξαπατήση τον Μάρτυρα, κατόπιν δε τον ηπείλησε και με φρικτάς τιμωρίας δια να τον φέρη πάλιν εις την βρελυρωτάτην θρησκείαν των. Εις ταύτα όμως ο Μάρτυς άλλο δεν απεκρίνετο ει μη ότι, «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Ο Εσταυρωμένος είναι ο αληθινός Θεός. Προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Το δε ανήμερον θηρίον, ο Αγαρηνός εκείνος, ιδών το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, τον απέστειλεν εις τον δικαστήν, τον κριτήν του εναγούς νόμου των, δια να τον εξετάση και να τον παρακινήση εκείνος, ελπίζων ότι ούτως θα ομολογήση ίσως και πάλιν την πλάνην των. Καθ’ οδόν δε, ενώ οι αλιτήριοι εκείνοι ωδήγουν τον γενναίον Αθλητήν εις το κριτήριον, εις εξ αυτών τον εβάσταζε σφιγκτά από την δεξιάν του χείρα, τόσον ώστε δεν ηδύνατο να κάμη το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Όθεν, ως με οργήν, του είπεν ο Μάρτυς· «Εγώ ήλθον αυτόκλητος· τι φοβείσθε; Μη φύγω; Δεν φεύγω. Λοιπόν εν τω ονόματι του Κυρίου μου Ιησού, ούτε συ ούτε άλλος τις εις την οδόν μου αυτήν να μη εγγίση επάνω μου». Ευθύς τότε εκείνος τον άφησεν και ούτε άλλος τις τον ήγγισεν. Ούτως έκαμεν ανεμποδίστως τον Σταυρόν του και με ταπεινήν φωνήν προσηύχετο ο μακάριος. Εν ω δε ταύτα συνέβαινον, ηπλώθη η φήμη μεταξύ των Χριστιανών, ότι εις αδελφός παρουσιάζεται δια την ομολογίαν της Πίστεως. Τότε άλλοι εις τα εργαστήριά των άλλοι εις τας οικίας των, ενώπιον των Αγίων Εικόνων, ασκεπείς και μετά θερμών δακρύων, παρεκάλουν τον Κύριον να ενδυναμώση τον Μάρτυρα εις την ομολογίαν της Αγίας του Πίστεως. Αφού λοιπόν ο μακάριος Μάρτυς παρουσιάσθη εις τον κριτήν, τον ηρώτησεν εκείνος με ημερότητα και κολακείαν, ποίος είναι και διατί ηρνήθη την πίστιν των, η οποία, έλεγεν, είναι λαμπρά και ένδοξος. Ο δε μακάριος Δημήτριος δεν ηθέλησε να αποκριθή με τουρκικήν διάλεκτον, διότι απεστράφη και εβδελύχθη παντελώς και αυτούς και την γλώσσαν των. Όθεν κύπτων την κεφαλήν με ταπείνωσιν απεκρίθη· «Ήμην και είμαι Χριστιανός και τον Χριστόν μου προσκυνώ ως Θεόν αληθινόν». Ταύτα ακούων ο κριτής και μη εννοών τι λέγει, ηρώτησε τους περιεστώτας Αγαρηνούς, εις δε εξ εκείνων, ως Χριστιανομάχος, απεκρίθη· «Αυτός λέγει, ότι Τούρκος ήτο και Τούρκος είναι». Ο δε Μάρτυς, μη υποφέρων να τον ακούη, εβόησε δια μεγάλης φωνής τουρκιστί· «Όχι, όχι, όχι, ω κριτά, ψεύδονται αυτοί· εγώ Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Ο κριτής, απορήσας δια την πολλήν αυτού παρρησίαν και γενναιότητα και απελπισθείς, ως βλέπων το ακλόνητον του Μάρτυρος, τον απέστειλεν εις τον ηγεμόνα, χωρίς να εκδώση και την απόφασιν του θανάτου του. Παρήγγειλεν όμως, μετά την ερώτησιν, να τον φυλακίσωσιν, μήπως και μεταμεληθή είτε με κολακείας είτε με απειλάς. Εξερχόμενος δε από το κριτήριον ο Μάρτυς, απέρριψεν από την κεφαλήν του το φέσι, το οποίον εφόρει (δια να προσεύχεται ασκεπής, ή και ως σημείον της ασεβούς θρησκείας των), ούτω δε ασκεπής παρουσιάσθη εις τον ηγεμόνα παρόντων και πλείστω Αγαρηνών. Ο ηγεμών, όταν είδε και πάλιν τον Μάρτυρα, τον ηρώτησε τας αιτίας δια τας οποίας εγκατέλειψε την πίστιν των, έπειτα δε υπεσχέθη εις τον Μάρτυρα ίππους χρυσοχαλίνους, ιμάτια πολύτιμα, χρυσόν και άργυρον, πλην εις δώδεκα ερωτήσεις τας οποίας ο ηγεμών, ο γαμβρός του και έτερος συγγενής του έκαμεν εις τον Μάρτυρα, με πολλάς υποσχέσεις, κατόπιν δε μα απειλάς κολαστηρίων, άλλο δεν έλεγεν, ει μη· «Χριστιανός είμαι, προσκυνώ τον Εσταυρωμένον μου Ιησούν ως Θεόν αληθινόν, προσκυνώ Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον». Ίδετε, αδελφοί, Πρόνοιαν Θεού, ότι ενώ πρότερον το τρισσόν της Θεότητος ηρνήθη από την αφροσύνην του εις τρία κριτήρια των ασεβών, λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε κατόπιν την Αγίαν Τριάδα και ιάτρευσε την άρνησίν του με την καλήν ομολογίαν του. Όθεν ο ηγεμών, ιδών το αμετάθετον της γνώμης του, επρόσταξεν ευθύς να αποκεφαλισθή. Ταύτην την απόφασιν ακούσας ο μακάριος Δημήτριος μεγάλως εχάρη και με φαιδρόν πρόσωπον εφέρετο δέσμιος ως αρνίον εις τον τόπον της καταδίκης, ζητών και δίδων συγχώρησιν εις τους Χριστιανούς, τους οποίους συνήντα καθ’ οδόν. Ήτο δε άξιον θαυμασμού το να τον βλέπη τις, ότι ούτε εφοβήθη ούτε εδειλίασεν, ούτε η όψις του ηλλοιώθη, αλλ’ έτρεχε μετά χαράς ως η έλαφος, κατά τον Δαβίδ, «επί τας πηγάς των υδάτων» (Ψαλμ. μα:1). Όταν δε έφθασεν εις το μέσον της αγοράς, ύψωσε την μαρτυρικήν του κεφαλήν εις τον ουρανόν και εβόησε· «Δόξα σοι, Χριστέ μου Εσταυρωμένε, ότι με ηξίωσας, τον αμαρτωλόν και ανάξιον, να φθάσω εις αυτήν την αγίαν ώραν και να χύσω το αμαρτωλόν μου αίμα δια το σωτήριον όνομά Σου». Τούτο ακούσας ο δήμιος, τον εκτύπησε με ράβδον εις τον λαιμόν και μετ’ ολίγον, εκεί πλησίον της αγοράς, τον διέταξε να κύψη την κεφαλήν του, ευθύς δε ο τρισόλβιος με προθυμίαν εγονάτισε. Ο δήμιος όμως τον ανήγειρε και πάλιν και προχωρήσας προς το εργαστήριον του αυθέντου του έκαμνε και πάλιν τα ίδια, αλλά το άκακον του Χριστού αρνίον ακόμη προθυμότερον εδεικνύετο. Και εις την ιχθυαγοράν, όταν έφθασαν και εκεί, τον διέταξεν ο δήμιος να γονατίση, ο δε Μάρτυς παρεκίνει τον δήμιον να εκτελέση την εντολήν του μίαν ώραν ενωρίτερον. Πολλοί δε των Αγαρηνών, βλέποντες τον Μάρτυρα να κλίνη καθ’ εκάστην φοράν μετά τοσαύτης προθυμίας την κεφαλήν, εθαύμαζον την ανδρείαν του και έλεγον· «Τοιαύτην ανδρείαν και γενναιότητα ουδέποτε είδομεν εις άνθρωπον». Τέλος ο δήμιος με τρία κτυπήματα απέτεμε την αγίαν κεφαλήν τού Μάρτυρος, διότι τοιαύτη ήτο η απόφασις του πασά· να θανατωθή με τρία κτυπήματα. Ο δε ευλογημένος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος, όταν εδέχθη το πρώτον κτύπημα εις τον λαιμόν, έψαλλε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου». Αγανακτήσας δια τούτο ο δήμιος, έδωκεν εις τον Μάρτυρα εν ράπισμα. Όταν δε ο δήμιος εκτύπησε δια δευτέραν φοράν, πάλιν έψαλλεν ο Μάρτυς· «Μνήσθητί μου, Κύριε». Κατά δε το τρίτον κτύπημα παρέδωκε το πνεύμα· ενώ δε ήτο γονατιστός προς δυσμάς, με μίαν στροφήν θαυμαστήν έπεσε μετά την αποτομήν του κατ’ ανατολάς και ούτως εβαπτίσθη όλον το Μαρτυρικόν του σώμα εις τους ρύακας του αγίου του αίματος. Ετελείωσε δε τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου ο καλλίνικος ούτος Μάρτυς του Χριστού Δημήτριος εις τους χιλίους οκτακοσίους τρεις χρόνους (1803) από Χριστού, εις τας δέκα τρεις (13) του Απριλίου, ημέραν Τρίτην, ώραν εβδόμην. Χάριτι δε Θεού ο ζηλωτής εκείνος συνοδίτης του Μάρτυρος, περί ου ανωτέρω ωμιλήσαμεν, ήτο παρών εις όλα τα κριτήρια και εις την απόφασιν και εις την αποτομήν του Μάρτυρος και ιδών πάντα τα γενόμενα τα εξιστόρησεν εις ημάς. Μετά την αποτομήν της τιμίας κεφαλής του Μάρτυρος τα πλήθη των Χριστιανών, άτινα συνέδραμον εις την παράδοξον ταύτην θεωρίαν, παραμερίσαντες πάντα φόβον και υπό θερμής ευλαβείας κινούμενοι προσέτρεξαν εις τον τόπον του Μαρτυρίου και συνθλιβόμενοι και καταπατούμενοι συνέλεγον άλλοι ποσότητα τινα από το τίμιον αίμα του, άλλοι μέρη από το υποκάμισόν του, άλλοι έκοπτον δάκτυλα, άλλοι άλλα μέρη από το μαρτυρικόν του σώμα και άλλοι ελάμβανον τρίχας δι’ αγιασμόν των. Δια τούτων χριόμενοι πολλοί ασθενείς εθεραπεύθησαν. Ομολογώ δε, αδελφοί, την αλήθειαν, ότι τοιαύτην εντροπήν και καταισχύνην ουδέποτε άλλοτε έλαβον οι ασεβείς, όπως συνέβη τούτο εις αυτούς μετά την γενναίαν ομολογίαν και την σφαγήν του Μάρτυρος Δημητρίου. Όχι δε μόνον εντροπήν έλαβον, αλλά και τόσον φόβον (και τούτο βέβαια θεόθεν εγένετο), ώστε δεν ετόλμησέ τις να είπη τον παραμικρόν υβριστικόν λόγον εις την τόσην ορμήν, την οποίαν εδείκνυον οι Χριστιανοί. Αλλά και οι Χριστιανοί, εξ άλλου, τοιαύτην χαράν και αγαλλίασιν εδοκίμασαν δια την δόξαν της Πίστεώς των, όσην πιστεύω ότι άλλην φοράν δεν εδοκίμασαν. Και δικαίως· διότι η λαμπρά νίκη του Μάρτυρος και τα θαύματα με τα οποία τον εδόξασεν η Αγία Τριάς και η ευωδία του τιμίου του Σώματος, την οποίαν ως και αυτοί οι ασεβείς ησθάνθησαν, όλα ταύτα ήσαν αίτια χαράς πνευματικής. Ολίγον μετά την μακαρίαν αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Μάρτυρος, ηνεώχθησαν, ω φρικτόν άκουσμα! ηνεώχθησαν, λέγω, οι κεκλεισμένοι οφθαλμοί της κεκομμένης τρισολβίας κεφαλής του και εφαίνετο ως ζώσα, προς θαυμασμόν και έκπληξιν των ορώντων. Τούτο δε το θαυμάσιον ήτο πράγματι θαύμα του Κυρίου, ίνα αποδείξη ότι οι Δίκαιοι ζώσιν εις τον αιώνα (Σοφ. Σολ. ε:16) και αν προς καιρόν οι οφθαλμοί εκλείσθησαν, ηνεώχθησαν όμως και βλέπουσι καθαρώς το τρισήλιον φως της Θεότητος. Αλλά και το νενεκρωμένον πρόσωπον του Μάρτυρος χαράν ομού και θάμβος επροξένει εις τους ευσεβείς, τύφλωσιν δε μόνον και λύπην και καταισχύνην εις τους εχθρούς. Διότι τόσον λαμπρόν, τόσον ωραίον, τόσον ροδόχρουν εφαίνετο, ώστε οι βλέποντες τούτο έλεγον, ότι ωμοίαζε με κεφαλήν ζώντος ανθρώπου, εκ του λουτρού μόλις εξερχομένου. Κατά δε την νύκτα εκείνην ευλαβείς τινές Χριστιανοί, παραφυλάττοντες εις τα εργαστήριά των, είδον ιεροπρεπείς τινας άνδρας με λευκάς στολάς ενδεδυμένους, οι οποίοι δεν επάτουν εις την γην, αλλ’ εφαίνοντο ιστάμενοι περί τας δύο πήχεις υψηλότερα απ’ αυτής, οίτινες περιήρχοντο το άγιον Λείψανον, ψάλλοντες. Τούτο το θαυμάσιον εβεβαίωσαν οι ιδόντες με επιτίμια και όρκους φρικτούς, τους δε φανέντας εκείνους άνδρας, άλλοι είδον εξ τον αριθμόν, άλλοι επτά, άλλοι δώδεκα. Έμεινε δε το άγιον Λείψανον εις τον αυτόν τόπον ερριμμένον τρεις ημέρας και τρεις νύκτας και εφαίνετο λαμπρόν και λευκόν ως η χιών. Έπειτα ερρίφθη γνώμη παρά των δυσσεβών ουλεμάδων (Ουλεμάδες εκαλούντο υπό των Τούρκων οι εγκρατείς του ιερού αυτών νόμου, οι ειδικώς προς τούτο εκπαιδευθέντες), να καή το ιερώτατον Λείψανον· όμως, δια προσφοράς πολλών χρημάτων, επείσθησαν να το ρίψουν έξω του κάστρου εις τόπον λεγόμενον Κρεμάλαν, εις τον οποίον εκρεμώντο οι κατάδικοι. Εκείθεν παραληφθέν υπό των ευσεβών ενεταφιάσθη εντίμως και πανευλαβώς. Ο δε προρρηθείς Ιερεύς, απελθών κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα μετά φόβου και τρόμου, ανεκόμισε την αγίαν κάραν του Μάρτυρος και φέρων ταύτην εναπέθεσεν αυτήν εν τω Ναώ του Αγίου Δημητρίου του Μυριβλήτου, κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης, μετέβαινε δε συχνάκις και επέβλεπε τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον είχε κεκρυμμένον τον θησαυρόν. Μετά παρέλευσιν ημερών τινών μεταβάς και πάλιν είδεν επί της πλακός σταγόνα τινά αίματος. Εξιστάμενος δε και μη γνωρίζων περί τίνος να πρόκειται, το έξεσε, ευθύς δε την ώραν εκείνην εχάθη το αίμα, αλλά μετ’ ολίγον επιστρέψας εύρε και πάλιν το ίδιον εκείνο αίμα επί της πλακός, αφού δε εσπόγγισε και έξεσε την πλάκα, εχάθη η σταγών του αίματος ως και πρότερον. Τούτο δεν έγινεν άπαξ και δις, αλλά πολλάκις τοιουτοτρόπως ενεφανίζετο και εξηφανίζετο η σταγών αύτη. Εις το θαύμα δε τούτο και έτερον επηκολούθησε. Το αίμα εκείνο, αφ’ ου πολλάκις εφάνη, εχάθη πλέον, εις το εξής δε ανέβλυζεν επί της πλακός ελαιώδης τις ουσία, ολίγη μεν, αλλά ευωδεστάτη, την οποίαν και πολλοί από τους φίλους του Ιερέως, τους οποίους εκείνος ο ίδιος εκάλεσε την είδον δια των ιδίων των οφθαλμών και την περιεργάσθησαν επιμελώς. Εκ τούτου οι βλέποντες ομολόγουν, ότι και εις τον νέον τούτον Μάρτυρα Δημήτριον έδωκεν ο Θεός τα χάρισμα του παλαιού Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, να αναβλύζη δηλαδή μύρον εκ του τάφου του. Διότι και η ουσία εκείνη όχι μόνον ευωδίαζεν, αλλ’ ήτο και παντοίας νόσου ιατρικόν θαυμάσιον. Επειδή όμως οι εισερχόμενοι εις την Εκκλησίαν ηπόρουν, αγνοούντες πόθεν προήρχετο η ευωδία εκείνη και διηρωτώντο περί τούτου και επειδή ήρχισε να κοινολογήται εκείνο το οποίον ο Ιερεύς εκ του φόβου των Τούρκων δεν ήθελε να γνωρίζουν πολλοί, δια τούτο την ιγ΄ (13) του Ιουλίου, αγρυπνίαν ποιήσας ο Ιερεύς μετά τριών πιστών φίλων αυτού, έκαμεν ανακομιδήν της αγίας Κάρας και απέθεσε ταύτην εις άλλον τόπον. Το δε πάντιμον σώμα του Μάρτυρος μετεκομίσθη υπό τινων δια νυκτός εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Νικολάου, την επονομαζομένην των Βαρσών και εκεί ετάφη πανεντίμως. Πολλά δε θαυμάσια ενήργησε και ενεργεί ακαταπαύστως η μαρτυρική χάρις του θείου τούτου Δημητρίου, από τα οποία ολίγα μόνον θέλομεν γράψει εδώ προς δόξαν αυτού και εις ωφέλειαν των φιλομαρτύρων Χριστιανών. Κόρη τις έπασχε δεινώς από σεληνιασμόν και προστρέχουσα συνεχώς εις ιατρούς, μετεχειρίσθη πολλά και διάφορα ιατρικά προς θεραπείαν της. Όμως δεν έλαβε την ποθουμένην υγείαν της, ακούσασα δε τα θαύματα του Μάρτυρος, προσεκάλεσε τον ευλαβέστατον Ιερέα Αντώνιον, τον οποίον πολλάκις ανεφέραμεν, ίνα ψάλη εις αυτήν αγιασμόν. Μετά δε το ράντισμα του αγιασμού, εσημείωσεν επ’ αυτής με εν δάκτυλον του Μάρτυρος το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού και, ω του θαύματος! ευθύς εφώναξεν εκείνη· «Αλλοίμονον εις εμέ, με έφαγεν ο κοψοκέφαλος Δημήτριος». Ταύτα δε λέγουσα μετά φωνής ησύχασε και ιάθη πλήρως, δια της χάριτος του Αγίου Μάρτυρος και εις το εξής υγίαινε και εσωφρόνει, δοξάζουσα τον εν τοις Αγίοις Αυτού δοξαζόμενον Θεόν και τον θείον αυτής ιατρόν και ευεργέτην Άγιον Δημήτριον. Άνθρωπος τις ασθενήσας, καθώς φαίνεται, εκ συνεργείας δαιμονικής, έβλεπεν, εκείνος μόνος, αιθίοπα τινά τόσον υψηλόν και μεγάλον, ώστετου εφαίνετο, ότι έφθανεν έως των νεφών, εγίνετο δε όλος ως φοβερώτατον τι και ασχημότατον στόμα και εδείκνυεν, ότι ορμά να τον καταπίη. Φοβερόν το θέαμα! Ρώσαι ημάς, Κύριε, εκ της επηρείας των πονηρών δαιμόνων! Ο δε άθλιος ασθενής, από τον υπερβολικόν και απερίγραπτον φόβον, ο οποίος τον κατελάμβανεν, εταράσσετο και έκαμνεν όλα εκείνα τα σχήματα από τα οποία υποφέρουν οι σεληνιαζόμενοι με υπερβάλλουσαν όμως βίαν πάσχων ταύτα. Όθεν ήτο φρικτόν και ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας. Η τόσον όμως μεγάλη και φοβερά αύτη επήρεια και ενόχλησις του διαβόλου, με ολίγον αίμα του Νεομάρτυρος Δημητρίου, δια του οποίου εχρίσθη ο πάσχων, ηφανίσθη παντελώς και εις το εξής έμεινεν ανενόχλητος ο άνθρωπος, δοξάζων τον Θεόν τον ούτω δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Αλλά και παιδίον τι το οποίον εκινδύνευσεν εις θάνατον από βαρυτάτην ασθένειαν και όλοι το είχον αποφασισμένον, ευθύς ως το άχνισαν οι γονείς του δι’ ελαχίστου τεμαχίου εκ του υποκαμίσου του Αγίου ιατρεύθη, παρά πάσαν περί τούτου ελπίδα. Αλλά και άλλη τις γυνή, έχουσα τυφλόν τον ένα οφθαλμόν της και χρισθείσα δια του αγίου αίματος του Μάρτυρος, έλαβε παραδόξως το φως του οφθαλμού της. Ούτω λαμπρώς, αδελφοί, εδόξασε και δοξάζει ο Θεός τον θείον αυτού Μάρτυρα Δημήτριον, διότι και εκείνος ο αοίδιμος λαμπρώς εδόξασε τον Θεόν και καλώς εθεράπευσεν Αυτόν με τους αγώνας του Μαρτυρίου του και με τα θεία έργα της υπερθαυμάστου μετανοίας του, την οποίαν, ως και την συντριβήν και τα δάκρυα και όλα τα άλλα έργα της μετανοίας αυτού, άξιον είναι και ημείς να μιμούμεθα δια τας αμαρτίας μας, με τας οποίας καθ’ εκάστην παραπικραίνομεν και εις αγανάκτησιν κινούμεν τον Πλάστην μας. Δια του τρόπου τούτου θέλομεν φανή, ότι ελάβομεν καρπόν τινα από την διήγησιν του ιερού τούτου Μαρτυρίου, την οποίαν ηκούσαμεν, άλλως ματαία και άσκοπος θέλει γίνει δι’ ημάς η θαυμαστή αύτη διήγησις και ανάγνωσις και όχι μόνον ματαία, αλλά και εις κατάκρισιν ημών θέλει αποβή, διότι καταφρονούμεν τα καλά και δεν προαιρούμεθα να διορθώσωμεν την διεστραμμένην ζωήν μας και να εξιλεώσωμεν τον Δεσπότην δια τα πλήθη των ανομιών μας με την μετάνοιαν, την οποίαν πρέπει να κάμνωμεν αληθινήν και τελείαν, δια των ευπροσδέκτων πρεσβειών του καλλινίκου και πανθαυμάστου Νέου Μάρτυρος Δημητρίου. Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου