Σωφρόνιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Δαμασκόν της Συρίας
περί το έτος 580 από Χριστού, υπό γονέων ευσεβών και σωφρόνων, πατρός μεν
Πλινθά, μητρός δε Μυρούς καλουμένων. Πεπροικισμένος δε ων παρά Θεού δια σπανίων
προτερημάτων, και μάλιστα της ευφυϊας και της φιλομαθείας, κατέστη κάτοχος
πολλών γνώσεων. Προς τούτοις, αν και κατώκει εντός της πόλεως, ήσκει την αρετήν
και επεδίδετο εις την άσκησιν την κατορθουμένην εις τας ερήμους υπό των
Ασκητών.
Μετά ταύτα θέλων ο Άγιος να επιτύχη έτι ανωτέραν πνευματικήν κατάρτισιν μετέβη εις την Παλαιστίνην, εις το Μοναστήριον του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Ευρών δε εκεί κατά τον πόθον του άνδρα τινά, ονόματι Ιωάννην, επικαλούμενον Μόσχον, κάτοχον πάσης σοφίας εσωτερικής τε και εξωτερικής, συγκατώκησε μετ’ αυτού και έγινε Μοναχός εις την Μονήν αυτήν του Οσίου Θεοδοσίου. Εδιδάσκετο δε εκεί παρά του μακαρίου εκείνου Ιωάννου τα μαθήματα, τα οποία εκείνος εγνώριζε καλλίτερον, διδάσκων και αυτός αντιστρόφως εις εκείνον τας ιδικάς του γνώσεις. Επειδή δε και οι δύο ούτοι άνθρωποι του Θεού διεκαίοντο υπό του πόθου να επισκεφθώσι τα ονομαστά Μοναστήρια της Ανατολής και να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τους εις αυτά ασκουμένους μεγάλους Πατέρας του καιρού εκείνου δια να λάβωσι παρ’ αυτών ωφέλειαν πνευματικήν, εταξίδευσαν εις διάφορα μέρη, την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Μικράν Ασίαν, την Κύπρον, την Σάμον και πολλά άλλα μέρη εις τα οποία υπήρχαν Μοναστήρια και Πατέρες ονομαστοί. Εις την Αλεξάνδρειαν εγνωρίσθησαν με τον τότε Πατριάρχην, τον αγιώτατον Ιωάννην τον Ελεήμονα (610 – 619), μετά του οποίου συνεδέθησαν δια στενής φιλίας. Εκεί εις την Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο θείος Σωφρόνιος έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του και εθεραπεύθη δια θαύματος υπό των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, οι οποίοι ως μισθόν εζήτησαν παρ’ αυτού να συγγράψη τα θαύματα, όσα ετέλουν καθ’ εκάστην, όπερ και προθύμως δεχθείς ο Άγιος συνέγραψε ταύτα κατά την επιθυμίαν των Αγίων. Εις την Αλεξάνδρειαν ο θείος Σωφρόνιος μετά του μακαρίου Ιωάννου του Μόσχου παρέμειναν μέχρι του έτους χιδ΄ (614). Επειδή δε τότε ηπειλείτο εισβολή των Περσών εις Αίγυπτον και επειδή ήθελον να μεταβώσι και εις την Ρώμην προς προσκύνησιν του ιερού τάφου του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων θείου Πέτρου και των άλλων Αγίων, έτι δε και δια να γνωρίσωσι και τους εκεί Αγίους Πατέρας, επήγαν εις την Ρώμην. Εκεί εις την Ρώμην ευρισκομένων των μακαρίων τούτων Πατέρων, συνέγραψεν ο Μόσχος, βοηθούμενος και υπό του θείου Σωφρονίου, το περίφημον Λειμωνάριον, βιβλίον το οποίον περιέγραφε πλείστας όσας θαυμαστάς ιστορίας από την ζωήν των Οσίων Πατέρων. Εις την Ρώμην δε ευρισκομένων εισέτι των Οσίων απήλθε προς Κύριον εν έτει χιθ΄ (619) ο μέγας την αρετήν Ιωάννης ο Ελεήμων. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Σωφρόνιος συνέθεσεν εις αυτόν επιτάφιον εγκωμιαστικόν λόγον, δια του οποίου απεκάλυψε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και της ευσπλαγχνίας, τον οποίον είχεν εν τη ψυχή του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος και βαρέως εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Συνέγραψε δε και ο μακάριος Ιωάννης ο Μόσχος τον Βίον τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος, τον οποίον όμως δεν επρόλαβε να τελειώση, διότι εν τω μεταξύ προέλαβε και αυτόν ο θάνατος κατά το ίδιον έτος 619 και ούτως ετελείωσε το έργον εκείνο ο θείος Σωφρόνιος. Μετά τον θάνατον του Ιωάννου Μόσχου παραλαβών ο θείος Σωφρόνιος το οσιακόν εκείνου Λείψανον κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν αφήσει εις αυτόν έτι ζων ο Ιωάννης, να ενταφιάση τούτο εις το όρος του Σινά, ήλθεν εις Παλαιστίνην. Μη δυνηθείς δε να μεταβή εις το Σινά λόγω των επιδρομών των Αράβων, ενεταφίασεν αυτό εις την Μονήν του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Μετά ταύτα, βλέπων ο Άγιος την Εκκλησίαν ταραττομένην από τας επιβουλάς των Μονοφυσιτών και των διαφόρων άλλων αιρετικών, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου προσεπάθησε να πείση τον τότε Πατριάρχην Κύρον, εργαζόμενον υπέρ της ενώσεως με τους Μονοφυσίτας, όπως παραμείνη πιστός εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως εκείνος παρέμενεν αμετάπειστος, μετέβη και εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην Σέργιον και τον αυτοκράτορα Ηράκλειον. Ευρών δε και τούτους τα αυτά φρονούντας και προσπαθούντας να αλλοιώσουν τα Ορθόδοξα δόγματα, διδάσκοντες μίαν εις Χριστόν θέλησιν, και δριμύτατα ενώπιον πάντων ελέγξας, επέστρεψε περίλυπος εις Ιεροσόλυμα. Όμως οι αγώνες του θείου Σωφρονίου δεν απέβησαν επί ματαίω. Όσον και αν οι αιρετικοί ήσαν οι ισχυροί της εποχής, η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν. Η συνελθούσα μετά ταύτα, εν έτει χπ΄ (680), Αγία ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τους μεν αιρετικούς Σέργιον και Πύρρον και Παύλον και Πέτρον τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως και Ονώριον της Ρώμης και Κύρον της Αλεξανδρείας, και τους συν αυτοίς αιρετικούς ανεθεμάτισε, τον δε θείον Σωφρόνιον, καθώς και τον αγιώτατον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τους άλλους Ορθοδόξους αγωνιστάς εδικαίωσεν. Ούτω γενναίως υπέρ της Ορθοδοξίας ηγωνίζετο ο Άγιος και προ ακόμη της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, περιερχόμενος Ανατολήν και Δύσιν, κατά το υπόδειγμα των Αγίων Αποστόλων, τους μεν Ορθοδόξους στηρίζων εις την αλήθειαν της Πίστεως, τους δε αιρετικούς, οίτινες ήσαν τότε οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί και πλείστοι άλλοι, καυτηριάζων. Κατά την εποχήν εκείνην απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άγιος Μόδεστος 632 – 634, ότε επινεύσει του Παναγίου Πνεύματος εκλήθη να ανέλθη εις τον ευκλεέστατον θρόνον των Ιεροσολύμων ο διαπρύσιος ούτος της Ορθοδοξίας κήρυξ θείος Σωφρόνιος. Κλήρος και λαός, άρχοντες και αρχόμενοι της Αγίας Πόλεως αυτόν έκριναν κατάλληλον να αναλάβη την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, καθ’ ας οι Άραβες εξωτερικώς και οι διάφοροι αιρετικοί εσωτερικώς ηπείλουν την Αγίαν Πόλιν. Όθεν δια την υπερβάλλουσαν αρετήν αυτού και τα σπάνια άλλα χαρίσματα, δια των οποίων ήτο πεπροικισμένος, την αγχίνοιαν, την μόρφωσιν, την διάκρισιν και τα άλλα όμοια, ανήλθεν επί του θρόνου της μητρός των Εκκλησιών εν έτει χλδ΄ (634) ο και προ της χειροτονίας του αξιώτατος Σωφρόνιος. Αφού δε τούτο εγένετο και αφού ετέθη ως αληθώς ο λύχνος επί την λυχνίαν και εφώτιζε πάντας τους εν τη οικία (Ματθ. ε:15), άπαντας δηλαδή τους πιστούς της αγιωτάτης αυτής Εκκλησίας, τις δύναται να διηγηθή με πόσην φροντίδα και με ποίους κόπους εποίμανε την θεόθεν δοθείσαν εις αυτόν ποίμνην; Διότι δεν διεξήγαγε πνευματικόν μόνον αγώνα κατά των αιρετικών Μονοθελητών, ως είπομεν, οι οποίοι ήρχισαν τότε να πληθύνωνται εις τας άλλας Εκκλησίας και τους οποίους άλλοτε μεν ανέτρεπε δια των θείων Γραφών και των Αποστολικών και Πατρικών παραδόσεων, άλλοτε δε τους ενίκα δια των ιδικών του διδασκαλιών, αλλ’ επί πλέον ο ιερός Σωφρόνιος είχε να αντιμετωπίση και σκληρόν κατά των
Μετά ταύτα θέλων ο Άγιος να επιτύχη έτι ανωτέραν πνευματικήν κατάρτισιν μετέβη εις την Παλαιστίνην, εις το Μοναστήριον του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Ευρών δε εκεί κατά τον πόθον του άνδρα τινά, ονόματι Ιωάννην, επικαλούμενον Μόσχον, κάτοχον πάσης σοφίας εσωτερικής τε και εξωτερικής, συγκατώκησε μετ’ αυτού και έγινε Μοναχός εις την Μονήν αυτήν του Οσίου Θεοδοσίου. Εδιδάσκετο δε εκεί παρά του μακαρίου εκείνου Ιωάννου τα μαθήματα, τα οποία εκείνος εγνώριζε καλλίτερον, διδάσκων και αυτός αντιστρόφως εις εκείνον τας ιδικάς του γνώσεις. Επειδή δε και οι δύο ούτοι άνθρωποι του Θεού διεκαίοντο υπό του πόθου να επισκεφθώσι τα ονομαστά Μοναστήρια της Ανατολής και να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τους εις αυτά ασκουμένους μεγάλους Πατέρας του καιρού εκείνου δια να λάβωσι παρ’ αυτών ωφέλειαν πνευματικήν, εταξίδευσαν εις διάφορα μέρη, την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Μικράν Ασίαν, την Κύπρον, την Σάμον και πολλά άλλα μέρη εις τα οποία υπήρχαν Μοναστήρια και Πατέρες ονομαστοί. Εις την Αλεξάνδρειαν εγνωρίσθησαν με τον τότε Πατριάρχην, τον αγιώτατον Ιωάννην τον Ελεήμονα (610 – 619), μετά του οποίου συνεδέθησαν δια στενής φιλίας. Εκεί εις την Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο θείος Σωφρόνιος έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του και εθεραπεύθη δια θαύματος υπό των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, οι οποίοι ως μισθόν εζήτησαν παρ’ αυτού να συγγράψη τα θαύματα, όσα ετέλουν καθ’ εκάστην, όπερ και προθύμως δεχθείς ο Άγιος συνέγραψε ταύτα κατά την επιθυμίαν των Αγίων. Εις την Αλεξάνδρειαν ο θείος Σωφρόνιος μετά του μακαρίου Ιωάννου του Μόσχου παρέμειναν μέχρι του έτους χιδ΄ (614). Επειδή δε τότε ηπειλείτο εισβολή των Περσών εις Αίγυπτον και επειδή ήθελον να μεταβώσι και εις την Ρώμην προς προσκύνησιν του ιερού τάφου του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων θείου Πέτρου και των άλλων Αγίων, έτι δε και δια να γνωρίσωσι και τους εκεί Αγίους Πατέρας, επήγαν εις την Ρώμην. Εκεί εις την Ρώμην ευρισκομένων των μακαρίων τούτων Πατέρων, συνέγραψεν ο Μόσχος, βοηθούμενος και υπό του θείου Σωφρονίου, το περίφημον Λειμωνάριον, βιβλίον το οποίον περιέγραφε πλείστας όσας θαυμαστάς ιστορίας από την ζωήν των Οσίων Πατέρων. Εις την Ρώμην δε ευρισκομένων εισέτι των Οσίων απήλθε προς Κύριον εν έτει χιθ΄ (619) ο μέγας την αρετήν Ιωάννης ο Ελεήμων. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Σωφρόνιος συνέθεσεν εις αυτόν επιτάφιον εγκωμιαστικόν λόγον, δια του οποίου απεκάλυψε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και της ευσπλαγχνίας, τον οποίον είχεν εν τη ψυχή του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος και βαρέως εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Συνέγραψε δε και ο μακάριος Ιωάννης ο Μόσχος τον Βίον τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος, τον οποίον όμως δεν επρόλαβε να τελειώση, διότι εν τω μεταξύ προέλαβε και αυτόν ο θάνατος κατά το ίδιον έτος 619 και ούτως ετελείωσε το έργον εκείνο ο θείος Σωφρόνιος. Μετά τον θάνατον του Ιωάννου Μόσχου παραλαβών ο θείος Σωφρόνιος το οσιακόν εκείνου Λείψανον κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν αφήσει εις αυτόν έτι ζων ο Ιωάννης, να ενταφιάση τούτο εις το όρος του Σινά, ήλθεν εις Παλαιστίνην. Μη δυνηθείς δε να μεταβή εις το Σινά λόγω των επιδρομών των Αράβων, ενεταφίασεν αυτό εις την Μονήν του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Μετά ταύτα, βλέπων ο Άγιος την Εκκλησίαν ταραττομένην από τας επιβουλάς των Μονοφυσιτών και των διαφόρων άλλων αιρετικών, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου προσεπάθησε να πείση τον τότε Πατριάρχην Κύρον, εργαζόμενον υπέρ της ενώσεως με τους Μονοφυσίτας, όπως παραμείνη πιστός εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως εκείνος παρέμενεν αμετάπειστος, μετέβη και εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην Σέργιον και τον αυτοκράτορα Ηράκλειον. Ευρών δε και τούτους τα αυτά φρονούντας και προσπαθούντας να αλλοιώσουν τα Ορθόδοξα δόγματα, διδάσκοντες μίαν εις Χριστόν θέλησιν, και δριμύτατα ενώπιον πάντων ελέγξας, επέστρεψε περίλυπος εις Ιεροσόλυμα. Όμως οι αγώνες του θείου Σωφρονίου δεν απέβησαν επί ματαίω. Όσον και αν οι αιρετικοί ήσαν οι ισχυροί της εποχής, η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν. Η συνελθούσα μετά ταύτα, εν έτει χπ΄ (680), Αγία ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τους μεν αιρετικούς Σέργιον και Πύρρον και Παύλον και Πέτρον τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως και Ονώριον της Ρώμης και Κύρον της Αλεξανδρείας, και τους συν αυτοίς αιρετικούς ανεθεμάτισε, τον δε θείον Σωφρόνιον, καθώς και τον αγιώτατον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τους άλλους Ορθοδόξους αγωνιστάς εδικαίωσεν. Ούτω γενναίως υπέρ της Ορθοδοξίας ηγωνίζετο ο Άγιος και προ ακόμη της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, περιερχόμενος Ανατολήν και Δύσιν, κατά το υπόδειγμα των Αγίων Αποστόλων, τους μεν Ορθοδόξους στηρίζων εις την αλήθειαν της Πίστεως, τους δε αιρετικούς, οίτινες ήσαν τότε οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί και πλείστοι άλλοι, καυτηριάζων. Κατά την εποχήν εκείνην απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άγιος Μόδεστος 632 – 634, ότε επινεύσει του Παναγίου Πνεύματος εκλήθη να ανέλθη εις τον ευκλεέστατον θρόνον των Ιεροσολύμων ο διαπρύσιος ούτος της Ορθοδοξίας κήρυξ θείος Σωφρόνιος. Κλήρος και λαός, άρχοντες και αρχόμενοι της Αγίας Πόλεως αυτόν έκριναν κατάλληλον να αναλάβη την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, καθ’ ας οι Άραβες εξωτερικώς και οι διάφοροι αιρετικοί εσωτερικώς ηπείλουν την Αγίαν Πόλιν. Όθεν δια την υπερβάλλουσαν αρετήν αυτού και τα σπάνια άλλα χαρίσματα, δια των οποίων ήτο πεπροικισμένος, την αγχίνοιαν, την μόρφωσιν, την διάκρισιν και τα άλλα όμοια, ανήλθεν επί του θρόνου της μητρός των Εκκλησιών εν έτει χλδ΄ (634) ο και προ της χειροτονίας του αξιώτατος Σωφρόνιος. Αφού δε τούτο εγένετο και αφού ετέθη ως αληθώς ο λύχνος επί την λυχνίαν και εφώτιζε πάντας τους εν τη οικία (Ματθ. ε:15), άπαντας δηλαδή τους πιστούς της αγιωτάτης αυτής Εκκλησίας, τις δύναται να διηγηθή με πόσην φροντίδα και με ποίους κόπους εποίμανε την θεόθεν δοθείσαν εις αυτόν ποίμνην; Διότι δεν διεξήγαγε πνευματικόν μόνον αγώνα κατά των αιρετικών Μονοθελητών, ως είπομεν, οι οποίοι ήρχισαν τότε να πληθύνωνται εις τας άλλας Εκκλησίας και τους οποίους άλλοτε μεν ανέτρεπε δια των θείων Γραφών και των Αποστολικών και Πατρικών παραδόσεων, άλλοτε δε τους ενίκα δια των ιδικών του διδασκαλιών, αλλ’ επί πλέον ο ιερός Σωφρόνιος είχε να αντιμετωπίση και σκληρόν κατά των
βαρβάρων επιδρομέων πόλεμον. Διότι οι Άραβες,
περικυκλώσαντες πανταχόθεν την Ιερουσαλήμ, μυρίας στερήσεις και κινδύνους
προεκάλουν εις αυτήν και τέλος δια τας αμαρτίας του λαού κατέλαβον αυτήν εν
έτει χλζ΄ (637). Αλλά και κατά τας πικροτέρας εκείνας στιγμάς της Εκκλησίας των
Ιεροσολύμων ο θείος Σωφρόνιος σοφώς πολιτευθείς πολλά υπέρ διασώσεως αυτής δια
καταλλήλων συνθηκών επέτυχεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, καλώς και θεοφιλώς
πολιτευσάμενος ο μακάριος και πολλούς εις την ευθείαν οδόν καθοδηγήσας και
στόμα Θεού χρηματίσας, κατά τον Προφήτην Ιερεμίαν, και επί τρία έτη και μήνας
τρεις ποιμάνας το ποίμνιον του Χριστού και πολλά συγγράμματα λόγου και μνήμης
άξια αφήσας εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο αοίδιμος ούτος Πατήρ και μέγας
Πατριάρχης εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε την ια΄ (11ην) Μαρτίου
του έτους χλη΄ (638), το επόμενον δηλαδή έτος από της καταλήψεως των
Ιεροσολύμων υπό των Αράβων, την οποίαν βαρέως έφερεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου