Η νοερά προσευχή, η ευχή
του Ιησού, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου «Νηπτική θεωρία». Ο συγγραφέας
του, ο ανώνυμος ησυχαστής, ο αυτοαποκαλούμενος «Απελπισμένος», αποκαλύπτει τα
βιώματά του και προσφέρει την πείρα του στον αναγνώστη, σαν οδηγό για την
κατάκτηση της νοεράς προσευχής.
«Κάποιος μοναχός, διηγείται ο ησυχαστής, ήρθε σε έκσταση την ώρα που προσευχόταν και είδε πλήθος δαιμόνων, σαν την άμμο της θάλασσας. Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.
Φοβισμένος εκείνος έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς και με βασιλική δόξα.
Το πρόσωπο του Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Για αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με φόβο και χαρά τη δεξιά Του.
Κατόπιν πλησίασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και τόλμησε να Την κοιτάξει στο πρόσωπο.
Στην αγία Της αγκάλη είδε καθισμένο το Θείο Βρέφος σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο και η ομορφιά και η ευωδία σε ένα τριαντάφυλλο.
Η Θεοτόκος κοίταζε τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και Την ρώτησε:
- Παναγία μου! Γλυκειά μου Παναγία, και μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;
Και η Κυρία Θεοτόκος, η σωτηρία των «επʼ Αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε:
- Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες.
Ο μοναχός έκανε βαθειά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε μέσα από την καρδιά του.
- Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με! Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία!
Αμέσως οι ανίσχυροι δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του».
Αυτός ο πρακτικός δάσκαλος
παρουσιάζει με φυσικότητα και ιδιαίτερη γλυκύτητα τις εμφανίσεις και συνομιλίες
του με τον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τους αγίους Αγγέλους, προβάλλοντας
συχνά από μετριοφροσύνη άλλο πρόσωπο στη δική του θέση. Τέτοιο είναι και το
όραμα που ακολουθεί:
«Κάποιος μοναχός, διηγείται ο ησυχαστής, ήρθε σε έκσταση την ώρα που προσευχόταν και είδε πλήθος δαιμόνων, σαν την άμμο της θάλασσας. Έμοιαζαν με στρατιώτες και ορμούσαν εναντίον του με πολλή μανία για να τον εξοντώσουν.
Φοβισμένος εκείνος έτρεξε να καταφύγει στην εκκλησία. Μπαίνοντας μέσα βλέπει τον Κύριο και τη Θεοτόκο στις εικόνες τους σαν ζωντανούς και με βασιλική δόξα.
Το πρόσωπο του Κυρίου είχε μία ανέκφραστη ωραιότητα και άστραφτε πιο δυνατά από τον ήλιο. Για αυτό ο αδελφός δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει. Προσκύνησε όμως και ασπάστηκε με φόβο και χαρά τη δεξιά Του.
Κατόπιν πλησίασε στην εικόνα της Παναγίας. Προσκύνησε, ασπάστηκε το παρθενικό της χέρι και τόλμησε να Την κοιτάξει στο πρόσωπο.
Στην αγία Της αγκάλη είδε καθισμένο το Θείο Βρέφος σαν σε θρόνο χερουβικό. Κι ήταν τόσο ταιριαστό το θεϊκό αυτό σύμπλεγμα, όσο και η ομορφιά και η ευωδία σε ένα τριαντάφυλλο.
Η Θεοτόκος κοίταζε τον αδελφό με τόση πραότητα, ώστε εκείνος πήρε το θάρρος και Την ρώτησε:
- Παναγία μου! Γλυκειά μου Παναγία, και μητέρα του Ιησού μου! Πώς θα γλυτώσω από τους δαίμονες που με κυνηγούν;
Και η Κυρία Θεοτόκος, η σωτηρία των «επʼ Αυτή πεποιθότων», αποκρίθηκε:
- Με το όνομα του Υιού μου και με το όνομα το δικό μου θα νικάς και θα εξολοθρεύεις τους δαίμονες.
Ο μοναχός έκανε βαθειά υπόκλιση, βγήκε από την εκκλησία και φώναξε μέσα από την καρδιά του.
- Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με! Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία!
Αμέσως οι ανίσχυροι δαίμονες εξαφανίστηκαν από μπροστά του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου