Πάλιν λαμπρά και χαρμόσυνος πανήγυρις και πολύφωτος εορτή κατέλαβε την
Εκκλησίαν μας, τον χειμώνα της αθυμίας και το ψύχος της αμαρτίας αφανίζουσα, η
μνήμη, λέγω, του διδασκάλου και χρυσοστόμου Πατρός, του οποίου ο φθόγγος, ως
και των μακαρίων Αποστόλων, εξήλθεν όντως εις όλα της οικουμένης τα πέρατα και
ενεπλήσθη πάσα πόλις και πάσα χώρα από τα χρυσά και λαμπρότατα ρήματα αυτού.
Ιδού ήλθεν η χελιδών η πολύφωνος και καλλίφωνος, το μέγα μυστήριον της κοινής
Αναστάσεως ως θείον έαρ λαμπρώς εγκαινίζουσα και με την προς ολίγον σιγήν και
κατάπαυσιν της πίστεως εμφανίζουσα τον απέραντον ανακαινισμόν της κατά Χριστόν
ηλικίας και πνευματικής νεότητος.
Παρέστι το χρυσούν στόμα και μετά σιγήν ου σιγών αλλά μάλλον λαλούν ως αληθώς γλυκυτέρους λόγους κηρίου και μέλιτος και ποθεινοτέρους και τιμιωτέρους ατιμήτων λίθων και χρησιμοτέρους χρυσίου κατά αλήθειαν. Η γλώσσα, η βροντώσα τα μεγαλεία της χάριτος, ως πλήκτρω κρουομένη τω πνεύματι και οξυγράφου εκμιμουμένη κάλαμον, τον σαρκωθέντα Θεόν ημών αναγγέλουσα. Χρυσόστομος ο μέγιστος στύλος της Εκκλησίας και πύργος της ευσεβείας άσειστος, ο των αδικουμένων Πατήρ και της διδασκαλίας λύχνος άσβεστος, ο χρόνους πολλούς δια τον Χριστόν διωκόμενος και δια φθόνον των επιβούλων κρυπτόμενος, εφανερώθη σήμερον μετά χρόνους τρεις και τριάκοντα από της αυτού οσίας κοιμήσεως και έλαμψεν υπέρ τον αισθητόν αυτόν ήλιον. Ήλθε μετά τους μακρούς και πικρούς εκείνους διωγμούς ή γλυκείς, να είπω καλλίτερα, επειδή δια τον Χριστόν τους έπαθεν. Ήλθε πάλιν, λέγω, μετά την λαμπράν εξορίαν και τον μακάριον θάνατον εις την ποίμνην αυτού και εισήλθεν εις την πόλιν εντίμως και δικαίως, από την οποίαν αδίκως εδιώχθη το πρότερον. Αλλά ας είπωμεν, κατά τάξιν, εξ αρχής την διήγησιν, δια να λάβετε περισσοτέραν ευφροσύνην και αγαλλίασιν· ήτοι να σημειώσωμεν τίνες ήσαν αιτία και έγινεν η ανακομιδή του αγίου λειψάνου του χρυσορρήμονος και πως και πότε αύτη εγένετο. Ούτος ο μακάριος και θείος πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν παρέβλεπε το δίκαιον εκ φιλοπροαωπίας, αλλ’ ήλεγχε πάσαν αδικίαν, δια τούτο ήλεγχε και την βασίλισσαν Ευδοξίαν δια τας παρανομίας και αδικίας, όσας έκαμνε και μάλιστα, επειδή δια τυραννικού τρόπου αφήρεσε τον αγρόν μιας χήρας, Καλλιπρόπης καλουμένης. Τούτου ένεκα εξωρίσθη ο Άγιος πρότερον μεν δις, αλλά πάλιν ανεκλήθη της εξορίας· τρίτον δε και τελευταίον επέμφθη εις Κουκουσόν (αύτη κατ’ άλλους μεν είναι χωρίον πλησίον εις την Τοκάτην και λέγεται τουρκιστί Κιοκ-Σουν, κατ’ άλλους είναι η λεγομένη Κούκουσις και Κούκουσα και ευρίσκεται εις τα σύνορα της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Αρμενίας, τιμωμένη με θρόνον Επισκόπου). Από δε της Κουκουσού εξωρίσθη εις Αραβισσόν, ήτις τώρα ονομάζεται Αραπισσός, ως λέγουσί τινες· από δε της Αραπισσού εξωρίσθη εις Πιτυούντα (η οποία και τώρα ούτως ονομάζεται, ούσα πλησίον εις την Τοκάτην και λεγομένη κατ’ άλλους Μπίζερε). Αυτοί δε οι τρεις ειρημένοι τόποι ήσαν όχι μόνον έρημοι και εστερημένοι των αναγκαίων, αλλά και επολεμούντο υπό των πλησιοχώρων Ισαύρων. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος άγγελος, εκλήθη εις τους ουρανούς υπό του Δεσπότου των απάντων, δια μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων και ούτω μετέβη λοιπόν από της γης εις τας ουρανίους σκηνάς. Το δε άγιον αυτού λείψανον απεθησαυρίσθη εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού μετά των αγίων λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν έτι ζώντα, δι’ οπτασίας νυκτερινής. Αφού δε οι μαθηταί του Αγίου, οίτινες τον συνώδευσαν εις την εξορίαν, ενεταφίασαν αυτόν, επήγαν εις Ρώμην, όπου κατ’ εκείνον τον καιρόν Πάπας ήτο ο Άγιος Ιννοκέντιος και βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου Ονώριος και διηγήθησαν εις αυτούς εξ αρχής όλας τας τιμωρίας, τας οποίας εποίησαν εις τον θείον Χρυσόστομον· δηλαδή ότι επλήρωσαν ανθρώπους δια να τον φονεύσωσιν, ότε επήγαινον αυτόν εις την εξορίαν και ότι εκείνοι πολλάς του έκαμνον τυραννίας, δια να πράξωσι την εντολήν των εχθρών του, ότε ως Άγγελον υπεδέχετο αυτόν η Ανατολή, αλλ’ ο Θεός δεν ηθέλησε να γίνη τοιούτος φόνος και τον εφύλαξεν. Επίσης διηγήθησαν εις αυτούς πως εφάνησαν εις αυτόν οι ένδοξοι Απόστολοι· ομοίως δε και τον μέγαν σεισμόν τον οποίον έκαμεν ο Θεός μετά την εξορίαν του δικαίου, όστις εχάλασε τα βασίλεια και σχεδόν άπασαν την πόλιν, την φοβεράν χάλαζαν, ήτις επροξένησε τόσην ζημίαν, ώστε και αυτήν την στήλην της μυσαράς Ευδοξίας συνέτριψεν· το θείον πυρ το οποίον εξήλθεν εκ του θρόνου του Αγίου, το οποίον έβλαψε πολύ τον Ναόν εκ του οποίου θαυμασίως διεδόθη και προς το ανάκτορον, διότι εντός τριών ωρών κατέκαυσεν αυτό τελείως. Ταύτα ακούσαντες οι Ρωμαίοι εχάρησαν ομού και ελυπήθησαν. Και ελυπήθησαν μεν δια τας βασάνους των πονηρών εκείνων κατά του Αγίου, εχάρησαν δε δια την σταθερότητα αυτού, εξαιρέτως δε ο Πάπας και ο βασιλεύς εξεκαύθησαν υπό θείου ζήλου και έγραψαν αμφότεροι επιστολάς προς τον Αρκάδιον ελέγχοντες την παρανομίαν και αδικίαν αυτού. Και ο μεν Πάπας έπεμψεν εις τον βασιλέα αφορισμόν, έχοντα ως εξής· «Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά προς τον Θεόν κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! Διότι τον καιρόν της ειρήνης εποίησας καιρόν διωγμού εις την Εκκλησίαν εξορίζων τον αληθή ποιμένα της, μεθ’ ου και αυτόν τον Χριστόν, φεύ! εξώρισας και παρέδωκας το ποίμνιον αυτού εις μισθωτούς και όχι αληθείς ποιμένας· εγώ δεν λυπούμαι δια τον Χρυσόστομον, ότι μακάριος εκείνος δια τα μεγάλα του κατορθώματα και τρισμακάριος δια τας αναριθμήτους κολάσεις, ας υπέμεινε, δι’ ων έλαβε τον κλήρον εις την Βασιλείαν του Θεού μετά των Αποστόλων και Μαρτύρων· λυπούμαι όμως δια την ιδικήν σου απώλειαν, διότι, ίνα ποιήσης το θέλημα μιας γυναικός άφρονος, εστέρησας όλον τον κόσμον της μελιρρύτου διδαχής του. δια τούτο και εγώ ο ελάχιστος, όστις επιστεύθην του Κορυφαίου τον θρόνον, κανονίζω σε και αυτήν, χωρίζων υμάς της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων· και ει τις τολμήση να κοινωνήση υμάς, να είναι καθηρημένος και αφωρισμένος· ει δε και υμείς βιάσητε τινα, μη γένοιτο, να κοινωνήση υμάς, καταφρονούντες την Αποστολικήν ταύτην διάταξιν, να είσθε ως οι τελώναι και εθνικοί παρά τω Ορθοδόξω συστήματι και να μένη η αμαρτία ενώπιον υμών, όπως εν ημέρα της κρίσεως λάβητε την πρέπουσαν παίδευσιν· τον δε Αρσάκιον, ον εβάλετε επί του θρόνου του Χρυσοστόμου, καθαιρούμεν και μετά θάνατον, ως και πάντας τους μετά τούτου συγκοινωνήσαντας· διότι μοιχώ τω τρόπω έλαβε την αξίαν ο ανάξιος· τον δε Θεόφιλον, όχι μόνον καθαιρούμεν, αλλά και αφορίζομεν, ίνα η και του Χριστού αλλότριος. Ταύτα, ως ημείς δένομεν εν τη γη, ούτω δένονται και εν τω ουρανώ καθώς ακούεις εις το ιερόν Ευαγγέλιον». Ο δε Ονώριος έστειλε και αυτός άλλην επιστολήν, έχουσαν ούτω· «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποία επαναστατική ενέργεια σε παρεκίνησε να ακούσης μίαν γυναίκα και να ποιήσης ταύτα, τα οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δεν εποίησε· και δικαίως σε κατακρίνουσιν όλοι οι εδώ Επίσκοποι, ότι εξώρισας άνευ κρίσεως τον μέγαν Αρχιερέα του Θεού, τον οποίον εφόνευσαν δια τιμωριών και βασάνων οι στρατιώται σου· έτι δε και ότι τους Αρχιερείς τοποτηρητάς, τους οποίους έστειλεν απ’ εδώ η Εκκλησία των Ρωμαίων, προς τιμήν ημών και προς βεβαίωσιν της αληθείας, όχι μόνον εφυλάκισας, αλλά και τα χρήματα, άπερ είχον δι’ έξοδά των αφήρεσας, διο και εκινδύνευσαν υπό της πείνης εις θάνατον. Ούτω ποιήσας δεν κατεφρόνησας τα Αποστολικά παραγγέλματα; Σπεύσον, αδελφέ, ίνα δι’ έργων ευαρεστήσης Θεόν και ανθρώπους· διόρθωσον τα σφάλματά σου, γιγνώσκων ότι αι προσευχαί των Ιερέων στερεώνουσι την βασιλείαν μας». Δεξάμενος τας επιστολάς ο Αρκάδιος ελυπήθη υπερβολικά και τινάξας την ραθυμίαν, πρώτον μεν ετιμώρησε τους κακοποιήσαντας τους Ρωμαίους Αρχιερείς, εκ των οποίων άλλους μεν εμαστίγωσε, ετέρους δε εθανάτωσε, κρεμάσας αυτούς εις τα ξύλα. Όλους δε τους συγγενείς της Ευδοξίας, οίτινες συνήργησαν εις την του Αγίου καθαίρεσιν, καθήρεσε και εδήμευσε την περιουσίαν των. Ουδέ της ιδίας αυτού γυναικός εφείσθη τελείως, αλλ’ έδειρε και ετιμώρησεν αυτήν τόσον, ώστε υπό της στενοχωρίας της ησθένησε. Κατόπιν έδεσε τον Μηνάν, τον Θεότεκνον και τον Ισχυρίωνα τους ανεψιούς Θεοφίλου, τον Γαβάλων Σεβηριανόν και τον Βεροίας Ακάκιον, οίτινες ευρέθησαν εκεί και έστειλεν αυτούς λίαν περιφρονημένους προς τον Πάπαν Ιννοκέντιον, γράφων και επιστολήν εις αυτόν με πολλήν ταπείνωσιν προς απάντησιν, τοιαύτα λέγουσαν· «Εγώ δεν εγνώριζον ουδέν εξ όσων επράχθησαν κατά των απεσταλμένων υμών, όταν δε έμαθον ταύτα, εθανάτωσα τους αυτούς αδικήσαντας· ούτε επίσης εις καθαίρεσιν του Ιωάννου ήμην αίτιος, αλλ’ Επίσκοποι τινες άθλιοι, οίτινες μοι έδειξαν εκκλησιαστικούς Κανόνας και εδέχθησαν το αμάρτημα, τους οποίους πιστεύσας έδωκα την άδικον ψήφον. Στέλλω όθεν τη Οσιότητί σου τον Ακάκιον, τον Σεβηριανόν και τους συγγενείς τού πονηρού Θεοφίλου, εις τον οποίον θέλω γράψει να έλθη εκεί βιαίως και τιμώρησον αυτούς ως βούλεσαι· ημάς δε συγχώρησον τη πατρική φιλανθρωπία σου και μη ημάς στερήσης της των Αχράντων Μυστηρίων ιεράς μεταλήψεως, ότι και το τέκνον σου Ευδοξίαν επαίδευσα και βαρέως εμαστίγωσα· όθεν και ασθενήσασα βαρέως κατάκειται κλινήρης· λοιπόν μη ημάς παιδεύσης περισσότερον, Πάτερ τιμιώτατε, καθ’ όσον μάλιστα μετανοούμεν εξ όλης καρδίας και πρέπει κατά την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Παναγάθου Θεού, να συγχωρήση ημάς η υμετέρα Οσιότης». Έγραψε δε και εις τον Ονώριον, ίνα μεσιτεύση προς τον Πάπαν να του στείλη συγχώρησιν. Δεξάμεος ο Πάπας τας επιστολάς του Αρκαδίου εχάρη λίαν δια την ταπείνωσιν αυτού, διο έγραψεν εις τον μαθητήν του Χρυσοστόμου Πρόκλον, όστις ήτο τότε Επίσκοπος Κυζίκου, να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, να λύση τους βασιλείς εκ του αφορισμού, να κοινωνήση αυτούς των θείων Μυστηρίων και να καθίση Πατριάρχης επιτροπικός, έως ου να εξετάσωσι τον Αττικόν επιμελώς. Έγραψε δε ιδιαιτέρως και προς τον Αρκάδιον, ότι εδέχθη την μετάνοιαν αυτού και τον συγχωρεί, αλλά να διατάξη να γράψωσι το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα ιερά δίπτυχα και να στείλη τον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην, εις την οποίαν θα υπάγη και ο ίδιος δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν. Ταύτας τας εντολάς ο βασιλεύς ασμένως δεξάμενος και έχων απόφασιν να τας εκτελέση, έγραψε προς τον Θεόφιλον ούτως· «Ετάραξας όλην την οικουμένην και έλαβες την τοποκρατορίαν σατανικώς εφ’ εαυτού σου, χωρίς να σεβασθής νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε βασιλικήν εξουσίαν· όθεν αναχώρησον ευθύς άνευ ουδεμιάς προφάσεως και ύπαγε εις την Θεσσαλονίκην να κριθής υπό του Ρώμης Αρχιεπισκόπου». Λαβών την επιστολήν ταύτην ο Θεόφιλος εταράχθη βλέπων τας απειλάς του αυτοκράτορος· όμως δεν επρόφθασε να υπάγη εις Θεσσαλονίκην, διότι ο Θεός του έστειλεν ανίατον ασθένειαν και οδυνώμενος υπό λιθιάσεως ωμολόγει παρρησία τας κακουργίας, τας οποίας έπραξεν εις τον Χρυσόστομον και δια τας οποίας δικαίως επαιδεύετο, έως ου κακώς εξεψύχησεν. Όχι δε μόνον ο Θεόφιλος, αλλά και όλοι όσοι συνεκοινώνησαν εις την εξορίαν του Χρυσοστόμου ετιμωρήθησαν υπό θεηλάτου πληγής, κακώς οι κακοί απολεσθέντες· εξόχως δε η Ευδοξία έπεσεν εις αιμόρροιαν και εσάπισεν όλον το σώμα της, ώστε εξ αυτού σκώληκες εξήρχοντο και δυσωδία ανυπόφορος, εξ ων εγνώρισεν, ότι δια τον Άγιον τιμωρείται. Διο παρεκάλει αυτόν με γοεράς φωνάς, απέδωκε τον αμπελώνα εις την χήραν ως και τας άλλας αδικίας, τας οποίας εποίησε και με πολλάς οδύνας εξεψύχησε. Και πάλιν ουδέ μετά θάνατον έμεινεν ατιμώρητος, διότι έτρεμεν ο τάφος αυτής, εις έκπληξιν των ορώντων ανείκαστον, ο οποίος κλόνος εκράτησε τριάκοντα τρία έτη, έως ου έφεραν από της εξορίας το άγιον λείψανον. Αφήκε δε η Ευδοξία θυγατέρας τέσσαρας· Πουλχερίαν, Φουλίαν, Αρκαδίαν και Μαρίαν και ένα υιόν ονόματι Θεοδόσιον. Εβασίλευσε δε ο Αρκάδιος έτη δέκα τέσσαρα και ετελεύτησεν, οκταετούς όντος του νέου Θεοδοσίου, αι δε αδελφαί του Θεοδοσίου δεν ενυμφεύθησαν. Εκυβέρνα δε το βασίλειον η Πουλχερία, ούσα τότε ετών δέκα εννέα, έως ου ήλθεν ο Θεοδόσιος εις ηλικίαν νόμιμον. Βασιλεύοντος δε Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφω έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δε τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχίας του Πρόκλου, ήτοι εν έτει υλε΄ (435), έπεισε τον βασιλέα και έπεμψε δια να φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου πατρός. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τα Κόμανα, ηρώτησαν τους εγχωρίους να δείξωσιν εις αυτούς τον τάφον, ίνα πάρωσι το λείψανον. Οι δε επικράνθησαν υπέρμετρα, ότι εστερούντο τοιούτου θησαυρού ατιμήτου· πλην δεν ετόλμησαν να εναντιωθώσιν εις το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς εις τον τάφον του μάκαρος και καθώς εσήκωσαν τον λίθον να εκβάλωσιν έξω το λείψανον, έμεινεν ακίνητον, ω του θαύματος! και δεν ηδυνήθησαν τόσοι άνδρες να σαλεύσωσιν αυτό ολοτελώς. Όθεν επέστρεψαν οι αποσταλέντες εις τα βασίλεια άπρακτοι. Κηρύττοντες εις όλην την πόλιν το θαυμάσιον τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος· (τούτο δε το έκαμε, διότι με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς, τον οποίον ηθέλησε να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα). Τούτου χάριν περεκάλεσε τον Άγιον ο βασιλεύς αποστείλας εις αυτόν επιστολήν ήτις περιείχε ταύτα: «Εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες ότι το σώμα σου τυγχάνει νεκρόν, ως και τα λοιπά σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς, δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως εστερήθημεν· αλλά σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον ημάς μετανοούντας, διότι συ εδίδαξας εις πάντας την μετάνοιαν και δος τον εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου και τους σε ποθούντας εύφρανον δια της παρουσίας σου». Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι την επιστολήν ταύτην και φθάσαντες εις τον τόπον, ετέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους επρόσταξε και βλέπουσι πάλιν άλλο θαυμάσιον· ήτοι φως άρρητον με πολλήν λαμπηδόνα από του τάφου αναπηδήσαν, ευωδία δε ανείκαστος εξήλθε του τάφου και δεν εφαίνετο ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός εις την όψιν γεμάτος αμβροσίας και νέκταρος. Ότε λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη και ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη ήτις περιείχε το άγιον λείψανον ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο ανεμποδίστως. Τότε έγιναν και πολλά θαυμάσια εις όσους μετά πίστεως τον ησπάσθησαν. Εξόχως δε ήτο εις χωλός εν τω μέσω του πλήθους και με πολύν του κόπον έκαμε τρόπον και ήγγισεν εις τους πόδας του το του Αγίου ιμάτιον και ευθύς ιάθη. Θέτοντες λοιπόν το ιερόν λείψανον εις χρυσοκόλλητον λάρνακα και βαστάζοντες αυτήν εκίνησαν την οδοιπορίαν πρόθυμοι με ψαλμωδίαν πολλήν, με λαμπάδας και θυμιάματα και εις όσας πόλεις και χώρας υπεδέχοντο τον Άγιον, ηγιάζοντο. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα και το ήκουσαν εις την βασιλεύουσαν, έδραμον όλοι νέοι και γέροντες με πόθον πολύν να το προϋπαντήσωσιν, ως έπρεπε, και εγέμισε πλοία όλη η θάλασσα, ήτις εφαίνετο ώσπερ γη στερεά. Όταν έφθασε το άγιον λείψανον αντίπεραν της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθεν ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως και όλη η Σύγκλητος δια να προϋπαντήσωσι τον Άγιον. Την θήκην δε την έχουσαν το άγιον λείψανον έβαλον εις πλοίον βασιλικόν. Γενομένης δε τρικυμίας, τα μεν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν εις έν και άλλο μέρος, το δε πλοίον το περιέχον το άγιον λείψανον εξήλθεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Ευδοξία ηδίκησεν, ως προείπομεν· και τότε πάλιν έγινεν εις την θάλασσαν γαλήνη. Όταν δε έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον εκείνοι, οίτινες εβάσταζον το τίμιον λείψανον, είδον ότι έκλινε πάλιν θαυμασίως προς το εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο το ηυτρεπισμένον και ητοιμασμένον δια τον Άγιον κουβούκλιον και προσεκάλει με σχήμα το λείψανον. Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Όταν έβαλον εις το πλοίον εκείνο το τίμιον λείψανον, ο μεν βασιλεύς είχε πόθον να υπάγη εις τα βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δεν ήθελεν ο Άγιος Χρυσόστομος, δια τούτο κατέβη το ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατόν. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήτο παρών και εσκέπαζε δια της βασιλικής του χλαμύδος την θείαν σορόν του λειψάνου και ομού παρεκάλει τον Άγιον να παύση τον κλονισμόν του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμεν ήδη τριάκοντα τρία έτη· και δη επέτυχε της αιτήσεως διότι εστάθη, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης. Μετά ταύτα εκομίσθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης· εκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν Σύνθρονον και εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τον θρόνον σου, Άγιε». Είτα απέθεσαν την θήκην του λειψάνου επί της βασιλικής αμάξης και έφεραν αυτό εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν και, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το «Ειρήνη πάσι και τη Ευδοξία συγχώρησον». Και ύστερον ετέθη υποκάτω εις την γην όπου και τώρα ευρίσκεται. Ότε δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο, εν των οποίων είναι τούτο. Άνθρωπος τις πάσχων από ασθένειαν, ονομαζομένην αρθρίτιδα (αύτη προξενεί πόνους και οδύνας εις τας αρθρώσεις και τους αρμούς των μελών του σώματος) και παράλυτος ων και σχεδόν ακίνητος, ήγγισε της ιεράς θήκης του αγίου λειψάνου και, ω του θαύματος! παρευθύς ηλευθερώθη τελείως από του πάθους. Ούτως ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια της πολιτείας των. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται, υποκάτω του θυσιαστηρίου. Περί δε της εξορίας του Αγίου και πως με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθή τα ίδια του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:
Επιστολή του θείου Χρυσοστόμου.
Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ανακουφίσω την πληγήν της λύπης σου και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφος. Τι πράγμα σε κάμνει, αδελφέ, να λυπάσαι και να αδημονής; Διότι ο χειμών είναι μέγας και η τρικυμία αύτη, ήτις επλάκωσε την Εκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; Ναι, εγώ το ηξεύρω και ουδείς αντιλέγει εις τούτο, αλλά, εάν αγαπάς, εγώ θα σοι υποβάλω μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν ταραττομένην όλην κάτωθεν εκ της αβύσσου, βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες αγνοούντες τι να πράξωσιν ένεκεν της υπερβολικής τρικυμίας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθηνται απορούντες, επειδή δεν βλέπουν ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείνται επί του καταστρώματος του πλοίου και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη τρικυμία γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, ούτω τώρα και εις την Εκκλησίαν του Θεού γίνεται χειροτέρα τρικυμία και περισσότερα κύματα. Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπαύει την τρικυμίαν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και την θέλησίν Του διαλύει την ταραχήν. Και αν ακόμη παρακάλεσας τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης, διότι τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος δια την σωτηρίαν μας. Διότι μήπως δεν ηδύνατο να λυτρώση τους τρεις Αγίους Παίδας εκείνους, όπως μη ριφθώσιν εις την κάμινον; Ναι, ηδύνατο· αλλ’ όμως πρότερον δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι ηχμαλωτίσθησαν εις την Βαβυλώνα και αφού εγκατελείφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων και εξωρίσθησαν εκ της πατρικής των κληρονομίας, και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον και απηλπίσθησαν παρά πάντων, ώστε ουδεμία βοήθεια έμεινεν εις αυτούς, τότε δη τότε ο αληθινός Θεός αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε και διεσκόρπισε το πυρ, το οποίον ήτο εις την κάμινον των Χαλδαίων. Η κάμινος λοιπόν έγινεν Εκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας· όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, Αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία και ούτως όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, ότι η υπομονή των δικαίων μετέβαλε το πυρ εις δρόσον και ότι αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορα να στέλλη επιστολάς εις όλον του το βασίλειον και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ και Αυδεναγώ». Και βλέπε πόσον απότομον και φοβεράν διαταγήν εξέδωκεν· όποιος, λέγει, ήθελεν είπει λόγον εναντίον των τριών Παίδων, τούτου το οίκημα να διαρπάζηται και η περιουσία του να γίνηται αυθεντική». Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διότι και εγώ, όταν εξωρίσθην εκ της Κωνσταντινουπόλεως, δεν εφρόντιζον δια κανέν πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα καθ’ εαυτόν: «Εάν θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ:1). Εάν θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση· έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Ησαϊαν· αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, παρόμοιον τι παθόντα· αν θέλη να με βάλη εν λάκκω, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις ετέθη εν τω λάκκω των λεόντων· εάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, όστις τούτο εδοκίμασεν· αν με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην· αν θέλη να αφαιρέση την περιουσίαν μου, εάν έχω, ας την λάβη· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α:21). Εις εμέ παραγγέλλει και ο Απόστολος λέγων: «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β:6), και «Ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. α:10). Οπλίζει με δε και ο Δαβίδ λέγων: «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη:46). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντες με, αλλά όλα τα έπραξαν εκ του φθόνου των και της κακίας. Ηξεύρω βεβαίως ότι λυπείσαι, αδελφέ, διότι εκείνοι, οίτινες με εξώρισαν, παρρησία περιέρχονται τας αγοράς και ακολουθεί αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων· αλλ’ όμως ενθυμήθητι πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε πολλά απήλαυσε. Διότι τι έβλαψε τον Λάζαρον η πολλή πτωχεία; Δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Αβραάμ με δόξαν αθλητού και τροπαιούχου; Τι δε ωφέλησεν ο πλούτος τον πλούσιον, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον; Βεβαίως ουδέν· διότι που είναι τώρα οι κόλακες και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τόπον ο άθλιος, δεδεμένος ως ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον και φωνάζων με κενήν και ανωφελή φωνήν: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου του εν ύδατι και με αυτό δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία φλογίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην;» (Λουκ. ιστ:24). Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; Ο Αβραάμ πάντα άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, συ δε ουδέ ένα πτωχόν εφρόντισας να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τις και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, ο κεκτημένος τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής και μιάς μόνης ρανίδος ύδατος; Και διατί τούτο; Επειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, δια τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού, δηλαδή να είναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων αντικρύ η μία εις την άλλην. Διατί; Ίνα βλέπωσιν αλλήλους οι ασεβείς και οι ευσεβείς, και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι, και ούτω να γνωρίσωσιν ο εις τον άλλον· διότι τότε έκαστος Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον ο οποίος τον εβασάνισε, και αντιστρόφως, έκαστος τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, τον οποίον ετιμώρησεν». Και ότι αυτά τα οποία λέγω δεν είναι ιδικά μου λόγια, άκουσον την Σοφίαν του Σολομώντος, λέγοντος: «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε:1), διότι ως ο οδοιπόρος περιπατών εις το καύμα του ηλίου και ευρίσκων κατά τύχην πηγήν τινα καθαρού ύδατος, κατακαίεται μεν εκ της δίψης, εμποδίζεται δε του να πίη νερόν ή καθώς τις λίαν πεινασμένος, όστις παρακάθηται μεν εις τράπεζαν τινά, ήτις περιέχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από άλλον τινά δυνατώτερον να μη φάγη, καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος, πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διότι και ο διψασμένος δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του δια του ύδατος και ο πεινασμένος δεν ημπορεί να ανακουφίση την πείναν του δια του φαγητού, τοιουτοτρόπως θέλει ακολουθήσει και εν τη ημέρα της κρίσεως· διότι θα βλέπωσι μεν τους Αγίους ευφραινομένους οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί, δεν θα δυνηθώσιν όμως να απολαύσωσι και αυτοί από την βασιλικήν εκείνην τράπεζαν των Δικαίων. Όθεν και ο Θεός, θέλων να τιμωρήση τον Αδάμ, τον ετοποθέτησεν αντικρύ του Παραδείσου και εκεί να εργάζηται την γην, ίνα καθ’ εκάστην βλέπων μεν τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου εκ του οποίου εξήλθε, μη ημπορών δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Εάν δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμωθώμεν εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί, εις την άλλην, ουδείς θέλει μας εμποδίσει του να συναντηθώμεν και να συζώμεν ομού. Τότε δε θέλομεν ίδει και εκείνους οι οποίοι μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον και οι Μάρτυρες θα ίδωσι τους τυράννους, οίτινες τους εμαρτύρησαν. Δια τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλ’ ενθυμού τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε· ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός» (Ησ. να: 7-8). Συλλογίσθητι δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, ότι εν τοις σπαργάνοις έτι ων εδιώκετο και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο – ποίος; Εκείνος όστις κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του· και διατί; Ίνα γίνη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονώμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Ενθυμήθητι δε, προς χάριν μου, και το πάθος του Σωτήρος και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε δι’ ημάς· διότι άλλοι μεν των Ιουδαίων ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην και οινοπότην, άλλοι δε δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην· διότι έλεγον, ότι «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ:34) και «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ:34). Τι δε να σοι λέγω, πως υπήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσωσιν Αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον Αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα τω έδιδον; Τι να σοι λέγω; Πως επότιζον αυτόν χολήν και με τον κάλαμον έτυπτον την παναγίαν του κεφαλήν και ενέδυον αυτόν με εμπαικτικήν χλαμύδα; Τι να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνωνον αυτόν και εγονάτιζον έμπροσθέν Του, εμπαίζοντες και παν είδος χλεύης κατ’ Αυτού εκτοξεύοντες; Τι να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το Πάθος και εις τον Σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; Διότι ο μεν Πέτρος τον ηρνήθη, ο δε Ιούδας τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν ίστατο γυμνός εν τω μέσω των όχλων εκείνων (διότι εορτή του Πάσχα ήτο τότε, η οποία συνήθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα ίνα εορτάσωσιν)· ή τι να σοι λέγω πως εσταύρωσαν Αυτόν ως πονηρόν ανά μέσον δύο ληστών; Τι δε να σοι διηγώμαι, πως ο Κύριος έμενεν άταφος όταν τον κατεβίβαζον από του Σταυρού, έως ου ήλθεν Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και εζήτησεν Αυτόν ίνα τον θάψη; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλ’ οι Μαθηταί του τον έκλεψαν; Ενθυμήθητι δε πάλιν τους Αποστόλους του Κυρίου, ότι εις την αρχήν του Ευαγγελίου εξεδιώκοντο εκ παντός τόπου και ότι εκρύπτοντο εις τας πόλεις, και ο μεν Παύλος ήτο κεκρυμμένος εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα, ο δε Πέτρος εις τον Σίμωνα τον σκυτοτόμον και δεν είχον τελείως παρρησίαν εις τους πλουσίους· ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς· ούτω και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα συμβαίνωσι λυπηρά, διότι ύστερον θα επακολουθήσωσι τα χαροποιά. Ήκουσα δε και δια τον φλύαρον εκείνον Αρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι καθ’ υπερβολήν έθλιψε τους αδελφούς και τας Παρθένους, οίτινες με υπερησπίζοντο και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσωσι με αυτόν, εκ των οποίων πολλοί και απέθανον εν τη φυλακή δι’ αγάπην μου. Εκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος έχει μεν σχήμα Επισκόπου, είναι δε μοιχός κατ’ αλήθειαν, διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, λάβη άλλον άνδρα, ούτω αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα, επειδή, ζώντος εμού του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός ήρπασε τον θρόνον μου. Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου εξωρίσθημεν κατά προσταγήν της βασιλίσσης. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί μοι ηκολούθησαν καθ’ οδόν, αλλ’ όμως δι αυτά δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Αγίων Πατέρων μας προϋπήντων· αλλά και πλήθος Μοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυνον βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς ότι εφερόμεθα εις την εξορίαν και έλεγον προς αλλήλους ότι συμφερώτερον ήτο εις τον κόσμον να σβεσθή ο ήλιος ή να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Οι λόγοι ούτοι με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον, αφ’ όσον όλα τα δεινά τα οποία έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας· δια δε τα άλλα, όσα μοι συνέβησαν, ουδόλως εφρόντισα. Κατά πολλά δε μας περιεποιήθη και ο Επίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε εάν ήτο δυνατόν και εάν δεν εφυλάττομεν τους όρους και Κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Επισκόπων και να μη είναι δύο Επίσκοποι εν μια και τη αυτή Επισκοπή, βεβαίως ήθελε δώσει και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από της ψυχής σου και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου.
Παρέστι το χρυσούν στόμα και μετά σιγήν ου σιγών αλλά μάλλον λαλούν ως αληθώς γλυκυτέρους λόγους κηρίου και μέλιτος και ποθεινοτέρους και τιμιωτέρους ατιμήτων λίθων και χρησιμοτέρους χρυσίου κατά αλήθειαν. Η γλώσσα, η βροντώσα τα μεγαλεία της χάριτος, ως πλήκτρω κρουομένη τω πνεύματι και οξυγράφου εκμιμουμένη κάλαμον, τον σαρκωθέντα Θεόν ημών αναγγέλουσα. Χρυσόστομος ο μέγιστος στύλος της Εκκλησίας και πύργος της ευσεβείας άσειστος, ο των αδικουμένων Πατήρ και της διδασκαλίας λύχνος άσβεστος, ο χρόνους πολλούς δια τον Χριστόν διωκόμενος και δια φθόνον των επιβούλων κρυπτόμενος, εφανερώθη σήμερον μετά χρόνους τρεις και τριάκοντα από της αυτού οσίας κοιμήσεως και έλαμψεν υπέρ τον αισθητόν αυτόν ήλιον. Ήλθε μετά τους μακρούς και πικρούς εκείνους διωγμούς ή γλυκείς, να είπω καλλίτερα, επειδή δια τον Χριστόν τους έπαθεν. Ήλθε πάλιν, λέγω, μετά την λαμπράν εξορίαν και τον μακάριον θάνατον εις την ποίμνην αυτού και εισήλθεν εις την πόλιν εντίμως και δικαίως, από την οποίαν αδίκως εδιώχθη το πρότερον. Αλλά ας είπωμεν, κατά τάξιν, εξ αρχής την διήγησιν, δια να λάβετε περισσοτέραν ευφροσύνην και αγαλλίασιν· ήτοι να σημειώσωμεν τίνες ήσαν αιτία και έγινεν η ανακομιδή του αγίου λειψάνου του χρυσορρήμονος και πως και πότε αύτη εγένετο. Ούτος ο μακάριος και θείος πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν παρέβλεπε το δίκαιον εκ φιλοπροαωπίας, αλλ’ ήλεγχε πάσαν αδικίαν, δια τούτο ήλεγχε και την βασίλισσαν Ευδοξίαν δια τας παρανομίας και αδικίας, όσας έκαμνε και μάλιστα, επειδή δια τυραννικού τρόπου αφήρεσε τον αγρόν μιας χήρας, Καλλιπρόπης καλουμένης. Τούτου ένεκα εξωρίσθη ο Άγιος πρότερον μεν δις, αλλά πάλιν ανεκλήθη της εξορίας· τρίτον δε και τελευταίον επέμφθη εις Κουκουσόν (αύτη κατ’ άλλους μεν είναι χωρίον πλησίον εις την Τοκάτην και λέγεται τουρκιστί Κιοκ-Σουν, κατ’ άλλους είναι η λεγομένη Κούκουσις και Κούκουσα και ευρίσκεται εις τα σύνορα της Καππαδοκίας και της ελάσσονος Αρμενίας, τιμωμένη με θρόνον Επισκόπου). Από δε της Κουκουσού εξωρίσθη εις Αραβισσόν, ήτις τώρα ονομάζεται Αραπισσός, ως λέγουσί τινες· από δε της Αραπισσού εξωρίσθη εις Πιτυούντα (η οποία και τώρα ούτως ονομάζεται, ούσα πλησίον εις την Τοκάτην και λεγομένη κατ’ άλλους Μπίζερε). Αυτοί δε οι τρεις ειρημένοι τόποι ήσαν όχι μόνον έρημοι και εστερημένοι των αναγκαίων, αλλά και επολεμούντο υπό των πλησιοχώρων Ισαύρων. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος εξόριστος ο μέγας ούτος Πατήρ και ένσαρκος άγγελος, εκλήθη εις τους ουρανούς υπό του Δεσπότου των απάντων, δια μέσου Πέτρου και Ιωάννου των ιερών Αποστόλων και ούτω μετέβη λοιπόν από της γης εις τας ουρανίους σκηνάς. Το δε άγιον αυτού λείψανον απεθησαυρίσθη εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας, ομού μετά των αγίων λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων Βασιλίσκου και Λουκιανού, καθώς παρ’ αυτών των ιδίων απεκαλύφθη εις αυτόν έτι ζώντα, δι’ οπτασίας νυκτερινής. Αφού δε οι μαθηταί του Αγίου, οίτινες τον συνώδευσαν εις την εξορίαν, ενεταφίασαν αυτόν, επήγαν εις Ρώμην, όπου κατ’ εκείνον τον καιρόν Πάπας ήτο ο Άγιος Ιννοκέντιος και βασιλεύς ο αδελφός του Αρκαδίου Ονώριος και διηγήθησαν εις αυτούς εξ αρχής όλας τας τιμωρίας, τας οποίας εποίησαν εις τον θείον Χρυσόστομον· δηλαδή ότι επλήρωσαν ανθρώπους δια να τον φονεύσωσιν, ότε επήγαινον αυτόν εις την εξορίαν και ότι εκείνοι πολλάς του έκαμνον τυραννίας, δια να πράξωσι την εντολήν των εχθρών του, ότε ως Άγγελον υπεδέχετο αυτόν η Ανατολή, αλλ’ ο Θεός δεν ηθέλησε να γίνη τοιούτος φόνος και τον εφύλαξεν. Επίσης διηγήθησαν εις αυτούς πως εφάνησαν εις αυτόν οι ένδοξοι Απόστολοι· ομοίως δε και τον μέγαν σεισμόν τον οποίον έκαμεν ο Θεός μετά την εξορίαν του δικαίου, όστις εχάλασε τα βασίλεια και σχεδόν άπασαν την πόλιν, την φοβεράν χάλαζαν, ήτις επροξένησε τόσην ζημίαν, ώστε και αυτήν την στήλην της μυσαράς Ευδοξίας συνέτριψεν· το θείον πυρ το οποίον εξήλθεν εκ του θρόνου του Αγίου, το οποίον έβλαψε πολύ τον Ναόν εκ του οποίου θαυμασίως διεδόθη και προς το ανάκτορον, διότι εντός τριών ωρών κατέκαυσεν αυτό τελείως. Ταύτα ακούσαντες οι Ρωμαίοι εχάρησαν ομού και ελυπήθησαν. Και ελυπήθησαν μεν δια τας βασάνους των πονηρών εκείνων κατά του Αγίου, εχάρησαν δε δια την σταθερότητα αυτού, εξαιρέτως δε ο Πάπας και ο βασιλεύς εξεκαύθησαν υπό θείου ζήλου και έγραψαν αμφότεροι επιστολάς προς τον Αρκάδιον ελέγχοντες την παρανομίαν και αδικίαν αυτού. Και ο μεν Πάπας έπεμψεν εις τον βασιλέα αφορισμόν, έχοντα ως εξής· «Φωνή αίματος του δικαίου Ιωάννου βοά προς τον Θεόν κατά σου, βασιλεύ Αρκάδιε! Διότι τον καιρόν της ειρήνης εποίησας καιρόν διωγμού εις την Εκκλησίαν εξορίζων τον αληθή ποιμένα της, μεθ’ ου και αυτόν τον Χριστόν, φεύ! εξώρισας και παρέδωκας το ποίμνιον αυτού εις μισθωτούς και όχι αληθείς ποιμένας· εγώ δεν λυπούμαι δια τον Χρυσόστομον, ότι μακάριος εκείνος δια τα μεγάλα του κατορθώματα και τρισμακάριος δια τας αναριθμήτους κολάσεις, ας υπέμεινε, δι’ ων έλαβε τον κλήρον εις την Βασιλείαν του Θεού μετά των Αποστόλων και Μαρτύρων· λυπούμαι όμως δια την ιδικήν σου απώλειαν, διότι, ίνα ποιήσης το θέλημα μιας γυναικός άφρονος, εστέρησας όλον τον κόσμον της μελιρρύτου διδαχής του. δια τούτο και εγώ ο ελάχιστος, όστις επιστεύθην του Κορυφαίου τον θρόνον, κανονίζω σε και αυτήν, χωρίζων υμάς της αγίας κοινωνίας των θείων του Χριστού Μυστηρίων· και ει τις τολμήση να κοινωνήση υμάς, να είναι καθηρημένος και αφωρισμένος· ει δε και υμείς βιάσητε τινα, μη γένοιτο, να κοινωνήση υμάς, καταφρονούντες την Αποστολικήν ταύτην διάταξιν, να είσθε ως οι τελώναι και εθνικοί παρά τω Ορθοδόξω συστήματι και να μένη η αμαρτία ενώπιον υμών, όπως εν ημέρα της κρίσεως λάβητε την πρέπουσαν παίδευσιν· τον δε Αρσάκιον, ον εβάλετε επί του θρόνου του Χρυσοστόμου, καθαιρούμεν και μετά θάνατον, ως και πάντας τους μετά τούτου συγκοινωνήσαντας· διότι μοιχώ τω τρόπω έλαβε την αξίαν ο ανάξιος· τον δε Θεόφιλον, όχι μόνον καθαιρούμεν, αλλά και αφορίζομεν, ίνα η και του Χριστού αλλότριος. Ταύτα, ως ημείς δένομεν εν τη γη, ούτω δένονται και εν τω ουρανώ καθώς ακούεις εις το ιερόν Ευαγγέλιον». Ο δε Ονώριος έστειλε και αυτός άλλην επιστολήν, έχουσαν ούτω· «Αδελφέ Αρκάδιε, δεν γνωρίζω ποία επαναστατική ενέργεια σε παρεκίνησε να ακούσης μίαν γυναίκα και να ποιήσης ταύτα, τα οποία άλλος βασιλεύς Χριστιανός δεν εποίησε· και δικαίως σε κατακρίνουσιν όλοι οι εδώ Επίσκοποι, ότι εξώρισας άνευ κρίσεως τον μέγαν Αρχιερέα του Θεού, τον οποίον εφόνευσαν δια τιμωριών και βασάνων οι στρατιώται σου· έτι δε και ότι τους Αρχιερείς τοποτηρητάς, τους οποίους έστειλεν απ’ εδώ η Εκκλησία των Ρωμαίων, προς τιμήν ημών και προς βεβαίωσιν της αληθείας, όχι μόνον εφυλάκισας, αλλά και τα χρήματα, άπερ είχον δι’ έξοδά των αφήρεσας, διο και εκινδύνευσαν υπό της πείνης εις θάνατον. Ούτω ποιήσας δεν κατεφρόνησας τα Αποστολικά παραγγέλματα; Σπεύσον, αδελφέ, ίνα δι’ έργων ευαρεστήσης Θεόν και ανθρώπους· διόρθωσον τα σφάλματά σου, γιγνώσκων ότι αι προσευχαί των Ιερέων στερεώνουσι την βασιλείαν μας». Δεξάμενος τας επιστολάς ο Αρκάδιος ελυπήθη υπερβολικά και τινάξας την ραθυμίαν, πρώτον μεν ετιμώρησε τους κακοποιήσαντας τους Ρωμαίους Αρχιερείς, εκ των οποίων άλλους μεν εμαστίγωσε, ετέρους δε εθανάτωσε, κρεμάσας αυτούς εις τα ξύλα. Όλους δε τους συγγενείς της Ευδοξίας, οίτινες συνήργησαν εις την του Αγίου καθαίρεσιν, καθήρεσε και εδήμευσε την περιουσίαν των. Ουδέ της ιδίας αυτού γυναικός εφείσθη τελείως, αλλ’ έδειρε και ετιμώρησεν αυτήν τόσον, ώστε υπό της στενοχωρίας της ησθένησε. Κατόπιν έδεσε τον Μηνάν, τον Θεότεκνον και τον Ισχυρίωνα τους ανεψιούς Θεοφίλου, τον Γαβάλων Σεβηριανόν και τον Βεροίας Ακάκιον, οίτινες ευρέθησαν εκεί και έστειλεν αυτούς λίαν περιφρονημένους προς τον Πάπαν Ιννοκέντιον, γράφων και επιστολήν εις αυτόν με πολλήν ταπείνωσιν προς απάντησιν, τοιαύτα λέγουσαν· «Εγώ δεν εγνώριζον ουδέν εξ όσων επράχθησαν κατά των απεσταλμένων υμών, όταν δε έμαθον ταύτα, εθανάτωσα τους αυτούς αδικήσαντας· ούτε επίσης εις καθαίρεσιν του Ιωάννου ήμην αίτιος, αλλ’ Επίσκοποι τινες άθλιοι, οίτινες μοι έδειξαν εκκλησιαστικούς Κανόνας και εδέχθησαν το αμάρτημα, τους οποίους πιστεύσας έδωκα την άδικον ψήφον. Στέλλω όθεν τη Οσιότητί σου τον Ακάκιον, τον Σεβηριανόν και τους συγγενείς τού πονηρού Θεοφίλου, εις τον οποίον θέλω γράψει να έλθη εκεί βιαίως και τιμώρησον αυτούς ως βούλεσαι· ημάς δε συγχώρησον τη πατρική φιλανθρωπία σου και μη ημάς στερήσης της των Αχράντων Μυστηρίων ιεράς μεταλήψεως, ότι και το τέκνον σου Ευδοξίαν επαίδευσα και βαρέως εμαστίγωσα· όθεν και ασθενήσασα βαρέως κατάκειται κλινήρης· λοιπόν μη ημάς παιδεύσης περισσότερον, Πάτερ τιμιώτατε, καθ’ όσον μάλιστα μετανοούμεν εξ όλης καρδίας και πρέπει κατά την άπειρον ευσπλαγχνίαν του Παναγάθου Θεού, να συγχωρήση ημάς η υμετέρα Οσιότης». Έγραψε δε και εις τον Ονώριον, ίνα μεσιτεύση προς τον Πάπαν να του στείλη συγχώρησιν. Δεξάμεος ο Πάπας τας επιστολάς του Αρκαδίου εχάρη λίαν δια την ταπείνωσιν αυτού, διο έγραψεν εις τον μαθητήν του Χρυσοστόμου Πρόκλον, όστις ήτο τότε Επίσκοπος Κυζίκου, να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, να λύση τους βασιλείς εκ του αφορισμού, να κοινωνήση αυτούς των θείων Μυστηρίων και να καθίση Πατριάρχης επιτροπικός, έως ου να εξετάσωσι τον Αττικόν επιμελώς. Έγραψε δε ιδιαιτέρως και προς τον Αρκάδιον, ότι εδέχθη την μετάνοιαν αυτού και τον συγχωρεί, αλλά να διατάξη να γράψωσι το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα ιερά δίπτυχα και να στείλη τον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην, εις την οποίαν θα υπάγη και ο ίδιος δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν. Ταύτας τας εντολάς ο βασιλεύς ασμένως δεξάμενος και έχων απόφασιν να τας εκτελέση, έγραψε προς τον Θεόφιλον ούτως· «Ετάραξας όλην την οικουμένην και έλαβες την τοποκρατορίαν σατανικώς εφ’ εαυτού σου, χωρίς να σεβασθής νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε βασιλικήν εξουσίαν· όθεν αναχώρησον ευθύς άνευ ουδεμιάς προφάσεως και ύπαγε εις την Θεσσαλονίκην να κριθής υπό του Ρώμης Αρχιεπισκόπου». Λαβών την επιστολήν ταύτην ο Θεόφιλος εταράχθη βλέπων τας απειλάς του αυτοκράτορος· όμως δεν επρόφθασε να υπάγη εις Θεσσαλονίκην, διότι ο Θεός του έστειλεν ανίατον ασθένειαν και οδυνώμενος υπό λιθιάσεως ωμολόγει παρρησία τας κακουργίας, τας οποίας έπραξεν εις τον Χρυσόστομον και δια τας οποίας δικαίως επαιδεύετο, έως ου κακώς εξεψύχησεν. Όχι δε μόνον ο Θεόφιλος, αλλά και όλοι όσοι συνεκοινώνησαν εις την εξορίαν του Χρυσοστόμου ετιμωρήθησαν υπό θεηλάτου πληγής, κακώς οι κακοί απολεσθέντες· εξόχως δε η Ευδοξία έπεσεν εις αιμόρροιαν και εσάπισεν όλον το σώμα της, ώστε εξ αυτού σκώληκες εξήρχοντο και δυσωδία ανυπόφορος, εξ ων εγνώρισεν, ότι δια τον Άγιον τιμωρείται. Διο παρεκάλει αυτόν με γοεράς φωνάς, απέδωκε τον αμπελώνα εις την χήραν ως και τας άλλας αδικίας, τας οποίας εποίησε και με πολλάς οδύνας εξεψύχησε. Και πάλιν ουδέ μετά θάνατον έμεινεν ατιμώρητος, διότι έτρεμεν ο τάφος αυτής, εις έκπληξιν των ορώντων ανείκαστον, ο οποίος κλόνος εκράτησε τριάκοντα τρία έτη, έως ου έφεραν από της εξορίας το άγιον λείψανον. Αφήκε δε η Ευδοξία θυγατέρας τέσσαρας· Πουλχερίαν, Φουλίαν, Αρκαδίαν και Μαρίαν και ένα υιόν ονόματι Θεοδόσιον. Εβασίλευσε δε ο Αρκάδιος έτη δέκα τέσσαρα και ετελεύτησεν, οκταετούς όντος του νέου Θεοδοσίου, αι δε αδελφαί του Θεοδοσίου δεν ενυμφεύθησαν. Εκυβέρνα δε το βασίλειον η Πουλχερία, ούσα τότε ετών δέκα εννέα, έως ου ήλθεν ο Θεοδόσιος εις ηλικίαν νόμιμον. Βασιλεύοντος δε Θεοδοσίου του Μικρού ήδη έτη τριάκοντα, ο Άγιος Πρόκλος, μαθητής και Διάκονος χρηματίσας του θείου Χρυσοστόμου, κοινή ψήφω έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Κατά δε τον τέταρτον χρόνον της πατριαρχίας του Πρόκλου, ήτοι εν έτει υλε΄ (435), έπεισε τον βασιλέα και έπεμψε δια να φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν το λείψανον του θείου πατρός. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τα Κόμανα, ηρώτησαν τους εγχωρίους να δείξωσιν εις αυτούς τον τάφον, ίνα πάρωσι το λείψανον. Οι δε επικράνθησαν υπέρμετρα, ότι εστερούντο τοιούτου θησαυρού ατιμήτου· πλην δεν ετόλμησαν να εναντιωθώσιν εις το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς εις τον τάφον του μάκαρος και καθώς εσήκωσαν τον λίθον να εκβάλωσιν έξω το λείψανον, έμεινεν ακίνητον, ω του θαύματος! και δεν ηδυνήθησαν τόσοι άνδρες να σαλεύσωσιν αυτό ολοτελώς. Όθεν επέστρεψαν οι αποσταλέντες εις τα βασίλεια άπρακτοι. Κηρύττοντες εις όλην την πόλιν το θαυμάσιον τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δεν έδωκε τον εαυτόν του, αλλ’ έμεινεν ακίνητος· (τούτο δε το έκαμε, διότι με αυθεντίαν και υπερηφάνειαν ήθελε να πάρη το λείψανόν του ο βασιλεύς, τον οποίον ηθέλησε να διδάξη ο Άγιος ταπεινοφροσύνην και μετριότητα). Τούτου χάριν περεκάλεσε τον Άγιον ο βασιλεύς αποστείλας εις αυτόν επιστολήν ήτις περιείχε ταύτα: «Εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, Διδάσκαλον και πνευματικόν Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον, την προσκύνησιν προσφέρω, εγώ ο βασιλεύς Θεοδόσιος. Ημείς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες ότι το σώμα σου τυγχάνει νεκρόν, ως και τα λοιπά σώματα των αποθανόντων, ηθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αυτό απλώς εις ημάς, δια τούτο και του ποθουμένου δικαίως εστερήθημεν· αλλά σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον ημάς μετανοούντας, διότι συ εδίδαξας εις πάντας την μετάνοιαν και δος τον εαυτόν σου, ως Πατήρ φιλόπαις, εις ημάς τους φιλοπάτορας υιούς σου και τους σε ποθούντας εύφρανον δια της παρουσίας σου». Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι την επιστολήν ταύτην και φθάσαντες εις τον τόπον, ετέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους επρόσταξε και βλέπουσι πάλιν άλλο θαυμάσιον· ήτοι φως άρρητον με πολλήν λαμπηδόνα από του τάφου αναπηδήσαν, ευωδία δε ανείκαστος εξήλθε του τάφου και δεν εφαίνετο ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός εις την όψιν γεμάτος αμβροσίας και νέκταρος. Ότε λοιπόν επέμφθη η επιστολή αύτη και ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τον εαυτόν του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη ήτις περιείχε το άγιον λείψανον ευκόλως και χωρίς κόπον εφέρετο ανεμποδίστως. Τότε έγιναν και πολλά θαυμάσια εις όσους μετά πίστεως τον ησπάσθησαν. Εξόχως δε ήτο εις χωλός εν τω μέσω του πλήθους και με πολύν του κόπον έκαμε τρόπον και ήγγισεν εις τους πόδας του το του Αγίου ιμάτιον και ευθύς ιάθη. Θέτοντες λοιπόν το ιερόν λείψανον εις χρυσοκόλλητον λάρνακα και βαστάζοντες αυτήν εκίνησαν την οδοιπορίαν πρόθυμοι με ψαλμωδίαν πολλήν, με λαμπάδας και θυμιάματα και εις όσας πόλεις και χώρας υπεδέχοντο τον Άγιον, ηγιάζοντο. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα και το ήκουσαν εις την βασιλεύουσαν, έδραμον όλοι νέοι και γέροντες με πόθον πολύν να το προϋπαντήσωσιν, ως έπρεπε, και εγέμισε πλοία όλη η θάλασσα, ήτις εφαίνετο ώσπερ γη στερεά. Όταν έφθασε το άγιον λείψανον αντίπεραν της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθεν ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως και όλη η Σύγκλητος δια να προϋπαντήσωσι τον Άγιον. Την θήκην δε την έχουσαν το άγιον λείψανον έβαλον εις πλοίον βασιλικόν. Γενομένης δε τρικυμίας, τα μεν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν εις έν και άλλο μέρος, το δε πλοίον το περιέχον το άγιον λείψανον εξήλθεν εις τον αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, την οποίαν η Ευδοξία ηδίκησεν, ως προείπομεν· και τότε πάλιν έγινεν εις την θάλασσαν γαλήνη. Όταν δε έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον εκείνοι, οίτινες εβάσταζον το τίμιον λείψανον, είδον ότι έκλινε πάλιν θαυμασίως προς το εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο το ηυτρεπισμένον και ητοιμασμένον δια τον Άγιον κουβούκλιον και προσεκάλει με σχήμα το λείψανον. Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! Όταν έβαλον εις το πλοίον εκείνο το τίμιον λείψανον, ο μεν βασιλεύς είχε πόθον να υπάγη εις τα βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δεν ήθελεν ο Άγιος Χρυσόστομος, δια τούτο κατέβη το ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατόν. Πρώτον λοιπόν εφέρθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν του Αποστόλου Θωμά, τον ονομαζόμενον του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήτο παρών και εσκέπαζε δια της βασιλικής του χλαμύδος την θείαν σορόν του λειψάνου και ομού παρεκάλει τον Άγιον να παύση τον κλονισμόν του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμεν ήδη τριάκοντα τρία έτη· και δη επέτυχε της αιτήσεως διότι εστάθη, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης. Μετά ταύτα εκομίσθη το άγιον λείψανον εις τον Ναόν της Αγίας Ειρήνης· εκεί δε έβαλον το άγιον λείψανον επάνω εις το ιερόν Σύνθρονον και εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τον θρόνον σου, Άγιε». Είτα απέθεσαν την θήκην του λειψάνου επί της βασιλικής αμάξης και έφεραν αυτό εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν το άγιον λείψανον επάνω εις την ιεράν καθέδραν και, και ω του θαύματος! επεφώνησεν εις τον λαόν το «Ειρήνη πάσι και τη Ευδοξία συγχώρησον». Και ύστερον ετέθη υποκάτω εις την γην όπου και τώρα ευρίσκεται. Ότε δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα εγίνοντο, εν των οποίων είναι τούτο. Άνθρωπος τις πάσχων από ασθένειαν, ονομαζομένην αρθρίτιδα (αύτη προξενεί πόνους και οδύνας εις τας αρθρώσεις και τους αρμούς των μελών του σώματος) και παράλυτος ων και σχεδόν ακίνητος, ήγγισε της ιεράς θήκης του αγίου λειψάνου και, ω του θαύματος! παρευθύς ηλευθερώθη τελείως από του πάθους. Ούτως ηξεύρει να δοξάζη ο Θεός τους δοξάζοντας Αυτόν δια της πολιτείας των. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων όπου και το ιερόν αυτού σώμα ευρίσκεται, υποκάτω του θυσιαστηρίου. Περί δε της εξορίας του Αγίου και πως με πολλήν γενναιότητα υπέφερεν ο Χρυσορρήμων τα λυπηρά, θέλομεν μεταχειρισθή τα ίδια του λόγια, τα οποία έγραψεν εν είδει επιστολής εις τον Επίσκοπον Κυριακόν, όντα και αυτόν εξόριστον. Έχουσι δε ούτως:
Επιστολή του θείου Χρυσοστόμου.
Φέρε, ω αδελφέ Κυριακέ, να ανακουφίσω την πληγήν της λύπης σου και να διασκεδάσω του λογισμού σου το νέφος. Τι πράγμα σε κάμνει, αδελφέ, να λυπάσαι και να αδημονής; Διότι ο χειμών είναι μέγας και η τρικυμία αύτη, ήτις επλάκωσε την Εκκλησίαν του Θεού, είναι πικρά και βαρεία; Ναι, εγώ το ηξεύρω και ουδείς αντιλέγει εις τούτο, αλλά, εάν αγαπάς, εγώ θα σοι υποβάλω μίαν παρομοίωσιν των τωρινών ταραχών. Πολλάκις βλέπομεν την αισθητήν θάλασσαν ταραττομένην όλην κάτωθεν εκ της αβύσσου, βλέπομεν δε και τους ναύτας, οίτινες αγνοούντες τι να πράξωσιν ένεκεν της υπερβολικής τρικυμίας, δένουσι τας χείρας εις τα γόνατά των, και κάθηνται απορούντες, επειδή δεν βλέπουν ούτε ουρανόν, ούτε πέλαγος, ούτε γην, αλλά κείνται επί του καταστρώματος του πλοίου και εκεί κλαίουσι και οδύρονται. Καθώς λοιπόν τοιαύτη τρικυμία γίνεται εις την ορατήν θάλασσαν, ούτω τώρα και εις την Εκκλησίαν του Θεού γίνεται χειροτέρα τρικυμία και περισσότερα κύματα. Όθεν παρακάλει, αδελφέ, τον Δεσπότην και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο οποίος δεν καταπαύει την τρικυμίαν ταύτην με τέχνην και δυσκολίαν, αλλά με μόνον το νεύμα και την θέλησίν Του διαλύει την ταραχήν. Και αν ακόμη παρακάλεσας τον Κύριον και δεν εισηκούσθης, μη αμελήσης, διότι τοιαύτη συνήθεια είναι εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, να μη εισακούη παρευθύς, προνοούμενος δια την σωτηρίαν μας. Διότι μήπως δεν ηδύνατο να λυτρώση τους τρεις Αγίους Παίδας εκείνους, όπως μη ριφθώσιν εις την κάμινον; Ναι, ηδύνατο· αλλ’ όμως πρότερον δεν τους ελύτρωσεν. Αφ’ ου δε εκείνοι ηχμαλωτίσθησαν εις την Βαβυλώνα και αφού εγκατελείφθησαν εις την χώραν των βαρβάρων και εξωρίσθησαν εκ της πατρικής των κληρονομίας, και αφ’ ου ερρίφθησαν εις την κάμινον και απηλπίσθησαν παρά πάντων, ώστε ουδεμία βοήθεια έμεινεν εις αυτούς, τότε δη τότε ο αληθινός Θεός αιφνιδίως την θαυματουργίαν εποίησε και διεσκόρπισε το πυρ, το οποίον ήτο εις την κάμινον των Χαλδαίων. Η κάμινος λοιπόν έγινεν Εκκλησία εις τους εν αυτή ευρισκομένους Παίδας· όθεν και εκάλουν όλα τα κτίσματα, Αγγέλους, δυνάμεις, στοιχεία και ούτως όλα συναθροίζοντες έλεγον· «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον». Βλέπεις, αδελφέ, ότι η υπομονή των δικαίων μετέβαλε το πυρ εις δρόσον και ότι αυτή έπεισε τον τύραννον Ναβουχοδονόσορα να στέλλη επιστολάς εις όλον του το βασίλειον και να λέγη· «Μέγας είναι ο Θεός Σεδράχ, Μισάχ και Αυδεναγώ». Και βλέπε πόσον απότομον και φοβεράν διαταγήν εξέδωκεν· όποιος, λέγει, ήθελεν είπει λόγον εναντίον των τριών Παίδων, τούτου το οίκημα να διαρπάζηται και η περιουσία του να γίνηται αυθεντική». Λοιπόν μη λυπήσαι, αδελφέ Κυριακέ, διότι και εγώ, όταν εξωρίσθην εκ της Κωνσταντινουπόλεως, δεν εφρόντιζον δια κανέν πράγμα, αλλά έλεγον ταύτα καθ’ εαυτόν: «Εάν θέλη η βασίλισσα να με εξορίση, του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. κγ:1). Εάν θέλη να με πριονίση, ας με πριονίση· έχω εις τούτο παράδειγμα τον Προφήτην Ησαϊαν· αν θέλη να με ρίψη εις το πέλαγος, ενθυμούμαι τον Προφήτην Ιωνάν, παρόμοιον τι παθόντα· αν θέλη να με βάλη εν λάκκω, έχω παράδειγμα τον Προφήτην Δανιήλ, όστις ετέθη εν τω λάκκω των λεόντων· εάν θέλη να με λιθοβολήση, έχω τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, όστις τούτο εδοκίμασεν· αν με αποκεφαλίση, έχω υπόδειγμα τον Βαπτιστήν Ιωάννην· αν θέλη να αφαιρέση την περιουσίαν μου, εάν έχω, ας την λάβη· «Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α:21). Εις εμέ παραγγέλλει και ο Απόστολος λέγων: «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β:6), και «Ει έτι ανθρώποις ήρεσκον, Χριστού δούλος ουκ αν ήμην» (Γαλ. α:10). Οπλίζει με δε και ο Δαβίδ λέγων: «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη:46). Πολλά κατεσκεύασαν εναντίον μου οι μισούντες με, αλλά όλα τα έπραξαν εκ του φθόνου των και της κακίας. Ηξεύρω βεβαίως ότι λυπείσαι, αδελφέ, διότι εκείνοι, οίτινες με εξώρισαν, παρρησία περιέρχονται τας αγοράς και ακολουθεί αυτούς πλήθος δορυφόρων και δούλων· αλλ’ όμως ενθυμήθητι πάλιν τον πλούσιον και τον Λάζαρον, ποίος μεν εις την παρούσαν ζωήν εθλίβη, ποίος δε πολλά απήλαυσε. Διότι τι έβλαψε τον Λάζαρον η πολλή πτωχεία; Δεν εφέρθη εκείνος εις τους κόλπους του Αβραάμ με δόξαν αθλητού και τροπαιούχου; Τι δε ωφέλησεν ο πλούτος τον πλούσιον, τον ενδεδυμένον με πορφύραν και βύσσον; Βεβαίως ουδέν· διότι που είναι τώρα οι κόλακες και η βασιλική του τράπεζα; Δεν εφέρθη εις τον τόπον ο άθλιος, δεδεμένος ως ληστής, φέρων την ψυχήν του γυμνήν από τον κόσμον τούτον και φωνάζων με κενήν και ανωφελή φωνήν: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον, ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου του εν ύδατι και με αυτό δροσίση την γλώσσαν μου, η οποία φλογίζεται πικρώς εις την φλόγα ταύτην;» (Λουκ. ιστ:24). Άθλιε πλούσιε, τι πατέρα ονομάζεις τον Αβραάμ, την ζωήν του οποίου δεν εμιμήθης; Ο Αβραάμ πάντα άνθρωπον εξενοδόχει εις τον οίκον του, συ δε ουδέ ένα πτωχόν εφρόντισας να θρέψης. Δεν πρέπει να πενθήση τις και να κλαύση, ότι ο δυστυχής πλούσιος, ο κεκτημένος τόσον πλούτον, έγινεν ενδεής και μιάς μόνης ρανίδος ύδατος; Και διατί τούτο; Επειδή εις τον χειμώνα της παρούσης ζωής δεν έσπειρε, δια τούτο ήλθε το θέρος της άλλης ζωής και δεν εθέρισε. Και τούτο γίνεται κατ’ οικονομίαν του Δεσπότου των όλων Θεού, δηλαδή να είναι η κόλασις των ασεβών και αμαρτωλών και η ανάπαυσις των ευσεβών και δικαίων αντικρύ η μία εις την άλλην. Διατί; Ίνα βλέπωσιν αλλήλους οι ασεβείς και οι ευσεβείς, και οι αμαρτωλοί και οι δίκαιοι, και ούτω να γνωρίσωσιν ο εις τον άλλον· διότι τότε έκαστος Μάρτυς θέλει γνωρίσει τον τύραννον ο οποίος τον εβασάνισε, και αντιστρόφως, έκαστος τύραννος θέλει γνωρίσει τον Μάρτυρα, τον οποίον ετιμώρησεν». Και ότι αυτά τα οποία λέγω δεν είναι ιδικά μου λόγια, άκουσον την Σοφίαν του Σολομώντος, λέγοντος: «Τότε στήσεται εν παρρησία πολλή ο δίκαιος κατά πρόσωπον των θλιψάντων αυτόν» (Σοφ. ε:1), διότι ως ο οδοιπόρος περιπατών εις το καύμα του ηλίου και ευρίσκων κατά τύχην πηγήν τινα καθαρού ύδατος, κατακαίεται μεν εκ της δίψης, εμποδίζεται δε του να πίη νερόν ή καθώς τις λίαν πεινασμένος, όστις παρακάθηται μεν εις τράπεζαν τινά, ήτις περιέχει διάφορα φαγητά, εμποδίζεται δε από άλλον τινά δυνατώτερον να μη φάγη, καθώς, λέγω, οι τοιούτοι, και ο διψασμένος δηλαδή και ο πεινασμένος, πολύν πόνον και τιμωρίαν δοκιμάζουσι, διότι και ο διψασμένος δεν ημπορεί να σβύση την δίψαν του δια του ύδατος και ο πεινασμένος δεν ημπορεί να ανακουφίση την πείναν του δια του φαγητού, τοιουτοτρόπως θέλει ακολουθήσει και εν τη ημέρα της κρίσεως· διότι θα βλέπωσι μεν τους Αγίους ευφραινομένους οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί, δεν θα δυνηθώσιν όμως να απολαύσωσι και αυτοί από την βασιλικήν εκείνην τράπεζαν των Δικαίων. Όθεν και ο Θεός, θέλων να τιμωρήση τον Αδάμ, τον ετοποθέτησεν αντικρύ του Παραδείσου και εκεί να εργάζηται την γην, ίνα καθ’ εκάστην βλέπων μεν τον ποθεινόν εκείνον τόπον του Παραδείσου εκ του οποίου εξήλθε, μη ημπορών δε να τον απολαύση, έχη πάντοτε πόνον και θλίψιν εις την ψυχήν του αφόρητον. Εάν δε, αδελφέ Κυριακέ, δεν ανταμωθώμεν εις την παρούσαν ζωήν, αλλ’ όμως εκεί, εις την άλλην, ουδείς θέλει μας εμποδίσει του να συναντηθώμεν και να συζώμεν ομού. Τότε δε θέλομεν ίδει και εκείνους οι οποίοι μας εξώρισαν, καθώς και ο Λάζαρος είδε τον πλούσιον και οι Μάρτυρες θα ίδωσι τους τυράννους, οίτινες τους εμαρτύρησαν. Δια τούτο λοιπόν μη λυπήσαι, αγαπητέ αδελφέ, αλλ’ ενθυμού τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα· «Μη φοβείσθε ονειδισμόν ανθρώπων, και τω φαυλισμώ αυτών μη ηττάσθε· ως γαρ ιμάτιον βρωθήσεται υπό χρόνου και ως έρια βρωθήσεται υπό σητός» (Ησ. να: 7-8). Συλλογίσθητι δε και τον Δεσπότην ημών Χριστόν, ότι εν τοις σπαργάνοις έτι ων εδιώκετο και εις την βάρβαρον γην των Αιγυπτίων απερρίπτετο – ποίος; Εκείνος όστις κρατεί τον κόσμον εις τας χείρας του· και διατί; Ίνα γίνη τύπος εις ημάς και παράδειγμα, του να μη παραπονώμεθα και να γογγύζωμεν εις τους πειρασμούς. Ενθυμήθητι δε, προς χάριν μου, και το πάθος του Σωτήρος και πόσας ύβρεις ο Δεσπότης των απάντων υπέμεινε δι’ ημάς· διότι άλλοι μεν των Ιουδαίων ωνόμαζον αυτόν Σαμαρείτην και οινοπότην, άλλοι δε δαιμονισμένον και ψευδοπροφήτην· διότι έλεγον, ότι «Ιδού άνθρωπος φάγος και οινοπότης» (Λουκ. ζ:34) και «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια» (Ματθ. θ:34). Τι δε να σοι λέγω, πως υπήγαν, ω του θαύματος! να κατακρημνίσωσιν Αυτόν; Και πως εις το πρόσωπον Αυτόν έπτυον; Και ραπίσματα τω έδιδον; Τι να σοι λέγω; Πως επότιζον αυτόν χολήν και με τον κάλαμον έτυπτον την παναγίαν του κεφαλήν και ενέδυον αυτόν με εμπαικτικήν χλαμύδα; Τι να σοι λέγω, πως με ακάνθας εστεφάνωνον αυτόν και εγονάτιζον έμπροσθέν Του, εμπαίζοντες και παν είδος χλεύης κατ’ Αυτού εκτοξεύοντες; Τι να σοι λέγω, πως έφερον αυτόν εις το Πάθος και εις τον Σταυρόν, γυμνόν και κατάκριτον, οι αιμοβόροι εκείνοι σκύλοι; Και πως όλοι οι Μαθηταί του τον εγκατέλιπον; Διότι ο μεν Πέτρος τον ηρνήθη, ο δε Ιούδας τον επρόδωκεν, οι δε επίλοιποι έφυγον, και μόνος λοιπόν ίστατο γυμνός εν τω μέσω των όχλων εκείνων (διότι εορτή του Πάσχα ήτο τότε, η οποία συνήθροιζεν όλους τους Ιουδαίους εις τα Ιεροσόλυμα ίνα εορτάσωσιν)· ή τι να σοι λέγω πως εσταύρωσαν Αυτόν ως πονηρόν ανά μέσον δύο ληστών; Τι δε να σοι διηγώμαι, πως ο Κύριος έμενεν άταφος όταν τον κατεβίβαζον από του Σταυρού, έως ου ήλθεν Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και εζήτησεν Αυτόν ίνα τον θάψη; Και πως τον εσυκοφάντησαν, ότι δεν ανεστήθη, αλλ’ οι Μαθηταί του τον έκλεψαν; Ενθυμήθητι δε πάλιν τους Αποστόλους του Κυρίου, ότι εις την αρχήν του Ευαγγελίου εξεδιώκοντο εκ παντός τόπου και ότι εκρύπτοντο εις τας πόλεις, και ο μεν Παύλος ήτο κεκρυμμένος εις την πορφυροπώλιδα γυναίκα, ο δε Πέτρος εις τον Σίμωνα τον σκυτοτόμον και δεν είχον τελείως παρρησίαν εις τους πλουσίους· ύστερον όμως όλα έγιναν εύκολα εις αυτούς· ούτω και συ, αδελφέ, μη λυπήσαι, αν τώρα συμβαίνωσι λυπηρά, διότι ύστερον θα επακολουθήσωσι τα χαροποιά. Ήκουσα δε και δια τον φλύαρον εκείνον Αρσάκιον, τον οποίον εκάθισεν η βασίλισσα Πατριάρχην εις τον θρόνον μου, ότι καθ’ υπερβολήν έθλιψε τους αδελφούς και τας Παρθένους, οίτινες με υπερησπίζοντο και δεν ηθέλησαν να συγκοινωνήσωσι με αυτόν, εκ των οποίων πολλοί και απέθανον εν τη φυλακή δι’ αγάπην μου. Εκείνος, λέγω, ο προβατόσχημος λύκος, ο οποίος έχει μεν σχήμα Επισκόπου, είναι δε μοιχός κατ’ αλήθειαν, διότι καθώς η γυνή ονομάζεται μοιχαλίς, όταν, ζώντος του ανδρός της, λάβη άλλον άνδρα, ούτω αυτός είναι μοιχός ουχί κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα, επειδή, ζώντος εμού του Επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, αυτός ήρπασε τον θρόνον μου. Ταύτα σοι, αδελφέ Κυριακέ, γράφομεν από την Κουκουσόν, όπου εξωρίσθημεν κατά προσταγήν της βασιλίσσης. Πολλαί δε θλίψεις και πειρασμοί μοι ηκολούθησαν καθ’ οδόν, αλλ’ όμως δι αυτά δεν εφρόντισα. Όταν δε ήλθομεν εις την χώραν των Καππαδοκών και εις την Ταυροκιλικίαν, χοροί Αγίων Πατέρων μας προϋπήντων· αλλά και πλήθος Μοναχών και Παρθένων, οίτινες έχυνον βρύσεις δακρύων από τους οφθαλμούς των και έκλαιον απαρηγόρητα, βλέποντες ημάς ότι εφερόμεθα εις την εξορίαν και έλεγον προς αλλήλους ότι συμφερώτερον ήτο εις τον κόσμον να σβεσθή ο ήλιος ή να σιωπήση το στόμα του Ιωάννου. Οι λόγοι ούτοι με ετάραξαν και με ελύπησαν, αδελφέ, περισσότερον, αφ’ όσον όλα τα δεινά τα οποία έπαθον, επειδή και έβλεπον όλους κλαίοντας· δια δε τα άλλα, όσα μοι συνέβησαν, ουδόλως εφρόντισα. Κατά πολλά δε μας περιεποιήθη και ο Επίσκοπος ταύτης της πόλεως, και πολλήν αγάπην έδειξεν εις ημάς, ώστε εάν ήτο δυνατόν και εάν δεν εφυλάττομεν τους όρους και Κανόνας, τους μη συγχωρούντας να γίνωνται μεταθέσεις Επισκόπων και να μη είναι δύο Επίσκοποι εν μια και τη αυτή Επισκοπή, βεβαίως ήθελε δώσει και τον θρόνον του εις ημάς. Δέομαι λοιπόν και αντιβολώ, απόρριψον, αδελφέ, την λύπην και αθυμίαν από της ψυχής σου και ενθυμού και ημάς εις τας προς Θεόν ικεσίας σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου