Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ και της συμβίας αυτού ΜΑΡΙΑΣ και των τέκνων αυτών ΑΡΚΑΔΙΟΥ και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Ξενοφών ο Όσιος πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ -- φξε΄ (527- 565), πατρίδα έχων την βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολιν, ανήρ πλούσιος και ευγενής και την προς Θεόν ευσέβειαν πνέων. Είχε δε και συμβίαν ομοίαν εις την αρετήν αυτού ονόματι Μαρίαν και υιούς δύο, Αρκάδιον και Ιωάννην καλουμένους, τους οποίους έπεμψεν εις Βηρυτόν προς μάθησιν των νόμων και άσκησιν, ότι εκεί ήσαν τότε τα σχολεία. Εκεί λοιπόν εμάνθανον οι νέοι ούτοι τα γράμματα και είχον μεγάλην φήμην δια τας αρετάς των. Κατά την εποχήν εκείνην ασθενήσας ο Ξενοφών προσκάλεσε τα τέκνα του και λέγει εις αυτά:
«Εγώ, τέκνα μου, ίσως θέλω αποθάνει· γιγνώσκετε δε καλώς, ότι υφ’ όλων ήμην ηγαπημένος δια τας αρετάς μου· ποτέ δεν ύβρισα τινα, ούτε ωνείδισα, ουδέ ωργίσθην, ουδέ κατέκρινα, ουδέ εφθόνησα, ούτε ποσώς τινά εζημίωσα ή παρεπίκρανα. Δεν έλειπον της εκκλησιαστικής ακολουθίας· δεν εδίωξα ξένον ή πτωχόν του οίκου μου, αλλ’ εις πάντας έδιδα το κατά δύναμιν. Δεν επεθύμησα ποτέ κάλλος γυναικός, ούτε άλλην εγνώρισα εκτός της μητρός σας, έως ου εγεννήθητε και έκτοτε εκ συμφώνου φυλάττομεν παρθενίαν δια τον Κύριον. Την δε Ορθόδοξον πίστιν έως θανάτου επεμελήθην· ούτω λοιπόν παρακαλώ να ποιήσητε και υμείς, εάν θέλετε να σας ευλογήση ο Θεός δια να ζήσετε πολλά έτη. Χήρας και ορφανά βοηθήσατε· τους Ιερωμένους τιμάτε· τους ασθενείς επισκέπτεσθε. Των κρινομένων αντιλαμβάνεσθε. Τους εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης ενθυμείσθε να ευλαβήσθε αυτούς, ότι δι’ αυτών ελεεί τον κόσμον ο Κύριος. Δεν έλειψε ποτέ τράπεζα μοναχική εκ της οικίας μου, ως γνωρίζετε. Τα Μοναστήρια να προστατεύητε, εκ της Εκκλησίας να μη λείπετε, την μητέρα σας να τιμάτε και να της υπακούετε εις όλα τα προστάγματα μετά φόβου και ευλαβείας, ότι και αυτή τας εντολάς του Κυρίου εργάζεται. Τους υπηρέτας σας να αγαπάτε ως τέκνα σας και όσοι γηράσουν να τους τρέφετε έως θανάτου. Πλούτον έχετε όσον χρειάζεσθε, τίποτε δεν σας λείπει εις τούτον τον πρόσκαιρον κόσμον και εάν ποθήτε να κληρονομήσητε και την ουράνιον βασιλείαν, φυλάξατε πάσας τας εντολάς του Θεού, καθώς εβλέπετε εμέ ποιούντα». Αυτά και έτερα πλείονα λέγοντος του Αγίου Γέροντος ουχί φαρισαϊκώς, αλλά προς νουθεσίαν των τέκνων, έκλαιον αυτά και ωδύροντο λέγοντα: «Μη εγκαταλείπης ημάς, πάτερ, αλλά παρακάλεσον τον Θεόν να ζήσης έτι ολίγα έτη, έως να μας κάμης ό.τι βούλεσαι». Ο δε δακρύσας απέλυσεν αυτά, το δε πρωϊ εκάλεσεν αυτά πάλιν και τους λέγει· «Αφ’ ου με ενεθυμήθη ο Θεός και έπεσον εις την κλίνην, τον παρεκάλουν να μου δώση ζωήν δι’ εσάς έως να σας αποκαταστήσω, να μη έχω πλέον την φροντίδα σας· και την νύκτα ταύτην επλήρωσεν ο Θεός την αίτησίν μου, διότι εκέλευσε να μείνω έτι εις τούτον τον κόσμον, έως να ορίση η βασιλεία του». Ταύτα ακούσαντες οι υιοί του εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον. Όταν δε ηγέρθη εκ της ασθενείας, τους έστειλε πάλιν ειςτην Βηρυτόν, προς αποπεράτωσιν των μαθημάτων των· οι δε ναυαγήσαντες κατά τον πλουν, ταύτα μετά δακρύων προσηύχοντο, επικαλούμενοι τον Θεόν και τους Αγίους αυτού εις βοήθειαν. «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, Παντοδύναμε, επίβλεψον εις την θλίψιν μας και λύτρωσόν μας του κινδύνου, δια να δυνηθώμεν και ημείς να κάμνωμεν το θέλημά σου, ίνα αξιωθώμεν της βασιλείας σου· μνήσθητι, Κύριε, των έργων των γονέων μας και μη λάβης ημάς εις το ήμισυ των ημερών μας, αλλ’ αξίωσόν μας να ζήσωμεν και να σε δουλεύσωμεν». Τότε οι ναύται ιδόντες τον κίνδυνον εισήλθον εις την λέμβον δια να σωθώσιν. Οι δε παίδες, ιδόντες την παντελή εγκατάλειψιν του πλοίου, συνεχωρήθησαν μεταξύ των και εναγκαλιζόμενοι έκλαιον λέγοντες· «Σώζεσθε, δούλοι και πάντες οι της οικίας μας. Σώζεσθε, γεννήτορες φίλτατοι. Σώζου και συ ηγαπημένε μου αδελφέ. Που τώρα τα πράγματα του πατρός μας; Που η φιλόσοφος παίδευσις; Που τα έργα και αι αρεταί των γονέων μας; Που αι προσευχαί των Μοναχών; Εις ουδέν ελογίσθησαν; Όλα άκυρα έγιναν; Δεν ευρέθη τις άξιος του Θεού από των φίλων και δούλων του, τους οποίους εξένιζον οι γονείς μας, ίνα σώση ημάς δια της προσευχής των ο Κύριος; Ναι, αδελφέ μου, όλοι είναι καλοί και άξιοι, αλλ’ ημείς είμεθα ανάξιοι της παρούσης ζωής. Αι αμαρτίαι ημών ηφάνισαν των γονέων τας αρετάς και δι’ αυτό εγκατέλιπεν ημάς ο Θεός». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγοντες, ησπάσαντο αλλήλους και τότε εσχίσθη το πλοίον εις δύο. Ούτοι δε λαβόντες έκαστος τεμάχιον ξύλου έπλεον επ’ αυτού ως ηδύναντο και υπό της χάριτος του Θεού κυβερνηθέντες εξήλθον εις τα μέρη της Τύρου, ο μεν Ιωάννης εις Μελφηθάν, ο δε Αρκάδιος εις Τετραπυργίαν. Αφού λοιπόν εξήλθε της θαλάσσης ο Ιωάννης καθ’ εαυτόν έλεγε· «Που να υπάγω τώρα γυμνός, να διέλθω το υπόλοιπον της ζωής; Δεδοξασμένον το όνομα του Θεού! Κάλλιον να έχω πτωχείαν και ταπείνωσιν, παρά βίον και πλούτον μάταιον. Δια τούτο δεν επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς μας, διότι ως αγαθός ηξεύρει το συμφέρον εκάστου ημών και οικονομεί πάντα εν σοφία και προνοία. Αλλ’ ημείς, μη γιγνώσκοντες, ζητούμεν παρ’ Αυτού ανωφελή πράγματα· η χάρις του όμως δίδει ημίν τα ψυχωφελή πρέποντα! Ας υπάγω να ησυχάσω εις Μοναστήριον». Μετά την ευχαριστίαν ταύτην προς τον Κύριον έκαμε προσευχήν και δια τον Αρκάδιον δεόμενος του Θεού να λυτρώση και αυτόν και να δώση αγαθόν λογισμόν, να γίνη Μοναχός. Περιπατών δε ούτος εις εκείνα τα μέρη ευρίσκει Μοναστήριον και κρούσας την θύραν προσήλθεν ο θυρωρός και ιδών αυτόν γυμνόν ήνοιξε τας θύρας και ενέδυσεν αυτόν με ράσα. Είτα βαλών τράπεζαν περιποιήθη αυτόν και αφού έφαγε τον ηρώτησε πόθεν ήτο. Ο δε απεκρίνατο· «Άνθρωπος είμαι ξένος, ναυαγήσας, εσώθην δε δια της ευχής της αγιωσύνης σας». Ο δε Μοναχός έκλαυσε μικρόν, κατανυγείς τη καρδία και δοξάσας τον Κύριον είπεν εις τον Ιωάννην· «Και τώρα, τέκνον μου, που θέλεις να υπάγης»; Ο δε είπε· «Θέλω, αν θέλη ο Κύριος, να γίνω Μοναχός». Ο δε είπεν εις αυτόν· «Εν αληθεία, τέκνον μου, καλόν έργον εξέλεξας· εγώ θα κάμω λόγον εις τον Ηγούμενον και ό,τι νεύση ο Θεός εις την καρδίαν αυτού, τούτο να ποιήσης και σώζεσαι». Ο Ηγούμενος ακούσας καθωδήγησεν αυτόν εις τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας και είτα σφραγίσας αυτόν δια του Τιμίου Σταυρού ενέδυσεν αυτόν το άγιον σχήμα. Έμεινεν όθεν ο Ιωάννης εις το Μοναστήριον νηστεύων, αγρυπνών και προσευχόμενος πάντοτε· πλην είχε θλίψιν πολλήν δια τον αδελφόν του, νομίζων ότι επνίγη. Ο δε Αρκάδιος, εξελθών και αυτός της θαλάσσης, έπεσεν επί πρόσωπον και προσεκύνησε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, ο Θεός του πατρός και μητρός μου, όστις δεν με αφήκες να καταποντισθώ, και παρακαλώ την ευσπλαγχνίαν σου, καθώς εμέ έσωσας, ούτω σώσον και τον αδελφόν μου και αξίωσόν με να τον ίδω προ της εμής τελειώσεως». Ταύτα ειπών απήλθεν εις χώραν τινά εκεί πλησίον και του έδωκαν τροφήν και ενδύματα. Όταν έφαγεν, έλαβεν ολίγην άνεσιν· κοιμηθείς δε έξωθεν του Ναού βλέπει εν οράματι τον Ιωάννην και του λέγει· «Αδελφέ Αρκάδιε, διατί κλαίεις δι’ εμέ»; Και ευθύς εξύπνησε και περιχαρής γενόμενος ηυχαρίστησε τον Κύριον και διελογίζετο ταύτα· «Να υπάγω εις την μάθησιν; Και τι το όφελος; Πάντα ταύτα πρόσκαιρα και μάταια. Του πατρός μου πάντοτε ήκουον να φημίζη την Αγγελικήν Πολιτείαν των Μοναχών· λοιπόν ας γίνω Μοναχός και θέλει μού βοηθήσει ο Κύριος». Ποιήσας λοιπόν ευχήν εβάδιζε προς Ιερουσαλήμ, φθάσας δε προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους· έπειτα εξήλθε προς προσκύνησιν εις τα Μοναστήρια και διήλθεν άπαντα. Ημέραν λοιπόν τινά πορευόμενος ο Αρκάδιος εν τη οδώ συναντά Γέροντα τινά Άγιον και προορατικόν και προσκυνήσας είπεν εις αυτόν· «Δια τον Κύριον, Πάτερ άγιε, παρακάλεσε τον Θεόν, ότι εις πολλήν θλίψιν είμαι». Ο Γέρων του είπε· «Μη λυπείσαι, τέκνον μου, ότι ζη ο αδελφός σου· οι εν τω πλοίω όλοι εσώθησαν και έγιναν Μοναχοί, ομοίως και ο αδελφός σου, και θέλεις ιδεί τούτον ως και τον πατέρα σου μετά της μητρός σου πριν αποθάνης». Ο δε Αρκάδιος ακούσας ταύτα εταράχθη εις το προορατικόν του ανδρός και πίπτων εις τους πόδας του παρεκάλει μετά δακρύων λέγων· «Επειδή ο Θεός σού εφανέρωσε πάντα τα κατ’ εμέ, δέομαί σου, ποίησόν Μοναχόν». Ο δε είπεν· «Ευλογητός ο Κύριος, τέκνον, ακολούθει μοι». Απήλθον λοιπόν εις το Μοναστήριον του Αγίου Σάββα και δίδει ο Γέρων εις τον Αρκάδιον το κελλίον του, εις το οποίον κατώκει πεντήκοντα (50) έτη πρότερον, παρέμεινε δε μετ’ αυτού εν έτος, διδάσκων αυτόν τον κανόνα της μοναδικής πολιτείας· μετά ταύτα ο Γέρων εξήλθεν εις την έρημον αποχαιρετήσας τον Αρκάδιον και υποσχεθείς εις αυτόν να επανέλθη μετά τρία έτη να ίδη αυτόν πως ευρίσκεται. Έμεινε λοιπόν εις το κελλίον ο Αρκάδιος, ποιών μετά προθυμίας ως εδιδάχθη υπό του Αγίου εκείνου Γέροντος. Παρελθόντων δύο ετών και μη γιγνώσκων ο Άγιος Ξενοφών το ναυάγιον των τέκνων του, ούτε έχων πληροφορίαν τινά εξ αυτών, έστειλεν άνθρωπον εις Βηρυτόν, να μάθη το πως ευρίσκονται. Ο αποσταλείς απελθών και ερευνήσας ακριβώς έλαβεν απάντησιν, ότι αφού έστειλεν ο πατήρ των και τα επήρεν εκείθεν, πλέον δεν επέστρεψαν. Όθεν ανεχώρησεν ούτος εκ της Βηρυτού εις Αθήνας, ίνα ερωτήση μήπως ευρίσκοντο εκεί. Απερχόμενος δε εκεί, εις την οδόν το εσπέρας έμεινεν εις τι ξενοδοχείον, βλέπει δε εις αυτό ένα σύνδουλόν του με μοναχικόν ένδυμα και ηρώτησεν αυτόν κατ’ ιδίαν λέγων· «Δεν είσαι συ ο δείνα, όστις επήγες με τα τέκνα του κυρίου μας εις την Βηρυτόν»; Ο δε είπε: «Ναι». Λέγει εκείνος: «Και που είναι τα παιδία»; Τότε εδάκρυσεν ο Μοναχός, λέγων· «Εις την θάλασσαν επνίγησαν, ως νομίζω, και εγώ μόνος εσώθην. Δια τούτο έγινα Μοναχός, μη θελήσας να γίνω κακός άγγελος των κυρίων μου, ήδη δε υπάγω εις τα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσω τον Τάφον του Κυρίου». Ταύτα ως ήκουσεν ο απεσταλμένος έκλαυσε λέγων· «Ουαί μοι, κύριοί μου! Τις να αναγγείλη εις τον πατέρα σας τον αιφνίδιον και άωρον θάνατόν σας; Πως να υποφέρη η μήτηρ τον πόνον; Τις να κληρονομήση τας αρετάς και τον πλούτον των; Τις να υποδέχεται τους ξένους, να ετοιμάζη εις τους πτωχούς τράπεζαν και να επισκέπτεται τους εν τη φυλακή; Τις να επιμελήται τας Εκκλησίας και τα Μοναστήρια; Ουαί μοι, τω αθλίω! Όλοι οι πένητες βοήσατε και θρηνήσατε, ότι έλειψεν η άνεσίς σας, ο θησαυρός σας ηρπάγη και η χαρά σας ηφανίσθη. Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, τι να κάμω; Να επιστρέψω εις τον κύριόν μου; Και πως να του αναγγείλω τοιαύτην πικροτάτην αγγελίαν; Τις να ακούση των φίλων και γειτόνων τους στεναγμούς και τα δάκρυα, του βασιλέως και των λοιπών Αρχόντων του παλατίου και συγγενών του κυρίου μου την λύπην»; Αυτά και έτερα τούτου λέγοντος, παρηγόρουν αυτόν οι εκεί ευρεθέντες και έλεγον· «Παύσε, αδελφέ, τον πολύν θρήνον, ίνα μη υπό της πολλής λύπης αποθάνης. Αλλ’ ύπαγε και ειπέ τα γενόμενα εις τον κύριόν σου μήπως μάθη τούτο παρ’ άλλων και δια τούτο σε καταρασθή και εξαλειφθής εκ βίβλου ζώντων». Δεχθείς όθεν τας συμβουλάς των επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν και εισελθών εις τον οίκον του κυρίου του εκάθητο στυγνός και λυπούμενος. Ως έμαθεν η Μαρία ότι ήλθεν ο δούλος, εκάλεσεν αυτόν και τον ηρώτησε πως έχουσι τα τέκνα της. Ο δε είπε· «Καλά είναι». Και λέγει εις αυτόν εκείνη· «Που είναι αι επιστολαί τας οποίας σου έδωκαν»; Ο δε απεκρίθη· «Ερχόμενος εν τη οδώ απώλεσα αυτάς». Τότε ήρχισεν η καρδία της να ταράσσηται και λέγει εις αυτόν· «Δια τον Κύριον, ειπέ μοι την πάσαν αλήθειαν». Τότε έκραξε φωνήν μεγάλην και είπε μετά δακρύων· «Αλλοίμονον, κυρία μου, ότι το φως σου έχασας εις την θάλασσαν»! Η δε ως ήκουσε τούτο ηυχαρίστησε τον Θεόν και λέγει εις αυτόν· «Σιώπα, μη είπης τούτο εις κανένα· ότι ο Θεός τα έδωκεν, ο Θεός τα επήρεν· ως έδοξε τω Κυρίω ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος». Το εσπέρας ήλθεν ο Ξενοφών εκ των ανακτόρων συνοδευόμενος υπό πολλών εντίμων και αποχαιρετήσας εκείνους, οίτινες τον συνώδευον, εκάθισε να φάγη, ότι ούτως είχε συνήθειαν, να τρώγη άπαξ της ημέρας κατά την εσπέραν· καθεσθείς λοιπόν εις την τράπεζαν, είπεν εις αυτόν η γυνή του· «Κύριέ μου, ήλθεν ο άνθρωπος, τον οποίον έστειλας εις Βηρυτόν». Λέγει ο Άγιος Ξενοφών· «Δόξα σοι ο Θεός, ας έλθη να τον ερωτήσω». Η δε είπε· «Είναι πολύ καταπεπονημένος και έπεσε να αναπαυθή». Λέγει εις αυτήν ο Άγιος· «Φέρε μου τας επιστολάς να ίδω τι μας γράφουν τα τέκνα μας». Τότε η γυνή, μη δυναμένη να κρατήση τα σπλάγχνα της, εδάκρυσε. Ο δε Ξενοφών είπεν εις αυτήν· «Τι κλαίεις; Ησθένησαν τα τέκνα μας»; Η δε απεκρίνατο· «Μακαρία η ώρα, να ήσαν ασθενή· αλλά τους μαργαρίτας μας εχάσαμεν εις την θάλασσαν». Τότε ο γέρων στενάξας ηυχαρίστησε τον Θεόν λέγων· «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον. Μη λυπείσαι, κυρία μου, και ο Θεός δεν αφήκε να μας γίνη τοιαύτη εις το γήρας, επειδή εγώ όλας τας εντολάς του εποίησα, ως νομίζω. Πλήν ας αγρυπνήσωμεν την νύκτα ταύτην δεόμενοι του Θεού να μας φανερώση τι έγιναν τα τέκνα μας». Προσευχόμενοι λοιπόν και γονυπετούντες όλην την νύκτα, το πρωϊ εκ του κόπου εκοιμήθησαν και βλέπουσιν εν οράματι αμφότεροι, ότι τα τέκνα των ίσταντο ενώπιον του Χριστού και είχον εις τας κεφαλάς των στέφανα λαμπρά και πολύτιμα. Και του μεν Ιωάννου ο στέφανος ήτο κεκοσμημένος υπό ανεκτιμήτων λίθων, του δε Αρκαδίου υπό άστρων λαμπροτάτων, αμφότεροι δε εκράτουν χρυσόν εις τας χείρας των. Εγερθέντες του ύπνου διηγήθησαν προς αλλήλους το όραμα και είπεν ο μακάριος Ξενοφών· «Εν αληθεία, ω γύναι, μεγάλης τιμής ηξιώθησαν οι υιοί μας και νομίζω να είναι εις τα Ιεροσόλυμα. Λοιπόν ας υπάγωμεν να τους εύρωμεν και να προσκυνήσωμεν και τους Αγίους Τόπους». Λαβόντες λοιπόν οι Άγιοι πλούτον πολύν, απήλθον μετά τινων των υπηρετών των εις την Αγίαν Πόλιν· ένθα προσκυνήσαντες ευλαβώς όλους τους τόπους εκείνους, έδιδον πανταχού και ικανήν ελεημοσύνην, περιφερόμενοι δε ηρώτων και δια τους υιούς των, αλλ’ ουδέν περί τούτων ηδύναντο να μάθουν. Εύρον όμως ένα εκ των υπηρετών των, τον οποίον είχον στείλει μετ’ αυτών εις Βηρυτόν, φορούντα ένδυμα Μοναχού, ευθύς δε ως τον είδον, έβαλον εις αυτόν μετάνοιαν. Ο δε προσεκύνησεν αυτούς λέγων· «Μη ποιείτε ούτω, κύριοί μου, μη ποιείτε εις εμέ τον υπηρέτην σας μετάνοιαν». Ο δε Άγιος Ξενοφών λέγει εις αυτόν· «Το άγιον σχήμα, όπερ φορείς, ετίμησα· και παρακαλώ μη λυπείσαι, αλλ’ ειπέ εις ημάς τι έγιναν τα τέκνα μας». Ο δε είπε· «Δεν ηξεύρω· διότι καθώς συνετρίβη το πλοίον, έκαστος εφρόντιζε πως να σωθή· όθεν είτε ζώσι είτε απέθανον μόνον ο Θεός γνωρίζει». Τότε ο Ξενοφών ηθέλησε να υπάγη και εις τα μέρη του Ιορδάνου να προσκυνήση και να μοιράση και εις τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς ελεημοσύνην. Καταβαίνοντες λοιπόν από Ιεροσολύμων καθ’ οδόν συνήντησαν τον Γέροντα του Αρκαδίου, και πίπτοντες εις τους πόδας του εζήτουν παρ’ αυτού ευλογίαν. Ο δε ευχηθείς αυτούς τους λέγει· «Τις ηνάγκασε τον κύριον Ξενοφώντα και την κυρίαν Μαρίαν να έλθωσιν εις τα Ιεροσόλυμα; Ουδέν άλλο βεβαίως, ειμή ο πόθος των τέκνων σας. Μη λυπείσθε, προσθέτει ο Γέρων, ότι τα τέκνα σας ζώσι και ο Θεός θέλει σας φανερώσει την δόξαν των. Πλην υπάγετε εις τον Ιορδάνην ποταμόν, καλοί εργάται του αμπελώνος Χριστού του Θεού, και όταν επιστρέψητε θέλετε ίδει τα τέκνα σας». Αποχαιρετήσαντες όθεν αυτόν απήλθον, βαδίζοντες την οδόν των, ο δε Άγιος Γέρων επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και προσκυνήσας εκάθησε πλησίον του Γολγοθά εις το έδαφος να αναπαυθή και ιδού, κατ’ οικονομίαν Θεού, ο Ιωάννης, ο πρώτος υιός του Ξενοφώντος, ήλθε να προσκυνήση και αυτός τους Αγίους Τόπους. Ιδών δε τον Γέροντα, εποίησεν εις αυτόν μετάνοιαν· ο δε ηυχήθη αυτόν λέγων· «Που ήσο έως τώρα, κυρ Ιωάννη; Οι γονείς σου ήλθον ζητούντες σε, και συ πάλιν ήλθες βεβαίως ζητών τον αδελφόν σου». Τότε ο Ιωάννης πίπτων εις τους πόδας του Γέροντος λέγει· «Παρακαλώ σε, Πάτερ Άγιε, ειπέ μοι, δια τον Κύριον, που είναι ο αδελφός μου; Ότι έως την σήμερον δεν με επληροφόρησεν ο Κύριος αν ζη, μόνον σήμερον ακούω τούτο δια πρώτην φοράν από το άγιόν σου στόμα». Ταύτα εκείνων λεγόντων ιδού και έρχεται ο Αρκάδιος χάριν προσκυνήσεως, τόσον δε ήτο ταλαιπωρημένον το σώμα του εκ της πολλής εγκρατείας, ώστε οι οφθαλμοί του ήσαν βαθουλοί· και προσκυνήσας τον Άγιον Γέροντα είπεν· «Αφήκες το χωράφιόν σου, Πάτερ τίμιε, τρία έτη καθ’ α δεν το επεσκέφθης και εγέμισεν ακάνθας· όθεν θα κοπιάσης κατά πολλά έως να το καθαρίσης». Ο δε απεκρίθη· «Καθ’ εκάστην, τέκνον μου, εν Αγίω Πνεύματι αοράτως επεσκεπτόμην εγώ το χωράφιόν μου και ελπίζω εις τον Θεόν, ότι ακάνθας δεν έχει, αλλά καλούς καρπούς, εκ των οποίων τρώγει και πίνει ο βασιλεύς Χριστός και ευφραίνεται». Καθεζομένων δε αυτών, ηρώτησε τον Ιωάννην ο Γέρων, να είπη την πατρίδα του. Ο δε απεκρίνατο· «Ξένος και αμαρτωλός είμαι, Πάτερ τίμιε, και παρακαλώ τον Θεόν, όπως δι’ ευχών σας ποιήση έλεος δι’ εμέ». «Την πατρίδα σου ειπέ, εις την οποίαν εγεννήθης, την ανατροφήν και το γένος σου, ίνα ούτω δοξασθή ο Θεός». Ο δε Ιωάννης διηγήθη άπαντα· μη δυνάμενος δε ο Αρκάδιος να κρατήση τα δάκρυα, ηγέρθη και λέγει εις τον Γέροντα· «Ούτος είναι ο αδελφός μου»! Ο δε είπεν· «Εγώ εγνώριζον τούτο, τέκνον, αλλά δεν ηθέλησα να σας το είπω, έως ου να γνωρισθήτε μόνοι σας». Τότε ενηγκαλίσθησαν κατά προσταγήν του Γέροντος και ησπάσθησαν ευχαριστούντες τον Κύριον, όστις ηξίωσεν αυτούς να ίδωσιν αλλήλους εις τοιούτον σχήμα. Μετά δύο ημέρας ήλθον οι γονείς αυτών από του Ιορδάνου μετά πολλής παρρησίας και συνοδείας ανθρώπων και προσκυνήσαντες τον Άγιον Τάφον και τον Γολγοθάν έρριψαν και εκεί πολλά φλωρία, εξελθόντες δε του Ναού βλέπουσι τον Άγιον Γέροντα και προσκυνούσιν αυτόν, ούτω λέγοντες εις αυτόν· «Δια τον Κύριον, τελείωσον την υπόσχεσίν σου και δείξον εις ημάς τα τέκνα μας». Τούτων παρόντων εκεί, επρόσταξεν αυτά να μη ομιλήσωσι παντελώς· οι δε γονείς των δεν τα εγνώρισαν, διότι εκ της πολλής εγκρατείας είχον αλλοιωθή τα χαρακτηριστικά των. Ο δε Γέρων είπεν εις τους γονείς· «Υπάγετε να ετοιμάσετε τράπεζαν πλουσίαν να μας φιλεύσητε μετά τούτων των μαθητών μου και εκεί θέλω σας δηλώσει που είναι τα τέκνα σας». Ο δε Ξενοφών εχάρη και απελθών ητοίμασε τράπεζαν. Ο δε Γέρων είπεν εις αυτούς· «Ας υπάγωμεν, τέκνα μου, εις την φιλίαν του πατρός σας, ότι τούτο δεν σας βλάπτει· πλην φυλάττεσθε να μη ομιλήσητε ποσώς, έως να σας είπω· ηξεύρετε δε και τούτο, ότι όσους κόπους και αν κάμητε, δεν φθάνετε εις τα μέτρα των γονέων σας, διότι και να ομιλήση τις μετ’ αυτών ωφελείται». Απήλθον λοιπόν και οι τρεις εκεί που ήτο ο Ξενοφών, όστις τους εδέχθη ως Αγγέλους Θεού και καθίσαντες έτρωγαν ομού άπαντες· ο δε Ξενοφών είπε· «Πως έχουν τα τέκνα μας, τίμιε Πάτερ»; Ο δε απεκρίθη· «Καλά είναι και αγωνίζονται να σωθώσιν». Οι δε γονείς είπον· «Ο Θεός να αναδείξη αυτούς αξίους εργάτας του αμπελώνος Αυτού, δια να λυτρώσωσι και ημάς του αιωνίου πυρός της κολάσεως». Βλέπων δε ο Ξενοφών την θαυμαστήν ευταξίαν, τα χρηστά ήθη και την ευλάβειαν των δύο Μοναχών, είπεν εις τον Γέροντα· «Επ’ αληθείας, τίμιε Πάτερ, καλούς μαθητάς έχεις και η ψυχή μου πολλά ηγάπησεν αυτούς και βλέπω ότι του Θεού είναι άξιοι, αλλά παρακάλει τον Κύριον να γίνωσιν όμοια τούτων και τα τέκνα μας». Ο δε Γέρων είπεν· «Αμήν». Έπειτα λέγει προς τον Αρκάδιον· «Ειπέ μοι από ποίον μέρος και τίνων γονέων υιός είσαι»; Ο δε απεκρίθη· «Εγώ, τίμιε πάτερ, ήμην από την Κωνσταντινούπολιν, υιός πλουσίων γονέων, ο δε πατήρ μου ήτο συγκλητικός· είχον δε και άλλον αδελφόν, μετά του οποίου οι γονείς μου μας έστειλαν εις Βηρυτόν, προς τελειοποίησιν των μαθημάτων μας· πλέοντες δε συνετρίβη το πλοίον και εγώ εσώθην τη βοηθεία του Θεού με εν σανίδιον». Ταύτα ακούσαντες οι γονείς δεν υπέφερον να τελειώση τα επίλοιπα· αλλ’ εσηκώθησαν μετά δακτύων και ενηγκαλίσθησαν αυτούς λέγοντες· «Ταύτα είναι τα τέκνα μας, τίμιε Πάτερ! Και δεόμεθά σου, εγείρου να αποδώσωμεν δόξαν εις τον Θεόν, διότι εύρομεν αυτά, παρακάλεσον δε τον Κύριον να γίνη εύσπλαγχνος και εις ημάς τους αμαρτωλούς, ίνα μας αξιώση της αυτού βασιλείας». Εγερθείς τότε ο Γέρων εποίησε μεγάλην ευχήν και ευχαριστίαν προς Κύριον· έπειτα παρεκάλεσαν ο Ξενοφών και η Μαρία τον όσιον και ενέδυσεν αυτούς το άγιον σχήμα, παρήγγειλε δε εις αυτούς να μη ίδωσιν αλλήλους εις όλην των την ζωήν. Μετά ταύτα οι δύο αδελφοί αποχαιρετήσαντες τους γονείς των ηκολούθησαν τον Γέροντα εις την έρημον, εις την οποίαν και έμειναν ασκούμενοι μέχρις τέλους, αξιωθέντες παρά Θεού να θεραπεύωσι πάσαν ασθένειαν των προσερχομένων και να λάβωσι προορατικόν χάρισμα, ούτω δε καλώς αγωνιζόμενοι εν Κυρίω ετελειώθησαν. Ο δε πατήρ αυτών έστειλε πληρεξούσιον και επώλησεν όλα του τα υπάρχοντα κινητά τε και ακίνητα και διένειμεν αυτά εις τους πτωχούς· τους δε δούλους του άπαντας ηλευθέρωσε, δώσας εις αυτούς και χαρίσματα πλούσια, την δε συμβίαν αυτού έβαλεν εις Μοναστήριον Γυναικών, ήτις καλώς αγωνισαμένη και Θεώ ευαρεστήσασα, έφθασεν εις μέτρα των Αγίων, διότι πολλούς τυφλούς και δαιμονιώντας ιασαμένη ανεπαύσατ εν Κυρίω· ο δε Άγιος Ξενοφών ενδυθείς τρίχινα απήλθεν εις την έρημον, όπου έζησε τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του, αξιωθείς μυστηρίων μεγάλων και προορατικού χαρίσματος, και είτα ανεπαύσατο και αυτός εν Κυρίω περί τας αρχάς του έκτου αιώνος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: