Λόγος εις τα Εισόδια της Υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Πάλιν εορτή, και πάλιν πανήγυρις. Εορτή όχι ως την προχθεσινήν, αλλά εορτή μεγάλη και θαυμαστή και της σωτηρίας των ανθρώπων πρόξενος· διότι και αι εορταί και πανηγύρεις των άλλων Αγίων ωφέλιμοι είναι και άγιαι, αλλά η εορτή της Υπερευλογημένης ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, της οποίας την εν τω Ναώ Είσοδον εορτάζομεν σήμερον, είναι τιμιωτέρα και θαυμασιωτέρα. Καθόσον οι άλλοι μεν Άγιοι είναι και ονομάζονται δούλοι Χριστού, η δε Υπεραγία Θεοτόκος είναι Μήτηρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και Δέσποινα και Βασίλισσα του κόσμου όλου· επειδή δε αυτή από την πολλήν της καθαρότητα και παρθενίαν κατηξιώθη και έγινε Μήτηρ του Βασιλέως Χριστού, δια τούτο Βασίλισσα και Παρθένος και με ό,τι άλλο καλόν όνομα υπάρχει πρέπει να ονομάζεται.
Τι δύναταί τις να την ονομάση, το οποίον να μη της πρέπη; Παρθένον; Και ποία άλλη ευρέθη καθαρωτέρα απ’ αυτήν; Οδηγήτριαν; Και ποία άλλη οδηγεί και φυλάττει το γένος των Χριστιανών ως η Πανύμνητος; Πας Χριστιανός ευσεβής πρέπει να υμνή και να δοξάζη την Αειπάρθενον, διότι είχεν όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· γνώσιν δε και φρόνησιν είχε παρά πάσαν άλλην. Εάν λοιπόν ακούσης Παρθένον, αυτήν να εννοής, ότι η Γραφή και ο Προφήτης Ησαΐας ούτω την ονομάζει· «Ιδούη Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν, και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστι μεθερμηνευόμενον, μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ. α: 23, Ησ. ζ:14). Αυτήν εκήρυξαν οι Προφήται, αυτήν προεσήμαιναν αι Γραφαί· ο Προφήτης Αββακούμ αυτήν είδεν ως Όρος σύνδενδρον, διότι αυτή ήτο εσκεπασμένη από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· ο Προφήτης Δανιήλ αυτήν και αυτός εθεώρησεν ως Όρος, από το οποίον Όρος ο στερεός Λίθος ο Βασιλεύς του κόσμου Θεός, εγεννήθη χωρίς σποράν ανδρός· ο δίκαιος Ιακώβ αυτήν είδεν ως Κλίμακα, διότι δι’ αυτής ο μεν Θεός κατέβη εκ των ουρανών, οι δε άνθρωποι ανέβησαν εις τους ουρανούς· εάν Πύλην ακούσης, εάν Θρόνον, εάν Στάμνον, εάν Λυχνίαν, αυτήν ενθυμού και καθολικώς οιονδήποτε θαυμαστόν και άγιον όνομα σκεφθής, εις την Παναγίαν πρέπει. Ακούσωμεν λοιπόν πάντες, Χριστιανοί, την αγίαν εορτήν· διότι άλλο δεν είναι χαρά της ψυχής και σωτηρία, ως η τιμή των Αγίων και η εορτή. Τροφή και ευλογία της ψυχής ο λόγος του Θεού ονομάζεται· λόγος δε Θεού είναι η εξήγησις της Αγίας Γραφής· άλλο δεν ευφραίνει την ψυχήν ως η μνήμη Αγίου, καθώς ο σοφός Σολομών το ορίζει· «Εγκωμιαζομένων δικαίων ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. κθ:2). Εάν λοιπόν εις εκάστου Αγίου την μνήμην ευφραινώμεθα, πόσον μάλλον εις την σημερινήν εορτήν της Παναγίας να μη ευφρανθώμεν και να χαρώμεν; Ο σκοπός σας, Χριστιανοί μου, είναι να τιμήσετε την εορτήν, δια τούτο και συνήχθητε σήμερον· αλλά δεν είναι δυνατόν να πανηγυρίσωμεν και να τιμήσωμεν αξίως την Παρθένον, διότι η τιμή της πάσαν γλώσσαν και σκοπόν ανθρώπων υπερβαίνει· διότι αφού ουδένα άνθρωπον δυνάμεθα να επαινέσωμεν καθώς πρέπει, πόσον μάλλον την Υπεραγίαν Θεοτόκον; Πλην επειδή δεν δυνάμεθα να την τιμήσωμεν καθώς πρέπει, τουλάχιστον ας αφιερώσωμεν εις αυτήν την καρδίαν μας, διότι ο Θεός δεν βλέπει το πρόσωπον, αλλά την καρδίαν. Θέλεις να τιμήσης την εορτήν, μάλλον δε την Παναγίαν; Πράττε τα αρεστά εις αυτήν τε και τον μονογενή Αυτής Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Παρθένευε να ομοιωθής με την Παρθένον· νήστευε να τιμήσης την καθαράν· κάμε ελεημοσύνην να αρέσης εις την ελεήμονα Θεοτόκον· βασίλευε και νίκα τα κακά θελήματά σου, να επαινέσης την Βασίλισσαν του κόσμου· μη εχθρεύεσαι τον ομόπιστόν σου Χριστιανόν, να σε αγαπήση η Μήτηρ του Χριστού, ήτις εκήρυξε την αγάπην εις όλον τον κόσμον. Εάν αυτά κατορθώσωμεν, τότε επαινούμεν και τιμώμεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον όχι μόνον με λόγους, αλλά και με έργα. Πίστευε ότι αληθώς Παρθένος ήτο και εγέννησε τον Χριστόν χωρίς σποράν ανδρός, μόνον δια Πνεύματος Αγίου. Επειδή η ανθρωπίνη φύσις εξέπεσε και επειδή ο Αδάμ παρήκουσε την εντολήν του Θεού και κατεφρόνησε το θέλημα του Ποιητού του και ήτο όλως δι’ όλου παραδεδομένος εις χείρας του διαβόλου, ηυδόκησεν ο Θεός ο μεγαλοδύναμος να τον ελευθερώση από τας χείρας του μιαρού δαίμονος. Επειδή δεν ήτο δυνατόν να ίδωσι τον Θεόν οι άνθρωποι μηδέ της φωνής του να ακούσωσι· δια τούτο ενεδύθη σάρκα και εφάνη ως και ημείς άνθρωπος, δια να μας διδάξη και να μας καθοδηγήση, εις την αιώνιον ζωήν και Βασιλείαν. Έστειλε πρώτον Προφήτας, αλλά δεν τους ηκούσαμεν· έστειλε και θαυματουργούς άνδρας, ως τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, αλλά δεν μετενοήσαμεν· ήλθαν και άλλοι Άγιοι πρωτύτερα από τον Χριστόν, και εκήρυττον τον Χριστόν, αλλά δεν τους ηκούσαμεν. Αλλά ούτε και αυτοί επήγαιναν εις την Βασιλείαν των ουρανών, διότι η οδός του Παραδείσου δεν ήτο ανοικτή, επειδή η αμαρτία του Αδάμ την είχε κεκλεισμένην. Επειδή λοιπόν οι προ Χριστού αποθνήσκοντες επήγαιναν όλοι εις την κόλασιν και απειδή κανείς δεν ήτο ελευθερωμένος από την αμαρτίαν του Αδάμ, δια τούτο κατεδέχθη ο Ποιητής και Κύριος του κόσμου και ήλθε και εσαρκώθη εκ της Υπεραγίας Θεοτόκου και εγεννήθη εκ Πνεύματος Αγίου· Παρθένος ήτο η Θεοτόκος πριν να τον γεννήση και πάλιν Παρθένος έμεινε, καθώς ο Προφήτης Ιεζεκιήλ προεφήτευσεν (Ιεζ. μδ: 1-3). Η Σάρρα εκείνη, η γυνή του Αβραάμ, εγέννησε τον Ισαάκ στείρα ούσα και γερόντισσα ογδοήκοντα ετών. Η Άννα, η μήτηρ του Σαμουήλ του Προφήτου, ήτο και αυτή στείρα γυναίκα και όμως εγέννησεν επτά τέκνα. Τι επομένως το παράδοξον εις την δύναμιν του Θεού, εάν και η Παρθένος εγέννησεν; Ουδεμία όμως σύγκρισις μεταξύ αυτών και της Παρθένου· διότι εκείναι μεν εγέννησαν εκ σποράς, η δε Παρθένος άνευ ανδρός, διότι «όπου Θεός βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Πολλά θαύματα διηγείται η Παλαιά και η Νέα Γραφή, ότι έγιναν· πως δε Θεός εσαρκώθη εκ γυναικός, κάθε θαύμα υπερβαίνει· πως γυναίκα εχώρεσε την Θεότητα όλην; Ούτε οι Άγγελοι ούτε οι Αρχάγγελοι ούτε τα άλλα Τάγματα των ουρανών δύνανται να την ίδωσιν, αλλ’ η Παρθένος και Θεοτόκος έγινε Μητέρα του. Ο ουρανός και η γη δεν δύνανται να τον χωρέσωσι, και μία γυνή τον εχώρεσε; Θαύμα παράδοξον και άκουσμα φοβερόν! Ημείς πιστεύομεν αυτό το μυστήριον, λατρεύομεν τον Χριστόν και τιμώμεν την Μητέρα Του· αναθεματίζομεν τους αιρετικούς όσοι δεν κηρύττουσι την Θεοτόκον Παρθένον· πιστεύομεν ότι αληθώς Παρθένος εγέννησε και πάλιν Παρθένος έμεινε· τιμώμεν και δοξάζομεν το άφραστον και ανεκδιήγητον θαύμα. Αλλ’ επειδή εορτήν εορτάζομεν και μυστήριον πανηγυρίζομεν, ας καθαρίσωμεν την ψυχήν μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, από πάσαν σκέψιν και φροντίδα του κόσμου και ας ετοιμάσωμεν τας καρδίας μας να ακούσωμεν της εορτής μας την υπόθεσιν και να δοξάσωμεν το μυστήριον, καθώς πρέπει· διότι, εάν μεν έχωμεν τον νουν μας εδώ εις την Εκκλησίαν, έχομεν και μισθόν και Χάριτα από την Παρθένον και Θεοτόκον και εννοούμεν και τους λόγους τους οποίους ακούομεν και ωφελούμεθα, αν βεβαίως δεν έχωμεν τον νουν μας εις κοσμικάς φροντίδας· δια τούτο ας ετοιμάσωμεν και τον νουν μας και την ψυχήν μας και την καρδίαν μας, να ακούσωμεν καθαρώς και καλώς το μυστήριον, δια να δοξάσωμεν και να τιμήσωμεν την υπόθεσιν της πανηγύρεώς μας, επειδή η υπόθεσις αύτη είναι αιτία σωτηρίας εις τον άνθρωπον. Πόθεν άλλοθεν εσπλαγχνίσθη ο Κύριος να σαρκωθή; Πόθεν και από ποίαν αφορμήν ο προάναρχος Βασιλεύς των αιώνων ηθέλησε να γεννηθή εν χρόνω και να ονομασθή χρονικός; Πόθεν και δια ποίαν αιτίαν ο Κύριος, τον οποίον υμνούσι τα Χερουβίμ και δοξάζουσι τα Σεραφίμ, κατεδέχθη να ονομασθή Σαμαρείτης και δαιμονισμένος; Διατί υπέμεινεν ύβρεις, ονειδισμούς, εμπτυσμούς και τελευταίον θάνατον σταυρικόν; Φανερόν είναι ότι δια μόνην την σωτηρίαν των ανθρώπων τα κατεδέχθη αυτά όλα, θέλων να ελευθερώση τας ψυχάς μας από τας χείρας του διαβόλου. Διότι εφ’ όσον η φύσις των ανθρώπων εξέπεσε δια την παρακοήν από τον Παράδεισον, δεν ηδύνατο πλέον να αναβή όθεν εξέπεσε, διότι η παρακοή έκλεισε την θύραν του Παραδείσου· θα εδέχετο βεβαίως ο Θεός τον Αδάμ εάν μετενόει, διότι η αμαρτία απαιτεί μετάνοιαν δια να διορθωθή· ο Αδάμ όμως δεν μετενόησεν ούτε είπε προς τον Θεόν, όταν τον ηρώτα· «Μήπως έφαγες από το ξύλον»; Δεν είπε: «Ήμαρτον, Ποιητά μου, έσφαλα, Θεέ μου, επλανήθην και παρήκουσα το θέλημά σου· δια τούτο και εγώ κλαίω και θρηνώ και δέομαί σου, δέξαι με πάλιν τον παρήκοον». Δεν είπεν ούτω, αλλ’ έρριψε την αφορμήν εις τον Θεόν, ειπών· «Η γυναίκα την οποίαν μου έδωκες, εκείνη με παρεπλάνησε». Και ούτω έδειξε παρευθύς ότι εκείνος δεν πταίει, αλλ’ ο Θεός, όστις του έδωκε σύντροφον την Εύαν, εκείνος πταίει. Ηρώτησε και την Εύαν ο Θεός, αλλ’ ούτε αυτή είπεν ότι έπταισεν, αλλ’ έρριψε και αυτή την αφορμήν εις τον όφιν, ότι εκείνος την παρεπλάνησεν. Επειδή λοιπόν τότε δεν μετενόησαν, δια τούτο ούτε ο Θεός τους εδέχθη δια την υπερηφάνειάν των, ωκονόμησεν όμως ύστερον, εις τους τελευταίους χρόνους και καιρούς, να ενδυθή Σάρκα εκ της Αγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, δια να σώση τον απολεσθέντα άνθρωπον, δια να μας ελευθερώση από την κόλασιν και να μας αξιώση της Βασιλείας των ουρανών. Επειδή λοιπόν αυτός είναι ο σκοπός της εορτής μας, ας ακούσωμεν με προθυμίαν και την υπόθεσιν της σημερινής αγίας ημέρας. Και η μεν εορτή ονομάζεται Εισόδια, εις ανάμνησιν της εισόδου της Θεοτόκου εις τον Ναόν, ότε δηλαδή έφεραν Αυτήν οι γονείς της εις τον Ναόν και την άφησαν, ως υπεσχέθησαν, εις τα Άγια των Αγίων· η δε υπόθεσις εξ αρχής ούτως έγινεν. Εις την Παλαιστίνην ήτο ανδρόγυνόν τι ευλογημένον από τον Θεόν δια την καλωσύνην την οποίαν είχε και τον μεν άνδρα έλεγον Ιωακείμ, την δε γυναίκα Άνναν· είχον δε πολλάς αρετάς· και ελεημοσύνην πολλήν υπέρ τους ανθρώπους του καιρού εκείνου, διότι περισσότερον από όλους εσύχναζον εις τον οίκον του Θεού· με κανένα γείτονα ή άλλον άνθρωπον ποτέ δεν εφιλονίκησαν· πλούσιοι και άρχοντες ήσαν, το δε σπουδαιότερον, ότι ήσαν από το βασιλικόν γένος του Δαβίδ. Δεν είχον όμως παιδίον ούτε αρσενικόν ούτε θηλυκόν και δια τούτο είχον πολλήν θλίψιν και πικρίαν και επειδή δεν είχον κληρονόμον, αλλά και διότι ήτο συνήθεια κατά τον καιρόν εκείνον, όστις δεν εγέννα παιδίον, να είναι από όλους υβρισμένος και ωνειδισμένος και κανείς δεν έτρωγεν άρτον με εκείνον· ακόμη δε και όταν επήγαιναν εις τον Ναόν, ήσαν υποχρεωμένοι να στέκωνται παρακάτω από όλους· και αν επήγαιναν προσφοράν, έπρεπε να την δώσουν εις τον ιερέα υστερώτερα από όλους. Μίαν δε ημέραν, εν ω ήτο εορτή μεγάλη των Εβραίων, επήγεν ο Ιωακείμ μετά της Άννης εις τον Ναόν και από την πολλήν προθυμίαν, την οποίαν είχον εις τον Θεόν, επλησίασαν, μη γνωρίζοντες ότι οι άλλοι δεν είχον ακόμη δώσει τας προσφοράς των και έδωκαν την ιδικήν των πρωτύτερα από όλους· ο δε εφημερεύων ιερεύς, ως τους είδεν ότι έδωσαν την λειτουργίαν πρωτύτερα από όλους, εθυμώθη πολύ και τους λέγει· «Παράνομοι και ασεβείς άνθρωποι, διατί δεν υπεμείνατε, ως είναι η συνήθεια του Νόμου, αλλά εφέρατε πρώτοι την προσφοράν; Σεις είσθε κατηραμένοι από τον Θεόν και ωνειδισμένοι και από τους ανθρώπους· δεν εφοβήθητε τον Θεόν, δεν ησχύνθητε τους ανθρώπους, κατεφρονήσατε και τον Νόμον του Μωϋσέως· φύγετε απ’ εδώ γρήγορα, να μη σας κατακαύση ο Θεός και η γη σας καταπίη ως τον Δαθάν και Αβειρών· φύγετε από τον Ναόν, διότι θα αποθάνετε από την οργήν του Θεού». Αφ’ ου ήκουσαν τους λόγους τούτους, οποίαν λύπην ψυχικήν νομίζετε με τον νουν σας να έλαβον οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες ήσαν άρχοντες και πλούσιοι και όμως υβρίσθησαν τοιουτοτρόπως; Από γένος βασιλικόν ήσαν και άνθρωποι φημισμένοι· όθεν το να τους ονειδίση άνθρωπος και να τους είπη τοιούτους λόγους έμπροσθεν εις όλους τους ανθρώπους της πόλεως εκείνης, πόσον θα τους ελύπησεν; Όμως με πολλήν ταπείνωσιν και πικραμμένην καρδίαν ανεχώρησαν δια την οικίαν των. Όταν δε έφθασαν εις το μέσον της οδού εστράφη ο Ιωακείμ κλαίων και λέγει προς την σύζυγόν του την Άνναν· «Ηγαπημένη μου γυνή, δεν έχω καρδίαν να έλθω εις την οικίαν μας, ουδέ αγαπώ πλέον να ζω μίαν ημέραν, επειδή είμεθα ωργισμένοι και υβρισμένοι από τον Θεόν και από τους ανθρώπους· αλλά συ ύπαγε εις την οικίαν μας και κάμε όσον δύνασαι ελεημοσύνην, έπειτα ύπαγε εις τον κήπον μας και παρακάλει τον Θεόν να σε ακούση, να μας δώση τέκνον· εγώ δε θα υπάγω εις το όρος και θα μείνω εκεί νηστεύων και παρακαλών τον Θεόν, ή να μας δώση τέκνον ή να με φάγουν τα θηρία· τι την θέλω πλέον την ζωήν την λυπημένην και πικραμμένην, τι θέλω τον πλούτον τον οποίον σήμερον τον έχομεν και αύριον τον χάνομεν; Δια τούτο πηγαίνω εις το όρος να παρακαλέσω τον Θεόν, έως ότου με ακούση». Συνεφώνησε λοιπόν τότε και η Άννα και αποχαιρετισθέντες μεταξύ των ανεχώρησαν· και η μεν Άννα επήγεν εις την οικίαν της και εισήλθεν εις τον κήπον της, όπου προσηύχετο και παρεκάλει τον Θεόν κλαίουσα και λέγουσα· «Κύριε Παντοκράτορ και μεγαλοδύναμε, όστις μόνον με τον ορισμόν σου έκαμες τον ουρανόν και την γην και όσα φαίνονται και είναι, όστις και τους Πατέρας μας ελύτρωσες από τας χείρας του Φαραώ και με την προσταγήν σου εσχίσθη η θάλασσα και διήλθον· συ, Θεέ μου, όστις τους έτρεφες τεσσαράκοντα έτη εις την έρημον· συ ο οποίος ηυλόγησες την Σάρραν, την γυναίκα του Αβραάμ, και εγέννησε τον Ισαάκ εις το γήρας της· συ όστις εχαρίτωσες την Άνναν εκείνην την ομοίαν μου και εγέννησε τον Σαμουήλ τον Προφήτην· συ δώσε και εις εμέ την ταπεινήν δούλην σου τέκνον και μη με αφήσης να είμαι ωνειδισμένη και υβρισμένη από όλον το γένος. Κύριε ο Θεός μου, ελέησόν με και δος μοι τέκνον· διότι συ ηυλόγησας και αυτά τα θηρία ειπών· «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. α:22), δος λοιπόν και εις εμέ καρπόν κοιλίας. Εάν δε γεννήσω τέκνον, είτε αρσενικόν, είτε θηλυκόν, να το φέρω εις τον Ναόν σου και να σου το αφιερώσω ολοψύχως». Και η μεν Άννα αυτά και περισσότερα έλεγε, κλαίουσα και παρακαλούσα τον Θεόν· ο δε Ιωακείμ ο ανήρ αυτής, ως επήγεν εις το όρος, έκλαιε και αυτός και εδέετο παρακαλών τον Θεόν, ως και η γυνή του. Ο δε Θεός, βλέπων τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των, έστειλε τον Αρχάγγελον Γαβριήλ και επήγεν εις τον Ιωακείμ, εκεί όπου ήτο εις το όρος και του λέγει· «Χαίρε, Ιωακείμ, και ευφραίνου· εγώ είμαι Αρχάγγελος Κυρίου και ήλθα να ευαγγελίσω εις σε, ότι μέλλεις να γεννήσης μίαν θυγατέρα, η οποία θέλει γεννήσει παρθένος τον Βασιλέα του κόσμου και Θεόν· άφες την πολλήν λύπην σου και την πικρίαν της ψυχής σου και ύπαγε εις την οικίαν σου χαίρων· αρκούν οι κόποι και οι αναστεναγμοί σου· επήκουσεν ο Θεός την δέησίν σου· μόνον ύπαγε, θαρρών εις τους λόγους μου και δόξαζε τον Θεόν». Αυτά είπεν ο Άγγελος προς τον Ιωακείμ, ευθύς δε επήγε και εις την Άνναν και της είπε τους αυτούς λόγους. Ο δε Ιωακείμ, ως ήκουσε τους λόγους και τα μηνύματα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, επέστρεψε χαίρων εις την οικίαν του, όπου εύρε την γυναίκα του την Άνναν, είχε δε και αυτή χαράν μεγάλην δια τους λόγους του Αρχαγγέλου. Κατά την νύκτα εκείνην συνέλαβεν η Άννα την Δέσποινα ημών Θεοτόκον εκ της σποράς του Ιωακείμ· διότι μόνον ο Χριστός εγεννήθη χωρίς σποράν ανδρός· η δε Κυρία Θεοτόκος και αυτή, ώσπερ όλοι οι άνθρωποι, συνελήφθη εκ συνουσίας ανδρός. Όταν δε επληρώθησαν οι εννέα μήνες εγέννησεν η Άννα παιδίον θηλυκόν. Συνήθειαν είχον από τότε οι Εβραίοι να καλούν οι γονείς του παιδίου κατά την ογδόην ημέραν τους ιερείς και να τους φιλοξενούν, κατ’ εκείνην δε την ημέραν να δίδουν και το όνομα του παιδίου. Κατά την συνήθειαν λοιπόν ταύτην εκάλεσε και ο Ιωακείμ τους ιερείς την ογδόην ημέραν να τους φιλεύση, δια να θέσωσι το όνομα της θυγατρός του· την ωνόμασε δε Μαριάμ. Σημαίνει δε το όνομα Μαριάμ : το μ, μόνη· το α, αύτη· το ρ, ρύσεται· το ι, ιού (δηλητηρίου)· το α, άπαντας· το μ, μισοκάλου· ήτοι, μόνη αυτή θέλει σώσει τους ανθρώπους όλους από το δηλητήριον, ήτοι την αμαρτίαν του διαβόλου. Το όνομα Μαρία σημαίνει και το Κυρία, Βασίλισσα, δυνατή. Όταν δε παρήλθον τρία έτη, ενεθυμήθησαν οι γονείς της εκείνο το οποίον υπεσχέθησαν εις τον Θεόν και παρευθύς συνήθροισαν τας φίλας των παρθένους να υπάγωσι με λαμπάδας εις τον Ναόν την Παναγίαν Θεοτόκον. Τον καιρόν εκείνον ήτο Αρχιερεύς ο Ζαχαρίας ο Προφήτης, ο πρεσβύτης και πατήρ του Ιωάννου του Προδρόμου και ως την είδεν, εγνώρισε ποία είναι και εστάθη και της είπε αυτά τα εγκώμια: «Χαίρε Βασίλισσα του κόσμου και των ανθρώπων· χαίρε Παναγία Θεοτόκε, η Μήτηρ του μεγάλου Βασιλέως Χριστού· χαίρε των Προφητών το κήρυγμα και εκπλήρωσις των λόγων των· Σε εκήρυξαν οι Προφήται, Σε έχουν καύχημα· όσα επροφήτευσαν δια Σε, σήμερον τελειώνονται· σήμερον χαίρονται αι ψυχαί των Προφητών, οίτινες σε βλέπουσιν εις τον Ναόν· ο Ησαΐας Παρθένον σε ωνόμασε, λέγων «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ης. ζ: 14)· ο Ιεζεκιήλ Πύλην σε προείπε, λέγων· «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής» (Ιεζ. μδ: 2)· ο Δανιήλ Όρος σε εκάλεσε, λέγων· «Εθεώρεις, (Βασιλεύ), έως απεσχίσθη λίθος εξ όρους άνευ χειρών» (Δαν. β: 34)· ο Ιακώβ Κλίμακα σε προείδε, και έλεγε· «Και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ης η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν και οι Άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής» (Γεν. κη: 12)· ο Γεδεών Πόκον σε προείδε· δια τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ έλεγε· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγόνες στάζουσαι επί την γην» (Ψαλμ. οα: 6)· ο αυτός βασιλεύς και Προφήτης Βασίλισσαν σε ονομάζει, λέγων· «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ. μδ: 10)· ο σοφός Σολομών σε είπε τιμιωτάτην από όλας τας γυναίκας, λέγων· «Πολλαί θυγατέρες εκτήσαντο πλούτον, πολλαί εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι, υπερήρας πάσας» (Παροιμ. κθ: 29). «Του Ααρών η ράβδος Σε προεσήμανε· του Μωϋσέως η στάμνος Σε προεικόνιζεν· οι Προφήται όλοι Σε εκήρυττον· οι Προπάτορες πάντες Σε επερίμενον, οι κολασμένοι όλοι Σε έχουσιν ελευθερίαν· η στάμνος την οποίαν είδεν ο Μωϋσής Σε προκατήγγειλεν· ως εκείνη είχε το μάννα, όπερ έθρεψε τους Εβραίους, ούτω και Συ θέλεις σαρκώσει τον ουράνιον άρτον, όστις θέλει θρέψει το γένος των Χριστιανών· η ράβδος του Ααρών Σε εσήμαινεν· ως εκείνη ξηρά και χωρίς ύδωρ εβλάστησεν, ούτω και Συ χωρίς σποράν ανδρός, παρθένος, θέλεις γεννήσει Θεόν, καθώς ηθέλησεν αυτός· το όρος όπερ είδεν ο Προφήτης Δανιήλ σε προεκήρυττεν· ως απ’ εκείνο το όρος χωρίς χείρα ανθρώπου εκόπη ο λίθος και συνέτριψε την εικόνα την χρυσήν, την οποίαν είδεν ο Ναβουχοδονόσωρ ο βασιλεύς, ούτω και από Σε χωρίς θέλημα ανθρώπου θέλει σαρκωθή ο Βασιλεύς του ουρανού και της γης, να συντρίψη όλας τας βασιλείας του κόσμου και να κηρύξη Βασιλείαν ουράνιον και ατελεύτητον· ο πόκος του Γεδεών Σε προεικόνιζεν· ως εις εκείνον τον πόκον κατέβη η βροχή και ουδείς εννόησεν, ούτω και εις Σε θέλει καταβή ο Θεός να φορέση σάρκα και ουδέ οι Άγγελοι θα εννοήσωσι το πώς εσαρκώθη».                                                                        
«Η θύρα την οποίαν είδεν ο Προφήτης Ιεζεκιήλ Σε προεκήρυττε· διότι καθώς δι’ αυτής εισήλθε και εξήλθεν ο μέγας Βασιλεύς και πάλιν την αφήκε κεκλεισμένην, ούτω και από Σε θέλει γεννηθή ο μέγας Βασιλεύς Χριστός και θα σε αφήση παρθένον, καθώς και είσαι τώρα· η κλίμαξ την οποίαν είδεν ο Πατριάρχης Ιακώβ, Σε προεσήμαινε· καθώς δι’ αυτής ανέβαινον και κατέβαινον οι Άγγελοι του Θεού, ούτω και δια Σου ο μεν Θεός θέλει καταβή να σαρκωθή, ο δε άνθρωποι θέλουσιν αναβή εις τον ουρανόν. Δαβίδ ο Προφήτης και βασιλεύς, από του οποίου το γένος είσαι, Δέσποινα Θεοτόκε, Βασίλισσαν Σε φανερά προείπεν, λέγων· «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου· ότι επεθύμησεν ο Βασιλεύς του κάλλους σου» (Ψαλμ. μδ: 11-12)· και πάλιν λέγει· «Απενεχθήσονται τω Βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονταί σοι, απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν Βασιλέως» (Ψαλμ. μδ: 15-16)· ήτοι όσοι την πιστεύσουν δια Παρθένον είναι πλησίον Της και όλοι θέλουν υπάγει χαίροντες εις την Βασιλείαν των ουρανών».                                                                                   
«Μακάριοι είναι οι γονείς σου, ω Δέσποινα, και οι μαστοί, οίτινες σε εθήλασαν· Σε προσκυνούσιν Άγγελοι, τιμώσιν Αρχάγγελοι, δοξάζουσιν άνθρωποι, φρίττουσι δαίμονες, επαινούσι Πατριάρχαι, εγκωμιάζουσι δίκαιοι, υμνούσι βασιλείς, παρακαλούσιν άρχοντες, δέονται πλούσιοι, φημίζουσι Χριστιανοί. Καυχώνται επί Σε οι γονείς σου, χαίρει η γενεά σου· ευφραίνονται αι ψυχαί των κολασμένων· αγάλλονται οι Πατριάρχαι. Οι Προπάτορές μας εις Σε ελπίζουσι να λυτρωθώσιν από τας χείρας του διαβόλου. Ύπαγε λοιπόν εις τα Άγια των Αγίων, επειδή καθαρωτέρα είσαι από εμέ· εγώ, Δέσποινα, άπαξ εμβαίνω κατ’ έτος, αλλά Συ κάθου και κατοίκει δια παντός. Ναός του Θεού είσαι, κάθου εις τον Ναόν· δοχείον του Αγίου Πνεύματος είσαι, έμβα εις τον εκλεκτόν τόπον, περίμενε εις τον Ναόν έως ου γίνης άξιον δοχείον του Παναγίου Πνεύματος· ευφραίνου και χόρευε, διότι Άγγελοι θέλουν σε υπηρετεί». Έπειτα στραφείς και προς τους γονείς της ο Ζαχαρίας είπεν· «Ευλογημένον και κεχαριτωμένον ανδρόγυνον, χαίρετε και αγαλλιάσθε, διότι κατηξιώθητε να γίνετε γονείς τοιαύτης θυγατρός· σεις υπερέβητε τους Προπάτοράς μας και τους Πατέρας μας· σεις εγεννήσατε την Βασίλισσαν του κόσμου· σεις θέλετε δοξασθή από Θεόν και ανθρώπους». Αυτά και περισσότερα είπεν ο Ζαχαρίας προς την Θεοτόκον και τους γονείς της. Η δε Άννα του λέγει· «Δέξου, Αρχιερεύ, την θυγατέρα μας, μάλλον δε του Θεού· δέξου την καθαράν και αμόλυντον και υψηλοτέραν του ουρανού· έμβασέ την εις τον Ναόν, διότι εις αυτόν της πρέπει να κατοική. Ναός του Θεού είναι, εις τον Ναόν της πρέπει. Αγία είναι, εις καθαρόν τόπον την έθεσεν, εις χείρας Θεού την παρέδωκεν· εις τόπον Άγιον την προσέθεσεν, δια να αγιάση· λάβε, Ζαχαρία, την θυγατέρα μου και αφιέρωσέ την εις τον Ναόν, διότι ούτως υπεσχέθημεν». Ως ήκουσεν ο Ζαχαρίας, ότι την είχαν αφιερωμένην εις τον Θεόν, την έλαβε να την υπάγη εις το Βήμα και εκεί ήτο η στάμνος, η έχουσα το μάννα ποτέ· η ράβδος του Ααρών, το χρυσούν θυμιατήριον, αι πλάκες εις τας οποίας ήτο γεγραμμένος ο Νόμος· και ως εισήλθεν η Παναγία, έπεσαν όλα και την επροσκύνησαν. Έμεινε δε εκεί η Θεοτόκος μόνη δώδεκα έτη. Εις τα Άγια των Άγίων κανείς δεν ετόλμα να έμβη, μόνον ο Αρχιερεύς του καιρού εκείνου· και εκείνος πάλιν άπαξ του έτους εισήρχετο. Κατά τους χρόνους δε τους δώδεκα, κατά τους οποίους έμενεν εκεί η Θεοτόκος, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της εκόμιζε τροφήν ουράνιον και η τροφή εκείνη δεν επερίσσευε ουδέ εξήρχετο έξω η Παναγία ποσώς· εκεί δε διήλθε τους δώδεκα χρόνους, ομιλούσα με τους Αγγέλους, μέχρι του καιρού κατά τον οποίον την έλαβεν Ιωσήφ ο τέκτων να την φυλάττη.                                         Αυτήν την εορτήν εορτάζομεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί· αυτήν την πανήγυριν πανηγυρίζομεν· αυτό το μυστήριον επαινούμεν, την Θεοτόκον εγκωμιάζομεν και τον Ιωακείμ επαινούμεν μετά της Άννης· δια τούτο και ημείς μη φανώμεν αχάριστοι, μη ατιμάσωμεν την αγίαν και σεβασμίαν εορτήν εν μέθαις και ασωτείαις, εν οινοποσίαις και μωρολογίαις, αλλά εις ελεημοσύνας και ευποιΐας, εις εγκράτειαν, εις ταπείνωσιν και όσας αρετάς αγαπά ο Θεός, όστις γινώσκει εκάστου και την καρδίαν και τα έργα και θα αποδώση εις έκαστον τον άξιον μισθόν· διότι και ο Χριστός ούτως ορίζει· «Εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ: 29). Αυτής της ζωής και ευφροσύνης είθε να αξιώση και ημάς ο Χριστός να τύχωμεν εν τη Βασιλεία των ουρανών· ότι Αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια, συν τω Ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και Ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των απεράντων αιώνων. Αμήν.

1 σχόλιο:

The Cave Dweller είπε...


ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ :

https://omologia--pisteos.blogspot.com/2019/11/blog-post_59.html