Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου.

Μακρίνα η οσιωτάτη μήτηρ ημών ήτο μεγαλυτέρα αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, κεκοσμημένη δε ούσα με σωματικόν κάλλος και με γνώμην αγαθήν, ηρραβωνίσθη, πριν ή δε τελεσθή ο γάμος της απέθανεν ο ταύτην αρραβωνισθείς, ενώ εισέπραττε τους δημοσίους φόρους· η δε μακαρία Μακρίνα, καίτοι εζήτουν αυτήν άλλοι πολλοί εις γάμου κοινωνίαν, όμως δεν ηθέλησεν, αλλά προετίμησε μάλλον την χηρείαν και τα της χηρείας δεινά ή να δοκιμάση τας του γάμου τέρψεις και ηδονάς. Όθεν αποσπασθείσα πάσης κοσμικής συναναστροφής διέμενε μετά της μητρός της και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών· πρωτότοκος δε ούσα, και επέχουσα θέσιν δευτέρας μητρός επί των εννέα άλλων αδελφών της, ανέτρεφε και επαίδευεν αυτούς. Οσίως λοιπόν και ασκητικώς διανύσασα την ζωήν της και μετά του αδελφού της θείου Γρηγορίου του Νύσσης συμφιλοσοφήσασα περί ψυχής εις αυτάς τας τελευταίας της αναπνοάς, απήλθε προς Κύριον.


Ο κατά πλάτος Βίος και πολιτεία της Οσίας μητρός ημών ΜΑΚΡΙΝΗΣ, αδελφής του Μεγάλου Βασιλείου, ασκησάσης κατά το τξ΄ (360) έτος από Χριστού, συγγραφείς υπό του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης του αυταδέλφου αυτής και αποσταλείς προς Πλύμπιον Μοναχόν· ήδη δε μεταφρασθείς εις το απλούν παρά Νικοδήμου Αγιορείτου.   
                                 

Το είδος του παρόντος λόγου, όσον μεν από την επιγραφήν φαίνεται, είναι επιστολή, το δε πλήθος των λεγομένων υπερβαίνει τα όρια της επιστολής, και εκτείνεται εις διήγησιν και συγγραφήν βίου, διότι ενθυμείσαι, αδελφέ Ολύμπιε, την συνομιλίαν εκείνην, την οποίαν εκάμαμεν μεταξύ μας, όταν εγώ σε συνάντησα εις την Αντιόχειαν, όπου ήθελες να υπάγης εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσκυνήσης τους ιερούς τόπους. Αφού δε εκινήθησαν μεταξύ μας λόγοι πολλοί δια τους οποίους έδιδε τας αιτίας η ιδική σου σύνεσις, ήλθεν ο λόγος και εις ενθύμησιν της εναρέτου πολιτείας της μακαρίας Μακρίνης, της οποίας η διήγησις δεν είχε την πληροφορίαν από ακοήν άλλων, αλλά από την πείραν αυτήν και δοκιμήν, καθ’ όσον αυτή ήτο αδελφή μου από τους αυτούς γονείς γεννημένη και πρωτότοκος. Επειδή λοιπόν και συ έκρινας κέρδος ψυχής την διήγησιν ταύτην, δια να μη λησμονηθή ο Βίος της και κρυφθή από την σιωπήν ως ανωφελής, αυτή όπου ανέβη εις το άκρον της αρετής με την άσκησιν, δια τούτο νομίζω, ότι είναι καλόν να πεισθώ εις την παρακίνησίν σου, και με ολιγολογίαν να διηγηθώ τον υποδειγματικόν Βίον της, με απλήν και ανεπιτήδευτον διήγησιν. Η παρθένος αύτη ωνομάσθη από τους γονείς μας Μακρίνα και αυτό ήτο το όνομα όπου είχεν εις το φανερόν· άλλο δε όνομα είχεν εις το κρυπτόν, με το οποίον επωνομάσθη προτού ακόμη να γεννηθή, από θείαν οπτασίαν· διότι η μήτηρ ημών Αιμιλία ήτο πολλά ενάρετος, και εποθούσε να φυλάξη παρθενίαν και να διέλθη ζωήν άμεμπτον· αλλ’ επειδή έμεινεν ορφανή από πατέρα και μητέρα, και ήτο πολλά ωραία, και η φήμη του κάλλους της επαρακινούσε πολλούς να την νυμφευθούν, και ανίσως δεν ενυμφεύετο με κανένα άνδρα θεληματικώς, εκινδύνευε να πάθη κανένα σατανικόν πράγμα και να την αρπάση κανένας από εκείνους όπου ήσαν τετρωμένοι εις το κάλλος της, δια τούτο έστερξε να λάβη άνδρα τον πλέον σεμνότερον εις την ζωήν, τον Βασίλειον, λέγω, τον πατέρα μας, δια να τον έχη φύλακα της ζωής και της σωφροσύνης της. Όθεν η μήτηρ μας αύτη εις την πρώτην γέννησιν, όταν ήλθεν ο καιρός δια να γεννήση, είδεν εις τον ύπνον της, ότι εκράτει εις τας χείρας της βρέφος, την θυγατέρα της ταύτην, εκεί δε εφάνη ένας μεγαλοπρεπής άνθρωπος και την ωνόμασε Θέκλαν· λέγω εκείνην, η οποία έχει φήμην μεγάλην ανάμεσα εις τας παρθένους· αφού δε ο μεγαλοπρεπής εκείνος ωνόμασε το βρέφος Θέκλαν τρεις φοράς, έγινεν άφαντος, δίδων ευκολίαν εις την μητέρα μας δια να γεννήση· ευθύς δε όταν εξύπνησεν, εγέννησε την αδελφήν μας. Λοιπόν το όνομα τούτο της Θέκλης είχε κεκρυμμένον η αδελφή μας· εγώ όμως νομίζω, ότι εκείνος ο μεγαλοπρεπής, όστις εφάνη εις την μητέρα μας, δεν είχε σκοπόν, δια να οδηγήση την μητέρα μας εις το να την ονομάση Θέκλαν, αλλά δια να προδηλώση με το όνομα της Θέκλης την ζωήν της αδελφής μας και την ομοιότητα της προαιρέσεως όπου είχε με την παρθένον Θέκλαν. Αφού δε η Μακρίνα επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν και ήτο επιτηδεία να μάθη εκείνα τα μαθήματα, εις τα οποία είναι δεκτική η φύσις των παιδίων, εις εκείνο το μάθημα όπου ήθελαν οι γονείς δια να μάθη, εις εκείνο επρόκοπτε και η Μακρίνα. Η δε μήτηρ μας εσπούδαζε να μανθάνη η θυγάτηρ της τα θεόπνευστα λόγια της Αγίας Γραφής και όσα είναι αρμόδια εις την ηλικίαν των παιδίων, μάλιστα δε την Σοφίαν του Σολομώντος, και όσα άλλα συντείνουσιν εις τα χρηστά ήθη της ζωής. Αλλά και τα λόγια του Ψαλτηρίου ήσαν μαθήματα της Μακρίνης, κάθε δε λόγιον του Ψαλτηρίου ελέγετο από την νέαν εις τον αρμόδιον καιρόν· δηλαδή και όταν ηγείρετο από τον ύπνον, και όταν ήρχιζε κανέν έργον και όταν το ετελείωνε, και όταν έτρωγεν άρτον, και όταν ηγείρετο από την τράπεζαν, και όταν επήγαινε δια να κοιμηθή· και πάντοτε τους ψαλμούς του Δαβίδ είχεν εις το στόμα της ως καλήν συνοδείαν. Με ταύτα και τα τοιαύτα μαθήματα ηύξανε την ηλικίαν η Οσία, αφού δε έμαθε α κατασκευάζη και ιερά εργόχειρα, έφθασεν εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας της, εις το οποίον αρχίζει να λάμπη το άνθος της νεότητος· όθεν και ήτο άξιον θαύματος, πως και μολονότι ήτο κεκρυμμένον το κάλλος της νέας και δεν εβλέπετο, με όλον τούτο δεν ελάνθανε τους πολλούς, αλλ’ ενομίζετο, πως η Μακρίνα είχε τοιούτον κάλλος, ώστε εις όλην την πατρίδα της δεν ευρίσκετο άλλο παρόμοιον. Δια τούτο πολύ πλήθος νέων έτρεχον εις τους γονείς μας δια να την νυμφευθούν· ο δε πατήρ μας, διότι ήτο φρόνιμος και άξιος να κρίνη την καλήν γνώμην των ανθρώπων, προκρίνων ένα νέον ευγενή, προκομμένον εις την μάθησιν και λαμπρόν εις την σωφροσύνην, απεφάσισε να νυμφεύση με εκείνον την νέαν, όταν έλθη εις ηλικίαν· όθεν ο μεν νέος ετρέφετο με τας καλάς ελπίδας, ότι έχει να πάρη ως γυναίκα του την Μακρίναν, και έδιδεν εις τον πατέρα μας, ωσάν νυμφικούς αρραβώνας, την προκοπήν όπου είχεν εις τους λόγους υπερασπιζόμενος με αυτούς τους αδικουμένους, όμως ο θάνατος έκοψε τας καλάς ταύτας ελπίδας, αρπάζων αυτόν από την ζωήν ταύτην εις τον καιρόν της νεότητός του. Ήξευρε δε και η κόρη την υπόσχεσιν και απόφασιν όπου έκαμεν ο πατήρ, δια να την υπανδρεύση με αυτόν· επειδή δε ημποδίσθη η απόφασις εκείνη από τον θάνατον, δια τούτο την απόφασιν του πατρός της την ωνόμασε γάμον· ωσάν δε να είχε γίνει εμπράκτως ο γάμος, έτσι έκρινεν εύλογον να μένη εις το εξής υποκειμένη εις αυτόν, και δεύτερον να μη υπανδρευθή· όθεν και όταν οι γονείς της τής έλεγον δια γάμον, διότι την εζητούσαν πολλοί δια την ωραιότητά της, αυτή απεκρίνετο εις αυτούς, ότι ήτο άτοπον και παράνομον να μη στέργη τον γάμον, τον οποίον έλαβε πρότερον από τον πατέρα της, αλλά να ζητή άλλον, εις καιρόν δε όπου διωρίσθη εις τους ανθρώπους ένας γάμος, μία γέννησις και ένας θάνατος. Διϊσχυρίζετο δε, ότι ο άνθρωπος όπου συνηρμόσθη με αυτήν, κατά την απόφασιν των γονέων της, δεν απέθανεν, αλλά ανεχώρησεν μόνον, και είναι ζων εν τω Θεώ δια την ελπίδα της αναστάσεως και όχι νεκρός, επομένως άτοπον είναι να μη φυλάξη πίστιν και σωφροσύνην εις τον νυμφίον της, όστις ανεχώρησεν. Με τοιαύτα λόγια απεμάκρυνεν εκείνους όπου της έλεγαν δια γάμον, εστοχάσθη δε δια προφύλαξιν της καλής ταύτης αποφάσεώς της να μη χωρισθή ποτέ από την μητέρα της ουδέ στιγμήν· αύτη δε η ένωσις της Μακρίνης δεν ήτο χωρίς κέρδος δια την μητέρα της· διότι η υπηρεσία όπου της άκαμνεν ήτο αρκετή εις αυτήν, αντί πολλών υπηρετριών, εγίνετο δε αντιπληρωμή καλή και από τας δύο· ότι η μεν μήτηρ υπηρετούσε την ψυχήν της θυγατρός, η δε θυγάτηρ το σώμα της μητρός εις όλα τα χρειαζόμενα, πολλάς δε φοράς ητοίμαζε με τας ιδίας της χείρας και τον άρτον, όπου έτρωγεν η μήτηρ της· έκαμνε δε τούτο, διότι ενόμιζεν, ότι ήτο πρέπον εις το επάγγελμα της παρθενίας να καταγίνεται εις τοιαύτας ιεράς εργασίας, από τον καιρόν δε όπου της επερίσσευεν ητοίμαζε με τους ιδικούς της κόπους τον άρτον εις την μητέρα της. Όχι δε μόνον τούτο αλλά και κάθε φροντίδα της οικίας εκυβερνούσε μαζί με την μητέρα της· επειδή η μήτηρ μας είχεν εννέα τέκνα, χωρίς την Μακρίναν, τέσσαρας υιούς και πέντε θυγατέρας, και ήτο υποκειμένη εις τρεις διαφόρους εξουσιαστάς, διότι είχεν υποστατικά εις την επικράτειαν τριών εθνών. Όθεν επειδή η μήτηρ μας ήτο μοιρασμένη εις πολλά δια τας φροντίδας της οικίας (διότι είχεν αποθάνει πρωτύτερα ο πατήρ μας), εις όλας αυτάς τας φροντίδας ήτο συγκοινωνός η Μακρίνα με την μητέρα μας, και την ελάφρωνεν από τας βαρείας εργασίας, εις τον ίδιον δε καιρόν εφύλαττε και την ζωήν της καθαράν και άμεπτον με την παιδαγωγίαν της μητρός. Προς τούτοις, δια μέσου ταύτης της πολιτείας της, εγένετο παράδειγμα εις την μητέρα της, δια να μιμηθή και αυτή την ιδίαν άσκησιν και ολίγον κατ’ ολίγον την προσείλκυσεν εις την άϋλον και τελείαν ζωήν των Μοναχών. Όταν δε η μήτηρ μας ωκονόμησε τας αδελφάς καλώς και ευτάκτως, τότε εγύρισεν από τα σχολεία και ο αδελφός μας ο Μέγας Βασίλειος, πεπαιδευμένος χρόνους πολλούς εις τα μαθήματα της έξω σοφίας. Η δε θαυμαστή Μακρίνα επήρε μαζί της τούτον, και εις ολίγον καιρόν τον έφερεν εις τον σκοπόν της αληθινής φιλοσοφίας και ασκήσεως, με όλον δε όπου ήτο υψωμένος από το φρόνημα της έξω φιλοσοφίας και λαμπρός κατά την μεγαλειότητα περισσότερον από τους δυνάστας, αν και εκαταφρονούσε τα αξιώματά των, με όλον τούτο η Οσία τον έκαμε να χωρισθή από την κοσμικήν λαμπρότητα, να καταφρονήση τους επαίνους της έξω σοφίας και μαθήσεως, όπου όλοι τον εθαύμαζον, και να έλθη εις ταύτην την εργατικήν ζωήν με την τελείαν ακτημοσύνην, δια μέσου δε της ακτημοσύνης να ετοιμάση εις τον εαυτόν του ανεμπόδιστον τον δρόμον της εναρέτου πολιτείας. Αλλά τα μεν περί της ζωής του Μεγάλου Βασιλείου και τα άλλα του κατορθώματα, με τα οποία έγινεν ονομαστός εις όλην την οικουμένην, ας παραλείψωμεν τώρα, διότι χρειάζονται πολύν καιρόν δια να τα συγγράψη τις, και ας έλθωμεν εις το προκείμενον. Επειδή λοιπόν η μακαρία Μακρίνα ηλευθέρωσε τον εαυτόν της από τας φροντίδας της κοσμικής ζωής, κατέπεισε και την μητέρα της να αφήση την συνηθισμένην της ζωήν, την φανταστικήν πολιτείαν και τας υπηρεσίας όπου ελάμβανεν από τας υπηρετρίας, και να γίνη ομοία κατά το φρόνημα με τους πολλούς, να ενωθή δε και αυτή με τας παρθένους και καλογραίας εις την πολιτείαν, και τας πρώην δούλας της να τας κάμη ως αδελφάς ομοτίμους. Εδώ όμως θέλω να συνάψω μίαν διήγησιν, την οποίαν δεν αγαπώ να αφήσω, διότι δια μέσου αυτής φανερώνεται περισσότερον η υψηλή γνώμη της Οσίας. Ένας από τους τέσσαρας αδελφούς μας, ο δεύτερος από τον Μέγαν Βασίλειον, Ναυκράτιος ονόματι, διέφερεν από τους άλλους κατά τα φυσικά χαρίσματα, κατά την ωραιότητα του σώματος, κατά την δύναμιν και ταχύτητα, και κατά την επιτηδειότητα, όπου είχεν εις κάθε πράγμα. Ούτος, όταν έφθασεν εις τον εικοστόν δεύτερον χρόνον της ηλικίας του, έδωκε μεγάλην φήμην εις τας ακοάς των πολλών δια την φιλοπονίαν του, τέλος πάντων όμως καταφρονών όλα όσα είχεν εις χείρας του από θείαν πρόνοιαν, μετεχειρίσθη με μεγάλην ορμήν και προθυμίαν την ακτήμονα και ασκητικήν πολιτείαν των Μοναχών, χωρίς να έχη μαζί του άλλο τι, εκτός από τον εαυτόν του· ηκολούθησε δε εις αυτόν και ένας από τους ανθρώπους της οικίας μας, Χρυσάφιος ονομαζόμενος, διότι ήτο ηγαπημένος του Ναυκρατίου, και διότι είχε και αυτός την αυτήν αγάπην εις την μοναδικήν πολιτείαν. Επήγε λοιπόν ο Ναυκράτιος εις μίαν άκραν ερημίαν πλησίον εις τον ποταμόν Ίριδα, ευρίσκων δε ένα τόπον πυκνόν από δένδρα άγρια, και ένα ύψωμα κεκρυμμένον μέσα εις την ράχιν του βουνού, εκάθητο εις αυτό και διήρχετο την ζωήν του μακράν από τας ταραχάς των πόλεων και τας φροντίδας των κριτηρίων, υπηρετούσε δε με τας ιδίας του χείρας τους γέροντας, τους πτωχούς και τους ασθενείς, όσοι ήσαν εκεί πλησίον. Επειδή δε ήτο επιτήδειος εις το να αλιεύη ιχθύς, εξησφάλιζε την ζωοτροφίαν των ρηθέντων ασθενών, και με αυτούς τους κόπους εκαταδάμαζε την νεότητά του, εις τον αυτόν δε καιρόν υπήκουε και εις τα θελήματα της μητρός του, όταν καμμίαν φοράν ήθελε τον προστάξη εις τι με ταύτα δε τα δύο εστόλιζε την ζωήν του και επρόκοπτεν εις τας θείας εντολάς. Έπειτα από πέντε έτη όπου έκαμεν ο Ναυκράτιος εις τοιαύτην άσκησιν, ηκολούθησε μία βαρεία και λυπηρά συμφορά, από επιβουλήν, νομίζω, του διαβόλου, η οποία επροξένησε λύπην μεγάλην εις όλην μας την συγγένειαν· διότι αίφνης ηρπάγη από την ζωήν ταύτην ο αοίδιμος, χωρίς καμμίαν ασθένειαν, χωρίς κανέν άλλο φανερόν πάθος· αλλά πηγαίνων εις τον ποταμόν να αλιεύση ιχθύς, δια να θρέψη τους ασθενείς γέροντας εκείνους, όπου εγηροκομούσεν, εφέρθη εις το κελλίον του νεκρός, τόσον ο Ναυκράτιος, όσον και ο σύντροφός του Χρυσάφιος. Η δε μήτηρ των ήτο μακράν από τον τόπον εκείνον τριών ημερών διάστημα. Όταν δε έλαβε την είδησιν του θανάτου του, αν και ήτο τελεία εις την αρετήν, όμως την ενίκησε το πάθος, και από την λύπην της έγινεν άπνους και άφωνος. Τότε λοιπόν εφάνη η γενναιότης και αρετή της μεγάλης Μακρίνης· διότι αυτή ηναντιώθη εις το πάθος της λύπης με τον ορθόν λογισμόν, και τον εαυτόν της εφύλαξεν ανίκητον από την λύπην, και την ασθένειαν της μητρός μας εδυνάμωσε, και από τον βυθόν της λύπης την ανέσπασεν, επειδή εδίδαξε προς ανδρείαν την ψυχήν της με την ιδικήν της στερεάν και ανίκητον γνώμην. Δια τούτο ανέλαβεν ευθύς από το πάθος η μήτηρ μας, και δεν έπαθεν κανέν άνανδρον ιδίωμα των γυναικών, εις τρόπον ώστε να φωνάξη ή να σχίση το ιμάτιόν της από την λύπην, ή με θρηνώδεις μελωδίας να κινήση τους θρήνους· αλλά με ησυχίαν και αταραξίαν υπέμεινε την λύπην, διώκουσα την ασθένειαν της φύσεως με τους ιδικούς της ορθούς λογισμούς και με εκείνους όπου της επρόσφερεν η Μακρίνα προς παρηγορίαν του πάθους. Αφού δε έλειψαν από την μητέρα μας αι φροντίδες της ανατροφής των τέκνων της και αι μέριμναι της αποκαταστάσεώς των, τα δε υπάρχοντα διεμοιράσθησαν εις τα τέκνα της, τότε, ως προείπομεν, η ζωή της θυγατρός της Μακρίνης έγινε συμβουλή καλή και παράδειγμα εις την ασκητικήν πολιτείαν· δια τούτο άφησεν όλας τας παλαιάς συνηθείας της και έφθασεν εις τα ίδια μέτρα της ταπεινοφροσύνης της Μακρίνης, έκαμε δε τον εαυτόν της ομότιμον με τας άλλας καλογραίας. Έτρωγε και εκείνη από μίαν και την αυτήν τράπεζαν, και εκοιμάτο εις ομοίαν στρωμνήν, αλλά και εις όλα τα άλλα μετείχε παρόμοια με εκείνας· και καθώς αι ψυχαί εκείναι όπου χωρισθούν από τα σώματά των εν ταυτώ χωρίζονται και από όλας τας φροντίδας του κόσμου, τοιουτοτρόπως και η ζωή της Μακρίνης και της μητρός μας ήτο χωρισμένη από κάθε κοσμικήν ματαιότητα, και εμιμείτο την ζωήν των Αγγέλων· διότι εις την πολιτείαν των δεν εφαίνετο ούτε θυμός, ούτε φθόνος, ούτε μίσος, ούτε υπερηφάνεια, ούτε άλλο κανέν τοιούτον πάθος· ούτε ευρίσκετο εις αυτάς καμμία επιθυμία των ματαίων πραγμάτων, τιμής, λέγω, δόξης, τύφου και των άλλων ομοίων· αλλ’ η εγκράτεια ήτο εις αυτάς τρυφή· το να μη γνωρίζωνται από τινα, ήτο δόξα· πλούτος ήτο η ακτημοσύνη και το να αποτινάξουν ως μίαν κόνιν κάθε υλικόν πράγμα. Όλα τα σπουδαζόμενα έργα της παρούσης ζωής ήσαν εις αυτάς πάρεργα, έργον δε ήτο μόνον η μελέτη των θείων, η παντοτεινή προσευχή και η ακατάπαυστος ψαλμωδία, γινομένη εξ ίσου εις το διάστημα της νυκτός και εις το διάστημα της ημέρας· ώστε το αυτό ήτο εις αυτάς εργόχειρον ομού και ανάπαυσις. Τις λόγος ημπορεί να παραστήση την τοιαύτην πολιτείαν, η οποία ήτο ως ένα μεθόριον μεταξύ της ανθρωπίνης ζωής και της αγγελικής; Διότι το να ελευθερωθούν από τα ανθρώπινα πάθη η Μακρίνα και η μήτηρ μας, τούτο ήτο ανώτερον από την φυσικήν κατάστασιν των ανθρώπων, το δε να έχουν σώμα και να ζουν με τας αισθήσεις, τούτο ήτο κατώτερον από την αγγελικήν φύσιν. Τάχα δε τις ήθελε τολμήσει να ειπή, ότι ούτε κατά τούτο ήσαν κατώτεραι, διότι αν και ήσαν συνδεδεμέναι με το σώμα, όμως καθ’ ομοιότητα των ασωμάτων Αγγέλων δεν εφέροντο κάτω από το βάρος του σώματος, αλλ’ ήτο η ζωή των ανωφερής και υψηλή, συνυψουμένη με τας ουρανίους δυνάμεις. Εις τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν παρήλθον έτη πολλά, και μαζί με τα έτη ηύξανον και αι αρεταί των και πάντοτε επρόκοπτον εις το υψηλότερον με προσθήκας νέων αρετών. Εις τον μέγαν τούτον σκοπόν της ζωής της Μακρίνης υπηρέτει εξαιρέτως ο αδελφός ημών Πέτρος, τελευταίος υιός της μητρός μας, ο οποίος, ευθύς ως εγεννήθη, ωνομάσθη και ορφανός, διότι απεβίωσεν ο πατήρ μας· αλλ’ η μεγαλυτέρα μας αδελφή Μακρίνα τον ανέθρεψε και τον επαιδαγώγησε με την υψηλοτέραν παιδαγωγίαν, διότι εγύμνασεν αυτόν από μικράς ηλικίας τόσον πολύ εις τα ιερά μαθήματα, ώστε δεν έδωκεν ευκαιρίαν εις την ψυχήν του να κλίνη εις κανέν μάταιον· αλλά έγινεν αυτή δι’ αυτόν πατήρ και διδάσκαλος και παιδαγωγός και μήτηρ, και κάθε καλού και αρετής σύμβουλος, τον κατεσκεύασε δε τοιούτον, ώστε πριν ακόμη να διέλθη την ηλικίαν των παίδων, υψώθη εις τον υψηλόν σκοπόν της ασκήσεως και έγινεν επιτήδειος εις κάθε τέχνην, ήτις ενηργείτο δια χειρός, και χωρίς να έχη κανένα οδηγόν και διδάσκαλον έμαθεν ακριβώς τέχνην και επιστήμην, τας οποίας μανθάνουν οι άλλοι με πολυκαιρίαν και κόπον. Oύτος λοιπόν ο αδελφός μας Πέτρος, καταφρονών την μάθησιν της έξω σοφίας, έχων δε την φύσιν διδάσκαλον κάθε καλού μαθήματος, βλέπων μάλιστα και προς την αδελφήν Μακρίναν ως εις παράδειγμα κάθε καλού, τόσον επρόκοψεν, ώστε δεν εφαίνετο να είναι κατώτερος εις την αρετήν από τον Μέγαν Βασίλειον. Επειδή δε και εις εκείνον τον καιρόν ηκολούθησε λιμός μέγας και πολλοί ακούοντες τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμνον οι τρεις ούτοι, η Μακρίνα, η μήτηρ και ο αδελφός Πέτρος, έτρεχον εις τον τόπον, όπου ησκήτευον· ο δε Πέτρος δια μέσου της οικονομικής του εφευρέσεως τόσον επλήθυνε τας τροφάς των πεινώντων, ώστε από το πλήθος των ανθρώπων, οίτινες συνέτρεχον, εφαίνετο πόλις η ερημία. Εις τούτον τον καιρόν έφθασε και η μήτηρ μας εις βαθύ γήρας, και απήλθε προς Κύριον αναπαυθείσα εις τας χείρας των δύο τέκνων της. Άξιον όμως είναι να ενθυμηθώμεν εδώ τα λόγια της ευχής, άτινα είπεν εις τα τέκνα της, όταν απέθνησκεν. Αφού ηυχήθη τα άλλα της τέκνα, όσα έλειπον, ήπλωσε τας χείρας της επάνω εις την Μακρίναν και εις τον Πέτρον, οίτινες εκάθηντο πλησίον της, το ένα τέκνον της από το δεξιόν μέρος και το άλλο από το αριστερόν και ανεβόησε προς τον Θεόν ταύτα· «Εις σε, Κύριε, αφιερώνω και την απαρχήν και το δέκατον καρπόν της κοιλίας μου· απαρχή μου είναι αυτή η πρωτότοκος θυγάτηρ μου, και δέκατος είναι ούτος ο τελευταίος υιός· εις Σε είναι αφιερωμένα από τον νόμον και τα πρωτοφανήσιμα, και τα δέκατα όλων των καρπών, και ιδικαί Σου προσφοραί και αφιερώματα είναι· λοιπόν ας έλθη ο αγιασμός και η χάρις Σου και εις την απαρχήν ταύτην, και εις το δέκατόν μου τούτο», δείξασα με τας χείρας της την Μακρίναν και τον Πέτρον. Και ταύτα λέγουσα έπαυσεν από την ευχήν ομού και από την ζωήν, αφού παρήγγειλεν εις τα τέκνα της να θάψουν το σώμα της εις το μνήμα του πατρός των. Εκείνοι δε, αφού ετελείωσαν την παραγγελίαν της μητρός των, ηγωνίζοντο εις την άσκησιν προθυμότερον, συνεριζόμενοι πάντοτε με την προτέρα ζωήν, και τα πρωτύτερά των κατορθώματα τα ενικούσαν με τα νεώτερα και θαυμασιώτερα. Εις τούτον τον καιρόν έγινεν Αρχιερεύς Καισαρείας και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εχειροτόνησε και τον αδελφόν μας Πέτρον πρεσβύτερον και Αρχιερέα Σεβαστείας. Όθεν από τότε και εις το εξής επερνούσεν ο Πέτρος ζωήν αγιωτέραν από την πρώτην και σεμνοτέραν, διότι με την προσθήκην της αρχιερωσύνης ηυξήθη και η άσκησίς του. Αφού δε επέρασαν οκτώ έτη, απήλθεν από τον κόσμον τούτον ο κατά πάσαν την οικουμένην ονομαστός Βασίλειος και εξεδήμησε προς Κύριον, γενόμενος κοινή υπόθεσις πένθους και εις την πατρίδα του και εις όλην την οικουμένην. Η δε αδελφή μας Μακρίνα, ακούσασα από μακρόθεν την θλιβεράν είδησιν του θανάτου του, ελυπήθη μεν κατά την ψυχήν δια την τοσαύτην ζημίαν· διότι πως ήτο δυνατόν να μη αισθανθή και εκείνη, ήτις ήτο αδελφή, το πάθος της λύπης, το οποίον και αυτοί ακόμη οι εχθροί της αληθείας το ησθάνθησαν; Όμως δεν κατέπεσε τελείως, αλλ’ υπέμεινε με γενναιότητα την συμφοράν. Και καθώς ο χρυσός δοκιμάζεται εις διάφορα χωνευτήρια, δια να καθαρισθή από κάθε ρύπον και σκωρίαν και να μείνη τελείως καθαρός, τοιουτοτρόπως και η Μακρίνα εδοκιμάσθη με τας διαφόρους προσβολάς των λυπηρών, και ανεδείχθη από κάθε μέρος το γνήσιον και ακατάσειστον της ψυχής της· πρώτον με τον θάνατον του αδελφού Ναυκρατίου, δεύτερον με τον χωρισμόν της μητρός, και τρίτον όταν εχωρίσθη από την ζωήν το κοινόν καλόν του γένους, ο Μέγας, λέγω, Βασίλειος· όθεν έμεινεν ως ένας αθλητής ακαταγώνιστος, χωρίς να καταπέση εις καμμίαν προσβολήν των συμφορών. Αφού δε ο Μέγας Βασίλειος απέθανε και παρήλθον εννέα μήνες, εσυνάχθη εις την Αντιόχειαν τοπική Σύνοδος, εις την οποίαν έλαβον μέρος και εγώ ο Γρηγόριος, και αφού διελύθη η Σύνοδος και επέστρεψαν όλοι οι Αρχιερείς έκαστος εις την επαρχίαν του, προτού να παρέλθη ο χρόνος, μου ήλθε λογισμός να υπάγω εις την αδελφήν μου Μακρίναν, επειδή επέρασεν εν τω μεταξύ πολύς καιρός, όπου δεν επήγα να την επισκεφθώ, εμποδιζόμενος από τα περιστατικά των πειρασμών, τους οποίους εδοκίμαζον από τους υπερασπιστάς της Αρειανής αιρέσεως, αριθμών δε τον καιρόν, εύρον, ότι ήσαν περασμένα οκτώ έτη, όπου δεν την επεσκέφθην. Εκίνησα λοιπόν δια να υπάγω, και αφού επεριπάτησα πολύ διάστημα οδού και ήμην μακράν από την αδελφήν έως μιας ημέρας διάστημα, είδον ένα όνειρον, το οποίον μοι εδείκνυε λυπηράς ελπίδας δια το μέλλον· διότι μου εφαίνετο εις το όνειρόν μου, ότι εκράτουν εις τας χείρας μου λείψανα Μαρτύρων, από τα οποία εξήρχετο τόση λάμψις, όση εξέρχεται από τον καθαρόν καθρέπτην, όταν τεθή απέναντι εις τον ήλιον· ώστε εξήστραπτον από την λάμψιν οι οφθαλμοί μου. Το όνειρον αυτό το είδον τρεις φοράς την αυτήν νύκτα· αλλά δεν ημπορούσα να καταλάβω τι εδηλούσε, μόνον έβλεπον μίαν λύπην εις την ψυχήν μου και επαρατηρούσα να ιδώ από τα πράγματα την έκβασιν του φανέντος ονείρου. Λοιπόν όταν έφθασα πλησίον εις το ασκητήριον της Οσίας, ηρώτησα ένα φίλον από εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί, πρώτον δια τον αδελφόν μας Πέτρον· επειδή δε εκείνος μου απεκρίθη, ότι ο Πέτρος είχε τάσσαρας ημέρας όπου εξήλθε δια να έλθη προς ημάς, ενόμισα ότι επήγεν από άλλην οδόν και δια τούτο δεν μας απήντησεν· έπειτα ηρώτησα και δια την μεγάλην Μακρίναν πως έχει, μαθών δε ότι ευρίσκεται εις ασθένειαν, έτρεχα την οδόν ταχέως· διότι ετάρασσε την ψυχήν μου λύπη και φόβος δια το μέλλον. Όταν δε εγώ έφθασα εις το ασκητήριον της Οσίας και ο λόγος ηκούσθη εις την αδελφότητα, ότι επήγα, τότε οι μεν ασκηταί άνδρες εξήλθον και με προϋπάντησαν· ότι τοιαύτην συνήθειαν έχουν να προϋπαντούν τους φίλους· ο δε χορός των ασκητριών εστέκετο με ευκοσμίαν εις την Εκκλησίαν και με επερίμενον. Αφού εμβήκαν εις την Εκκλησίαν και έλαβε τέλος η συνήθως γινομένη εις τοιαύτας περιστάσεις ευχή και ευλογία, αι μεν καλογραίαι έκλιναν τας κεφαλάς ευσχημόνως και ανεχώρησαν, εγώ δε στοχαζόμενος, ότι δεν ήτο μαζί με εκείνας η Καθηγουμένη τούτων Μακρίνα, έλαβα οδηγόν και επήγα εις το κελλίον της· εκείνη δε από την ασθένειαν ήτο κατάκοιτος, αναπαυομένη όχι επάνω εις κλίνην ή στρώμα, αλλά κατά γης, επάνω εις μίαν σανίδα όπου είχε κάτω από τον σάκκον της· είχε και άλλην σανίδα κατεσκευασμένην με λοξόν σχήμα αντί προσκεφαλαίου, και εστήριζεν επάνω την κεφαλήν της και τον λαιμόν της. Καθώς δε με είδεν όπου επήγα πλησίον εις την θύραν, ηγέρθη και ακούνβησεν επάνω εις τον αγκώνα των χειρών της, αλλά δεν ηδυνήθη να έλθη προς εμ΄ς, διότι ήτο αποκαμωμένη η δύναμίς της από τον πυρετόν, στηρίξασα δε επάνω εις την γην τας χείρας της όσον ηδύνατο, εξήλθεν από την χαμαικοιτίαν της, και με αυτό επλήρωσε την δεξίωσιν της ιδικής μου υπαντήσεως. Τότε εγώ έτρεξα ευθύς και βάλλων τας χείρας μου υποκάτω από το πρόσωπόν της, όπερ ήτο κεκλιμένον χαμαί, την ήγειρα πάλιν και την έβαλα εις το συνειθισμένον σχήμα, με το οποίον έκειτο· εκείνη δε απλώσασα τας χείρας της εις τον Θεόν, είπε· «Και αυτήν την χάριν, Κύριέ μου, την επλήρωσας εις εμέ, και δεν με εστέρησας από την επιθυμίαν μου· ότι εκίνησας τον δούλον σου εις επίσκεψιν της παιδίσκης σου». Πλην δια να μη προξενήση εις εμέ καμμίαν λύπην εκράτησε τον στεναγμόν της, και εβιάζετο να κρύψη από εμέ την θλίψιν της καρδίας της. Ήρχισε τότε να λέγη λόγους χαρμοσύνους και με εχαροποιούσε με τας ερωτήσεις της. Αλλ’ επειδή και παρενέπεσε λόγος δια τον Μέγαν Βασίλειον, παρευθύς η ιδική μου καρδία εθλίβη και το πρόσωπόν μου εσκυθρώπασεν· η δε μακαρία Μακρίνα τόσον μακράν ήτο από το να συλλυπηθή με εμέ, ώστε από την ενθύμησιν του Αγίου έλαβεν αφορμήν περισσοτέρας μεγαλοψυχίας και εφιλοσόφησε πολλά δια την ανθρωπίνην φύσιν, φανερώνουσα την θείαν οικονομίαν, ήτις είναι κεκρυμμένη μέσα εις τα λυπηρά· τόσα δε είπε περί της μελλούσης ζωής, ως φωτισμένη από το Πνεύμα το Άγιον, ώστε μοι εφαίνετο, ότι υψώθη ο νους μου με τα λόγια της, και εβγαίνων από την ανθρωπίνην φύσιν εμβήκα έως μέσα εις τα ύδατα των ουρανών, οδηγούμενος από τους λόγους της. Καθώς δε ακούομεν δια τον Ιώβ, ότι εις το σώμα είχε τους πόνους, ο δε νους του δεν ημποδίζετο από την ιδικήν του ενέργειαν, ουδέ απέκοπτε τον λογισμόν του από το να θεωρή τα υψηλότερα, τοιούτον πράγμα έβλεπον εις εκείνην την μακαρίαν, διότι αν και η θέρμη κατεξήρανεν όλην την δύναμίν της και την ωθούσεν εις τον θάνατον, αυτή όμως αναψύχουσα ως με δρόσον το σώμα της είχεν ανεμπόδιστον τον νουν της εις την θεωρίαν των υψηλών, χωρίς να βλάπτεται τελείως από την ασθένειαν. Αν ο λόγος δεν εξετείνετο εις μήκος πολύ, ήθελον διηγηθή όλα καθεξής· πως δηλαδή υψώθη η αοίδιμος με την ομιλίαν και εφιλοσόφησε περί της ψυχής και περί της δια σαρκός ζωής· δια ποίαν αιτίαν έγινεν ο άνθρωπος· πως έγινε θνητός· πόθεν έγινεν ο θάνατος· και πως πάλιν επαναστρέφει από τον θάνατον εις την ζωήν· τα οποία διηγείτο με κάθε ευκολίαν, διότι εφωτίζετο από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, έτρεχε δε ο λόγος από το στόμα της καθώς τρέχει το νερόν από την βρύσιν. Όταν ετελείωσεν η ομιλία είπεν εις εμέ· «Καιρός είναι, αδελφέ, να αναπαύσης ολίγον το σώμα σου, το οποίον είναι κεκοπιασμένον από την οδοιπορίαν». Εγώ δε, αν και ησθανόμην ανάπαυσιν μεγάλην και αληθινήν με το να βλέπω αυτήν και να ακροάζωμαι τα μεγάλα της λόγια, αλλ’ επειδή αυτό ήτο αρεστόν εις αυτήν, δια να φανώ ότι κατά πάντα πείθομαι εις την διδάσκαλον, επήγα με οδηγόν μέσα εις ένα κήπον όπου ήτο εκεί πλησίον, ένθα ευρών ητοιμασμένην και χαριεστάτην κατοικίαν, ανεπαυόμην υποκάτω εις την σκιάν των αναδενδράδων· όμως δεν ήτο δυνατόν να αισθανθώ την ευφροσύνην εκείνην, διότι η ψυχή μου εθλίβετο από την ελπίδα των λυπηρών· επειδή το όνειρον, όπου είδον, εφαίνετο, ότι εδηλοποιείτο δια μέσου των πραγμάτων· διότι το προκείμενον θέαμα της μακαρίας εφαίνετο, κατά την αλήθειαν, ως λείψανα Αγίου Μάρτυρος, τα οποία ήσαν νενεκρωμένα δια του Αγίου Πνεύματος, όπου εκατοικούσεν εις αυτά. Εις καιρόν λοιπόν όπου εγώ ήμουν σκυθρωπός δια την ανάμνησιν των λυπηρών, δεν ηξεύρω πως εστοχάσθη η Οσία τους λογισμούς μου, και έστειλε μήνυμα χαροποιόν εις εμέ, προστάζουσα να ευθυμώ και να έχω δι’ αυτήν καλλιτέρας ελπίδας· ότι ησθάνθη ότι έγινε καλλίτερα· αυτά δε δεν τα έλεγε δια να με γελάση, αλλά ήσαν αληθινά, αν και εγώ τότε δεν τα εκατάλαβα, διότι τη αληθεία έτσι ακολουθεί· καθώς ένας δρομεύς όπου τρέχει και περάση τον αντίπαλόν του και φθάση πλησίον εις το τέλος του δρόμου, όταν πλησιάση να λάβη το χάρισμα, να ιδή τον στέφανον της νίκης, τότε χαίρεται αυτός εις τον εαυτόν του, ως να το έλαβε, μηνύει δε με χαράν την νίκην εις τους φίλους του, τοιουτοτρόπως και η μακαρία εκείνη, από τοιαύτην διάθεσιν κινουμένη, εμήνυσεν εις εμέ να ελπίζω δι’ αυτήν τα καλλίτερα, διότι έβλεπε τότε προς το βραβείον της άνω κλήσεως και σχεδόν έλεγεν εκείνο το λόγιον του θείου Αποστόλου Παύλου· «Απόκειταί μοι λοιπόν ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι ο δίκαιος κριτής· επειδή τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα». Εγώ λοιπόν, επειδή εχαροποιήθηκα από το χαροποιόν μήνυμα, απήλαυσα από τα φαγητά όπου είχον ητοιμασμένα, τα οποία ήσαν διάφορα και νόστιμα, διότι η σπουδή της Μακρίνης τοιουτοτρόπως εσυγκατέβη έως και εις την ετοιμασίαν των φαγητών μου. Αφού δε εγώ ανεπαύθην, πάλιν με εκάλεσε και ήρχισε να ενθυμήται τας πράξεις όπου έκαμεν εκ νεότητός της και να τας διηγήται καταλεπτώς· ομοίως διηγείτο και τα έργα των γονέων μας, όσα ενεθυμείτο και όσα ηκολούθησαν πρωτύτερα από την ιδικήν μου γέννησιν, και την μετά ταύτα ζωήν μου· σκοπός της δε ήτο με την διήγησιν ταύτην να προσφέρη ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα διότι διηγείτο την ζωήν των γονέων μας, όχι ότι ήτο τόσον λαμπρά εις τους τότε καιρούς, αλλά πως ηυξήθη και εμεγαλύνθη από την φιλανθρωπίαν του Θεού· επειδή οι πρόγονοι του πατρός μας, διότι ωμολόγησαν τον Χριστόν, εστερήθησαν τα υπάρχοντά των, ο δε προπάτωρ της μητρός μας εθανατώθη από αγανάκτησιν βασιλικήν, και οι γονείς μας έμειναν ξένοι από τα υπάρχοντα των γονέων των, με όλον τούτο ο Βίος και ο πλούτος των γονέων μας τόσον ηυξήθη, δια μέσου της πίστεως όπου είχαν εις τον Θεόν, ώστε εις τους καιρούς των δεν ήτο άλλος πλέον ονομαστότερος από αυτούς· και πάλιν η περιουσία των εμοιράσθη εις τόσα μέρη, όσα ήσαν τα τέκνα των, και ο Θεός με την ευλογίαν του τόσον επλήθυνε τα υπάρχοντα του κάθε παιδίου, ώστε η περιουσία του καθενός υπερέβαινε την περιουσίαν των γονέων μας. Έλεγε δε και τούτο η μεγάλη, ότι από όσα υπάρχοντα έλαβεν εις το μερίδιόν της, δεν εκράτησε τίποτε, αλλά τα έδωκεν εις τον αδελφόν Πέτρον, δια να τα οικονομήση, κατά την εντολήν του Θεού· όμως ο Βίος της έγινεν τοιούτος από την ευλογίαν του Θεού, ώστε τα χέρια της δε έπαυαν από το να δουλεύουν κατ’ εντολήν, και ούτε προς άνθρωπον απέβλεψε ποτέ, ούτε με ευεργεσίαν και ελεημοσύνην ανθρώπων ωκονόμησε τας αναγκαίας χρείας της ζωής της· αλλά ούτε απεδίωξε καμμίαν φοράν τους αδελφούς όπου εζητούσαν έλεος χωρίς να τους δώση ούτε εζήτησεν από τους φιλοχρίστους, όπου εμοίραζαν ελεημοσύνην επειδή και ο Θεός ηύξανε κρυφίως, ως σπέρματα, το ολίγον εργόχειρον όπου εδούλευε και το επλήθυνε, με την ευλογίαν του, εις πολύν καρπόν. Επειδή δε ήρχισα και εγώ να διηγούμαι τους κόπους όπου εδοκίμαζα, πρότερον μεν δια τον διωγμόν όπου έκαμνεν ο βασιλεύς Ουάλης, ως Αρειανός, εις την ορθοδοξίαν, ύστερον δε δια την σύγχυσιν και ταραχήν των Εκκλησιών του Χριστού, η οποία μας εκαλούσεν εις αγώνας και πόνους, μου είπεν η μεγάλη· «Δεν παύεις από το να φαίνεσαι αχάριστος εις τα καλά όπου σου εχάρισεν ο Θεός; Δεν διορθώνεις την αχαριστίαν σου; Δεν διωρθώνεις την γνώμην σου; Δεν συγκρίνεις τα καλά των γονέων σου με τα ιδικά σου; Ναι, πολύς εις την μάθησιν ενομίζετο ο πατήρ μας, και μεταξύ εις τους άλλους ρήτορας ήτο ο πρώτος, όμως η φήμη του δεν επέρασε πέραν από την πατρίδα μας· αλλά εσύ έγινες ονομαστός εις πολιτείας και δήμους και έθνη· αι δε Εκκλησίαι του Θεού στέλλουν και σε καλούν, δια να τας συμβοηθήσης και να τας διορθώσης, δεν στοχάζεσαι την χάριν ταύτην; Ουδέ ηξεύρεις την αιτίαν των τόσων αγαθών πόθεν είναι; Δια να ευχαριστήσης τον Θεόν, όπου δια των ευχών των γονέων μας σε ανεβίβασεν εις το ύψος αυτό· διότι εσύ από τον εαυτόν σου δεν είχες εις τούτο καμμίαν δύναμιν». Ταύτα μεν έλεγεν εκείνη, εγώ δε επεθύμουν να εκταθή περισσότερον η ημέρα, δια να μη παύση η μακαρία από το να καταγλυκαίνη τας ακοάς μου με τα λόγια της· αλλ’ επειδή και η φωνή των ψαλλόντων μας εκάλεσεν εις τον εσπερινόν, εγώεπήγα εις την Εκκλησίαν και εκείνη πάλιν ανεχώρησε προς τον Θεόν δια μέσου της προσευχής· ούτω παρήλθεν η νύκτα, και όταν ήλθεν η ημέρα, εγώ μεν επροστοχαζόμην από τα σημεία όπου έβλεπα, ότι η ημέρα εκείνη ήτο το έσχατον τέλος της ζωής της, διότι κατέστρεψεν ο πυρετός όλην την δύναμιν του σώματός της, εκείνη δε διότι προέβλεπε την ασθένειαν των λογισμών μου, εμεθοδεύετο να με εξαγάγη από τας λυπηράς ελπίδας, και με λεπτόν και στενόν ανασασμόν διεσκόρπιζε την λύπην της ψυχής μου με τα καλά της λόγια. Με όλα ταύτα η ψυχή μου ελάμβανε διάφορα πάθη· κατά φυσικόν δε τρόπον έκλινεν εις λύπην, καθώς ήτο πρέπον, διότι δεν υπήρχε πλέον ελπίς να ακούση άλλην φοράν την φωνήν της, αλλά μετ’ ολίγον έμελλε να εξέλθη από την ζωήν ταύτην το κοινόν καύχημα της γενεάς μας. Πάλιν κατά άλλον τρόπον εξεπλήττετο η ψυχή μου από την χαράν, στοχαζομένη από εκείνα όπου έβλεπα, ότι η αδελφή μου υπερέβη κατά αλήθειαν την κοινήν φύσιν και έγινεν υπέρ φύσιν. Διότι έβλεπα την μακαρίαν εκείνην, όπου έφθασεν εις τας τελευταίας αναπνοάς, και δεν εδειλίασε τελείως τον χωρισμόν της ζωής, ουδέ έπαθε καμμίαν αλλαγήν, δια την ελπίδα του θανάτου της· αλλά εφιλοσοφούσε με υψηλήν διάνοιαν έως εσχάτης αναπνοής περί της μοναδικής πολιτείας. Δια τούτο φαίνεταί μοι, ότι τότε εφανέρωσεν εις τους παρόντας τον θεϊκόν έρωτα, όπου έκρυπτε μέσα εις τα βάθη της ψυχής της, προς τον αόρατον νυμφίον Χριστόν, και πόσον πόθον είχε να ελευθερωθή από τα δεσμά του σώματος, δια να φθάση το ταχύτερον προς τον ποθούμενον Ιησούν και να ενωθή με Αυτόν. Και της μεν ημέρας εξωδεύθη το περισσότερον μέρος, ο δε ήλιος έφθανεν εις την δύσιν, της δε μακαρίας η προθυμία δεν ητόνιζε τελείως· αλλά τόσον περισσότερον έτρεχε προς τον ποθούμενον με θερμοτέραν ορμήν, βλέπουσα καθαρώτερα του Νυμφίου της το κάλλος· όθεν δεν εκοίταζε πλέον εις εμέ, αλλά προς Αυτόν ητένιζεν ακλινώς· διότι η κλίνη της έβλεπε προς ανατολάς· τότε άφησε πλέον την συνομιλίαν όπου έκαμνε με εμέ, και ωμιλούσεν εις το εξής με τον Θεόν δια μέσου της προσευχής, και τον επαρακαλούσεν υποψιθυρίζουσα με λεπτήν φωνήν, τόσον όπου ήκουον ολίγον τα λόγια της, τα οποία ήσαν ταύτα. «Συ, Κύριε, έλυσας δια χάριν μας του θανάτου τον φόβον· συ έκαμες αρχήν αληθινής ζωής το τέλος της παρούσης ζωής· συ προς καιρόν αναπαύεις τα σώματά μας με τον ύπνον του θανάτου, και πάλιν μας εξεγείρεις με την τελευταίαν σάλπιγγα· συ δίδεις εις την γην, ως παρακαταθήκην, την ιδικήν μας γην, ήτοι το σώμα, το οποίον με τας ιδικάς σου χείρας εμόρφωσας· πάλιν δε λαμβάνεις από την γην, εκείνο όπου της έδωκας, και μεταμορφώνεις με αφθαρσίαν και χάριν το θνητόν και άσχημον σώμα μας· συ μας ηλευθέρωσας από την κατάραν και από την αμαρτίαν, γενόμενος δια την αγάπην μας κατάρα και αμαρτία· συ συνέτριψας τας κεφαλάς του δράκοντος, όστις δια της παρακοής κατέπιε τον άνθρωπον· συ μας ήνοιξας οδόν εις την ανάστασιν, και συντρίβων τας θύρας του Άδου κατήργησας τον έχοντα το κράτος του θανάτου, ήτοι τον διάβολον· συ έδωκας σημείον εις εκείνους όπου σέβονται τον τύπον του τιμίου σου Σταυρού, εις αφανισμόν του εχθρού και εις υπεράσπισιν της ιδικής μας ζωής. Εις εσέ, Θεέ μου, ερρίφθην εκ κοιλίας μητρός μου και σε ηγάπησεν η ψυχή μου εξ όλης μου της δυνάμεως, και εις εσέ αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχήν μου εκ νεότητός μου και μέχρι του νυν· συ παράστησόν μοι Άγγελον φωτεινόν, δια να με οδηγήση εις τον τόπον της αναπαύσεως, εις τους κόλπους των Αγίων Πατέρων μας. Συ όπου εμπόδισας την φλογίνην ρομφαίαν και αποκατέστησας εις τον Παράδεισον τον ληστήν άνθρωπον, όπου εσταυρώθη μαζί με Εσέ, και έπεσεν υποκάτω εις τους οικτιρμούς σου, μνήσθητι και εμού εν τη βασιλεία σου· και εγώ εσταυρώθην μαζί με εσέ, καρφώσασα από τον φόβον σου τας σάρκας μου, και φοβηθείσα από των κριμάτων σου· ας μη με χωρίση από τους εκλεκτούς σου το φοβερόν χάσμα, μηδέ ας αντισταθή εις τον δρόμον μου ο φθονερός διάβολος, μηδέ ας ευρεθή έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς σου η αμαρτία μου, είτε έσφαλα δια την ασθένειαν της φύσεώς μας με λόγον ή με έργον ή με λογισμόν· συ, ο έχων εξουσίαν αφιέναι αμαρτίας, συγχώρησόν μοι, ίνα αναψύξω και ευρεθώ ενώπιόν σου, όταν εκδυθώ το σώμα τούτο, χωρίς να έχω κανένα μολυσμόν εις την μορφήν της ψυχής μου· αλλά ας προσδεχθή η ψυχή μου από τας χείρας σου καθαρά και άμωμος, ως θυμίαμα ενώπιόν σου». Ταύτα λέγουσα έκαμε και το σημείον του Σταυρού εις τους οφθαλμούς της, εις το στόμα της και εις την καρδίαν της· έπειτα, επειδή εκαταφρυγανίσθη η γλώσσα της από την θέρμην, δεν ημπορούσε πλέον να καθαρίση τον λόγον· αλλά και η φωνή της απέκαμε, με μόνον δε το άνοιγμα των χειλέων της και με την κίνησιν των χειρών της εκαταλαμβάνομεν ότι προσεύχεται. Επάνω εις ταύτα έφθασε και η εσπέρα και όταν έφεραν φως ήνοιξεν η μακαρία μίαν φοράν τους οφθαλμούς της και είδε το φως, εφαίνετο δε πως είχε προθυμίαν να ειπή την συνειθισμένην εσπερινήν ευχαριστίαν, αλλά με το να εχάθη πλέον η φωνή της, ευχαριστούσε με την καρδίαν και με την κίνησιν των χειρών της, μαζί δε με την καρδίαν εκινούντο και τα χείλη της. Όταν ετελείωσε την ευχαριστίαν, έκαμε τον τύπον του Σταυρού επάνω εις το πρόσωπόν της· έπειτα επήρε μίαν μεγάλην και βαθείαν αναπνοήν και ετελείωσε την ζωήν της. Τότε ενεθυμήθην εγώ την εντολήν, όπου μου έδωκε την πρώτην φοράν όπου την αντάμωσα, δια να βάλω τας χείρας μου επάνω εις τους οφθαλμούς της, όταν αποθάνη, και να τους κλείσω, κατά την συνήθειαν των νεκρών, να ενταφιάσω δε το λείψανόν της καθώς πρέπει· όθεν έβαλον την χείρα μου επάνω εις το άγιόν της πρόσωπον, όσον μόνον δια να φανώ πως κάμνω την εντολήν της, επειδή οι οφθαλμοί της μακαρίας δεν εχρειάζοντο δια να κλεισθούν από τινα, διότι εκλείσθησαν μόνοι των από τα βλέφαρα, με μεγάλην ευκοσμίαν, καθώς καλύπτονται εις τον φυσικόν ύπνον· ομοίως και τα χείλη της εσφαλίσθησαν προσφυέστατα, αι χείρες της ηπλώθησαν με σεμνοπρέπειαν επάνω εις το στήθος της και όλη η θέσις του σώματός της ηρμόσθη ευσχημόνως αφ’ εαυτού της και δεν εχρειάζετο χειρ ανθρώπου να την ευκοσμήση. Εγώ λοιπόν από δύο μέρη έγινα παράλυτος από το πάθος της λύπης, από το λείψανον, όπου έβλεπον, και από τους θρήνους των παρθένων· πλην τότε εκείναι εβάστασαν ολίγον την λύπην των με ησυχίαν και απέπνιξαν την προς τα έξω ορμήν των θρήνων, από τον φόβον όπου είχαν εις αυτήν· διότι και με όλον όπου εσιωπούσε το πρόσωπον της Ηγουμένης, με όλον τούτο εφοβούντο την επιτίμησιν, να μη ακουσθή από αυτάς μεγάλη φωνή έξω από την διάταξίν της, και λυπήση και νενεκρωμένην την διδάσκαλον αυτών· αλλά δεν ηδυνήθησαν πλέον να κρατήσουν με ησυχίαν την λύπην, διότι εκατάκαιε κρυφά μέσα τας ψυχάς των ως φωτιά το πάθος. Έξαφνα λοιπόν ακούεται ένας ήχος πικρός και ακράτητος από αυτάς, τόσον όπου και εγώ δεν ημπόρεσα να κρατήσω πλέον τον λογισμόν μου, αλλά το πάθος της λύπης, ως ένας χειμερινός ποταμός, έπνιξεν αυτόν όλον και δεν εσυλλογίσθην εκείνα όπου είχον εις χείρας μου, αλλά εδόθην όλως δι’ όλου εις τους θρήνους, νομίζων ότι ήτο εύλογος η αιτία, δια την οποίαν εθρηνούσαν αι Μοναχαί. Διότι δεν εθρηνούσαν δια την στέρησιν της συνηθισμένης σωματικής προνοίας της Οσίας ουδέ δια κανέν άλλο τέλος κοσμικόν, δια το οποίον λυπούνται οι κοσμικοί εις τους θανάτους των συγγενών των, αλλά διότι εστερήθησαν την κατά Θεόν ελπίδα και σωτηρίαν των ψυχών αυτών, δια τούτο έκλαιον και ωδύροντο και εφώναζον μετά δακρύων ταύτα· «Εσβέστη ο λύχνος των οφθαλμών μας, εσβέστη από ημάς το φως της οδηγίας των ψυχών μας· εσηκώθη από ημάς η σφραγίς της αφθαρσίας μας· εκόπη ο δεσμός της σωφροσύνης μας· συνετρίβη το στήριγμα των αδυνάτων· εκλείπει η ιατρεία των ασθενών· εις τας ημέρας τας ιδικάς σου, ω καλή μας διδασκάλισσα, και αυτή η νύκτα εφαίνετο ως ημέρα με το να εφωτίζετο από την καθαράν σου ζωήν· αλλά τώρα και αυτή η ημέρα θέλει μεταστραφή εις νύκτα και σκότος». Περισσότερον δε από τας άλλας εθρηνούσαν εκείναι, όπου την ωνόμαζον μητέρα αυτών και τροφόν. Αυταί ήσαν εκείναι αι Μοναχαί, τας οποίας εύρεν η μεγάλη ερριμμένας εις την οδόν, εις τον καιρόν της πείνης, και τας έλαβε και τας ανέθρεψε και τας ωδήγησεν εις την άφθορον ζωήν των παρθένων. Αλλά μετ’ ολίγον, καθώς εθεώρησα εις την αγίαν εκείνην κεφαλήν του νεκρού λειψάνου, ως να επετιμήθην από αυτήν δια την αταξίαν και ταραχήν των θρήνων, ευθύς ανέβασα τον λογισμόν μου, ως από κανένα βυθόν της θαλάσσης, και εφώναξα προς τας παρθένους· «Κοιτάξατε εις την διδάσκαλον, και ενθυμηθήτε τας παραγγελίας της, με τας οποίας εδιδάχθητε να φυλάττετε κάθε ευταξίαν εις όλα τα πράγματα· η θεία εκείνη ψυχή μας εδίδαξε να θρηνώμεν ένα καιρόν μόνον, όταν προσευχώμεθα εις τον Θεόν· τούτο είναι συγκεχωρημένον και τώρα να κάμωμεν και να μεταβάλωμεν τας θρηνώδεις φωνάς εις ψαλμωδίαν κατανυκτικήν». Αυτά έλεγον με μεγάλην φωνήν δια να νικήση η φωνή μου τας φωνάς των θρήνων εκείνων· έπειτα επαρακίνησα τας παρθένους να υπάγουν εις το κελλίον όπου ήτο πλησίον, και να μείνουν ολίγαι από αυτάς, όσας εδέχετο η μακαρία, όταν εζούσε, να την υπηρετούν. Εις αυτάς ήτο και μία γυναίκα, Ουετιανή καλουμένη, ονομαστή εις τον πλούτον, εις την ευγένειαν και εις την ωραιότητα, η οποία υπανδρεύθη με ένα αξιωματικόν, εις ολίγον δε καιρόν εχήρευσε και έκαμε φύλακα και παιδαγωγόν της χηρείας της την Μεγάλην Μακρίναν, τον περισσότερον δε καιρόν συνανεστρέφετο με τας παρθένους και εδιδάσκετο από αυτάς την ενάρετον πολιτείαν. Εις αυτήν λοιπόν είπον εγώ, ότι τώρα δεν είναι εμποδισμένον το να βάλωμεν εις το ιερόν λείψανον κάποιον φαιδρόν στολισμόν, και να κοσμήσωμεν το καθαρόν εκείνο σώμα με λαμπρά σινδόνια· η δε Ουετιανή είπεν ότι πρέπει να μάθωμεν, ανίσως και η Οσία έκρινεν εύλογον να γίνη τούτο εις αυτήν· διότι είναι πρέπον να κάμωμεν εκείνο όπου της αρέσκει· ότι εκείνο όπου είναι ευάρεστον εις τον Θεόν, είναι και εις αυτήν ευάρεστον και επιθυμητόν. Ήτο δε μία παρθένος πρώτη από όλον τον χορόν των άλλων, διάκονος κατά τον βαθμόν, Λαμπαδία ονομαζομένη, αυτή δε ήξευρε με ακρίβειαν εκείνο, όπου παρήγγειλεν η Οσία δια την ταφήν της· και ερωτών αυτήν εγώ περί τούτου, μου απεκρίθη μετά δακρύων· «Εις την Αγίαν στολισμός ήτο η καθαρά ζωή· αυτό ήτο το εγκαλλώπισμά της, όταν εζούσε· αυτό ας είναι και τώρα εντάφιον εις τον θάνατόν της· εκείνα δε όπου αποβλέπουν εις καλλωπισμόν σώματος, ούτε εις την ζωήν της τα εδέχθη, ούτε τα εφύλαξε δια να έχη τώρα εις την ταφήν της· ώστε και αν θελήσωμεν να κάμωμεν τι περισσότερον εις το λείψανόν της, δεν έχομεν την ετοιμασίαν αυτήν και τον τρόπον». Εγώ δε την ηρώτησα· «Δεν έχετε φυλαγμένα τίποτε από εκείνα, όπου ημπορούν να στολίσουν το λείψανόν της»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τι να έχωμεν φυλαγμένον; Ιδού έχεις εδώ όλα τα φυλαγμένα πράγματά της. Ιδού το ιμάτιόν της. Ιδού το σκέπασμά της. Ιδού τα τετριμμένα υποδήματα των ποδών της· αυτός είναι ο πλούτος της· αυτή είναι η περιουσία της· έξω από αυτά, όπου βλέπεις, δεν έχει άλλο τίποτε κεκρυμμένον ούτε εις κιβώτιον, ούτε εις κελλίον· αυτή μίαν αποθήκην ήξευρε του ιδικού της πλούτου, τον ουρανόν· όθεν εκεί τα απεθησαύρισεν όλα και δεν άφησε τίποτε εις την γην». Εγώ δε προς ταύτα είπον· «Ανίσως και εγώ προσφέρω κανέν από εκείνα, όπου έχω φυλαγμένα εις την ταφήν της, είναι τάχα αρεστόν εις αυτήν»; Εκείνη μου είπεν· «Βέβαια και ζωντανή αν ήτο η Αγία ήθελε δεχθή την προσφοράν ταύτην, τόσον δια την αρχιερωσύνην όπου έχεις, όσον και δια την αδελφικήν συγγένειαν της φύσεως, και δεν ήθελε νομίσει ως ξένον το δώρον του αδελφού της· επειδή δια τούτο επρόσταξε να ενταφιασθή το σώμα της με τας ιδικάς σου χείρας». Με το να εσυγχωρήθημεν λοιπόν να περιστείλομεν το άγιον λείψανον με τα ιδικά μου, επρόσταξα έναν άνθρωπόν μου και έφερεν ένα φόρεμα δια να ενδύσωμεν το λείψανον· η δε Ουετιανή, περιστέλλουσα με τας χείρας της την ιεράν κεφαλήν της Οσίας, έβαλε το χέρι της εις τον λαιμόν και λέγει προς εμέ· «Ιδού ο περιδέραιος στολισμός όπου είναι κρεμασμένος από τον λαιμόν της». Λύσασα δε τον δεσμόν από οπίσω, μου έδειξεν ένα Σταυρόν σιδηρούν, και ένα δακτυλίδιον σιδηρούν, τα οποία ήσαν δεμένα με νήμα λεπτόν, και εκρέμαντο επάνω εις την καρδίαν της. Και εγώ είπον· «Ας γίνη κοινόν αυτό το απόκτημα· και συ έχε τον Σταυρόν εις φυλακτήριόν σου, εις εμέ δε είναι αρκετή η κληρονομία του δακτυλιδίου». Επάνω δε εις την σφραγίδα του δακτυλιδίου ήτο χαραγμένος Σταυρός, ο οποίος εφανέρωνε το τίμιον ξύλον του Σταυρού, όπου ήτο κεκρυμμένον μέσα εις την σφραγίδα, καθώς μου είπεν η Ουετιανή, όπου το ήξευρεν. Επειδή δε και ήτο καιρός να ενδυθή το καθαρόν σώμα με το φόρεμα, η δε μακαρία έδωκεν εις εμέ εντολήν να υπηρετήσω εις τούτο, εξετέλουν το πρόσταγμα· ήτο δε εκεί η προαναφερθείσα Ουετιανή και μου εσυμβοηθούσε και ενέδυον το ιερόν λείψανον με το φόρεμα· τότε μου είπεν εκείνη· «Μη αφήσης αθεώρητον το μεγάλον θαύμα όπου έκαμεν η Αγία». Παρευθύς δε εγύμνωσε μέρος τι από το στήθος της, και φέρουσα τον λύχνον πλησιέστερα εις το μέρος εκείνο μου έδειξεν ένα λεπτόν σημείον εις το δέρμα, το οποίον ωμοίαζεν ως να έγινεν από λεπτήν βελόνην. Εγώ δε της είπον· «Και τι θαύμα είναι, αν το μέρος τούτο του σώματος έχει το σημάδι τούτο»; Και εκείνη απεκρίθη· «Τούτο έμεινεν εις το σώμα μία ενθύμησις της μεγάλης βοηθείας, όπου ενήργησεν ο Θεός εις την μακαρίαν· διότι ένα καιρόν εφύτρωσεν εις τούτο το μέρος ένα πάθος δεινόν, ήτο δε κίνδυνος, εάν δεν εσχίζετο με μάχαιραν, να γίνη μεγάλον και ανίατον, και δια τούτο την επαρακαλούσεν η μήτηρ της να φέρη ιατρόν να το σχίση· η δε μακαρία εστοχάσθη, ότι το να ξεγυμνώση κανένα μέρος του σώματός της και να το ιδούν ξένα μάτια ήτο χειρότερον κακόν από το πάθος εκείνο όπου έπασχεν. Όθεν όταν ήλθεν η εσπέρα και ετελείωσε την συνηθισμένην υπηρεσίαν της μητρός της, εμβήκεν εις το άγιον Βήμα και έμεινεν εκεί όλην την νύκτα, και προσπίπτουσα επαρακαλούσε τον ιατρόν των απάντων Θεόν να την θεραπεύση· τόσα δε δάκρυα έχυσεν, όπου με αυτά έκαμε πηλόν, και εκείνον μετεχειρίσθη ιατρικόν εις το πάθος της· επειδή δε η μήτηρ της ελυπείτο και την επαρακινούσε πάλιν να φέρη ιατρόν, η Αγία της είπεν, ότι ανίσως η μήτηρ της κάμη με το χέρι της το σημείον του ζωοποιού Σταυρού εις το πονεμένον μέρος θέλει ιατρευθή· και ευθύς όπου η μήτηρ της έβαλεν εις τον κόλπον το χέρι της και την εσταύρωσεν, ω του θαύματος! Ιατρεύθη το πάθος, και έμεινε μόνον τούτο το ολίγον σημείον, δια να είναι εις ενθύμησιν της θείας ιατρείας και εις αφορμήν παντοτεινής ευχαριστίας εις τον Θεόν». Αφού δε τοιουτοτρόπως εκοσμήθη το σώμα της Αγίας, μου είπεν η Ουετιανή· «Δεν πρέπει να φαίνεται η Αγία εις τους οφθαλμούς των παρθένων ως νύμφη εστολισμένη· αλλ’ εγώ έχω ένα αυτόμαυρον φόρεμα της μακαρίας μητρός σας, το οποίον πρέπει να βάλωμεν επάνω από το άγιον λείψανον, δια να μη φαίνεται το ιερόν κάλλος, όπου εκλάμπει από το λείψανον και λαμπρύνεται με τον ξένον τούτον καλλωπισμόν του φορέματος». Ούτως εβάλθη επάνω το αυτόμαυρον εκείνο φόρεμα, αλλά και μέσα εις το μαύρον εκείνο χρώμα έλαμπε το πρόσωπον της Αγίας, και νομίζω, ότι η θεία δύναμις επρόσθεσεν εις το άγιον λείψανον την χάριν ταύτην, ώστε κατά το όνειρον όπου προείδον, εφαίνοντο ότι έβγαιναν αστραπαί από το κάλλος εκείνο. Όταν ημείς ετελειώσαμεν αυτά και αι ψαλμωδίαι των παρθένων ομού με τους θρήνους ηκούοντο γύρωθεν, δεν ηξεύρω πως η φωνή ηκούσθη εις εκείνους όπου εκατοικούσαν εκεί γύρωθεν, και όλοι ομού έτρεχαν από κάθε μέρος και συνηθροίζοντο, ώστε ουδέ το προαύλιον εχωρούσεν εκείνους, όπου εσυνάχθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην έγινεν αγρυπνία με υμνωδίας, καθώς γίνεται εις τας πανηγύρεις των Μαρτύρων· όταν δε έφθασεν ο όρθρος, το πλήθος των ανδρών και γυναικών όπου εσυνάχθη ετάρασσε την ψαλμωδίαν με τους θρήνους των· εγώ δε, αν και έπασχον κακώς από την λύπην, όμως εστοχαζόμην όσον το δυνατόν να μη λείψη τίποτε από εκείνα όπου έπρεπε να γίνουν εις κηδείαν· όθεν εχώρισα τα συναχθέντα πλήθη, και τας μεν γυναίκας έβαλα μαζί με τας παρθένους, τους δε άνδρας με το τάγμα των Μοναχών, έκαμα δε να γίνεται και από τους δύο χορούς μία εναρμόνιος και εύτακτος ψαλμωδία. Όταν δε εξημέρωσε και όλος ο τόπος του ασκητηρίου εστενοχωρείτο από το πλήθος όπερ εσυνάχθη, ο Επίσκοπος του τόπου εκείνου (Αράξιος καλούμενος, ο οποίος ήλθεν εις την κηδείαν με όλους τους Ιερείς) με επαρακινούσε να άρωμεν το λείψανον και να υπάγωμεν εις τον τόπον, όπου έμελλε να ενταφιασθή· τότε εγώ πρώτος ήγειρα το νεκροκράββατον από το ένα μέρος και ο Επίσκοπος από το άλλο, έτεροι δε δύο εντιμότατοι κληρικοί από τα άλλα δύο μέρη και ούτως επηγαίναμεν ήσυχα. Επροπορεύοντο δε έμπροσθεν από τα δύο μέρη του λειψάνου πλήθος πολύ διακόνων και αναγνωστών, δορυφορούντες κατά σειράν το άγιον λείψανον, έχοντες όλοι αναμμένας λαμπάδας, ώστε ήτο μία μυστική πανήγυρις η κηδεία της μακαρίας, επειδή και η ψαλμωδία εμελωδείτο ομοφώνως από τους πρώτους έως τους τελευταίους. Αλλ’ επειδή το διάστημα έως εις τον Ναόν των Μαρτύρων, όπου ήσαν τεθαμμένα τα σώματα των γονέων μας, ήτο έως επτά ή οκτώ στάδια, ήτοι ένα περίπου μίλιον, μόλις και μετά βίας επεράσαμεν αυτό όλην την ημέραν, διότι το πλήθος μας ημπόδιζεν εις τον δρόμον. Αφού δε εφθάσαμεν μέσα εις τον Ναόν εκείνον, απεθέσαμεν το νεκροκράββατον, ήρχισε δε να γίνεται προσευχή χωρίς ψαλμωδίαν. Αλλ’ η προσευχή έγινεν εις τον λαόν αιτία θρήνων, διότι αφού έπαυσεν η ψαλμωδία, εξεσκεπάζετο ο τάφος των γονέων μας, εις τον οποίον είχε παραγγελίαν η Αγία να ενταφιασθή, και μία από τας παρθένους θεωρήσασα το ιερόν εκείνο πρόσωπον, εφώναξεν άτακτα ταύτα το λόγια· «Αλλοίμονον! Ότι ύστερα από την ώραν ταύτην δεν έχομεν να ίδωμεν πλέον τούτο το θεοειδές πρόσωπον». Καθώς δε ήκουσαν τούτο και αι λοιπαί Μοναχαί, εφώναξαν αυταί τα ίδια λόγια ομού με εκείνην και παρευθύς έγινεν ένας θόρυβος άτακτος, και εσύγχυσε την ιεροπρεπή εκείνην προσευχήν· διότι εσυντρίφθησαν με αυτά τα λόγια όλων των συναχθέντων αι καρδίαι, και ανελύθησαν εις δάκρυα. Τότε εγώ έκαμα νεύμα δια να σιωπήσουν και ο Διάκονος εφώναξε τας συνηθισμένας εις την Εκκλησίαν φωνάς και επρόσταξε να ευχηθούν, μετά βίας δε κατέστη ο λαός εις το εύτακτον σχήμα της προσευχής. Όταν δε ετελείωσεν η προσευχή, εμβήκεν εις την ψυχήν μου ένας φόβος της θείας εντολής εκείνης όπου λέγει· «Ασχημοσύνην πατρός σου και ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις» (Λευϊτ. ιη:7)  και είπον με τον λογισμόν μου, πως έχω να γλυτώσω από το κρίμα τούτο εγώ, όπου έχω να ίδω εις τα σώματα των γονέων μου την κοινήν ασχημοσύνην της ανθρωπίνης φύσεως, όπου τα σώματά των διελύθησαν και έγιναν άμορφα οστά; (Εντεύθεν φαίνεται, ότι δεν ήτο συνήθεια τότε να κάμνουν ανακομιδήν των λειψάνων, ως νυν αύτη επικρατεί· τούτο το ίδιον συνάγεται και από τον ζ΄ Κανόνα του αυτού τούτου Νύσσης). Ταύτα στοχαζόμενος εφοβούμην τα μάλιστα από την αγανάκτησιν, όπου έδειξεν ο Νώε κατά του υιού Χαμ, διότι είδε την γύμνωσίν του· τέλος πάντων, η μέθοδος όπου εμεταχειρίσθησαν οι δύο υιοί του Νώε, ο Σημ και ο Ιάφεφ, μου έδειξε τι να κάμω. Όθεν ευθύς όπου ήνοιξεν ο τάφος των γονέων μου, εσκεπάσθησαν τα λείψανά των με ένα καθαρόν σινδόνιον, προ του να τα ίδωμεν, έπειτα ελάβαμεν το άγιον λείψανον εγώ και ο Επίσκοπος, και το εθέσαμεν πλησίον εις το λείψανον της μητρός μας· ούτως επληρώθη η ευχή και η υπόσχεσις, όπου είχον και αι δύο μήτηρ και θυγάτηρ. Ότι και αι δύο εζητούσαν από τον Θεόν να ενωθούν και μετά θάνατον τα σώματά των, καθώς ήσαν ηνωμέναι και εις την ζωήν ταύτην. Όταν δε ετελείωσαν τα νενομισμένα εις την ταφήν, έπεσον εις τον τάφον και ησπάσθην την κόνιν, και ούτως εκίνησα εις τον δρόμον, λυπημένος και πλήρης από δάκρυα, στοχαζόμενος ποίον αγαθόν εστερήθη η ζωή των ανθρώπων. Έτυχε δε εις τον δρόμον ένας άνθρωπος επίσημος, έχων εξουσίαν στρατιωτικήν εις μίαν πολιτείαν του Πόντου, την καλουμένην Σεβαστόπολιν. Ευρισκόμενος δε μαζί με τους στρατιώτας του, μας απήντησε φιλοφρόνως· και ακούων τον θάνατον της μακαρίας, ελυπήθη πολλά (διότι ήτο συγγενής μας) και μου διηγήθη τοιούτον διήγημα, το οποίον μόνον θέλω προσθέσει εις την ιστορίαν ταύτην και ούτω να τελειώσω. Αφού δε επαύσαμεν από τα δάκρυα και ηρχίσαμεν να ομιλούμεν, μου λέγει· «Άκουε πόσον μεγάλον αγαθόν εβγήκεν από την παρούσαν ζωήν», και ήρχισε το διήγημα. «Επεθυμήσαμεν, λέγει, μίαν φοράν ομού με την σύζυγόν μου να υπάγωμεν εις το σχολείον της αρετής (διότι έτσι πρέπει να ονομάζεται το ασκητήριον εκείνο, εις το οποίον εκατοικούσεν η μακαρία)· ήτο δε μαζί μας και το θυγάτριόν μας, εις του οποίου τους οφθαλμούς ηκολούθησεν ένα πάθος από λοιμικήν ασθένειαν, και ήτο ένα θέαμα άσχημον και ελεεινόν, επειδή το ένδυμα της κόρης του οφθαλμού επαχύνθη και ελευκάνθη το μέρος εκείνο. Όταν λοιπόν επήγαμεν εις το Μοναστήριον, διεμοιράσαμεν τους τόπους, και εγώ μεν επήγα εκεί όπου εμόναζαν οι άνδρες, εις τους οποίους ήτο Ηγούμενος ο αδελφός σου Πέτρος, η δε σύζυγός μου επήγε μέσα εις το Μοναστήριον των παρθένων και ήτο μαζί με την μακαρίαν Μακρίναν. Αφού λοιπόν εμείναμεν επ’ αρκετόν, ηθελήσαμεν να αναχωρήσωμεν, και όταν ητοιμαζόμεθα, τότε συμφώνως και οι δύο μας ημπόδιζον· και ο μεν αδελφός σου επαρακαλούσεν εμέ να σταθώ, δια να απολαύσω την ασκητικήν του τράπεζαν, η δε μακαρία αδελφή σου παρομοίως δεν άφηνε την σύζυγόν μου να αναχωρήση, αλλ’ έχουσα εις τους κόλπους της το θυγάτριόν μας, έλεγε πως δεν της το δίδει, έως ότου να απολαύση την τράπεζάν της· και φιλούσα, κατά το σύνηθες, το παιδίον, επλησίασε το στόμα της εις τους οφθαλμούς του, και βλέπουσα το πάθος όπου είχεν εις τους οφθαλμούς του, είπεν· «Εάν σεις μου δώσετε την χάριν ταύτην και απολαύσετε την τράπεζάν μας, θέλω σας αντιδώσω και εγώ μισθόν, όχι ανάξιον της τοιαύτης τιμής και χάριτος». Η δε μήτηρ είπε· «Ποίον μισθόν έχεις να μας δώσης»; Απεκρίθη η μακαρία· «Έχω να σας δώσω ένα ιατρικόν δια να ιατρευθή το πάθος του οφθαλμού του τέκνου σας». Αυτή η υπόσχεσις της Αγίας ηγγέλθη εις εμέ, και δια τούτο χαρούμενοι εμείναμεν. Όταν δε ετελείωσεν η τράπεζα, εκινήσαμεν με χαράν εις τον δρόμον, διηγούμενοι ο εις εις τον άλλον όσα είδομεν και ηκούσαμεν εις τους ιερούς εκείνους τόπους· εγώ διηγούμην τα των ανδρών, η δε σύζυγός μου διηγείτο καταλεπτώς εκείνα όπου είδε και ήκουσεν από την μακαρίαν, δεν ήθελε δε να αφήση ουδέ αυτά τα παραμικρά. Εκεί λοιπόν όπου διηγείτο ταύτα, και ήλθεν εις τα λόγια όπου υπεσχέθη η Αγία, ότι θέλει ιατρεύσει το τέκνο μας, έκοψε την διήγησιν και είπεν· «Ωχ! Και τι είναι τούτο όπου επάθομεν; Πως ελησμονήσαμεν να λάβωμεν το ιατρικόν όπου μας υπεσχέθη»; Επειδή δε ελυπούμην και εγώ δια την αμέλειαν ταύτην και την επρόσταξα να επιστρέψη οπίσω γρήγορα, δια να το λάβη, κατά τύχην εγύρισε το παιδίον να κοιτάξη εις την μητέρα του, το οποίον είχεν η τροφός εις τας χείρας της, ευθύς δε όπου εκοίταξεν εις τους οφθαλμούς του τέκνου η μήτηρ του, από την χαράν της μου λέγει με μεγάλην φωνήν· «Μη λυπείσαι δια το ιατρικόν, διότι δεν υστερήθημεν από εκείνο όπου μας έταξεν η Αγία· επειδή το ιατρικόν της ήτο η θεραπεία, όπου έκαμεν εις το τέκνον μας δια μέσου της προσευχής της, και δεν έμεινεν εις τον οφθαλμόν του κανένα σημείον πάθους, όπου να μη θεραπευθή από το ιατρικόν της». Ταύτα δε λέγουσα, έλαβεν εις τας αγκάλας της το τέκνον, και το έβαλεν εις τας χείρας μου. Τότε και εγώ, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, ενεθυμήθην τα θαύματα του Κυρίου μας όπου δεν τα πιστεύουν μερικοί, και είπα·»Και τι μεγάλον πράγμα είναι να θεραπεύωνται οι τυφλοί δια χειρός του Κυρίου, αφού η δούλη του, με την πίστιν όπου έχει εις τον Θεόν, έκαμε το τοιούτον θαύμα, όπου δεν είναι κατώτερον από εκείνα»; Ταύτα διηγούμενος εις εμέ ο επίσημος εκείνος συγγενής μας, έκοψε τον λόγον, και ήρχισεν να τρέχουν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς του. Ταύτα και άλλα τοιαύτα θαυμάσια της μακαρίας Μακρίνης ήκουσα από εκείνους όπου έζησαν μαζί με αυτήν, και ήξευραν με ακρίβειαν την ζωήν της, τα οποία δεν τα λέγω, διότι φαίνονται απίστευτα εις τους πολλούς· διότι οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά το μέτρον της ιδικής των γνώσεως, κρίνουν και εκείνα όπου ακούουν· εκείνο δε όπου υπερβαίνει τα μέτρα της ιδικής των γνώσεως, το νομίζουν με τας υποψίας των πως είναι ψευδές και δεν το πιστεύουν· δια τούτο σιωπώ και εγώ την παράδοξον εκείνην καρποφορίαν όπου έκαμεν η μακαρία εις τον καιρόν του λιμού, όπου ο σίτος όπου έδιδεν από την αποθήκην και τον διεμοίραζεν εις τους πτωχούς ουδόλως ωλιγόστευεν, αλλά έμενεν ο ίδιος και άλλα ακόμη παραδοξότερα από αυτό, καθώς ήσαν αι θεραπείαι όπου έκαμνεν εις τους ασθενείς, αι ιατρείαι των δαιμονιζομένων, αι προφητείαι όπου έλεγε περί των μελλόντων. Ταύτα τα θαύματα εκείνοι όπου έχουν γνώσιν ακριβή και τελείαν τα πιστεύουν ότι είναι αληθινά και αν έτι φαίνονται απίστευτα, διότι το θαύμα είναι υπέρ φύσιν· εκείνοι δε όπου είναι αμελείς εις τον νουν και σαρκικοί, νομίζουν πως είναι αδύνατα· ούτοι δεν ηξεύρουν, ότι κατά την αναλογίαν της πίστεως, έτσι δίδονται και τα θεία χαρίσματα, μικρά μεν εις τους ολιγοπίστους, μεγάλα δε εις εκείνους όπου έχουν μεγάλην την ευρυχωρίαν της πίστεως. Δια τούτο λέγω, δια να μη ζημιωθούν οι ολιγόπιστοι όπου δεν πιστεύουν εις τα χαρίσματα του Θεού, παρήτησα και εγώ, και δεν έγραψα τα παραδοξότερα θαύματα, όπου έκαμεν ο Θεός δια μέσου της μεγάλης Μακρίνης, στοχαζόμενος ότι εκείνα όπου έγραψα είναι αρκετά εις την περιγραφήν της πολιτείας της· ης ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: