ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΟΔΟΧΟΝ ΠΗΓΗΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΕΣ ΤΗ ΑΜΑΡΤΙΑ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΤΕΛΩΜΕΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΑΙΑΝ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΝ.

(Θεοδώρου Ζωγράφου Ιωαννίτου. Βόλος 1914).

«Ος αν πίη εκ του ύδατος, ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα· αλλά το ύδωρ, ο δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ: 14).

Συνήλθομεν σήμερον, αγαπητοί, εν τω ιερώ τούτω Ναώ φαιδροί, ίνα ευχαριστηρίους ύμνους προς τον εκ νεκρών αναστάντα Σωτήρα ημών αναπέμψωμεν και την επέτειον εορτήν της Ζωοδόχου Πηγής επιτελέσωμεν. Εκ της ακενώτου ταύτης Πηγής της Θεοτόκου αντλούντες σήμερον θάρρος και ισχύν τον υπέρ ημών υπομείναντα θάνατον σταυρικόν και αναστάντα εκ νεκρών και ζωήν χαρισάμενον ημίν ως Ύδωρ ζων, σωτήριον και αθάνατον, ας δοξολογήσωμεν, και την Μητέρα Αυτού, την Παρθένον Μαρίαν, ως Πηγήν αέναον του ζώντος τούτου ύδατος ας ανευφημήσωμεν και ευγνώμονες ας αναμνησθώμεν των μεγάλων εκείνων θαυμάτων, άτινα ετελέσθησαν εκ του αγιάσματος αυτής, του οποίου τα ρείθρα ουδέποτε χάνουσι την δύναμιν αυτών την ιαματικήν, αλλά και νυν έτι προχέουσι τους πιστοίς χάριν και θαυμάτων πληθύν. Το περιλάλητον τούτο και εις πάσαν την οικουμένην εξάκουστον αγίασμα της Θεοτόκου πηγάζει εν Κωνσταντινουπόλει και υπ΄ αυτής της Θεοτόκου εφανερώθη εις τον τέως μεν ιδιώτην, είτα δε βασιλέα Κωνσταντινουπόλεως Λέοντα τον Θράκα, τον επικαλούμενον Μακέλλην, κατά τον εξής τρόπον.
Ο Λέων ούτος, ανήρ συμπαθής πριν ή εις τον θρόνον αναβή, εχειραγώγει ποτέ τυφλόν εις τινα της πρωτευούσης εξοχήν. Εκεί ο τυφλός υπό δίψης αφορήτου καταληφθείς τον Λέοντα παρεκάλει, ίνα δι΄ ύδατος αυτόν δροσίση. Εισελθών δε ο Λέων εις το εκεί πλησίον σκιερόν μέρος, το κατάφυτον υπό πυκνών δένδρων, εζήτει ύδωρ· και επειδή δεν εύρεν, επανήρχετο κατηφής· ότε ακούει φωνής: «Ου χρεών σε, Λέον, αγωνιάν, το γαρ ύδωρ εγγύς». Και ενώ εζήτει, ήκουσε και εκ δευτέρου φωνής: «Λέον βασιλεύ, εισελθών εις το ενδότερον τούτο συνηρεφές και του δροσερού ύδατος μετά χαράς λαβών, δρόσισον τον τυφλόν, και τας πεπηρωμένας χρίσας όψεις εκείνου γνώσει αυτίκα, ήτις ειμί, εκ πολλού τόνδε κατοικούσα τον τόπον». Ο Λέων πράττει ως η φωνή αυτόν διατάττει, και ο τυφλός το φως λαμβάνει, και εκ του τελεσθέντος θαύματος ο Λέων μανθάνει, ότι υπερφυής ην η δύναμις του αγιάσματος εκείνου της Θεοτόκου. Κατά την πρόρρησιν δε Ταύτης ο Λέων μετ΄ ολίγον βασιλεύς γίνεται, και επιμελεία και δαπάνη αυτού εν τω τόπω του αγιάσματος Ναός μεγαλοπρεπής της Θεοτόκου εγείρεται. Του Ναού τούτου τα εγκαίνια ετελέσθησαν κατά την Παρασκευήν της Διακαινησίμου Εβδομάδος, εξ ου και η Εκκλησία παρέλαβεν ευσεβοφρόνως κατ΄ αυτήν να εορτάζη προς τιμήν της Θεοτόκου την εορτήν της Ζωοδόχου Πηγής. Τον Ναόν τούτον μετά ταύτα επηύξησεν ο Μέγας Ιουστινιανός προς την Θεοτόκον ευγνωμονών, διότι εκ δεινού νοσήματος απήλλαξεν αυτόν· ο δε Βασίλειος ο Μακεδών και ο υιός αυτού Λέων ο Σοφός βασιλικώς κατεκόσμησαν τον ρηθέντα Ναόν, διότι έκτοτε το αγίασμα της Θεοτόκου πλείστα θαύματα επελάγιζε, βασιλείς και ιδιώτας εθεράπευε και παν πάθος εφυγάδευε· και τινα εκ Θεσσαλίας ερχόμενον προς αυτό και αποθανόντα καθ΄ οδόν ήγειρεν εκ νεκρών. Ο μεγαλοπρεπής ούτος Ναός δεν σώζεται σήμερον. Μετά την πτώσιν της Βασιλίδος των πόλεων κατεστράφη μέχρι θεμελίων, η δε Πηγή εκαλύφθη υπό των ερειπίων, εναπέμεινε δε μέχρι της Ελληνικής Επαναστάσεως εκ της αρχαίας αυτού καλλονής σμικρόν τι παρεκκλήσιον, όπερ επετράπη τοις Χριστιανοίς υπό των Τούρκων να ιδρύσωσιν επί της Πηγής, διότι αι από καιρού εις καιρόν τελούμεναι ιάσεις ου μόνον μεταξύ των Χριστιανών, αλλά και των Οθωμανών, διετήρησαν σεβαστήν την φήμην της Πηγής ταύτης. Εις το παρεκκλήσιον τούτο κατήρχοντο δι΄ εικοσιπέντε βαθμίδων, το δε αγίασμα ήτο εις την δυτικήν πλευράν του εδάφους αυτού πεφραγμένον δια κιγκλίδων. Τοιαύτη ήτο η κατάστασις του Ναού μέχρι του έτους 1821, οπότε υπό των Γενιτσάρων τελείως κατεστράφη, η δε Πηγή σχεδόν εκαλύφθη. Δέκα όμως σπουδαίαι ιάσεις εκεί τελεσθείσαι και επί μαρμαρίνης πλακός ευρισκομένης και νυν παρά την Πηγήν αναγραφείσαι ανενέωσαν την αρχαίαν δόξαν αυτής· και δια τούτο επί Πατριάρχου Κωνσταντίου εν έτει 1833, τη ενεργεία των ομογενών και τη αδεία της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως, ανασκαφής γενομένης και των θεμελίων του αρχαίου Ναού ευρεθέντων, ηγέρθη Ναός μικρότερος εκείνου ένεκα της ελλείψεως επαρκών πόρων, αλλά και κάτωθεν του Ναού τούτου επί του αγιάσματος, επ’ αυτής δηλαδή της Πηγής, παρεκκλήσιον τούτου ωκοδομήθη επί μέρους των θεμελίων του αρχαίου Ναού πολύ λαμπρότερον του πρότερον παρεκκλησίου προς δόξαν και τιμήν της Θεοτόκου, της οποίας η θαυματουργός χάρις και σήμερον θαυμάσια επιτελεί εν τω αγιάσματι ταύτης της Πηγής. Και τις γλώσσα δύναται να διηγηθή όσα θαυμάσια το ύδωρ τούτο ενήργησε και μέχρι σήμερον ενεργεί; Ωκεανός αναδείχθη νοητός τα Νειλώα ρείθρα υπερβαίνων τη χύσει της Χάριτος και δεύτερος Σιλωάμ την χάριν του Ιορδάνου δεξάμενος. Το ζωήρυτον ύδωρ αυτής δια την πάσχουσαν ανθρωπότητα, την τηκομένην υπό απείρων παθών και φλογιζομένην υπό νοσημάτων δεινών, είναι νέκταρ ουράνιον και ξένη αμβροσία αληθώς, είναι θαυμάσιον λουτρόν θεραπεύον νοσήματα σωμάτων και ψυχών των μετά πίστεως προσερχομένων εις αυτό άμα τη προσψαύσει αυτού· διότι είναι ύδωρ της Βασιλίσσης της γης και του Ουρανού, της πανσθενούς Μητρός του Δεσπότου των όλων Θεού. Της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας μεγίστη η ισχύς και η προστασία θερμή και η προς τον Υιόν αυτής και Θεόν παράκλησις αποτελεσματική. Δια τούτο εις τας καταιγίδας της πολυταράχου ημών ζωής, όταν αι αλγηδόνες μας κεντώσι και τα κύματα των συμφορών δεξιά και αριστερά μας κτυπώσιν, όταν αι θλίψεις πανταχόθεν μας στενοχωρώσι και πολιορκώσι και πέριξ ημών εις τας επικλήσεις και φωνάς ημών κωφεύωσιν ή και δι΄ απελπισίας μας απαντώσι, το πνεύμα ημών πραϋνεται και εις μόνην την ενθύμησιν, ότι δυνάμεθα ν΄ αναπέμψωμεν υιικήν δέησιν προς την εύσπλαγχνον και οικτίρμονα κατά χάριν Μητέρα ημών, ήτις είναι κατά φύσιν Μήτηρ του Θεανθρώπου Λυτρωτού ημών. Ως το μικρόν παιδίον εις πάσαν στενοχωρίαν και δυσκολίαν αυτού, εις παν δάκρυ και πάντα στεναγμόν αυτού, μίαν και μόνην βοηθόν επικαλείται, την μητέρα αυτού, ούτω και πάντες οι πιστεύοντες εις Χριστόν εις τους κυματισμούς και τας δοκιμασίας του βίου ημών από του έαρος της νεότητος μέχρι του χειμώνος του γήρατος προς την Παρθένον καταφεύγομεν και ταύτην επικαλούμεθα βοηθόν· διότι γινώσκομεν καλώς, ότι έχει υπέρ όλων ημών σπλάγχνα φιλοστόργου Μητρός, και ότι παρακαλεί δι΄ ημάς με όλην την ισχύν και την θέρμην της ισχυράς δυνάμεως και διαπύρου ευσπλαγχνίας αυτής. Αύτη συνεργεί προς σωτηρίαν ημών δια πολυειδών θαυμάτων, αύτη βοηθεί και χάριν εις ημάς χορηγεί και δι΄ υδάτων. Λίαν προσφυώς δε, αγαπητοί, εκλήθη η Θεοτόκος και Πηγή Ζωοδόχως· διότι εδέξατο το πλήρωμα της Θεότητος, συνέλαβε τον του Θεού ενυπόστατον Λόγον, όστις εσαρκώθη εξ αυτής προς σωτηρίαν του κόσμου και εγένετο το φως και η ζωή των ανθρώπων· και ούτως η Παρθένος εδείχθη πηγή της ζωής, Μήτηρ του Θεανθρώπου Ιησού, όστις είναι το ύδωρ το ζων, το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον, το ύδωρ το ζωήρυτον, το αείρουν, το αθάνατον, το σωτήριον. Ας μεταλαμβάνωμεν λοιπόν, αδελφοί, το ύδωρ τούτο το ζων, το μη εξ ακροτόμου και αγόνου πέτρας εκπηδών, αλλ΄ εκ της Θεοτόκου εξελθόν και του ζωοδόχου Τάφου προελθόν· και ιδού θέλομεν ζήσει καινήν και ένδοξον ζωήν· θέλουσιν εξαλειφθή των αμαρτιών ημών τα πλήθη, διότι εκ του θεοδέγμονος Τάφου συγγνώμη έχει ανατείλει. Ας δροσίζωμεν τας καρδίας ημών και τας ψυχάς, έως έχομεν καιρόν, εις το ύδωρ τούτο το ζων, όπερ από τούδε την πνευματικήν ημών δίψαν καταπαύει και την καρδίαν δροσίζει και την διάνοιαν φωτίζει, εν δε τη αιωνιότητι τας φλόγας του Άδου σβήνει και μυρία άρρητα αγαθά αναβλύζει. Ας προσερχώμεθα δε και εις την πηγήν του αθανάτου τούτου ύδατος, εις την Μητροπάρθενον Κόρην, ήτις εγέννησεν ημίν τον Σωτήρα Χριστόν, το Ύδωρ το ζων. Και εγένετο εις τους πιστούς αέναος πηγή θείων χαρισμάτων, ακένωτος βρύσις μεγάλων ευεργετημάτων. Μη παύωμεν ταύτην παρακαλούντες, όπως διοχετεύη εις τας καρδίας ημών τα ζωήρυτα αυτής νάματα και αρδεύη αυτάς και μεταβάλλη εις παράδεισον ευώδη και τερπνόν, εις ιερόν ενδιαίτημα του εκ νεκρών αναστάτος Σωτήρος ημών και ας δοξολογώμεν αυτήν διηνεκώς, ουχί ίνα δόξαν εις την δεδοξασμένην Βασίλισσαν προσθέσωμεν, αλλ΄ ίνα ημείς δόξαν και χάριν παρά της κεχαριτωμένης Κόρης λάβωμεν. Διότι αύτη είναι των ανθρωπίνων καρδιών η αναψυχή, των απηλπισμένων η ελπίς, των εν ανάγκαις η απαλλαγή, των λυπουμένων η παρηγορία, των ασθενούντων η θεραπεία, των ορφανών η προστασία και πάντων των Χριστιανών η σκέπη και η σωτηρία, η ετοίμη βοηθός κατά την εκ του σώματος έξοδον των ψυχών, η πρόθυμος μεσίτρια εν ημέρα κλίσεως εις τον Υιόν αυτής και Θεόν. Αλλά τις λόγος ποτέ θα ισχύση τας προς ημάς ευεργεσίας της Θεοτόκου να παραστήση; Αν δεν είναι δυνατόν να εύρη τις τον αριθμόν της παρά το χείλος της θαλάσσης άμμου, έτι μάλλον αδύνατον είναι τας προς τους πιστούς καθ΄ εκάστην επιδαψιλευομένας παρά της Παρθένου ευεργεσίας ν΄ απαριθμήση. Επειδή λοιπόν απολαύομεν παρ΄ Αυτής τοσούτων ευεργεσιών, λόγω και έργω ας τιμώμεν την Βασίλισσαν των ουρανών αλλά και της γης, εκδιηγούμενοι τα μεγαλεία αυτής και εργαζόμενοι τας εντολάς του Υιού αυτής· διότι αν δουλεύωμεν τη αμαρτία, αδύνατον να τελώμεν υπό την σκέπην Αυτής και προστασίαν, αδύνατον και να τιμώμεν Αυτήν και δοξάζωμεν κατ΄ αξίαν. Ενίκησάν ποτε οι Φιλισταίοι τους Ισραηλίτας και πολλούς ηχμαλώτισαν, έλαβον δε και το μέγα του Ισραήλ κειμήλιον, την κιβωτόν, την οποίαν εν πομπή και αλαλαγμώ εις την Άζωτον έφερον, και εκεί ετίμων και ελάτρευον. Και όμως ο μέγας εκείνος θησαυρός ουδόλως ωφέλησεν αυτούς. Οργή εκ Θεού μεγάλη εν τη πόλει εκείνη ενέσκηψε και θανατικόν τους Φιλισταίους απεδεκάτισε, και πείνα μεγάλη και δυστυχία εμάστιζε. Και το αίτιον τι; Ότι τιμώντες την κιβωτόν ετίμων συνάμα και το είδωλον αυτών Δαγών (Α΄ Βασιλ. ε: 1-8). Ούτω και ημάς ουδέν ωφελεί η προς την Παρθένον αποδιδομένη τιμή, οι ύμνοι και αι εορταί αι τελούμεναι προς δόξαν Αυτής, αν και ημείς ως οι Φιλισταίοι και τα είδωλα προσκυνώμεν, αν δηλαδή και τα πάθη ημών θεοποιώμεν, αν εις την αμαρτίαν δουλεύωμεν, αν από της κακίας δεν απέχωμεν. Αλλά τότε πως προς την αγνήν Παρθένον οι μεμολυσμένοι θα προσεγγίσωμεν; Πως δε βοήθειαν παρ΄ Αυτής θα ελπίσωμεν; Αν όμως από της κακίας δια της μετανοίας απαλλαγώμεν, τότε βεβαίως την δεδοξασμένην Βασίλισσαν θα δυνηθώμεν επαξίως να δοξολογώμεν και υπό την σκέπην Αυτής θα τελώμεν. Είναι Μήτηρ φιλεύσπλαγχνος και συμπαθής, και τους εν μετανοία προς Αυτήν προσερχομένους συγχωρεί και ελεεί. Αν ο Μωϋσής εδέχετο τον Ισραήλ και ηύχετο εις τον Θεόν, όπως συγχωρή τον πολλάκις παρεκτρεπόμενον σκληροκάρδιον εκείνον λαόν, και επετύγχανε της αιτήσεως αυτού, η φιλόστοργος Μήτηρ του Θεού αλλά και ημών, βλέπουσα ημάς μετανοούντας και μετά δακρύων την προστασίαν Αυτής ζητούντας, είναι δυνατόν να μη ανοίξη τας αγκάλας Αυτής τας μητρικάς και φιλοστόργως δεχθή ημάς;  Όχι βεβαίως. Όθεν εν μετανοία και ευλαβεία προς την παντάνασσαν Δέσποιναν ας πλησιάζωμεν και ποσώς μη αμφιβάλλωμεν, ότι της κραταιάς αυτής προστασίας θα επιτυγχάνωμεν· πάσαν ημών την ελπίδα μετά Θεόν εις ταύτην ας αναθέτωμεν και παρ΄ Αυτής ας περιμένωμεν εν μεν ταις δυστυχίαις του παρόντος βίου πάσαν βοήθειαν και παρηγορίαν, εν δε τη αιωνιότητι την μακαρίαν ημών αποκατάστασιν και σωτηρίαν. Μη παύωμεν δε παρακαλούντες την Παρθένον, όπως πρεσβεύη υπέρ ημών προς τον Υιόν Αυτής, διότι μεγάλως ισχύει παρ΄ Αυτώ η δέησις Αυτής, καθόσον εγένετο Μήτηρ Θεού συλλαβούσα ασπόρως και τεκούσα αδιαφθόρως τον υπέρ ημών παθόντα και αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, και το ύδωρ τούτο το ζων ας σπουδάζωμεν, όπως εντός ημών λαμβάνωμεν. Και τότε παντός μεν κεκαθαρμένοι θα διατελώμεν, ευτυχείς δε και επί γης όσον το δυνατόν θα καταστώμεν και εν τη αιωνιότητι της αρρήτου εκείνης μακαριότητος θα αξιωθώμεν. Γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: