Νικόλαος ο ευλογημένος ούτος Νεομάρτυς ο Καραμάνος πεσών
ποτε ηγέρθη και ενίκησε το πολυκέφαλον θηρίον του κακού. Η αιτία δε της πτώσεώς
του έγινεν ούτως: εις την Σμύρνην συνέβη κάποτε να γίνη κάποιο σκάνδαλον, δια
το οποίον αυτός, ευρισκόμενος εις τον θυμόν του, είπε να γίνη Τούρκος. Ήσαν δε
εκεί Τούρκοι τινες και ως ήκουσαν τον λόγον του, τον ήρπασαν πάραυτα και τον
ήγαγον εις τον κριτήν και εμαρτύρησαν, ότι είπε να γίνη Τούρκος· ηρώτησε τότε
αυτόν ο κριτής αν ούτως έχη η αλήθεια και ο Νικόλαος λαμπρά τη φωνή εβόησε· «Μη
γένοιτο ποτέ εγώ ν΄ αρνηθώ τον Ποιητήν και Σωτήρα μου, τον Κύριόν μου Ιησούν
Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς και να
αποδώση εκάστω κατά τα έργα του».
Ταύτα ακούσας ο κριτής προσέταξε και τον έδειραν κατά πολλά, λέγων προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν· αλλ΄ ο Μάρτυς εδέχετο και υπέμενε τας μάστιγας με μεγάλην ανδρείαν, δεχόμενος την εξ ύψους βοήθειαν και επικαλούμενος το σωτήριον όνομα του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού. Ταύτα βλέπων ο κριτής και στοχαζόμενος το αμετάθετον της γνώμης του, τον έβαλεν εις την φυλακήν και παρήγγειλεν εις τους φύλακας να μη του δώσουν ούτε άρτον, ούτε ύδωρ, αλλά να τον δέρουν δις της ημέρας και ούτω έπραξαν· βλέποντες δε το αμετάθετον της γνώμης του τον επήγαν και πάλιν εις τον κριτήν, ο οποίος ηγωνίζετο παντοιοτρόπως και πάλιν να τον εξαναγκάση να αρνηθή τον Χριστόν· και πολλά του είπε, άλλοτε με κολακείας, και άλλοτε με φοβερισμούς· αλλ΄ ο Μάρτυς έμενεν ακλόνητος και ουδέ ποσώς επρόσεχεν εις τους λόγους του· τούτο δε μόνον έλεγε· «Καν εις την θάλασσαν με ρίψετε, καν εις πυρ με καύσετε, καν εις λεπτά τεμάχια με κόψετε, εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν δεν αρνούμαι». Τότε προσέταξεν ο κριτής, θέλοντα και μη θέλοντα, να του κάμουν περιτομήν δυναστικώς· λαβόντες δε εκείνοι τον Μάρτυρα τον έδεσαν εις στύλον χείρας και πόδας και τον περιέταμον, ενώ εκείνος έλεγε μεγαλοφώνως· «Τι με κόπτετε; Εγώ Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου πιστεύω δια Θεόν αληθινόν· Τούρκος δεν γίνομαι». Βλέπων λοιπόν ο κριτής, ότι και με την περιτομήν δεν κατώρθωσε τίποτε, ώρισε να τον βάλουν εις την φυλακήν και να τον βασανίσουν με διάφορα παιδευτήρια, αλλ΄ ο Μάρτυς τα υπέμεινεν όλα μετά χαράς, δοξάζων τον Θεόν, ότι τον ηξίωσε να βασανισθή δια το όνομά του το Άγιον και ίστατο στερεός και ασάλευτος εις την Πίστιν του Χριστού. Βλέποντες ταύτα οι δήμιοι επήγαν και τα ανήγγειλαν εις τον κριτήν, όστις ώρισε και τον εκρέμασαν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου και συνηριθμήθη εις τον χορόν των Μαρτύρων. Το δε μαρτυρικόν αυτού και σεβάσμιον λείψανον το άφησαν ημέρας τρεις κρεμάμενον εις το ξύλον, έπειτα καταβιβάσαντες αυτό το έδεσαν από τους πόδας και αγγαρεύσαντες Χριστιανούς τινας τους εβίασαν και το έσυραν ρίψαντες αυτό εις την θάλασσαν. Γάλλοι δε τινες εκεί παρευρεθέντες, δώσαντες χρήματα εις τους εξουσιαστάς, εξέβαλον αυτό με τον γρύπον από την θάλασσαν και το έστειλαν εις την Γαλλίαν, όπου και το ετίμησαν μεγάλως, εις δόξαν Χριστού του Αθλοθέτου Θεού ημών. Αμήν.
Ταύτα ακούσας ο κριτής προσέταξε και τον έδειραν κατά πολλά, λέγων προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν· αλλ΄ ο Μάρτυς εδέχετο και υπέμενε τας μάστιγας με μεγάλην ανδρείαν, δεχόμενος την εξ ύψους βοήθειαν και επικαλούμενος το σωτήριον όνομα του γλυκυτάτου Ιησού Χριστού. Ταύτα βλέπων ο κριτής και στοχαζόμενος το αμετάθετον της γνώμης του, τον έβαλεν εις την φυλακήν και παρήγγειλεν εις τους φύλακας να μη του δώσουν ούτε άρτον, ούτε ύδωρ, αλλά να τον δέρουν δις της ημέρας και ούτω έπραξαν· βλέποντες δε το αμετάθετον της γνώμης του τον επήγαν και πάλιν εις τον κριτήν, ο οποίος ηγωνίζετο παντοιοτρόπως και πάλιν να τον εξαναγκάση να αρνηθή τον Χριστόν· και πολλά του είπε, άλλοτε με κολακείας, και άλλοτε με φοβερισμούς· αλλ΄ ο Μάρτυς έμενεν ακλόνητος και ουδέ ποσώς επρόσεχεν εις τους λόγους του· τούτο δε μόνον έλεγε· «Καν εις την θάλασσαν με ρίψετε, καν εις πυρ με καύσετε, καν εις λεπτά τεμάχια με κόψετε, εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν δεν αρνούμαι». Τότε προσέταξεν ο κριτής, θέλοντα και μη θέλοντα, να του κάμουν περιτομήν δυναστικώς· λαβόντες δε εκείνοι τον Μάρτυρα τον έδεσαν εις στύλον χείρας και πόδας και τον περιέταμον, ενώ εκείνος έλεγε μεγαλοφώνως· «Τι με κόπτετε; Εγώ Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου πιστεύω δια Θεόν αληθινόν· Τούρκος δεν γίνομαι». Βλέπων λοιπόν ο κριτής, ότι και με την περιτομήν δεν κατώρθωσε τίποτε, ώρισε να τον βάλουν εις την φυλακήν και να τον βασανίσουν με διάφορα παιδευτήρια, αλλ΄ ο Μάρτυς τα υπέμεινεν όλα μετά χαράς, δοξάζων τον Θεόν, ότι τον ηξίωσε να βασανισθή δια το όνομά του το Άγιον και ίστατο στερεός και ασάλευτος εις την Πίστιν του Χριστού. Βλέποντες ταύτα οι δήμιοι επήγαν και τα ανήγγειλαν εις τον κριτήν, όστις ώρισε και τον εκρέμασαν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον του Μαρτυρίου και συνηριθμήθη εις τον χορόν των Μαρτύρων. Το δε μαρτυρικόν αυτού και σεβάσμιον λείψανον το άφησαν ημέρας τρεις κρεμάμενον εις το ξύλον, έπειτα καταβιβάσαντες αυτό το έδεσαν από τους πόδας και αγγαρεύσαντες Χριστιανούς τινας τους εβίασαν και το έσυραν ρίψαντες αυτό εις την θάλασσαν. Γάλλοι δε τινες εκεί παρευρεθέντες, δώσαντες χρήματα εις τους εξουσιαστάς, εξέβαλον αυτό με τον γρύπον από την θάλασσαν και το έστειλαν εις την Γαλλίαν, όπου και το ετίμησαν μεγάλως, εις δόξαν Χριστού του Αθλοθέτου Θεού ημών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου