Αρσένιος ο Όσιος και θαυματουργός Πατήρ ημών
ήτο από την Κωνσταντινούπολιν, υιός γονέων ευσεβών, πλουσίων και πρώτων κατά το
γένος. Παρεκτός όμως του ότι ο Όσιος ούτος ήτο τοσούτον περιφανής κατά το
γένος, εδόθη εις αυτόν υπό του τότε βασιλέως και άλλο αξίωμα, ο τίτλος δηλαδή
στρατηγού και πατρικίου του θέματος του καλουμένου των Κιβυρραιωτών.
Αλλά και όταν ποτέ στόλος βασιλικός εστάλη εις υπερπόντιον ταξίδιον, την διοίκησιν τούτου ανέλαβεν ο Όσιος· επειδή όμως γενομένης τρικυμίας μεγάλης ανέβρασεν η θάλασσα εξ αυτού του πυθμένος, και τα μεν πλοία κατεποντίσθησαν αύτανδρα, αυτός δε μόνος διεσώθη και εξήλθεν εις την στερεάν, τούτου ένεκα ευρών ευκαιρίαν, έλαβεν εκείνο το οποίον προ πολλού επόθει, ήτοι ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών. Όθεν εταλαιπώρει ο Όσιος το σώμα και υπέτασσεν αυτό εις την ψυχήν με νηστείας, με αγρυπνίας, με χαμευνίας και άλλας κακοπαθείας· προς τοις άλλοις δε εστενοχώρει και την σάρκα του με βαρέα σίδηρα ο της αληθεία σιδήρου και αδάμαντος δυνατώτερος και στερρότερος. Τα δε ρείθρα των δακρύων εκείνου και τας ολονυκτίους στάσεις και τους πολέμους των πονηρών πνευμάτων και την υπομονήν την οποίαν εδείκνυεν εις τα ψύχη του χειμώνος και εις τα καύματα του θέρους, ταύτα, λέγω, πάντα ποίος δύναται να αριθμήση; Με τοιούτους αγώνας αγωνιζόμενος ο μακάριος, πέμπεται υπό του Παναγίου Πνεύματος εις τινα τόπον, κείμενον αντικρύ του καλουμένου Ιερού· εκεί δε απελθών με την παντοτεινήν ροήν των δακρύων του απέδειξεν ο αοίδιμος τον τόπον εκείνον κοιλάδα του κλαυθμώνος. Τα δε ενδύματά του ήσαν τρίχινα· όθεν όσα μέρη του σώματος δεν εταλαιπώρουν τα σίδηρα, ταύτα εταλαιπώρουν τα τρίχινα ιμάτια. Η τροφή του δε, ή μάλλον ειπείν η ατροφία του, ήτο βοτάναι άγριαι και ταύτας έτρωγεν όχι με χορτασμόν, αλλά τόσον μόνον όσον να φαίνεται ότι κάτι εγεύετο· την δε δίψαν αυτού ανεκούφιζε με ολίγιστον μόνον ύδωρ και αυτό ανά δύο ή τρεις ημέρας λαμβανόμενον. Έπειτα αναχωρήσας εκείθεν, επήγεν εις το θαυμάσιον όρος του Λάτρου, το εν τη Ασία ευρισκόμενον· ένθα διατρίβων θαυμαστώς ο πανθαύμαστος, εθανάτωσε με την προσευχήν του και με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού μίαν ασπίδα (είδος φαρμακερού όφεως), η οποία εφώλευεν εκεί και εδηλητηρίαζε τα ύδατα. Απελθών δε και εκείθεν μετέβη κατά θείαν προσταγήν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Κελλιβάρων, γενόμενος δε Ηγούμενος αυτού δι΄ ολίγον καιρόν πολλούς παρεκίνησεν εις εργασίαν της αρετής. Έπειτα αναχωρήσας από το Μοναστήριον επανέρχεται εις την ποθεινήν ησυχίαν του, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος και έγκλειστος μένων εντός οπής, εις την οποίαν ήσαν φωλεαί και κατοικίαι πολλών θηρίων. Εκεί λοιπόν έμενεν ησυχάζων, άλλος Προφήτης Δανιήλ αναφανείς· διότι όπως εκείνος έμεινεν εις τον λάκκον των λεόντων αβλαβής, ούτω και ο μεγαλόψυχος ούτος Αρσένιος έμενεν εις την οπήν εκείνην, την κατοικίαν των θηρίων, αβλαβής και απείρακτος. Μάλιστα δε ο Όσιος ούτος δια της προσευχής του απεδίωξε μεν τα εκείσε εμφωλεύοντα θηρία, σχολείον δε των ψυχών την φωλεάν εκείνην εποίησεν. Επειδή δε οι αδελφοί τού Μοναστηρίου ελθόντες τον παρεκάλουν να απέλθη μετ΄ αυτών, επιστρέφει πάλιν ο Όσιος εις το Μοναστήριον, πλην και εκεί ευρισκόμενος δεν συνέζη πλέον μετά των αδελφών, αλλά κλεισθείς εις κελλίον στενώτατον, μόνος μόνω ελάτρευε τω Θεώ και κατά τας εξ ημέρας της εβδομάδος ούτε συνδιελέγετο, ούτε φαγητόν έτρωγε, μόνον δε κατά την Κυριακήν συνείθιζεν ο Άγιος και να ομιλή και να τρώγη. Διατί όμως να περιττολογώμεν; Εις τοσαύτην απάθειαν έφθασεν ο Όσιος, ώστε ουδέ σωματικήν τροφήν έτρωγε πλέον ο αείμνηστος τρεφόμενος υπό θείου Αγγέλου· αλλά και των θαυμάτων την χάριν έλαβε παρά Κυρίου, διότι ύδατα πικρά ταράξας με την ράβδον του, μετέβαλε ταύτα εις γλυκύτατα, δια της Χάριτος του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος, με φρόνησιν και ανδρείαν και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην, έφθασεν εις το τέλος της ζωής του και εκαλείτο εις τας άνω Μονάς. Δια τούτο εκάλεσεν όλους τους πέριξ κατοικούντας Μοναχούς και εδίδαξεν αυτούς περί αποταγής κόσμου και των εν κόσμω, προς τούτοις δε και περί υπομονής και φιλαδελφίας και περί ταπεινώσεως και προσευχής· έπειτα γονατίσας και με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, πολλά και μετά θάνατον θαύματα εργασάμενος. Ιάτρευσε δε ο Άγιος κατά παράκλησιν των αδελφών δαιμονιζόμενόν τινα, όστις επιχειρήσας να τρυπήση τον τάφον του Αγίου έγινε παράλυτος δια την τόλμην του, ελθών δε ύστερον εις συναίσθησιν μετενόησε και έλαβε την παρά του Αγίου συγχώρησιν. Αλλά και Μοναχός υδρωπικός, προσελθών εις τον τάφον του Αγίου, παρεκάλεσεν αυτόν να τον ιατρεύση· και ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε την υγείαν του, ευχαριστών άμα και δοξάζων τον τους Αγίους Αυτού δοξάζοντα Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν και Σωτήρα των ψυχών ημών.
Αλλά και όταν ποτέ στόλος βασιλικός εστάλη εις υπερπόντιον ταξίδιον, την διοίκησιν τούτου ανέλαβεν ο Όσιος· επειδή όμως γενομένης τρικυμίας μεγάλης ανέβρασεν η θάλασσα εξ αυτού του πυθμένος, και τα μεν πλοία κατεποντίσθησαν αύτανδρα, αυτός δε μόνος διεσώθη και εξήλθεν εις την στερεάν, τούτου ένεκα ευρών ευκαιρίαν, έλαβεν εκείνο το οποίον προ πολλού επόθει, ήτοι ενεδύθη το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών. Όθεν εταλαιπώρει ο Όσιος το σώμα και υπέτασσεν αυτό εις την ψυχήν με νηστείας, με αγρυπνίας, με χαμευνίας και άλλας κακοπαθείας· προς τοις άλλοις δε εστενοχώρει και την σάρκα του με βαρέα σίδηρα ο της αληθεία σιδήρου και αδάμαντος δυνατώτερος και στερρότερος. Τα δε ρείθρα των δακρύων εκείνου και τας ολονυκτίους στάσεις και τους πολέμους των πονηρών πνευμάτων και την υπομονήν την οποίαν εδείκνυεν εις τα ψύχη του χειμώνος και εις τα καύματα του θέρους, ταύτα, λέγω, πάντα ποίος δύναται να αριθμήση; Με τοιούτους αγώνας αγωνιζόμενος ο μακάριος, πέμπεται υπό του Παναγίου Πνεύματος εις τινα τόπον, κείμενον αντικρύ του καλουμένου Ιερού· εκεί δε απελθών με την παντοτεινήν ροήν των δακρύων του απέδειξεν ο αοίδιμος τον τόπον εκείνον κοιλάδα του κλαυθμώνος. Τα δε ενδύματά του ήσαν τρίχινα· όθεν όσα μέρη του σώματος δεν εταλαιπώρουν τα σίδηρα, ταύτα εταλαιπώρουν τα τρίχινα ιμάτια. Η τροφή του δε, ή μάλλον ειπείν η ατροφία του, ήτο βοτάναι άγριαι και ταύτας έτρωγεν όχι με χορτασμόν, αλλά τόσον μόνον όσον να φαίνεται ότι κάτι εγεύετο· την δε δίψαν αυτού ανεκούφιζε με ολίγιστον μόνον ύδωρ και αυτό ανά δύο ή τρεις ημέρας λαμβανόμενον. Έπειτα αναχωρήσας εκείθεν, επήγεν εις το θαυμάσιον όρος του Λάτρου, το εν τη Ασία ευρισκόμενον· ένθα διατρίβων θαυμαστώς ο πανθαύμαστος, εθανάτωσε με την προσευχήν του και με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού μίαν ασπίδα (είδος φαρμακερού όφεως), η οποία εφώλευεν εκεί και εδηλητηρίαζε τα ύδατα. Απελθών δε και εκείθεν μετέβη κατά θείαν προσταγήν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον των Κελλιβάρων, γενόμενος δε Ηγούμενος αυτού δι΄ ολίγον καιρόν πολλούς παρεκίνησεν εις εργασίαν της αρετής. Έπειτα αναχωρήσας από το Μοναστήριον επανέρχεται εις την ποθεινήν ησυχίαν του, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος και έγκλειστος μένων εντός οπής, εις την οποίαν ήσαν φωλεαί και κατοικίαι πολλών θηρίων. Εκεί λοιπόν έμενεν ησυχάζων, άλλος Προφήτης Δανιήλ αναφανείς· διότι όπως εκείνος έμεινεν εις τον λάκκον των λεόντων αβλαβής, ούτω και ο μεγαλόψυχος ούτος Αρσένιος έμενεν εις την οπήν εκείνην, την κατοικίαν των θηρίων, αβλαβής και απείρακτος. Μάλιστα δε ο Όσιος ούτος δια της προσευχής του απεδίωξε μεν τα εκείσε εμφωλεύοντα θηρία, σχολείον δε των ψυχών την φωλεάν εκείνην εποίησεν. Επειδή δε οι αδελφοί τού Μοναστηρίου ελθόντες τον παρεκάλουν να απέλθη μετ΄ αυτών, επιστρέφει πάλιν ο Όσιος εις το Μοναστήριον, πλην και εκεί ευρισκόμενος δεν συνέζη πλέον μετά των αδελφών, αλλά κλεισθείς εις κελλίον στενώτατον, μόνος μόνω ελάτρευε τω Θεώ και κατά τας εξ ημέρας της εβδομάδος ούτε συνδιελέγετο, ούτε φαγητόν έτρωγε, μόνον δε κατά την Κυριακήν συνείθιζεν ο Άγιος και να ομιλή και να τρώγη. Διατί όμως να περιττολογώμεν; Εις τοσαύτην απάθειαν έφθασεν ο Όσιος, ώστε ουδέ σωματικήν τροφήν έτρωγε πλέον ο αείμνηστος τρεφόμενος υπό θείου Αγγέλου· αλλά και των θαυμάτων την χάριν έλαβε παρά Κυρίου, διότι ύδατα πικρά ταράξας με την ράβδον του, μετέβαλε ταύτα εις γλυκύτατα, δια της Χάριτος του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενος ο Όσιος, με φρόνησιν και ανδρείαν και με σωφροσύνην και δικαιοσύνην, έφθασεν εις το τέλος της ζωής του και εκαλείτο εις τας άνω Μονάς. Δια τούτο εκάλεσεν όλους τους πέριξ κατοικούντας Μοναχούς και εδίδαξεν αυτούς περί αποταγής κόσμου και των εν κόσμω, προς τούτοις δε και περί υπομονής και φιλαδελφίας και περί ταπεινώσεως και προσευχής· έπειτα γονατίσας και με τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, πολλά και μετά θάνατον θαύματα εργασάμενος. Ιάτρευσε δε ο Άγιος κατά παράκλησιν των αδελφών δαιμονιζόμενόν τινα, όστις επιχειρήσας να τρυπήση τον τάφον του Αγίου έγινε παράλυτος δια την τόλμην του, ελθών δε ύστερον εις συναίσθησιν μετενόησε και έλαβε την παρά του Αγίου συγχώρησιν. Αλλά και Μοναχός υδρωπικός, προσελθών εις τον τάφον του Αγίου, παρεκάλεσεν αυτόν να τον ιατρεύση· και ευθύς, ω του θαύματος! έλαβε την υγείαν του, ευχαριστών άμα και δοξάζων τον τους Αγίους Αυτού δοξάζοντα Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν και Σωτήρα των ψυχών ημών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου