Μελέτιος ο
θαυμάσιος και αληθής δούλος του Θεού εγεννήθη περί το έτος αλε΄ (1035) εις εν
χωρίον των Καππαδοκών, Μουταλάσκη καλούμενον, όπερ και τον μέγαν Σάββαν
εβλάστησεν. Οι γονείς του ήσαν κατά πολλά ενάρετοι, Ιωάννης και Σοφία
ονομαζόμενοι, των οποίων τας αρετάς το παιδίον μιμούμενον επρόκοπτε καθ’
εκάστην από μικράς ηλικίας και ηύξανεν ου μόνον από την αισθητήν Σοφίαν (την
σαρκικήν, λέγω, μητέρα) παιδαγωγούμενον, αλλά και από την νοητήν φωτιζόμενον
άνωθεν, με το γάλα της οποίας το ζωηρόν και ακόρεστον ετρέφετο περισσότερον,
παρά με το αισθητόν της μητρός και επίκηρον.
Όταν ήλθεν εις ηλικίαν κατάλληλον δια να μάθη γράμματα, τον έβαλαν οι γονείς του εις το σχολείον, αλλ’ έτυχε βραδύς εις τον νουν και δεν ηδύνατο να εννοήση τα μαθήματα· η σπουδή του όμως και η πίστις του προς τον Θεόν ανεπλήρωσε το υστέρημα της φύσεως· ότι εύρε τρόπον πάνσοφον ο πεφωτισμένος νέος, ελπίζων εις τον Θεόν να του δώση φώτισιν. Ζηλώσας όθεν την πίστιν της αιμόρρου και πιστεύων αδιακρίτως, ότι εάν μόνον εγγίση και αυτός εις το άκρον των ιματίων του Ιησού λεπτύνεται ο νους του εις το να εννοή τα γράμματα, μετέβη εις την Εκκλησίαν πριν αρχίση την λειτουργίαν ο Ιερεύς· και απελθών εις το όπισθεν μέρος της αγίας Τραπέζης, έκλινε την κεφαλήν κάτωθεν του θείου πέπλου, τον οποίον ονομάζομεν κοινώς ενδύτην, και έστεκεν ούτω μετά φόβου Θεού και πίστεως, έως ου ετελειώθη η λειτουργία. Και, ω του θαύματος! έλαβε την χάριν, καθώς επίστευσεν, εξελθών δε από την λειτουργίαν έμαθεν εκ στήθους την δευτέραν ωδήν του Προφήτου Μωϋσέως με μίαν μόνον φοράν όπου την ανέγνωσεν· ομοίως και τα δύσκολα μαθήματα από την ώραν εκείνην με πολλήν ευκολίαν εννοούσεν. Ούτως ουν απογαλακτιζόμενος παιδοπρεπώς και θεοπρεπώς πολιτευόμενος, ο όντως Μελέτιος εμελέτα με μελέτην διηνεκή εις τον νόμον του Κυρίου, κατά τον Δαβίδ, τα θεία και σωτήρια μαρτύρια, και καθ’ εκάστην μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, όχι ως παιδίον μικρόν όπου ήτο, αλλά με τόσην ευταξίαν και ευλάβειαν, ώστε επερίσσευε τους πρεσβυτέρους και σοφούς εις την σύνεσιν· και πάντες τον εθαύμαζον ότι ηκροάζετο νουνεχώς τους θείους Λόγους, με τους οποίους ετρέφετο μάλλον ή με άρτον φθειρόμενον. Και όσον ηύξανεν εις την ηλικίαν του σώματος, τόσον μάλλον επρόκοπτεν εις την σοφίαν και χάριν, προβαίνων από δόξης εις δόξαν και από δυνάμεως εις δύναμιν, τόσον ώστε επέρασε την τάξιν της φύσεως και όταν ήτο χρόνων δεκαπέντε εφαίνετο ως ανήρ τέλειος, εις μέτρον ηλικίας του θείου πληρώματος. Οι δε γονείς αυτού εμελετούσαν εις τον Μελέτιον ως άνθρωποι ανθρώπινα πράγματα και εζήτουν να τον νυμφεύσουν, μη γνωρίζοντες εκείνα τα οποία αυτός εμελέτα εις την καρδίαν του και διότι έως τότε υπετάσσετο εις αυτούς και δεν παρήκουε την προσταγήν των. Αλλ’ όταν είδεν ότι εβούλοντο να τον χωρίσουν από τον ένθεον έρωτα, έκρινε δίκαιον να γίνη εκείνων παρήκοος, του δε Ποιητού και Σωτήρος υπήκοος, του οποίου ήκουε καθ’ εκάστην τους σωτηρίους τούτους λόγους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω ημάς». Και πάλιν: «Ει τις έρχεται προς με, και ου μισεί τον πατέρα αυτού, και την μητέρα, και γυναίκα, και τέκνα, και αδελφούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής». Αυτά και άλλα πρόμοια ακούων ο πεφωτισμένος νέος, προέκρινε τον ένθεον έρωτα από όλον τον κόσμον σοφώτατα· και αφήνει τους γονείς, φεύγει τους γάμους, καταλιμπάνει συγγενείς, φίλους, κτήματα, χρήματα, και όλα τα απολαυστικά και ηδέα του σώματος ολοψύχως κατεφρόνησεν ως επίκηρα, δια ν’ απολαύση τα άφθαρτα και αιώνια. Φεύγει από την αγαπημένην πατρίδα του, σηκώνει τον Σταυρόν, και ακολουθεί τω Χριστώ, όστις τον εκάλεσε· φθάσας δε εις Κωνσταντινούπολιν, εισήλθεν εις εν Μοναστήριον, το οποίον ίδρυσε και εις το οποίον κατώκησε ποτε ο Μέγας Χρυσόστομος, ότε ήτο εκεί Πατριάρχης, και αφ’ ου έκαμεν εκεί τρεις χρόνους, έγινε Μοναχός. Όταν έμαθε καλά την τάξιν της μοναδικής πολιτείας εκεί εις το Κοινόβιον, επεθύμησε να πολιτευθή εναρετώτερα εις την έρημον. Όθεν ανεχώρησεν από το Κοινόβιον, θέλων να μιμηθή τον Προφήτην Ηλίαν και Ιωάννην τον Πρόδρομον, και μετέβη εις Θεσσαλονίκην δια να προσκυνήση πρότερον τον Μέγαν Δημήτριον. Εκεί δε παρεκάλεσε τον Θεόν και τον Άγιον να τον οδηγήσουν εις τόπον σωτήριον. Εξελθών τον υπήντησεν ένας νέος, κόσμιος εις το ήθος και εις την μορφήν ευπρεπής και χαριέστατος, όστις προσεποιήθη ότι μετέβαινεν εις την αυτήν οδόν, εις την οποίαν επήγαινε και ο Μελέτιος και τον ηρώτησε που επήγαινεν. Ο δε Όσιος του λέγει· «Έως την Ρώμην βούλομαι να φθάσω δια να προσκυνήσω των Αγίων Αποστόλων τα λείψανα». Και ο νέος του λέγει· «Δεν είναι καιρός τώρα να υπάγης εκεί, αλλά ύπαγε εις τα μέρη της Ελλάδος· εις τας Θήβας πλησίον, προς το νότιον μέρος, είναι Μοναστήριον Γεωργίου του Μάρτυρος και εκεί σου ητοίμασε την κατοικίαν ο Κύριος». Ταύτα ειπών, εγένετο αφανής ο φανείς νεανίας. Ο δε Όσιος, γνωρίσας ότι ήτο εκ Θεού η όρασις, υπήκουσε του θείου προστάγματος και ανέβαλε την μεγάλην αυτού αποδημίαν εις Ρώμην και Ιεροσόλυμα και ήλθεν εις Αθήνας, ένθα επεσκέφθη τον εν τω Παρθενώνι της Ακροπόλεως Ναόν της Θεοτόκου, εξ Αθηνών δε μετέβη εις Θήβας. Είκοσι στάδια μακράν της πόλεως των Θηβών και προς νότον εύρε τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Γεωργίου και έμεινεν εκεί αγωνιζόμενος· όσον δε αυτός επροσπαθούσε να κρύπτη την αρετήν του από τους άλλους, τόσον αύτη τον εμαρτύρει και εφανέρωνεν, επειδή πόλις ήτις είναι εις υψηλόν όρος δεν κρύπτεται. Έφθασεν όθεν η φήμη του εις όλα εκείνα τα όρια, και συνήχθησαν και άλλοι πολλοί προς ζήλον αυτού και μίμησιν. Ο δε Όσιος, επειδή είχε τάξιμον να προσκυνήση εις την Ρώμην και εις τα Ιεροσόλυμα, έλαβεν από τους Πατέρας συγχώρησιν και ομού με έναν Μοναχόν δια συνοδείαν του μετέβη με κίνδυνον της ζωής του εις Ιεροσόλυμα, τα οποία κατείχον τότε οι Σαλτζουκίδαι Τούρκοι, οίτινες είχον νικήσει τους επιτοπίους Άραβας και τους Έλληνας και είχον μάλιστα συλλάβει αιχμάλωτον τον αυτοκράτορα Διογένην Ρωμανόν. Ήτο δε τόση η μανία των βαρβάρων εκείνων, ώστε πολλούς, οίτινες δεν εδέχοντο να αρνηθούν τον Χριστόν, κακώς εθανάτωναν. Ο μακάριος όμως Μελέτιος, έχων την καρδίαν του πεπυρωμένην από τον πόθον του μαρτυρίου, ήλθεν εις Ιεροσόλυμα αψηφών όλους τους κινδύνους· όσους δε υπέστη καθ’ οδόν ραβδισμούς, λιθασμούς, ύβρεις, κατά κόρης ραπίσματα και άλλα τις διηγήσεται; Διότι οι βάρβαροι εζήτουν να ρίψη κατά γης τον Τίμιον Σταυρόν και να πατήση αυτόν. Ο γενναίος όμως της ευσεβείας αγωνιστής υπέμεινε προθύμως πάσαν δοκιμασίαν και παρ’ ολίγον θα εσφάζετο υπ’ αυτών, όμως ο Πανάγαθος Θεός, όστις προώριζε τον Μελέτιον ως σκεύος εκλογής εις πολλών σωτηρίαν, ελύτρωσε θαυμασίως αυτόν. Αφού δε προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους μετέβη εις Ρώμην, ένθα προσεκύνησε τον τάφον των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εκπληρώσας δε ούτω τον πόθον του επέστρεψε πάλιν εις το αυτό Μοναστήριον. Οι δε Πατέρες, ιδόντες τον θείον Μελέτιον, εχάρησαν τόσον, όσον ελυπούντο πρότερον δια την αναχώρησιν αυτού και στέρησιν και τον ηυλαβούντο όλοι ως Άγιον. Ούτος όμως εταπεινοφρόνει πολλά, και δεν επήρετο δια τίποτε, αλλά έτρεχεν εις τας υπηρεσίας της Μονής πρότερον από όλους και ετοιμότερον. Καθώς δε ήτο ταπεινός εις το φρόνημα, ούτως ήτο και εις τα ιμάτια ευτελέστατος, φορών μόνον εν ράσον τρίχινον, το οποίον ανέρραπτε και εμπάλλωνεν· ομοίως και τα υποδήματα αυτού ήσαν παλαιά και εφθαρμένα. Εξόχως δε εφύλαξε τόσον την εγκράτειαν, ώστε ούτε νερόν εχόρτασεν, ούτε άρτον έφαγε προς αυτάρκειαν, αλλά μόνον ολίγον εγεύετο από ταύτα, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον και δια να λαμβάνη από την ολίγην τροφήν μικράν δύναμιν, να υπηρετή τους αδελφούς και να κάμνη και τον κανόνα του προθύμως. Είχον δε εις την Μονήν εκείνην συνήθειαν να τρώγουν όλοι από τα φαγητά όπου έβαλλεν ο κελλάρης εις την τράπεζαν, αλλ’ όσον προηρείτο έκαστος, ήτοι άλλος πολύ, άλλος ολιγώτερον. Όθεν έτρωγε και ο πάνσοφος Μελέτιος από όλα τα παρατιθέμενα δια να μη φαίνεται από τους άλλους ανόμοιος, ελάμβανεν όμως τόσον ολίγον, ώστε δεν του έδιδεν απόλαυσιν. Εις τας διακονίας όλας της Μονής ήτο πρόθυμος και σπουδαίος και εδούλευεν άοκνα· όταν δε έκτιζον οίκον, εσήκωνε τας βαρυτέρας πέτρας, τας οποίας οι άλλοι δεν ηδύναντο· ομοίως και εις τους κήπους, αμπελώνας και αλλαχού ήτο πρόθυμος, και εφύτευσε πολλά δένδρα· έως δε την σήμερον φαίνονται οι γεωργικοί του κόποι, την επωνυμίαν τού Μελετίου φυλάττοντες· παρ’ όλους όμως τους κόπους αυτούς του σώματος δεν έλειψε ποτέ από την κοινήν ακολουθίαν. Αυταί μεν είναι αι πράξεις, αίτινες εις το φανερόν εγένοντο, αλλά όσας έκαμνεν απόκτυφα τας νύκτας εις το κελλίον του, μετανοίας, γονυκλισίας, ευχάς, δάκρυα και άλλα τοιαύτα, τα οποία απ’ αρχής της εις το Μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου μεταβάσεώς του έκαμνεν, τις διηγήσεται; Ποτέ δεν ανεπαύθη εις την ευτελή ψάθην, όπου είχε κατά γης αντί στρώματος, χωρίς να κλαύση και να βρέξη αυτήν, κατά τον Δαβίδ, με δάκρυα· έπειτα ολίγον κοιμώμενος, δια να λάβη το σώμα ολίγην άνεσιν, εσηκώνετο το μεσονύκτιον και προσηύχετο έως να κτυπήσουν το σήμαντρον. Μη υποφέρων όθεν ο επίβουλος και πολυμήχανος όφις να βλέπη τοιαύτα θαυμάσια κατορθώματα, εδοκίμασε πολλάκις να μαστίση εκείνον όστις τον εμάστιζε· και μάλιστα ότε ποτέ ενέβαλεν εις πειρασμόν γυναίκα τινά πλουσίαν εκ Θηβών και την ώθησεν εις το να πειράξη τον Άγιον. Αυτός όμως ο αδαμάντινος την ψυχήν εις μεν την γυναίκα, αφού ήλεγξε και επετίμησεν αυτήν δια τον πονηρόν λογισμόν τον οποίον εδέχθη, απηγόρευσε πλέον την μετ’ αυτού επικοινωνίαν, εις δε τον εαυτόν του, ως ίδιον σφάλμα τον λογισμόν της γυναικός υπολαμβάνων, επέβαλε βαρύτατον επιτίμιον· και πρώτον μεν ενεκλείσθη εις το κελλίον του και ουδένα εις επικοινωνίαν δεχόμενος παρέμεινε νήστις επί ημέρας τεσσαράκοντα αγρυπνών και προσευχόμενος, είτα δε επί ολόκληρον έτος παρέμεινεν έγκλειστος ουδεμίαν αποδεχόμενος ανθρωπίνην επικοινωνίαν ή βοήθειαν. Ο δε πονηρός διάβολος, φρίττων έτι περισσότερον, του δίδει μεγάλας οδύνας και πόνους εις ολόκληρον το σώμα, και εξόχως εις τους πόδας. Επρήσθησαν όθεν ούτοι από την πολλήν ορθοστασίαν και έτρεχεν ύλη δυσώδης και ανυπόφορος. Οι δε λοιποί Μοναχοί ελυπούντο και τον εσυμπονούσαν, αλλά δεν ηδύναντο να του κάμουν θεραπείαν τινά. Μετά δε καιρόν τυχαίως ήλθεν ιατρός τις εις το Μοναστήριον, τον οποίον ωδήγησαν οι αδελφοί εις τον Μελέτιον χαίροντες, ο δε ιατρός υπεσχέθη να τον ιατρεύση ευκόλως. Ο Όσιος όμως δεν ηθέλησε ποσώς να του δείξη τους πρησμένους πόδας του, ούτε δια την ασθένειαν ποσώς τον ηρώτησεν, αλλά γνωρίσας από θείαν χάριν τας πράξεις όλας του ιατρού, επροφήτευσεν εις αυτόν τα μέλλοντα λέγων: «Ιατρέ, θεράπευσον μάλλον σεαυτόν, οικονόμησον τα πράγματα της οικίας σου, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει η παροικία σου, και τότε υπάγεις εις τον τόπον, τον οποίον σου ητοίμασαν τα έργα σου». Ταύτα είπε, και την τρίτην ημέραν απέθανεν ο ιατρός· και εθαύμασαν όλοι τον Όσιον δια την πρόρρησιν. Εκείνος δε έχων όλως τον νουν και την φροντίδα εις την ψυχήν, δεν εφρόντιζε δια την ασθένειαν του σώματος, αλλ’ είχε πολλήν υπομονήν και καρτερίαν ως μεγαλόψυχος, τόσον ώστε εφιλονίκει να περισσεύση τον μακάριον Ιώβ ο τρισόλβιος. Ότι εκείνος μεν είχεν όστρακον και έξεεν ολίγον τας πληγάς προς μικράν θεράπευσιν. Ούτος δε υπέφερε και τους σκώληκας, όπου εγεννήθησαν εις τας πληγάς τών ποδών και τον κατέτρωγον, εάν δε έπιπτέ τις εις την γην, τον έπαιρνε πάλιν ο Όσιος και τον έβαλλεν εις τον τόπον του, δια να έχη τους πόνους της σαρκός περισσοτέρους, ακολούθως δε και τας αμοιβάς εις την ψυχήν παρομοίας. Τόσον ήτο γενναίος εις την ψυχήν, υπομονητικός και καρτερόψυχος. Είχε δε τοσούτον ερριζωμένην την πίστιν εις την καρδίαν του ο μακάριος, ώστε ηδύνατο να τελέση αδύνατα και δυσκατόρθωτα πράγματα, να μετακινήση όρη και άλλα παρόμοια, καθώς εγνωρίσθη με το εξής θαυματούργημα. Είχε ποτε ένα μαθητήν Ιερομόναχον, Μάρκον ονόματι, ο οποίος του ηυλόγει την τράπεζαν, όστις εν μια των ημερών ετελεύτησε. Συναθροισθέντων δε των αδελφών να ενταφιάσουν το λείψανον, είπεν εις απ’ εκείνους ταύτα προς τον Μελέτιον· «Πρόσταξε, Πάτερ, τον μαθητήν σου να κάμη στίχον, να ψάλωμεν». Τούτο είπεν ή από θλίψιν πολλήν και παρελάλησεν ή από απιστίαν, μη πιστεύων ότι θα ηδύνατο να ομιλήση ο νεκρός. Ο δε Όσιος, δια να θεραπεύση την απιστίαν του και δια να αποδείξη αληθείς τους λόγους του Δεσπότου τους λέγοντς· «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», είπε προς τον νεκρόν· «Τέκνον μου Μάρκε, ευλόγησον». Τότε ο νεκρός, ω του θαύματος! υπήκουσε, και ανοίξας τους οφθαλμούς εσήκωσε την δεξιάν, και κάμνων Σταυρόν εις το πρόσωπόν του, εκίνησε τα χείλη του λέγων· «Ευλογητός ο Θεός» και τα επίλοιπα του στίχου· και τότε πάλιν έμεινε νεκρός ως το πρότερον. Αλλά ακούσατε και έτερον θαύμα μέγα, δια να πιστωθήτε ότι έπνεε πυρ εις το στόμα τού Μελετίου, ως και του Μωϋσέως και του Ηλιού, και Πέτρου του Κορυφαίου, όταν παρέδιδον τους παραβάτας και αδίκους δικαίως εις τιμωρητικόν θάνατον. Εν μέσω των άλλων μαθητών του ήτο και εις αυθάδης και απαίδευτος, την κλήσιν Νικόδημος, τον οποίον ο θείος Μελέτιος δεν άφηνε να ιερωθή, ηξεύρων αυτόν ανάξιον· αυτός δε ο δείλαιος, καταφρονήσας τον βαθμόν της υπακοής, μετέβη εις τας Θήβας και εχειροτονήθη από τον Αρχιερέα κρυφίως· πλην δεν επέστρεψεν εις το Μοναστήριον, αλλά έμεινεν εκεί εις τας Θήβας· η δε θεία δίκη έκαμεν εκείνον τον άδικον να πέση δικαίως εις τον αδέκαστον δικαστήν Μελέτιον και να λάβη τα της αυθαδείας επίχειρα με τρόπον τοιούτον θαυμάσιόν τε και φοβερώτατον. Τας ημέρας εκείνας εγένετο εις όλην την επαρχίαν των Θηβαίων ανομβρία μεγάλη και εκινδύνευον να ξηρανθούν τα σπαρτά τελείως. Οι δε εγχώριοι ετέλουν καθ’ εκάστην λιτανείας και παρακλήσεις προς τον Κύριον, αλλά δεν επήκουεν αυτών. Όθεν έδραμον άπαντες εις τον μέγαν Μελέτιον, όστις μόνον ήτο άξιος να παρακινήση εις οίκτον τον Δεσπότην Χριστόν. Φθάνοντες όθεν με λιτανείαν εις τον μέγαν Γεώργιον, είχον εις την συνοδείαν των και τον ρηθέντα Νικόδημον ενδεδυμένον τα ιερατικά ιμάτια· καθώς δε έκαμεν ο μέγας Μελέτιος προς Κύριον δέησιν, ήλθε βροχή αναρίθμητος και πάντες εχάρησαν. Ιδών όμως ο Όσιος τον Νικόδημον, επρόσταξε και τον εξέδυσαν τα ιερά που εφόρει, και τον έβαλαν εις ένα λάκκον, δια κανόνα της παρακοής όπου έκαμεν. Τινές δε από τον κοινόν λαόν απαίδευτοι κατέκριναν τον Όσιον ως άσπλαγχνον· και σύραντες από τον λάκκον τον δείλαιον, του είπον να βάλη πάλιν τα ιερά, να στρέψωσιν εις την πόλιν με τον λοιπόν λαόν λιτανεύοντες. Αλλά, ω του φρικτού της άνωθεν δίκης κρίματος! Πριν να φθάσουν εις την πόλιν λιτανεύοντες, όταν ήσαν έξω ακόμη από τον Ναόν του Αγίου Ηλιού, εξέσπασε θύελλα φοβερωτάτη με αστραπάς και βροντάς δυνατάς, και έπεσε κεραυνός εις τον άθλιον Νικόδημον, όστις μόνος ηρπάγη από όλον εκείνο το πλήθος και έπεσεν εις τας χείρας του ζώντος Θεού δια να δώση δίκας της παρακοής ο ταλαίπωρος. Εγώ δε και τα δύο ταύτα θαυμάζω. Πως ο λαός ευηργετήθη με την πλήμμυραν του ύδατος, και ο πταίστης ομού εκολάσθη. Όμοιον και τούτο του θαυματουργήματος του Μωϋσέως, όστις με την ράβδον του, με την οποίαν επέρασεν αβρόχως τους φίλους του, εβύθισε και τους εχθρούς του θαυμασιώτατα. Ούτω και εδώ οι μεν άξιοι της ευχής απέλαβον την ευεργεσίαν του ύδατος, ο δε παραβάτης, αθετήσας το πατρικόν πρόσταγμα, έγινε του εναντίου στοιχείου ανάλωμα και έμεινε πυρίκαυστος, δια να σωφρονισθούν άλλοι παρήκοοι με το τούτου υπόδειγμα. Άνθρωπός τις Θηβαίος, πλούσιος, είχε θυγατέρα, την οποίαν έταξεν εις γυναίκα ενός άλλου πλουσίου έρχοντος, και με την κόρην έγραψε να δώση προίκα όλον το πράγμα του. Ούτος είχε πολλήν ευλάβειαν και αγάπην εις τον μέγαν Μελέτιον· και απελθών τον παρεκάλεσε με πολλήν θερμότητα λέγων· «Κάμε, τίμιε Πάτερ, δια την κόρην δέησιν να περάση ειρηνικά με τον άνδρα, όπου την εμνήστευσα». Ο δε Μελέτιος, προβλέπων ως παρόντα τα μέλλοντα, απεκρίνατο· «Εάν αγαπάς την κόρην σου και το συμφέρον σου, άφες τους γάμους, ότι εις ένα μήνα την παίρνει ο Νυμφίος της, και δεν ζημιώνεσαι την προίκα της άδικα, και κερδαίνει και αυτή την παρθενίαν της». Δέχεται την συμβουλήν ο Θηβαίος, και πριν να τελειώση ο μην απήλθεν η κόρη προς Κύριον· και ο πατήρ της επώλησεν όλην την προίκα, και την έδωκεν ελεημοσύνην, δια να την εύρη εκείνη και αυτός εις ζωήν την αιώνιον. Όταν δε είχεν οκτώ χρόνους ο Όσιος εις εκείνο το Μοναστήριον, βλέπων ότι ήρχοντο πολλοί και δεν τον άφηναν να ησυχάζη κατά τον πόθον του, ανεχώρησεν απ’ εκεί, ψηφίσας Ηγούμενον ένα, την κλήσιν Νικόλαον, εις χείρας του οποίου ενεπιστεύθη το ποίμνιον· αυτός δε επήγεν εις το όρος της Μυουπόλεως δύσβατον κατά πολλά, εις το οποίον ήτο το Μοναστήριον, του Συμβούλου καλούμενον ή Συμβόλου, τιμώμενον επ’ ονόματι των Αγίων Ασωμάτων, εις το οποίον ηγουμένευεν εις ενάρετος Κληρικός, ονόματι Θεοδόσιος, όστις εδέχθη τον Όσιον μετά πλείστης αγαλλιάσεως και του έδωσε κατ’ αρχάς το ευκτήριον του Σωτήρος Χριστού να κυβερνά ως βούλεται· με τον καιρόν δε δια την αγάπην του Μελετίου συνηθροίσθησαν και εκεί αναρίθμητοι, και έγινε Λαύρα η έρημος. Έφθασε δε η φήμη του Αγίου έως της Κωνσταντινουπόλεως, ο δε Πατριάρχης Νικόλαος ο Γραμματικός έδωκεν εντολήν εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Νικήταν να χειροτονήση τον Μελέτιον Ιερέα δια να εξυπηρετή και εξομολογή τους αδελφούς, το οποίον και παρά την θέλησίν του εγένετο και εκοσμήθη ο υπεράξιος με την αξίαν της ιερωσύνης. Εις ολίγον καιρόν εκοιμήθη ο Θεοδόσιος και έμεινεν όλη η προστασία και της κυρίως Μονής των σωμάτων εις τον Μελέτιον. Ήσαν δε οι αδελφοί εκατόν και περισσότεροι, και καθ΄ εκάστην ο αριθμός επλήθυνεν· ότι ο Όσιος υπεδέχετο άπαντας και έκτιζον κελλία και οικητήρια, εις τα οποία συνεκοπίαζε και εβοήθει ο Όσιος και τους ηρμήνευε και ενουθέτει τα χρειαζόμενα, διδάσκων αυτούς προ πάντων να έχουν πτωχείαν έξωθεν και έσωθεν, να μη φροντίζουν δια την σάρκα πώς να τραφώσιν, αλλά να ελπίζουν εις τον Πανάγαθον Θεόν, όστις θα τους διακυβερνά εις όσα χρειάζονται, καθώς τρέφει και τα πετεινά του ουρανού. Αυτά και άλλα όμοια ψυχωφελή τους έλεγεν ο Μελέτιος και δεν τους επέτρεπε να αγοράσουν αγρούς ή βόας ή άλλα χρειαζόμενα πράγματα, δια να μη ασχολήται ο νους των εις τας γεωργίας και αμελώσι την κυριωτέραν εργασίαν, ήτοι την προσευχήν, ότι εφοβείτο την παραβολήν εκείνου, όστις εδιώχθη από τους γάμους, διότι δεν εφόρει του γάμου το ένδυμα. Ήτο εκείνο το όρος άλλος Παράδεισος, και εξύμνουν οι τρισμακάριοι αδιαλείπτως τον Κύριον. Βλέπων δε ο Θεός την ταπείνωσιν αυτών και την αγαθήν προαίρεσιν, εφώτιζε τους πλουσίους και τους έστελλον παν ό,τι εχρειάζοντο. Ίδρυσε δε τότε και εικοσιτέσσαρα Παραλαύρια εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, εις τα οποία εγκατέστησε Μοναχούς κοινοβιακώς ζώντας, εις δε την κυρίως Λαύραν αφήκε μάλλον τους τελειοτέρους των Μοναχών, τους επιθυμούντας να ζήσωσιν αναχωρητικόν βίον εις ιδιαίτερα δι’ έκαστον κελλία. Επειδή δε η φήμη του Μελετίου διεδόθη εις πολύν κόσμον όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και αυτός ο βασιλεύς του καιρού εκείνου, ο θεοσεβέστατος Αλέξιος, ακούσας τας μεγάλας αρετάς του Οσίου, τον ηυλαβήθη θαυμασιώτατα, και του έστειλεν ελεημοσύνην μύρια (10.000) φλωρία χρυσά, παρακαλών αυτόν να τα δεχθή, και όταν έχη πάλιν και άλλην ανάγκην δια οικοδομήν και ζωοτροφίαν των αδελφών να του κάμη λόγον, και αυτός να του στέλλη όσα χρειάζεται. Ο δε Όσιος ηυχαρίστησε μεν τον βασιλέα δια την πλουσίαν του προαίρεσιν, τα δε φλωρία επέστρεψε κρατήσας μόνον τετρακόσια είκοσι δύο, λέγων, ότι τόσα μόνον εχρειάζοντο, και να τα στέλλη κάθε χρόνον, δια να μη τα φυλάττουν εκείνοι, θησαυρίζοντες εις την έρημον. Πράγμτι υπήκουσεν ο χριστιανικώτατος Αλέξιος και όχι μόνον το χρυσίον του έστελλεν ετησίως, αλλά και έτερα αναγκαία του σώματος. Όθεν και ο Όσιος παρεκάλει πολλάκις δια τον επίγειον βασιλέα τον Επουράνιον να του δίδη εις τους πολέμους τα νικητήρια· και πολλάς φοράς ελυτρώθη δια πρεσβειών του Οσίου από τον κίνδυνον ο Αλέξιος και εξόχως μίαν ημέραν, όταν εξεστράτευσαν οι Κομάνοι εις τα μέρη της Θράκης με πολύ στράτευμα, και ηχμαλώτισαν τα περίχωρα της Αγχιάλου· τότε μετέβη και ο βασιλεύς εκεί με το στράτευμά του, να αντιπολεμήση τους πολεμίους. Αν δε εξήρχετο την ημέραν εκείνην όπου εμελέτα ο βασιλεύς εις τον πόλεμον, θα τον εφόνευον οι βάρβαροι. Ο μέγας όμως Μελέτιος προεγνώρισε τον κίνδυνον εκεί εις το όρος ευχόμενος, (ω θαυμασίου χαρίσματος και εξαισίου διηγήματος!) και εφώνησε λέγων· «Φυλάττου να μη εξέλθης από την πόλιν της Αγχιάλου, θαυμαστέ Αλέξιε». Ταύτα ειπών, ήγειρεν εις τον αέρα την δεξιάν αυτού και εσφράγισε τον μακράν απέχοντα βασιλέα ως παρόντα και ακούοντα. Εις δε ευλαβής Μοναχός από την συνοδείαν του, Ιλαρίων καλούμενος, έτυχε τότε πλησίον του Οσίου, όστις ακούσας ταύτα εθαύμασε· και πίπτων εις τους πόδας του, εζήτησε να του φανερώση την όρασιν. Ο δε απεκρίνατο· «Την ώραν ταύτην βούλεται να εξέλθη ο βασιλεύς εις πόλεμον κατά των Κομάνων και εάν πολεμήση, τον φονεύουσι». Ταύτα ειπών έκαμεν ευχήν εκ καρδίας δια την σωτηρίαν τού βασιλέως. Ο δε ελεήμων Θεός επήκουσε του Οσίου την δέησιν, και μετέβαλε την γνώμην του Αλεξίου και δεν έκαμε πόλεμον. Όχι μόνον δε ταύτα, αλλά και οι Κομάνοι από θείαν πρόνοιαν θαυμάσιον έκαμον μάχην μεταξύ των και κακώς διεσκορπίσθησαν. Όθεν έμεινεν η Αγχίαλος αβλαβής, επέστρεψε δε υγιής εις τα βασίλεια ο Αλέξιος, ο δε ρηθείς Ιλαρίων έγραψε την ημέραν, κατά την οποίαν είδε την οπτασίαν ο Όσιος. Όταν δε μετά καιρόν ήλθον εκεί εις το όρος τινές υπασπισταί και υπηρέται του βασιλέως, τους ηρώτησε, και εύρεν αληθέστατα όσα του είπεν ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν έστειλε στόλον ο βασιλεύς Αλέξιος να πολεμήση την Κρήτην, την οποίαν εξουσίαζε τυραννικώς εις άνθρωπος, Καρίκης ονομαζόμενος. Ήτο δε του στόλου Δούξ και Αρχηγός εις ευλαβής άρχων, Ιωάννης καλούμενος, όστις ωδήγησε τα πλοία εις τον Εύριπον, και απ’ εκεί απήλθε δια ξηράς εις τον μέγαν Μελέτιον, δια να λάβη την ευλογίαν του και να προκόψη το ταξίφιόν του. Ο δε Όσιος τον συνεβούλευσεν ούτω λέγων· «Μη υπάγης εις την Κρήτην με τον στόλον, ότι θα ζημιωθής, αλλά στείλε γράμματα ειρηνικά εις τον Καρίκην, να κάμετε αγάπην· και αν στέρξη, έχει καλώς, ει δε μη, ο Θεός της ειρήνης θέλει τον αφανίσει και τότε η Κρήτη σάς υποτάσσεται· συ δε παράμεινε με τον στόλον σου εις τον Εύριπον, έως να έλθη απόκρισις». Εδέχθη ο Ιωάννης την συμβουλήν του Οσίου, ως ευλαβής και φρόνιμος, και εις ολίγον καιρόν ήλθε μήνυμα, ότι απέθανεν ο Καρίκης. Μεταβάς τότε ο Ιωάννης με τον στόλον του εις την Κρήτην εκυρίευσεν αυτήν χωρίς πόλεμον. Άλλοτε πάλιν ήλθεν άρχων τις, Μιχαήλ Κασταμονίτης καλούμενος, χάριν ευλογίας προς τον Όσιον Μελέτιον· και δεν επήρεν εις την συνοδείαν του άλλους, ει μη μόνον έναν δούλον, τον οποίον ενόμιζε δια καλόν άνθρωπον. Εκείνος όμως ο δόλιος εδείχθη κακός δια τον δεσπότην αυτού και αχάριστος, και έβαλεν εις τον νουν του να τον φονεύση ο δείλαιος. Καθώς λοιπόν εβάδιζεν ο Μιχαήλ έμπροσθεν, και ο δούλος κατόπιν, ανέσπασεν ούτος το ξίφος δια να τον κτυπήση· ως όμως εσήκωσε την χείρα με θυμόν δια να τον αποκτείνη, βλέπει έμπροσθεν αυτού θυμωμένον τον μέγαν Μελέτιον, ο οποίος με σχήμα και βλέμμα άγριον τον εφόβισε και δεν ετέλεσε τον άδικον φόνον ο κατά την προαίρεσιν φονεύς. Ταύτα δεν εγνώριζεν ο Καστανομίτης, αλλά περιεπάτει αμέριμνα. Όταν δε έφθασαν εις το κελλίον του Οσίου ο μεν Μιχαήλ εισήλθε και τον εχαιρέτησεν, ο δε κάκιστος δούλος έστεκεν απ’ έξω, θαρρών ότι δεν εγνώριζε την κακουργίαν αυτού ο Μελέτιος. Ο Όσιος όμως τον ήλεγξε φανερά, και του είπε· «Πρόσπεσον εις τους πόδας του κυρίου σου, εξαγόρευσον την ανομίαν, όπου ηθέλησας να τελέσης, ταλαίπωρε, εάν θέλης να σε συγχωρήση ο Θεός και ημείς, ίνα μη κολασθής αιώνια». Ταύτα ακούων ο Μιχαήλ εθαύμαζε, μη γνωρίζων την υπόθεσιν. Τότε εφανέρωσε τον δόλον του δούλου προς τον άδολον δεσπότην, το ωμολόγησε δε και ο δούλος, ζητήσας συγχώρησιν. Όθεν ευχαριστήσας ο Μιχαήλ τον Όσιον, ανεχώρησε χαίρων ομού και θαυμάζων. Ο δουξ των Θηβών ηθέλησε ποτε να ίδη τον Όσιον, δια να λάβη την ευλογίαν του· ωνομάζετο δε Βρυέννιος· ως δε καλόγνωμος όπου ήτο και μεταδοτικός ως ο απόστολος Φίλιππος, ηθέλησε να λάβη κι ένα συγγενή του, Βατάζην την επωνυμίαν, εις την συνοδείαν του, και του λέγει· «Ας υπάγωμεν, φίλε, να ίδης ένα άνθρωπον, του οποίου δεν είδες ποτέ σου όμοιον και θα λάβης από την διδαχήν του πολλήν ωφέλειαν». Ο δε Βαταζής, επειδή είχε μάθει όλας τας Ιεράς Γραφάς, λέγει προς τον Βρυέννιον: «Τι άλλο περισσότερον έχει να μου είπη από όσα ανέγνωσα»; Πλην ηκολούθησε του Δουκός ακουσίως και επήγαν αμφότεροι εις τον Όσιον, όστις υπεδέχθη τον Δούκα ασπασίως ως ευλαβέστατον, και τον εδίδαξε κατά μόνας μέσα εις το κελλίον του, και ευλογήσας αυτόν τον απέλυσεν. Ο δε Βαταζης τον παρεκάλεσε να είπη και αυτού λόγον ωφέλιμον. Όθεν ο Όσιος με πραότητα τω είπε: «Συ, τέκνον, γνωρίζεις όσα ήθελα να σου είπω, και δεν χρειάζεσαι διδαχήν από εμέ». Τότε εθαύμασαν και οι δύο, ιδόντες το προορατικόν όπου είχε, και εγνώριζεν όσα αυτοί εις τας Θήβας ελάλησαν. Άλλοτε πάλιν ήλθεν εις ξένος Μοναχός από μακρινόν τόπον να τον ίδη, και καθώς εισήρχετο εις την θύραν του κελλίου (ω του θαύματος!) εγνώρισεν ο Όσιος τα απόκρυφα έργα του Μοναχού και του λέγει· «Διατί, τέκνον, αφού ηρνήθης τον κόσμον και έγινες Μοναχός, έπειτα καταφρονείς το Αγγελικόν Σχήμα, και σμίγεις πάλιν την σάρκα με την γυναίκα σου; Και γιατί πραγματεύεσαι τον πλούτον όπου σου έστειλεν ο Κύριος, και τον σκορπίζεις εις μάταια και πρόσκαιρα πράγματα; Ύπαγε ταχέως, διαμοίρασον εις τους πτωχούς τον βίον σου, να κληρονομήσης τα άφθαρτα αγαθά και αιώνια· και μη σμίξης πλέον με την γυναίκα σου, αλλά φύλαξον σωφροσύνην και καθαρότητα και ας είσαι ταπεινός και πτωχός, καθώς έταξες να κάμης, όταν σε εκούρευσαν, εάν αγαπάς την σωτηρίαν σου· και μετανόησον εξ όλης σου της ψυχής, μη τύχη και αποθάνης αίφνης και κολασθής δικαίως αιώνια». ταύτα ακούσας ο Μοναχός εξεπλάγη εις το προορατικόν του Οσίου, και έμεινε πολλήν ώραν άφωνος· έπειτα εξωμολογήθη άπαντα και έκαμεν ικανήν μετάνοιαν, κηρύττων πανταχού το θαύμα τούτο και φημίζων ως προφήτην τον Όσιον, καθώς ήτο κατά αλήθειαν, επειδή και τα απόκρυφα εγνώριζεν. Αλλά ακούσατε και έτερα παρόμοια. Άλλος τις Μοναχός από την Μονήν Δαφνίου, κειμένην πλησίον των Αθηνών, ήλθεν εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή δια να ησυχάζη εκεί, μετ’ αυτών οίτινες επερνούσαν περισσοτέραν κακοπάθειαν, δια να εύρη ευρυχωρίαν (καθώς έλεγε) περισσοτέραν εις τον Παράδεισον. Ο δε Όσιος τον εκράτησεν, ότι πάντας εδέχετο κατά το δεσποτικόν λόγιον, «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω». Αφού έκαμεν ο Μοναχός ολίγον καιρόν, έσβησεν η θερμότης της προτέρας του προθυμίας, εμέμφετο την σκληραγωγίαν, επικραίνετο ότι ήλθεν εκεί, και ήτο περίλυπος, ότι ούτε το τρίχινον ένδυμα τού ήρεσεν, ούτε η τροφή των, ούτε η ψάθη όπου εκοιμώντο χαμαί, ούτε τα επίλοιπα αγωνίσματα. Όθεν έβαλε γνώμην να στρέψη πάλιν εις το πρότερον Μοναστήριον· και δεν τον έφθασε μόνον αυτό το αμάρτημα της λιποταξίας, αλλά και εν σκαπτήριον εργαλείον έκλεψε και το έκρυψεν έξωθεν του Μοναστηρίου κάτωθεν μιας πέτρας· έπειτα ήλθεν εις τον Όσιον, και βαλών κατά την τάξιν μετάνοιαν, εζήτησε συγχώρησιν να επιστρέψη πάλιν εις το πρότερον Μοναστήριον, ότι δεν υπέφερε την τόσην σκληρότητα. Ο δε Όσιος τον εκάλεσε κρυφά από τους άλλους, δια να μη τον καταισχύνη ενώπιον αυτών, και του λέγει· «Συ μεν ύπαγε όπου βούλεσαι, διότι η μεν Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, ημείς δε ουδένα βιάζομεν· πλην ύπαγε να φέρης το σκαπτήριον, το οποίον έκρυψες εις την πέτραν, δια να μη γίνη εις τους αδελφούς σκάνδαλον». Τότε ο κλέπτης ετρόμαξε και πεσών εις την γην ωμολόγησε την αμαρτίαν, και αποδώσας την σκαπάνην, λαμβάνει συγχώρησιν και αναχωρεί. Άλλοι πάλιν από τα όρια των Θηβών ήλθον εκεί εις το όρος να μονάσουν και έφεραν τα ιμάτιά των. Έπειτα, αφού έκαμαν ολίγον καιρόν, ωλιγώρησαν και μη δυνάμενοι να υποφέρουν την σκληρότητα, μετενόησαν, και θέλοντες να στρέψουν εις τα οπίσω, έλαβον τα ιμάτιά των πρότερον, και τα έκρυψαν εις τους θάμνους πλησίον εις τον δρόμον. Έπειτα ήλθον εις τον Όσιον ζητούντες δια την αναχώρησιν συγχώρησιν. Ο δε Όσιος, ως πράος και αγαθός, δεν τους ωνείδισεν, αλλά τους συνεβούλευσε λέγων· «Δράμετε ταχέως να μη σας πάρουν οι οδοιπόροι τα ενδύματά σας, ότι εκεί εις τον θάμνον, εις τον οποίον τα εκρύψατε, είναι δρόμος και διαβαίνουσι πολλάκις οι άνθρωποι». Οι δε ακούσαντες εθαύμασαν, και πηγαίνοντες εκεί εύρον οδοιπόρους και διεμοίραζον τα ιμάτιά των, και μετά βίας ηδυνήθησαν να τα σώσουν από τας χείρας των. Άλλην πάλιν φοράν έστειλεν ο Όσιος Μοναχούς τινας να αγοράσουν οίνον από εν χωρίον. Ο άνθρωπος, όστις έδωκεν εις αυτούς τον οίνον, ήτο ευλαβής και καλόγνωμος, η δε γυνή του ήτο άσεμνος και κακότροπος. Και βλέπουσα τον ένα Μοναχόν, ότι ήτο νέος και εύμορφος, τον επεθύμησε, και τον εβασάνισε πολλά η αναίσχυντος να την μοιχεύση, αλλά δεν ηθέλησεν ο σωφρονέστατος εκείνος να μολύνη το Άγιον Σχήμα· όθεν την απώθησεν ως άλλος Ιωσήφ την Φαραωνίτισσαν. Η δε πάλιν, ως μεθυσμένη υπό του έρωτος, επρόλαβεν εν στενόν πέρασμα ένθα ήσαν αμπελώνες, οπόθεν έμελλε να περάση ο Μοναχός με τας φορτωμένας ημιόνους, και κρύπτεται παράμερα αναμένουσα η ανοσία τον Οσιώτατον· και καθώς διήρχετο, έδραμεν επάνω του, και τον έσυρεν ως μανιώδης η άσεμνος. Ο δε πάνσεμνος, επικαλούμενος τας ευχάς του Γέροντος εις βοήθειαν, απώθησεν αυτήν και κατά πολλά την εξύβρισεν. Όθεν εντραπείσα η αθλία έμεινεν άπρακτος, ο δε μακάριος αθλητής έφυγε νικητής, δοξάζων τον Κύριον. Όταν ο Μοναχός αυτός έφθασεν εις τον Όσιον, του είπε πως επέρασεν εις εκείνην την υπηρεσίαν· επειδή τοιαύτην τάξιν είχον, όταν έλθη τις από κανέν διακόνημα, να διηγήται ανελλιπώς όσα έπαθεν. Ειπών λοιπόν όλα τα επίλοιπα, εσιώπησε τον πειρασμόν, τον οποίον του έδωκε το μιαρόν γύναιον· ο δε Όσιος ως προορατικός, εγνώριζεν όλα τασυμβάντα, και του λέγει· «Διατί, τέκνον μου, τα μικρά μού ανήγγειλας, και τα μεγάλα απέκρυψας; Τον πόλεμον τον οποίον σου έκαμεν η γυνή εις τον οίκον της και εις τας αμπέλους, όπου σε έσυρε να την μοιχεύσης, και συ την ύβρισες άτακτα; Και καλώς μεν ποιών την ανομίαν δεν έπραξες, αλλά όμως έσφαλες ολίγον, επειδή δεν την εσωφρόνησες με πραότητα, αλλά με αγριότητα την εξύβρισες». Τότε ο Μοναχός κατανοήσας το σφάλμα του εποίησε μετάνοιαν και έλαβε την συγχώρησιν. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και έτερα πάμπολλα θαυμάσια ετέλεσε και πολλά προείπεν ο αοίδιμος, δια των οποίων εγνώσθη το πνεύμα της προφητείας, το οποίον τον επλούτιζε και δια του οποίου και τα μακράν υφ’ εκάστου τελούμενα εγνώριζε και τα μέλλοντα προέλεγε, τα οποία μόνος ο Θεός προγινώσκει. Δια της χάριτος όθεν του Παναγάθου Θεού και ούτος ο τρισμακάριος τα εγνώριζε και τα προέλεγεν ασφαλέστατα, τόσον ώστε όλοι τον εθαύμαζον, εξόχως δε ο Βάρδας, όστις δις χρηματίσας ανθύπατος εις την Ελλάδα έπρεπε να επιστρέψη εις τα βασίλεια. Όθεν μετέβη πρώτον εις το κελλίον του Οσίου Μελετίου δια να ζητήση την ευλογίαν του. Ο δε Όσιος προείπεν, ότι έμελλε να γίνη και το τρίτον ανθύπατος, όπερ και εγένετο, ως και πολλά άλλα γεγονότα τα οποία προείπε και άπαντα με την χάριν του Θεού ετελέσθησαν. Άλλος τις άρχων από την Πελοπόννησον, Ιωάννης ονόματι, ήλθε την εβδομάδα της Τυρινής εις τον Όσιον, δια να απολαύση μεγάλην τινά νουθεσίαν προς ψυχικήν του ωφέλειαν. Ο δε Μελέτιος είπεν εις αυτόν· «Μελέτα τον θένατον και ετοίμασε τα εφόδια, ότι εις ολίγας ημέρας είναι το τέλος σου». Ταύτα ακούσας ο άρχων ελυπήθη ως άνθρωπος· πλην γνωρίζων ότι ο Όσιος ουδέποτε εψεύδετο, ητοιμάσθη· και την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής απέθανε. Φθάνουσι ταύτα προς απόδειξιν του προφητικού τού Οσίου χαρίσματος, και ας είπωμεν άλλα δύο τρία θαυμάσια από τα πολλά τα οποία ετέλεσε και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Ήτο η εβδομάς της Τυρινής, καθώς είπομεν, και δεν τους ευρίσκετο βρώσιμον είδος να αποκρεύσωσιν, οι δε Μονχοί εγόγγυζον κατά του Οσίου λυπούμενοι. Ο δε Όσιος, πρώτον μεν ωνείδισε την απιστίαν των λέγων· «Διατί, αδελφοί, είσθε ολιγόπιστοι; Καρτερήσατε έως την ώραν του γεύματος, να ίδητε του Θεού το έλεος· ότι εκείνος έχει έννοιαν και φροντίδα ημών ως πατήρ φιλόστοργος». Ταύτα ειπών προσηύξατο, όταν δε εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον, ότι τους ήλθε παρά Θεού επίσκεψις, προσέταξε Μοναχούς τινάς να εξέλθωσι της Μονής και να προϋπαντήσωσι τους φέροντας τυρούς και έτερα βρώσιμα· και εξελθόντες ευρίσκουσι φορτωμένας πολλάς ημιόνους, τας οποίας έστειλαν οι φιλόχριστοι· και φαγόντες ηυφράνθησαν, δοξάζοντες τον δοτήρα Χριστόν και θαυμάζοντες τον Όσιον δούλον του. Προσήρχοντο δε συχνάκις ξένοι πολλοί εις το Μοναστήριον, δια να τους ευλογήση ο Όσιος, τους οποίους εφίλευον από όσα είχον πλουσιοπαρόχως. Μίαν δε ημέραν ήλθε πλήθος προσκυνητών, εξ ων οι πλείστοι ήσαν από την Ρώμην, επειδή και έως εκεί έφθασεν η φήμη τού Μελετίου και ήρχοντο πολλοί να τον βλέπωσι δια την αρετήν του, και δια μίαν μεγάλην ευεργεσίαν την οποίαν τους έκαμε ποτε, όταν ήλθε πλοίον από την Ρώμην εις τας Αθήνας, ότε οι μεν Αθηναίοι νομίζοντες ότι ήσαν καταπατηταί, εβούλοντο να τους θανατώσουν, ο δε Όσιος τους παρήγγειλε ότι ήσαν καλοί άνθρωποι και να μη τους πειράξωσιν· όθεν επειδή ελυτρώθησαν από αυτόν, τον ευφήμισαν πανταχού ως Άγιον. Βλέπων δε ο κελλάρης, ότι ήσαν οι ξένοι υπέρ τους εκατόν, είπε του Οσίου, ότι τα όσπρι, τα οποία εμαγείρευαν, ήσαν ολίγα, ως επίσης και τα παξιμάδια και να αφήση τους ξένους να αναχωρήσουν άγευστοι, δια να τα φάγουν κατόπιν οι αδελφοί, να τους φθάσωσιν. Ο δε απεκρίνατο· «Ουχί, τέκνον μου, αλλά ετοίμασον την τράπεζαν, ίνα φάγωσιν όλοι λαϊκοί και μονάζοντες· και ελπίζω εις τον Κύριον, ότι καθώς επλήθυνε τους ολίγους άρτους εις την έρημον και έθρεψε τόσας χιλιάδας, θα ευλογήση και ημών τα ολίγα βρώματα, να χορτάσωμεν άπαντες και να περισσεύσωσιν». Ούτως είπε και ο λόγος του εγένετο Θεού απόφασις και πάντες εχορτάσθησαν, τα δε τρόφιμα θαυμασίως επερίσσευσαν. Ουχί δε μόνον τούτο, αλλά και την τρίτην ημέραν εκτυπούσαν τινές εις την θύραν της Μονής. Ο δε Όσιος εκάλεσε τον κελλάρην και λέγει: «Ύπαγε, ολιγόπιστε, εις την πύλην, να ίδης πόσον σίτον μας ανταπέδωκεν ο Κύριος δια τους ολίγους ξένους, τους οποίους προχθές εφιλοξενήσαμεν». Εξελθών δε ο κελλάρης εύρεν ημιόνους αναριθμήτους φορτωμένας, τας οποίας έστελλον οι φιλόχριστοι και θαυμάσας του Οσίου την μεγαλοψυχίαν και πρόρρησιν, έβαλε μετάνοιαν και εγένετο πλέον ευσπλαγχνικώτερος. Άλλην φοράν έκαμε χειμώνα σκληρότατον, άπαντες δε οι δρόμοι εκαλύφθησαν υπό χιόνων τόσον, ώστε δεν ηδύνατο τις να διέλθη εκείθεν, οι δε Μοναχοί ελυπούντο ότι έλειπεν έλαιον και δεν είχον ειμή εις εν δοχείον ολίγον τι· ο δε διακονητής, μη γνωρίζων τι να πράξη, μετέβη εις τον Όσιον, απαγγέλλων με σκυθρωπότητα την υπόθεσιν. Ο δε Όσιος απελθών εις το δοχείον εχάραξε τον Τίμιον Σταυρόν εις το στόμιόν του, και το ηυλόγησεν λέγων· «Δέσποτα Κύριε, όστις ηυλόγησας την στάμνον του αλεύρου και τον καμψάκην του ελαίου της ευσπλάγχνου και φιλοθέου Σαραφθίας δια Ηλίαν τον δούλον Σου, και δεν έλειψεν απ’ εκείνα τα αγγεία άλευρον και έλαιον, έως ου έστειλες εις τον κόσμον την ευλογίαν Σου, Αυτός και τώρα το δοχείον τούτο ευλόγησον, ίνα πηγάζη έλαιον και να μας φθάση ν τρώγωμεν άπαντες οι δούλοι Σου, όσοι δια το όνομά Σου εδώ συνήχθημεν, και να άπτωμεν τας κανδήλας της Εκκλησίας Σου, έως να ανοίξης την θύραν της ευδοκίας Σου». Ταύτα είπε, και ο Θεός επήκουσεν αυτού, και έτρεχεν απ΄ εκείνο το δοχείον έλαιον τόσον πλήθος, ώστε έφθανεν όλους και έτρωγον και έκαιον όλα του Ναού τα κανδήλια έως την άνοιξιν· και τότε τους έστειλαν οι Χριστιανοί· όθεν έπαυσε το δοχείον και πλέον δεν επήγαζεν ως το πρότερον. Άλλοτε πάλιν εμαγείρευσεν ο κελλάρης κολοκύνθην δια την τράπεζαν και την ώραν του γεύματος την εδοκίμασεν εάν έλειπεν άλας, και την εύρε πικροτέραν χολής· όθεν ηρώτησε τον Όσιον, εάν ήθελε να το χύση και να βράση άλλο τι· ο δε Όσιος δεν ηθέλησεν, αλλά το ηυλόγησεν ο ευλογημένος από τον Θεόν, και εγένετο γλυκυτέρα μέλιτος η πρώην πικροτέρα χολής και άγευστος κολοκύνθη. Μίαν ημέραν τούς έφερον εν σταμνίον οίνου εις το Μοναστήριον, το οποίον έφερον οι Μοναχοί εις τον Όσιον να το ευλογήση, να πίωσιν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Μη τολμήση κανείς να πίη απ’ αυτόν τον οίνον, αλλά συντρίψατε την στάμνον, να χυθή τελείως». Τότε συντρίψαντες το δοχείον, είδον μέσα ένα όφιν φαρμακερόν νεκρόν, όστις από προσβολήν του παλαιού όφεως εισήλθεν εις εκείνο το κεράμιον· και όταν έχυσε το φαρμάκι του, επνίγη εις τον οίνον και έμεινεν έσω δια να πίωσιν οι Ασκηταί και αποθάνωσιν, οίτινες ιδόντες τον φοβερόν εκείνον όφιν εφοβήθησαν και εθαύμασαν τον Όσιον πως το εγνώρισε και τους ελύτρωσεν από βέβαιον θάνατον. Είχε δε και την χάριν των ιάσεων ο Όσιος, την οποίαν υπό της πρώτης των χαρίτων αφθόνως επλούτησε, και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν ψυχής τε και σώματος. Είχε δε τότε την πραιτωρινήν αρχήν (διοίκησιν) άρχων τις Κωνσταντίνος Χοιροσφάκτης ονομαζόμενος. Τούτου εις δούλος πιστός, τον οποίον ηγάπα ο Κωνσταντίνος ως τον εαυτόν του, είχε δεινήν και αθεράπευτον ασθένειαν και δεν ευρέθη ιατρός να του δώση σωτηρίαν, αλλά πάντες τον απεφάσισαν εις θάνατον. Ο πραίτωρ λοιπόν ελυπείτο, και λέγει εις τον ασθενή· «Θέλεις να σε υπάγω εις τον μέγαν Μελέτιον, όστις έκαμε τόσα θαυμάσια, να σε θεραπεύση, και ο οποίος είναι αγιώτατος άνθρωπος»; Ο δε ασθενής δεν ήθελεν, αλλά και τον Άγιον κατέκρινε λέγων· «Εγώ επεκαλέσθην πολλούς και μεγάλους Αγίους, και δεν μου έδωκαν καμμίαν βοήθειαν, και αυτός ο φάγος και οινοπότης θα μου κάμη ωφέλειαν»; Ούτως ησθένει εις την ψυχήν χειρότερον του σώματος, καταλαλών τον άμεμπτον, όστις εγνώριζεν απ’ εκεί από το όρος του ασθενούντος τους λόγους. Την δε επομένην ημέραν έλαβεν ο πραίτωρ τον ασθενή και έφθασαν εις τον Όσιον, οπότε έπεσεν ο άρχων εις τους πόδας του κλαίων και ζητών την ιατρείαν του πάσχοντος. Ο δε Άγιος επροφασίζετο, ότι ούτε αυτός ήτο ικανός να τελέση τοιαύτην θαυματουργίαν ούτε ο ασθενής ήτο άξιος να θεραπευθή δια την τοσαύτην του απιστίαν· τέλος όμως ελυπήθη τα δάκρυα του άρχοντος, και αφού ενουθέτησε τον ασθενή, όστις ωμολόγησε την αμαρτίαν του ζητών συγχώρησιν, τον ιάτρευσε ψυχή τε και σώματι και ευχαριστήσαντες τον Όσιον αμφότεροι απήλθον εις τα ίδια χαίροντες. Άλλοτε πάλιν ήλθον άλλοι δύο εις το κελλίον του· και καθώς εισήλθον εις την Μονήν, ήλθεν αίφνης ασθένεια εις τον ίππον τού ενός, ήτις λέγεται οπισθότονος, και πεσών εις την γην εκινδύνευεν εις θάνατον· όθεν παρεκάλεσε τον Όσιον να υπάγη έως τον στάβλον, να τον ίδη· ένθα ευρίσκων εις την γην ως νεκρόν ηπλωμένον τον ίππον, τον ήγγισε με την ράβδον του λέγων· «Εγείρου»· και τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ηγέρθη ο ίππος υγιέστατος. Ο δε έτερος εκ των δύο εκείνων ανθρώπων είχε λογισμούς βλασφημίας, και ησχύνετο να τους εξομολογηθή· όθεν ο Όσιος γνωρίσας ταύτα από Πνεύμα Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Βέλε εις το στήθος την χείρα σου, έπειτα έκβαλε αυτήν»· αφού ετέλεσε το προσταττόμενον, του λέγει· «Βλέπεις πως είναι η χειρ σου κενή; Ούτως εξέρχεσαι και συ απ’ εδώ κενός και άδειος χωρίς ευλογίαν, διότι δεν ωμολόγησες τους πονηρούς λογισμούς της βλασφημίας, οίτινες σε θλίβουσι». Τότε ο άνθρωπος, κατανυχθείς την καρδίαν, εξωμολογήθη και λαβόντες συγχώρησιν αμφότεροι ανεχώρησαν, ωφεληθέντες θαυμασιώτατα. Είχε δε ο Όσιος και εξουσίαν θαυμασίαν κατά των δαιμόνων και ως τους επετίμα έφευγον ως υπό πυρός διωκόμενοι· και εις πίστωσιν των άλλων θα γράψωμεν δύο θαύματα σύντομα, δια να είπωμεν και του Οσίου την οσίαν και θαυμασίαν μετάστασιν. Μοναχός τις ονόματι Ιάκωβος είχε τοιούτον δεινόν και κακόν δαιμόνιον, ώστε έπιπτεν εις τους λίθους και εις τα ξύλα και ετραυματίζετο ο δυστυχής, οσάκις τον έρριπτε το δαιμόνιον, και επληγώνετο πολλάκις εις την κεφαλήν και εις το πρόσωπον, και έμενεν ελεεινόν θέαμα. Ούτος ήλθε ποτέ εις την Εκκλησίαν του Οσίου, εις τον νάρθηκα τον εύρε το κακόν· και τον είδεν ο Άγιος όταν έπιπτεν εις την γην, εταράσσοντο δε όλα τα μέλη του, εκτύπα την κεφαλήν, εστράβιζε το στόμα και ήφριζε, τρίζων τους οδόντας και τους οφθαλμούς διαστρέφων, και κραυγάζων μεγάλως. Ταύτα βλέπων τον ελυπήθη ο Όσιος, και αλαλήτως ελάλησεν Εκείνου όστις επακούει τους φοβουμένους αυτόν, εις τον οποίον αδιστάκτως επίστευσεν ειπόντα· «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και βαλών την ράβδον του εις το στόμα του πάσχοντος, εδ’ιωξεν ευθύς το δαιμόνιον, τον δε Ιάκωβον ήγειρεν υγιαίνοντα. Έτερος δε τις λαϊκός, ονόματι Θεοφύλακτος, είχε την αυτήν ασθένειαν και απήλθεν εις τον Όσιον, όστις τον ελύτρωσε με την προσευχήν του από τον άγριον δαίμονα, και επέστρεψεν εις την οικίαν του ο πρώην δεινώς δαιμονιζόμενος σωφρονέστατος και υγιέστατος. Είδετε θαυμάτων υπερβολήν, αδελφοί, και διοράσεων μέγεθος, δια των οποίων ο παντοδύναμος Θεός εστόλισε τον Όσιον Μελέτιον; Αλλά θαρρείτε τάχα πως εγράψαμεν όλα του τα τεράστια; Όχι κατά ακρίβειαν, αλλά μόνον από το άπειρον της θαλάσσης πέλαγος σάς εχαρίσαμεν εν ποτήριον δια να καταλάβητε εκ του ολίγου το άμετρον, ότι καθώς είναι τα άστρα του ουρανού αναρίθμητα, ούτως είναι και τα θαύματα του Οσίου Μελετίου αμέτρητα. Διότι και σεισμόν μέγαν προείπεν, όστις κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου Νικολάου πολλούς τόπους κατέστρεψε. Την Μονήν εκ μεγάλης πυρκαϊάς αρξαμένης από του δάσους του υπερκειμένου όρους και επεκταθείσης μέχρις αυτής δια θαυμασίου τρόπου διέσωσε. Τον ταχύν θάνατον του Μοναχού Νικοδήμου προείπεν. Τους ενδομύχους λογισμούς του Ηγουμένου της εν Κωνσταντινουπόλει Μονής της Ψυχοσώστιδος Θεοδοσίου απεκάλυψεν. Ύδωρ εκ της γης, ως ποτε ο Μωϋσής, κρούσας την ράβδον του παρά την Μονήν του Προφήτου Ηλιού, ήτις εστερείτο πρώην ύδατος, εξήγαγεν. Δαιμονιώντας άλλους, μεταξύ των οποίων και τον εκ Μακεδονίας Νικήταν, εθεράπευσε. Τον ανθύπατον της Ελλάδος Επιφάνιον Καματηρόν κινδυνεύσαντα εξ οστού ιχθύος εμπλακέντος εις τον φάρυγγα αυτού διέσωσε. Του Λέοντος Νικερίτου, στρατηγού και είτα διοικητού της Πελοποννήσου χρηματίσαντος, τον συγγενή νέον εθεράπευσε. Του εκ Βυζαντίου Νώε, όστις προσελθών ίνα μονάση κατεφρόνησε τους κανόνας της μοναχικής ζωής της Μονής του Οσίου Μελετίου και τας νουθεσίας αυτού, το οικτρόν τέλος προείπε, διότι θέλων ούτος να φθάση εις νομιζομένην τελειότητα απέκοψε τα αιδοία αυτού και διακεντήσας δια μαχαίρας την κοιλίαν του απέθανεν αυτόχειρ γενόμενος. Αντιθέτως δε προείπε την παράτασιν της ζωής του Αθανασίου του κατόπιν Ηγουμένου της Μονής χρηματίσαντος, τα οποία εάν περιγράψωμεν άπαντα δεν θέλει επαρκέσει εις ημάς ο χώρος, αρκούσιν όμως ταύτα ίνα το μέγεθος της προς τον Θεόν παρρησίας του Αγίου γνωρίσωμεν. Αλλ’ επειδή άνθρωπος ήτο και αυτός, και έζησεν εις τούτον τον μάταιον κόσμον χρόνους περί τους εβδομήκοντα, από τους οποίους τους περισσοτέρους διήλθε σχεδόν μαρτυρικώς με αγρυπνίας, σκληραγωγίας και ασθενείας διαφόρους, και εξόχως με τας πληγάς των ποδών και τους σκώληκας, οίτινες τον έτρωγον, καθώς εις την αρχήν εγράψαμεν, με ταύτα, λέγω, όλα τα θλιβερά εκάστην ώραν βασανιζόμενος, ήλθε περί το έτος 1105 από Χριστού εις το ποθούμενον τέλος τη πρώτη ημέρα του Σεπτεμβρίου μηνός· και τον μεν έξω άνθρωπον αφήκεν εδώ εις την γην ως γήϊνον, την δε άϋλον ψυχήν και ουράνιον υπεδέχθησαν τα ουράνια τάγματα. Και εξαιρέτως ο μέγας Σάββας ο συμπατριώτης του. Εκεί ασπάζονται τούτον ο Ηλίας ο Θεσβίτης και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δια το νηστευτικόν και φιλέρημον και απλώς ειπείν όλοι οι Όσιοι Πατέρες τον συνασκητήν και ομόζηλον περιχαρώς υποδέχονται, τελούντες μετά των Αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων εορτήν πανευφρόσυνον. Μετά την κοίμησιν του Οσίου ενεταφίασαν ευλαβώς το ιερώτατον αυτού λείψανον εις την βορείαν πλευράν του εις την τιμήν των Ασωμάτων νάρθηκος του κεντρικού Ναού της Μονής, ήτις έκτοτε εκ του ονόματος του Αγίου εκαλείτο Μονή του Οσίου Μελετίου ένθα ενεργεί και μέχρι σήμερον πλείστα θαυμάσια εις δόξαν Θεού, υπάρχον διαφόρων νόσων αλεξιτήριον, και αλιτηρίων δαιμόνων αφανιστήριον· ότι, αν και κατά τον νόμον της σαρκός ο Όσιος ετελεύτησε, και απέδωκε το χρέος της φύσεως, όμως η αείζωος χάρις του Πνεύματος διαμένει παρά τον τάφον αυτού, και δια μέσου του αγίου λειψάνου του, ενεργεί τα θαυμάσια, και καθ’ εκάστην πηγάζει ιάματα εις όσους τον επικαλούνται μετά πίστεως, εις πίστωσιν δε των άλλων θα γράψωμεν τρία τινά με συντομίαν πολλήν και βραχύτητα. Άνθρωπος τις ευλαβής, Βάρδας το επώνυμον, ήτο από την Συρίαν, τότε δε κατώκει εις τας Θήβας· ούτος είχε λέπραν, ασθένειαν χαλεπωτάτην, δυσειδή και αθεράπευτον, όθεν πολλά εστενοχωρείτο δια το ανίατον της ασθενείας του και είχε την θλίψιν ανείκαστον. Ακούσας ούτος τα άπειρα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν ο θείος Μελέτιος, απήλθε και αυτός μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις τον τάφον του Αγίου και έμεινεν εκεί προσευχόμενος. Το δε μεσονύκτιον είδεν όραμα, ότι ελειτούργει εις Ιερεύς, και ο Άγιος ήτο συλλειτουργός· τότε, όταν εγνώρισε τον Όσιον, έπεσεν εις τους πόδας του λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, και ιάτρευσόν με τον δείλαιον, ότι δύνασαι να με καθαρίσης, ως παρρησίαν έχων μεγίστην προς Κύριον». ταύτα λέγοντος αυτού, εξήλθε φως από το Άγιον Βήμα, κι περιέλαμψε τον Όσιον, όστις ήγγισε την χείρα του εις την σάρκα του Βάρδα λέγων· «Ιδού αι αμαρτίαι σου συνεχωρήθησαν, και εκαθαρίσθη το σώμα σου· μη λυπήσαι λοιπόν του λοιπού, αλλ’ ύπαγε εις ειρήνην, ευχαριστών τον Σωτήρα Χριστόν, όστις ως δίκαιος σε επαίδευσε, και πάλιν ως εύσπλαγχνος σε ιάτρευσε». Ταύτα βλέπων ο Βάρδας εξύπνησε και ευρέθη (ω του θαύματος!) τεθεραπευμένος· ότι το δέρμα του όλον εξεδάρη ως του όφεως, και έπεσεν εις την γην η λέπρα, η δε σάρξ του έμεινε τρυφερά και μόνον εις τα χείλη του έμεινε μόριον τι, δια να φαίνηται η μαρτυρία του θαύματος. Εκεί εις το Μοναστήριον του Οσίου ήτο και εις Μοναχός παράλυτος εκ νεότητος, όστις δεν ηδύνατο να μετακινηθή τελείως από την θέσιν του, αλλά εκείτετο ως λίθος άψυχος. Βλέποντες λοιπόν οι Μοναχοί της Μονής, ότι έκαμνεν εις όλους θαύματα το άγιον λείψανον, ήγειραν τον παράλυτον και τον έθεσαν έμπροσθεν του τάφου· και παρευθύς (ω της μεγίστης σου προς Θεόν παρρησίας, Μελέτιε!) ηγέρθη υγιής, περιπατών ανεμπόδιστα ο πρώην παράλυτος, και υμνολόγει τον Κύριον και τον τούτου θεράποντα. Εις την Μονεμβασίαν ήτο άλλος τις ασθενής, Κλήμης ονομαζόμενος, όστις είχε δύο ασθενείας· ήτοι πρώτον μεν ήτο ανοιγμένος και ήσαν πρησμένα τα δίδυμά του· δεύτερον είχε το ήπαρ του σεσαπημένον έσωθεν· και είχε δύο μεγάλους πόνους ο τάλας και οδύνην ανείκαστον. Ακούσας ούτος του Οσίου Μελετίου τα θαύματα μετέβη και αυτός και έμεινεν εις τον Ναόν του ημέρας τινάς ευχόμενος. Και μίαν νύκτα βλέπει και αυτός τον Όσιον εις τον ύπνον του, και του λέγει να του δείξη το πάθος, και του εφάνη ότι του ήγγισεν εις το ήπαρ και εις τα δίδυμα· τότε εξυπνήσας ευρέθη, ω της χάριτός σου, Χριστέ Βασιλεύ! όλος υγιής από τας δύο ασθενείας και περιεπάτει αγαλλιώμενος. Τοιαύται σου των πόνων αι αμοιβαί του καθ’ ημάς αιώνος κάλλος, Μελέτιε· τοιαύτα σου των ασκητικών αγώνων τα έπαθλα· τοιαύτην προς Θεόν παρρησίαν επλούτησας. Ικετεύομέν σε λοιπόν και ημείς οι αχρείοι υμνηταί και ικέται σου, να παρακαλής τον ελεήμονα Θεόν υπέρ ημών, να μας ενδυναμώνη δι’ ευχών σου αγίων, να φυλάξωμεν τα άγια του προστάγματα, δια να τύχωμεν και της Ουρανίου Βασιλείας του, να τον δοξάζωμεν πάντοτε. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.
Όταν ήλθεν εις ηλικίαν κατάλληλον δια να μάθη γράμματα, τον έβαλαν οι γονείς του εις το σχολείον, αλλ’ έτυχε βραδύς εις τον νουν και δεν ηδύνατο να εννοήση τα μαθήματα· η σπουδή του όμως και η πίστις του προς τον Θεόν ανεπλήρωσε το υστέρημα της φύσεως· ότι εύρε τρόπον πάνσοφον ο πεφωτισμένος νέος, ελπίζων εις τον Θεόν να του δώση φώτισιν. Ζηλώσας όθεν την πίστιν της αιμόρρου και πιστεύων αδιακρίτως, ότι εάν μόνον εγγίση και αυτός εις το άκρον των ιματίων του Ιησού λεπτύνεται ο νους του εις το να εννοή τα γράμματα, μετέβη εις την Εκκλησίαν πριν αρχίση την λειτουργίαν ο Ιερεύς· και απελθών εις το όπισθεν μέρος της αγίας Τραπέζης, έκλινε την κεφαλήν κάτωθεν του θείου πέπλου, τον οποίον ονομάζομεν κοινώς ενδύτην, και έστεκεν ούτω μετά φόβου Θεού και πίστεως, έως ου ετελειώθη η λειτουργία. Και, ω του θαύματος! έλαβε την χάριν, καθώς επίστευσεν, εξελθών δε από την λειτουργίαν έμαθεν εκ στήθους την δευτέραν ωδήν του Προφήτου Μωϋσέως με μίαν μόνον φοράν όπου την ανέγνωσεν· ομοίως και τα δύσκολα μαθήματα από την ώραν εκείνην με πολλήν ευκολίαν εννοούσεν. Ούτως ουν απογαλακτιζόμενος παιδοπρεπώς και θεοπρεπώς πολιτευόμενος, ο όντως Μελέτιος εμελέτα με μελέτην διηνεκή εις τον νόμον του Κυρίου, κατά τον Δαβίδ, τα θεία και σωτήρια μαρτύρια, και καθ’ εκάστην μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν, όχι ως παιδίον μικρόν όπου ήτο, αλλά με τόσην ευταξίαν και ευλάβειαν, ώστε επερίσσευε τους πρεσβυτέρους και σοφούς εις την σύνεσιν· και πάντες τον εθαύμαζον ότι ηκροάζετο νουνεχώς τους θείους Λόγους, με τους οποίους ετρέφετο μάλλον ή με άρτον φθειρόμενον. Και όσον ηύξανεν εις την ηλικίαν του σώματος, τόσον μάλλον επρόκοπτεν εις την σοφίαν και χάριν, προβαίνων από δόξης εις δόξαν και από δυνάμεως εις δύναμιν, τόσον ώστε επέρασε την τάξιν της φύσεως και όταν ήτο χρόνων δεκαπέντε εφαίνετο ως ανήρ τέλειος, εις μέτρον ηλικίας του θείου πληρώματος. Οι δε γονείς αυτού εμελετούσαν εις τον Μελέτιον ως άνθρωποι ανθρώπινα πράγματα και εζήτουν να τον νυμφεύσουν, μη γνωρίζοντες εκείνα τα οποία αυτός εμελέτα εις την καρδίαν του και διότι έως τότε υπετάσσετο εις αυτούς και δεν παρήκουε την προσταγήν των. Αλλ’ όταν είδεν ότι εβούλοντο να τον χωρίσουν από τον ένθεον έρωτα, έκρινε δίκαιον να γίνη εκείνων παρήκοος, του δε Ποιητού και Σωτήρος υπήκοος, του οποίου ήκουε καθ’ εκάστην τους σωτηρίους τούτους λόγους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω ημάς». Και πάλιν: «Ει τις έρχεται προς με, και ου μισεί τον πατέρα αυτού, και την μητέρα, και γυναίκα, και τέκνα, και αδελφούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής». Αυτά και άλλα πρόμοια ακούων ο πεφωτισμένος νέος, προέκρινε τον ένθεον έρωτα από όλον τον κόσμον σοφώτατα· και αφήνει τους γονείς, φεύγει τους γάμους, καταλιμπάνει συγγενείς, φίλους, κτήματα, χρήματα, και όλα τα απολαυστικά και ηδέα του σώματος ολοψύχως κατεφρόνησεν ως επίκηρα, δια ν’ απολαύση τα άφθαρτα και αιώνια. Φεύγει από την αγαπημένην πατρίδα του, σηκώνει τον Σταυρόν, και ακολουθεί τω Χριστώ, όστις τον εκάλεσε· φθάσας δε εις Κωνσταντινούπολιν, εισήλθεν εις εν Μοναστήριον, το οποίον ίδρυσε και εις το οποίον κατώκησε ποτε ο Μέγας Χρυσόστομος, ότε ήτο εκεί Πατριάρχης, και αφ’ ου έκαμεν εκεί τρεις χρόνους, έγινε Μοναχός. Όταν έμαθε καλά την τάξιν της μοναδικής πολιτείας εκεί εις το Κοινόβιον, επεθύμησε να πολιτευθή εναρετώτερα εις την έρημον. Όθεν ανεχώρησεν από το Κοινόβιον, θέλων να μιμηθή τον Προφήτην Ηλίαν και Ιωάννην τον Πρόδρομον, και μετέβη εις Θεσσαλονίκην δια να προσκυνήση πρότερον τον Μέγαν Δημήτριον. Εκεί δε παρεκάλεσε τον Θεόν και τον Άγιον να τον οδηγήσουν εις τόπον σωτήριον. Εξελθών τον υπήντησεν ένας νέος, κόσμιος εις το ήθος και εις την μορφήν ευπρεπής και χαριέστατος, όστις προσεποιήθη ότι μετέβαινεν εις την αυτήν οδόν, εις την οποίαν επήγαινε και ο Μελέτιος και τον ηρώτησε που επήγαινεν. Ο δε Όσιος του λέγει· «Έως την Ρώμην βούλομαι να φθάσω δια να προσκυνήσω των Αγίων Αποστόλων τα λείψανα». Και ο νέος του λέγει· «Δεν είναι καιρός τώρα να υπάγης εκεί, αλλά ύπαγε εις τα μέρη της Ελλάδος· εις τας Θήβας πλησίον, προς το νότιον μέρος, είναι Μοναστήριον Γεωργίου του Μάρτυρος και εκεί σου ητοίμασε την κατοικίαν ο Κύριος». Ταύτα ειπών, εγένετο αφανής ο φανείς νεανίας. Ο δε Όσιος, γνωρίσας ότι ήτο εκ Θεού η όρασις, υπήκουσε του θείου προστάγματος και ανέβαλε την μεγάλην αυτού αποδημίαν εις Ρώμην και Ιεροσόλυμα και ήλθεν εις Αθήνας, ένθα επεσκέφθη τον εν τω Παρθενώνι της Ακροπόλεως Ναόν της Θεοτόκου, εξ Αθηνών δε μετέβη εις Θήβας. Είκοσι στάδια μακράν της πόλεως των Θηβών και προς νότον εύρε τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Γεωργίου και έμεινεν εκεί αγωνιζόμενος· όσον δε αυτός επροσπαθούσε να κρύπτη την αρετήν του από τους άλλους, τόσον αύτη τον εμαρτύρει και εφανέρωνεν, επειδή πόλις ήτις είναι εις υψηλόν όρος δεν κρύπτεται. Έφθασεν όθεν η φήμη του εις όλα εκείνα τα όρια, και συνήχθησαν και άλλοι πολλοί προς ζήλον αυτού και μίμησιν. Ο δε Όσιος, επειδή είχε τάξιμον να προσκυνήση εις την Ρώμην και εις τα Ιεροσόλυμα, έλαβεν από τους Πατέρας συγχώρησιν και ομού με έναν Μοναχόν δια συνοδείαν του μετέβη με κίνδυνον της ζωής του εις Ιεροσόλυμα, τα οποία κατείχον τότε οι Σαλτζουκίδαι Τούρκοι, οίτινες είχον νικήσει τους επιτοπίους Άραβας και τους Έλληνας και είχον μάλιστα συλλάβει αιχμάλωτον τον αυτοκράτορα Διογένην Ρωμανόν. Ήτο δε τόση η μανία των βαρβάρων εκείνων, ώστε πολλούς, οίτινες δεν εδέχοντο να αρνηθούν τον Χριστόν, κακώς εθανάτωναν. Ο μακάριος όμως Μελέτιος, έχων την καρδίαν του πεπυρωμένην από τον πόθον του μαρτυρίου, ήλθεν εις Ιεροσόλυμα αψηφών όλους τους κινδύνους· όσους δε υπέστη καθ’ οδόν ραβδισμούς, λιθασμούς, ύβρεις, κατά κόρης ραπίσματα και άλλα τις διηγήσεται; Διότι οι βάρβαροι εζήτουν να ρίψη κατά γης τον Τίμιον Σταυρόν και να πατήση αυτόν. Ο γενναίος όμως της ευσεβείας αγωνιστής υπέμεινε προθύμως πάσαν δοκιμασίαν και παρ’ ολίγον θα εσφάζετο υπ’ αυτών, όμως ο Πανάγαθος Θεός, όστις προώριζε τον Μελέτιον ως σκεύος εκλογής εις πολλών σωτηρίαν, ελύτρωσε θαυμασίως αυτόν. Αφού δε προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους μετέβη εις Ρώμην, ένθα προσεκύνησε τον τάφον των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εκπληρώσας δε ούτω τον πόθον του επέστρεψε πάλιν εις το αυτό Μοναστήριον. Οι δε Πατέρες, ιδόντες τον θείον Μελέτιον, εχάρησαν τόσον, όσον ελυπούντο πρότερον δια την αναχώρησιν αυτού και στέρησιν και τον ηυλαβούντο όλοι ως Άγιον. Ούτος όμως εταπεινοφρόνει πολλά, και δεν επήρετο δια τίποτε, αλλά έτρεχεν εις τας υπηρεσίας της Μονής πρότερον από όλους και ετοιμότερον. Καθώς δε ήτο ταπεινός εις το φρόνημα, ούτως ήτο και εις τα ιμάτια ευτελέστατος, φορών μόνον εν ράσον τρίχινον, το οποίον ανέρραπτε και εμπάλλωνεν· ομοίως και τα υποδήματα αυτού ήσαν παλαιά και εφθαρμένα. Εξόχως δε εφύλαξε τόσον την εγκράτειαν, ώστε ούτε νερόν εχόρτασεν, ούτε άρτον έφαγε προς αυτάρκειαν, αλλά μόνον ολίγον εγεύετο από ταύτα, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον και δια να λαμβάνη από την ολίγην τροφήν μικράν δύναμιν, να υπηρετή τους αδελφούς και να κάμνη και τον κανόνα του προθύμως. Είχον δε εις την Μονήν εκείνην συνήθειαν να τρώγουν όλοι από τα φαγητά όπου έβαλλεν ο κελλάρης εις την τράπεζαν, αλλ’ όσον προηρείτο έκαστος, ήτοι άλλος πολύ, άλλος ολιγώτερον. Όθεν έτρωγε και ο πάνσοφος Μελέτιος από όλα τα παρατιθέμενα δια να μη φαίνεται από τους άλλους ανόμοιος, ελάμβανεν όμως τόσον ολίγον, ώστε δεν του έδιδεν απόλαυσιν. Εις τας διακονίας όλας της Μονής ήτο πρόθυμος και σπουδαίος και εδούλευεν άοκνα· όταν δε έκτιζον οίκον, εσήκωνε τας βαρυτέρας πέτρας, τας οποίας οι άλλοι δεν ηδύναντο· ομοίως και εις τους κήπους, αμπελώνας και αλλαχού ήτο πρόθυμος, και εφύτευσε πολλά δένδρα· έως δε την σήμερον φαίνονται οι γεωργικοί του κόποι, την επωνυμίαν τού Μελετίου φυλάττοντες· παρ’ όλους όμως τους κόπους αυτούς του σώματος δεν έλειψε ποτέ από την κοινήν ακολουθίαν. Αυταί μεν είναι αι πράξεις, αίτινες εις το φανερόν εγένοντο, αλλά όσας έκαμνεν απόκτυφα τας νύκτας εις το κελλίον του, μετανοίας, γονυκλισίας, ευχάς, δάκρυα και άλλα τοιαύτα, τα οποία απ’ αρχής της εις το Μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου μεταβάσεώς του έκαμνεν, τις διηγήσεται; Ποτέ δεν ανεπαύθη εις την ευτελή ψάθην, όπου είχε κατά γης αντί στρώματος, χωρίς να κλαύση και να βρέξη αυτήν, κατά τον Δαβίδ, με δάκρυα· έπειτα ολίγον κοιμώμενος, δια να λάβη το σώμα ολίγην άνεσιν, εσηκώνετο το μεσονύκτιον και προσηύχετο έως να κτυπήσουν το σήμαντρον. Μη υποφέρων όθεν ο επίβουλος και πολυμήχανος όφις να βλέπη τοιαύτα θαυμάσια κατορθώματα, εδοκίμασε πολλάκις να μαστίση εκείνον όστις τον εμάστιζε· και μάλιστα ότε ποτέ ενέβαλεν εις πειρασμόν γυναίκα τινά πλουσίαν εκ Θηβών και την ώθησεν εις το να πειράξη τον Άγιον. Αυτός όμως ο αδαμάντινος την ψυχήν εις μεν την γυναίκα, αφού ήλεγξε και επετίμησεν αυτήν δια τον πονηρόν λογισμόν τον οποίον εδέχθη, απηγόρευσε πλέον την μετ’ αυτού επικοινωνίαν, εις δε τον εαυτόν του, ως ίδιον σφάλμα τον λογισμόν της γυναικός υπολαμβάνων, επέβαλε βαρύτατον επιτίμιον· και πρώτον μεν ενεκλείσθη εις το κελλίον του και ουδένα εις επικοινωνίαν δεχόμενος παρέμεινε νήστις επί ημέρας τεσσαράκοντα αγρυπνών και προσευχόμενος, είτα δε επί ολόκληρον έτος παρέμεινεν έγκλειστος ουδεμίαν αποδεχόμενος ανθρωπίνην επικοινωνίαν ή βοήθειαν. Ο δε πονηρός διάβολος, φρίττων έτι περισσότερον, του δίδει μεγάλας οδύνας και πόνους εις ολόκληρον το σώμα, και εξόχως εις τους πόδας. Επρήσθησαν όθεν ούτοι από την πολλήν ορθοστασίαν και έτρεχεν ύλη δυσώδης και ανυπόφορος. Οι δε λοιποί Μοναχοί ελυπούντο και τον εσυμπονούσαν, αλλά δεν ηδύναντο να του κάμουν θεραπείαν τινά. Μετά δε καιρόν τυχαίως ήλθεν ιατρός τις εις το Μοναστήριον, τον οποίον ωδήγησαν οι αδελφοί εις τον Μελέτιον χαίροντες, ο δε ιατρός υπεσχέθη να τον ιατρεύση ευκόλως. Ο Όσιος όμως δεν ηθέλησε ποσώς να του δείξη τους πρησμένους πόδας του, ούτε δια την ασθένειαν ποσώς τον ηρώτησεν, αλλά γνωρίσας από θείαν χάριν τας πράξεις όλας του ιατρού, επροφήτευσεν εις αυτόν τα μέλλοντα λέγων: «Ιατρέ, θεράπευσον μάλλον σεαυτόν, οικονόμησον τα πράγματα της οικίας σου, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει η παροικία σου, και τότε υπάγεις εις τον τόπον, τον οποίον σου ητοίμασαν τα έργα σου». Ταύτα είπε, και την τρίτην ημέραν απέθανεν ο ιατρός· και εθαύμασαν όλοι τον Όσιον δια την πρόρρησιν. Εκείνος δε έχων όλως τον νουν και την φροντίδα εις την ψυχήν, δεν εφρόντιζε δια την ασθένειαν του σώματος, αλλ’ είχε πολλήν υπομονήν και καρτερίαν ως μεγαλόψυχος, τόσον ώστε εφιλονίκει να περισσεύση τον μακάριον Ιώβ ο τρισόλβιος. Ότι εκείνος μεν είχεν όστρακον και έξεεν ολίγον τας πληγάς προς μικράν θεράπευσιν. Ούτος δε υπέφερε και τους σκώληκας, όπου εγεννήθησαν εις τας πληγάς τών ποδών και τον κατέτρωγον, εάν δε έπιπτέ τις εις την γην, τον έπαιρνε πάλιν ο Όσιος και τον έβαλλεν εις τον τόπον του, δια να έχη τους πόνους της σαρκός περισσοτέρους, ακολούθως δε και τας αμοιβάς εις την ψυχήν παρομοίας. Τόσον ήτο γενναίος εις την ψυχήν, υπομονητικός και καρτερόψυχος. Είχε δε τοσούτον ερριζωμένην την πίστιν εις την καρδίαν του ο μακάριος, ώστε ηδύνατο να τελέση αδύνατα και δυσκατόρθωτα πράγματα, να μετακινήση όρη και άλλα παρόμοια, καθώς εγνωρίσθη με το εξής θαυματούργημα. Είχε ποτε ένα μαθητήν Ιερομόναχον, Μάρκον ονόματι, ο οποίος του ηυλόγει την τράπεζαν, όστις εν μια των ημερών ετελεύτησε. Συναθροισθέντων δε των αδελφών να ενταφιάσουν το λείψανον, είπεν εις απ’ εκείνους ταύτα προς τον Μελέτιον· «Πρόσταξε, Πάτερ, τον μαθητήν σου να κάμη στίχον, να ψάλωμεν». Τούτο είπεν ή από θλίψιν πολλήν και παρελάλησεν ή από απιστίαν, μη πιστεύων ότι θα ηδύνατο να ομιλήση ο νεκρός. Ο δε Όσιος, δια να θεραπεύση την απιστίαν του και δια να αποδείξη αληθείς τους λόγους του Δεσπότου τους λέγοντς· «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», είπε προς τον νεκρόν· «Τέκνον μου Μάρκε, ευλόγησον». Τότε ο νεκρός, ω του θαύματος! υπήκουσε, και ανοίξας τους οφθαλμούς εσήκωσε την δεξιάν, και κάμνων Σταυρόν εις το πρόσωπόν του, εκίνησε τα χείλη του λέγων· «Ευλογητός ο Θεός» και τα επίλοιπα του στίχου· και τότε πάλιν έμεινε νεκρός ως το πρότερον. Αλλά ακούσατε και έτερον θαύμα μέγα, δια να πιστωθήτε ότι έπνεε πυρ εις το στόμα τού Μελετίου, ως και του Μωϋσέως και του Ηλιού, και Πέτρου του Κορυφαίου, όταν παρέδιδον τους παραβάτας και αδίκους δικαίως εις τιμωρητικόν θάνατον. Εν μέσω των άλλων μαθητών του ήτο και εις αυθάδης και απαίδευτος, την κλήσιν Νικόδημος, τον οποίον ο θείος Μελέτιος δεν άφηνε να ιερωθή, ηξεύρων αυτόν ανάξιον· αυτός δε ο δείλαιος, καταφρονήσας τον βαθμόν της υπακοής, μετέβη εις τας Θήβας και εχειροτονήθη από τον Αρχιερέα κρυφίως· πλην δεν επέστρεψεν εις το Μοναστήριον, αλλά έμεινεν εκεί εις τας Θήβας· η δε θεία δίκη έκαμεν εκείνον τον άδικον να πέση δικαίως εις τον αδέκαστον δικαστήν Μελέτιον και να λάβη τα της αυθαδείας επίχειρα με τρόπον τοιούτον θαυμάσιόν τε και φοβερώτατον. Τας ημέρας εκείνας εγένετο εις όλην την επαρχίαν των Θηβαίων ανομβρία μεγάλη και εκινδύνευον να ξηρανθούν τα σπαρτά τελείως. Οι δε εγχώριοι ετέλουν καθ’ εκάστην λιτανείας και παρακλήσεις προς τον Κύριον, αλλά δεν επήκουεν αυτών. Όθεν έδραμον άπαντες εις τον μέγαν Μελέτιον, όστις μόνον ήτο άξιος να παρακινήση εις οίκτον τον Δεσπότην Χριστόν. Φθάνοντες όθεν με λιτανείαν εις τον μέγαν Γεώργιον, είχον εις την συνοδείαν των και τον ρηθέντα Νικόδημον ενδεδυμένον τα ιερατικά ιμάτια· καθώς δε έκαμεν ο μέγας Μελέτιος προς Κύριον δέησιν, ήλθε βροχή αναρίθμητος και πάντες εχάρησαν. Ιδών όμως ο Όσιος τον Νικόδημον, επρόσταξε και τον εξέδυσαν τα ιερά που εφόρει, και τον έβαλαν εις ένα λάκκον, δια κανόνα της παρακοής όπου έκαμεν. Τινές δε από τον κοινόν λαόν απαίδευτοι κατέκριναν τον Όσιον ως άσπλαγχνον· και σύραντες από τον λάκκον τον δείλαιον, του είπον να βάλη πάλιν τα ιερά, να στρέψωσιν εις την πόλιν με τον λοιπόν λαόν λιτανεύοντες. Αλλά, ω του φρικτού της άνωθεν δίκης κρίματος! Πριν να φθάσουν εις την πόλιν λιτανεύοντες, όταν ήσαν έξω ακόμη από τον Ναόν του Αγίου Ηλιού, εξέσπασε θύελλα φοβερωτάτη με αστραπάς και βροντάς δυνατάς, και έπεσε κεραυνός εις τον άθλιον Νικόδημον, όστις μόνος ηρπάγη από όλον εκείνο το πλήθος και έπεσεν εις τας χείρας του ζώντος Θεού δια να δώση δίκας της παρακοής ο ταλαίπωρος. Εγώ δε και τα δύο ταύτα θαυμάζω. Πως ο λαός ευηργετήθη με την πλήμμυραν του ύδατος, και ο πταίστης ομού εκολάσθη. Όμοιον και τούτο του θαυματουργήματος του Μωϋσέως, όστις με την ράβδον του, με την οποίαν επέρασεν αβρόχως τους φίλους του, εβύθισε και τους εχθρούς του θαυμασιώτατα. Ούτω και εδώ οι μεν άξιοι της ευχής απέλαβον την ευεργεσίαν του ύδατος, ο δε παραβάτης, αθετήσας το πατρικόν πρόσταγμα, έγινε του εναντίου στοιχείου ανάλωμα και έμεινε πυρίκαυστος, δια να σωφρονισθούν άλλοι παρήκοοι με το τούτου υπόδειγμα. Άνθρωπός τις Θηβαίος, πλούσιος, είχε θυγατέρα, την οποίαν έταξεν εις γυναίκα ενός άλλου πλουσίου έρχοντος, και με την κόρην έγραψε να δώση προίκα όλον το πράγμα του. Ούτος είχε πολλήν ευλάβειαν και αγάπην εις τον μέγαν Μελέτιον· και απελθών τον παρεκάλεσε με πολλήν θερμότητα λέγων· «Κάμε, τίμιε Πάτερ, δια την κόρην δέησιν να περάση ειρηνικά με τον άνδρα, όπου την εμνήστευσα». Ο δε Μελέτιος, προβλέπων ως παρόντα τα μέλλοντα, απεκρίνατο· «Εάν αγαπάς την κόρην σου και το συμφέρον σου, άφες τους γάμους, ότι εις ένα μήνα την παίρνει ο Νυμφίος της, και δεν ζημιώνεσαι την προίκα της άδικα, και κερδαίνει και αυτή την παρθενίαν της». Δέχεται την συμβουλήν ο Θηβαίος, και πριν να τελειώση ο μην απήλθεν η κόρη προς Κύριον· και ο πατήρ της επώλησεν όλην την προίκα, και την έδωκεν ελεημοσύνην, δια να την εύρη εκείνη και αυτός εις ζωήν την αιώνιον. Όταν δε είχεν οκτώ χρόνους ο Όσιος εις εκείνο το Μοναστήριον, βλέπων ότι ήρχοντο πολλοί και δεν τον άφηναν να ησυχάζη κατά τον πόθον του, ανεχώρησεν απ’ εκεί, ψηφίσας Ηγούμενον ένα, την κλήσιν Νικόλαον, εις χείρας του οποίου ενεπιστεύθη το ποίμνιον· αυτός δε επήγεν εις το όρος της Μυουπόλεως δύσβατον κατά πολλά, εις το οποίον ήτο το Μοναστήριον, του Συμβούλου καλούμενον ή Συμβόλου, τιμώμενον επ’ ονόματι των Αγίων Ασωμάτων, εις το οποίον ηγουμένευεν εις ενάρετος Κληρικός, ονόματι Θεοδόσιος, όστις εδέχθη τον Όσιον μετά πλείστης αγαλλιάσεως και του έδωσε κατ’ αρχάς το ευκτήριον του Σωτήρος Χριστού να κυβερνά ως βούλεται· με τον καιρόν δε δια την αγάπην του Μελετίου συνηθροίσθησαν και εκεί αναρίθμητοι, και έγινε Λαύρα η έρημος. Έφθασε δε η φήμη του Αγίου έως της Κωνσταντινουπόλεως, ο δε Πατριάρχης Νικόλαος ο Γραμματικός έδωκεν εντολήν εις τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Νικήταν να χειροτονήση τον Μελέτιον Ιερέα δια να εξυπηρετή και εξομολογή τους αδελφούς, το οποίον και παρά την θέλησίν του εγένετο και εκοσμήθη ο υπεράξιος με την αξίαν της ιερωσύνης. Εις ολίγον καιρόν εκοιμήθη ο Θεοδόσιος και έμεινεν όλη η προστασία και της κυρίως Μονής των σωμάτων εις τον Μελέτιον. Ήσαν δε οι αδελφοί εκατόν και περισσότεροι, και καθ΄ εκάστην ο αριθμός επλήθυνεν· ότι ο Όσιος υπεδέχετο άπαντας και έκτιζον κελλία και οικητήρια, εις τα οποία συνεκοπίαζε και εβοήθει ο Όσιος και τους ηρμήνευε και ενουθέτει τα χρειαζόμενα, διδάσκων αυτούς προ πάντων να έχουν πτωχείαν έξωθεν και έσωθεν, να μη φροντίζουν δια την σάρκα πώς να τραφώσιν, αλλά να ελπίζουν εις τον Πανάγαθον Θεόν, όστις θα τους διακυβερνά εις όσα χρειάζονται, καθώς τρέφει και τα πετεινά του ουρανού. Αυτά και άλλα όμοια ψυχωφελή τους έλεγεν ο Μελέτιος και δεν τους επέτρεπε να αγοράσουν αγρούς ή βόας ή άλλα χρειαζόμενα πράγματα, δια να μη ασχολήται ο νους των εις τας γεωργίας και αμελώσι την κυριωτέραν εργασίαν, ήτοι την προσευχήν, ότι εφοβείτο την παραβολήν εκείνου, όστις εδιώχθη από τους γάμους, διότι δεν εφόρει του γάμου το ένδυμα. Ήτο εκείνο το όρος άλλος Παράδεισος, και εξύμνουν οι τρισμακάριοι αδιαλείπτως τον Κύριον. Βλέπων δε ο Θεός την ταπείνωσιν αυτών και την αγαθήν προαίρεσιν, εφώτιζε τους πλουσίους και τους έστελλον παν ό,τι εχρειάζοντο. Ίδρυσε δε τότε και εικοσιτέσσαρα Παραλαύρια εις διάφορα μέρη της Ελλάδος, εις τα οποία εγκατέστησε Μοναχούς κοινοβιακώς ζώντας, εις δε την κυρίως Λαύραν αφήκε μάλλον τους τελειοτέρους των Μοναχών, τους επιθυμούντας να ζήσωσιν αναχωρητικόν βίον εις ιδιαίτερα δι’ έκαστον κελλία. Επειδή δε η φήμη του Μελετίου διεδόθη εις πολύν κόσμον όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και αυτός ο βασιλεύς του καιρού εκείνου, ο θεοσεβέστατος Αλέξιος, ακούσας τας μεγάλας αρετάς του Οσίου, τον ηυλαβήθη θαυμασιώτατα, και του έστειλεν ελεημοσύνην μύρια (10.000) φλωρία χρυσά, παρακαλών αυτόν να τα δεχθή, και όταν έχη πάλιν και άλλην ανάγκην δια οικοδομήν και ζωοτροφίαν των αδελφών να του κάμη λόγον, και αυτός να του στέλλη όσα χρειάζεται. Ο δε Όσιος ηυχαρίστησε μεν τον βασιλέα δια την πλουσίαν του προαίρεσιν, τα δε φλωρία επέστρεψε κρατήσας μόνον τετρακόσια είκοσι δύο, λέγων, ότι τόσα μόνον εχρειάζοντο, και να τα στέλλη κάθε χρόνον, δια να μη τα φυλάττουν εκείνοι, θησαυρίζοντες εις την έρημον. Πράγμτι υπήκουσεν ο χριστιανικώτατος Αλέξιος και όχι μόνον το χρυσίον του έστελλεν ετησίως, αλλά και έτερα αναγκαία του σώματος. Όθεν και ο Όσιος παρεκάλει πολλάκις δια τον επίγειον βασιλέα τον Επουράνιον να του δίδη εις τους πολέμους τα νικητήρια· και πολλάς φοράς ελυτρώθη δια πρεσβειών του Οσίου από τον κίνδυνον ο Αλέξιος και εξόχως μίαν ημέραν, όταν εξεστράτευσαν οι Κομάνοι εις τα μέρη της Θράκης με πολύ στράτευμα, και ηχμαλώτισαν τα περίχωρα της Αγχιάλου· τότε μετέβη και ο βασιλεύς εκεί με το στράτευμά του, να αντιπολεμήση τους πολεμίους. Αν δε εξήρχετο την ημέραν εκείνην όπου εμελέτα ο βασιλεύς εις τον πόλεμον, θα τον εφόνευον οι βάρβαροι. Ο μέγας όμως Μελέτιος προεγνώρισε τον κίνδυνον εκεί εις το όρος ευχόμενος, (ω θαυμασίου χαρίσματος και εξαισίου διηγήματος!) και εφώνησε λέγων· «Φυλάττου να μη εξέλθης από την πόλιν της Αγχιάλου, θαυμαστέ Αλέξιε». Ταύτα ειπών, ήγειρεν εις τον αέρα την δεξιάν αυτού και εσφράγισε τον μακράν απέχοντα βασιλέα ως παρόντα και ακούοντα. Εις δε ευλαβής Μοναχός από την συνοδείαν του, Ιλαρίων καλούμενος, έτυχε τότε πλησίον του Οσίου, όστις ακούσας ταύτα εθαύμασε· και πίπτων εις τους πόδας του, εζήτησε να του φανερώση την όρασιν. Ο δε απεκρίνατο· «Την ώραν ταύτην βούλεται να εξέλθη ο βασιλεύς εις πόλεμον κατά των Κομάνων και εάν πολεμήση, τον φονεύουσι». Ταύτα ειπών έκαμεν ευχήν εκ καρδίας δια την σωτηρίαν τού βασιλέως. Ο δε ελεήμων Θεός επήκουσε του Οσίου την δέησιν, και μετέβαλε την γνώμην του Αλεξίου και δεν έκαμε πόλεμον. Όχι μόνον δε ταύτα, αλλά και οι Κομάνοι από θείαν πρόνοιαν θαυμάσιον έκαμον μάχην μεταξύ των και κακώς διεσκορπίσθησαν. Όθεν έμεινεν η Αγχίαλος αβλαβής, επέστρεψε δε υγιής εις τα βασίλεια ο Αλέξιος, ο δε ρηθείς Ιλαρίων έγραψε την ημέραν, κατά την οποίαν είδε την οπτασίαν ο Όσιος. Όταν δε μετά καιρόν ήλθον εκεί εις το όρος τινές υπασπισταί και υπηρέται του βασιλέως, τους ηρώτησε, και εύρεν αληθέστατα όσα του είπεν ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν έστειλε στόλον ο βασιλεύς Αλέξιος να πολεμήση την Κρήτην, την οποίαν εξουσίαζε τυραννικώς εις άνθρωπος, Καρίκης ονομαζόμενος. Ήτο δε του στόλου Δούξ και Αρχηγός εις ευλαβής άρχων, Ιωάννης καλούμενος, όστις ωδήγησε τα πλοία εις τον Εύριπον, και απ’ εκεί απήλθε δια ξηράς εις τον μέγαν Μελέτιον, δια να λάβη την ευλογίαν του και να προκόψη το ταξίφιόν του. Ο δε Όσιος τον συνεβούλευσεν ούτω λέγων· «Μη υπάγης εις την Κρήτην με τον στόλον, ότι θα ζημιωθής, αλλά στείλε γράμματα ειρηνικά εις τον Καρίκην, να κάμετε αγάπην· και αν στέρξη, έχει καλώς, ει δε μη, ο Θεός της ειρήνης θέλει τον αφανίσει και τότε η Κρήτη σάς υποτάσσεται· συ δε παράμεινε με τον στόλον σου εις τον Εύριπον, έως να έλθη απόκρισις». Εδέχθη ο Ιωάννης την συμβουλήν του Οσίου, ως ευλαβής και φρόνιμος, και εις ολίγον καιρόν ήλθε μήνυμα, ότι απέθανεν ο Καρίκης. Μεταβάς τότε ο Ιωάννης με τον στόλον του εις την Κρήτην εκυρίευσεν αυτήν χωρίς πόλεμον. Άλλοτε πάλιν ήλθεν άρχων τις, Μιχαήλ Κασταμονίτης καλούμενος, χάριν ευλογίας προς τον Όσιον Μελέτιον· και δεν επήρεν εις την συνοδείαν του άλλους, ει μη μόνον έναν δούλον, τον οποίον ενόμιζε δια καλόν άνθρωπον. Εκείνος όμως ο δόλιος εδείχθη κακός δια τον δεσπότην αυτού και αχάριστος, και έβαλεν εις τον νουν του να τον φονεύση ο δείλαιος. Καθώς λοιπόν εβάδιζεν ο Μιχαήλ έμπροσθεν, και ο δούλος κατόπιν, ανέσπασεν ούτος το ξίφος δια να τον κτυπήση· ως όμως εσήκωσε την χείρα με θυμόν δια να τον αποκτείνη, βλέπει έμπροσθεν αυτού θυμωμένον τον μέγαν Μελέτιον, ο οποίος με σχήμα και βλέμμα άγριον τον εφόβισε και δεν ετέλεσε τον άδικον φόνον ο κατά την προαίρεσιν φονεύς. Ταύτα δεν εγνώριζεν ο Καστανομίτης, αλλά περιεπάτει αμέριμνα. Όταν δε έφθασαν εις το κελλίον του Οσίου ο μεν Μιχαήλ εισήλθε και τον εχαιρέτησεν, ο δε κάκιστος δούλος έστεκεν απ’ έξω, θαρρών ότι δεν εγνώριζε την κακουργίαν αυτού ο Μελέτιος. Ο Όσιος όμως τον ήλεγξε φανερά, και του είπε· «Πρόσπεσον εις τους πόδας του κυρίου σου, εξαγόρευσον την ανομίαν, όπου ηθέλησας να τελέσης, ταλαίπωρε, εάν θέλης να σε συγχωρήση ο Θεός και ημείς, ίνα μη κολασθής αιώνια». Ταύτα ακούων ο Μιχαήλ εθαύμαζε, μη γνωρίζων την υπόθεσιν. Τότε εφανέρωσε τον δόλον του δούλου προς τον άδολον δεσπότην, το ωμολόγησε δε και ο δούλος, ζητήσας συγχώρησιν. Όθεν ευχαριστήσας ο Μιχαήλ τον Όσιον, ανεχώρησε χαίρων ομού και θαυμάζων. Ο δουξ των Θηβών ηθέλησε ποτε να ίδη τον Όσιον, δια να λάβη την ευλογίαν του· ωνομάζετο δε Βρυέννιος· ως δε καλόγνωμος όπου ήτο και μεταδοτικός ως ο απόστολος Φίλιππος, ηθέλησε να λάβη κι ένα συγγενή του, Βατάζην την επωνυμίαν, εις την συνοδείαν του, και του λέγει· «Ας υπάγωμεν, φίλε, να ίδης ένα άνθρωπον, του οποίου δεν είδες ποτέ σου όμοιον και θα λάβης από την διδαχήν του πολλήν ωφέλειαν». Ο δε Βαταζής, επειδή είχε μάθει όλας τας Ιεράς Γραφάς, λέγει προς τον Βρυέννιον: «Τι άλλο περισσότερον έχει να μου είπη από όσα ανέγνωσα»; Πλην ηκολούθησε του Δουκός ακουσίως και επήγαν αμφότεροι εις τον Όσιον, όστις υπεδέχθη τον Δούκα ασπασίως ως ευλαβέστατον, και τον εδίδαξε κατά μόνας μέσα εις το κελλίον του, και ευλογήσας αυτόν τον απέλυσεν. Ο δε Βαταζης τον παρεκάλεσε να είπη και αυτού λόγον ωφέλιμον. Όθεν ο Όσιος με πραότητα τω είπε: «Συ, τέκνον, γνωρίζεις όσα ήθελα να σου είπω, και δεν χρειάζεσαι διδαχήν από εμέ». Τότε εθαύμασαν και οι δύο, ιδόντες το προορατικόν όπου είχε, και εγνώριζεν όσα αυτοί εις τας Θήβας ελάλησαν. Άλλοτε πάλιν ήλθεν εις ξένος Μοναχός από μακρινόν τόπον να τον ίδη, και καθώς εισήρχετο εις την θύραν του κελλίου (ω του θαύματος!) εγνώρισεν ο Όσιος τα απόκρυφα έργα του Μοναχού και του λέγει· «Διατί, τέκνον, αφού ηρνήθης τον κόσμον και έγινες Μοναχός, έπειτα καταφρονείς το Αγγελικόν Σχήμα, και σμίγεις πάλιν την σάρκα με την γυναίκα σου; Και γιατί πραγματεύεσαι τον πλούτον όπου σου έστειλεν ο Κύριος, και τον σκορπίζεις εις μάταια και πρόσκαιρα πράγματα; Ύπαγε ταχέως, διαμοίρασον εις τους πτωχούς τον βίον σου, να κληρονομήσης τα άφθαρτα αγαθά και αιώνια· και μη σμίξης πλέον με την γυναίκα σου, αλλά φύλαξον σωφροσύνην και καθαρότητα και ας είσαι ταπεινός και πτωχός, καθώς έταξες να κάμης, όταν σε εκούρευσαν, εάν αγαπάς την σωτηρίαν σου· και μετανόησον εξ όλης σου της ψυχής, μη τύχη και αποθάνης αίφνης και κολασθής δικαίως αιώνια». ταύτα ακούσας ο Μοναχός εξεπλάγη εις το προορατικόν του Οσίου, και έμεινε πολλήν ώραν άφωνος· έπειτα εξωμολογήθη άπαντα και έκαμεν ικανήν μετάνοιαν, κηρύττων πανταχού το θαύμα τούτο και φημίζων ως προφήτην τον Όσιον, καθώς ήτο κατά αλήθειαν, επειδή και τα απόκρυφα εγνώριζεν. Αλλά ακούσατε και έτερα παρόμοια. Άλλος τις Μοναχός από την Μονήν Δαφνίου, κειμένην πλησίον των Αθηνών, ήλθεν εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή δια να ησυχάζη εκεί, μετ’ αυτών οίτινες επερνούσαν περισσοτέραν κακοπάθειαν, δια να εύρη ευρυχωρίαν (καθώς έλεγε) περισσοτέραν εις τον Παράδεισον. Ο δε Όσιος τον εκράτησεν, ότι πάντας εδέχετο κατά το δεσποτικόν λόγιον, «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω». Αφού έκαμεν ο Μοναχός ολίγον καιρόν, έσβησεν η θερμότης της προτέρας του προθυμίας, εμέμφετο την σκληραγωγίαν, επικραίνετο ότι ήλθεν εκεί, και ήτο περίλυπος, ότι ούτε το τρίχινον ένδυμα τού ήρεσεν, ούτε η τροφή των, ούτε η ψάθη όπου εκοιμώντο χαμαί, ούτε τα επίλοιπα αγωνίσματα. Όθεν έβαλε γνώμην να στρέψη πάλιν εις το πρότερον Μοναστήριον· και δεν τον έφθασε μόνον αυτό το αμάρτημα της λιποταξίας, αλλά και εν σκαπτήριον εργαλείον έκλεψε και το έκρυψεν έξωθεν του Μοναστηρίου κάτωθεν μιας πέτρας· έπειτα ήλθεν εις τον Όσιον, και βαλών κατά την τάξιν μετάνοιαν, εζήτησε συγχώρησιν να επιστρέψη πάλιν εις το πρότερον Μοναστήριον, ότι δεν υπέφερε την τόσην σκληρότητα. Ο δε Όσιος τον εκάλεσε κρυφά από τους άλλους, δια να μη τον καταισχύνη ενώπιον αυτών, και του λέγει· «Συ μεν ύπαγε όπου βούλεσαι, διότι η μεν Βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, ημείς δε ουδένα βιάζομεν· πλην ύπαγε να φέρης το σκαπτήριον, το οποίον έκρυψες εις την πέτραν, δια να μη γίνη εις τους αδελφούς σκάνδαλον». Τότε ο κλέπτης ετρόμαξε και πεσών εις την γην ωμολόγησε την αμαρτίαν, και αποδώσας την σκαπάνην, λαμβάνει συγχώρησιν και αναχωρεί. Άλλοι πάλιν από τα όρια των Θηβών ήλθον εκεί εις το όρος να μονάσουν και έφεραν τα ιμάτιά των. Έπειτα, αφού έκαμαν ολίγον καιρόν, ωλιγώρησαν και μη δυνάμενοι να υποφέρουν την σκληρότητα, μετενόησαν, και θέλοντες να στρέψουν εις τα οπίσω, έλαβον τα ιμάτιά των πρότερον, και τα έκρυψαν εις τους θάμνους πλησίον εις τον δρόμον. Έπειτα ήλθον εις τον Όσιον ζητούντες δια την αναχώρησιν συγχώρησιν. Ο δε Όσιος, ως πράος και αγαθός, δεν τους ωνείδισεν, αλλά τους συνεβούλευσε λέγων· «Δράμετε ταχέως να μη σας πάρουν οι οδοιπόροι τα ενδύματά σας, ότι εκεί εις τον θάμνον, εις τον οποίον τα εκρύψατε, είναι δρόμος και διαβαίνουσι πολλάκις οι άνθρωποι». Οι δε ακούσαντες εθαύμασαν, και πηγαίνοντες εκεί εύρον οδοιπόρους και διεμοίραζον τα ιμάτιά των, και μετά βίας ηδυνήθησαν να τα σώσουν από τας χείρας των. Άλλην πάλιν φοράν έστειλεν ο Όσιος Μοναχούς τινας να αγοράσουν οίνον από εν χωρίον. Ο άνθρωπος, όστις έδωκεν εις αυτούς τον οίνον, ήτο ευλαβής και καλόγνωμος, η δε γυνή του ήτο άσεμνος και κακότροπος. Και βλέπουσα τον ένα Μοναχόν, ότι ήτο νέος και εύμορφος, τον επεθύμησε, και τον εβασάνισε πολλά η αναίσχυντος να την μοιχεύση, αλλά δεν ηθέλησεν ο σωφρονέστατος εκείνος να μολύνη το Άγιον Σχήμα· όθεν την απώθησεν ως άλλος Ιωσήφ την Φαραωνίτισσαν. Η δε πάλιν, ως μεθυσμένη υπό του έρωτος, επρόλαβεν εν στενόν πέρασμα ένθα ήσαν αμπελώνες, οπόθεν έμελλε να περάση ο Μοναχός με τας φορτωμένας ημιόνους, και κρύπτεται παράμερα αναμένουσα η ανοσία τον Οσιώτατον· και καθώς διήρχετο, έδραμεν επάνω του, και τον έσυρεν ως μανιώδης η άσεμνος. Ο δε πάνσεμνος, επικαλούμενος τας ευχάς του Γέροντος εις βοήθειαν, απώθησεν αυτήν και κατά πολλά την εξύβρισεν. Όθεν εντραπείσα η αθλία έμεινεν άπρακτος, ο δε μακάριος αθλητής έφυγε νικητής, δοξάζων τον Κύριον. Όταν ο Μοναχός αυτός έφθασεν εις τον Όσιον, του είπε πως επέρασεν εις εκείνην την υπηρεσίαν· επειδή τοιαύτην τάξιν είχον, όταν έλθη τις από κανέν διακόνημα, να διηγήται ανελλιπώς όσα έπαθεν. Ειπών λοιπόν όλα τα επίλοιπα, εσιώπησε τον πειρασμόν, τον οποίον του έδωκε το μιαρόν γύναιον· ο δε Όσιος ως προορατικός, εγνώριζεν όλα τασυμβάντα, και του λέγει· «Διατί, τέκνον μου, τα μικρά μού ανήγγειλας, και τα μεγάλα απέκρυψας; Τον πόλεμον τον οποίον σου έκαμεν η γυνή εις τον οίκον της και εις τας αμπέλους, όπου σε έσυρε να την μοιχεύσης, και συ την ύβρισες άτακτα; Και καλώς μεν ποιών την ανομίαν δεν έπραξες, αλλά όμως έσφαλες ολίγον, επειδή δεν την εσωφρόνησες με πραότητα, αλλά με αγριότητα την εξύβρισες». Τότε ο Μοναχός κατανοήσας το σφάλμα του εποίησε μετάνοιαν και έλαβε την συγχώρησιν. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και έτερα πάμπολλα θαυμάσια ετέλεσε και πολλά προείπεν ο αοίδιμος, δια των οποίων εγνώσθη το πνεύμα της προφητείας, το οποίον τον επλούτιζε και δια του οποίου και τα μακράν υφ’ εκάστου τελούμενα εγνώριζε και τα μέλλοντα προέλεγε, τα οποία μόνος ο Θεός προγινώσκει. Δια της χάριτος όθεν του Παναγάθου Θεού και ούτος ο τρισμακάριος τα εγνώριζε και τα προέλεγεν ασφαλέστατα, τόσον ώστε όλοι τον εθαύμαζον, εξόχως δε ο Βάρδας, όστις δις χρηματίσας ανθύπατος εις την Ελλάδα έπρεπε να επιστρέψη εις τα βασίλεια. Όθεν μετέβη πρώτον εις το κελλίον του Οσίου Μελετίου δια να ζητήση την ευλογίαν του. Ο δε Όσιος προείπεν, ότι έμελλε να γίνη και το τρίτον ανθύπατος, όπερ και εγένετο, ως και πολλά άλλα γεγονότα τα οποία προείπε και άπαντα με την χάριν του Θεού ετελέσθησαν. Άλλος τις άρχων από την Πελοπόννησον, Ιωάννης ονόματι, ήλθε την εβδομάδα της Τυρινής εις τον Όσιον, δια να απολαύση μεγάλην τινά νουθεσίαν προς ψυχικήν του ωφέλειαν. Ο δε Μελέτιος είπεν εις αυτόν· «Μελέτα τον θένατον και ετοίμασε τα εφόδια, ότι εις ολίγας ημέρας είναι το τέλος σου». Ταύτα ακούσας ο άρχων ελυπήθη ως άνθρωπος· πλην γνωρίζων ότι ο Όσιος ουδέποτε εψεύδετο, ητοιμάσθη· και την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής απέθανε. Φθάνουσι ταύτα προς απόδειξιν του προφητικού τού Οσίου χαρίσματος, και ας είπωμεν άλλα δύο τρία θαυμάσια από τα πολλά τα οποία ετέλεσε και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Ήτο η εβδομάς της Τυρινής, καθώς είπομεν, και δεν τους ευρίσκετο βρώσιμον είδος να αποκρεύσωσιν, οι δε Μονχοί εγόγγυζον κατά του Οσίου λυπούμενοι. Ο δε Όσιος, πρώτον μεν ωνείδισε την απιστίαν των λέγων· «Διατί, αδελφοί, είσθε ολιγόπιστοι; Καρτερήσατε έως την ώραν του γεύματος, να ίδητε του Θεού το έλεος· ότι εκείνος έχει έννοιαν και φροντίδα ημών ως πατήρ φιλόστοργος». Ταύτα ειπών προσηύξατο, όταν δε εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον, ότι τους ήλθε παρά Θεού επίσκεψις, προσέταξε Μοναχούς τινάς να εξέλθωσι της Μονής και να προϋπαντήσωσι τους φέροντας τυρούς και έτερα βρώσιμα· και εξελθόντες ευρίσκουσι φορτωμένας πολλάς ημιόνους, τας οποίας έστειλαν οι φιλόχριστοι· και φαγόντες ηυφράνθησαν, δοξάζοντες τον δοτήρα Χριστόν και θαυμάζοντες τον Όσιον δούλον του. Προσήρχοντο δε συχνάκις ξένοι πολλοί εις το Μοναστήριον, δια να τους ευλογήση ο Όσιος, τους οποίους εφίλευον από όσα είχον πλουσιοπαρόχως. Μίαν δε ημέραν ήλθε πλήθος προσκυνητών, εξ ων οι πλείστοι ήσαν από την Ρώμην, επειδή και έως εκεί έφθασεν η φήμη τού Μελετίου και ήρχοντο πολλοί να τον βλέπωσι δια την αρετήν του, και δια μίαν μεγάλην ευεργεσίαν την οποίαν τους έκαμε ποτε, όταν ήλθε πλοίον από την Ρώμην εις τας Αθήνας, ότε οι μεν Αθηναίοι νομίζοντες ότι ήσαν καταπατηταί, εβούλοντο να τους θανατώσουν, ο δε Όσιος τους παρήγγειλε ότι ήσαν καλοί άνθρωποι και να μη τους πειράξωσιν· όθεν επειδή ελυτρώθησαν από αυτόν, τον ευφήμισαν πανταχού ως Άγιον. Βλέπων δε ο κελλάρης, ότι ήσαν οι ξένοι υπέρ τους εκατόν, είπε του Οσίου, ότι τα όσπρι, τα οποία εμαγείρευαν, ήσαν ολίγα, ως επίσης και τα παξιμάδια και να αφήση τους ξένους να αναχωρήσουν άγευστοι, δια να τα φάγουν κατόπιν οι αδελφοί, να τους φθάσωσιν. Ο δε απεκρίνατο· «Ουχί, τέκνον μου, αλλά ετοίμασον την τράπεζαν, ίνα φάγωσιν όλοι λαϊκοί και μονάζοντες· και ελπίζω εις τον Κύριον, ότι καθώς επλήθυνε τους ολίγους άρτους εις την έρημον και έθρεψε τόσας χιλιάδας, θα ευλογήση και ημών τα ολίγα βρώματα, να χορτάσωμεν άπαντες και να περισσεύσωσιν». Ούτως είπε και ο λόγος του εγένετο Θεού απόφασις και πάντες εχορτάσθησαν, τα δε τρόφιμα θαυμασίως επερίσσευσαν. Ουχί δε μόνον τούτο, αλλά και την τρίτην ημέραν εκτυπούσαν τινές εις την θύραν της Μονής. Ο δε Όσιος εκάλεσε τον κελλάρην και λέγει: «Ύπαγε, ολιγόπιστε, εις την πύλην, να ίδης πόσον σίτον μας ανταπέδωκεν ο Κύριος δια τους ολίγους ξένους, τους οποίους προχθές εφιλοξενήσαμεν». Εξελθών δε ο κελλάρης εύρεν ημιόνους αναριθμήτους φορτωμένας, τας οποίας έστελλον οι φιλόχριστοι και θαυμάσας του Οσίου την μεγαλοψυχίαν και πρόρρησιν, έβαλε μετάνοιαν και εγένετο πλέον ευσπλαγχνικώτερος. Άλλην φοράν έκαμε χειμώνα σκληρότατον, άπαντες δε οι δρόμοι εκαλύφθησαν υπό χιόνων τόσον, ώστε δεν ηδύνατο τις να διέλθη εκείθεν, οι δε Μοναχοί ελυπούντο ότι έλειπεν έλαιον και δεν είχον ειμή εις εν δοχείον ολίγον τι· ο δε διακονητής, μη γνωρίζων τι να πράξη, μετέβη εις τον Όσιον, απαγγέλλων με σκυθρωπότητα την υπόθεσιν. Ο δε Όσιος απελθών εις το δοχείον εχάραξε τον Τίμιον Σταυρόν εις το στόμιόν του, και το ηυλόγησεν λέγων· «Δέσποτα Κύριε, όστις ηυλόγησας την στάμνον του αλεύρου και τον καμψάκην του ελαίου της ευσπλάγχνου και φιλοθέου Σαραφθίας δια Ηλίαν τον δούλον Σου, και δεν έλειψεν απ’ εκείνα τα αγγεία άλευρον και έλαιον, έως ου έστειλες εις τον κόσμον την ευλογίαν Σου, Αυτός και τώρα το δοχείον τούτο ευλόγησον, ίνα πηγάζη έλαιον και να μας φθάση ν τρώγωμεν άπαντες οι δούλοι Σου, όσοι δια το όνομά Σου εδώ συνήχθημεν, και να άπτωμεν τας κανδήλας της Εκκλησίας Σου, έως να ανοίξης την θύραν της ευδοκίας Σου». Ταύτα είπε, και ο Θεός επήκουσεν αυτού, και έτρεχεν απ΄ εκείνο το δοχείον έλαιον τόσον πλήθος, ώστε έφθανεν όλους και έτρωγον και έκαιον όλα του Ναού τα κανδήλια έως την άνοιξιν· και τότε τους έστειλαν οι Χριστιανοί· όθεν έπαυσε το δοχείον και πλέον δεν επήγαζεν ως το πρότερον. Άλλοτε πάλιν εμαγείρευσεν ο κελλάρης κολοκύνθην δια την τράπεζαν και την ώραν του γεύματος την εδοκίμασεν εάν έλειπεν άλας, και την εύρε πικροτέραν χολής· όθεν ηρώτησε τον Όσιον, εάν ήθελε να το χύση και να βράση άλλο τι· ο δε Όσιος δεν ηθέλησεν, αλλά το ηυλόγησεν ο ευλογημένος από τον Θεόν, και εγένετο γλυκυτέρα μέλιτος η πρώην πικροτέρα χολής και άγευστος κολοκύνθη. Μίαν ημέραν τούς έφερον εν σταμνίον οίνου εις το Μοναστήριον, το οποίον έφερον οι Μοναχοί εις τον Όσιον να το ευλογήση, να πίωσιν. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Μη τολμήση κανείς να πίη απ’ αυτόν τον οίνον, αλλά συντρίψατε την στάμνον, να χυθή τελείως». Τότε συντρίψαντες το δοχείον, είδον μέσα ένα όφιν φαρμακερόν νεκρόν, όστις από προσβολήν του παλαιού όφεως εισήλθεν εις εκείνο το κεράμιον· και όταν έχυσε το φαρμάκι του, επνίγη εις τον οίνον και έμεινεν έσω δια να πίωσιν οι Ασκηταί και αποθάνωσιν, οίτινες ιδόντες τον φοβερόν εκείνον όφιν εφοβήθησαν και εθαύμασαν τον Όσιον πως το εγνώρισε και τους ελύτρωσεν από βέβαιον θάνατον. Είχε δε και την χάριν των ιάσεων ο Όσιος, την οποίαν υπό της πρώτης των χαρίτων αφθόνως επλούτησε, και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν ψυχής τε και σώματος. Είχε δε τότε την πραιτωρινήν αρχήν (διοίκησιν) άρχων τις Κωνσταντίνος Χοιροσφάκτης ονομαζόμενος. Τούτου εις δούλος πιστός, τον οποίον ηγάπα ο Κωνσταντίνος ως τον εαυτόν του, είχε δεινήν και αθεράπευτον ασθένειαν και δεν ευρέθη ιατρός να του δώση σωτηρίαν, αλλά πάντες τον απεφάσισαν εις θάνατον. Ο πραίτωρ λοιπόν ελυπείτο, και λέγει εις τον ασθενή· «Θέλεις να σε υπάγω εις τον μέγαν Μελέτιον, όστις έκαμε τόσα θαυμάσια, να σε θεραπεύση, και ο οποίος είναι αγιώτατος άνθρωπος»; Ο δε ασθενής δεν ήθελεν, αλλά και τον Άγιον κατέκρινε λέγων· «Εγώ επεκαλέσθην πολλούς και μεγάλους Αγίους, και δεν μου έδωκαν καμμίαν βοήθειαν, και αυτός ο φάγος και οινοπότης θα μου κάμη ωφέλειαν»; Ούτως ησθένει εις την ψυχήν χειρότερον του σώματος, καταλαλών τον άμεμπτον, όστις εγνώριζεν απ’ εκεί από το όρος του ασθενούντος τους λόγους. Την δε επομένην ημέραν έλαβεν ο πραίτωρ τον ασθενή και έφθασαν εις τον Όσιον, οπότε έπεσεν ο άρχων εις τους πόδας του κλαίων και ζητών την ιατρείαν του πάσχοντος. Ο δε Άγιος επροφασίζετο, ότι ούτε αυτός ήτο ικανός να τελέση τοιαύτην θαυματουργίαν ούτε ο ασθενής ήτο άξιος να θεραπευθή δια την τοσαύτην του απιστίαν· τέλος όμως ελυπήθη τα δάκρυα του άρχοντος, και αφού ενουθέτησε τον ασθενή, όστις ωμολόγησε την αμαρτίαν του ζητών συγχώρησιν, τον ιάτρευσε ψυχή τε και σώματι και ευχαριστήσαντες τον Όσιον αμφότεροι απήλθον εις τα ίδια χαίροντες. Άλλοτε πάλιν ήλθον άλλοι δύο εις το κελλίον του· και καθώς εισήλθον εις την Μονήν, ήλθεν αίφνης ασθένεια εις τον ίππον τού ενός, ήτις λέγεται οπισθότονος, και πεσών εις την γην εκινδύνευεν εις θάνατον· όθεν παρεκάλεσε τον Όσιον να υπάγη έως τον στάβλον, να τον ίδη· ένθα ευρίσκων εις την γην ως νεκρόν ηπλωμένον τον ίππον, τον ήγγισε με την ράβδον του λέγων· «Εγείρου»· και τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ηγέρθη ο ίππος υγιέστατος. Ο δε έτερος εκ των δύο εκείνων ανθρώπων είχε λογισμούς βλασφημίας, και ησχύνετο να τους εξομολογηθή· όθεν ο Όσιος γνωρίσας ταύτα από Πνεύμα Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Βέλε εις το στήθος την χείρα σου, έπειτα έκβαλε αυτήν»· αφού ετέλεσε το προσταττόμενον, του λέγει· «Βλέπεις πως είναι η χειρ σου κενή; Ούτως εξέρχεσαι και συ απ’ εδώ κενός και άδειος χωρίς ευλογίαν, διότι δεν ωμολόγησες τους πονηρούς λογισμούς της βλασφημίας, οίτινες σε θλίβουσι». Τότε ο άνθρωπος, κατανυχθείς την καρδίαν, εξωμολογήθη και λαβόντες συγχώρησιν αμφότεροι ανεχώρησαν, ωφεληθέντες θαυμασιώτατα. Είχε δε ο Όσιος και εξουσίαν θαυμασίαν κατά των δαιμόνων και ως τους επετίμα έφευγον ως υπό πυρός διωκόμενοι· και εις πίστωσιν των άλλων θα γράψωμεν δύο θαύματα σύντομα, δια να είπωμεν και του Οσίου την οσίαν και θαυμασίαν μετάστασιν. Μοναχός τις ονόματι Ιάκωβος είχε τοιούτον δεινόν και κακόν δαιμόνιον, ώστε έπιπτεν εις τους λίθους και εις τα ξύλα και ετραυματίζετο ο δυστυχής, οσάκις τον έρριπτε το δαιμόνιον, και επληγώνετο πολλάκις εις την κεφαλήν και εις το πρόσωπον, και έμενεν ελεεινόν θέαμα. Ούτος ήλθε ποτέ εις την Εκκλησίαν του Οσίου, εις τον νάρθηκα τον εύρε το κακόν· και τον είδεν ο Άγιος όταν έπιπτεν εις την γην, εταράσσοντο δε όλα τα μέλη του, εκτύπα την κεφαλήν, εστράβιζε το στόμα και ήφριζε, τρίζων τους οδόντας και τους οφθαλμούς διαστρέφων, και κραυγάζων μεγάλως. Ταύτα βλέπων τον ελυπήθη ο Όσιος, και αλαλήτως ελάλησεν Εκείνου όστις επακούει τους φοβουμένους αυτόν, εις τον οποίον αδιστάκτως επίστευσεν ειπόντα· «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Και βαλών την ράβδον του εις το στόμα του πάσχοντος, εδ’ιωξεν ευθύς το δαιμόνιον, τον δε Ιάκωβον ήγειρεν υγιαίνοντα. Έτερος δε τις λαϊκός, ονόματι Θεοφύλακτος, είχε την αυτήν ασθένειαν και απήλθεν εις τον Όσιον, όστις τον ελύτρωσε με την προσευχήν του από τον άγριον δαίμονα, και επέστρεψεν εις την οικίαν του ο πρώην δεινώς δαιμονιζόμενος σωφρονέστατος και υγιέστατος. Είδετε θαυμάτων υπερβολήν, αδελφοί, και διοράσεων μέγεθος, δια των οποίων ο παντοδύναμος Θεός εστόλισε τον Όσιον Μελέτιον; Αλλά θαρρείτε τάχα πως εγράψαμεν όλα του τα τεράστια; Όχι κατά ακρίβειαν, αλλά μόνον από το άπειρον της θαλάσσης πέλαγος σάς εχαρίσαμεν εν ποτήριον δια να καταλάβητε εκ του ολίγου το άμετρον, ότι καθώς είναι τα άστρα του ουρανού αναρίθμητα, ούτως είναι και τα θαύματα του Οσίου Μελετίου αμέτρητα. Διότι και σεισμόν μέγαν προείπεν, όστις κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου Νικολάου πολλούς τόπους κατέστρεψε. Την Μονήν εκ μεγάλης πυρκαϊάς αρξαμένης από του δάσους του υπερκειμένου όρους και επεκταθείσης μέχρις αυτής δια θαυμασίου τρόπου διέσωσε. Τον ταχύν θάνατον του Μοναχού Νικοδήμου προείπεν. Τους ενδομύχους λογισμούς του Ηγουμένου της εν Κωνσταντινουπόλει Μονής της Ψυχοσώστιδος Θεοδοσίου απεκάλυψεν. Ύδωρ εκ της γης, ως ποτε ο Μωϋσής, κρούσας την ράβδον του παρά την Μονήν του Προφήτου Ηλιού, ήτις εστερείτο πρώην ύδατος, εξήγαγεν. Δαιμονιώντας άλλους, μεταξύ των οποίων και τον εκ Μακεδονίας Νικήταν, εθεράπευσε. Τον ανθύπατον της Ελλάδος Επιφάνιον Καματηρόν κινδυνεύσαντα εξ οστού ιχθύος εμπλακέντος εις τον φάρυγγα αυτού διέσωσε. Του Λέοντος Νικερίτου, στρατηγού και είτα διοικητού της Πελοποννήσου χρηματίσαντος, τον συγγενή νέον εθεράπευσε. Του εκ Βυζαντίου Νώε, όστις προσελθών ίνα μονάση κατεφρόνησε τους κανόνας της μοναχικής ζωής της Μονής του Οσίου Μελετίου και τας νουθεσίας αυτού, το οικτρόν τέλος προείπε, διότι θέλων ούτος να φθάση εις νομιζομένην τελειότητα απέκοψε τα αιδοία αυτού και διακεντήσας δια μαχαίρας την κοιλίαν του απέθανεν αυτόχειρ γενόμενος. Αντιθέτως δε προείπε την παράτασιν της ζωής του Αθανασίου του κατόπιν Ηγουμένου της Μονής χρηματίσαντος, τα οποία εάν περιγράψωμεν άπαντα δεν θέλει επαρκέσει εις ημάς ο χώρος, αρκούσιν όμως ταύτα ίνα το μέγεθος της προς τον Θεόν παρρησίας του Αγίου γνωρίσωμεν. Αλλ’ επειδή άνθρωπος ήτο και αυτός, και έζησεν εις τούτον τον μάταιον κόσμον χρόνους περί τους εβδομήκοντα, από τους οποίους τους περισσοτέρους διήλθε σχεδόν μαρτυρικώς με αγρυπνίας, σκληραγωγίας και ασθενείας διαφόρους, και εξόχως με τας πληγάς των ποδών και τους σκώληκας, οίτινες τον έτρωγον, καθώς εις την αρχήν εγράψαμεν, με ταύτα, λέγω, όλα τα θλιβερά εκάστην ώραν βασανιζόμενος, ήλθε περί το έτος 1105 από Χριστού εις το ποθούμενον τέλος τη πρώτη ημέρα του Σεπτεμβρίου μηνός· και τον μεν έξω άνθρωπον αφήκεν εδώ εις την γην ως γήϊνον, την δε άϋλον ψυχήν και ουράνιον υπεδέχθησαν τα ουράνια τάγματα. Και εξαιρέτως ο μέγας Σάββας ο συμπατριώτης του. Εκεί ασπάζονται τούτον ο Ηλίας ο Θεσβίτης και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δια το νηστευτικόν και φιλέρημον και απλώς ειπείν όλοι οι Όσιοι Πατέρες τον συνασκητήν και ομόζηλον περιχαρώς υποδέχονται, τελούντες μετά των Αγίων Αγγέλων και Αρχαγγέλων εορτήν πανευφρόσυνον. Μετά την κοίμησιν του Οσίου ενεταφίασαν ευλαβώς το ιερώτατον αυτού λείψανον εις την βορείαν πλευράν του εις την τιμήν των Ασωμάτων νάρθηκος του κεντρικού Ναού της Μονής, ήτις έκτοτε εκ του ονόματος του Αγίου εκαλείτο Μονή του Οσίου Μελετίου ένθα ενεργεί και μέχρι σήμερον πλείστα θαυμάσια εις δόξαν Θεού, υπάρχον διαφόρων νόσων αλεξιτήριον, και αλιτηρίων δαιμόνων αφανιστήριον· ότι, αν και κατά τον νόμον της σαρκός ο Όσιος ετελεύτησε, και απέδωκε το χρέος της φύσεως, όμως η αείζωος χάρις του Πνεύματος διαμένει παρά τον τάφον αυτού, και δια μέσου του αγίου λειψάνου του, ενεργεί τα θαυμάσια, και καθ’ εκάστην πηγάζει ιάματα εις όσους τον επικαλούνται μετά πίστεως, εις πίστωσιν δε των άλλων θα γράψωμεν τρία τινά με συντομίαν πολλήν και βραχύτητα. Άνθρωπος τις ευλαβής, Βάρδας το επώνυμον, ήτο από την Συρίαν, τότε δε κατώκει εις τας Θήβας· ούτος είχε λέπραν, ασθένειαν χαλεπωτάτην, δυσειδή και αθεράπευτον, όθεν πολλά εστενοχωρείτο δια το ανίατον της ασθενείας του και είχε την θλίψιν ανείκαστον. Ακούσας ούτος τα άπειρα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν ο θείος Μελέτιος, απήλθε και αυτός μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις τον τάφον του Αγίου και έμεινεν εκεί προσευχόμενος. Το δε μεσονύκτιον είδεν όραμα, ότι ελειτούργει εις Ιερεύς, και ο Άγιος ήτο συλλειτουργός· τότε, όταν εγνώρισε τον Όσιον, έπεσεν εις τους πόδας του λέγων· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, και ιάτρευσόν με τον δείλαιον, ότι δύνασαι να με καθαρίσης, ως παρρησίαν έχων μεγίστην προς Κύριον». ταύτα λέγοντος αυτού, εξήλθε φως από το Άγιον Βήμα, κι περιέλαμψε τον Όσιον, όστις ήγγισε την χείρα του εις την σάρκα του Βάρδα λέγων· «Ιδού αι αμαρτίαι σου συνεχωρήθησαν, και εκαθαρίσθη το σώμα σου· μη λυπήσαι λοιπόν του λοιπού, αλλ’ ύπαγε εις ειρήνην, ευχαριστών τον Σωτήρα Χριστόν, όστις ως δίκαιος σε επαίδευσε, και πάλιν ως εύσπλαγχνος σε ιάτρευσε». Ταύτα βλέπων ο Βάρδας εξύπνησε και ευρέθη (ω του θαύματος!) τεθεραπευμένος· ότι το δέρμα του όλον εξεδάρη ως του όφεως, και έπεσεν εις την γην η λέπρα, η δε σάρξ του έμεινε τρυφερά και μόνον εις τα χείλη του έμεινε μόριον τι, δια να φαίνηται η μαρτυρία του θαύματος. Εκεί εις το Μοναστήριον του Οσίου ήτο και εις Μοναχός παράλυτος εκ νεότητος, όστις δεν ηδύνατο να μετακινηθή τελείως από την θέσιν του, αλλά εκείτετο ως λίθος άψυχος. Βλέποντες λοιπόν οι Μοναχοί της Μονής, ότι έκαμνεν εις όλους θαύματα το άγιον λείψανον, ήγειραν τον παράλυτον και τον έθεσαν έμπροσθεν του τάφου· και παρευθύς (ω της μεγίστης σου προς Θεόν παρρησίας, Μελέτιε!) ηγέρθη υγιής, περιπατών ανεμπόδιστα ο πρώην παράλυτος, και υμνολόγει τον Κύριον και τον τούτου θεράποντα. Εις την Μονεμβασίαν ήτο άλλος τις ασθενής, Κλήμης ονομαζόμενος, όστις είχε δύο ασθενείας· ήτοι πρώτον μεν ήτο ανοιγμένος και ήσαν πρησμένα τα δίδυμά του· δεύτερον είχε το ήπαρ του σεσαπημένον έσωθεν· και είχε δύο μεγάλους πόνους ο τάλας και οδύνην ανείκαστον. Ακούσας ούτος του Οσίου Μελετίου τα θαύματα μετέβη και αυτός και έμεινεν εις τον Ναόν του ημέρας τινάς ευχόμενος. Και μίαν νύκτα βλέπει και αυτός τον Όσιον εις τον ύπνον του, και του λέγει να του δείξη το πάθος, και του εφάνη ότι του ήγγισεν εις το ήπαρ και εις τα δίδυμα· τότε εξυπνήσας ευρέθη, ω της χάριτός σου, Χριστέ Βασιλεύ! όλος υγιής από τας δύο ασθενείας και περιεπάτει αγαλλιώμενος. Τοιαύται σου των πόνων αι αμοιβαί του καθ’ ημάς αιώνος κάλλος, Μελέτιε· τοιαύτα σου των ασκητικών αγώνων τα έπαθλα· τοιαύτην προς Θεόν παρρησίαν επλούτησας. Ικετεύομέν σε λοιπόν και ημείς οι αχρείοι υμνηταί και ικέται σου, να παρακαλής τον ελεήμονα Θεόν υπέρ ημών, να μας ενδυναμώνη δι’ ευχών σου αγίων, να φυλάξωμεν τα άγια του προστάγματα, δια να τύχωμεν και της Ουρανίου Βασιλείας του, να τον δοξάζωμεν πάντοτε. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις τω Πατρί, και τω Υιώ, και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου