Αγγελής, ο ευλογημένος ανήρ και Μάρτυς θερμότατος του Χριστού, κατήγετο
από την ενορίαν του Αγίου Κωνσταντίνου της εν Κωνσταντινουπόλει Καραμανίας, την
τέχνην χρυσοχόος, έχων γυναίκα και έξ τέκνα, ζωήν χριστιανικήν ζων τιμίως,
ουδενός δε των αναγκαίων στερούμενος ως εξασφαλίζων τα μέσα της ζωής από την
τέχνην του. Ημέραν δε τινα, κατά την οποίαν εορτάζεται η Απόδοσις της Κοιμήσεως
της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ήτοι τα κοινώς λεγόμενα εννεαήμερα, κατά
την οποίαν εγένετο πανήγυρις έξωθι της πόλεως και πλησίον του χωρίου του Αγίου
Στεφάνου, εις τα Φλωρία, μετέβη εις την πανήγυριν ταύτην και ο ευλογημένος
Αγγελής μετά των άλλων Χριστιανών, εκεί δε ήσαν και τινες εξωμόται του Χριστιανισμού
και ήδη Τούρκοι, οίτινες τρώγοντες και πίνοντες και ευφραινόμενοι ομού με τους
Χριστιανούς, ήρχισαν να παίζουν και οι μεν εξωμόται εκείνοι επήραν τα καλύμματα
της κεφαλής των Χριστιανών και τα εφόρουν, τα δε ιδικά των λευκά σαρίκια έδιδαν
εις τους Χριστιανούς να τα φορούν και ούτω ευθυμούντες όλοι εχόρευον και
εκτύπων τας χείρας· είτα παυσάμενοι του χορού, αναστάντες ήλθον εις την πόλιν
και έκαστος μετέβη εις τον οίκον του.
Το πρωϊ ήλθον οι εξωμόται εκείνοι Τούρκοι εις τον οίκον του ευλογημένου Αγγελή και του λέγουν· «Διτί φορείς σήμερον το χριστιανικόν κάλυμμα εις την κεφαλήν σου»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ως Χριστιανός το φορώ»· οι δε λέγουν αυτώ: «Συ χθες έγινες Μουσουλμάνος και πρέπει να φορής λευκόν σαρίκιον, καθώς χθες το εφόρεσες». Του δε Αγγελή εκπλαγέντος εις αυτό και αγανακτούντος, εκείνοι θυμωθέντες μάλλον έφερον ανθρώπους της εξουσίας και λαβόντες αυτόν ωδήγησαν εις το κριτήριον, καταμαρτυρούντες, ότι έμπροσθέν των χθες έγινε μουσουλμάνος και έκανε το λεγόμενον παρ’ αυτοίς σαλαβάτι (δηλαδή την ομολογίαν της πίστεώς των), και ότι εφόρεσε και λευκόν σαρίκιον. Ο δε κριτής ηρώτησε τον Άγιον, αν τω όντι τούτο εποίησεν. Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο λέγων· «Ούτε είπον, ούτε έκαμα τοιούτον πράγμα, αλλά μόνον μετ’ αυτών διασκέδαζον, κατόπιν δε επεστρέψαμεν έκαστος εις τον οίκον του». Ο κριτής βλέπων την στερεότητα της γνώμης του, τον έπεμψεν εις τον βεζύρην· μετέβησαν δε εκεί και οι κατήγοροι του Αγίου και εμαρτύρουν πάλιν κατ’ αυτού τα αυτά. Ο δε Μάρτυς ηρνείτο λέγων, ότι ουδέν τοιούτον έπραξεν ή είπε ποτέ. Ιδών δε ο βεζύρης αυτόν ευπρεπή και σεμνόν, ήρχισεν ιλαρώς να τον κολακεύη λέγων εις αυτόν: «Άφες αυτήν την γνώμην και γίνου Τούρκος, εγώ δε θα σε τιμήσω, θα σε πλουτίσω και θα σε κάμω μέγαν άρχοντα». Ο δε Μάρτυς εβόα μεγαλοφώνως: «Αφέντη, εγώ είμαι γέννημα Χριστιανών γονέων. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός και αποθνήσκω και δεν θα δυνηθή κανέν πράγμα να με χωρίση από της αγάπης του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού του όντως αληθινού Θεού, όχι τον πλούτον και τας τιμάς και την δόξαν, την οποίαν μου υπόσχεσθε, αλλ’ ούτε αυτό το βασίλειόν σας ολόκληρον να μου χαρίσητε δεν θα δυνηθήτε να παρασαλεύσητε την καρδίαν μου από την πίστιν μου και από τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν». Ταύτα κι άλλα πολλά ειπόντος του Μάρτυρος, ο βεζύρης πλησθείς θυμού εβόα: «Αν δεν γίνης Τούρκος, κακήν κακώς θα σε εξολοθρεύσω και θα σου δώσω τόσας βασάνους, ώστε θα αφανίσω όλας τας σάρκας σου, έως ου να αποθάνης μέσα εις αυτάς τας τιμωρίας». Ο δε Μάρτυς ανθίστατο γενναίως λέγων: «Ό,τι θέλεις κάμε, δέρνε, κόπτε, σφάζε, καίε με εις το πυρ, ρίψον με εις τα θηρία, καταπόντισον με εις την θάλασσαν και ό,τι άλλο δύνασαι κάμε εις τούτο το χοϊκόν σώμα μου· εγώ τον Χριστόν δεν αρνούμαι, την πίστιν μου δεν αλλάσσω, εγώ Τούρκος δεν γίνομαι». Ο δε βεζύρης με φοβεράν φωνήν προσέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν και εκεί να τον τιμωρούν ανηλεώς. Ευρισκομένου όθεν του μακαρίου γγελή εν τη φυλακή και δεινώς τιμωρουμένου υπό των αιμοβόρων Αγαρηνών, ήλθεν εκεί εις την φυλακήν εις γείτων αυτού, Αγαρηνός αλλ’ άνθρωπος ισχυρός, Μπέης την αξίαν, και συλλυπηθείς τον Μάρτυρα δια το συμβάν εις αυτόν ήρχισε να τον συμβουλεύη και να τον παρακινή, λέγων: «Διατί αποθνήσκεις αδίκως, άνθρωπε, και κάμνεις τους εχθρούς σου να χαίρωνται; Γίνου Τούρκος δια να ελευθερωθής· έπειτα σύναξον τα υπάρχοντά σου, παράλαβε τα τέκνα σου και την γυναίκα σου και σύρε εις άλλον τόπον να ζης ως Χριστιανός». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο λέγων: «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην μανίαν και αγνωσίαν, ώστε να εξέλθη τοιούτος ασεβέστατος λόγος από το στόμα μου· ο Χριστός μου απέθανε δι’ εμέ και τι μεγάλον πράγμα είναι αν αποθάνω και εγώ δια την Εκείνου αγάπην; Εγώ εξ ανάγκης ή σήμερον ή αύριον ή μετά ταύτα θα αποθάνω. Όθεν κάλλιον είναι να αποθάνω δια τον Χριστόν μου σήμερον, δια να αξιωθώ να απολαύσω και την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα ακούσας εκείνος ανεχώρησεν άπρακτος, οι δε Αγαρηνοί κάθε τρόπον επινοούντες δια να χωρίσουν τον Άγιον από τον Χριστόν, έπεμψαν την γυναίκα του εις την φυλκήν, δια να τον παρακινήση και αυτή, νομίζοντες ότι ίσως από τα δάκρυά της και από τους λυπηρούς θρήνους της καμφθή και ούτω τον Χριστόν αρνηθή. Ήλθεν όθεν και αύτη και τόσας ελεεινάς φωνάς εξέβαλε, τόσα δάκρυα έχυσε και τόσους παρακινητικούς λόγους του είπεν, ώστε θα ηδύναντο να μαλάξουν και την πλέον σκληροτέραν καρδίαν. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς, υπερβάς την σάρκα και αναβάς εις το πνεύμα, προς όλα ταύτα έμεινεν άκαμπτος, ταύτην δε μόνην την απόκρισιν ή μάλλον ειπείν συμβουλήν και νουθεσίαν έδωκεν εις αυτήν, ειπών: «Ω γύναι, ας είναι εις σε και εις εμέ αντί π΄ντων ο Χριστός· εις Εκείνον παραδίδω σήμερον σε και τα τέκνα σου, δια τον οποίον υπομένω μετά χαράς τον μαρτυρικόν τούτον θάνατον· υπόμεινον όθεν και συ, ω γύναι, δια τον Χριστόν, την εμήν στέρησιν, ίνα εν τη φρικτή Αυτού και ενδόξω παρουσία αλλήλους ίδωμεν και συνευφρανθώμεν εκεί αιωνίως. Τι όφελος εις ημάς τους δύο από την προσωρινήν ταύτην ένωσιν και ζωήν, από την οποίαν μετ’ ολίγον πρόκειται να χωρίσωμεν πάλιν; Ή τι κέρδος έχομεν από τα τερπνά του κόσμου τούτου, αν ίσως και ζημιωθώμεν τας ψυχάς μας, των οποίων όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιος; Άπελθε λοιπόν, ηγαπημένη μου και φιλτάτη ψυχή, εν ειρήνη· και εγώ, όσον τάχος, πορεύομαι προς τον ποθούμενόν μοι Χριστόν, εντός ολίγου δε έρχεσαι και συ, δια να απολαύσωμεν ομού την αιώνιον μακαριότητα». Ταύτα ακούσασα η μακαρία αυτού γυνή και πεισθείσα περισσότερον υπ’ εκείνου ή όσον αύτη τον έπεισεν, εξήλθεν από την φυλακήν στερεωθείσα εις την ελπίδα και αγάπην του Χριστού με τους λόγους του Μάρτυρος. Την δε επομένην παραστήσας και πάλιν έμπροσθεν αυτού ο βεζύρης τον Άγιον και πάλιν εξετάσας αυτόν, και ευρίσκων αυτόν εις την ομοίαν σταθερότητα, πολλά του είπε και πολλά τον ηπείλησε. Τέλος, ως είδεν ότι τίποτε δεν κατορθώνει, έδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν να τον θανατώσουν. Έλαβον όθεν οι δήμιοι τον γενναίον αγωνιστήν και προθυμότερα έτρεχεν αυτός εις την σφαγήν παρά εκείνοι και περισσότερον έχαιρεν αυτός, όστις έμελλε να θανατωθή, παρά εκείνοι, οίτινες έμελλον να τον θανατώσουν. Και φέροντες αυτόν έμπροσθεν του παλατίου, πλησίον της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπου και τον μακάριον Σταμάτιον απεκεφάλισαν εκεί, και του μακαρίου Αγγελή την αγίαν κάραν απέτεμον την 1ην Σεπτεμβρίου του έτους αχπ΄ (1680), οι δε μαθηταί του και άλλοι γνωστοί και συγγενείς παρεφύλαττον από μακρόθεν και παρετήρουν να ίδουν το αποβησόμενον· και κατά το μεσονύκτιον βλέπουσιν, ω του θαύματος! εν φως θεϊκόν, ως στύλον πύρινον, όπερ κατέβη από τον ουρανόν επάνω εις εκείνο το μαρτυρικόν και αγιώτατον λείψανον, και εστέκετο ώραν ικανήν· τούτο δε είδον όχι μόνον Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Αγαρηνοί. Όθεν αυτοί έδωκαν είδησιν δια το θαύμα τούτο και ευθύς εξεδόθη διαταγή από την Κυβέρνησιν να ριφθή εις την θάλασσαν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος. Τούτο μαθόντες οι Χριστιανοί επρόλαβεν ο σύλλογος των γουναράδων και δώσαντες τριακόσια γρόσια εις τον Μουσούρ αγάν ηγόρασαν το άγιον λείψανον· δια να μη αντιληφθή δε τούτο ουδείς, προσέταξεν ο προρρηθείς αγάς και ητοίμασαν οι γουναράδες εν ιστιοφόρον ιδικόν των, πηγαίνοντες δε οι Τούρκοι με άλλο πλοίον τάχα δια ναρίψουν το λείψανον εις την θάλασσαν με τρόπον κρύφιον το έρριψαν μέσα εις το πλοίον των Χριστιανών, το οποίον παραλαβόντες οι γουναράδες ήλθον και το ενεταφίασαν μετά πάσης τιμής και ευλαβείας εις το Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την νήσον της Πρώτης. Έτυχε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μητροπολίτης Δρύστρας Παρθένιος, άνθρωπος αρετή και μαθήσει και ευλαβεία κεκοσμημένος και ζηλωτής της Ορθοδόξου πίστεως, ο οποίος ακούων τα περί του Αγίου τούτου Μάρτυρος γγελή, εξήτασεν ακριβώς δια την στερεάν του ομολογίαν και δια τα μαρτύριά του και δια το άγιον φως, όπερ κατέβη ουρανόθεν επάνω εις το θείον του λείψανον, και δι’ όλα τα άλλα. Όθεν ετίμησε τον Άγιον με εγκώμι κθώς έπρεπεν εις αυτόν· όστις βεβαιώσας με μαρτυρίας όσα ανωτέρω εσημειώσαμεν, εβεβαίωσε προς τούτοις και τα εξής ρηθησόμενα, δηλαδή, ότι μετά τον θάνατον του Αγίου τρεις ονομαστοί μεγιστάνες της βασιλείας των Τούρκων, οίτινες μάλιστα ήσαν αίτιοι του θανάτου του Μάρτυρος, ο Σαρί Αμπντουλάχογλους Γεντή Κουλέ αγασή, ο βασιλικός μεξίνης, και ο Γιακούπ Αγανούνογλους, ησθένησαν βαρέως και κινδυνεύοντες εις θάνατον δεν ηδύναντο να ξεψυχήσουν, αλλ’ έξω φρενών γενόμενοι εφώναζον συνεχώς και έκραζον το όνομα του Μάρτυρος με τοιαύτας ελεεινάς και μεγάλας φωνάς: «Αγγελή, ω Αγγελή!» και ούτως εβασανίζοντο πολλάς ημέρας και δεν ηδύνατο να απορρίψουν την μιαράν των ψυχήν, έως ου εκάλεσαν την γυναίκα του Μάρτυρος και έλαβον συγχώρησιν από αυτήν δια τον άδικον φόνον, τον οποίον προυξένησαν εις τον άνδρα της και τότε εξεψύχησαν. Αύτη η φήμη διεδόθη εις όλους τους πρώτους της βασιλείς, όθεν και συνεκροτήθη παρ’ αυτών συμβούλιον μέγα περί τούτου και εξεδόθη διαταγή ισχυρά, εις το εξής να μη βιάσουν κανένα Χριστιανόν, μηδέ να τον τιμωρήσουν δια να γίνη Τούρκος, αλλ’ όστις εκ προαιρέσεώς του θέλει να γίνη, ας γίνεται. Η διαταγή δε αύτη ίσχυσεν εφ’ όσον ήσαν ζώντες εκείνοι οι αγάδες, οι οποίοι την εξέδωσαν. Κατά δε την εποχήν εκείνην ηγουμένευεν εις το Μοναστήριον της Πρώτης εις ιεροπρεπής και ενάρετος άνθρωπος, Αθανάσιος ονόματι, όστις ενεταφίασε το άγιον λείψανον του Μάρτυρος εις τον ίδιον τάφον του εκεί προηγουμενεύσαντος. Εκείνην όθεν την νύκτα εφάνη ο Προηγούμενος εκείνος εις τον ύπνον τού ρηθέντος Αθανασίου και του λέγει· «Τι έκαμες, ω Καθηγούμενε, και ενεταφίασες το άγιον λείψανον του Μάρτυρος εις τον τάφον τον ιδικόν μου; Είμαι άξιος εγώ να συγκατοικήσω εις ένα τόπον με τοιούτον Μάρτυρα; Όθεν παρακαλώ σε ή εκείνον μετατόπισον ή τα ιδικά μου λείψανα». Ούτω δοξάζει ο Θεός τους αυτόν αντιδοξάζοντας· τα δε τέκνα του Μάρτυρος δια πρεσβειών αυτού ηλευθερώθησαν από την Κωνσταντινούπολιν και απήλθον εις την Βλαχίαν, εκεί δε γενόμενα δεκτά παρά των αυθεντών ηυτύχησαν και έγιναν μεγάλοι άρχοντες, διελθόντες εν ειρήνη και ευτυχία καθ’ άπασαν την ζωήν των. Αλλ’ είθε ταις του Αγίου Αγγελή θεαρέστοις πρεσβείαις να διέλθωμεν και ημείς εν ειρήνη την ζωήν μας και να αξιωθώμεν άπαντες μετά τον θάνατον της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Το πρωϊ ήλθον οι εξωμόται εκείνοι Τούρκοι εις τον οίκον του ευλογημένου Αγγελή και του λέγουν· «Διτί φορείς σήμερον το χριστιανικόν κάλυμμα εις την κεφαλήν σου»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Ως Χριστιανός το φορώ»· οι δε λέγουν αυτώ: «Συ χθες έγινες Μουσουλμάνος και πρέπει να φορής λευκόν σαρίκιον, καθώς χθες το εφόρεσες». Του δε Αγγελή εκπλαγέντος εις αυτό και αγανακτούντος, εκείνοι θυμωθέντες μάλλον έφερον ανθρώπους της εξουσίας και λαβόντες αυτόν ωδήγησαν εις το κριτήριον, καταμαρτυρούντες, ότι έμπροσθέν των χθες έγινε μουσουλμάνος και έκανε το λεγόμενον παρ’ αυτοίς σαλαβάτι (δηλαδή την ομολογίαν της πίστεώς των), και ότι εφόρεσε και λευκόν σαρίκιον. Ο δε κριτής ηρώτησε τον Άγιον, αν τω όντι τούτο εποίησεν. Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο λέγων· «Ούτε είπον, ούτε έκαμα τοιούτον πράγμα, αλλά μόνον μετ’ αυτών διασκέδαζον, κατόπιν δε επεστρέψαμεν έκαστος εις τον οίκον του». Ο κριτής βλέπων την στερεότητα της γνώμης του, τον έπεμψεν εις τον βεζύρην· μετέβησαν δε εκεί και οι κατήγοροι του Αγίου και εμαρτύρουν πάλιν κατ’ αυτού τα αυτά. Ο δε Μάρτυς ηρνείτο λέγων, ότι ουδέν τοιούτον έπραξεν ή είπε ποτέ. Ιδών δε ο βεζύρης αυτόν ευπρεπή και σεμνόν, ήρχισεν ιλαρώς να τον κολακεύη λέγων εις αυτόν: «Άφες αυτήν την γνώμην και γίνου Τούρκος, εγώ δε θα σε τιμήσω, θα σε πλουτίσω και θα σε κάμω μέγαν άρχοντα». Ο δε Μάρτυς εβόα μεγαλοφώνως: «Αφέντη, εγώ είμαι γέννημα Χριστιανών γονέων. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός και αποθνήσκω και δεν θα δυνηθή κανέν πράγμα να με χωρίση από της αγάπης του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού του όντως αληθινού Θεού, όχι τον πλούτον και τας τιμάς και την δόξαν, την οποίαν μου υπόσχεσθε, αλλ’ ούτε αυτό το βασίλειόν σας ολόκληρον να μου χαρίσητε δεν θα δυνηθήτε να παρασαλεύσητε την καρδίαν μου από την πίστιν μου και από τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν». Ταύτα κι άλλα πολλά ειπόντος του Μάρτυρος, ο βεζύρης πλησθείς θυμού εβόα: «Αν δεν γίνης Τούρκος, κακήν κακώς θα σε εξολοθρεύσω και θα σου δώσω τόσας βασάνους, ώστε θα αφανίσω όλας τας σάρκας σου, έως ου να αποθάνης μέσα εις αυτάς τας τιμωρίας». Ο δε Μάρτυς ανθίστατο γενναίως λέγων: «Ό,τι θέλεις κάμε, δέρνε, κόπτε, σφάζε, καίε με εις το πυρ, ρίψον με εις τα θηρία, καταπόντισον με εις την θάλασσαν και ό,τι άλλο δύνασαι κάμε εις τούτο το χοϊκόν σώμα μου· εγώ τον Χριστόν δεν αρνούμαι, την πίστιν μου δεν αλλάσσω, εγώ Τούρκος δεν γίνομαι». Ο δε βεζύρης με φοβεράν φωνήν προσέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν και εκεί να τον τιμωρούν ανηλεώς. Ευρισκομένου όθεν του μακαρίου γγελή εν τη φυλακή και δεινώς τιμωρουμένου υπό των αιμοβόρων Αγαρηνών, ήλθεν εκεί εις την φυλακήν εις γείτων αυτού, Αγαρηνός αλλ’ άνθρωπος ισχυρός, Μπέης την αξίαν, και συλλυπηθείς τον Μάρτυρα δια το συμβάν εις αυτόν ήρχισε να τον συμβουλεύη και να τον παρακινή, λέγων: «Διατί αποθνήσκεις αδίκως, άνθρωπε, και κάμνεις τους εχθρούς σου να χαίρωνται; Γίνου Τούρκος δια να ελευθερωθής· έπειτα σύναξον τα υπάρχοντά σου, παράλαβε τα τέκνα σου και την γυναίκα σου και σύρε εις άλλον τόπον να ζης ως Χριστιανός». Ο δε Μάρτυς απεκρίνατο λέγων: «Μη μοι γένοιτο να έλθω εις τόσην μανίαν και αγνωσίαν, ώστε να εξέλθη τοιούτος ασεβέστατος λόγος από το στόμα μου· ο Χριστός μου απέθανε δι’ εμέ και τι μεγάλον πράγμα είναι αν αποθάνω και εγώ δια την Εκείνου αγάπην; Εγώ εξ ανάγκης ή σήμερον ή αύριον ή μετά ταύτα θα αποθάνω. Όθεν κάλλιον είναι να αποθάνω δια τον Χριστόν μου σήμερον, δια να αξιωθώ να απολαύσω και την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα ακούσας εκείνος ανεχώρησεν άπρακτος, οι δε Αγαρηνοί κάθε τρόπον επινοούντες δια να χωρίσουν τον Άγιον από τον Χριστόν, έπεμψαν την γυναίκα του εις την φυλκήν, δια να τον παρακινήση και αυτή, νομίζοντες ότι ίσως από τα δάκρυά της και από τους λυπηρούς θρήνους της καμφθή και ούτω τον Χριστόν αρνηθή. Ήλθεν όθεν και αύτη και τόσας ελεεινάς φωνάς εξέβαλε, τόσα δάκρυα έχυσε και τόσους παρακινητικούς λόγους του είπεν, ώστε θα ηδύναντο να μαλάξουν και την πλέον σκληροτέραν καρδίαν. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς, υπερβάς την σάρκα και αναβάς εις το πνεύμα, προς όλα ταύτα έμεινεν άκαμπτος, ταύτην δε μόνην την απόκρισιν ή μάλλον ειπείν συμβουλήν και νουθεσίαν έδωκεν εις αυτήν, ειπών: «Ω γύναι, ας είναι εις σε και εις εμέ αντί π΄ντων ο Χριστός· εις Εκείνον παραδίδω σήμερον σε και τα τέκνα σου, δια τον οποίον υπομένω μετά χαράς τον μαρτυρικόν τούτον θάνατον· υπόμεινον όθεν και συ, ω γύναι, δια τον Χριστόν, την εμήν στέρησιν, ίνα εν τη φρικτή Αυτού και ενδόξω παρουσία αλλήλους ίδωμεν και συνευφρανθώμεν εκεί αιωνίως. Τι όφελος εις ημάς τους δύο από την προσωρινήν ταύτην ένωσιν και ζωήν, από την οποίαν μετ’ ολίγον πρόκειται να χωρίσωμεν πάλιν; Ή τι κέρδος έχομεν από τα τερπνά του κόσμου τούτου, αν ίσως και ζημιωθώμεν τας ψυχάς μας, των οποίων όλος ο κόσμος δεν είναι αντάξιος; Άπελθε λοιπόν, ηγαπημένη μου και φιλτάτη ψυχή, εν ειρήνη· και εγώ, όσον τάχος, πορεύομαι προς τον ποθούμενόν μοι Χριστόν, εντός ολίγου δε έρχεσαι και συ, δια να απολαύσωμεν ομού την αιώνιον μακαριότητα». Ταύτα ακούσασα η μακαρία αυτού γυνή και πεισθείσα περισσότερον υπ’ εκείνου ή όσον αύτη τον έπεισεν, εξήλθεν από την φυλακήν στερεωθείσα εις την ελπίδα και αγάπην του Χριστού με τους λόγους του Μάρτυρος. Την δε επομένην παραστήσας και πάλιν έμπροσθεν αυτού ο βεζύρης τον Άγιον και πάλιν εξετάσας αυτόν, και ευρίσκων αυτόν εις την ομοίαν σταθερότητα, πολλά του είπε και πολλά τον ηπείλησε. Τέλος, ως είδεν ότι τίποτε δεν κατορθώνει, έδωκε την κατ’ αυτού απόφασιν να τον θανατώσουν. Έλαβον όθεν οι δήμιοι τον γενναίον αγωνιστήν και προθυμότερα έτρεχεν αυτός εις την σφαγήν παρά εκείνοι και περισσότερον έχαιρεν αυτός, όστις έμελλε να θανατωθή, παρά εκείνοι, οίτινες έμελλον να τον θανατώσουν. Και φέροντες αυτόν έμπροσθεν του παλατίου, πλησίον της Αγίας του Θεού Σοφίας, όπου και τον μακάριον Σταμάτιον απεκεφάλισαν εκεί, και του μακαρίου Αγγελή την αγίαν κάραν απέτεμον την 1ην Σεπτεμβρίου του έτους αχπ΄ (1680), οι δε μαθηταί του και άλλοι γνωστοί και συγγενείς παρεφύλαττον από μακρόθεν και παρετήρουν να ίδουν το αποβησόμενον· και κατά το μεσονύκτιον βλέπουσιν, ω του θαύματος! εν φως θεϊκόν, ως στύλον πύρινον, όπερ κατέβη από τον ουρανόν επάνω εις εκείνο το μαρτυρικόν και αγιώτατον λείψανον, και εστέκετο ώραν ικανήν· τούτο δε είδον όχι μόνον Χριστιανοί, αλλά και πολλοί Αγαρηνοί. Όθεν αυτοί έδωκαν είδησιν δια το θαύμα τούτο και ευθύς εξεδόθη διαταγή από την Κυβέρνησιν να ριφθή εις την θάλασσαν το άγιον λείψανον του Μάρτυρος. Τούτο μαθόντες οι Χριστιανοί επρόλαβεν ο σύλλογος των γουναράδων και δώσαντες τριακόσια γρόσια εις τον Μουσούρ αγάν ηγόρασαν το άγιον λείψανον· δια να μη αντιληφθή δε τούτο ουδείς, προσέταξεν ο προρρηθείς αγάς και ητοίμασαν οι γουναράδες εν ιστιοφόρον ιδικόν των, πηγαίνοντες δε οι Τούρκοι με άλλο πλοίον τάχα δια ναρίψουν το λείψανον εις την θάλασσαν με τρόπον κρύφιον το έρριψαν μέσα εις το πλοίον των Χριστιανών, το οποίον παραλαβόντες οι γουναράδες ήλθον και το ενεταφίασαν μετά πάσης τιμής και ευλαβείας εις το Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την νήσον της Πρώτης. Έτυχε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μητροπολίτης Δρύστρας Παρθένιος, άνθρωπος αρετή και μαθήσει και ευλαβεία κεκοσμημένος και ζηλωτής της Ορθοδόξου πίστεως, ο οποίος ακούων τα περί του Αγίου τούτου Μάρτυρος γγελή, εξήτασεν ακριβώς δια την στερεάν του ομολογίαν και δια τα μαρτύριά του και δια το άγιον φως, όπερ κατέβη ουρανόθεν επάνω εις το θείον του λείψανον, και δι’ όλα τα άλλα. Όθεν ετίμησε τον Άγιον με εγκώμι κθώς έπρεπεν εις αυτόν· όστις βεβαιώσας με μαρτυρίας όσα ανωτέρω εσημειώσαμεν, εβεβαίωσε προς τούτοις και τα εξής ρηθησόμενα, δηλαδή, ότι μετά τον θάνατον του Αγίου τρεις ονομαστοί μεγιστάνες της βασιλείας των Τούρκων, οίτινες μάλιστα ήσαν αίτιοι του θανάτου του Μάρτυρος, ο Σαρί Αμπντουλάχογλους Γεντή Κουλέ αγασή, ο βασιλικός μεξίνης, και ο Γιακούπ Αγανούνογλους, ησθένησαν βαρέως και κινδυνεύοντες εις θάνατον δεν ηδύναντο να ξεψυχήσουν, αλλ’ έξω φρενών γενόμενοι εφώναζον συνεχώς και έκραζον το όνομα του Μάρτυρος με τοιαύτας ελεεινάς και μεγάλας φωνάς: «Αγγελή, ω Αγγελή!» και ούτως εβασανίζοντο πολλάς ημέρας και δεν ηδύνατο να απορρίψουν την μιαράν των ψυχήν, έως ου εκάλεσαν την γυναίκα του Μάρτυρος και έλαβον συγχώρησιν από αυτήν δια τον άδικον φόνον, τον οποίον προυξένησαν εις τον άνδρα της και τότε εξεψύχησαν. Αύτη η φήμη διεδόθη εις όλους τους πρώτους της βασιλείς, όθεν και συνεκροτήθη παρ’ αυτών συμβούλιον μέγα περί τούτου και εξεδόθη διαταγή ισχυρά, εις το εξής να μη βιάσουν κανένα Χριστιανόν, μηδέ να τον τιμωρήσουν δια να γίνη Τούρκος, αλλ’ όστις εκ προαιρέσεώς του θέλει να γίνη, ας γίνεται. Η διαταγή δε αύτη ίσχυσεν εφ’ όσον ήσαν ζώντες εκείνοι οι αγάδες, οι οποίοι την εξέδωσαν. Κατά δε την εποχήν εκείνην ηγουμένευεν εις το Μοναστήριον της Πρώτης εις ιεροπρεπής και ενάρετος άνθρωπος, Αθανάσιος ονόματι, όστις ενεταφίασε το άγιον λείψανον του Μάρτυρος εις τον ίδιον τάφον του εκεί προηγουμενεύσαντος. Εκείνην όθεν την νύκτα εφάνη ο Προηγούμενος εκείνος εις τον ύπνον τού ρηθέντος Αθανασίου και του λέγει· «Τι έκαμες, ω Καθηγούμενε, και ενεταφίασες το άγιον λείψανον του Μάρτυρος εις τον τάφον τον ιδικόν μου; Είμαι άξιος εγώ να συγκατοικήσω εις ένα τόπον με τοιούτον Μάρτυρα; Όθεν παρακαλώ σε ή εκείνον μετατόπισον ή τα ιδικά μου λείψανα». Ούτω δοξάζει ο Θεός τους αυτόν αντιδοξάζοντας· τα δε τέκνα του Μάρτυρος δια πρεσβειών αυτού ηλευθερώθησαν από την Κωνσταντινούπολιν και απήλθον εις την Βλαχίαν, εκεί δε γενόμενα δεκτά παρά των αυθεντών ηυτύχησαν και έγιναν μεγάλοι άρχοντες, διελθόντες εν ειρήνη και ευτυχία καθ’ άπασαν την ζωήν των. Αλλ’ είθε ταις του Αγίου Αγγελή θεαρέστοις πρεσβείαις να διέλθωμεν και ημείς εν ειρήνη την ζωήν μας και να αξιωθώμεν άπαντες μετά τον θάνατον της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου