Τρίτη, 1 Μαΐου 2018
Ιερεμίου του
προφήτου, Ακακίου του εκ Νίβορι Θεσσαλονίκης (1813), Ευθυμίου του εκ Δημητσάνης
των οσιομαρτύρων, Παναρέτου επισκόπου Πάφου, Νικηφόρου του Χίου (1821) των
οσίων.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας
γεννήθηκε πιθανῶς κατὰ τὸ 650 π.Χ., στὴν μικρὴ πόλη τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ἀναθώθ,
βορειοανατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν
Χελκίας. Ἀνατράφηκε στὴν ἱερατικὴ αὐτὴ οἰκογένεια μὲ αὐστηρότητα. Μελετοῦσε
τοὺς πρὸ αὐτοῦ Προφῆτες Ἡσαΐα καὶ Ὠσηέ. Νεότατος στὴν ἡλικία, περίπου 23 – 25
ἐτῶν, περὶ τὸ 627 – 625 π.Χ., καλεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα.
Ἀνταποκρίνεται στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ ἔτσι τὸ ὄνομά του (Ἱερεμίας), ποὺ
σημαίνει ὁ Θεὸς ἀνυψώνει ἢ καθιστᾶ, ἐκφράζει καὶ τὴν ἀποστολή του.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας
καθαγιάσθηκε πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Πράγματι,
στὴν ἀρχὴ τοῦ προφητικοῦ του βιβλίου ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ λέγει: «Πρὸ τοῦ με
πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε,
προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε».
Σὲ τέσσερις
περιόδους δυνάμεθα νὰ διαιρέσουμε τὴν δημόσια δράση του. Πρώτον, ἐπὶ τοῦ
βασιλέως Ἰωσίου πρὸ τῆς μετερρυθμίσεως (627 – 621 π.Χ.), δεύτερον, ἐπὶ τοῦ
βασιλέως Ἰωακεὶμ μέχρι τοῦ Σεδεκίου (609 – 598 π.Χ.), τρίτον, ἐπὶ Σεδεκίου (598
– 586 π.Χ.) καὶ τέταρτον, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ
Σεδεκίου.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ
τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ, τὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα, ὅπου βρισκόταν ὁ Προφήτης
Ἱερεμίας, τελοῦσε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Ἀσσυρίων, ὄχι μόνο πολιτικὰ ἀλλὰ καὶ
θρησκευτικά. Ἡ πολυθεΐα τῶν Ἀσσυρίων εἶχε εἰσχωρήσει στοὺς Ἰουδαίους, διότι ὁ
βασιλέας Μανασσῆς (693 – 639 π.Χ.) ἦταν ὑποτελὴς τῶν Ἀσσυρίων καὶ εἶχε παραδοθεῖ
σὲ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ καὶ σὲ εἰδωλολατρία. Ὅσες πόλεις ὑπῆρχαν στὴν
Ἰουδαία, τόσοι ἦταν καὶ οἱ θεοί, ὅσοι οἱ δρόμοι τῆς Ἱερουσαλήμ, τόσα
θυσιαστήρια τοῦ Βαάλ. Ὑπῆρχε ἡ εἰδωλολατρία τοῦ Μολὼχ μὲ τὰ ἀνθρώπινα θύματα.
Στὶς αὐλὲς τοῦ ναοῦ ἦταν θυσιαστήρια τῶν Ἀσσυρίων θεῶν καὶ τὸ εἴδωλο τῆς
Ἀστάρτης. Ὁ Ἱερεμίας, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωσίου, ἀπὸ τὸ 627 π.Χ., ἐπέρχεται
κατὰ τῆς πολυθεΐας κηρύσσοντας τὸν Ἕνα καὶ Μόνο Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ στηλιτεύοντας
τὴ διαφθορά. Ἐκτὸς τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀνηθικότητας, ὁ Ἱερεμίας πολεμάει κατὰ
τὴν περίοδο αὐτὴ καὶ τοὺς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι παραπλανοῦσαν τὸν λαὸ μὲ
ψευδεῖς προφητεῖες. Ὁ Προφήτης διαισθάνεται κάποια μεταβολὴ τοῦ λαοῦ, κάποια
μετάνοια, διότι στὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, ὁ λαὸς ἀπαντᾶ: «Ἰδού, πρὸς Σὲ ἔρχομαι».
Ἡ μετάνοια ὅμως αὐτὴ ἦταν πρόσκαιρη λόγω τῆς ἀνομβρίας. Ὁ Προφήτης πονάει,
ὑποφέρει. Περιέρχεται σὲ ἀπόγνωση. Ὅμως ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαντλεῖται.
Ὁ Θεὸς συμβουλεύει τὸν Προφήτη νὰ ἐρευνήσει τὴν ὑπὸ τοῦ κακοῦ τρυγηθεῖσα
ἄμπελο, τὸ λαό Του, μήπως εὕρει ρώγα σταφυλιοῦ, κάποιον ἄνθρωπο εὐσεβή,
ἀτρύγητο ἀπὸ τὸ κακό. Ἔτσι τονίζεται ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Προφήτης δὲν
βρίσκει δυστυχῶς καμία ρώγα σταφυλιοῦ ἀτρύγητη ἀπὸ τὸ κακό. Στὴν ἄκαρπη αὐτὴ
προσπάθεια τοῦ Προφήτη, ὁ Θεὸς συνιστᾶ σὲ αὐτὸν καὶ πάλι νὰ συνεχίσει τὴν
ἐργασία του, γιὰ νὰ πεισθεῖ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Προφήτης γιὰ τὸ ἀδιόρθωτο τοῦ λαοῦ
καὶ τὴ δίκαιη τιμωρία του. Ὁ Θεὸς παρομοιάζει τὸν Προφήτη μὲ μεταλλουργὸ ποὺ
δοκιμάζει τὰ μέταλλα καὶ φροντίζει ἀπὸ τὸ μεῖγμα νὰ ἐξαγάγει αὐτὰ ποὺ εἶναι εὐγενή,
δηλαδὴ τὸ χρυσὸ καὶ τὸν ἄργυρο. Μάταια ὅμως.
Ἐδῶ τερματίζεται ἡ
πρώτη περίοδος τῆς δράσεως τοῦ Προφήτη Ἱερεμίου. Κατόπιν ἔρχεται ἡ κατάλυση τοῦ
Ἀσσυριακοῦ βασιλείου διὰ τῆς πίστεως τῆς Νινευΐ τὸ 621 π.Χ. Ὁ εὐσεβὴς βασιλέας
Ἰωσίας, ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν κατάρρευση αὐτή, ἀνέλαβε πολιτικὴ ἐξωτερικῆς
ἀνεξαρτησίας καὶ προέβη σὲ ἐσωτερικὲς μεταρρυθμίσεις, γιὰ νὰ ὀρθώσει τὴν πίστη
στὸν Θεό. Ὁ Ἱερεμίας, κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα 621 – 608 π.Χ., ἀποσύρθηκε
πιθανότατα σὲ μόνωση. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ὅτι αὐτὸς
«λινοῦν περίζωμα εἶχε μόνον. Ὡς δὲ τὰ εὐτραφῆ τῶν σωμάτων γυμνούμενα
φανερωτέραν δείκνυσι τὴν ἀκμήν, οὕτω καὶ τῶν ἠθῶν τὸ κάλλος, μὴ ἀνειλούμενον
ἀπειροκάλοις φλυαρίαις, τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐνδείκνυται».
Κατὰ τὴν δεύτερη
περίοδο τῆς δράσης του, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ (609 – 598 π.Χ.), ὁ
Προφήτης Ἱερεμίας στρέφεται κατὰ τῶν ἀτόπων τῆς Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας. Ὁ
μαγικὸς χαρακτήρας, τὸν ὁποῖο ἀπέδιδαν οἱ Ἰουδαῖοι στὸ ναὸ καὶ στὶς τελετές,
τὸν ἐνοχλοῦσε. Ἔλεγε δέ, ὅτι «ὁ ναός, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει νὰ καλύπτει τὰ
κακουργήματα, εἶναι ὄχι ναὸς Θεοῦ, ἀλλὰ σπήλαιο λῃστῶν».
Κατὰ τὸ πρῶτο ἔτος
τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακείμ, σὲ κάποια μεγάλη ἑορτή, ἐμφανίζεται ὁ Προφήτης
Ἱερεμίας στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ καὶ μέσα στὸ ἐνθουσιῶδες ἀπὸ τὴ θέα τοῦ ναοῦ πλῆθος,
προσβάλλει τὴν ἐσφαλμένη αὐτὴ πίστη, τὴν ὁποία εἶχε ὁ λαὸς περὶ τοῦ ναοῦ καὶ
κηρύσσει τὴν ἐπερχόμενη καταστροφὴ τοῦ ναοῦ. Ὅλος ὁ λαὸς ἐξεγείρεται καὶ ζητεῖ
τὸν θάνατό του. Σώζεται μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἀχικάμ. Μεταβαίνει στὸ ἐργαστήριο
τοῦ κεραμέως καὶ παρατηρεῖ ὅτι ὁ κεραμέας μεταπλάσσει ὅσα ἀπὸ τὰ πήλινα δοχεῖα
δὲν ἀρέσουν σὲ αὐτόν. Ἔτσι, λέγει ὁ Προφήτης, θὰ κάνει ὁ Θεὸς σὲ ἔθνη καὶ
ἀνθρώπους, τὰ ὁποία δὲν ἀρέσουν σὲ Αὐτόν. Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς καταστροφῆς
συνιστᾶ τὴν ἐσωτερικὴ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Ἄρχοντες καὶ λαὸς ἀντιδροῦν.
Κουρασμένος ὁ Προφήτης ἀπὸ τοὺς ἄκαρπους ἀγῶνες του ζητεῖ τὴ μόνωση καὶ
προβλέποντας τὴν ἀμετανοησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, προλέγει τὴν καταστροφή του.
Κάποιοι ἄνθρωποι
ἀποφασίζουν νὰ τὸν δηλητηριάσουν στὴν Ἀναθώθ. Συνωμοτοῦν ἐναντίον του καὶ
συγγενεῖς του. Ὁ Ἱερεμίας ἀποδίδει τὴν σωτηρία του στὸν Θεό. Στρέφεται κατὰ τῶν
ἀρχόντων, τοῦ βασιλέως Ἰωακεὶμ καὶ τῶν ἀνακτόρων, τῶν ὁποίων κηρύσσει τὴν
καταστροφή. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἐναντίον του. Πρὸς στιγμὴν κάμπτεται, διότι
νομίζει ὅτι ἔχει ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραπονεῖται. Συνέρχεται ὅμως
καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο του. Στὴν αὐλὴ τοῦ ναοῦ κηρύσσει καὶ πάλι τὴν καταστροφὴ
τοῦ ναοῦ. Τὸ κήρυγμα αὐτὸ προκαλεῖ ἀναταραχή. Γι’ αὐτὸ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ
χώρου τοῦ ναοῦ Πασχὼρ τὸν ραβδίζει καὶ τὸν ρίχνει στὴ φυλακή. Τὰ κηρύγματά του
γίνονται δεκτὰ μὲ εἰρωνεῖες. Τοῦ ἀπαγορεύουν νὰ ἐπισκέπτεται τὸ ναό. Ὁ Προφήτης
σκέπτεται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀγῶνα. Ἡ φωτιὰ ὅμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι
μέσα του, δὲν τὸν ἀφήνει. Κατὰ τὸ τέλος τοῦ 605 π.Χ., μετὰ τὴν ἥττα τῶν
Αἰγυπτίων στὸ Χαρκαμύς, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ εἰσέλθει στὴν αὐλὴ
τοῦ ναοῦ, δίδει στὸν μαθητή του Βαροὺχ νὰ ἀναγνώσει στὸ μέσο τῆς αὐλῆς τοῦ
ναοῦ, προφητεία, διὰ τῆς ὁποίας κηρυσσόταν ἡ καταστροφὴ τοῦ ναοῦ. Ὅλοι τότε
ἐπαναστατοῦν ἐναντίον του. Ὁ Ἱερεμίας καὶ ὁ Βαροὺχ κρύβονται, γιὰ νὰ μὴ
συλληφθοῦν. Ἡ προλεχθεῖσα ὅμως καταστροφὴ ἐπῆλθε.
Οἱ Βαβυλώνιοι
κατέστησαν φόρου ὑποτελὴ τὸ βασιλέα Ἰωακείμ. Αὐτός, ἐπιθυμώντας τὴν ἀνεξαρτησία
καὶ ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπὸ ἄκριτους ἀνθρώπους, προκαλεῖ τὴ Βαβυλώνιο ἐκστρατεία
κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ναβουχοδονόσωρ ἐπέρχεται ἐναντίον του καὶ πολιορκεῖ τὴν
Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἱερεμίας μάταια συνιστᾶ στὸν βασιλέα Ἰωακείμ, ὑποταγὴ στοὺς
Βαβυλώνιους. Ὁ Ἰωακεὶμ πεθαίνει καὶ ἡ πόλη καταλαμβάνεται καὶ πολιορκεῖται. Ὁ
ναὸς καταστρέφεται. Ὁ ἄμεσος διάδοχος τοῦ Ἰωακείμ, ὁ Ἰωαχεὶμ (Ἰεχονίας)
πορεύεται σὲ αἰχμαλωσία μὲ τοὺς ἀξιωματούχους τῆς χώρας καὶ δέκα χιλιάδες ἀπὸ
τὸ λαό. Ὁ βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ ὁρίζει ὡς διάδοχο τοῦ Ἰεχονίου, τὸν Σεδεκία.
Κατὰ τὴν Τρίτη περίοδο
τῆς δράσεως τοῦ Προφήτη Ἱερεμίου, τὸ 594 π.Χ., ἀπεσταλμένοι τῶν Ἰδουμαίων,
Ἀμμωνιτῶν, Τύρου καὶ Σιδῶνος, παρακάλεσαν τὸν Σεδεκία νὰ συμμαχήσουν κατὰ τῶν
Βαβυλωνίων. Οἱ ψευδοπροφῆτες κηρύσσουν ὅτι τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ ναοῦ ποὺ εἶχαν
κλαπεῖ θὰ ἐπιστραφοῦν. Ὁ Ἱερεμίας ἀντιτίθεται καὶ συμβολικὰ θέτει ζυγὸ στὸν
τράχηλό του, γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι θὰ εἶναι δοῦλοι τοῦ Ναβουχοδονόσορ. Ὁ
ψευδοπροφήτης Ἀνανίας σπάζει τὸ ζυγὸ πάνω στὸν τράχηλο τοῦ Ἱερεμία, γιὰ νὰ
τονίσει τὴν ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τῶν Βαβυλωνίων. Ὁ Ἱερεμίας ἀπαντᾶ: «Ἔσπασες
ξύλινους ζυγούς; Σιδερένιους θὰ θέσει ὁ Θεὸς στὸν τράχηλό σας».
Ὁ Σεδεκίας τήρησε
συνετὴ πολιτικὴ πρὸς τοὺς ἀπεσταλμένους τῶν ἄλλων περιοχῶν καὶ ἐνέκρινε τὴν
γνώμη τοῦ Προφήτη Ἱερεμία. Ὅμως, κατὰ τὸ 588 π.Χ., ὁ φαραὼ τῆς Αἰγύπτου Οὐαφρῆς
ἐπαναστατεῖ κατὰ τῶν Βαβυλωνίων. Τὸ φρόνημα τῶν Ἰουδαίων ἀναπτερώνεται καὶ
λαμβάνουν καὶ αὐτοὶ μέρος στὴν ἐπανάσταση αὐτή. Ὁ Ἱερεμίας τοὺς ἀποτρέπει ἀπὸ
τὸ νὰ συμμαχήσουν μὲ τοὺς Αἰγυπτίους κατὰ τῶν Βαβυλωνίων. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν
ὑπακοῦν καὶ ἐπαναστατοῦν. Ὁ Ἱερεμίας ἐπιμένει ὅτι ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων θὰ
καταστραφεῖ. Οἱ ἄρχοντες τὸν ρίχνουν σὲ λάκκο βορβορώδη, διότι μὲ τὸν τρόπο ποὺ
ὁ Προφήτης ὁμιλοῦσε παρέλυε τὰ χέρια τῶν πολεμιστῶν. Μὲ τὴν ἐπέμβαση ὅμως τοῦ
Ἀβδεμέλεχ ἀποσύρεται ἀπὸ τὸν λάκκο. Ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καταλαμβάνεται καὶ ὁ
βασιλέας Σεδεκίας συλλαμβάνεται, τυφλώνεται καὶ ὁδηγεῖται στὴ Βαβυλώνα. Ἡ πόλις
παραδίδεται στὶς φλόγες.
Κατὰ τὴν τέταρτη
περίοδο τῆς δράσεώς του, ὁ Ἱερεμίας, μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀποφασίζει
νὰ διαμείνει πλησίον τοῦ Γοδολίου. Τὸν Γοδολία, ὁ βασιλέας Ναβουχοδονόσωρ
ἐγκαθιστᾶ κυβερνήτη τῆς Ἰουδαίας. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅμως, ὁ Γοδολίας δολοφονεῖται
καὶ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαός, φοβούμενος τὴν τιμωρία ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους, ἀποφασίζει
νὰ ἀπέλθει στὴν Αἴγυπτο παρὰ τὴν γνώμη τοῦ Ἱερεμίου καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ.
Χωρὶς τὴν θέλησή του, παίρνουν μαζί τους καὶ τὸν Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος κηρύττει καὶ
στὴν Αἴγυπτο. Προλέγει τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ναβουχοδονόσωρ, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε. Ἐκεῖ
οἱ Ἰουδαῖοι περιπίπτουν σὲ εἰδωλολατρία. Ὁ Προφήτης ἐπέρχεται καὶ πάλι ἐναντίον
αὐτῶν. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ὑπακούουν καὶ ὁ Προφήτης προλέγει τὴν καταστροφή τους.
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας
λιθοβολήθηκε ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες του στὴν πόλη Τάφνα τῆς Αἰγύπτου ἢ ἀπήχθη
μαζὶ μὲ τὸν Βαροὺχ αἰχμάλωτος ἀπὸ τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσωρ σὲ κάποια εἰσβολή
του στὴν Αἴγυπτο τὸ 568 π.Χ., ὡς λέγει κάποια Ραββινικὴ παράδοση.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ
ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Τὸ βιβλίο τοῦ
Προφήτου Ἱερεμίου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν παρουσιάζει μόνο ὑψηλὲς θρησκευτικὲς
ἰδέες, ἀλλὰ κυρίως μία ζωηρὴ θρησκευτικὴ προσωπικότητα, διότι ὁ Ἱερεμίας δὲν
κήρυττε μόνο, ἀλλὰ ζοῦσε τὴν διδασκαλία αὐτὴ μὲ τόση ἐπιμονή, ὥστε ὄχι μόνο ὁ
θάνατός του ὑπῆρξε μαρτυρικός, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν ἕνα διαρκὲς
μαρτύριο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Προφήτου Ἱερεμίου ἀφοροῦσε, α) τὸν ἄνθρωπο, β) τὸν
Θεὸ καὶ γ) τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Κέντρο καὶ τῶν τριῶν αὐτῶν εἶναι ἡ καρδιά, ἡ βάση
τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος
α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἐκ γαστρὸς ἡγιάσθης
τῇ προγνώσει τοῦ Κτίσαντος, καὶ προφητικῆς ἐπληρώθης ἐκ σπαργάνων συνέσεως·
ἐθρήνησας τὴν πτῶσιν Ἰσραήλ, σοφὲ Ἱερεμία ἐν στοργῇ· διὰ τοῦτο ὡς Προφήτην καὶ
Ἀθλητήν, τιμῶμέν σε κραυγάζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ
στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν τὰ κρείττονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου